του + π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου.
Υπάρχουν δυσνόητα Γραφικά εδάφια, τα οποία διαστρεβλώνουν οι αιρετικοί, με αποτέλεσμα να οδηγούν στην απώλεια (Β' Πέτρ. β' 1, γ' 16). Γι' αυτό το λόγο πρέπει να αναφέρουμε την ερμηνεία πού δίνει η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) στα εδάφια αυτά.
1. «Κύριος έκτισε με αρχήν οδών αυτού» (Παροιμ. η' 22).
Το εδάφιο μας λέγει πως με τη σάρκωση της Σοφίας, δηλαδή του Υιού και Λόγου του Θεού (Παροιμ. θ' 1. Ιω. α' 14. Α' Κορ. α' 24), ανοίχθηκε για τα «έργα του Θεού», δηλαδή για τους ανθρώπους και για ολόκληρη τη δημιουργία, νέα οδός σωτηρίας (Ιω. ιδ' 6). Το «έκτισέ με» δεν αναφέρεται συνεπώς στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου του Θεού, αλλά στη σάρκωσή Του και αντιδιαστέλλεται από το «γεννά με» (Παροιμ. η' 25), δηλαδή προς την προαιώνια γέννηση του Υιού (πρβλ. Ιω. α' 1, 14, Φιλιπ. β' 7, Εβρ. α' 1-2).
Και άλλα εδάφια της Γραφής έχουν παρόμοια σημασία- «ας γνωρίζουν λοιπόν καλά όλοι οι Ισραηλίται, ότι ο Θεός "εποίησεν" και Κύριον και Χριστόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε» (Πραξ. β' 36). Το «εποίησε» Αναφέρεται πάλι «στους λόγους του σωτηριώδους θείου σχεδίου», όχι στην άναρχο γέννηση του Υιού, γι' αυτό και χρησιμοποιείται η δεικτική αντωνυμία, «τούτον τον Ιησούν» (Μ. Βασιλ.). Ο Θεός προσέφερε σ' Αυτόν την εξουσία και τη δεσποτεία «επί πάντων» (Ματθ. κη' 18, Α' Κορ. ε' 27. Πρβλ. Δαν. ζ' 13-14), γιατί ως άνθρωπος ο Χριστός δεν την είχε, ήταν «μικρότερος και από τους Αγγέλους» (Ψαλμ. η' 6. Έβρ. β' 7-9).
2. «Ο Πατήρ μου μείζων μού εστί» (Ιω. ιδ' 28).
Το «μείζων» μπορεί να σημαίνει διαφορά στη δύναμη, στη σοφία, στο αξίωμα, στον όγκο, στο χρόνο, στην ουσία, Αλλά και στην αιτία. Ο Πατήρ δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στη δύναμη η στη σοφία, γιατί ο Υιός είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α' Κορ. α' 24).
Δεν μπορεί πάλι να είναι μεγαλύτερος στο αξίωμα η στην τιμή, γιατί τοποθετείται στα δεξιά του Θεού (Ψαλμ. ρθ' 1, Εβρ. α' 3) το «δεξιόν» δεν εκλαμβάνεται σωματικά, σαν ο Θεός να έχει «δεξιά» και «αριστερά», ούτε σημαίνει «χαμηλότερο τόπο», αλλά σχέση ισότητας (πρβλ. Ψαλμ. μδ' 7. Ματθ. ιστ' 27. Πραξ. β' 34. 'Έβρ. α' 8, ιβ' 2. Αποκ. ια' 15, κβ' 3-4,ε' 13).
Το να υποστηρίξει βέβαια κανείς πως ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στον όγκο, τούτο καταντάει γελοίο.
Αλλά ούτε και στο χρόνο ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος, γιατί διά του Υιού δημιουργήθησαν οι αιώνες (Εβρ. α' 2) και ο Υιός υπήρχε «εν αρχή» (Ιω. α' 1), ήταν δηλαδή άναρχος και προαιώνιος (Παροιμ. η' 30. Εβρ. ζ' 3. Αποκ. α' 17-18, κβ' 12-13).
Βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πως το «μείζων» δεν αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των δύο θείων υποστάσεων, αλλά μεταξύ του Πατρός και της ανθρώπινης φύσης του Υιού, Αλλά, όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τούτο θα ήταν μεν αληθινό, όμως όχι σπουδαίο, διότι «τι το θαυμαστόν, εάν ο Θεός είναι ανώτερος του ανθρώπου;».
Το «μείζων», κηρύττει η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) δεν είναι μόνο του στη Γραφή- εκεί βρίσκουμε και το «εν εσμέν» (Ιω. ι' 30), πράγμα για το οποίο οι Ιουδαίοι επεχείρησαν να λιθοβολήσουν τον Χριστό, επειδή ορθά το εξέλαβαν πως σημαίνει ισότητα προς τον Πατέρα (Ιω. ι' 29-33, Πρβλ. Φιλιπ. β' 6)
«Πώς λοιπόν θα συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα; Διότι είναι αδύνατον το αυτό πράγμα να είναι μεγαλύτερον ενός άλλου και ταυτοχρόνως "ίσον η μήπως γίνεται φανερόν, ότι το μεν ''μείζων" αναφέρεται εις το ότι είναι αίτιος, το δε "ίσος" εις την φύσιν; Εγώ παραδέχομαι και τούτο διά την πολλήν μου καλοπιστίαν» (Γρηγ. Θεολ.).
Το «μείζων» αναφέρεται στην υπεροχή ως προς την τάξη, όχι ως προς την ουσία. Βασίζεται στο γεγονός ότι ο Πατήρ, με την προαιώνια γέννηση του Υιού, μεταδίδει σ' αυτόν την κοινή θεία ουσία. Διαφορετικά, αν πούμε πως υπάρχει διαφορά ουσίας, τότε αρνούμεθα στον Πατέρα την ίδια την Πατρότητα, αφού ο φερόμενος πλέον ως υιός δεν είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα- «το αλλότριον της ουσίας καταργεί την φυσικήν συνάφειαν» (Μ. Βασίλειος).
«Όταν λοιπόν ακούσωμεν ότι ο Πατήρ είναι αρχική αιτία και μεγαλύτερος από τον Υιόν, ας εννοήσωμεν ότι είναι κατά την αιτίαν. Και όπως δεν λέγομεν ότι είναι από άλλην ουσίαν η φωτιά και από άλλην το φως, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να ειπούμεν ότι από άλλην ουσίαν είναι ο Πατήρ και από άλλην ουσίαν είναι ο Υιός, αλλά ότι είναι από μίαν και την ιδίαν ουσίαν» (Ιω. Δαμασκηνός).
3. «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως».
Είναι «πρωτότοκος» με την έννοια του «κτίστου» και συγχρόνως του «αναδημιουργού» της κτίσεως: «επειδή δι' αυτού δημιουργήθησαν τα πάντα... και αυτός είναι Κεφαλή του σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η αρχή, ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών», διά να γίνει αυτός ο πρώτος εις όλα, διότι εις αυτόν ευαρεστήθηκε να κατοικήσει όλον το πλήρωμα του Θεού και δι' αυτού να συμφιλιώσει μετά του εαυτού Του τα πάντα... Τώρα ο Θεός με το σάρκινον σώμα του Χριστού σας συμφιλίωσε διά του θανάτου Του, διά να σας παρουσιάσει ενώπιόν Του αγίους...» (Κολ. α' 16-22).
Εάν το «πρωτότοκος» το αναφέρουμε στη θεία φύση του Χριστού, τότε είναι «πρωτότοκος» με την έννοια του Υψίστου, του Δημιουργού ολοκλήρου της κτίσης (πρβλ. Εξοδ. δ' 22. Ψαλμ. πη' 28). Μ' αυτή την έννοια ο Υιός είναι η «αρχή», δηλαδή η αιτία και η πηγή της κτίσης του Θεού (Αποκ. γ' 14).
Εάν το «πρωτότοκος» το αποδώσουμε στην ανθρώπινη φύση Του, τότε είναι πρωτότοκος με την έννοια του αναδημιουργού, του ανακαινιστού ολόκληρης της δημιουργίας. Γι' αυτό και ονομάζεται «απαρχή» (Α' Κορ. ιε' 22-23), «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α' 18. Αποκ. α' 5), «πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών» (Ρωμ. η' 29. Πρβλ. και Ρωμ. η' 21). Με τη σάρκωσή Του, το θάνατο και την ανάσταση, «συνεφιλίωσε μετά του εαυτού Του τα πάντα» και άνοιξε το δρόμο για την υιοθεσία (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26. Α' Ιω. γ' 2. Πρβλ. και Ρωμ. η' 11-17).
4. Ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν» (Ιω. ιζ' 3)
Η φράση «τον μόνον αληθινόν Θεόν» δεν αποκλείει την Θεότητα του Υιού, αλλά την αντιπαραθέτει στους ανύπαρκτους και ονομαζόμενους θεούς, γι' αυτό και συνεχίζει: «και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. ιζ' 3).
Εξ άλλου η φράση «αληθινός Θεός» αναφέρεται «εις όλην την Θεότητα» (Γρηγ. Θεολ.) και επομένως στον Τριαδικό Θεό. Γι' αυτό και ο προφήτης λέγει για τον Υιό του Θεού: «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν... επί της γης ώφθη και εν τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. γ' 36-38).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως «ο αληθινός Θεός» είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης (πρβλ. Ησ. ξε' 16, κατά τους Ο'), δηλαδή ο Τριαδικός Θεός- όχι μόνον ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Γι' αυτό και η Καινή Διαθήκη μιλώντας για τον Υιό υπογραμμίζει: «Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνιος» (Α' Ιω. ε' 20)' «ταύτα λέγει ο άγιος, ο αληθινός» (Αποκ. γ' 7), «ταύτα λέγει ο Αμήν» (Αποκ. γ' 14).
Ο Υιός λοιπόν, ως προς τη φύση δεν είναι «άλλος Θεός», αλλά «εν» μετά του Πατρός (Ιω. ι' 30)' γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το κοινό Τριαδικό όνομα Κύριος (Γιαχβέ) και Θεός (πρβλ. Ψαλμ. ξη' 18-19. Εφεσ. δ' 7-10. Ιω. κ' 28).
Το ότι η λέξη «μόνος» δεν αποκλείει την Θεότητα του Υιού, αποδεικνύεται και από το παράλληλο εδάφιο: «Διότι αν και είναι λεγόμενοι θεοί, είτε εν τω ουρανώ, είτε επί της γης... αλλ' εις ημάς είναι εις Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα... και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι' ου τα πάντα...» (Α' Κορ. η' 5-6).
Και εδώ το «εις» αντιδιαστέλλεται προς τους λεγόμενους θεούς και δεν αποκλείει τον Υιό, πού είναι «ο αληθινός Θεός» (Α' Ιω. ε' 20). Εάν το «εις» λεγόταν κατ' αντιδιαστολή προς τον Υιό, τότε και ο Πατήρ δεν θα ήταν Κύριος (Iαβέ), αφού το εδάφιο μας λέγει πως υπάρχει μόνο «εις Κύριος», ο Ιησούς Χριστός! (Α' Κορ. η' 6).
5. «Ουδείς γινώσκει... ουδέ ο Υιός» (Μαρκ. ιγ' 32)
Και μ' αυτό το εδάφιο πιστοποιείται η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε ο Χριστός (πρβλ. Λουκ. β' 52). Δεν ήταν φαινομενικά άνθρωπος, αλλά πραγματικά όλα τα δικά μας τα έκανε δικά Του, ώστε να μας απαλλάξει από τη φθορά.
Αν λοιπόν διαιρέσουμε θεωρητικά αυτά πού αληθινά είναι αχώριστα, την ανθρώπινη φύση από τη θεία, τότε η ανθρώπινη φύση θα έμενε μέσα στην άγνοια. «Αλλά χάρις εις την υποτακτικήν ένωσιν με τον Θεόν Λόγον» η ανθρώπινη φύση «ούτε δούλη ήταν, ούτε αγνοούσε» (Ιω. Δαμασκ.).
Θα ήταν όμως μεγάλη αφέλεια να πούμε πως ο Υιός, με τη θεία φύση Του, δεν εγνώριζε με ακρίβεια το χρόνο της δευτέρας παρουσίας, «την ημέραν εκείνην η την ώραν» (Μαρκ. ιγ' 32). Ο Δημιουργός του σύμπαντος (Ιω. α' 2. Κολ. α' 16. Αποκ. γ' 14), εκείνος πού δημιούργησε και τους αιώνες (Εβρ. α' 2), πού είναι η σοφία του Θεού (Α' Κορ. α' 24) και γνωρίζει τα πάντα (Ιω. β' 24, ιστ' 30, κα' 17) και μάλιστα τον ίδιο τον Πατέρα (Ματθ. ια' 27. Ίω. ι' 15), Αυτός, στον οποίον ανήκουν «πάντα όσα έχει ο Πατήρ» (Ιω. γ' 35, ιγ' 3, ιστ' 15, ιζ' 10), πως μπορούσε να μη γνωρίζει τον χρόνο της δευτέρας παρουσίας Του;
Η αγία Γραφή μιλώντας για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού υπογραμμίζει πως «η ημέρα εκείνη είναι γνωστή στον Κύριο» (Ζαχ. ιδ' 7). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ ο ερχόμενος Κύριος (Iαβέ) είναι ο Υιός (πρβλ. Ματθ. κδ' 4-30, κε' 31. Μαρκ. ιγ' 5-30. Λουκ. κα' 7-36).
Πράγματι, μόνον ο Τριαδικός Θεός (Iαβέ) γνωρίζει «την ημέρα και την ώρα» και τα πάντα. Αυτός είναι ο «ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς» (Ιερεμ. ια' 20. Πρβλ. Αποκ. β' 18, 23).
5. «Ουδείς γινώσκει... ουδέ ο Υιός» (Μαρκ. ιγ' 32)
Και μ' αυτό το εδάφιο πιστοποιείται η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε ο Χριστός (πρβλ. Λουκ. β' 52). Δεν ήταν φαινομενικά άνθρωπος, αλλά πραγματικά όλα τα δικά μας τα έκανε δικά Του, ώστε να μας απαλλάξει από τη φθορά.
Αν λοιπόν διαιρέσουμε θεωρητικά αυτά πού αληθινά είναι αχώριστα, την ανθρώπινη φύση από τη θεία, τότε η ανθρώπινη φύση θα έμενε μέσα στην άγνοια. «Αλλά χάρις εις την υποτακτικήν ένωσιν με τον Θεόν Λόγον» η ανθρώπινη φύση «ούτε δούλη ήταν, ούτε αγνοούσε» (Ιω. Δαμασκ.).
Θα ήταν όμως μεγάλη αφέλεια να πούμε πως ο Υιός, με τη θεία φύση Του, δεν εγνώριζε με ακρίβεια το χρόνο της δευτέρας παρουσίας, «την ημέραν εκείνην η την ώραν» (Μαρκ. ιγ' 32). Ο Δημιουργός του σύμπαντος (Ιω. α' 2. Κολ. α' 16. Αποκ. γ' 14), εκείνος πού δημιούργησε και τους αιώνες (Εβρ. α' 2), πού είναι η σοφία του Θεού (Α' Κορ. α' 24) και γνωρίζει τα πάντα (Ιω. β' 24, ιστ' 30, κα' 17) και μάλιστα τον ίδιο τον Πατέρα (Ματθ. ια' 27. Ίω. ι' 15), Αυτός, στον οποίον ανήκουν «πάντα όσα έχει ο Πατήρ» (Ιω. γ' 35, ιγ' 3, ιστ' 15, ιζ' 10), πως μπορούσε να μη γνωρίζει τον χρόνο της δευτέρας παρουσίας Του;
Η αγία Γραφή μιλώντας για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού υπογραμμίζει πως «η ημέρα εκείνη είναι γνωστή στον Κύριο» (Ζαχ. ιδ' 7). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ ο ερχόμενος Κύριος (Iαβέ) είναι ο Υιός (πρβλ. Ματθ. κδ' 4-30, κε' 31. Μαρκ. ιγ' 5-30. Λουκ. κα' 7-36).
Πράγματι, μόνον ο Τριαδικός Θεός (Iαβέ) γνωρίζει «την ημέρα και την ώρα» και τα πάντα. Αυτός είναι ο «ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς» (Ιερεμ. ια' 20. Πρβλ. Αποκ. β' 18, 23).
Απόσπασμα Από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας».
Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 36 - 2004
Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 36 - 2004
Πηγή: impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου