Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Και οι γκουρού πεθαίνουν...

 
Τοῦ Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου, Λέκτωρος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Στίς διάφορες γκουρουϊστικές κινήσεις θά συναντήσει κάποιος τήν ὕπαρξη διαφόρων παραδόξων φαινομένων, πού ἐκ πρώτης ὄψεως ἐντυπωσιάζουν ἤ δέν ἑρμηνεύονται εὔκολα μέ τήν λογική. Τέτοια φαινόμενα εἶναι γνωστά στην Ἰνδουιστική θρησκευτικότητα ὡς Σίντις (Siddhis). Ὁ ὅρος Σίντις εἶναι σανσκριτικός ὅρος καί ἀναφέρεται στίς παραφυσικές καταστάσεις και τά ἀσυνήθιστα φαινόμενα, πού πραγματοποιοῦνται σέ προχωρημένο στάδιο στά πλαίσια τῆς Γιόγκα. Σ᾽ αὐτά ἀνήκουν ἡ διόραση, ἡ τηλεπάθεια, ἡ αἰώρηση, οἱ ὑλοποιήσεις, ἡ ἐξωσωματική προβολή κ.ἄ 1. Ἀντίστοιχα φαινόμενα ὑπάρχουν καί στό Βουδισμό.

Τά ἐν λόγῳ παράδοξα φαινόμενα χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον π.χ. ἀπό τό γκουρού Σάτυα Σάϊ Μπάμπα (1926–2011) καί ἔγιναν μάλιστα πόλος ἕλξης πολλῶν ὀπαδῶν του. Ὁ ἐν λόγῳ γκουρού πραγματοποιοῦσε διάφορα παραφυσικά φαινόμενα, ὅπως ὑλοποιήσεις διαφόρων πραγμάτων, παράλληλες παρουσίες, μετεωρισμοὺς κ.ἄ 2.

Εἶναι φαινόμενα πού ἀφ᾽ ἑνός μέν χρησιμοποιοῦνται, γιά νά προσελκύουν ὀπαδούς, ἀφ᾽ ἑτέρου δε χρησιμοποιοῦνται στή συνέχεια ἀπό τούς ὀπαδούς τους ὡς ἀποδείξεις περί τῶν θείων, δῆθεν, δυνατοτήτων τῶν δασκάλων τους. Ἀποβλέπουν στό νά ἐντυπωσιάσουν, νά πείσουν γιά τήν ὑποτιθέμενη δύναμη καί θειότητα τῶν γκουρού, καθηλώνοντας τή λογική, δείχνοντας ταυτοχρόνως μέ τόν τρόπο, πού ἐπαναλαμβάνονται ἕνα εἶδος ἐγωϊστικοῦ ναρκισσισμοῦ καί αὐταρέσκειας τῶν γκουρού.

Τά παράδοξα αὐτά φαινόμενα,πού συναντᾶ κάποιος σέ διάφορους γκουρού, ἀποτελοῦν ταυτοχρόνως κίνδυνο γιά τόν ἀδιάφορο ἄνθρωπο ἤ γιά τό χριστιανό, πού δε γνωρίζει ἐπαρκῶς τήν πίστη του, ὄχι μόνο νά ἐντυπωσιαστεῖ, ἀλλά καί νά παρασυρθεῖ.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ προέλευση τέτοιων φαινομένων ὁρισμένες φορές ἐνέχει τό στοιχεῖο τῆς παραπλάνησης καθώς ἀποτελοῦν ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα. Ὁρισμένες φορές, ὅμως, εἶναι φαινόμενα, πού ἔχουν σαφῶς δαιμονική προέλευση.

Τοῦ το γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, καθώς ἀντίστοιχα φαινόμενα και καταστάσεις συναντᾶ κάποιος σε διάφορους ἀποκρυφιστικούς χώρους, ὅπως π.χ. στόν Πνευματισμό.

Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός με ὁδηγούς τήν Ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία καί τήν πεῖρα τῶν Ἁγίων πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας μπορεῖ νά ξεχωρίσει καί νά διακρίνει τή δαιμονική προέλευση καί συνδρομή στά φαινόμενα αὐτά. Δέν ἐντυπωσιάζεται ἀπό τέτοια φαινόμενα.
 
Στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε τούς μάγους τοῦ Φαραώ νά κάνουν καί νά ἐπιδεικνύουν παράδοξα φαινόμενα (Ἐξόδ. κεφ. 7, 11–12, 22. κεφ. 8, 7, 18), ὅπως ἐπίσης και στήν Καινή Διαθήκη τέτοια ἐντυπωσιακά φαινόμενα μέ τή συνδρομή δαιμόνων ὑλοποιοῦσε ὁ Σίμων ὁ μάγος (Πράξ. 8, 9–11).
 
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει ἐπίσης ὅτι στίς διαβολικές μεθοδεῖες ἐντάσσεται καί ἡ πρακτική τοῦ σατανᾶ νά «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (2 Κορ. 11, 14) γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι οἱ δαίμονες «παραχωρήσεως δέ Θεοῦ γινομένης καί ἰσχύουσι καί μεταβάλλονται καί μετασχηματίζονται εἰς οἷον θέλουσι σχῆμα κατά φαντασίαν»3 . Ὁ ἴδιος Ἀπόστολος ἐπίσης μᾶς προειδοποιεῖ γιά ἀνθρώπους «πονηρούς καί γόητες» (2 Τιμ. 3, 13), πού θά ἐντυπωσιάζουν καί θα παρασύρουν ἀνθρώπους.

Αὐτό πού πρέπει ἐν προκειμένῳ ἰδιαιτέρως νά ἐπισημάνουμε εἶναι, ὅτι πολλά ἀπ᾽ αὐτά τά φαινόμενα λαμβάνουν χώρα μόνο στή φαντασία. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τις δαιμονικές μεθοδεῖες, μᾶς λέγουν σχετικά ὅτι «καί τοῖς ἔξωθεν πράγμασι κέχρηνται πρός τάς φαντασίας οἱ δαίμονες» 4.

Ἡ φαντασία εἶναι κατά τούς Ἁγίους Πατέρες χῶρος δράσης τῶν δαιμόνων καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους ἀθεράπευτους ἀπό τά πάθη τους, μέ ἀνύπαρκτο πνευματικό ἀγώνα. Νά ὑπενθυμίσουμε στό σημεῖο αὐτό μία ἀκόμη σχετική μαρτυρία ἀπό τή ζωή τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἀδελφοί τινές πα- ρέβαλον τῷ ἀββᾷ Ἀντωνίῳ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ φαντασίας ἅς ἔβλεπον, καί μαθεῖν παρ᾽ αὐτοῦ εἰ ἀληθιναί εἰσίν ἤ ἀπό δαιμόνων. (...) Ἡμεῖς διά τοῦτο ἤλθομεν ἐρωτῆσαι σε, ὅτι βλέπομεν φαντασίας, καί πολλάκις γίνονται ἀληθιναί, μήπως πλανώμεθα. Καί ἐπληροφόρησεν αὐτούς ὁ γέρων ἐκ τοῦ κατά ὄνον παραδεί γματος, ὅτι ἀπό δαιμόνων εἰσίν» 5.

Ἔτσι π.χ. ἐξηγεῖται καί ὁ ἰσχυρισμός ὀπαδῶν τοῦ γκουρού Σάϊ Μπάμπα, ἐάν ἀληθεύει βέβαια, ὅτι χριστιανοί «προσευχόντουσαν μπροστά σέ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἤ τῶν πιό ἀγαπημένων Ἁγίων τους καί τελικά οἱ μορφές τῶν εἰκόνων αὐτῶν ἄλλαζαν σ᾽ αὐτή τοῦ Σάϊ Μπάμπα» 6.

Ἐν προκειμένῳ ὁ χριστιανός πρέπει νά ἔχει πάντα ὑπόψη του τήν ἁγιοπατερική προτροπή «εἰ δε ἀπό δαιμόνων ἐνεργείας ἀπατηλά περιπέτονται, μή μοί καθέζου δαιμόνων ἀπάταις προσκεχηνῶς, μηδέ γίνου διαβολικαῖς ἔκδοτος ἐνεργείαις»7.

 

___________________________
 
Σημειώσεις:
 
1. Βλ. Fr. Heiler, Die Religionen der Menschheit, (Ηrsg: von K.Goldammer), 1980, σ. 153. Handbuch Religiöse Gemeinschaften und Weltanschauungen, 2000, σσ. 704, 801–802.
2. Margaret Thaler Singer - Janja Lalich, Cults in Our Midst, 1995, σ. 163.
3. Ἰ.Δαμασκηνοῦ,Ἔκδοσις Ἀκριβής Ὀρθοδόξου πίστεως 2, 4, PG 94, 877 Α.
4. Ἁγ. Νείλου, Κεφάλαια ΚΖ. Περί διαφόρων πονηρῶν λογισμῶν, 4, ΡG 79, 1205 Α.
5. Βλ. Παλλάδιος Ἐλενοπόλεως, Ἀποφθέγματα Πατέρων, Α΄, PG 65, 77CD. Πρβλ Ἁγ. Νικοδήμου, Ὁ Ἀόρατος πόλεμος, ἔκδ. Φῶς, 1988, σσ. 99-110. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Bίος και Λόγοι, ἔκδ. Ἱ.Μονῆς Χρυσοπηγῆς, 2003, σσ. 251–252.
6. Βλ. Σ. Σάντουαϊς, ΣΑΙ ΜΠΑΜΠΑ. Ὁ Ἅγιος... καί ὁ ψυχίατρος, ἔκδ.Σρί Σάτυα Σάϊ, 1984, σ. 208.
7. Βλ. Μεγ. Βασιλείου, Ὑπόμνημαεἰς τόν Ἠσαΐαν, 77, PG 30, 248 C.

Ορθόδοξος Τύπος, 27/07/2012 στις 10:05 π.μ.
 
Πηγή: Ακτίνες

Σαουδαραβικό τελεσίγραφο σε μη μουσουλμάνους.

Το υπουργείο εσωτερικών της Σαουδικής Αραβίας προειδοποίησε τους ξένους υπηκόους που εργάζονται στη Σαουδική Αραβία ότι θα τιμωρηθούν αυστηρά αν παραβιάσουν τους κανόνες του Ραμαζανιού. Ακόμη και με διακοπή της άδειας εργασίας και απέλαση.

Του Αντώνη Μποσνακούδη-tonybosnakoudis@gmail.com

Η ανακοίνωση αναφέρει ότι «οι μη μουσουλμάνοι σε αυτήν τη χώρα πρέπει να σέβονται τα αισθήματα των μουσουλμάνων και να μην τρώνε, πίνουν και καπνίζουν σε δημόσιους χώρους, συμπεριλαμβανομένων των δρόμων και χώρων εργασίας ... Το να είναι κάποιος μη πιστός στο Ισλάμ, δεν απαλλάσσει έναν ξένο με το να μην σκέφτεται τα αισθήματα των μουσουλμάνων και των ισλαμικών συμβόλων αυτής της χώρας». Το υπουργείο συνέχισε, αναφέροντας ότι οι ξένοι εργάτες θα τηρήσουν τους όρους των συμβολαίων τους, οι οποίοι αναφέρουν ότι θα εφαρμόσουν τους νόμους του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των θρησκευτικών αισθημάτων. Οι εταιρείες έχουν λάβει εντολές να ενημερώσουν τους υπαλλήλους τους για αυτούς τους κανόνες. Η περίοδος του Ραμαζανιού θα διαρκέσει μέχρι τις 18 Αυγούστου.

Στη Σαουδική Αραβία των 19 εκατομυρίων Σαουδαράβων πολιτών ζουν και εργάζονται περίπου 9-10 εκατομμύρια υπήκοοι άλλων κρατών μη μουσουλμάνοι. Αυτοί δεν είναι λαθρομετανάστες, έχουν εισέλθει στην χώρα εν γνώσει της κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας, ζουν και εργάζονται με γνωστό τρόπο και σε γνωστά σημεία και δεν έχουν καμία σχέση με παράνομους λαθρομετανάστες όπως αυτοί που κατακλύζουν την Ελλάδα και οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα.

Δηλαδή, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας αναφέρεται στο ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας λέγοντάς του να ευθυγραμμιστεί με τις θρησκευτικές συνήθειες και πρακτικές των υπολοίπων δύο τρίτων. Αυτό με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να μην προξενήσει έκπληξη ή απορία, δεδομένου ότι για τους επισκέπτες και εργαζόμενους σε μια χώρα οι οποίοι δεν είναι πολίτες της χώρας, είναι λογικό να υπάρχει απαίτηση να τηρούν τους νόμους και τα έθιμα της χώρας, τουλάχιστον να μην δυσκολεύουν την τήρηση των εθίμων (και θρησκευτικών πρακτικών στη συγκεκριμένη περίπτωση) από τους πολίτες της χώρας.

Βλέποντας όμως την τακτική και συμπεριφορά μουσουλμανικών χωρών και πολύ περισσότερο της Σαουδικής Αραβίας στα ελληνικά εσωτερικά θέματα, βλέπουμε ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά, με τη Σαουδική Αραβία να προωθεί αντιλήψεις και πρακτικές, τις οποίες καταδικάζει για το εσωτερικό της χώρας της και απαιτεί από τους ξένους να μην τις εφαρμόζουν. Μέχρι και την αναστολή Ελληνικών νόμων και παραδοσιακών πρακτικών υποστηρίζουν ομάδες που (σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία και γενικά τις δυνάμεις Ασφαλείας) έχουν χρηματοδότηση και υποστήριξη μέσα από τη Σαουδική Αραβία κατά κύριο λόγο.

Συνολικά στην Ελλάδα πρέπει να υπάρχουν περίπου δύο εκατομμύρια λαθρομετανάστες, στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι και μάλιστα Σουνίτες, όπως στη Σαουδική Αραβία. Όλοι έχουν εισέλθει παράνομα μέσα από οργανωμένα πολιτικά και στρατηγικά κυκλώματα δουλεμπορίου - διακίνησης λαθρομεταναστών τα οποία στηρίζονται και χρηματοδοτούνται από Τούρκους και σε μεγάλο βαθμό από Σαουδάραβες. Ο όρος «νόμιμος» λαθρομετανάστης είναι κοροϊδία της νοημοσύνης, απλώς έχουν αρθεί οι κυρώσεις (φυλάκιση, πρόστιμα κλπ) για την παράνομη είσοδο στην Ελλάδα, η παρανομία δεν νομιμοποιείται απλώς παγώνουν προσωρινά οι κυρώσεις, αλλά αυτό το «προσωρινό» γίνεται λάστιχο.

Νόμιμος είναι μόνο ο μετανάστης που έχει εισέλθει σε μία χώρα μέσα από διαδικασία μετανάστευσης στην πρεσβεία ή προξενείο της στο εξωτερικό εν γνώση των Αρχών της χώρας. Όπως δηλαδή οι ξένοι εργαζόμενοι στη Σαουδική Αραβία, αλλά όχι οι λαθρομετανάστες των κυκλωμάτων δουλεμπορίας που έχουν κάνει την Ελλάδα να γίνει αποθήκη ψυχών.

Η συσσώρευση λαθρομεταναστών από μουσουλμανικές χώρες ακολουθήθηκε από οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια – επίθεση κατά της Ελλάδας για την «υποχρέωση» να εγκαταστήσει μουσουλμανικό τέμενος στην Αττική και σε άλλες περιοχές «για τους τόσο πολλούς μουσουλμάνους που ζουν στην Ελλάδα». Δηλαδή, ζητούν να δεχθούμε ως τετελεσμένο γεγονός τις «μπίζνες» των δουλεμπόρων. Για να πούμε τα πράγματα όπως έχουν, ο θεμελιώδης λόγος που δεν χτίστηκε ακόμη τέμενος (και ίσως να μην χτιστεί) είναι η υποχρέωση του Κράτους στους Έλληνες πολίτες να φροντίζει για την ασφάλειά τους και η αρχή της αμοιβαιότητας στις διακρατικές σχέσεις όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο. Δηλαδή, όταν τουλάχιστον οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες πολίτες μπορούν άνετα να καλύπτουν τις πνευματικές ανάγκες τους σε Εκκλησίες ΣΕ ΟΛΑ τα μουσουλμανικά κράτη, χωρίς να κινδυνεύουν από επίθεση, τραυματισμό και δολοφονία (διότι πραγματικά κινδυνεύουν) ή αν υποστούν αυτά, να υπάρχει νόμος που θα τιμωρεί τους υπεύθυνους.

Ένας λόγος ύπαρξης του κράτους είναι η προστασία των πολιτών του. Οποιοσδήποτε Έλληνας πολιτικός ή δημόσιος υπάλληλος αγνοήσει την ασφάλεια των Ελλήνων πολιτών σε ΟΛΕΣ τις μουσουλμανικές χώρες και επιτρέψει τη λειτουργία τεμένους, παραβιάζει έναν θεμελιώδη νόμο ύπαρξης του κράτους. Λέμε σε ΟΛΑ τα μουσουλμανικά κράτη διότι διαφορετικά τί θα κάνουμε; Θα έχουμε αστυνομικούς ή άλλους στην είσοδο του τεμένους να ελέγχουν διαβατήρια αν ο πιστός έρχεται από μη φανατική χώρα; Αυτό θα ήταν γελοίο. Αντί λοιπόν να μιλούν εναντίον της Ελλάδας, οι μουσουλμάνοι θα ήταν τιμιότερο να ασκούσαν όλοι μαζί πιέσεις στις μουσουλμανικές χώρες όπου ο φανατισμός είναι μεγάλος και δεν επιτρέπουν πιστούς άλλων θρησκειών ούτε καν να έχουν ναό ή να μην μπορούν ελεύθερα να ζήσουν με τρόπο που καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες τους.

Αφού ζουν στην Ελλάδα έχουν υποχρέωση να δεχθούν ότι το Ελληνικό Κράτος έχει ευθύνη πρώτα απέναντι στους πολίτες του και στην ασφάλειά τους εντός και εκτός Ελλάδος. Επίσης ότι η Αρχή της Αμοιβαιότητας υποχρεώνει την κάθε Ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίζει υπηκόους ξένων κρατών με ανάλογο τρόπο που οι κυβερνήσεις τους αντιμετωπίζουν τους Έλληνες Ορθόδοξους πολίτες. Συνεπώς, όποιοι επιτίθενται εναντίον της Ελλάδας ή των Ελλήνων για το τέμενος, λειτουργούν εκτός των πλαισίων της τιμιότητας, διότι τίμιο θα ήταν να στραφούν στις φανατικές δυνάμεις εντός των μουσουλμανικών κρατών. Αν τόσα χρόνια που συκοφαντούν τους Έλληνες ως ρατσιστές, είχαν στραφεί στους πραγαματικά υπεύθυνους στα μουσουλμανικά κράτη, τώρα ίσως να είχε λυθεί το θέμα.

Επιπλέον, η προσπάθεια να υποχρεωθεί η κυβέρνηση και η Βουλή να εγκρίνουν τη δημιουργία τεμένους, αποτελεί και παραβίαση του Ποινικού Κώδικα, είναι ποινικό αδίκημα, των άρθρων για άσκηση βίας κατά πολιτικού σώματος, με ελάχιστη ποινή 10 χρόνια κάθειρξη.

Αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώνει γιατί βρωμάει υποκρισία και ατιμία. Επιπλέον, όσοι σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία κάνουν όλο αυτό το δίκτυο ενεργειών κατά της Ελλάδας, πλήτουν το πρόσωπο του ίδιου του Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, διότι υποτίθεται (δήθεν) ότι τα κάνουν στο όνομά του, εν γνώση του και με την έγκρισή του. Ο Βασιλιάς δεν θα μπορούσε να τα γνωρίζει ούτε να τα έχει εγκρίνει διότι αποτελούν προπαρασκευή στρατιωτικού τύπου επίθεσης κατά της Ελλάδας. Με βάση αυτά διάφορες πολιτοφυλακές (militia) μουσουλμάνων κάνουν πλύση εγκεφάλου σε νέους στρατολογημένους στο έδαφος της Ελλάδας. Ήδη, πυρήνες της αλ-Κάιντα Σομαλίας, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Τσετσένοι, Αλβανοί-UCK και άλλοι σπέρνουν το μίσος κατά των Ελλήνων με την προοπτική για πολεμική σύγκρουση αν η Τρόικα και οι δυνάμεις που την ελέγχουν δεν μπορέσουν να σταματήσουν λαϊκή εξέγερση των Ελλήνων.
 
Πηγή: Ακτίνες

Περί ονείρων και οραμάτων...

Γράφει ο Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης

Ένα θέμα που δημιουργεί αρκετή σύγχυση σε πολλούς συνανθρώπους μας, ακόμη και σε βαπτισμένους χριστιανούς, είναι το θέμα των ονείρων και των οραμάτων. Δεν είναι εύκολο τις περισσότερες φορές να διακρίνει κανείς αν τα όνειρα ή τα οράματα προέρχονται από τον Θεό, από δαιμονική ενέργεια ή είναι απλώς φυσικά γεγονότα. Γι᾽ αυτό και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην αποδοχή τους ή όχι, κάτι που μας έχουν επισημάνει οι περισσότεροι νηπτικοί και ασκητικοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας.

Έτσι, κατά τους πατέρες αυτούς, το όνειρο, το όραμα ή και το θαύμα ακόμη, δεν παρουσιάζονται με καθαρότητα ενώπιόν μας, μάλλον η ερμηνεία και η αξιολόγησή τους δεν γίνονται αφ᾽ εαυτών, αλλ᾽ εξαρτώνται από τις δικές μας προϋποθέσεις: ανάλογα μέ τον βαθμό διακρίσεως που διαθέτουμε προβαίνουμε και στην εκτίμηση των παραπάνω φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι η ερμηνεία που θα δώσουμε μπορεί να γίνει αφορμή για πρόοδο ή οπισθοδρόμηση στην πνευματική μας ζωή, αφού η ερμηνεία θα χρωματιστεί από το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιο όραμα για παράδειγμα θεωρείται ως εκ Θεού προερχόμενο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δαιμονικής εμπνεύσεως, όπως πιθανόν και το αντίστροφο. Τον πρώτο λόγο λοιπόν στα θέματα αυτά τον έχει, καθώς είπαμε, η αρετή της διακρίσως.

Η απόκτηση της αρετής αυτής δεν είναι καθόλου εύκολη. Η διάκριση θεωρείται γενικά από την πατερική μας παράδοση ως ένα από τα σπουδαιότερα χαρίσματα του Θεού, που για να το αποκτήσει κανείς χρειάζεται να καθαρίσει τον νου και την καρδιά του από ό,τι βρώμικο και εμπαθές έχουν ως περιεχόμενό τους. Ανάλογα δε με τον βαθμό καθάρσεως γεύεται αντιστοίχως και του χαρίσματος της διακρίσεως. Η διάκριση δηλαδή είναι αποτέλεσμα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο. Έτσι όσο βλέπει κανείς να ενεργούν μέσα του τα πάθη και οι αμαρτίες δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην κρίση και τη διάκρισή του. Συνήθως στις περιπτώσεις αυτές η κρίση υπόκειται στον νόμο της πλάνης. Πλανεμένη λοιπόν η ζυγαριά της κρίσεως στη διάνοια του ανθρώπου πλανεμένα θα εκτιμά και τα όνειρα ή τα οράματα ή και αυτά ακόμη που φαίνονται ως θαύματα.

Πολύ περισσότερο βεβαίως ισχύει η παραπάνω αλήθεια, αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι τα φαινόμενα των ονείρων και των οραμάτων έχουν πολλαπλή την καταγωγή τους. Μέσα από αυτά, καθώς είπαμε, μπορεί να δρα ο Θεός, μπορεί όμως και ο διάβολος, ή μπορεί και να είναι απλώς κάτι το φυσικό. Κατά τους νηπτικούς πατέρες μας, το πιο σύνηθες είναι να δρα μέσα από αυτά κυρίως ο πονηρός. Αυτός προσπαθεί μέσω της φαντασίας να πλησιάσει και να πλανήσει τον άθρωπο, προκειμένου να τον οδηγήσει στην καταστροφή του. Για να πετύχει μάλιστα τον σκοπό του, πέρα από τρομακτικές μορφές που μπορεί να πάρει, φτάνει στο σημείο να εμφανιστεί, κατά τον απόστολο, και ως ῾άγγελος φωτός᾽. Μπορεί ακόμη να εμφανιστεί ως Χριστός, ως Παναγία, ως κάποιος άλλος άγιος, πάντως με τέτοιον τρόπο, ώστε να κάνει τον άνθρωπο να τον εμπιστευθεί. Μερικές εμφανίζεται μέσα σε τέτοιο φως, που δημιουργεί κλίμα χαράς και παρηγοριάς, αναμιγμένης όμως με υπερηφάνεια και υπεροψία, σαφές δείγμα της πλάνης.

Ακριβώς λοιπόν έχοντας αυτά υπόψιν οι Πατέρες μας μάς προειδοποιούν με τα κείμενά τους και μας λένε να μην έχουμε εμπιστοσύνη σε τέτοια πράγματα, όταν μας παρουσιάζονται, διότι μπορεί να είναι δαιμονικές καταστάσεις και επιρροές. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για παράδειγμα, ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος, σε ειδικό λόγο του για τα όνειρα αναφέρει ότι ῾όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άσοφος και άπειρος᾽.

Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να εγείρει την ένσταση: μήπως έτσι, απορρίπτοντας τα όνειρα και τα οράματα και τα περεμφερή, απορρίψουμε και τα εκ Θεού προερχόμενα; Διότι κανείς δεν αρνείται ότι πηγή μερικές φορές αυτών είναι ο Θεός. Οι Πατέρες μας λοιπόν προβλέποντας μία τέτοια ένσταση, ή μάλλον αντιμετωπίζοντάς την την εποχή τους, μας πρόλαβαν και σ᾽ αυτό. Κι η απάντησή τους, όσο περίεργα και παράδοξα ηχεί τούτο, είναι και πάλι αρνητική. Δηλαδή και από τον Θεό να προέρχονται, και πάλι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Και η αιτιολογία είναι ότι μπορεί να φαίνονται πως είναι εκ Θεού και να μην είναι.

Ας παραθέσουμε προς επιβεβαίωση των παραπάνω τα λόγια ενός μεγάλου και πάλι νηπτικού Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, του αγίου Διαδόχου επισκόπου Φωτικής, από το έργο του ῾Κεφάλαια Γνωστικά 100᾽. Λέει συγκεκριμένα στο 38ο κεφάλαιο: ῾Εμείς είπαμε βεβαίως για τη διαφορά καλών και κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από πεπειραμένους Γέροντες. Όμως μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη αρετή το να μη δίνει κανείς σημασία στα όνειρα. Διότι τα όνειρα δεν είναι τίποτε άλλο, τουλάχιστον τα περισσότερα, από είδωλα των λογισμών που περιφέρονται εδώ κι εκεί ή, όπως είπα, φαντασίες, διά των οποίων εμπαίζουν τους ανθρώπους οι δαίμονες. Επομένως αν δεν αποδεχθούμε κάποτε κάποιο όραμα που θα σταλεί σ᾽ εμάς από την αγαθότητα του Θεού, δεν θα οργισθεί εναντίον μας, διότι το αρνηθήκαμε, ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς. Διότι γνωρίζει ότι αυτό το κάνουμε από φόβο μήπως μας απατήσουν οι δαίμονες᾽. Και συνεχίζει ο όσιος στο επόμενο κεφάλαιο, το 39ο: ῾Ας είναι για υπόδειγμα (αναφορικά προς τη συμβουλή στο προηγούμενο κεφάλαιο) ότι ένας δούλος προσκαλείται υπό του Κυρίου του από την εξώπορτα σε ώρα νυκτερινή και ύστερα από πολυχρόνια απουσία του. Ο δούλος φοβούμενος μήπως η φωνή, λόγω ομοιότητος, δεν είναι του κυρίου του, δεν ανοίγει τελείως τη θύρα σ᾽ αυτόν. Διότι αν απατηθεί, θα εκθέσει σε κίνδυνο την περιουσία που του εμπιστεύθηκε. Όταν δε έγινε ημέρα, ο κύριος του υπηρέτη όχι μόνον δεν οργίσθηκε εναντίον του, αλλά και τον επαίνεσε όλως ιδιαιτέρως, επειδή από την υπερβολική πίστη να μη χάσει τίποτε από τα πράγματά του, θεώρησε και τη φωνή του ακόμη ως απατηλή᾽.

Νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η επιφυλακτικότητά μας στα θέμα ονείρων, οραμάτων, θαυμάτων είναι σημείο σοφίας και σύνεσης εκ μέρους μας, εφόσον γίνεται για λόγους πίστεως και αγάπης προς τον Κύριο. Ταυτοχρόνως είναι σημείο πνευματικής μας προόδου να θέτουμε τέτοιες καταστάσεις, όταν επιμένουν, υπό την κρίση φωτισμένων και εμπείρων πνευματικών. Ασφαλώς, κάνοντας αυτό η χάρη του Θεού θα είναι μαζί μας, λόγω ακριβώς της ταπεινώσεώς μας.

Πηγή: Ακτίνες

Σε μουσουλμανικό δείπνο παραβρέθηκε ο αιρετικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος...

 

Κωνσταντινούπολη- Ιούλιος 2012-Μουσουλμανικό δείπνο (Ιφτάρ) για την αρχή της νηστείας του Ραμαζανίου παρέθεσαν οι ομοσπονδίες των Αλεβίδων και Μπεκτασίδων της Τουρκίας στο ξενοδοχείο Polat Renaissance. 

Στο δείπνο, παρέστησαν ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, διάφοροι θρησκευτικοί ηγέτες των μειονοτήτων, εβραίων, μονοφυσιτών, κ.α., ο Πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ, βουλευτές, ο Νομάρχης της Πόλης, o Πρόξενος των Η.Π.Α. και Πρόξενοι άλλων χωρών.

 

Πηγή: Ακτίνες 

(Σχόλιο Eγκολπίου: Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν με ποινή καθαιρέσεως τον επίσκοπο, πρεσβύτερο ή διάκονο που θα καθίσει σε λατρευτικό δείπνο με αιρετικούς ή αλλόδοξους... Το ''ιφτάρ'' δεν είναι μία απλή κοινωνική εκδήλωση όπως θα σας πουν τα φερέφωνα της αίρεσης του οικουμενισμού, αλλά η πρώτη ημέρα μίας σημαντικής νηστείας των μουσουλμάνων, που ονομάζεται ραμαζάνι... Και σε αυτήν, όπως οι φωτογραφίες δείχνουν, συμμετέχει και ο πατριάρχης Βαρθολομαίος... Αγιορείτες πατέρες επιτέλους διακόψτε το μνημόσυνο του αιρετικού Πατριάρχου μήπως και μετανοήσει για τον κατήφορο του στα θέματα πίστεως.)

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Ἡ Ὁσία Ἕλενα τοῦ Κιέβου! (+23 Μαρτίου 1834)

Γεννήθηκε το 1756 στο Ζαντόνσκ σε μία εύπορη οικογένεια. Το όνομά της ήταν Αικατερίνη. Η οικογένειά της και οι συγγενείς της είχαν στενή πνευματική σχέση με τον άγιο ιεράρχη Τύχωνα του Ζαντόνσκ, ο οποίος κατά καιρούς τους επισκέπτονταν.

Στα 18 της χρόνια εγκατέλειψε τα εγκόσμια για να μονάσει στην Ι. Μ. της Αγίας Σκέπης στο Βορονέζ.

Εκεί εκτός από τις θερμές προσευχές και την αυστηρή νηστεία είχε αναλάβει και την διαπαιδαγώγηση και την μόρφωση μίας φτωχής και ορφανής κοπέλας. Σύντομα πολλοι άρχισαν να την επισκέπτονται ζητώντας κάποια συμβουλή και κάποιον πνευματικό λόγο. Αυτό προκάλεσε τον φθόνο της ηγουμένης και των άλλων μοναζουσών, ακόμη και της μαθήτριάς της. Εκείνη άρχισε να προσεύχεται στον Θεό και στον Άγιο Τύχωνα και σύντομα έλαβε παρηγοριά. Ειδε στον ύπνο της τον Άγιο Τύχωνα ο οποίος της είπε: «Παραπονείσαι ότι σου πήραν τα πάντα.Σύντομα θα λάβεις Θεία παρηγοριά.»


Μαζί με την δόκιμη Ελισάβετ (αργότερα Ευγενία μοναχή) πήγε στο Κίεβο όπου νοίκιασε ένα φτωχικό δωματιάκι. Κάθε μέρα πήγαιναν στην Λαύρα των Σπηλαίων όπου με καυτά δάκρυα προσευχόνταν στους αγίους της Λαύρας. Εκεί,μαθαίνοντας για τα βάσανά της ο Άγιος Αντώνιος Σμιρνίτσκι (ιερομόναχος και μετέπειτα στάρετς της Λαύρας - αγιοποιήθηκε το 2008) της βοήθησε να γίνουν μέλη της αδελφότητας της μονής των Αγίων Φλώρου και Λαύρου (Φλορόφσκι) του Κιέβου.



Η Μονή των Αγίων Φλώρου και Λαύρου στο Κίεβο.

Μετά από λίγο καιρό το μοναστήρι αλλά και κελί τους έπιασε φωτιά και έγινε στάχτη. Δεχόμενες το συμβάν ως θέλημα Θεού οι δύο μοναχές γύρισαν πάλι στο Βορονέζ προσπαθώντας να γίνουν εκεί δεκτές. Σύντομα έμαθαν ότι το μοναστήρι του Κιέβου θα ξανανοίξει και γύρισαν εκεί. Στον δρόμο τους αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες αλλά και την πείνα. Όταν έφτασαν στην Μονή Φλορόφσκι μετά από λίγο καιρό το κελί τους κάηκε, ενώ τις ίδιες τις έδιωξαν από το μοναστήρι.

Ένας γνωστός της οικογένειας της μοναχής Έλενας, ο οποίος βρισκόνταν στο Κίεβο, παρακάλεσε τον μητροπολίτη Κιέβου Σεραπίωνα να τις δεχτούν πάλι στο μοναστήρι. Ο ιεράρχης υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει,η υπόσχεση όμως εκπληρώθηκε από τον διαδοχό του ο οποίος ήταν και μακρινός της συγγενής.
 
Έτσι το 1817, στα 61 της χρόνια η Οσία Έλενα έγινε δεκτή στην μονή όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Πολλές ψυχές παρηγόρησε η Οσία Έλενα με την πραότητά της, την αγάπη της για τον πλησίον και την ειρήνη που μετέδιδε. Η ίδια προσευχόνταν όλη την νύχτα για όλον τον κόσμο με καυτά δάκρυα και νήστευε αυστηρά. Για τις αρετές της αλλά και για την υπομονή και την μακροθυμία που έδειξε όλα αυτά τα χρόνια που υπέφερε από διάφορες θλίψεις, ήταν αγαπητή απ' όλους.

Το 1834, στα 78 της χρόνια, αρρώστησε σοβαρά. Αντιμετώπισε την ασθένεια με μεγάλη υπομονή και προσευχόνταν όλο και πιο θερμά.

Όταν την κοινώνησαν με τα Άχραντα Μυστήρια, όπως η ίδια διηγήθηκε στις μοναχές, είδε το Άγιο Ποτήριο καλυμμένο με ένα ουράνιο φως.

Τους τελευταίους δύο σχεδόν αιώνες πολλοί άνθρωποι βρήκαν θεία παρηγοριά αλλά και ίαση των ασθενειών τους στον τάφο της Οσίας Έλενας, ενώ όλοι αισθάνονται στην καρδιά τους την ίδια ειρήνη που μετέδιδε και όταν βρίσκονταν στο μοναστήρι.

Το λείψανό της βρέθηκε άφθαρτο και στις 6 Οκτωβρίου 2009 έγινε η επίσημη αγιοκατάταξή της. Η μνήμη της τιμάται στις 23 Μαρτίου.

Πηγή: churchsynaxarion.blogspot.gr

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Ὁ Ὅσιος στάρετς Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα(+1 Απριλίου 1913)

O στάρετς Βαρσανούφιος γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1845 στο 'Ορενμπουργκ. Καταγόταν από Κοζά­κους γονείς και το κοσμικό του όνομα ήταν Παύλος Ίβάνοβιτς Πλεχάνωφ.

Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Πολοτσκ και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη στρατιωτική Ακαδημία του 'Ορενμπουργκ. Μετά έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού κι έφτασε ίσαμε το βαθμό του συνταγμα­τάρχη.

Κάποτε αρρώστησε από μιαν απλή πνευμονία, που όμως παρά λίγο να τον οδηγήσει στο θάνατο. Την ώρα που κατ' εντολή του ένας στρατιώτης του διάβαζε το ευαγγέλιο έχασε τις αισθήσεις του. Καί τότε είδε ξαφνικά ν' ανοίγει ο ουρα­νός. Από το δυνατό φως και το φόβο του ταράχτηκε πολύ. Σέ μια στιγμή συνειδητοποίησε το παρελθόν του, την αμαρ­τωλή ζωή του κι ένιωσε έντονη τη διάθεση για μετάνοια. Καί μέσα σ' αυτήν την έκσταση ακούσε μια φωνή να του λέει: «Να πας στην 'Οπτινα».

Μ'όλο που οι γιατροί του ήταν απαισιόδοξοι για την έκβαση της υγείας του, ο συνταγματάρχης Παύλος Πλεχά­νωφ έγινε καλά και πήρε το δρόμο για την 'Οπτινα. Εκεί συνάντησε το στάρετς Αμβρόσιο, ο όποιος του έδωσε εντο­λή να γυρίσει πρώτα για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του και μετά να πάει στο μοναστήρι. Του έδωσε όμως προ­θεσμία τρεις μήνες. Αν καθυστερούσε περισσότερο, η ψυχι­κή του βλάβη θα ήταν μεγάλη.

Ο Παύλος γύρισε στην Πετρούπολη, αλλά τα εμπόδια που συνάντησε ήταν μεγάλα. Πρώτα πρώτα του πρόσφεραν προαγωγή σε στρατηγό. Μετά του βρήκαν μια θαυμάσια σύζυγο, έπειτα ο περίγυρος άρχισε να του φέρνει εμπόδια και να προσπαθεί να τον μεταπείσει. Με δυσκολία κατώρθωσε ο Παύλος να ρυθμίσει τις εκκρεμότητές του και να φτάσει στην 'Οπτινα την τελευταία μέρα της τρίμηνης προθεσμίας του, για να βρει όμως το στάρετς Αμβρόσιο μέσα στο ναό, στο φέρετρό του.

Ο ηγούμενος π. Ανατολίος τον παρέδωσε στην υποταγή του στάρετς Νεκταρίου. Κοντά του ο δόκιμος Παύλος πέρα­σε όλα τα στάδια της μοναχικής υπακοής, έγινε μοναχός με το όνομα Βαρσανούφιος και χειροτονήθηκε ιερομόναχος.

Στη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου ο π. Βαρσα­νούφιος κλήθηκε να υπηρετήσει ως εφημέριος στο νοσοκο­μείο του Αγίου Σεραφείμ. Με το τέλος του πολέμου γύρισε στην 'Οπτινα καί διαδέχτηκε ως προϊστάμενος της σκήτης το στάρετς Ιωσήφ.

Ο π. Βαρσανούφιος ήταν άνθρωπος με εξαιρετική μόρ­φωση, αρκετή ευφυΐα και ακέραιο χαρακτήρα. Ως προϊστά­μενος της σκήτης βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις, πνευμα­τικές και σωματικές, στην οικοδομική ανανέωση και την εύρυθμη λειτουργία της. Συνδύαζε αρμονικότατα την αυστηρότητα με την επιείκεια και τη στοργική αγάπη προς τους αδελφούς της σκήτης. Δε δίσταζε να επιτιμά όταν το έκρινε απαραίτητο, ήταν όμως πολύ σπλαχνικός προς εκεί­νους που μετανοούσαν.'Οπως κι οι άλλοι γέροντες της 'Οπτινα ήταν κι αυτός μεγάλος ασκητής κι είχε το χάρισμα της προορατικότητας, που το χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα στην εξομολόγηση.


Πολλοί άνθρωποι που επισκέπτονταν τον π. Βαρσανούφιο έγιναν χάρη στις προσευχές και τις συμβουλές του αλη­θινά παιδιά της Εκκλησίας. Ανάμεσα στα πνευματικά του παιδιά συγκαταλέγεται κι ο συγγραφέας Σέργιος Νείλος, που έμεινε κοντά του στη σκήτη περίπου πέντε χρόνια κι ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία του μοναστηρίου.

Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά τον ευλαβούνταν ιδιαίτερα, δεν έλειψαν όμως και κείνοι που δεν τους άρεσε αυτή του η πνευματική δραστηριότητα.Ο στάρετς αντιμε­τώπισε πολλές δυσκολίες και πειρασμούς, ιδιαίτερα μετά την κοίμηση του προηγούμενου προϊσταμένου της σκήτης, του στάρετς Ιωσήφ.

Από το 1909 ο στάρετς Βαρσανούφιος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Κι ακόμα συχνότερα άρχισε να μιλάει για το θάνατό του που πλησίαζε. Γύρω στον Απρίλιο του ίδιου χρόνου ο π. Αλέξιος ο πορτάρης του 'φερε ένα δέμα που του είχε στείλει μια μοναχή. Τι είχε μέσα; "Ενα μεγάλο σχήμα των μοναχών. Ο στάρετς ποθούσε από καιρό να γίνει μεγα­λόσχημος. Αυτό όμως το λογάριασε σημαδιακό. Αυτό είναι ένδειξη ότι το τέλος μου είναι κοντά, είπε.

Προς το τέλος του 1909 ο στάρετς άρχισε να πηγαίνει όλο και πιο αραιά στο ναό για τις αγρυπνίες και τις πρωινές ακολουθίες. Δεν μπορούσε να πηγαίνει ούτε και στις μεγά­λες γιορτές των Εισοδίων της Θεοτόκου (που πανηγύριζε και το μοναστήρι), της Γέννησης του Χριστού ή των Θεοφανείων. Σ' αυτές τις περιπτώσεις οι ακολουθίες γίνονταν στο κελλί του. Ο στάρετς έλεγε τις εκφωνήσεις κι οι μονα­χοί διάβαζαν κι έψαλλαν. 'Οσο περνούσε ο καιρός όμως γινόταν και πιο αδύναμος.Το βράδυ της 11ης Ιουλίου ο π. Βαρσανούφιος έλαβε το μεγάλο καί αγγελικό σχήμα. Τον ανέλαβε ως πνευματικός πατέρας ο π. Νεκτάριος, ένας ιερομόναχος της σκήτης.


Eκείνη την εποχή στην 'Οπτινα τα πράγματα δεν προμηνύονταν καλά. Μια μεγάλη καταστροφή έμοιαζε να πλησιάζει. Στο μοναστήρι εμφανίστη­καν κάποιοι νέοι μοναχοί που προέρχονταν από ένα μάλλον πνευματικά χαλαρό περιβάλλον. 'Ηθελαν να κάνουν αλλαγές στο μοναστήρι και να κλείσουν τη σκήτη, γι' αυτό κι έπιδιώκανε να καταλάβουν κυρίαρχες θέσεις. Η υπόθεση έμοιαζε να παίρνει διαστάσεις ανοιχτής ρήξης με τους παλιούς γέροντες.Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ν' απομακρυνθεί ο στά­ρετς Βαρσανούφιος από την 'Οπτινα και να πάει στη μονή Γκολουτβίνσκυ, οπού τον διόρισαν ηγούμενο. Το μοναστήρι αυτό εκείνη την εποχή ήταν εγκαταλειμμένο τόσο εξωτερι­κά, όσο κι εσωτερικά, σε ό,τι δηλαδή είχε σχέση με την εσω­τερική ζωή των μοναχών.Ο στάρετς παρά την ηλικία του, την αρρώστια του αλλά και τη μεγάλη του πικρία που απομακρύνθηκε από την 'Οπτινα, μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και με μια ενεργητικότητα που τον χαρακτήριζε μεν, αλλά ήταν αφύσικη για τις συνθήκες με τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη του μοναστηρίου, έβαλε τα πράγματα σε μια τάξη. Σύντομα το μοναστήρι άρχισε να ορθοποδεί και ν' ανθίζει. Πόροι όμως δεν υπήρχαν.Στη γύρω περιοχή άρχισε να διαδίδεται πως στο Γκολουτβίνσκυ ήρθε ένας γέροντας από την 'Οπτινα κι οι προ­σκυνητές έφταναν εκεί ο ένας μετά τον άλλον. Τα έσοδα του μοναστηρίου αυξήθηκαν. Ανάμεσα στους προσκυνητές ήταν και καλοστεκούμενοι άνθρωποι που δώριζαν στο μοναστήρι μεγάλα ποσά. Σ' ένα χρόνο μέσα το μοναστήρι ανακαινί­στηκε, η τράπεζα ξαναχτίστηκε. Μ' όλες του τις αρρώστιες και τις στενοχώριες ο στάρετς βρήκε τη δύναμη να παρουσιάσει ένα πολύ μεγάλο έργο σ' ελάχιστο χρόνο.


Ολοι αυτοί οι αγώνες όμως κλόνισαν ακόμα περισσότε­ρο την υγεία του. Στίς αρχές του 1913 ξανάκανε την εμφά­νισή της η παλιά του αρρώστια. Υπόφερε πολύ κι έπεσε στο κρεβάτι. 'Ενα μήνα πριν από την κοίμησή του αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια.— Είμαι στο σταυρό, έλεγε ... Αφήστε με καλύτερα.. .Βλέποντας το θάνατο να πλησιάζει με γοργά βήματα, έγραψε με το εξασθενημένο του χέρι ένα γράμμα στον π. Θεοδόσιο, που τον είχε διαδεχτεί ως προϊστάμενος της σκή­της.«Στίς θλιβερές ώρες που περνάω με τις διάφορες δυσκο­λίες πού συναντώ εδώ, έγραφε ανάμεσα στ' άλλα, με τη σκέ­ψη μου ταξιδεύω στην αγαπημένη μου 'Οπτινα, στη σκήτη . .. "Ισως ο Θεός επιτρέψει να 'ρθω εκεί και να προετοιμαστώ για την αναχώρησή μου που εγγίζει. Αποφάσισα να περιμέ­νω μήπως δω κάποιο σημείο από το Θεό .. .»

Η καρδιά του ήταν στην "Οπτινα και δεν ήθελε τίποτ' άλλο, παρά να πεθάνει εκεί.Φαίνεται όμως πως δεν ήταν θέλημα Θεού να κοιμηθεί στην 'Οπτινα. 'Αφησε την τελευταία του πνοή στο Γκολουτβίνσκυ, την 1η Απριλίου του 1913. Ως το τέλος του είχε διαύγεια πνευματική. Προσευχόταν συνέχεια στο Χριστό και την Παναγία κι επικαλούνταν πολλούς αγίους, τους οποίους ευλαβούνταν ιδιαίτερα, καθώς και τους γέροντες της "Οπτινα που είχαν ήδη κοιμηθεί. Τα τελευταία του λόγια ήταν για τον παράδεισο.Το σώμα του, καλυμμένο με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα, τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Γκολουτβίνσκυ, όπου έμεινε ως τις 6 Απριλίου, Σάββατο του Λαζάρου.


Την ημέρα εκείνη ο επίσκοπος Τρύφων λειτούργησε κι εκφώνησε μια εμπνευσμένη και ζεστή ομιλία, λέγοντας ανάμεσα στ' άλλα απευθυνόμενος, στο νεκρό:

« "Ηξερες μόνο ν' αγαπάς, μόνο να 'σαι καλός, παρ' όλη τη θάλασσα του μίσους και των συκοφαντιών που έπεσε επά­νω σου. "Όλα τα δεχόσουν με υπομονή, όπως ο Ιώβ. Είμαι o ίδιος μάρτυρας και το επιβεβαιώνω πως λόγος κατάκρισης δεν ακούστηκε από σένα για κανέναν. Σάν ποιμενάρχης γνωρίζω τι σημαίνουν τέτοιοι γέροντες για μας. Οι συμβου­λές του ήταν πολύτιμες, γιατί τη μόρφωσή του τη συμπλή­ρωνε με την εμπειρία και το ύψος της μοναχικής ζωής. »Το σώμα του, με εντολή της Ιεράς Συνόδου, μεταφέρθη­κε μετά με ειδικό τρένο μέχρι το Κόζελσκ, κι από κει τον κουβάλησαν κληρικοί στην 'Οπτινα στα χέρια τους. Στις 9 Απριλίου, Μεγάλη Τρίτη, έγινε η κηδεία κι η ταφή του στη σκήτη, παρουσία 21 ιερομόναχων, 4 διακόνων καί πλήθους κόσμου.
 
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Ὅσιος Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα(+9 Μαίου 1911)

 

Ο Όσιος Ιωσήφ, της Όπτινα, κατά κόσμον Ιβάν Ευθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1837 μ.Χ. στο χωριό Γκοροντίστσα της περιοχής Στάρομπελσκ της επαρχίας Καρκώφ, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους, τον Ευθύμιο Αιμιλιάνοβιτς και την Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Είχαν έξι παιδιά, τρεις υιούς και τρεις θυγατέρες, τον Ιβάν, τον Πέτρο, τον Συμεών, την Αλεξάνδρα, την Άννα και ακόμη μία θυγατέρα. Η αδελφή του Αλεξάνδρα, που αργότερα έγινε μοναχή με το όνομα Λεωνίδα, διηγείτο πως ο μικρός Ιβάν ήταν πολύ στοργικό και ευαίσθητο παιδί. Με την τρυφερή ψυχή του συμμετείχε στις θλίψεις των άλλων, αν και η έμφυτη μετριοφροσύνη και συστολή του συχνά δεν του επέτρεπαν να ομιλεί. Όταν ο Ιβάν ήταν τεσσάρων ετών, έχασε τον πατέρα του και λίγο αργότερα την μητέρα του από την επιδημία χολέρας που ενέσκηψε στο χωριό.
 
Η αγάπη του για το μοναχικό βίο οδήγησε τα βήματά του στην Όπτινα. Μετά από τρία χρόνια, στις 15 Απριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχός με το όνομα Ιωάννης και στις 16 Ιουλίου του ίδιου έτους εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Ιωσήφ. Το 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος. Αυτό έγινε τελείως απροσδόκητα και με έναν τρόπο που έδειχνε καθαρά πως το χέρι του Θεού τον καθοδηγούσε στον δρόμο του. Τον Οκτώβριο του 1884 μ.Χ. έλαβε τη χάρη της ιεροσύνης από τον Επίσκοπο της Καλούγκα Βλαδίμηρο.

Ο Όσιος από την πρώτη ημέρα της χειροτονίας του λειτουργούσε με προθυμία, με ευλάβεια, χωρίς βιασύνη και αισθανόταν μεγάλη πνευματική χαρά. Οι άλλοι πατέρες τον ευλαβούνταν και τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, γιατί τον θεωρούσαν αληθινό μοναχό. Ο Γέροντας της μονής Αμβρόσιος διέβλεπε σε αυτόν τον μελλοντικό διάδοχό του και του έδινε την ευλογία να εξομολογεί μερικούς από τους επισκέπτες της μονής. Τον προετοίμαζε σιγά - σιγά, για να τον διαδεχθεί. Τον δίδασκε τόσο με τον λόγο, όσο και με το παράδειγμά του.

Όταν ο Γέροντας Αμβρόσιος κοιμήθηκε, όλοι στράφηκαν προς τον Όσιο Ιωσήφ. Και εκείνος με προσευχή και ταπείνωση ανέλαβε το έργο της πνευματικής καθοδηγήσεως των αδελφών. Η προσευχή του είχε μεγάλη δύναμη και είχε αξιωθεί από τον Θεό και του προορατικού χαρίσματος.


Ο Όσιος δεν επέτρεπε ποτέ στους μοναχούς να αρνηθούν κάποιο διακόνημα. Έλεγε πως εκείνος που φέρει σε πέρας το διακόνημα που του έχουν αναθέσει, αξιώνεται να έχει ευλογημένο τέλος. Όταν οι άνθρωποι του εξέφραζαν το παράπονο πως η υπακοή ήταν δύσκολη και προκαλούσε πολλή λύπη, το πρόσωπο του Οσίου φωτιζόταν με χαρά, τα μάτια του γέμιζαν με τρυφερή πατρική αγάπη και έλεγε με έναν ιδιαίτερο πνευματικό τόνο: «Λοιπόν, και τι μ' αυτό; Λόγω αυτής της υπακοής θα γίνετε μάρτυρες». Σε κάποια μοναχή ο Όσιος είπε τα ακόλουθα: «Αν οι αμαρτίες του αδελφού σου σε ενοχλούν και δεν μπορείς να εύρεις την ειρήνη της ψυχής σου, θυμήσου τα εξής:

1. Αν οι αμαρτίες του αδελφού σου που θέλεις να διορθώσεις σε ενοχλούν, σε εκνευρίζουν και χάνεις την ειρήνη σου, τότε αμαρτάνεις και εσύ. Η αμαρτία δεν διορθώνεται με την αμαρτία, αλλά με την ταπείνωση.

2. Ο ζήλος που θέλει να καταστρέψει όλα τα κακά είναι από μόνος του ένα μεγάλο κακό.

3. Μέσα στο μάτι σου υπάρχει ένα μεγάλο δοκάρι και εσύ προσέχεις το κάρφος στο μάτι του αδελφού σου.

4. Υπάρχουν ατέλειες που είναι αναπόφευκτες και άλλες που μπορεί να είναι ευεργετικές. Το καλό δοκιμάζεται από το κακό.

5. Το παράδειγμα της μακροθυμίας του Θεού πρέπει να χαλιναγωγήσει την ανυπομονησία μας, που μας στερεί την ειρήνη.

6. Το παράδειγμα του Ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας φανερώνει με πόση ταπείνωση και καρτερία πρέπει να υπομένουμε την ανθρώπινη αμαρτία. Αν δεν έχουμε κάποια θέση ευθύνης έναντι των άλλων, πρέπει να αντιμετωπίζουμε την αμαρτία τους με εμπάθεια.

7. Κάθε άνθρωπος καταδικάζει εκείνες τις αμαρτίες των άλλων, για τις οποίες κατηγορείται ο ίδιος.

8. Για τις πράξεις των άλλων δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μας ηρεμεί περισσότερο όσο η σιωπή, η προσευχή και η αγάπη».

 
Ο Άγιος Ιωσήφ της Όπτινα με μοναχές της Μονής Σαμορντίνο.

Θιασώτης και εργάτης της αδιάλειπτης προσευχής, ο Όσιος προσπαθούσε να ενθαρρύνει και τους άλλους να ασκούν το θείο αυτό έργο. Δίδασκε την προσευχή πολύ καλά και πίστευε πως ήταν η σπουδαιότερη απασχόληση για όλους. Εμπόδιζε δε επιτακτικά και αυστηρά τους άπειρους και τους δόκιμους από την άσκηση της νοεράς προσευχής. Τους δίδασκε να πορεύονται προοδευτικά, αρχίζοντας από την προφορική άσκηση της προσευχής του Ιησού, κάνοντας μερικά κομποσχοίνια. «Αυτό προστατεύει τον άνθρωπο από την υπερηφάνεια», έλεγε ο Όσιος. Κάθε ημέρα έξω από το κελλί του Οσίου μαζεύονταν οι φτωχοί και ο μοναχός που ήταν σε υπηρεσία έδιδε ελεημοσύνη σε όλους.


Ο Όσιος Ιωσήφ λειτουργούσε για τελευταία φορά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 1905 μ.Χ.. Από την επόμενη ημέρα ασθένησε και όλοι περίμεναν το αναπόφευκτο. Ο Θεός όμως παρέτεινε την ζωή του Οσίου, που ήταν πολύτιμη για όλους, μέχρι το 1911 μ.Χ. Λίγο πριν την κοίμησή του κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παρεκάλεσε τους αδελφούς να προσευχηθούν στον Θεό να ελευθερώσει την ψυχή από το σώμα του. Ζήτησε να βάλουν κοντά του μία εικόνα. Οι μοναχοί έφεραν την εικόνα της Παναγίας, με την οποία τον ευλόγησε ο μοναχός Ισαάκιος, την τοποθέτησαν απέναντί του στο τραπεζάκι κοντά στο μαξιλάρι του και άναψαν μπροστά της ένα καντήλι. Ο Όσιος κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό άσπρο ξύλινο σταυρό και στο στήθος του είχαν ακουμπήσει το ιερό λείψανο της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Έτσι κοιμήθηκε με ειρήνη. 
 
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Τό ἄφθαρτο λείψανο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ!

 

Ο Άγιος Πατὴρ ἡμῶν Δημήτριος, βλαστὸς οἰκογενείας Κοζάκων,γεννήθηκε τὸ 1651 στὸ Μακάροβο, σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Κίεβο

Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. ῾Ο πατέρας του, Σάββας Τουπτάλα, ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ἀπουσίαζε συχνά· ἔτσι,τὴν μόρφωσι τοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε κυρίως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐνεφύτευσε τὰ σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.


Σὲ ἡλικία ἕνδεκα ἐτῶν, ὁ Δανιὴλ εἰσῆλθε στὴν νεοπαγῆ ῾Ιερατικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου, τῆς ὁποίας ὁ Σχολάρχης ᾿Ιωαννίκιος Γολιατόφσκυ ἦταν λαμπρὸς ἱεροκήρυξ καὶ ἔνθερμος ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας.

Χάρις στὸν ᾿Ιωαννίκιο, ὁ μελλοντικὸς ῾Ιεράρχης ἀξιώθηκε νὰ ἀναπτύξη τὸ ἀξιοθαύμαστο χάρισμά του νὰ ἐξηγῆ τὶς ῞Αγιες Γραφές· ἐπίσης,εὐαισθητοποιήθηκε στὴν ἀνάγκη διδαχῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1668,εἰσῆλθε στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου, ὅπου τὴν 9ην ᾿Ιουλίου ἔλαβε στὴν μοναχική του κουρὰ τὸ ὄνομα Δημήτριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Θεσσαλονικέως Μεγαλομάρτυρος.

᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦσε με ὑποδειγματικὴ ὑπακοή, ὁ νέος διεκρίθη γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή,τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσι, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐθαυμάζετο ὑπὸ τῶν Γερόντων, ἐπὶ πλέον δὲ κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώση τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἀρχίση τὸ συγγραφικό του ἔργο.

᾿Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τὴν 23η Μαΐου 1675 ὑπὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαζάρου Μπαράνοβιτς τοῦ Τσερνιγκὼφ καὶ τὸ 1677 διωρίσθηκε ὑπ᾿ αὐτοῦ ῾Ιεροκήρυξ στὴν ἕδρα του.

᾿Εν συνεχείᾳ, ἀνέλαβε καθήκοντα διοικήσεως διαφόρων ῾Ιερῶν Μονῶν, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐφ᾿ ὅσον μοναδική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ζῆ στὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἡσυχία.

Δύο φορὲς ἐπιχείρησε νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ τὸ ἐγχείρημα ἀπέτυχε καὶ οἱ φίλοι του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ μετέπειτα ῞Αγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκώφ, κατώρθωσαν τελικὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.


Εξ' αιτίας τῶν εἰσβολῶν Τατάρων, Λιθουανῶν καὶ Πολωνῶν, πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα, ὅπως οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων, εἶχαν καταστραφῆ.

῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης Βαρλαὰμ τῆς ῾Ιερᾶς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀναζητοῦσε ἕνα πρόσωπο ἱκανὸ νὰ ἀναλάβη τὸ τεράστιο ἔργο τῆς συλλογῆς, ἐπιμελείας καὶ ἐκδόσεως τοῦ ἁγιολογικοῦ ὑλικοῦ. Τότε, ἐστράφη στὸν Δημήτριο, ξακουστὸν ἤδη ὡς συγγραφέα ψυχωφελῶν ἔργων.

Δέος κατέλαβε τὸν ταπεινόφρονα ᾿Ασκητὴ ἐνώπιον τοῦ βάρους τοῦ ἐγχειρήματος καὶ προσεπάθησε νὰ ἀποποιηθῆ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐθύνη. Φοβούμενος ὅμως μήπως ὑποπέσει στὸ σφάλμα τῆς παρακοῆς καὶ γνωρίζοντας τὶς ἀδήριτες ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπετάγη τελικὰ στὸ πιεστικὸ αἴτημα τῶν ἀνωτέρων του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ῾Ιερὰ Λαύρα τοῦ Κιέβου.

᾿Επὶ μίαν εἰκοσαετία, 1684-1705, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἀφιέρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς στὸν Ναὸ καὶ κατὰ μόνας, ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴν σύνταξι τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων.

Ζοῦσε μὲ τοὺς ῾Αγίους, ἐβίωνε τὸν Βίο τους, ὑπέφερε μαζί τους τὰ βασανιστήριά τους καὶ μελετοῦσε ὣς τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια ὅλα τὰ σχετικὰ τεκμήρια.Εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης του αὐτῆς πρὸς τοὺς ῾Αγίους, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάριζε συχνὰ ὁράματα. ῎

Ετσι, τὴν 10η Αὐγούστου 1685, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὴν ῾Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο. Τῆς ἐζήτησε νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Κύριο, ἀλλὰ ἡ ῾Αγία ἦταν διστακτικὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ξέρω... Θὰ προσευχηθῶ ἢ ὄχι... Σὺ προσεύχεσαι μὲ τρόπο ρωμαιοκαθολικό...». Βλέπουσα ὅμως τὴν ταραχή του, ἡ ῾Αγία Βαρβάρα ἐμειδίασε, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐπαρηγόρησε. ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἑρμήνευσε τὴν ἐπίπληξι αὐτὴ τῆς ῾Αγίας, διότι εἶχε συνήθεια, ὅπως καὶ οἱ Παπικοί, νὰ μὴ προσεύχεται ἀδιαλείπτως καὶ ἐκτενῶς.

Τὴν 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στὸν Δημήτριο ὁ ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ορέστης, τοῦ ὁποίου τὸν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, καὶ τοῦ εἶπε: «῾Υπέφερα περισσότερες βασάνους γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ὅσες μνημονεύεις». Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειὰ πληγὴ στὴν ἀριστερά του πλευρά, λέγων: «᾿Ιδού, διὰ σιδήρου ἐγένετο τοῦτο». Κατόπιν, ἅπλωσε τὸν δεξιό του βραχίονα κατοῦ ἔδειξε τὶς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στὸ ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνων: «Νά, αὐτὲς κατεκόπησαν». ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγὲς στὸν ἀριστερὸ βραχίονα, ἐπαναλαμβάνων τὰ ἴδια λόγια, μετὰ δὲ τοῦ ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ γόνατα, λέγων:

«Ταῦτα ἀπεκόπησαν». ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καὶ καταλήγων,τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!». ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐσκέφθη,ὅτι ἦταν ὁ ῞Αγιος ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δὲ Μάρτυς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Δὲν εἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου τὸν Βίο μόλις συνέταξες».


Κατά τὸ ἔτος 1701, σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἐξελέγη᾿Επίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σιβηρίας καὶ Τομπόλσκ καὶ ἐχειροτονήθη στὴν Μόσχα. Λόγῳ τῆς εὐθραύστου ὑγείας του καὶ τῆς θεοφιλοῦς ἐπιθυμίας του νὰ συνεχίση καὶ ὁλοκληρώση τὴν συγγραφὴ τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων, ἐστενοχωρήθη καὶ ἠσθένησε βαρέως. Τότε, τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Τσάρος Πέτρος Αʹ καὶ τοῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ διορισθῆ σὲ πλησιέστερη ᾿Επισκοπή. Πράγματι, τοῦ ἀνετέθη ἡ Μητρόπολις Ροστοβίας καὶ ᾿Ιαροσλαβίας τὸ 1702, ὅπου σὲ ὅραμα ἐπληροφορήθη ὅτι ἐκεῖ θὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν. ᾿Επέλεξε ἕνα τόπο γιὰ τὸ μνῆμα του στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου καὶ ἀνεφώνησε: «᾿Ιδού, ἡ ἀνάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω εἰς αἰῶνα αἰώνων».

Τὸ 1705 ὡλοκλήρωσε τὴν σύνταξι τοῦ μνημειώδους ἔργου του Βίοι ῾Αγίων (Τσέτι-μηνέϊ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ὀγκώδους γραπτοῦ ἔργου του.

«Διὰ νὰ συντάξῃ τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐχρησιμοποίησε τὸ ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου († 1564), [τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια,δίως τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὡς καὶ τὰς Χρονογραφίας], ἀλλὰ καὶ δυτικὰς συλλογάς... ῍Αν τὸ ἐπιστημονικὸν ἐπίπεδον τῆς συνθέσεως τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι πολὺ ὑψηλόν, ἡ γλῶσσα του εἶναι εὐκόλως ἀφομοιώσιμος. Οὕτω τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐγνώρισαν μεγάλην κυκλοφορίαν εἰς Ρωσίαν, ὡς μαρτυροῦν αἱ πολλαὶ ἐπανεκδόσεις, καὶ διεδραμάτισαν σπουδαῖον μέρος εἰς τὴν ρωσικὴν εὐλάβειαν».


Ο ναός όπου βρίσκεται το λείψανο του Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ!

Εφ᾿ εξής, ἀφιερώθηκε στὴν μέριμνα γιὰ τὸ πνευματικό του ποίμνιο. ᾿Αγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπανορθώση τὸν θρησκευτικὸ βίο καὶ τὰ ἤθη τῶν συγχρόνων του, τὰ ὁποῖα εὗρε σὲ πολὺ δυσάρεστη κατάστασι.

Συνέταξε πολλὰ ψυχωφελῆ ἔργα καὶ ἵδρυσε τὸ 1702, στὸ Ροστώβ,μία ῾Ιερατικὴ Σχολὴ γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ῾Ιερέων, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώση τὸ διανοητικό, πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦΚλήρου· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ δυστυχῶς, λόγῳ τῶν ἐλλιπῶν οἰκονομικῶν μέσων, ἡ Σχολὴ ἔκλεισε τὸ 1706.

῾Οι μεγάλες ὑλικὲς δυσκολίες τῆς Μητροπόλεως ὠφείλοντο οὐσιαστικῶς στὴν κυβερνητικὴ πολιτική, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ περιορίση τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας.

Συνέγραψε ἐπίσης πολλὰ ἔργα γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς σχισματικοὺς Παλαιοπίστους στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς, ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι σημαντικώτερα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τυπικὲς λεπτομέρειες· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολυάριθμα σχετικὰ κηρύγματά του, συνέγραψε ἕνα ἰδικὸ ἔργο, ἀφιερωμένο στὴν κριτικὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Σχισματικῶν:

«῎Ερευναι περὶ τῆς Πίστεως τοῦ Μπρὺνσκ (περιοχῆς, ὅπου ἔζων πολυάριθμοι Παλαιόπιστοι)» (1709).

Παρὰ τὶς συχνὲς ἀσθένειες, ἀκολουθοῦσε αὐστηρὸ κανόνα στὴν ζωή του καὶ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Μέσῳ τῆς ὑποδειγματικῆς του βιοτῆς, ἐδίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν ἀγάπη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, καθὼς καὶ τὴν συμπόνια καὶ φιλευσπλαγχνία πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς.

῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος προεῖδε τὴν ἐκδημία του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. ᾿Αφοῦ μὲ ἐδαφιαία μετάνοια ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ψάλτες νὰ τὸν συγχωρήσουν, περιωρίσθηκε στὸ κελλί του μὲ διάπυρη τὴν προσευχὴ στὰ χείλη.


Τὴν ἑπομένη, τὸ πρωῒ τῆς 28ης ᾿Οκτωβρίου 1709, εὑρέθη σὲ στάσι γονυκλισίας νὰ ἔχη παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ῾Αγίου εὑρέθησαν ἄφθορα κατὰ τὸ ἔτος 1752 καὶ ἐπετέλεσαν πλεῖστες ἰάσεις.

῾Η Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία προέβη στὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισί του πολὺ σύντομα, τὸ 1757  
 
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Ἅγιος Στέφανος τοῦ Πέρμ!

Ἱεραπόστολος στό μέσο τῶν εἰδωλολατρῶν.


Ο Άγιος Στέφανος, Φωτιστής της πόλεως Περμ και Απόστολος των Ζυριανών, γεννήθηκε το έτος 1345 στην πόλη Ούστιουγκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από την οικογένεια του ιερέα Συμεών και της Μαρίας. Στην διάπλαση του χαρακτήρα του, επηρεάστηκε πάρα πολύ από την ευσεβή μητέρα του. Προικισμένος με πολλές δυνατότητες είχε ήδη δείξει ένα ασυνήθιστο ζήλο για τον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε μάθει να διαβάζει τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του στο ναό κατά την διάρκεια των Ακολουθιών, εκτελώντας χρέη κανονάρχου και αναγνώστου.

Ο νεαρός Στέφανος εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στο Ροστώβ. Το μοναστήρι ήταν διάσημο για την περίφημη βιβλιοθήκη του. Επειδή ο Άγιος Στέφανος θέλησε να μελετήσει τους Πατέρες στην αυθεντική τους γλώσσα, σπούδασε τα Ελληνικά.



Κατά την περίοδο της νεότητάς του, όταν βοηθούσε τον ιερέα πατέρα του στην εκκλησία, πολύ συχνά συνομιλούσε με τους Ζυριανούς. Τώρα πια, έχοντας εντρυφήσει στην πλούσια παράδοση της Εκκλησίας, ο Στέφανος φλεγόταν από την επιθυμία να κηρύξει στους Ζυριανούς το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Για να επιτύχει τον φωτισμό των Ζυριανών σχεδίασε ένα αλφάβητο από την γλώσσα τους και μετέφρασε μερικά από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Γι' αυτή την σπουδαία πολιτιστική, ιεραποστολική και θεολογική εργασία ο Επίσκοπος Ροστώβ Αρσένιος (1374-1380) τον χειροτόνησε διάκονο.

Έχοντας ετοιμασθεί για ιεραποστολική δραστηριότητα, μετά από παραμονή δεκατριών ετών μέσα στο μοναστήρι, ο Άγιος Στέφανος ταξίδεψε στη Μόσχα, το έτος 1379, για να δει τον Επίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ο οποίος τότε προΐστατο της διοικήσεως στη μητροπολιτική περιφέρεια. Ο Άγιος τον ικέτευσε: «Ευλόγησέ με, Γέροντα, για να πάω σε μια ειδωλολατρική χώρα, το Περμ. Θέλω να διδάξω την Αγία Πίστη στους άπιστους ανθρώπους. Έχω αποφασίσει είτε να τους οδηγήσω στον Χριστό, είτε να θυσιάσω την ζωή μου γι' αυτούς και τον Κύριο». ο Επίσκοπος με χαρά τον ευλόγησε και τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Του πρόσφερε μάλιστα ένα αντιμήνσιο, Άγιο Μύρο και λειτουργικά βιβλία, ενώ ο μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος του έδωσε ένα έγγραφο για ασφαλή διάβαση.


Από την πόλη Ούστιουγκ, ο Άγιος Στέφανος, ξεκίνησε για τον βόρειο ποταμό Ντβίνα μέχρι τη συμβολή του ποταμού Βικέγκντα, περιοχή μέσα στην οποία υπήρχαν οικισμοί των Ζυριανών. Ο πρόδρομος της πίστεως του Χριστού υπέφερε πολλές μοχθηρίες, αγώνες, στερήσεις και πικρίες, ζώντας ανάμεσα σε ειδωλολάτρες, οι οποίοι τιμούσαν είδωλα με φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μια χρυσή γυναικεία φιγούρα και εμπιστεύονταν την ζωή τους σε μάγους.


Το ιεραποστολικό έργο του Αγίου με την βοήθεια του Θεού άρχισε να καρποφορεί. Εκεί που άλλοτε υψωνόταν ένα είδωλο, οικοδομήθηκε ναός προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητή του σκότους. Ο ιερέας των ειδωλολατρών, μετά από μια ισχυρή δοκιμασία κατά την οποία αποκαλύφθηκε η πλάνη των ειδώλων, αρνήθηκε να δεχθεί το Φως της Θεότητας και αυτοεξορίσθηκε. Και ο Άγιος Στέφανος, για να ευχαριστήσει τον Θεό, έχτισε στο Βισερό μια εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Νικολάου.

Το έτος 1383 ο Άγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Περμ. Ως στοργικός πατέρας αφοσιώθηκε στο ποίμνιό του. Για να ενθαρρύνει τους νεοβαπτισθέντες άνοιξε σχολεία δίπλα στις εκκλησίες, όπου μελετούσαν τα ιερά κείμενα στην περμιανή γλώσσα. Τους δίδαξε τι έπρεπε να ξέρουν προκειμένου να γίνουν ιερείς και διάκονοι για να διακονήσουν την Εκκλησία, όπως επίσης και το πώς να γράφουν στην περμιανή γλώσσα(φώτο)


 
Ο Άγιος Στέφανος προστάτευε το ποίμνιό του από τις απάτες των διεφθαρμένων αξιωματούχων, προσέφερε ελεημοσύνη και το βοηθούσε στην οργάνωση της άμυνάς του εναντίων των εισβολών των άλλων φυλών. Άλλοτε πάλι ταξίδευε στη Μόσχα και το Νόβγκοροντ, για να υποστηρίξει τα συμφέροντα των Ζυριανών, που πολλές φορές καταπιέζονταν από τους Ρώσους υπαλλήλους.
 
Η ιεραποστολική προσπάθεια του Αγίου και η προσευχή του απέδωσαν καρπούς. Οι κάτοικοι της περιοχής της Περμ ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και την αλήθεια.


Όταν το έτος 1390 ο Άγιος Στέφανος ταξίδευε στην Μόσχα για υποθέσεις της Εκκλησίας, πέρασε από το μοναστήρι του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Το μοναστήρι απείχε από τον τόπο που βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος περί τα δέκα χιλιόμετρα. Ο Άγιος Στέφανος διακαώς αγαπούσε τον Άγιο ασκητή του Ραντονέζ και επιθυμούσε πάρα πολύ να τον επισκεφθεί, δεν είχε όμως χρόνο για να το κάνει. Τότε ο Άγιος Στέφανος γύρισε προς την κατεύθυνση του μοναστηριού και κάνοντας μία υπόκλιση είπε: «Ειρήνη σε εσένα, πνευματικέ μου αδελφέ». Ο Άγιος Σέργιος, ο οποίος εκείνη την στιγμή γευμάτιζε μαζί με τους αδελφούς, σηκώθηκε, έκανε μια προσευχή και υποκλινόμενος προς την κατεύθυνση όπου βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος απάντησε: «Χαίρε και σε εσένα, αρχηγέ του ποιμνίου του Χριστού. Είθε η ειρήνη του Θεού να είναι μαζί σου».

Ο Άγιος Στέφανος ίδρυσε, επίσης, αρκετές μονές για τους Ζυριανούς: τη μονή του Σωτήρος στην έρημο του Ουλιάνωβ, τη μονή του Στεφάνωβ, τη μονή του Αρχαγγέλου στο Ουστ-Βιμ και τη μονή του Αρχαγγέλου στο Ιάρενκ.

Το έτος 1395 ο Άγιος Στέφανος πήγε πάλι στη Μόσχα για υποθέσεις του ποιμνίου του. Εκεί ασθένησε και μετά από λίγες ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως, στο Κρεμλίνο της Μόσχας. Οι Ζυριανοί με πικρία θρήνησαν το θάνατο του ποιμένα τους. Με ειλικρίνεια παρακάλεσαν τον πρίγκιπα της Μόσχας και τον Μητροπολίτη να στείλουν το σκήνωμα του προστάτου τους, πίσω στην Περμ, αλλά η Μόσχα δεν θέλησε να φύγουν από εκεί τα ιερά λείψανα του Αγίου Στεφάνου.
 
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Ἡ ἀλήθεια γιά τούς ὑποτιθέμενους διωγμούς τῶν Ἐθνικών τόν 4ο αἰώνα...

 
Γ. Μεταλληνού «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;» (Σελ. 131-137, 157-165, 172 - 174)

Ο Θεοδόσιος με διάταγμά του στις 27-2-380 μ.Χ., ανακηρύσσει επίσημη θρησκεία του κράτους τον Χριστιανισμό. (Cod. Theod. XVI, 1,2). Μέτρα κατά της αρχαίας θρησκείας έλαβε πολλά (απαγόρευση θυσιών, δήμευση λατρειακών χώρων, αποπομπή εθνικών ιερέων, 391 π.Χ.). Το 392 με διάταγμα παρακωλύονται οι αθλητικοί αγώνες, λόγω του θρησκευτικού (ειδωλολατρικού) τους χαρακτήρα, με αποκορύφωση την κατάργηση των Ολυμπιακών (393), στο πλαίσιο όμως της απαγόρευσης κάθε εθνικής θρησκευτικής εκδηλώσεως (Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 - 1453), μετάφρ. Δ. Σαβράμη, Αθήνα 1954, σ. 110 ε. Πρβλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α΄ Αθήνα 1975, σ. 175 ε.).

Παρ' όλα αυτά, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, έργο του Φειδία, δεν καταστράφηκε, όπως δεν καταστράφηκαν και τα ιερά του χώρου.

Αντίθετα το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για τη διακόσμηση της πρωτεύουσας του κράτους! (όπως είχε μεταφερθεί εκεί και το άγαλμα του Απόλλωνα, και πλήθος άλλων αγαλμάτων). Άρα το πρόβλημα ήταν η λατρεία των ειδώλων, και όχι η τέχνη ή το πνεύμα του Ολυμπισμού. Αυτό που απορρίφθηκε, δεν ήταν η επιστήμη η τέχνη και η διανόηση, αλλά το ειδωλικό Πάνθεο, «ό,τι εις δαίμονας φέρει», κατά την επισήμανση του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου (Επιτ. Εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. 11).

Κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, «η αρχαία θρησκεία κατέρρεε εσωτερικά. Ο αρχαίος κόσμος κατέπιπτε βαθμηδόν, οίκοθεν μάλλον ή δι' εξωτερικής επιδράσεως... Οι ναοί κατέπιπτον και η πίστις εμαραίνετο και εν γένει το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο. Αλλ' εφθείρετο ηρέμα, ως εξ οργανικού θανατηφόρου νοσήματος μάλλον ή δια πληγών έξωθεν καταφερομένων». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Ν.Δ. Νίκαια) τ. Γ, σ. 527 ε.). Σαφέστατα λοιπόν, ήδη η ειδωλολατρεία βρισκόταν ήδη σε μαρασμό, και απλώς ο Θεοδόσιος επιτάχυνε το τέλος της. Δεν ήταν η εξαφάνισή της αποτέλεσμα διωγμών, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι νεοπαγανιστές, αλλά ήταν αποτέλεσμα μαρασμού, επειδή οι Έλληνες έβλεπαν την ανωτερότητα της Χριστιανικής πίστης, και εγκατέλειπαν τα είδωλα. Έβλεπαν για 3 αιώνες τη Χριστιανική πίστη να αυξάνει, παρά τους συστηματικούς ανελέητους διωγμούς κατά των Χριστιανών. Αντιθέτως, η ειδωλολατρική πίστη που ήδη πέθαινε από μόνη της, κατέπεσε χωρίς διωγμούς, μόνο με την εξαγγελία νόμων, που ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν πραγματικά.

Ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395 π.Χ.) παρορμητικός, (ως Ισπανικής καταγωγής), στις συμπεριφορές του, δέχεται την μήνη των νεοπαγανιστών όχι μόνο για τα διατάγματά του, για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω, αλλά κυρίως για την κατάργηση από αυτόν των Ολυμπιακών αγώνων (393 μ.Χ.). Επειδή και αυτό το θέμα ανατιμετωπίζεται από τους αντορθόδοξους αρχαιολάτρες συνήθως με πολύ πάθος και λίγη ιστορική γνώση, αναπαράγονται δε άκριτα οι ίδιες στερεότυπες θέσεις, παραθέτουμε τα εξής:

Οι αγώνες τον καιρό εκείνο, είχαν εκφυλισθεί εντελώς. Κορύφωση του εκφυλισμού ήταν ο Νέρων (+54 μ.Χ.) στον οποίο απανεμήθηκαν 1808 στεφάνια (μετάλλια) από διάφορες περιοχές, με την εξαγορά διαφόρων παραγόντων κατά τον Σουετώνιο (Νέρων 22-24).
 
Είναι ιστορικό λάθος η αντιμετώπιση του Θεοδοσίου Α΄ με αναχρονιστικά κριτήρια, που επιβάλλει η ανέρειστη μυθοπλασία της ανεπιστημοσύνης. Οι εθνικοί ιστορικοί Λιβάνιος και Θεμίστιος, που καταφέρονται εναντίον του, κατά την επιστημονική κριτική, δεν είναι πάντα ακριβείς και αντικειμενικοί. Συχνά κυριαρχούνται από προκατάληψη και πάθος κατά των Χριστιανών.

Ο Θεμίστιος (+380 π.Χ.) παρέμεινε στη θέση του καθηγητού ως τον θάνατό του. Η τοποθέτηση του Παπαρρηγόπουλου είναι πολύ ενδιαφέρουσα: «Ο Θεοδόσιος «κατήργησεν εν έτει 394 δια νόμου τον μέγαν ολυμπιακόν αγώνα, κατά την 293ην Ολυπιάδα». Παρατηρεί με νόημα ότι τελευταίος Ολυμπιονίκης στην πυγμή (393) ήταν ο Αρμένιος (!) μετέπειτα ηγεμόνας Βαραστάδης ή Αρδαβάζης, και προσθέτει: «και εξέλειπεν ούτω τότε δια παντός η επιφανεστάτη εκείνη των αρχαίων Ελληνικών πανηγύρεων». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Ν.Δ. Νίκαια) τ. Β2, σ. 198 ε.).

Οι Ολυμπιακοί αγώνες, είχαν ήδη πεθάνει ηθικά, πολύ προ του Θεοδοσίου (http://www.geocities.com/nik_rom/gegon1/olympia1.htm). Η παύση τους δεν ήταν μια φανατική αυθαίρετη ενέργεια, αλλά κάτι που επιβλήθηκε από την ιστορική συγκυρία. Όπως είχαν καταντήσει, ήδη από τους τελευταίους π.Χ. αιώνες, οι Ο.Α., η παύση τους το 393 ήταν η μεγαλύτερη ευεργεσία γι' αυτός και για το αθλητικό πνεύμα. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν μόνο οι αρχαιολατρικά σκεπτόμενοι, λόγω προκατάληψης και φανατισμού.

Εξ' άλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αντιόχεια, την πόλη του Λιβανίου, αλλά και του αγίου Ιωάννου του Χρισοστόμου, την πόλη των μεγάλων φιλοσοφικών και θεολογικών αναζητήσεων, αλλά και των μεγάλων θρησκευτικών παθών, διεξάγονταν κανονικά ως το 510 η 521 μ.Χ. γυμνικοί αγώνες προς τιμήν του Ολυμπίου Διός, με το όνομα «Ολυμπιακοί», μολονότι οι κυρίως Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν προ πολλού καταργηθεί, χωρίς αυτό να ενοχλεί κανέναν.

Το 1994 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελληνικά» (τ.44, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 31-50), μελέτη της κ. Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο: «Το λυκόφως των Θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επί μέρους περιοχές». Η κ. Αθανασιάδη, επέλεξε εκεί τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αξιοπιστία στην έρευνά της. Οι περιοχές αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία - Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα τις «γενικεύσεις του Λιβανίου» όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε Χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή των ναών, που καταντά όπως λέει: «ύποπτος»!

«Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείτο αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ' αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους».

Από την άλλη πλευρά, είναι η «κινδυνολογία» των εθνικών, για να παρουσιάσουν «τους εαυτούς τους ως μάρτυρες και την κοσμοθεωρία τους ως αντικείμενο συστηματικού και βάναυσου διωγμού, που διεξήγετο παράνομα, στο πλαίσιο μιας θεωρητικά ανεξίθρησκης αυτοκρατορίας». Γι' αυτό η αντικειμενική αυτή συγγραφέας, συνιστά «επιφυλακτική στάση» στις όποιες κρίσεις.

Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει ότι «Σε τόπους όπως η Αθήνα ή οι Δελφοί, ο κανόνας είναι ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα» των ανασκαφών. Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο - 6ο αιώνα) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους Χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε Χριστιανικές Εκκλησίες, δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας. Όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες.
 
Τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων Χριστιανών, που δεν απέρριψαν τον πολιτισμό των προγόνων τους, αλλά μόνο τη θρησκεία τους, υποστηρίζει και η κυρία Αθανασιάδη: «Οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, που βρέθηκαν σπαρμένα μέσα και γύρω από το τέμενος του Απόλλωνα (=στους Δελφούς) υπογραμμίζουν τη συνέχιση της πανάρχαιης θρησκευτικής παράδοσης του τόπου».

«Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων (από Χριστιανούς Έλληνες) ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα» δέχεται η κ. Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι «μεμονωμένες». «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους Χριστιανούς, παρά τη δομική μισσαλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνιση»

Μόνο εκεί που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού Ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείται φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία - Φοινίκη - Παλαιστίνη). Η κ. Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές όπως η Συρία: «Εδώ δεν έχουμε μιαν αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά είναι ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο, εθνικό κίνημα με αμφίεση, βέβαια, θρησκευτική». Με αυτό το κριτήριο μπορούν να ερμηνευτούν και μεταγενέστερες συμπεριφορές, χωρίς βέβαια να αγνοούνται και οι προκλήσεις εθνικών ομάδων. Όπου δε, κυριαρχούν προκλήσεις (προβοκάτσιες), οι συμπεριφορές μένουν ανεξέλεγκτες.

Τα συμπεράσματα της κας Αθανασιάδη, δεν είναι μεμονωμένα, ούτε υποκειμενική γνώμη. Στα ίδια πορίσματα καταλήγει και ο γνωστός αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μεγάλου Θεοδοσίου. Κατά γραπτή δήλωσή του, «το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (391 - 393 μ.Χ.), αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται τέτοια καταστροφή στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που λογικά θα έπρεπε να υποστούν τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.ά. δεν φαίνεται, ανασκαφικά τουλάχιστον, να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Εξ' άλλου πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις ημέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος), αλλά και την κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο Ναός του Ιλισσού». Μάλιστα, στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI, 10,25) «επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε Χριστιανικούς», και γι' αυτό τον λόγο δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (βλ. τον αρχαίο ναό κάτω από τον ανηγερμένο από την αγία Ελένη τον 4ο αιώνα ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο, που ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος). Κατά τον μεγάλο βυζαντινολόγο Διον. Ζακυθηνό η διάταξη αυτή έγινε ακριβώς για να σωθούν οι ναοί. «Δεν υπάρχει λοιπόν καμία κρατική πολιτική, που να ενθαρρύνει την καταστροφή των αρχαίων ιερών».

Εκδηλώσεις φανατισμού μεμονωμένων προσώπων παρατηρούνται - και κατά τον Άγγ. Χωρέμη - στο πνεύμα της «ρεβάνς», αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, για να μείνουμε σε έναν τόσο παρεξηγημένο στο σημείο αυτό αυτοκράτορα.

Κατά τον ίδιο αρχαιολόγο, «η απαγόρευση δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε αυστηρά σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η επανάληψή της 40-45 χρόνια αργότερα από τον Θεοδόσιο τον Β΄ στον Θεοδοσιανό Κώδικα (C.Th. XVI, 10,25). Στον ίδιο κώδικα, λίγο παρακάτω, (C.Th. XVI, 10,25), επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε Χριστιανικούς, πράγμα που σημαίνει ή ότι οι ναοί αυτοί ακόμη λειτουργούσαν, ή ότι είχαν εγκαταλειφθεί. Πάντως δεν είχαν καταστραφεί. Ενώ λοιπόν υπάρχει κρατική πολιτική για την επιβολή του Χριστιανισμού (πολιτική που άλλωστε εφαρμόστηκε αρκετά ήπια), δεν υπάρχει καμία πολιτική που να ενθαρρύνει την καταστροφή των αρχαίων ιερών. Αυτό που πράγματι έγινε είναι καταστροφές και ακρότητες σε τοπικό επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, κυρίως εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοκοπής και καταστροφής των προσώπων. (Φυσικά δεν πρέπει να θεωρούμε ότι κάθε κατεστραμμένο άγαλμα μαρτυρεί και Χριστιανικό βανδαλισμό. Πολλά καταστράφηκαν από άλλες αιτίες και πάρα πολλά μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, για το στολισμό της καινούργιας πρωτεύουσας). Οι άνθρωποι αυτοί εξαγρίωναν τον όχλο, πράγμα όχι δύσκολο, αν σκεφθούμε ότι μόλις 75 - 80 χρόνια χώριζαν την εποχή αυτή από τους φοβερούς διωγμούς του Διοκλητιανού και Γαλερίου (+311) και 55 - 60 χρόνια από τον «ηπιότερο» διωγμό του Λικινίου (311 - 324). Τον εξαγριωμένο αυτόν όχλο τον εξαπέλυαν να κάψει και να καταστρέψει οτιδήποτε «εθνικό» έβρισκε μπροστά του. Αυτή όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, και όπως θα δούμε, όταν έγινε, προσπάθησε να το σταματήσει και να το θεραπεύσει».

Σώζεται επίσης Λιβανίου Αντιοχέως, Λόγος προς Θεοδόσιον τον βασιλέα, «Υπέρ των Ιερών» (αρ. 30). Ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος (314 - 393), επιφανής εκπρόσωπος της φθίνουσας Ελληνικής αρχαιότητας, διδάσκαλος και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, έγραψε το 386 το κείμενο αυτό, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ 379-395) και παραπονούμενος για τη στάση φανατικών μοναχών (της Αντιοχείας) έναντι των τεμενών (εθνικών ναών). Απεχθανόταν ιδιαίτερα τους «μελανειμονούντας» (Λόγ. 30,8). Εν τούτοις, Χριστιανοί νέοι, όπως ο Μ. Βασίλειος, Αμφιλόχιος Ικονίου και Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγιναν μαθητές του. Χαρακτηριζόταν «μικρός Δημοσθένης». Για την κατανόηση της στάσης του απέναντι του Χριστιανισμού, ας σημειωθεί ότι ήταν συνεπής οπαδός της ειδωλολατρίας, θυσίαζε στις θεότητές της και μετερχόταν τα μαντεία. Είχε μυηθεί σε διάφορα εθνικά μυστήρια. Ο ιερός Χρυσόστομος τον ονομάζει «πάντων διεσιδαιμονέστατον» (ευσεβέστατον) (Εις Νεωτ. Χηρεύσασαν, 1). Πίστευε στην προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού και στην ανάσταση του ειδωλολατρικού κόσμου, μολονότι κατά την νεότητά του έδειξε τάσεις φιλοχριστιανικές. Τον επηρέασε όμως ο Ιουλιανός, όπως και αυτός επηρεάσθηκε από τον Λιβάνιο, του οποίου μελετούσε τα έργα και έγινε έμμεσα μαθητής του.

Περί του έργου του Λιβανίου το οποίο επικαλούνται οι αρχαιολάτρες ως απόδειξη για τους δήθεν Χριστιανικούς βανδαλισμούς εξ' αιτίας του διατάγματος του Θεοδοσίου, ο Αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης παρατηρεί το εξής:

«Ο λόγος του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών» δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια ενωρίτερα με άλλη ευκαιρία. (P. Petit, "Sur la date du "pro Templs" de Libanius", στο Byzantion XXI (1951), fasc. I, 285-310). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο της Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα, Μάτερνο Κυνήγιο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υπεκίνησε πράγματι τον όχλο, επί κεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». Η αντίδραση του «θρησκόληπτου» Θεοδοσίου ήταν να... απαγορεύσει στους μοναχούς την είσοδο στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κυνήγιος τοποθέτησε Ύπαρχο της Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι ουδέποτε υπήρξε επίσημη πολιτική του Θεοδοσίου η καταστροφή του αρχαίου κόσμου και μάλιστα με την μορφή των ακραίων βανδαλισμών, όπως λέγεται συνήθως. Μαρτυρούν επίσης το κύρος που είχε ο Λιβάνιος στον θεωρούμενο θρησκόληπτο βασιλέα, κύρος που φάνηκε και όταν με δύο ακόμα λόγους του, τους: «Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα επί ταις διαλλαγαίς» κατόρθωσε να σώσει την Αντιόχεια, η οποία είχε στασιάσει. Σ' αυτήν την προσπάθεια είχε και την συνεπικουρία του επισκόπου Αντιοχείας Φλαβιανού, του οποίου τον λόγο φαίνεται ότι είχε γράψει ένας νεαρός Χριστιανός κληρικός, μαθητής του Λιβανίου, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Βλέπουμε λοιπόν, ότι και συνεργασία με Χριστιανούς είχε ο Λιβάνιος, όταν κοινοί στόχοι το επέβαλλαν».

Παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, ζούσαν τα πράγματα μέσα στη φυσικότητά τους, και όχι στο τεχνητό κλίμα αντιπαλότητας, που δημιουργούν οι φανατικοί παγανιστές των ημερών μας.

Συνεχίζει ο κ. Χωρέμης: «Τα θρησκευτικά διατάγματα του Θεοδοσίου ανήκουν σε μια σειρά διαταγμάτων που αρχίζουν ήδη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και ολοκληρώνονται με τον Ιουστινιανό. Είναι διατάγματα που υποβοηθούν την, ούτως ή άλλως, εξελισσόμενη πορεία της Αυτοκρατορίας προς τον Χριστιανισμό. Άλλωστε κανέναν λαός δεν άλλαξε ποτέ την πίστη του, αν η πίστη αυτή δεν είχε ήδη ξεπέσει στην συνείδησή του και αν δεν ήταν έτοιμος ψυχικά να δεχθεί τη νέα θρησκεία. Στην πορεία αυτή προς τη νέα θρησκεία, υπάρχει αναμφισβήτητα κάποια πίεση εκ μέρους των Χριστιανών, αλλά όχι κρατικά κατευθυνόμενη βία.

Δεν μαρτυρούνται διωγμοί σαν αυτούς, που είχαν υποστεί οι ίδιοι οι Χριστιανοί μερικές δεκαετίες πριν, ούτε βίαιοι εκχριστιανισμοί, όπως έγιναν τον καιρό του Καρλομάγνου, της Ισπανικής reconquista κ.ά. Μαρτυρούνται ακρότητες, συχνά άγριες, αλλά πάντα περιορισμένες τοπικά και χρονικά. Το περίεργο δε είναι ότι έγιναν αγριότητες, το περίεργο είναι πως έγιναν μόνο τόσο λίγες μετά από τόσα μαρτύρια που είχα υποστεί οι Χριστιανοί.

Εκτός από τους θρησκευτικούς λόγους, που επέβαλαν την έκδοση των διαταγμάτων, υπήρχαν και σοβαρότατοι πολιτικοί λόγοι. Οι μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες πάσχουν έντονα από την απουσία συνεκτικού ιστού. Κατά καιρούς προσπάθησαν να αναπληρώσουν αυτήν την έλλειψη με διάφορους τρόπους, θεοποίηση του βασιλέως, πίστη στην βασιλεύουσα Δυναστεία κ.ά. Η Ρώμη βρήκε την λύση της θεοποίησης της ίδιας της πόλεως (θεά Ρώμη) και μετά την ίδρυση της αυτοκρατορίας, θεοποίηση του ιδίου του αυτοκράτορα. Συνεπώς ο υπήκοος της Αυτοκρατορίας μπορούσε να λατρεύει όποιους θεούς ήθελε υπό τον όρον ότι θα θυσίαζε και στην Ρώμη και στον Καίσαρα. Το σύστημα αυτό απέτυχε. Μέσα στο παρακμιακό θρησκευτικό κομφούζιο του τέλους του αρχαίου Ρωμαϊκού κόσμου η λατρεία της Ρώμης δεν έλεγε και πολλά πράγματα σε πληθυσμούς όπως οι Βρετανοί, οι Γαλάτες, οι Ίβηρες, οι Σύριοι, οι Έλληνες κ.ά., η δε λατρεία του Καίσαρος (με τις διάφορες Damnatio Memoriae) είχε εξευτελισθεί εντελώς. (Θαυμάσια εικόνα του θρησκευτικού αυτού κυκεώνα δίδει ο Δ. Ζακυθηνός στο: «Ιστορία του Βυζαντινού κράτους» Ι (395-1081), 10-11 Αθήνα 1953). Εν τω μεταξύ ο Χριστιανισμός διωκόμενος και βασανιζόμενος προχωρούσε, αγκάλιαζε όλους τους λαούς της Αυτοκρατορίας και τους έδινε μια κοινή πίστη και μια κοινή σωτηριολογική ελπίδα. Πρόσφερε έτσι, άθελά του ίσως (κατά θείαν οικονομίαν θα έλεγε ο πιστός), και στην αυτοκρατορία τον ισχυρό συνεκτικό ιστό, που τόσο χρειαζόταν για την επιβίωσή της.

Μια σειρά Αυτοκρατόρων, από τον Μεγ. Κωνσταντίνο ως τον Ιουστινιανό, κατάλαβαν την αναγκαιότητα αυτή. Η αλλαγή πέτυχε και χάρισε στην γερασμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μια χιλιετή δημιουργική παράταση ζωής.

Στα πλαίσια αυτής της διαδρομής πρέπει να κατανοήσουμε και τα θρησκευτικά διατάγματα του Θεοδοσίου».

Μετά από όλα αυτά, είναι πλέον φανερή η πραγματική κατάσταση της Χριστιανικής πλέον Ρώμης, και είναι ακόμα πιο φανερή η διαστρέβλωση που κάνουν στην ιστορία οι νεοπαγανιστές, προσπαθώντας αφ' ενός να διογκώσουν τα γεγονότα, για να φανούν «θύματα», και να κερδίσουν τη συμπάθεια του κόσμου. Όμως η ιστορία μιλάει καθαρά, μέσω των στοιχείων που υπάρχουν. Και η ίδια η ιστορία, αντί για θύματα, τους αναδεικνύει απατεώνες!
 
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Αναζητηση

Αναγνώστες