Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 35o.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΘΕΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Jacques Bompaire, καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris IV-Sorbonne: «Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων διασώθηκαν και έφτασαν ώς τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλοθηκαρίων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δε θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Χάρη σε αυτούς μάς έμειναν πολλά. Δεν ξεχνώ πως υπήρξαν κι άλλοι ενδιάμεσοι, κυρίως οι μωαμεθανοί λόγιοι που μετέφρασαν Αριστοτέλη, Γαληνό, ή Πτολεμαίο, κι έκαναν έτσι να φτάσουν ώς τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ' τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους Σύριους, τους Ιρανούς, όπως και για τους Αρμένιους και τους Γεωργιανούς λογίους. Αλλά ο ρόλος όλων αυτών δεν συγκρίνεται κατά κανένα τρόπο με το ρόλο των Ελλήνων του Βυζαντίου» (Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 27).

Όπως και να έχει, το πράγμα είναι φυσιολογικά αυτό: Οι Άραβες κατακτούν την Ανατολική Μεσόγειο στα μέσα του 7ου αι.. Ώς τότε, από τον 4ο αιώνα, κυριαρχούσαν οι Χριστιανοί Ρωμηοί. Οι Χριστιανοί προηγήθηκαν κατά τρεις ολόκληρους αιώνες των Αράβων˙ συνεπώς, ό,τι αντέγραψαν οι Άραβες, καθώς και όλα όσα οι Άραβες βρήκαν και ανέγνωσαν ήταν από αντίγραφα που οι Χριστιανοί είτε αντέγραψαν και συντήρησαν πιο πριν, είτε απλώς τα άφησαν να υπάρχουν. Αν π.χ. στο διάστημα μεταξύ τετάρτου και εβδόμου αιώνα οι Χριστιανοί καίγανε όλα τα βιβλία που υπήρχαν στην ανατολική Μεσόγειο, οι Άραβες δεν θα είχαν τίποτε να αντιγράψουν, διότι απλούστατα δεν θα έβρισκαν τίποτε στις χώρες που κατέκτησαν! Ό,τι αρχαίο κείμενο είχαν οι Άραβες, προέρχεται από Χριστιανό αντιγραφέα και συλλέκτη.

Αλλά και οι λίγες περιπτώσεις, όπου έχουμε μόνο αραβικά αντίγραφα των αρχαίων συγγραμμάτων, κι όχι ελληνικά ορθόδοξα, εξηγούνται εύκολα. Τα συγκεκριμένα χειρόγραφα, βρίσκονταν τον 7ο αιώνα μόνο στις περιοχές, τις οποίες κατέκτησαν οι Άραβες. Εφόσον δεν υπήρχαν αντίγραφα αυτών των αρχαίων έργων στην ελεύθερη περιοχή της Ρωμανίας, είναι φυσικό, ότι οι Άραβες ήταν οι μόνοι που τα κατείχαν: έτσι, τα μετέφρασαν στα αραβικά, αφού σταδιακά απαγόρευσαν την ελληνική και δεν εξελληνίστηκαν οι ίδιοι, οπότε σήμερα υπάρχει μόνο το αραβικό αντίγραφο. Έτυχε απλώς τα συγγράμματα αυτά να υπάρχουν την στιγμή της αραβικής κατάκτησης, μόνο σε περιοχές που κατέλαβαν οι Άραβες. Ή πάλι, μπορεί μεν κάποια συγγράμματα να ήταν στα χέρια τόσο των Αράβων όσο και των Ρωμηών, αλλά λόγω των καταστροφών της Ρωμανίας, να καταστράφηκαν τα ελληνικά συγράμματα και να διεσώθη μόνο η αραβική μετάφραση. Δεν οφείλεται, δηλαδή, η ύπαρξη αποκλειστικά αραβικών αντίγραφων ορισμένων αρχαίων έργων, σε ενδιαφέρον των Αράβων και αδιαφορία των Ρωμηών.

Ο P. Lemerle γράφει για την περίπτωση οι Βυζαντινοί να πήραν ελληνικά βιβλία από τους Άραβες (ναι, έχει ειπωθεί κι αυτό!): «με τις σημερινές γνώσεις μας, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε χωρίς δισταγμό την υπόθεση a priori ήδη ελάχιστα αληθοφανή, ότι η διατήρηση στο γειτονικό Ισλάμ κάποιας ελληνικής παράδοσης και ελληνικών χειρογράφων προκάλεσε στο Βυζάντιο ένα είδος αναγέννησης. (...) Η Βαγδάτη μπορεί να προμηθεύτηκε μερικά κείμενα από το Βυζάντιο, (...) δεν έχουμε όμως παραδείγματα χειρογράφων που πήγαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία από το χαλιφάτο. Με άλλα λόγια, αυτή την εποχή διαπιστώνεται μια φανερή επίδραση του αρχαίου ελληνισμού στον ισλαμισμό, αλλά δεν έχουμε κανένα σημάδι έμμεσης μετάδοσης του αρχαίου ελληνισμού στον μεσαιωνικό, βυζαντινό ελληνισμό με τη μεσολάβηση του Ισλαμ. (...) Είναι λοιπόν βέβαιο, και αυτό ακριβώς έχει σημασία για μας, ότι ο Φώτιος προμηθεύτηκε σε βυζαντινό έδαφος και διάβασε στην Κωνσταντινούπολη τα ελληνικά βιβλία που αναλύει στη Βιβλιοθήκη του. Μήπως επίσης στην Κωνσταντινούπολη ενημέρωσε, με τη βοήθεια κάποιου γραμματέα, και τη συλλογή του; Είναι πιθανό» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 29, 34, 45).

Όπως και να ‘χει, το να ισχυρίζονται οι παγανιστές εθνικιστές, ότι οι μη ελληνόφωνοι Άραβες διέσωσαν τα ελληνικά γραπτά καλύτερα από τους ελληνόφωνους είναι τόσο αφελές, όσο να πιστεύαμε ότι τα αγγλικά κείμενα διασώζονται και διατηρούνται καλύτερα από έναν τουρκόφωνο ή σλαβόφωνο λαό παρά από έναν αγγλόφωνο λαό.

«Χωρίς το Βυζάντιο, λέει ο Gelzer (Byz. Kulturgeschichte 17), οι Άραβες θα έμεναν σχεδόν βάρβαροι, όπως ήταν στην εποχή του Μωάμεθ. Βρήκαν όμως στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Εδεσσα τα ελληνικά βιβλία» (Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 103).

«Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασσικών, μάς έγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινών χειρογράφων» (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995., p. 77).

«Ενώ η αναγέννηση του ελληνισμού στο Βυζάντιο αγκαλιάζει, προοδευτικά και λίγο-πολύ γρήγορα, όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτων στους οποίους περιλαμβάνονται και η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία κτλ., το Ισλάμ ενδιαφέρθηκε μόνο για τις θετικές επιστήμες και για τη φιλοσοφία, και μάλιστα όχι για όλη τη φιλοσοφία, παρά μόνο για την αριστοτελική λογική και για μερικές πλευρές λίγο-πολύ παραμορφωμένες του νεοπλατωνισμού. Το Ισλάμ έμεινε έτσι έξω από τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο των Ελλήνων» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 35).

Συνεπώς, αστείες και αντιεπιστημονικές οι απόψεις του τύπου, «Οι Χριστιανοί εξαφάνισαν το 99% των αρχαίων βιβλίων» ή ότι, «οι Άραβες κι όχι οι Βυζαντινοί διέσωσαν κατά κύριο λόγο τα αρχαία ελληνικά κείμενα», αυτά υποστηρίζονται μόνο από αυτούς που είναι 99 φορές προκατειλλημένοι και μια φορά αντικειμενικοί.(;)
 

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 34o.

21a. "Οι Χριστιανοί αφάνισαν σχεδόν όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία. Το 99% αυτής κάηκε στις φλόγες των Χριστιανών. Ό,τι απέμεινε διεσώθη κυρίως μέσω των Αράβων".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Λένε πως έχουμε τόσα λίγα αρχαία έργα λόγω των καταστροφών που υπέστησαν από τους καλόγερους και τους Αυτοκράτορες. Ξεχνούν όμως πως

1) οι κύριοι αντιγραφείς αρχαίων έργων ήταν οι χριστιανοί καλόγεροι οι οποίοι δεν αντέγραφαν μόνο ό,τι αρχαίο είχε ομοιότητες με την χριστιανική διδασκαλία, αλλά και άλλα έργα, όπως των Κυνικών, του Ιουλιανού, της Σαπφούς, του Πινδάρου, του Ομήρου, του Κάτουλου, του Ιάμβλιχου, του Πλωτίνου, του Πορφύριου, την Θεογονία ή την Παλατινή ανθολογία με τα τόσα και τόσα ερωτικά ή ακόμη και ομοφυλοφιλικά επιγράμματα, ή τον Αριστοφάνη. Αν έκαναν λογοκρισία κατά των μη χριστιανικών έργων, τότε πώς έχουμε ακόμη διαθέσιμα τα συγγράμματα των παραπάνω προσώπων;

«Άφησαν να χαθεί ό,τι δεν τους εξυπηρετούσε (...). Εξαφάνισαν κάθε ίχνος βέβηλης γι’ αυτούς διδασκαλίας φιλοσόφων με απόψεις άκρως αντίθετες ή ασυμβίβαστες με τις δικές τους», γράφει ο Δαυλός (τ. 37). Αν οι Χριστιανοί έκαιγαν ό,τι ήταν αντίθετο ή ασυμβίβαστο με το Χριστιανισμό, τότε τα βιβλία π.χ. του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη που μιλούν για αιώνιο σύμπαν θα έπρεπε να τα είχαν κάψει και αυτά. Αλλά τα άφησαν.

«Από τα Χ έργα του δείνα τραγωδού έχουμε μόνο τα Υ», λένε οι Νεοπαγανιστές. «Άρα φταίνε οι Χριστιανοί». Δηλαδή οι Χριστιανοί έκαψαν Χ τραγωδίες του Αισχύλου, αλλά τις υπόλοιπες τις λυπήθηκαν και τις άφησαν! Αν αντιπαθούσαν τον Αισχύλο (ειδικά τον Αισχύλο, που είναι ευλαβέστατος προς τους «θεούς»), το λογικό είναι ότι θα έκαιγαν όλα τα έργα του. Άρα δεν φταίνε αυτοί που χάθηκαν τα υπόλοιπα.

Αλλά, όσον αφορά την συμβολή των καλόγερων στην διάσωση των αρχαίων συγγραμμάτων, οι αντιχριστιανοί παγανιστές είτε θα δεχτούν ότι οι καλόγεροι διέσωσαν τα αρχαία έργα είτε θα δεχτούν ότι υπήρχαν αντιγραφείς επί πληρωμή στη Χριστιανοσύνη, οι οποίοι αντέγραψαν τα έργα που διαθέτουμε σήμερα. Είτε η διάσωση αποδοθεί στους καλόγερους και τα μοναστήρια είτε αποδοθεί στους πλούσιους Χριστιανούς και Αυτοκράτορες, οι οποίοι πλήρωναν τους επαγγελματίες αντιγραφείς, οι παγανιστές είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν πως αυτά τα αρχαία έργα, που οι ίδιοι σήμερα διαβάζουν, διασώθηκαν χάρη σε Χριστιανούς.

2) το Βυζάντιο δέχθηκε πολλές εισβολές και υπέστη πολλές καταστροφές, μεταξύ άλλων και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 ή τις δύο αλώσεις της Θεσσαλονίκης, κατά τις οποίες χάθηκαν πολλά χειρόγραφα. Παραδείγματος χάρη ο Μέγας Φώτιος (9ος αι.) στην Μυριόβιβλο αναφέρει πλήθος έργων που υπήρχαν στην εποχή του, αλλά καταστράφηκαν κατά τις συμφορές που έπληξαν το Βυζάντιο, και σήμερα έχουμε μόνο τους τίτλους από αυτά. Ή πάλι, ο καθολικός καρδινάλιος Ισίδωρος τον Ιούλιο του 1453 ανέφερε στον Πάπα ότι στην Κωνσταντινούπολη ακριβώς πριν την Άλωση, υπήρχαν 120.000 τόμοι, οι οποίοι καταστράφηκαν (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 15,1). Φαντάζεται κανείς πόσοι τόμοι υπήρχαν την εποχή της ακμής του Βυζαντίου. Είναι συνεπώς για γέλια οι νεοπαγανιστικοί ισχυρισμοί πως κατά τον Μεσαίωνα δεν υπήρχαν πάνω από 600 τόμοι σε όλη την Ευρώπη. Ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν;

Ο Δαυλός (τ. 37) γράφει: «ο πολύς Φώτιος ... έγραφε ένα βιβλίο με το όνομα «Μυριόβιβλος». Σε’ αυτό κατέγραψε τα έργα 280 αρχαίων συγγραφέων (...) Τα πρωτότυπα έργα των συγγραφέων αυτών υπήρχαν ακόμη στην εποχή του. Σήμερα δεν υπάρχουν πια. Κατεστράφησαν, θα λέγαμε, από ανθρώπους που όφειλαν να ξέρουν την αξία τους και ίσως να τους είχε ανατεθεί και η διαφύλαξή τους», υπονοώντας τους καλόγηρους. Καθόλου δε σκέφτεται ο αρθογράφος του Δαυλού τις καταστροφές του 1204 και του 1453 της Κωνσταντινούπολης ή τις δύο αλώσεις της Θεσσαλονίκης από Άραβες και Νορμανδούς τον 10ο και 12ο αιώνα αντίστοιχα, ή άλλες παρόμοιες επιδρομές. Σαν να μην συνέβησαν ποτέ γι’ αυτόν, και συνεπώς την ευθύνη για την απώλεια κάποιων έργων την ρίχνει στους μοναχούς, χωρίς καμμιά δεύτερη σκέψη! Επιστημονική η έρευνά τους! Όπως λέει ο Λατίνος Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος στη διήγησή του, η Κωνσταντινούπολη είχε καεί τρεις φορές από τότε που έφτασαν εκεί οι Φράγκοι και «υπήρχαν περισσότερα καμμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας» (§247). Εξαιτίας της τρίτης στη σειρά πυρκαγιάς «η πόλη καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα». «Οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν μεγάλες και χωρίς αμφιβολία, οι ζημιές των βιβλιοθηκών σοβαρότατες. Για τον ιστορικό της λογοτεχνίας, η πρώτη αυτή άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί καταστροφή μεγαλύτερη απ’ ό,τι η γνωστότερη άλωση του 1453. Το 1204 τα σπάνια κείμενα που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο αφανίστηκαν, αφού δε συναντούμε πια το παραμικρό ίχνος τους από την εποχή που η έδρα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1261). Αν δεν είχαν συμβεί τα γεγονότα του 1204, τα κείμενα εκείνα είναι πολύ πιθανό να είχαν βρει το δρόμο τους προς τη Δύση» (L.D. Reynolds και N.G. Wilson, ''Αντιγραφείς και φιλόλογοι'', εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 92).

3) στο Βυζάντιο, ήδη από τον 4ο αιώνα επί Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β', στη σχολή που ίδρυσε αυτός, χρηματοδοτημένη και ελεγχόμενη από το κράτος, από τις 31 έδρες διδασκαλίας, 10 προωρίζονταν για την ελληνική φιλολογία, ισάριθμες για την λατινική, 5 για την ελληνική ρητορική και 3 για την λατινική. Επίσης ιδρύθηκε και μία έδρα φιλοσοφίας. Ο Βλ. Ρασσιάς (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 69) βρίσκει αστεία την άποψη ότι ελληνοποιείται η Αυτοκρατορία με την επικράτηση των ελληνικών εδρών επί των λατινικών. Φυσικά, μόνο αστείο δεν είναι, όταν χρησιμοποιούνται τα ελληνικά στην κρατική εκπαίδευση και στη διοίκηση. Για παράδειγμα, αν τα Σκόπια ή η Αλβανία νομοθετούσαν ότι στο εξής τα κρατικά πανεπιστήμια θα ήταν κατά το ήμισυ ελληνόφωνα και κατά το ήμιση σλαβόφωνα ή αλβανόφωνα, ότι θα διδάσκονταν η νεοελληνική φιλολογία περισσότερο από την σλαβική ή την αλβανική, και ότι οι νόμοι θα δημοσιεύονταν όχι μόνο στα σλαβικά ή τα αλβανικά αλλά και στα ελληνικά, τότε η άποψη ότι «η Αλβανία ή τα Σκόπια εξελληνίζονται» μόνο αστεία δε θα ήταν. Επίσης από την ίδια εποχή ο Ισίδωρος, χριστιανός μηχανικός συνέταξε την πρώτη συλλογή έργων του Αρχιμήδη, ενώ ο ίδιος ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Μηχανικών, στην οποία χρησιμοποιούσε ως εγχειρίδια τα έργα του Αρχιμήδη και τα Στοιχεία του Ευκλείδη (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, ''Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής'', εκδ. Αίθρα, σ. 40). Συνεπώς από την απαρχή ήδη οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν να συλλέξουν την φιλολογία των προηγούμενων αιώνων, και δεν ισχύει ότι ενδιαφέρον άρχισαν να δείχνουν αργότερα.

Αλλά, αξίζει να πάμε εξήντα χρόνια πίσω, επί της βασιλείας του «ανθέλληνα» Κωνστάντιου Β', στον οποίο ξεδιάντροπα οι παγανιστές φορτώνουν κατηγορίες για «γενοκτονία κατά των Ελλήνων». Με δυο λέξεις, δίχως το ζήλο του Κωνστάντιου Β', σήμερα δε θα είχε μείνει τίποτε από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Είκοσι χρόνια μόνο μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, το 357, «σε ένα μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής, οργανωμένο και επιχορηγούμενο από το κράτος (σημ.: από τον «Ανθέλληνα Κωνστάντιο»!), μια ομάδα καλλιγράφων μετέγραφε τα έργα των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών, όχι μόνο των πιο μεγάλων, αλλά όλων εκείνων που ήταν ακόμα δυνατό να βρεθούν χειρόγραφά τους. Γιατί είναι βέβαιο ότι έγινε ευρύτατη έρευνα για να συγκεντρωθούν τα παλαιά αυτά χειρόγραφα, για τα οποία ο Θεμίστιος λέει καθαρά ότι ήταν σχεδόν καταστραμμένα. Ήταν ακόμα, σχεδόν πάντοτε, ειλητάρια, τα περισσότερα από πάπυρο: τα μετέγραψαν, το καθένα ίσως σε πολλά αντίγραφα, σε κώδικες, συνήθως από περγαμηνή. Έτσι, στην πόλη που η παιδεία και ο πολιτισμός της θα ακτινοβολούσαν στον μεσαιωνικό κόσμο, σχηματίστηκε μια τεράστια συλλογή βιβλίων, όπου περισυλλέχτηκαν η λογοτεχνία και η σκέψη της αρχαίας Ελλάδας, ενώ πήγαιναν να εξαφανιστούν (σημ.: δηλαδή, ώς τότε οι παγανιστές δεν ενδιαφέρθηκαν να αντιγράψουν τα αρχαία έργα, κι αν δεν το έκανε αυτό ο «μισέλληνας» Κωνστάντιος, αυτά θα χάνονταν οριστικά!). (...) Η ελληνική κληρονομιά σώθηκε για πρώτη φορά, ας το επαναλάβουμε, στο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής που ιδρύθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα: εκεί οι καλλιγράφοι μετέγραψαν σε περγαμηνές κώδικες όλα τα αρχαία έργα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και να διαβάσουν με δυσκολία καθώς τις περισσότερες φορές ήταν γραμμένα πάνω σε παλαιά ειλητάρια από πάπυρο» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 57-59). Ο σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, τρομερός... μισέλληνας(!) Κωνστάντιος Β'’ εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου 357 νόμο (Θεοδ. Κώδ. XIV, 1,1), ο οποίος πρόσταζε: «(...) Στην διακεκριμένη τάξη των δεκουριών με κανένα τρόπο να μην καταλαμβάνει κάποιος θέση πρώτης τάξεως αν δεν είναι πιστοποιημένο ότι διαπρέπει στη χρήση και στην άσκηση των ελευθερίων σπουδών (σημ.: φιλοσοφία, γραμματική κ.λπ.) και ότι είναι καλλιεργημένος στα γράμματα. (...) Και για να μην αρνηθούμε στη λογοτεχνία – που είναι η επιφανέστερη από όλες τις αρετές – τις ανταμοιβές που της ταιριάζουν, η πρόνοια μας θα τιμήσει προάγοντας σε επιφανέστερον εκείνον που χάρη στις σπουδές και στη δεινότητα του λόγου του θα φανεί άξιος της πρώτης θέσεως». Αυτά διέταζε ο Κωνστάντιος Β'’, που «άρχισε διωγμούς κατά Ελλήνων».

4) Οι Νεοπαγανιστές δεν ξέρουν τι λένε και συνεχώς φάσκουν κι αντιφάσκουν, ώστε να πείσουν ότι από τη μια κάηκαν όλα τα βιβλία κι από την άλλη έχουμε τόσες χιλιάδες αρχαία έργα. Έτσι, διαβάζουμε «(...) επυρπολήθη, το 724, η Οικουμενική Σχολή όπου στεγαζόταν η μοναδική αξιόλογη βιβλιοθήκη της Νέας Ρώμης, στην οποία πρέπει να βρίσκονταν όλα τα έως τότε σωζόμενα Ελληνικά βιβλία» (Βλάση Ρασσιά, Υπερ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 167). Εκτός του ότι η νεώτερη ιστορική έρευνα απορρίπτει την ιστορία του εμπρησμού από τον εικονομάχο Λέοντα Γ' ως προσπάθεια σπίλωσής του από τους εικονόφιλους (πολύ σημαντικό αυτό: δείχνει ότι οι εμπρησμοί βιβλιοθηκών ήταν μεμπτή πράξη στα μάτια των Ορθοδόξων εικονολατρών, κι όχι... θεάρεστη πράξη, όπως αγωνιούν οι Νεοπαγανιστές να μας πείσουν, και γι’ αυτό το λόγο οι Ορθόδοξοι ιστοριογράφοι διέδωσαν τη φήμη), η έμφαση που επίτηδες δίνεται, «όλα τα έως τότε σωζόμενα βιβλία», είναι ψέμμα, αφού είναι πασίγνωστο ότι π.χ. ο Φώτιος, Πατριάρχης και... φυσικά κάτοικος Κωνσταντινούπολης, αναφέρει στη Μυριόβιβλο ένα ελάχιστο τμήμα των βιβλίων... τα οποία, αφού όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, βρίσκονταν όλα στην πυρποληθείσα... «Οικουμενική Σχολή» (Τέτοια σχολή δεν υπήρχε επί Λέοντος Γ'. Υπήρξε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον» επί Ιουστινιανού, και «Πανδιδακτήριον» επί Λέοντα Γ'.), είχαν καεί έναν αιώνα πριν. Θα έγινε «ανάσταση βιβλίων», αφού «όλα τα έως τότε σωζόμενα Ελληνικά βιβλία» βρίσκονταν στην καμμένη βιβλιοθήκη. Το γνωστό παραμύθι περί «τελευταίων βιβλίων», που συνοψίζει όλον τον παραλογισμό της Νεοειδωλολατρικής σκέψης, για ακόμη μια φορά επανεκδιδόμενο.

5) Η τυπογραφία ανακαλύφθηκε το 1454 και ως τότε η αντιγραφή έργων ήταν επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, με αποτέλεσμα να γίνεται κάποτε «επιλογή» των έργων προς αντιγραφή, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Και στην ελληνιστική εποχή υπήρχε ανάλογο πρόβλημα, και ήδη από τότε, έργα διάφορων π.χ. του Δημόκριτου, σπάνιζαν ακριβώς επειδή οι περισσότεροι αντιγραφείς επικεντρώνονταν στα σημαντικότερα συγγράματα, όχι κατ' ανάγκη λόγω λογοκρισίας, αλλά λόγω έλλειψης χρόνου για την αντιγραφή και διάδοση τόσων πολλών έργων. Το έργο του Ηράκλειτου είχε χαθεί πριν την ελληνιστική εποχή. Αλλά ακόμη και γραπτά Χριστιανών π.χ. του Προαιρέσιου (επί Ιουλιανού έζησε) έχουν χαθεί. Αναφέρει ο Παυσανίας: «το ποίημα αυτό του Ηγησίνου δεν το διάβασα, γιατί είχε εκλείψει προ της εποχής μου» (9, 29, 2). Κι αλλού, για το έργο του ορχομενίου ποιητή Χερσία (περ. 600 π.Χ.): «είχε ξεχαστεί επί των ημερών μου» (9, 38, 9).

6) Η βυζαντινή εποχή καλύπτει 11,5 αιώνες και δε μπορεί κανείς να γενικεύει με αφορμή κάποια περιστατικά των πρώτων 2 αιώνων, και να λέει ότι οι Βυζαντινοί κατέστρεψαν τα αρχαία συγγράματα. Αν οι Βυζαντινοί είχαν εξ αρχής σκοπό να καταστρέψουν τα αρχαία συγγράματα, ας είναι όλοι σίγουροι, μέσα στους 11,5 αιώνες σίγουρα θα το πετύχαιναν. Είχαν όλο τον καιρό!

7) Όπως υπάρχουν παντού ακραίοι και μετριοπαθείς, έτσι και στο Χριστιανισμό, μπορεί να υπήρχαν κάποιοι που δεν ήθελαν την ελληνική παιδεία, αλλά οι περισσότεροι ήταν μετριοπαθείς και την ήθελαν, και γι' αυτό επέζησαν τα αρχαιοελληνικά κείμενα. Δε μπορεί για τις πράξεις ενός μικρού τμήματος να κατηγορείται το σύνολο.

8) Πολλά αρχαία συγγράμματα αντιγράφονταν πάνω σε πάπυρο, ο οποίος είναι εξαιρετικά ευαίσθητο υλικό. Επιπλέον, όταν οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν την Αίγυπτο, την κύρια προμηθεύτρια σε πάπυρο χώρα, η έλλειψη παπύρου οδήγησε αναπόφευκτα σε μείωση της παραγωγής αντιγράφων... Αντί λοιπόν παπύρου χρησιμοποιήθηκαν επεξεργασμένα δέρματα ζώων, που ήταν ανθεκτικότερα από τον πάπυρο, αλλά πιο ακριβά και δύσκολα στην επεξεργασία. Έτσι λοιπόν, ενώ η παγανιστική Ρώμη είχε την ευχέρεια να διαθέτει φθηνά και πολλά μέσα αντιγραφής, αυτό έγινε δύσκολο μετά τον 6ο αιώνα.

9) Η μεγάλη έλλειψη (λόγω της κατάκτησης της Αιγύπτου και των διαρκών εισβολών σε κάθε τμήμα της Ρωμανίας) παπύρων οδήγησε πολλές φορές στο φαινόμενο των λεγόμενων παλίμψηστων παπύρων: με ειδικό τρόπο ξυνόταν η μελάνη του κειμένου σε έναν πάπυρο και γραφόταν κάτι άλλο. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, επειδή το ξύσιμο δεν ήταν τέλειο, μπορούν να διαβαστούν τα αρχικά κείμενα. Πάντως, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι καλόγεροι ούτε για την έλλειψη αντιγραφικών μέσων, ούτε πως εσκεμμένα έσβηναν αρχαία συγγράμματα. Πολλές φορές σβήνονταν και χριστιανικά συγγράμματα, π.χ. συγγράμματα του Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου σβήνονταν χάρην άλλων χριστιανών συγγραφέων (H. Hunger, ''Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου'', εκδ. Καρδαμίτσας, σ. 27). Αφού, λοιπόν, αυτό γινόταν και για χριστιανικά συγγράμματα, συνεπάγεται ότι οι Χριστιανοί δεν έσβηναν τα αρχαία κείμενα επειδή τα μισούσαν, αλλά επειδή δεν είχαν αρκετή γραφική ύλη. Εξάλλου, με τη νέα τεχνολογία μπορούμε να διαβάζουμε τους παλίμψηστους πάπυρους, οπότε ουδέν πρόβλημα.

10) Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι οι χριστιανοί αντιγραφείς αδιαφορούσαν για τα αρχαία αντίγραφα. Τα παλαιότερα σωζόμενα αντίγραφα αρχαίων συγγραμμάτων χρονολογούνται στον 9ο αιώνα. Πράγμα που αποδεικνύει ότι παρ' όλες τις καταστροφές, την έλλειψη χαρτικής ύλης, υπήρχε ενδιαφέρον για τη συντήρηση τους. Δηλαδή ένα αρχαίο αντίγραφο του 9ου αιώνα διατηρήθηκε από τους Ρωμηούς επί 6 αιώνες, ώς το 1453. Βιβλία διατηρημένα επί 600 χρόνια! Η περίοδος του 7ου και 8ου αι. ήταν γεμάτη εισβολές και η Ρωμανία είχε περιοριστεί εδαφικά πολύ. Αντίγραφα από εκείνη την εποχή, ακόμη και χριστιανικά, βρίσκουμε ελάχιστα. «Πρέπει να προφυλαχτούμε από δύο λάθη. Το πρώτο θα ήταν να κατηγορήσουμε για σκοταδισμό μια εποχή που ίσως φάνηκε να αδιαφορεί για το «διαφωτισμό» μόνο και μόνο γιατί είχε να επιλύσει πιο επείγοντα προβλήματα˙ και κατόρθωσε να τα επιλύσει. (...) Για την περίοδο που εξετάζουμε δεν έχουμε, θα λέγαμε, κανένα κοσμικό χειρόγραφο. Συγχρόνως όμως δεν έχουμε παρά έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό θρησκευτικών χειρογράφων. Το δεύτερο αμβλύνει το πρώτο και μας κάνει επιφυλακτικότερους απένατι στην προκατάληψη ότι τα έργα της κοσμικής φιλολογίας, ιδιαίτερα εκείνα της αρχαίας Ελλάδας, ήταν τα μόνα που έπαψαν να αντιγράφονται. Μπορεί πραγματικά να παραμελήθηκαν, αλλά πάντως η στατιστική των χειρογράφων δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο: γιατί είναι απίθανο την ίδια εποχή να μην αντέγραψαν καθόλου θρησκευτικά έργα, απίθανο επίσης να μην αντέγραψαν ούτε νομικά, ιατρικά ή επιστημονικά έργα – και ωστόσο ούτε από αυτά σώζονται περισσότερο» (P. Lemerle, ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 72, 74).

11) Όσον αφορά τα επιστημονικά βιβλία, όπως συγγράμματα ιστορίας ή γεωγραφίας, πολλά κείμενα χάθηκαν, γιατί ήταν πεπαλαιωμένα. Η αντιγραφή της Γεωγραφίας του Ερατοσθένη θεωρούνταν – δεδομένων και των πολιτικών, οικονομικών δυσχεριών, χάσιμο χρόνου, τη στιγμή που το αντίστοιχο έργο του Στράβωνα ήταν καλλίτερο. Πράγματι, το τελευταίο διασώζεται αυτούσιο. Παρομοίως, αρχαιότερα ρωμαίικα ιστορικά χρονικά δεν σώθηκαν διότι – εκτός των άλλων – δεν νοιάστηκαν να τα αντιγράψουν, επειδή θεωρούσαν πως οι χρονικά επόμενοι ιστοριογράφοι ήταν καλλίτεροι.

Αντίστοιχα, για έργα φιλοσόφων τρίτης ή τέταρτης διαλογής, δεν γινόταν να ενδιαφερθούν οι αντιγραφείς των Μέσων Χρόνων. Την στιγμή που συγγράμματα φιλοσόφων όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Πύρρωνας, είχαν χαθεί αιώνες πριν, λόγω αδιαφορίας των εθνικών αντιγραφέων (ή λόγω σκοπιμότητας των φιλοσοφοφάγων ειδωλολατρών ιεροφαντών και μάντεων αλλά και αντίζηλων φιλοσοφικών σχολών), τη στιγμή που τα βιβλία των λιγότερο διάσημων φιλόσοφων δεν είχαν καλύτερη μεταχείριση από τους εθνικούς, δε θα περίμενε κανείς από τους χριστιανούς αντιγραφείς τίποτα άλλο, παρά να επικεντρωθεί η αντιγραφή στους σημαντικότερους φιλοσόφους. Ό,τι γινόταν στην αρχαιότητα, το ίδιο έγινε και στην χριστιανική εποχή.

12) Ακόμη και για την κατά το Μεσαίωνα βάρβαρη κι αιρετική Δύση, εν πολλοίς δεν ισχύει η εικόνα που έχουμε όσον αφορά την συμπεριφορά προς τα προχριστιανικά βιβλία. Ελάχιστες φορές κάηκαν συγγράματα. Αυτά που καίγονταν ήταν συνήθως αραβικά και ιουδαϊκά βιβλία (Ταλμούδ) και όχι τα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Για παράδειγμα, ο Λουδοβίκος IX έκαψε ιουδαϊκά βιβλία, αφού πρώτα ο πάπας αναθεμάτισε το Ταλμούδ, επειδή αυτό περιέγραφε τον Ιησού ως κοινό εγκληματία. Ωστόσο τέτοιες πράξεις παρέμειναν η εξαίρεση (Henri-Jean Martin, ''The History and Power of Writing'', Univ. of Chicago: 1994., p. 173). Η Ιερά Εξέταση της Ισπανίας τον 16ο αιώνα έκαψε πλήθος ιουδαϊκών κι αραβικών βιβλίων (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 270), αλλά όχι αρχαία ελληνικά, αυτά διατηρήθηκαν, και άλλωστε οι αραβικές μεταφράσεις ελληνικών έργων είχαν μεταφερθεί στα λατινικά πολύ πιο πριν (τον 13ο –14ο αι.). Αξιοσημείωτο είναι ότι η γνωστή λίστα των απαγορευμένων βιβλίων της παπικής εκκλησίας, το περίφημο Index, που πρωτοεξεδόθη στις 24/3/1524, δεν απαγορεύει την ανάγνωση αρχαίων κειμένων, αλλά μόνο «αιρετικών», και μάλιστα λέει – το κείμενο του Index πως η ανάγνωση των Ελληνικών και Λατίνων συγγραφέων γίνεται ανεκτή εξαιτίας της κομψότητας και καθαρότητας της γλώσσας τους (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 269).

13) Στη Δύση, η γνώση των αρχαίων συγγραφέων χάθηκε λόγω των αλλεπάλληλων επιδρομών των βαρβάρων˙ των Βανδάλων στη ΒΔ Αφρική, όπου ίδρυσαν βασίλειο το 429,– (ο Ιουστινιανός απελευθέρωσε έναν αιώνα αργότερα την περιοχή), των Βίκινγκ στην Αγγλία (787) και την Γαλλία (840-911), των Ούγγρων στη Γαλλία (τέλη 9ου αι.), των Νορμανδών τον 9ο και 10ο αι. στην Β.Δ. Ευρώπη. Το 390 περίπου, οι Γαλάτες έκαψαν τα αρχεία των ρωμαϊκών νόμων. Το 867 για παράδειγμα, οι Δανοί επέδραμαν την βόρεια Αγγλία και η Υόρκη καταστράφηκε μαζί με τα βιβλία ενώ οι λόγιοι και οι ιερείς σφάχτηκαν ή έφυγαν. Κάθε παρόμοια επιδρομή βαρβάρων σε πρώην τμήματα της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επέφερε πολιτιστική οπισθοδρόμιση. Ως αποτέλεσμα των επιδρομών, οι πόλεις μίκραιναν σε μέγεθος, η οικονομία κατέρρευσε, και συνακόλουθα το εκπαιδευτικό σύστημα της Δυτικής Ευρώπης, που βασιζόταν στην ευμάρεια και την σταθερότητα, κατέρρευσε.

14) Αντίστοιχα για τη Ρωμανία, τις ελάχιστες φορές που κάηκαν συγγράμματα, αυτά ήταν συγγράμματα αιρετικών. Μερικά συγγράμματα του Αρείου και τα συγγράμματα των εικονομάχων. Ωστόσο, η κυριότερη αιτία της εξαφάνισης των έργων του Αρείου ή των εικονομάχων ήταν ότι κανείς δεν τα αντέγραφε (υπήρχαν επαγγελματίες, επί πληρωμή αντιγραφείς) κι έτσι αυτά χάνονταν με την φθορά που προκαλούσε ο χρόνος. Κάνοντας μια σύγκριση βλέπουμε, πως ενώ τα παγανιστικά αντιχριστιανικά έργα του Ιουλιανού διασώθηκαν, ακόμη και επιστολές του υπάρχουν σήμερα, χάθηκαν τα αιρετικά βιβλία μόνο. Οι Βυζαντινοί, δηλαδή, είχαν επίγνωση της διάκρισης μεταξύ παγανιστικών και αιρετικών ή μαγικών συγγραμάτων. Τα πρώτα τα διέσωζαν, τα δεύτερα τα άφηναν να χαθούν. Εξάλλου, ενώ υπάρχουν αυτοκρατορικά έδικτα που απαγορεύουν τις θυσίες, δεν υπάρχει κάποιο έδικτο που να προστάζει την καταστροφή της αρχαίας λογοτεχνίας. Ούτε και το κάψιμο ορισμένων αρειανικών συγγραμμάτων αποτελεί κάποια «ορθόδοξη ιερά εξέταση»: είναι απλώς στο πνεύμα της εποχής, με το κάψιμο Γραφών από τον Διοκλητιανό, τις εξορίες των Ορθοδόξων από αρειανούς αυτοκράτορες και την χαρά του Ιουλιανού που τα συγγράμματα του Επίκουρου τα κατέστρεψαν οι θεοί.

15) Δεν υπήρχε πάντα, εξαιρουμένων των διασημότερων αρχαίων συγγραφέων, η συναίσθηση ότι κάθε τι είναι οπωσδήποτε πολύτιμο. Και στην εποχή μας, πολλές τηλεοπτικές σειρές, κυρίως των πρώτων χρόνων της ελληνικής τηλεόρασης χάθηκαν, διότι απλούστατα κανείς δε σκέφτηκε να τις βιντεοσκοπήσει˙ κανείς δε σκέφτηκε πως ο,τιδήποτε αντιγραφόταν και σωζόταν, ακόμη κι αν στις μέρες του ήταν μικρής αξίας, ήταν καλό για τον πολιτισμό. Πολλά ρεμπέτικα και σμυρνέικα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα με τη μέθοδο του κεριού, και οι αρχικές ηχογραφήσεις αφέθηκαν να καταστραφούν, απλώς διότι δεν σκέφτηκε κανείς ότι μετά από 80 ή 100 χρόνια θα ήταν πολύτιμες. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν εσκεμμένη η απώλεια. Το ίδιο συνέβη με αρχαία συγγράμματα τρίτης ή τέταρτης διαλογής.

16) Αναρωτάται κανείς πώς γίνεται οι Βυζαντινοί να κατεδίωκαν την ελληνική παιδεία, και ταυτόχρονα στα σχολικά μαθήματά τους (φιλολογικά μαθήματα του Γυμνασίου-Λυκείου) να περιλαμβάνονταν η μελέτη αρχαίων τραγωδιών (π.χ. Πέρσες, Προμηθέας Δεσμώτης και Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, Αίας, Ηλέκτρα και Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, Εκάβη, Ορέστης και Φοίνισσες του Ευριπίδη) καθώς επίσης και κωμωδίες του Αριστοφάνη (Πλούτος, Νεφέλες, Βάτραχοι), αποσπάσματα από τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Θεόκριτο, διάλογοι του Λουκιανού, λόγοι του Δημοσθένη και του Ισοκράτη, ορισμένοι διάλογοι του Πλάτωνα, κείμενα του Ξενοφώντα και άλλων (Θ. Μαρκόπουλου, ''Στο σχολείο με χαρτί και καλαμάρι'', εκδ. Καλειδοσκόπιο, σ. 25-26); «Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι η εκπαίδευση ενός νεαρού Έλληνα του 5ου αιώνα διέφερε ριζικά από την εκπαίδευση ενός νέου του 2ου αιώνα» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 50). Το νεοπαγανιστικό επιχείρημα, ότι τάχα οι Βυζαντινοί φταίνε για τα τόσα λίγα τραγικών ποιητών που έχουμε σήμερα δεν εξηγεί πώς γίνεται οι Βυζαντινοί να κατέστρεφαν τις τραγωδίες αφού τις δίδασκαν στα σχολεία τους; Πώς γίνεται ο Όμηρος να αποκαλείται «ο Ποιητής»;

17) «Στην πραγματικότητα, ένας από τους κυριότερους λόγους που προκάλεσαν την απώλεια κλασικών κειμένων ήταν χωρίς αμφιβολία ότι περισσότεροι Χριστιανοί δεν έδειχναν ενδιαφέρον να τα διαβάσουν, και έτσι τα κείμενα αυτά δεν πολλαπλασιάζονταν με νέα αντίγραφα αρκετά για να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους σε μια εποχή πολέμων και καταστροφών» (L. D. Reynolds και N. G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 66). Ούτε όμως τα γραπτά μικρότερων φιλοσόφων είχαν διαφορετική μεταχείριση από τους πολυθεϊστές ούτε είναι λογικό να δεχτούμε ότι ο Πλάτων αντέγραφε ή προέτρεπε να αντιγράφουν τον Δημόκριτο ή ότι ο Ιουλιανός προέτρεπε να αντιγράφουν τον Επίκουρο. Μόνο όσοι φιλόσοφοι είχαν οπαδούς, δηλαδή μόνο οι γνωστότεροι από τις μεγάλες σχολές, είχαν την βεβαιότητα ότι τα έργα τους θα αντιγράφονται. Έστω, όμως: το συμπέρασμα είναι ότι, κανείς δεν μπορεί να κατηγορεί τους Χριστιανούς, ότι έκαψαν τα αρχαία βιβλία. Άλλο πράγμα η αδιαφορία – για την οποία έχουμε σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλουμε κι άλλο η απόπειρα καταστροφής. Όποιος συγχέει το πρώτο με το δεύτερο, δεν ξέρει τι λέει.

Υπάρχει μια άλλη εξήγηση που δίνεται για τον αντιγραφικό ζήλο των Χριστιανών: επειδή ήθελαν να προσελκύσουν τους μορφωμένους ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί ήταν αναγκασμένοι να έρθουν σε επαφή με την προχριστιανική λογοτεχνία, ώστε να μπορούν να συζητούν σε φιλοσοφικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικούς όρους, με τους μορφωμένους εθνικούς. Γι’ αυτό έπρεπε να μελετούν και άρα να αντιγράφουν την προχριστιανική ελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία. Η εξήγηση αυτή προσπαθεί να αποδείξει ότι «οι Χριστιανοί δεν αντέγραφαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα από δικό τους ενδιαφέρον γι’ αυτά, αλλά για λόγους προσηλυτισμού». Προκύπτει όμως το εξής ερώτημα: Έστω ότι έγινε έτσι, σύμφωνα με την εξήγηση αυτή. Γιατί τότε, όταν είχαν εκχριστιανιστεί πλέον όλοι οι μορφωμένοι ειδωλολάτρες, λ.χ. τον 9ο, τον 10ο, τον 11ο, τον 12ο, τον 13ο, τον 14ο αι., όταν όλοι οι μορφωμένοι ήταν Χριστιανοί, οι Χριστιανοί συνέχιζαν να αντιγράφουν τα αρχαία ελληνικά κείμενα; Θα ήταν γελοίο να ισχυριστεί κανείς «από συνήθεια». Συνεπώς δεν ήταν μόνο λόγω της προσέλκυσης μη Χριστιανών, αλλά και λόγω της έμφυτης αγάπης των Ορθόδοξων Ρωμηών για τα έργα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων τους, που τα αρχαία συγγράμματα αντιγράφονταν από τους Χριστιανούς.

18) «Δεν υπάρχει καμία βάσιμη μαρτυρία ότι γινόταν λογοκρισία. Η περίφημη δήλωση του ουμανιστή Πέτρου Αλκυονίου (Petrus Alcyonius, 1468-1527), ότι οι εκκλησιαστικές αρχές προκάλεσαν την πυρπόληση των κειμένων των ειδωλολατρικών ποιητών, δεν επιβεβαιώνεται από καμιά πηγή. Τα έργα των πολυάριθμων συγγραφέων που αναφέρει μιλώντας για το θέμα αυτό είχαν πιθανότατα χαθεί από άλλες αιτίες ήδη στα τέλη των Σκοτεινών Αιώνων. (...) Από την άλλη, δεν έχει ώς τώρα επισημανθεί ούτε μία περίπτωση η Εκκλησία να έχει πάρει παρόμοια μέτρα εναντίον κάποιου κλασσικού κειμένου» (L. D. Reynolds και N.G. Wilson, ''Αντιγραφείς και φιλόλογοι'', εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 68, 69). Πολλοί κατηγόρησαν το Χριστιανισμό, ότι αφάνισε τα προχριστιανικά βιβλία, «δίχως να λάβουν υπόψη τους ότι οι χριστιανοί δεν ήταν οι μόνοι ούτε καν οι πραγματικοί υπεύθυνοι γι’ αυτή την καταστροφή και ότι πολλοί από αυτούς διατηρούσαν την αγάπη για την ειδωλολατρική παιδεία που τους είχε διαποτίσει στα σχολικά τους χρόνια» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 46).

19) Τέλος να σημειώσουμε ότι, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας των έργων ''Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο'' και ''Τα αίτια του πελοποννησιακού πολέμου'', «Στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ο αναλφαβητισμός ήταν, τις περισσότερες εποχές και στις περισσότερες περιοχές, τόσο διαδεδομένος όσο σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου σήμερα. Νομίζω ότι δεν θα υπερέβαλλα αν έλεγα ότι μόνο μια μικρή μειονότητα του πληθυσμού θα είχε διαβάσει κάποιο από τα έργα που τώρα πια αποτελούν την βασική ύλη της διδασκαλία των κλασικών σπουδών στην Αγγλία» (De Ste. Croix G. E. M., ''Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη'', ΜΙΕΤ, σ. 369), και, αν αυτό αληθεύει, θα πρέπει να σταματήσουν οι κατηγορίες περί «αμάθειας» που δήθεν την προκάλεσε ο Χριστιανισμός.

Οι νεοπαγανιστές και οι αρχαιολάτρες (εθνικιστές και διεθνιστές) ισχυρίζονται πως οι Χριστιανοί αδιαφόρησαν και παραμέλησαν για την αντιγραφή και διάδοση των κλασσικών κειμένων. Αφού σύμφωνα με αυτούς «οι Χριστιανοί απέρριπταν με μίσος την ελληνική φιλοσοφία», τότε γιατί έπραξαν όλα τα παρακάτω;

-Στον 3ο αι. υπήρχε μια χριστιανική βιβλιοθήκη στην Καισάρεια, που βασίστηκε στις βιβλιοθήκες του Ωριγένη και του Πάμφυλου, οι οποίες περιείχαν πολλά ειδωλολατρικά φιλοσοφικά και κλασσικά κείμενα, και που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τον Ευσέβιο (Harry Y. Gamble, ''Books and Readers in the Early Church'', Yale: 1995, p. 155).

-Μεταξύ 212 και 250, ο πάπας Αλέξανδρος ίδρυσε μια παρόμοια βιβλιοθήκη στην Ιερουσαλήμ, η οποία περιείχε και κλασσικά έργα (π.χ. την Οδύσσεια) (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p.15).

-Ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας είχε αναφέρει 248 διαφορετικούς συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους ήταν κλασσικοί (Michael H. Harris, ''History of Libraries in the Western World'', Scarecrow:1995., p. 61).

-Μεταξύ 320 και 325, ο Παχώμιος ίδρυσε το πρώτο κοινοβιακό μοναστήρι στην άνω Αίγυπτο. Το μοναστήρι αυτό ήταν γνωστό για τη χρηση και αντιγραφή κλασσικών συγγραμμάτων. Μερικά από τα αρχαιολογικά υπολείμματα αυτών των μοναστηριών έχουν αποκαλύψει έργα όπως τις ''Προτάσεις'' του Σέξτου και την ''Πολιτεία'' του Πλάτωνα.

-Στα 361, ο Γρηγόριος, επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, δολοφονήθηκε από τον όχλο. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός πήρε την βιβλιοθήκη του, η οποία ήταν γεμάτη με κλασσικά κείμενα. Ο επίσκοπος κατείχε και χρησιμοποιούσε πολλά παγανιστικά έργα (Michael H. Harris, ''History of Libraries in the Western World'', Scarecrow:1995. p. 61, Harry Y. Gamble, ''Books and Readers in the Early Church'', Yale: 1995, p. 175˙ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 341).

-Μεταξύ 461-468, ο Ιλάριος της Ρώμης έχτισε μια βιβλιοθήκη στη Ρώμη, με εργα Ελλήνων και λατίνων. Το ίδιο το κτήριο αποτελείτο από δύο μέρη, ένα για τα ελληνικά και ένα για τα λατινικά βιβλία, ακριβώς όπως οι κλασσικές παγανιστικές βιβλιοθήκες (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p. 164).

-Ο Ιωάννης ο Στοβαίος, τον 5ο αιώνα συνέγραψε σύγγραμμα που περιελάμβανε ηθικά και γνωμικά συμπεράσματα ακόμη και για την πολιτική επιστήμη, τα οποία σταχυολόγησε από 500 περίπου αρχαίους συγγραφείς και ποιητές.

-Αρχές του 6ου αιώνα, ο Βοήθιος (†524) έγραψε τα σχόλια στους ελληνικούς και λατινικούς φιλοσόφους, μετέφρασε δύο από τις πραγματείες του Αριστοτέλη στη λογική στα λατινικά, και ήταν ο εδρεύων μελετητής στο βασίλειο των Οστρογότθων (F. B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980, p. 181-188).

-Το πρώτο Βενεδικτινό μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Βενέδικτο (549) στο Monte Casino στην Β. Ιταλία. Εκεί πολλά σημαντικά γραπτά λατίνων, όπως του Τάκιτου, του Σενέκα και του Varro αντεγράφησαν και διασώθηκαν (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995, p. 97).

-Το 533 επιτροπή νομομαθών διορισμένη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Ιουστινιανό, αφού διάβασε και αποδελτίωσε περί τα 2000 βιβλία κλασσικών νομικών (που συμποσούνται σε 3 εκατομμύρια στίχους), ολοκλήρωσε τη σύνταξη του Πανδέκτη (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 326). Δυο χιλιάδες βιβλία ειδωλολατρών νομικών. Δεν θα έ‘πρεπε, σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες να κάψουν τα νομικά βιβλία των ειδωλολατρών και να δημιουργήσουν έναν ολοκαίνουργιο κώδικα;

-Το 537, ο Κασσιόδωρος ίδρυσε ένα μοναστικό τάγμα, από τους μοναχούς του οποίου απαιτούσε να μελετούν τους θύραθεν (ειδωλολάτρες) συγγραφείς και να αντιγράφουν τα έργα τους. Ο ίδιος είχε μεταφέρει συγγράμματα από την Αφρική (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 122).

-Το 664 ο Έλληνας, Θεόδωρος της Ταρσού πήγε στην Αγγλία ιδρύοντας την αρχιεπισκοπή του Cantebury φέρνοντας μαζί του πολλά ελληνικά βιβλία. Αφού τα είχαν κάψει, σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές; Πού τα βρήκε ο Θεόδωρος;

-O Bede (απεβίωσε το 735), είδε μοναστήρια στην Αγγλία, τα οποία δίδασκαν Ελληνικά από ελληνικά βιβλία (F.B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980., p. 194). Μα, για να υπάρχουν ελληνικά βιβλία, εκείνη την εποχή στην Αγγλία, φαντάζεται κανείς πόσα ελληνικά βιβλία υπήρχαν στην Ελλάδα.

-Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (9ος αι.), από τους κύριους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, υπήρξε ο πρώτος που οργάνωσε τη βιβλιοθήκη της μονής Στουδίου (Κωνσταντινούπολη), συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό χειρογράφων χριστιανών και εθνικών συγγραφέων, των οποίων την ανάγνωση διευκόλυνε έτσι με τη διάδοση των χειρογράφων.

-Ο Μέγας Φώτιος (820-891) συντάσσει τη Μυριόβιβλο, μια συλλογή του, όπου παραθέτει 280 από τα κατά τη γνώμη του καλλίτερα συγγράμματά από εθνικούς συγγραφείς (πράγμα που σημαίνει πως υπήρχαν τον 9ο αι. πάρα πολλά άλλα συγγράμματα εθνικών, λιγότερο σημαντικά, αφού η Μυριόβιβλος περιελάμβανε μόνο τα καλλίτερα). Στην «Βιβλιοθήκη» του έκρινε χρήσιμο να διασώσει μια ουσιαστική περίληψη των «Πυρρωνείων λόγων» του Αινεσιδήμου, περίληψη που αποτελεί την μοναδική πηγή για το έργο αυτού του φιλοσόφου (να η απόδειξη πως τα έργα αυτά υπήρχαν ακόμη στην εποχή του Φώτιου, και δεν «κάηκαν από τους Βυζαντινούς» όπως λένε οι νεοπαγανιστές, αλλά καταστράφηκαν αργότερα, το 1204 και το 1453, αλλά και από τους «θεούς» των ειδωλολατρών, όπως χαρούμενα γράφει ο Ιουλιανός. Οι Χριστιανοί διέσωζαν τα έργα του Σκεπτικού (!) Πύρρωνα, οι ειδωλολάτρες τα έκαιγαν). Ο Φώτιος βρίσκει τους λόγους του Αινεσιδήμου χρήσιμους, με ορισμένες βέβαια επιφυλάξεις, για όσους επιδίδονται σε διαλεκτικές σπουδές (Β. Ν. Τατάκη, ''Η Βυζαντινή Φιλοσοφία'', εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 133). «Στον Μέγα Φώτιο οφείλουμε ό,τι γνώση έχουμε σήμερα για τους Κτησία, Κόνωνα, Μέμνονα και των χαμένων βιβλίων του Διόδωρου. Τα απανθίσματα του Φώτιου από κάθε έργο ποικίλουν σε εύρος, από μερικές σειρές ώς και 75 σελίδες» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Η', σ. 240).

-«Η συμβολή του Λέοντα του Μαθηματικού στη διάσωση της χειρόγραφης παράδοσης των έργων του Ευκλείδη τεκμηριώνεται αδιαμφισβήτητα από το αρχαιότερο χειρόγραφο των ''Στοιχείων'' του Ευκλείδη που σώζεται σήμερα. Πρόκειται για το χειρόγραφο που έγινε το Σεπτέμβριο του έτους 888 στο αντιγραφικό εργαστήριο του λογίου επισκόπου Καισαρείας Αρέθα (που ήταν μαθητής του Λέοντα στη σχολή της Μαγναύρας). Το χειρόγραφο αυτό περιλαμβάνει (στο φύλλο 120) ένα σχόλιο του Λέοντα στο έκτο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη που αναφέρεται στην πρόσθεση και την αφαίρεση των κλασμάτων. Το σχόλιο αυτό αποτελεί (όπως διαπιστώνει ο Ρώσος ιστορικός της μαθηματικής επιστήμης Jushkevich) ένα σημαντικό βήμα προόδου στην εξέλιξη του αλγεβρικού τομέα των μαθηματικών, καθιστώντας την περίπλοκη διδασκαλία των Αλεξανδρινών μαθηματικών του 3ου μ.Χ. αιώνα (ιδιαίτερα του Διόφαντου) πιο εύληπτη. Όπως τεκμηριώνουν οι πηγές, η συμβολή στην εξέλιξη της άλγεβρας και οι καρποί της μελέτης του Λέοντα του Μαθηματικού θα γίνουν κτήμα, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, των Αράβων μαθηματικών στο χαλιφάτο της Βαγδάτης και θα αποτελέσουν τις απαρχές της σύγχρονης μαθηματικής επιστήμης κατά τα τέλη του 16ου, αρχές του 17ου αιώνα» (Φαίδων Μαλιγκούδη, καθ. Ιστορίας ΑΠΘ, Ε-Ιστορικά, τ. 122). Ο Λέοντας φρόντισε και για την συλλογή και έκδοση έργων του Αρχιμήδη, του Απολλώνιου του Περγαίου, του Διόφαντου και του Πτολεμαίου.

- «Ο αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας (γεννήθηκε στα 850-860), εκτος από την έκδοση των περισσότερων πλατωνικών διαλόγων, εμπλουτισμένων με σχόλια και εισαγωγές για την πλατωνική φιλοσοφία, εξέδωσε επίσης τις ''Κατηγορίες'' και μερικά άλλα έργα του Αριστοτέλη. Επί πλέον, αντέγραψε μεταξύ των άλλων, έργα του Ευκλείδη, του Λουκιανού, του Δίωνος Χρυσοστόμου, του Αιλίου Αριστείδη, του Παυσανία, το ''Εις Εαυτόν'' του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, το ''Λεξικόν'' του Πολυδεύκη και τον ''Βίον Απολλωνίου'' του Φιλοστράτου» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 241). «Ο Αρέθας είναι οπωσδήποτε άξιος της ευγνωμοσύνης μας. (...) Στον Αρέθα οφείλουμε το ότι μπορούμε ακόμη να διαβάζουμε» (Paul Lemerle, Le premier humanisme byzantine, Paris 1971, σ. 231 και 238) Ο επίσκοπος Αρέθας σε επιστολή του λέει «Ἐγὼ πολλάκις ἐθαύμαζον τὸν Ὅμηρον ἐπερχόμενος, καὶ κατ’ ἐμαυτὸν τὴν διάνοιαν ἔστρεφον... Ἐραστὴς γὰρ τέως διάπυρος Ἀριστοτέλους ὢν καὶ τῶν ἐκείνου λόγων θερμός τις ἀκριβαστής,..».

- Ο Ιρλανδός Εριγένης Ιωάννης ο Σκώτος (απεβίωσε το 877), μετέφρασε έργα που στάλθηκαν από τους Ρωμηούς Αυτοκράτορες στους Φράγκους βασιλείς (F. B. Artz, ''The Mind of the Middle Ages'', Univ. of Chicago: 1980., p. 196-197). Οι Ρωμηοί Αυτοκράτορες επίσης έστειλαν στον Καρλομάγνο αντίγραφα βιβλίων για να εμπλουτίσει την βιβλιοθήκη του στο Άαχεν.

-τον 10ο αι. ο Ρωμηός Βυζαντινός λόγιος Κωνσταντίνος ο Κεφαλάς συνέταξε 17 αιώνων επιγραμματική ελληνική ποίηση, τρεις χιλιάδες εφτακόσια (3.700) ποιήματα, γύρω στους είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) στίχους από τον 7ο π.Χ. ώς τον 10ο μ.Χ. αι. (την εποχή του), επιτύμβια, ερωτικά, αναθεματικά, σατυρικά, βακχικά, επιδεικτικά, σκωπτικά, εγκωμιαστικά, χριστιανικά (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 239). Η Ανθολογία αυτή, που εμπλουτίστηκε από τον Ρωμηό βυζαντινό λόγιο Πλανούδη τον 13ο αι., είναι σήμερα γνωστή ως Παλατινή Ανθολογία. (Πού βρήκε όλα αυτά τα ποιήματα ο Κων/νος Κεφαλάς αν είχαν κάψει οι Χριστιανοί τα αρχαιοελληνικά συγγράμματα όπως ισχυρίζονται οι παγανιστές;)

-Τον 10ο αιώνα γράφεται και το εγκυκλοπαιδικό λεξικό της Σούδας ή Σουΐδας, που περιλαμβάνει πλούσιο υλικό ιστορικών γνώσεων, κυρίως για Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, καθώς και αποσπάσματα από τα έργα πολλών Ελλήνων συγγραφέων˙ το λεξικό αυτό ακόμα και σήμερα έχει μεγάλη αξία καθώς αναφέρεται και έχει πηγές από χαμένα σήμερα έργα της αρχαιότητας, τα οποία σώζονταν κατά την βυζαντινή εποχή (10ος αι.).

-«Με το έργο Τετράβιβλος ή Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων ο Ρωμηός λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης (14ος αι.) διέσωσε την αρχαία παράδοση των φυσικομαθηματικών επιστημών και συνετέλεσε στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις θετικές επιστήμες. Είναι δημοσιευμένο από τον P. Tannery, ''Quatrivium de Georges Pachymere, Citta del Vaticano'', 1940» (Στέλιου Λαμπάκη, ερευνητή Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ε-Ιστορικά, τ. 187).

Από τα τέλη του 4ου αι. έχουμε μαρτυρία του Θεοδοσιανού Κώδικα (διορισμός 7 αντιγραφέων στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη) για την ύπαρξη αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, η οποία ήταν ένα βιβλιογραφικό εργαστήριο. Ακόμα και πριν την Άλωση (μαρτυρία του 1437) η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε» (Herbert Hunger, ''Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου'', εκδ. Καρδαμίτσας, σ. 176).

Όπως βλέπουμε, τουλάχιστον από τον 2ο αι. και μετά οι Χριστιανοί αδιάλλειπτα ανά τους αιώνες συγκέντρωναν, αντέγραφαν, και διέδιδαν κλασσικά κείμενα, αντίθετα από αυτά που ισχυρίζονται νεοπαγανιστές και «αρχαιολάτρες» βάσει μεμονωμένων γεγονότων. 

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 33o.

20. "Οι Χριστιανοί έκαψαν τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, στερώντας έτσι την ανθρωπότητα από την πολύτιμη Ελληνική γνώση που είχε συσσωρευθεί εκεί επί αιώνες".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: το μέγα παραμύθι που δεν είναι άλλο από την δήθεν καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από τους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια της καταστροφής του Σεράπειου, είναι μια απάτη.

1) Καταρχήν υπήρχαν περισσότερες της μιας βιβλιοθήκες στην Αλεξάνδρεια. Οι κυριώτερες ήταν η λεγόμενη «Βασιλική Βιβλιοθήκη» καθώς και το λεγόμενο «Μουσείο» (400 χιλιάδες τόμοι) που ήταν στην περιοχή του Βρουχείου. Στις βιβλιοθήκες αυτές υπήρχαν συγγράματα από όλους τους λαούς και θρησκείες, όχι μόνον αρχαιοελληνικά. Υπήρχαν περσικά, αιγυπτιακά, εβραϊκά (γιατί, λοιπόν, να κάψουν οι Χριστιανοί βιβλιοθήκες που περιείχαν την Π.Δ.;) ακόμα και βουδιστικά. Η βιβλιοθήκη του Σεράπειου είχε γύρω στους 42 χλδ τόμους.

2) Η Βασιλική Βιβλιοθήκη καταστράφηκε επί Ιούλιου Καίσαρα το 48 π.Χ. κατά τις επιχειρήσεις του στην Αλεξάνδρεια.

3) Ο ίδιος ο Καίσαρας, στην ιστορία του, τηρεί σιγή ιχθύος για τις επιπτώσεις και τις διαστάσεις της πυρπόλησης πάνω στην ίδια την Αλεξάνδρεια, και αυτή η στάση του δεν απηχεί το συνηθισμένο συγγραφικό του ύφος, αφού γενικά οι περιγραφές του είναι πλήρεις, διαυγείς και επεκτείνονται στα δρώμενα σε ολόκληρο τον περίγυρο.

4) Ο υπαρχηγός του Καίσαρα, ο οποίος έγραψε το χρονικό ''Αλεξανδρινός Πόλεμος'' (Bellum Alexandrinum), αναφέρεται στην πυρπόληση με ύφος περισσότερο απολογητικό, αφού αναφέρει ότι τα κτήρια της πόλης «σχεδόν καθόλου δεν κινδύνευσαν να καταστραφούν από τη φωτιά, επειδή ήταν λιθόκτιστα και, μάλιστα, οι στέγες τους όχι μόνο δεν υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς, αλλά ήταν κι αυτές λιθόκτιστες.» (Κεφάλαιο. 1). Ωστόσο, ο ίδιος ο υπαρχηγός, λίγο παρακάτω, ξεκάθαρα αναφέρει ότι τα δημόσια κτίρια είχαν ξύλινες στέγες, όταν γράφει ότι οι κάτοικοι της πόλης, στην προσπάθειά τους να ναυπηγήσουν νέο στόλο, χρειάστηκαν ξύλα για να φτιάξουν κουπιά και αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν τις στέγες των στοών, των γυμναστηρίων και άλλων δημοσίων κτηρίων για να χρησιμοποιήσουν τις δοκούς που υποστήριζαν. (Κεφάλαιο.3)

5) Η ύπαρξη ξύλου στις στέγες επιβεβαιώνεται και από τη φράση του Ρωμαίου συγκλητικού Λουκανού (εκτελέστηκε το 65 μ.Χ.), ο οποίος είχε συνθέσει το επικό ποίημα Εμφύλιος Πόλεμος (Pharsalia, X, στίχοι 440 κ.ε. και 486-505):«Εκτός από τα πλοία, η φωτιά εξαπλώθηκε και σε’ άλλες περιοχές της πόλης και τις κατέκαψε κι αυτές... Τα παραθαλάσσια κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες˙ ο άνεμος ευνόησε τις δυνάμεις της καταστροφής˙ οι φλόγες... έτρεχαν επάνω στις στέγες με ταχύτητα μετεωρίτη». Αφού οι φλόγες έτρεχαν πάνω στις στέγες με ταχύτητα μετεωρίτη, είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον για τις στέγες των δημοσίων κτηρίων είχε χρησιμοποιηθεί ξύλο, όπως λένε ο Λουκανός κι ο υπαρχηγός του Καίσαρα.

6) Ο στωικός φιλόσοφος Σενέκας, που επίσης εκτελέστηκε το 65 μ.Χ., προσδιορίζει σε 400.000 τον αριθμό των τόμων που καταστράφηκαν στην Αλεξάνδρεια κατά τις επιχειρήσεις του Καίσαρα. (De Animi Tranquillitate, IX.5)

7) Ο Πλούταρχος γράφει (Καίσαρ, 49): «Ο Καίσαρας διέταξε να πυρποληθούν τα νεώρια, αλλά η φωτιά, που εξαπλώθηκε πολύ περισσότερο, κατέκαψε τις Μεγάλες Βιβλιοθήκες.»

8) Ο Αύλος Γέλλιος, συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αι. αναφέρει ότι περισσότερα από 700.000 βιβλία κατακάηκαν κατά τη λεηλασία της πόλης. (Αττικές Νύκτες, 7, 17.3)

9) Ο ιστορικός Δίων ο Κάσσιος (αρχές 3ου μ.Χ. αι.) εξιστορώντας τα γεγονότα του Αλεξανδρινού Πολέμου, γράφει (Δίωνα Κάσσιου, Ιστορία, 42.38): «Μεγάλο μέρος της πόλης έγινε παρανάλωμα του πυρός και, εκτός των άλλων, αποτεφρώθηκαν οι αποθήκαι όπου φυλάσσονταν τα βιβλία, για τα οποία λέγεται ότι ήταν αμέτρητα και ανεκτίμητα».

10) Η άποψη πως η λέξη «αποθήκαι» αναφέρεται σε τόπο φύλαξης εμπορευμάτων και σιτηρών και, συνεπώς, δέν έχει σχέση με τη Βασιλική Βιβλιοθήκη είναι λανθασμένη, διότι δύο αιώνες νωρίτερα, ο Αλεξανδρινός ιατρός Γαληνός χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς τη λέξη, «αποθήκαι» για να αναφερθεί στους «χώρους αποθήκευσης βιβλίων της Βασιλικής Βιβλιοθήκης» (Comm. in. Hipp. Epidem., 3, 17 a 606-7). Το κείμενο του Γαληνού διευκρινίζει σαφώς ότι «αποθήκαι» χαρακτηρίζονταν οι χώροι αποθήκευσης βιβλίων που ανήκαν στις Βιβλιοθήκες.

11) Ο παγανιστής ιστοριογράφος Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφει (XXII, 16,13) για τον «δια πυρός αφανισμό μιας ανεκτίμητης βιβλιοθήκης 700.000 τόμων, όταν ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Αλεξανδρινού Πολέμου, που έλαβε χώρα επί δικτατορίας Ιουλίου Καίσαρος»

12) Ο γεωγράφος Στράβων, που έζησε στην Αλεξάνδρεια τέσσερα έτη (24-20 π.Χ.) και ήταν από τους πρώτους που την επισκέφθηκαν μετά τον πόλεμο, κάνει την καλύτερη λεπτομερή περιγραφή της αρχαίας πόλης που διαθέτουμε σήμερα: μιλάει για το λιμάνι, τους ναούς, το θέατρο, το Μουσείο, αλλά για τη Βιβλιοθήκη δεν λέει τίποτα, δεν αναφέρει καν το όνομά της. Γιατί; Προφανώς, διότι αυτή είχε καεί και ο Στράβων δεν ανέφερε τίποτα γι' αυτήν και τον αφανισμό της το 48 π.Χ.

13) Το 215 μ.Χ. ο παγανιστής αυτοκράτορας Καρακάλλας περιέκοψε το ποσό της επιχορήγησης του Μουσείου, κατήργησε το κονδύλιο που διετίθετο για τη στέγαση και τη σίτιση των μελών του και διέταξε την απέλαση όλων των αλλοδαπών μελών του (Ηρωδιανός, 4, 8, 9 και Δίων Κάσσιος, 77, 22-23).

14) Το 265 μ.Χ., ο παγανιστής αυτοκράτορας Γαλληινός εκστράτευσε εναντίον του έπαρχου της Αιγύπτου, ο οποίος είχε αυτοανακηρυχτεί αυτοκράτορας (Ευσέβιου, Εκκλ. Ιστ., 7, 21-32).

15) Το 272 μ.Χ., ο παγανιστής αυτοκράτορας Αυρηλιανός επιτέθηκε ακόμη μια φορά στην Αλεξάνδρεια˙ στον τομέα του Βρουχείου, όπου βρισκόταν το Μουσείο, η αντίσταση κατά των Ρωμαίων ήταν τόσο ισχυρή, ώστε προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές, εξ αιτίας των οποίων πολλά μέλη του Μουσείου εγκατέλειψαν τη χώρα. (Scriptores Historiae Augustae, Αυρηλιανός, 32˙ και Firmus 3˙ και Αμμιανός Μαρκελλίνος, XXII, 16,15)

16) Μεταξύ του 297 και 298 μ.Χ. ο παγανιστής αυτοκράτορας Διοκλητιανός κατέφθασε στην πόλη και διέταξε το σφαγιασμό πολλών μελών της πνευματικής κοινότητας. Πολλά βιβλία, κυρίως όσα είχαν σχέση με αλχημεία, συγκεντρώθηκαν σε κεντρικά σημεία της πόλης και κάηκαν. (Ιωάννη Μαλάλα, Χρονογραφία 308-9˙ Σουίδας, λήμμα Διοκλητιανός˙ Ιωάννης Αντιοχείας, Excert. Valesian, σ. 834 (Migne, Patrologia Graeca, τ. 77 = Muller, Frag. Hist. Graec., IV, 601)

17) Κατά τον 4ο μ.Χ. αι., μεγάλο μέρος του Βρουχείου είχε ήδη καταστραφεί. Όπως λέει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (XX, 16,15) «η πόλη απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του Βρουχείου».

18) Η αρχαιότερη περιγραφή της καταστροφής του Σαράπειου είναι από έναν Χριστιανό λόγιο, τον Σωφρόνιο, τιτλοφορούμενη ''Επί της κατάληψης του Σεράπειου'' (Ιερώνυμου, Viris illustribus, 134), αλλά έχει χαθεί. Μετά είναι του Ρουφίνου Τυράννιου, ενός λατίνου Χριστιανού που έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Έφτασε εκεί το 372 μ.Χ. Δεν είναι σίγουρο αν ήταν παρών στην καταστροφή του Σεράπειου, αλλά ήταν σίγουρα στην πόλη εκείνο τον καιρό. Αργότερα μετέφρασε στα λατινικά την ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' του Ευσέβιου, προσθέτοντας σε αυτήν δύο δικά του βιβλία, το 10ο και το 11ο. Στο 11ο περιγράφει τα γεγονότα της κατάληψης του Σεράπειου λεπτομερώς (11, 2, 22). Φαίνεται να λυπάται για την καταστροφή του Σαράπειου, αλλά θεωρεί σαφώς τους παγανιστές υπεύθυνους που υποδαύλισαν τον χριστιανικό όχλο. Ο Σωκράτης Σχολαστικός, τον 5ο αιώνα, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες το γεγονός, αναγνωρίζει ότι η καταστροφή διετάχθη από τον Αυτοκράτορα, ότι το κτήριο κατεστράφη και αργότερα μετετράπη σε εκκλησία (5, 16). Οι περιγραφές του Σωζομενού (7, 15) και του Θεοδώρητου (5, 22) αναφέρουν την καταστροφή του κτηρίου και ο Θεοδώρητος γράφει ότι το ξύλινα αγάλματα του Σεράπη κάηκαν.

Πέραν αυτών, υπάρχουν και οι περιγραφές από παγανιστές, όπως ο Ευνάπιος της Αντιόχειας, ο οποίος περιέγραψε το γεγονός στον ''Βίοι Φιλοσόφων'', ο Αντώνιος, ο οποίος, προτού πεθάνει το 390 μ.Χ., είχε προφητεύσει, έτσι λέει ο Ευνάπιος, ότι όλοι οι εθνικοί ναοί της Αλεξάνδρειας θα καταστρέφονταν. Η διήγηση του Ευνάπιου είναι γεμάτη ειρωνία και σαρκασμό για τον πατριάρχη Θεόφιλο και τους οπαδούς του, καθώς περιγράφει την κατάληψη του ναού ως μάχη χωρίς αντίπαλο.

Το παράξενο με όλες τις περιγραφές είναι ότι κανένας συγγραφέας δεν κάνει την παραμικρή αναφορά για βιβλιοθήκη ή για βιβλία. Ακόμη κι ο Ευνάπιος, που ήταν λόγιος, με τα αιχμηρά αντιχριστιανικά του αισθήματα, παραμένει σιωπηλός σ'’ αυτό το ζήτημα. Αν είχε αντιληφθεί κάποια μεγάλη απώλεια βιβλίων εξ αιτίας της καταστροφής του Σεράπειου, είναι πιθανόν ότι δε θα σιωπούσε, αλλά θα το ανέφερε, για να κατηγορήσει τους Χριστιανούς. Εννοείται ότι δεν υπάρχει η περίπτωση ο Ευνάπιος να έγραψε για κάψιμο βιβλίων, αλλά οι μεταγενέστεροι Χριστιανοί αντιγραφείς να παρέλειψαν το σημείο αυτό από ντροπή. Οι άνθρωποι εκείνων των εποχών δεν ντρέπονταν για τέτοια γεγονότα. Άλλωστε οι Χριστιανοί ιστοριογράφοι συνεχώς αναφέρουν χριστιανικές βιαιότητες (και συχνά τις μεγαλοποιούν, πιστεύοντας πως έτσι δοξάζουν τους ήρωες των ιστοριών τους). Δεν θα δίσταζαν να αναφέρουν μία ακόμα.

Τον 6ο αιώνα έχουμε την μαρτυρία του παγανιστή Αμμωνίου, ο οποίος όχι μόνο αναφέρει την «μεγάλη βιβλιοθήκη» της Αλεξάνδρειας, αλλά ότι επί των ημερών του υπήρχαν 40 αντίγραφα των Αναλυτικών του Αριστοτέλη και 2 αντίγραφα των Κατηγοριών του.

19) Ο Βίκτωρ Nourisson επιμελητής της Δημαρχιακής βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας σε διάλεξή του στις 3 Μαρτίου του 1893 είπε ότι «μετά την άλωση του Σεραπείου από τον Θεόφιλο, η βιβλιοθήκη λεηλατήθηκε μεθοδικά και τα βιβλία στάλθηκαν στην Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη , όπου ο Θεοδόσιος ο Β' καταγινόταν να καταρτίσει μεγάλη συλλογή βιβλίων» (bull. Ste Khed Geogr. VII serie Νο 10 p. 562).

20) Αυτό φαίνεται να συμφωνεί με την περιγραφή του Ευνάπιου, ο οποίος γράφει ότι ο Θεόφιλος και οι οπαδοί του «κατέστρεψαν ολοσχερώς το ναό και μάχονταν μεταξύ τους για τα λάφυρα που αποκόμισαν από τη λεηλασία της περιουσίας του» (Μουσταφά Ελ Αμπαντί, ''Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας'', εκδ. Σμίλη, σ. 184). Εφόσον ο ναός ήταν πέτρινος, θα ήταν δύσκολο ταυτόχρονα να καίγεται και οι οπαδοί του Θεόφιλου να τον λεηλατούν. Επομένως, αν συνέβησαν και τα δύο πράγματα, πρώτα τον λεηλάτησαν και ύστερα τον έκαψαν. Άλλωστε, ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς μέχρι τα θεμέλια, πράγμα που δεν γίνεται με εμπρησμό αλλά με γκρέμισμα. Οι Χριστιανοί λοιπόν, είτε κατέστρεψαν δια φωτιάς είτε δια γκρεμίσματος το Σεράπειο, πριν τον καταστρέψουν, λεηλάτησαν τους θησαυρούς του. Ο Ευνάπιος γράφει επί λέξει: «Μόνο το πάτωμα του ναού δεν πήραν». Άλλωστε, ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς μέχρι τα θεμέλια, πράγμα που δεν γίνεται με εμπρησμό αλλά με γκρέμισμα. Ο Ευνάπιος όμως ξεκαθαρίζει τα πράγματα και γράφει επί λέξει (Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών, 472): «κατεδάφισαν (κατελυμήναντο) το ναό του Σεράπειου», και δεν αναφέρει πουθενά εμπρησμό του ναού. Άρα δεν υπήρξε πυρκαγιά στο Σεράπειο, η οποία να κάψει τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Άρα τα βιβλία δεν κάηκαν (αφού δεν υπήρξε πυρκαγιά), αλλά συλήθηκαν. Οι Χριστιανοί λοιπόν, είτε κατέστρεψαν δια φωτιάς (πράγμα απίθανο) είτε δια κατεδάφισης (το πιθανότερο) το Σεράπειο, πριν τον καταστρέψουν, λεηλάτησαν τους θησαυρούς του. Δηλαδή πήραν τα βιβλία που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες του, ενώ αντίθετα, τα ξύλινα αγάλματα κάηκαν και τα πέτρινα αγάλματα συνετρίβησαν.

21) Το ερώτημα που τίθεται εν τέλει είναι: ακόμη κι αν όντως έκαψαν τη βιβλιοθήκη του Σεράπειου, είχαν σκοπό οι Χριστιανοί που κατέλαβαν και κατεδάφισαν το Σεράπειο να κάψουν τα βιβλία; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράγματι είχαν;

22) Πριν την ολοκληρωτική καταστροφή του Σεράπειου το κτίριο είχε δηωθεί για πρώτη φορά από τον Αρτέμιο, έπαρχο Αιγύπτου, με προτροπή του Αρειανού επισκόπου Αλεξάνδρειας Γεώργιου, περί το 360 μ.Χ. (Σωκράτη, Εκκλ. Ιστ., 3, 3). Μετά το φόνο του Γεώργιου από τους εθνικούς επί βασιλείας Ιουλιανού, ο Ιουλιανός γράφει στον Εκδίκιο, νέο έπαρχο της Αιγύπτου και ζητά να μεταφερθεί η μεγάλη ιδιωτική βιβλιοθήκη του Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη. Δεν αποκλείεται κατά την πρώτη δήωση του Σεράπειου, εφόσον αυτή έγινε με προτροπή του Γεώργιου, ο αρειανός επίσκοπος να πήρε τα βιβλία που υπήρχαν στο ναό για την ιδιωτική του βιβλιοθήκη. Ο Ιουλιανός ήξερε ότι ο Γεώργιος είχε ιδιωτική βιβλιοθήκη, καθότι γνωρίζονταν από παλιά μεταξύ τους και στην νεότητά του είχε διαβάσει τα βιβλία της βιβλιοθήκης αυτής. Δεν αποκλείεται δηλαδή ο Ιουλιανός να αναφέρεται απλώς στην βιβλιοθήκη που μελέτησε νέος, χωρίς να πρόσθεσε σε αυτήν τίποτε ο Γεώργιος. Ωστόσο, ο Ιουλιανός γράφει 6 μήνες αργότερα σε κάποιον Πορφύριο πως η συλλογή του Γεώργιου ήταν «πολύ μεγάλη και πλήρης και περιείχε φιλοσόφους κάθε σχολής και πολλούς ιστορικούς». Δηλαδή τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Γεώργιου ήταν περισσότερα από αυτά που ο Ιουλιανός περίμενε ή που θυμόταν πως είχε. Πράγμα που ενισχύει την πιθανότητα να πήρε από το Σεράπειο τα βιβλία ο Γεώργιος.

23) Ακόμη και η μαρτυρία του Χριστιανού ιστορικού Ορόσιου (''Historiae adversus paganus'' 6, 15, 32), ο οποίος επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια το 415 μ.Χ. δε συνιστά απόδειξη ότι η βιβλιοθήκη του Σεράπειου καταστράφηκε ή κάηκε. Να τι λέει ο Ορόσιος: «στις μέρες μας, μπορούμε βέβαια να δούμε ναούς που διέθεταν κάποτε βιβλιοθήκες, αλλά όχι και τις ίδιες τις βιβλιοθήκες, αφού αυτές τις έχουν εκκενώσει κάποιοι από εμάς. Και επ αυτού δεν χωρεί αμφιβολία». Πρόκειται για μία ακόμη χαρακτηριστική διαστρέβλωση κειμένων των χριστιανών ιστορικών του 4ου-5ου αι. Ο Ορόσιος δεν λέει ότι «κάποιοι από τους Χριστιανούς» έκαψαν ή κατέστρεψαν τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σεράπειου. Αντίθετα, λέει ότι οι Χριστιανοί «εκκένωσαν τις βιβλιοθήκες». Εκκενώνω σημαίνει αδειάζω. Αδειάζω δεν σημαίνει καίγω. Μπορεί να σημαίνει απλώς ότι οι Χριστιανοί πήραν τα βιβλία που υπήρχαν στο Σεράπειο και τα οικειοποιήθηκαν. Αυτό ταιριάζει πολύ περισσότερο με τη μαρτυρία του παγανιστή Ευνάπιου, ότι οι Χριστιανοί λεηλάτησαν το Σεράπειο.

Σε υποψίες πρέπει να μας βάλει το γεγονός ότι ενώ ο Ορόσιος, το 417, γράφει ότι είδε ναούς με βιβλιοθήκες δίχως βιβλία, δηλαδή μη γκρεμισμένους ναούς, ο Ευνάπιος, που πέθανε το 414, γράφει ότι το Σεράπειο κατεδαφίστηκε. Δηλαδή ο ένας μιλά για μη γκρεμισμένο ναό, ενώ ο άλλος για γκρεμισμένο, κι αυτό, αφού δε γίνεται να καταστράφηκε και να μην καταστράφηκε το Σαράπειο, μας κάνει να αναρωτιώμαστε αν και οι δυο ιστοριογράφοι αναφέρονται στο Σεράπειο και στη βιβλιοθήκη που υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί ή αν αναφέρονται σε διαφορετικούς ναούς.

Όπως και να ‘χει, η εκκένωση των βιβλίων δεν σημαίνει κάψιμο τους˙ κι εφόσον κανένας ιστορικός, Χριστιανός ή εθνικός, δεν αναφέρει ούτε υπονοεί κάψιμο βιβλιοθήκης, εφόσον ταυτόχρονα τόσοι πολλοί ανέφεραν στις ιστορίες τους την καταστροφή του ναού του Σεράπειου δίχως να κάνουν λόγο για εμπρησμό, είναι άξιο απορίας, για ποιο λόγο θα έπρεπε η μαρτυρία του Ορόσιου να συνιστά μία (και μοναδική) απόδειξη περί εμπρησμού των βιβλίων.

24) Επίσης, υπάρχει και η εκδοχή της καταστροφής της βιβλιοθήκης από τους Άραβες όπως αναφέρει ο άραβας ιατρός Αμπντέλ Λατίφ που επισκέφτηκε την Αίγυπτο τον 12ο αιώνα.

Συμπέρασμα:

Ακόμη κι αν οι Χριστιανοί έκαψαν, εσκεμμένα ή όχι, την βιβλιοθήκη του Σεράπειου, όγκου 42.000 τόμων, οι εθνικοί έκαψαν ή κατέστρεψαν, άλλοτε εσκεμμένα κι άλλοτε άθελα, τη Βασιλική Βιβλιοθήκη και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου, καίγοντας 700.000+400.000, δηλ. συνολικώς 1.100.000 τόμους βιβλίων, αν οι αριθμοί που δίνουν οι εθνικοί ιστοριογράφοι είναι αληθείς. Πρόκειται δηλαδή για 26πλάσιο ποσό αφανισμένων βιβλίων εν σχέσει προς τα βιβλία που υποτίθεται πως αφάνισαν οι Χριστιανοί. Κανείς ιστορικός, παγανιστής ή Χριστιανός, δεν αναφέρει ότι για την απώλεια 1.100.000 τόμων του Μουσείου και της Βασιλικής Βιβλιοθήκης ευθύνονται οι Χριστιανοί, πράγμα απολύτως σωστό, αφού οι καταστροφές αυτές συνέβησαν αιώνες προτού επικρατήσουν οι Χριστιανοί. Σύμφωνα με τους... ορθολογιστές αρχαιολάτρες, βέβαια, οι 42.000 αφανισμένοι τόμοι αποτελούν την «τρομερότερη καταστροφή της αρχαιότητας», ενώ οι εικοσαπλάσιοι αφανισμένοι από τους εθνικούς τόμοι ήταν «τυχαία γεγονότα, λυπηρά μεν, αλλά δίχως σημαντική επίπτωση στον πολιτισμό και το πνεύμα»! Ιδού το αρχαιολατρικό χάλι.

Εν πάσει περιπτώσει, οι Νεοπαγανιστές και οι Αρχαιολάτρες σκόπιμα (ή από άγνοια) ταυτίζουν την «θυγατρική» βιβλιοθηκη του Σεράπειου με τις μεγάλες βιβλιοθήκες του Μουσείου και της Βασιλικής, ώστε να επιρρίπτουν στο Χριστιανισμό την καταστροφή της «Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας».

Αλλά γιατί, τέλος πάντων, έχουν οι περισσότεροι τόση σιγουριά επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι «η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κάηκε από τον πατριάρχη Θεόφιλο»; Η ιστορία αυτή πρωτοειπώθηκε από τον Γκίμπον τον 18ο αιώνα και έκτοτε επαναλαμβάνεται είτε από τους αφελείς είτε από τους αντιχριστιανούς, δίχως την παραμικρή διάθεση να εξετάσουν περισσότερο το ζήτημα αυτό. Αλλά στο κάτω κάτω, ο Γίββων δεν είπε ότι τα βιβλία καταστράφηκαν. Είπε «the valuable library of Alexandria was pillaged or destroyed» (The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., vol II, p. 119). Άλλο λεηλασία και άλλο καταστροφή. Λάθος είναι και η λεηλασία, αλλά τουλάχιστον είναι ψευδές ότι χάθηκε η γνώση εξαιτίας της καταστροφής του Σεράπειου. 
 

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 32o.

19. "Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός-Γιουτπράνδα(;) έκλεισε την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών το 529, ρίχνοντας στο σκοτάδι την ανθρωπότητα, και οδηγώντας την στην αμάθεια του Μεσαίωνα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρχήν, να αναφέρουμε κάτι σχετικό με την δήθεν σλαβική ονομασία και καταγωγή του Ιουστινιανού, την οποία συνεχώς, με μεγάλη χαρά διαφημίζουν και διαδίδουν οι Νεοπαγανιστές «ερευνητές»:

Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος ονομαζόταν ο Ιουστινιανός προτού λάβει το όνομα «Ιουστινιανός», κι όχι «Γιουτπράνδα». Το δήθεν όνομα του Ιουστινιανού «Γιουτπράνδα» και η εξ αυτού φερόμενη σλαβική καταγωγή στηριζόταν σε βίο του Ιουστινιανού γραφέντα από κάποιον Θεόφιλο που δήθεν υπήρξε διδάσκαλος του αυτοκράτορα. Αλλά ο Άγγλος Bryce στο ''The life of Justinian by Theophilus'' στο ''English Historical Review'' του 1887, σελ. 657, απέδειξε ότι ο βίος αυτός είναι κατασκεύασμα Δαλματού ιερέα του 17ου αιώνα, του Ιωάννη Μάρναβιτς. Τα ίδια λένε και ο Bury στο ''A history of the later Roman empire'', Λονδίνο 1889 τ. Α’ σελ. 334, καθώς και ο Diehl στο ''Justinien'', Παρίσι 1901.

Οι Ν/Π, επειδή ο Παπαρηγόπουλος – που έγραψε την ιστορία του προτού οι παραπάνω ξένοι ιστορικοί ανακαλύψουν την απάτη, τον αναφέρει ως Σλάβο Γιουτπράνδα, συνεχώς φέρνουν τον Παπαρηγόπουλο ως «απόδειξη». Προφανώς το πιο σύγχρονο βιβλίο ιστορίας που διάβασαν οι Νεοπαγανιστές (Ν/Π) «ερευνητές» είναι η ιστορία του Παπαρηγόπουλου. Έτσι, ο κ. Ρασσιάς αποκαλεί «Γιουτπράδα» τον Ιουστινιανό (Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, τ. 3, σ. 83), αν και στο (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 127) σχολιάζοντας την επιστημονική απόδειξη της πλαστότητας του βίου, αναρωτιέται θριαμβευτικά (!) επί λέξει «λες και έχει μεγάλη σημασία» [=«αν αποδείχτηκε η πλαστότητα»]. «Λες και έχει σημασία», ωστόσο παρακάτω συνεχίζει να αποκαλεί «Γιουτπράδα» τον Ιουστιανιανό. Από την πλευρά μας, βέβαια, θεωρούμε πάρα πολύ φυσιολογικό οι Νεοπαγανιστές να είναι... και υπερήφανοι για την διαστρέβλωση της αλήθειας (θα τους θυμίσουμε ότι ήταν οι ξένοι (Άγγλοι και Γάλλοι), κι όχι Νεοέλληνες – οι οποίοι ίσως να κατηγορούνταν για εθνικιστική ιδιοτέλεια, ιστορικοί που κατέδειξαν την πλαστότητα του βίου του Θεόφιλου). Πρώτα ο κ. Ρασσιάς προσπαθεί με κυριολεκτικά άσχετες ασυναρτησίες (του τύπου «εναγωνίως την παρουσιάζουν σαν τάχα πλαστή (...) εκείνοι που εθελότυφλα καταπίνουν (...) τα μυθεύματα που στηρίζουν την όλη Θρησκεία τους», λες και θα δεχόταν κανείς σοβαρός άνθρωπος ότι έχει σχέση ή είναι του ίδιου βαθμού πολυπλοκότητας το ένα θέμα με το άλλο, ή λες και η αξιοπιστία των επιστημονικών πορισμάτων άλλων «ερευνητών» για την αυθεντικότητα των Ευαγγελίων έχει σχέση με την αξιοπιστία των πορισμάτων των.. διόλου αγωνιούντων (!) συγκεκριμένων επιστημόνων οι οποίοι απέδειξαν την πλαστότητα για τον βίο του «Θεόφιλου», και συνεπώς ό,τι πιστεύει κανείς για το ένα, απείρου πολυπλοκότητας, ζήτημα (των Ευαγγελίων), να τον υποχρεώνει να πιστεύει το ένα ή το άλλο πράγμα για το πολύ απλούστερο θέμα που εξετάζουμε), που μόνο εύπιστοι θα αποδέχονταν (σκόπιμα ο κ. Ρασσιάς αναφέρεται συγκεχυμένα σε «εκείνους [που αγωνιούν να αποδείξουν πλαστό το βίο]», μη τολμώντας να πει ότι φυσικά την πλαστότητα δεν την αποδείξαμε... εμείς, τώρα – ούτε βέβαια εγείραμε εμείς πρώτοι το θέμα–, αλλά οι επιστήμονες, πριν 2 αιώνες, κι αυτό το κάνει, ώστε να παραπληροφορήσει τους αναγνώστες του, για να πειστούν ότι τάχα «απλώς κάποιοι φανατικοί Χριστιανοί»(!) αμφισβητούν την αυθεντικότητα του βίου. Αλλά ατύχησε ο κύριος Ρασσιάς, χρησιμοποιώντας τα κόλπα αυτά), να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της επιστημονικής απόδειξης της πλαστότητας του βίου (και την επιστημοσύνη των ιστορικών που την απέδειξαν), έπειτα υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία αν είναι πλαστός (και ψεύδεται, φυσικά, διότι διαφορετικά ουδέποτε θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει η καταγωγή του Ιουστινιανού, αλλά αναφέρει την δήθεν σλαβική καταγωγή του, ώστε να τον παρουσιάσει ως ξένο· ολοφάνερος εθνικισμός, παρόμοιος με την περίπτωση του εβραϊκής καταγωγής αγίου Επιφανείου), και τέλος, εντελώς σαν να μην συμβαίνει τίποτε, σαν να μην έχει αποδειχτεί ότι σφάλλει, συνεχίζει απτόητος να αποκαλεί τον Ιουστιανιανό «Γιουτπράδα». Αυτό λέγεται «νεοπαγανιστική μέθοδος αντίκρουσης της αλήθειας». Επι της ουσίας τώρα:

Για το λεγόμενο κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών υπό του Ιουστινιανού, μύρια ψέμματα έχουν λεχθεί υπό των Νεοπαγανιστών. Ο Ιουστινιανός δεν απαγόρευσε την διδασκαλία της νομικής και της φιλοσοφίας στην Αθήνα, όπως αναφέρει ο Μαλάλας (Χρονογραφία, λόγος ιη’', 187, P.G. τ. 97, σ. 661), διότι ο ίδιος ιστορικός αντιφάσκει, λέγοντας πως αργότερα, το 530, ο αυτοκράτορας έστειλε τον νομικό του κώδικα σε Αθήνα και Βηρυτό (Χρονογραφία, ιη'’, 183, P.G. τ. 97 σ. 657) αναφέροντας αμέσως πριν «ότι έπεμψε τον κώδικά του σε όλες τις πόλεις». Στην Βηρυτό και την Αθήνα, λοιπόν, λειτουργούσαν νομικές σχολές (δε θα ανέφερε μόνο αυτές τις πόλεις ο Μαλάλας, αν εννοούσε απλώς ότι ο Ιουστινιανός έστειλε στα δικαστήρια των Αθηνών και της Βηρυτού τον κώδικά του, αφού πριν αναφέρει τις Αθήνα και Βηρυτό, αναφέρεται στην αποστολή των νόμων σε όλες τις πόλεις) κι εφόσον αντιφάσκει για τη διδασκαλία της νομικής, η πιθανότητα να λέει την αλήθεια για τη φιλοσοφία επίσης είναι μικρή. Ο Προκόπιος δεν αναφέρει καμμία τέτοια απαγόρευση (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 122).

«Μόνον ἐκ τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ (του Προκόπιου, στην ''Απόκρυφη Ιστορία''), καθ’ ἣν ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστέρησε τοὺς δημοσίᾳ διδάσκοντας τοὺς μισθοὺς αὐτῶν καὶ ἐδήμευσε τὰ ἰδιωτικὰ ὑπὲρ ἐπιστημονικῶν σκοπῶν καθιδρύματα, ἐξήχθη τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ διάταξις αὕτη ἀνεφέρετο κυρίως εἰς τὴν Ἀκαδημίαν τῶν Ἀθηνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122). Όμως, είναι άλλο πράγμα η δήμευση της περιουσίας κι άλλο η απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας ή το κλείσιμο της Ακαδημίας. Εξάλλου, ο Προκόπιος πουθενά δεν αναφέρεται ονομαστικά στην Αθήνα ούτε όταν γράφει πως ο Ιουστινιανός στέρησε τους μισθούς.

Πέρα απ' το ότι η ''Απόκρυφη Ιστορία'' είναι, ως γνωστόν, ένας αναξιόπιστος λίβελλος, δεν διαθέτουμε απολύτως κανένα στοιχείο, έδικτο ή αναφορά συγγραφέων, που να λέει με σαφήνεια ή ρητά, ότι ο Ιουστινιανός διέταξε την απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας στην Αθήνα ή το κλείσιμο της Ακαδημίας. «Στις ειδικές διατάξεις του κώδικα της Πανδέκτης που συνέταξε ο Ιουστινιανός απαγορεύεται η διδασκαλία κάθε μαθήματος από εθνικούς διδάσκαλους (Ό,τι έκανε νωρίτερα ο Ιουλιανός για τους Χριστιανούς διδασκάλους. Η εκδίκηση της Ιστορίας, αν και κάπως αργά, όταν ο Παγανισμός είχε σβήσει), αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ρητή διάταξη περί κατάργησης των σχολών της Αθήνας. Ο Αγαθίας, που εξιστορεί λεπτομερώς την αποδημία των επτά φιλοσόφων της Ακαδημίας στην αυλή του Χοσρόη, δε λέει ότι έφυγαν επειδή καταργήθηκε η σχολή της Αθήνας, όπως ήταν φυσικό να πει, αν πράγματι έγινε αυτή η κατάργηση, αλλά βεβαιώνει ότι αυτοί μετανάστευσαν «ἐπειδή αὐτούς ἡ παρά Ρωμαίοις κρατοῦσα ἐπί τῷ κρείττονι δόξα οὐκ ἤρεσκεν», επειδή δηλαδή δεν ασπάζονταν τη θρησκεία που επικρατούσε εδώ» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 9, 3). «Ἡ ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατάργησις τῶν ἐν Ἀθήναις σχολῶν δὲν δύναται νἀ αποδειχθῇ γενόμενη ὡς ἐπίσημος πρᾶξις τῆς πολιτείας (...) ἐξακολούθησαν ὑφιστάμεναι ἐν Ἀθήναις ἰδιωτικαὶ (και η Ακαδημία, όμως, ιδιωτική σχολή του Πλάτωνα ήταν) τῆς ῥητορικῆς καὶ γραμματικῆς» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122, 123).

Η Ακαδημία, ως γνωστό, χάρη στην τεράστια περιουσία της μπορούσε να δέχεται όλους τους σπουδαστές χωρίς δίδακτρα, ενώ οι υπόλοιπες σχολές ζητούσαν δίδακτρα σπουδών. Συνεπώς η δήμευση της περιουσίας της, αν αυτή έγινε, δεν θα συνεπαγόταν απαραιτήτως κλείσιμο της Ακαδημίας, αλλά απλώς ότι οι φοιτητές από δώ και στο εξής θα πλήρωναν για τη φοίτησή τους καθώς και ότι οι καθηγητές θα ήταν μόνο Χριστιανοί. Άλλο πράγμα η δήμευση της περιουσίας, άλλο το κλείσιμο της Ακαδημίας.

Ο Blumental (“529 and its Sequell: What happened to the Academy?” Revue Internationale des Etudes Byzantines t. XLVIII [1978], Bruxelles 1979, 370-385) εισάγει και ένα άλλο πρόβλημα που αφορά την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε ο νόμος. Έτσι θεωρείται ως πιθανή ημερομηνία για την εφαρμογή του νόμου το έτος 534 μ.Χ. Συνεπώς δεν υπάρχει βεβαιότητα για το αν κάποια από τις σχετικές προβλέψεις του νόμου υφίσταται ήδη από το 529 μ.Χ.

«Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι τριάντα ένα χρόνια μετά, το 560, η επίταξη της περιουσίας της εξαιρετικά ανθηρής Ακαδημίας δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί» (Πάολο Τσεζαρέτι, Θεοδώρα˙ η άνοδος μιας αυτοκράτειρας, εκδ. Ωκεανίδα, σ. 240).

«Αναφέρεται συχνά το ότι ο αυτοκράτορας έκλεισε την Ακαδημία στην Αθήνα το 529. Παρ' όλα αυτά η Ακαδημία εκείνη συνέχισε να λειτουργεί για μερικές δεκαετίες ακόμα. Και στην Αλεξάνδρεια, ο ειδωλολάτρης Ολυμπιόδωρος δίδασκε ακόμα φιλοσοφία και μετά το 565, που πέθανε ο Ιουστινιανός» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 93).

Ο A. Cameron (“The Last Days of the Academy of Athens”, Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 (1969), 8, 25) θεωρεί ότι η διδασκαλία της φιλοσοφίας συνεχίστηκε στην Αθήνα από το 532 μ.Χ. μέχρι που οι Σλάβοι λεηλάτησαν την πόλη, δηλαδή σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα. Την παραπάνω θέση του στηρίζει ο A. Cameron σε ένα απόσπασμα του Ολυμπιοδώρου σε σχόλιο που έκανε στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα. Στο σχόλιο αυτό γίνεται λογος για παραχώρηση της Σχολής από τον Πλάτωνα σε διαδόχους του για λόγους καθαρά πρακτικούς, εφόσον ο ίδιος ήταν ευκατάστατος. Ο Ολυμπιόδωρος επισημαίνει ότι η παρουσία της Σχολής υπήρξε διαδοχική μέχρι τώρα, παρά τη μορφή μερικής κατάσχεσης την οποία υπέστη. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Cameron στα 529 μ.Χ. η πλατωνική Ακαδημία δεν είχε χρηματικές παροχές, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι δραστηριότητές της, έστω και αν αυτές δεν διακόπηκαν εντελώς. Βλέπουμε, δηλαδή, τον Παγανιστή φιλόσοφο Ολυμπιόδωρο να κάνει λόγο για την ύπαρξη της Ακαδημίας στην εποχή που αυτός (γράφει: «μέχρι τώρα») ζούσε (άκμασε περί το 565 μ.Χ.), αναφέροντας ταυτόχρονα – πράγμα που καθιστά το σχόλιό του αξιόπιστη μαρτυρία – την «μερική (αλλά όχι πλήρη!) κατάσχεση» της περιουσίας.

Βλέπουμε, ότι η άποψη περί κλεισίματος της Ακαδημίας σιγά σιγά δεν γίνεται πλέον αποδεκτή, αλλά κι ότι ο ίδιος ο Ιουστινιανός, αν και έβγαλε ένα νόμο απαγορεύοντας τη διδασκαλία της φιλοσοφίας από Παγανιστές, ούτε ο ίδιος ούτε οι επόμενοι αυτοκράτορες τον εφάρμοσαν, τουλάχιστον στο βαθμό στον οποίο θέλουν οι Νεοπαγανιστές να δεχτούμε. Διαφορετικά, πώς εξηγείται ότι ο Ολυμπιόδωρος δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια, έδρα του δεύτερου μεγαλύτερου Πατριαρχείου και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας; Οι νόμοι δεν εφαρμόζονταν. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, γιατί να φύγουν οι επτά φιλόσοφοι από την Αθήνα, αφού ούτε η περιουσία της Ακαδημίας είχε κατασχεθεί ούτε απαγορευόταν στην πράξη η διδασκαλία από εθνικούς; Είναι αληθινή η εξιστόρηση του Αγαθία; Ή ο λόγος που έφυγαν ήταν αυτός που αναφέρει ο Αγαθίας και κανένας άλλος;

Ο Ιουστινιανός λοιπόν δεν απαγόρευσε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στην πόλη. Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι στην Αθήνα σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία στις αρχές του 7ου αιώνα ο Θεόδωρος (602-690), μετέπειτα πρώτος αρχιεπίσκοπος Cantebury της Αγγλίας (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, ''Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής'', εκδ. Αίθρα, σ. 56), και επίσης στην ίδια εποχή ο φιλόσοφος Τυχικός ο Βυζάντιος σπούδασε εκεί φιλοσοφία (Στήβεν Ράνσιμαν, ''Βυζαντινός πολιτισμός'', εκδ. Γαλαξίας, σ. 253). Συνεπώς ψέμμα μέγιστο είναι ότι «έσβησαν τα φώτα της παιδείας» στα 529 μ.Χ. στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή, η πλειονότητα των σπουδαστών ήταν χριστιανοί και σίγουρα θα υπήρχαν χριστιανοί καθηγητές. Τίποτε δεν αποκλείει ότι οι χριστιανοί καθηγητές, συνέχισαν να διδάσκουν φιλοσοφία και ρητορική μετά την απόλυση των ειδωλολατρών.

Φυσικά η άποψη ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές ευημερούσαν το 529 (φέρνουν και πορίσματα των αμερικανικών ανασκαφών στην αθηναϊκή Αγορά ως απόδειξη) είναι αβάσιμη. Αφού οι σχολές ευημερούσαν, γιατί δεν έχουμε, όπως για παλιότερους αιώνες, ονόματα Επικούρειων ή Στωικών ή Αριστοτελικών που να διεύθυναν τις αντίστοιχες ευημερούσες σχολές; Γιατί δεν υπάρχει καμμία γραπτή μαρτυρία για τις σχολές αυτές, τις οποίες οι Νεοδωδεκαθεϊστές αγωνίζονται να αποδείξουν ότι ευημερούσαν; Οι Πλατωνικοί σίγουρα ευημερούσαν, αλλά (μάλλον) αυτοί μόνο. Άλλο πράγμα η ευημερία της πόλης των Αθηνών και η καλή κατάσταση της Αγοράς γενικά, κι άλλο πράγμα η ύπαρξη σχολών, τίποτα δεν αναφέρεται γι' αυτές στην Αγορά της Αθήνας το 529. Από το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο.

Ο A. Cameron (“''The Last Days of the Academy of Athens''”, Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 [1969], 8, 25) επισημαίνει ότι το σχολικό κτίριο, που ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για την παραπάνω θέση (ότι είναι απόδειξη πως έκλεισε με διάταγμα η Ακαδημία), εφόσον δεν θεωρείται ως συνέπεια του νόμου του Ιουστινιανού στα 529 μ.Χ., αλλά απλώς ως τμήμα μίας γενικής παρακμής της αθηναϊκής ζωής αυτήν την περίοδο. Βλέπουμε ότι το σχολικό κτίριο που βρισκόταν στην Αγορά της Αθήνας ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα, όχι στις αρχές ή τα μέσα. Το τελευταίο θα συνέβαινε μόνο αν έκλεινε η Ακαδημία στα 529 μ.Χ.

Ο τελευταίος σχολάρχης της Ακαδημίας των Αθηνών, ο Δαμάσκιος, έγραψε ένα ογκώδες έργο περί μαγείας και θαυμάτων σε τέσσερα βιβλία, το οποίο μεταξύ άλλων περιελάμβανε και 63 κεφάλαια «περί των μετά θάνατον εμφαινομένων ψυχών παράδοξα διηγήματα» (''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 336). Αυτά τα ισχυρίζεται ο Φώτιος, ο πιο μορφωμένος άνθρωπος του Μεσαίωνα. Αλλά κι ο Βίος Πρόκλου, γραμμένος από τον μαθητή του, μάς λέει, ότι ο Πρόκλος, σχολάρχης της Ακαδημίας (430-482) «έκανε θαύματα χάρη στις μαγικές του γνώσεις, τερμάτισε μια περίοδο ξηρασίας και απομάκρυνε σεισμούς με τα φυλακτά του. Ο Ασκληπιός πραγματοποίησε για χάρη του θαυματουργικές ιάσεις, θεραπεύοντας την κόρη του δασκάλου του και απαλλάσσοντας τον ίδιο από μια αρθρίτιδα στο γόνατο» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 128). Αφού μάγια έκανε ο Πρόκλος, πολύ πιθανόν να έκανε τα ίδια κι ο Δαμάσκιος. Τρομερός ο ορθολογισμός της Ακαδημίας: είχε πάει (στον) περίπατο. Τί θρηνούν λοιπόν για την (αναπόδεικτη) κατάργηση της Ακαδημίας; Για την «θεουργία» οδύρονται οι ορθολογιστές; Το κατάντημα της φιλοσοφίας σε μαγεία δεν τους ενδιαφέρει;

Στην Αθήνα το 316 π.Χ. (κατά C. Kroger) ή μεταξύ 307 και 302 π.Χ. (κατά το Ρένο Αποστολίδη και τους περισσότερους, που είναι και το πιθανότερο: μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας) προτάθηκε και ψηφίσθηκε νόμος, να μην μπορεί κανείς να έχει φιλοσοφική σχολή χωρίς άδεια της βουλής και του δήμου, και η παράβαση να τιμωρείται με θάνατο (Διογένης Λαέρτιος, V, 38, «νόμον εἰσενεγκόντος μηδένα τῶν φιλοσόφων σχολῆς ἀφηγεῖσθαι ἂν μὴ τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ δόξῃ· εἰ δὲ μή, θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν»˙ Αθηναίος, 13, 610f ˙ Πολυδεύκης, 9, 42). Μάλιστα «Η Αθήνα θέσπισε νόμο που απαγόρευε την εκπαίδευση των νέων χωρίς προηγούμενη άδεια των αρχών (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 2, 31)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 348). Γιατί ψήφισαν τέτοιους νόμους οι Αρχαίοι; Δεν υπήρχε ελευθερία διδασκαλίας;

Σχετικά με τον παραπάνω παγανιστικό νόμο, αλλά και τις διώξεις κατά φιλοσόφων οι οποίες έλαβαν χώρα στον «Χρυσό Αιώνα» λόγω νόμου που ψήφισαν οι Παγανιστές του 5ου αι., είναι γεγονός ότι, αυτός ψηφίστηκε από ένα δημοκρατικό καθεστώς και συνεπώς υπεύθυνος είναι ο λαός των Παγανιστών, ο οποίος τον ψήφισε, ενώ ο βυζαντινός νόμος, που απαγόρευε σε παγανιστές να διδάσκουν, εξεδόθη από μη δημοκρατικό καθεστώς, και συνεπώς δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς τους Χριστιανούς. Διαφορετικά, θα έπρεπε να κατηγορούνται και οι Έλληνες για τους νόμους της δικτατορίας. Πάντως, δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό οι Αυτοκράτορες από τον αθηναϊκό δήμο: ό,τι δεν τους άρεσε, το απαγόρευαν.

Όπως και να ‘χει, ο Ιουστινιανός δεν ήταν εναντίον της διδασκαλίας της φιλοσοφίας αυτής καθ' εαυτής, αλλά εναντίον της διδασκαλίας από εθνικούς. Ο λόγος; Όπως έχουμε πει στο κεφάλαιο περί διώξεων, υπήρξαν ουκ ολίγες περιπτώσεις, στις οποίες κάποιοι μωροφιλόδοξοι (Ακόμη κι ο εθνικός Παλλαδάς τους ειρωνεύεται) παγανιστές «φιλόσοφοι» (θεουργοί) αποπειράθηκαν να εκθρονίσουν τον νόμιμο αυτοκράτορα. Γι' αυτό, ο Ιουστινιανός δεν ήταν δυνατόν να δεχτεί (σε θεωρητικό επίπεδο, αφού πρακτικά δεν συνέβη τίποτε) την διατήρηση πιθανών εστιών συνωμοσίας από τέτοιους μωρούς φιλοσόφους με πολιτικές φιλοδοξίες. Εάν ο Ιουστινιανός ήταν εναντίον της φιλοσοφίας γενικά, κι όχι απλώς εναντίον της διδασκαλίας της από εθνικούς, τότε θα έκλεινε κάθε Πανεπιστήμιο, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού της Κωνσταντινούπολης! Μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας από του Γότθους ο Ιουστινιανός «απέδωσεν επίσης τας αννώνας εις τους γραμματικούς, ρήτορας, ιατρούς και νομικούς "δια να πληθυνθούν οι νέοι οι ασχολουμένοι εις την πολιτείαν μας με τας ελευθερίους σπουδάς" (''Appendix constitutionum dispersarum'', NJ, VII, 22)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 590). Όμως ο αιώνας του Ιουστινιανού είναι μια πολιτιστικά πολύ γόνιμη εποχή που έχει να επιδείξει σπουδαίους αρχιτέκτονες και μαθηματικούς (Ισίδωρος, Ανθέμιος), σπουδαίους ιστορικούς (Προκόπιος), σπουδαίους ποιητές και υμνογράφους (Αγαθίας, Ρωμανός Μελωδός) καθώς και ανεπανάληπτες δημιουργίες (Αγία Σοφία, ψηφιδωτά Ραβένας). Πού την βλέπουν την πολιτιστική οπισθοδρόμηση;

Πρέπει να δούμε κατά πόσο ζημιώθηκε η διδασκαλία από τον Ιουστινιανό (527-565). Είναι πιθανό ότι ορισμένα επιδόματα έπαψαν να δίνονται στους καθηγητές. Αλλά πέραν αυτού, τί έγινε μετά τον Ιουστινιανό, ώστε να λέμε ότι αυτός ζημίωσε την παιδεία; Έτσι ο Lemerle αναφέρει για την εποχή του Μαυρίκιου (582-602): «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην αρχή της περιόδου που μας απασχολεί εξακολουθούσε να παρέχεται στην Κωνσταντινούπολη ανώτερη εκπαίδευση σύμφωνη με το παραδοσιακό πρόγραμμα και ότι ο Μαυρίκιος, για παράδειγμα, έδινε μεγάλη σημασία στην παιδεία. Ο Μένανδρος διηγείται στον πρόλογό του ότι (...) ο αδερφός του Ηρόδοτος, αφού δοκίμασε τα νομικά, τα εγκατέλειψε. Ο ίδιος έκανε νομικές σπουδές» (Lemerle P., ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 74). «Η φροντίδα του κράτους για την ποιότητα της ανώτερης εκπαίδευσης στους χρόνους του Ηρακλείου και του πατριάρχη Σέργιου φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, μια και δε στάθηκε δυνατό να προσελκυστεί ο Τυχικός στην Κωνσταντινούπολη, στέλνονται μαθητές να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του στην Τραπεζούντα, ίσως με έξοδα του κράτους» (Lemerle P., ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 80). «Τίποτα δεν δείχνει ότι στη στοιχειώδη εκπαίδευση, στη "μέση" εκπαίδευση, στη γενική μόρφωση που λέγεται εγκύκλιος παιδεία, υπήρξε κάποια διακοπή, αλλά ούτε καν αξιόλογη αλλαγή στη δομή και στο πρόγραμμα, σε όλη την περίοδο που μας απασχολεί, από τα τέλη του 6ου ώς τις αρχές του 9ου αιώνα. Συνέχεια υπήρξε και στην "ανώτερη" εκπαίδευση, στο "πανεπιστήμιο", καθώς και στις ιδιωτικές σπουδές, των οποίων η περίπτωση του Τυχικού αποτελεί λαμπρό παράδειγμα, τουλάχιστον ώς τα μέσα περίπου ή το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα: έδρες, καθηγητές και μαθητές, μάς είναι γνωστά» (Lemerle P., ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 98). Το μόνο που συνέβη συνεπώς ήταν η απαγόρευση διδασκαλίας – ανεφάρμοστη, όπως είδαμε – στους εθνικούς. Εκ του αποτελέσματος λοιπόν φαίνεται ότι ο Ιουστιανιανός δεν έβλαψε την παιδεία στο Βυζάντιο.

Ο Ιουστινιανός προσπάθησε να περιορίσει την αυθαιρεσία των δυνατών: «Εις σειράν Νεαρών του διακηρύσσει το κακόν που οι ασυνείδητοι μεγαλογαιοκτήμονες προξενούν εις τους συμπολίτας των και το κράτος και τα άτιμα μέσα που χρησιμοποιούν (NJ. 30. 5 του 536). (...) Δια να καταπολεμήση το κακόν ο Ιουστινιανός διατάσσει τους κυβερνήτας των επαρχιών να πατάσσουν και με τα σκληρότερα χρησιμοποιούντες εν ανάγκη και στρατιωτικάς εναντίον των δυνάμεις (NJ. 30, 7 του 536)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 491).

«Εις την φορολογικήν του πολιτικήν ο Ιουστινιανός, παρά τας αντιθέτους κατηγορίας του Προκοπίου, δεν φαίνεται να εφωρμάτο από τυφλής ταμιευτικής προθέσεως. Απεναντίας εις πολλάς περιπτώσεις έδωκε δείγματα όλως διαφορετικών τάσεων. Κατήργησε το 531 τον φόρον τον γνωστόν ως "γοτθικόν ξυλέλαιον", (...) απηγόρευσε την δήμευσιν περιουσιών των καταδικαζομένων (NJ. 134, c. 13 του 556) και δύο τουλάχιστον φοράς κατά την διάρκειαν της βασιλείας του, το 522 και 553, επέτρεψεν απαλλαγήν από καθυστερημένων φόρων (NJ 147 του 553). Επίσης, κατά την ομολογίαν αυτού τούτου του Προκοπίου, έδιδε φορολογικήν απαλλαγήν εις πάσαν πόλιν πληττομένην υπό εχθρικής επιδρομής (Προκ. Ανέκδ. 21, 1 κε.). Τελείως νέους φόρους δεν φαίνεται να επέβαλεν ο Ιουστινιανός. Τόσον οι υπό του Λυδού αναφερόμενοι φόροι, όσον και το αερικόν του Προκοπίου ήσαν παλαιοί φόροι συστηματοποιηθέντες μάλλον ή φόροι το πρώτον υπό του Ιουστινιανού εισαχθέντες» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 524). «Δια να αποτρέψη ανωμαλίας εις την αγοράν και την πολιτικήν των τιμών ο Ιουστινιανός εισήγαγε το 544 ανώτατον όριον αμοιβών δια τεχνίτας, εργάτας και ναυτικούς ίσον προς τα προ της χρονολογίας ταύτης ισχύοντα (NJ 122)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 525).

Θα σταθούμε τώρα σε ένα συμβάν άσχετο με την Ακαδημία των Αθηνών, αλλά σχετικό με την Αθήνα. Ο κ. Ρασσιάς ισχυρίζεται ότι ο Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών, (12ος αι.) χαιρόταν με την παρακμή των Αθηνών λέγοντας «όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος!». «Έπρεπε λοιπόν –για να μπορέσει να καυχηθεί πολλούς αιώνες αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ Χωνιάτης ότι "όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος!"- να ταπεινωθούν τα δύο κυρίαρχα σύμβολα αυτής της "ειδωλολατρικής" πόλεως (...) » (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, σ. 84). Η αλήθεια είναι, ότι ο κ. Ρασσιάς δεν λέει την αλήθεια για τον Μιχαήλ Χωνιάτη. Γιατί αλλιώς, θα γνώριζε (ή μήπως το γνωρίζει;) ότι η – τάχα προσβλητική προς την Αθήνα – φράση, την οποία παραθέτει, είναι στίχος από τον αποκαλούμενο «θρήνο των Αθηνών» του Μ. Χωνιάτη, αυτού που υποτίθεται ότι «καυχάται» και χαίρεται που χάθηκε το κλέος των Αθηνών. Παραθέτουμε όλο το ποίημα του μητροπολίτη (κι όχι αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος) Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη.

Ἔρως Ἀθηνῶν τῶν πάλαι θρυλουμένων

ἔγραψε ταῦτα ταῖς σκιαῖς προσαθύρων

καὶ τοῦ πόθου τὸ θάλπον ὑπαναψύχων.

Ἐπεὶ δ’ ἔτ’ οὐκ ἦν οὐδαμοῦ φεῦ! προσβλέπειν

αὐτὴν ἐκείνην τὴν ἀοίδημον πόλιν

τὴν, δυσαρίθμου καὶ μακραίωνος χρόνου

λήθης βυθοῖς κρύψαντος, ἠφαντωμένην,

ἐρωτολήπτων ἀτεχνῶς πάσχω πάθος˙

οἳ τὰς ἀληθεῖς τῶν ποθουμένων θέας

ἀμηχανοῦντες ὡς παρόντων προσβλέπειν,

τὰς εἰκόνας ὁρῶντες αὐτῶν, ὡς λόγος,

παραμυθοῦντας, τῶν ἐρώτων τὴν φλόγα.

Ὡς δυστυχὴς ἔγωγε, καινὸς Ἰξίων,

ἐρῶν Ἀθηνῶν, ὡς ἐκεῖνος τῆς Ἥρας.

εἶτα λαθὼν εἴδωλον ἠγκαλισμένος.

Φεῦ! οἷα πάσχω καὶ λέγω τε καὶ γράφω.

Οἰκῶν Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που βλέπω,

κόνιν δὲ λυπρὰν καὶ κενὴν μακαρίαν.

Ποῦ νῦν τὰ σεμνὰ, τλημονεστάτη πόλις;

Ὡς φροῦδα πάντα καὶ κατάλληλα μύθοις,

δίκαι, δικασταὶ, βήματα, ψῆφοι, νόμοι,

δημηγορίαι ( τε ) πειθανάγκη ῥητόρων,

βουλαὶ, πανηγύρεις τε καὶ στρατηγίαι

τῶν πεζομάχων ἅμα καὶ τῶν ναυμάχων,

ἡ παντοδαπὴ Μοῦσα, τῶν λόγων κράτος.

Ὄλωλε σύμπαν τῶν Ἀθηνῶν τὸ κλέος˙

γνώρισμα δ’ αὐτῶν οὐδ’ ἀμυδρόν τις ἴδῃ.

Συγγνωστὸς οὐκοῦν, εἴπερ οὐκ ἔχων βλέπειν

τῶν Ἀθηναἰων τὴν ἀοίδημον πόλιν,

ἴνδαλμα ταύτης γράφειν.

Η αγάπη για την Αθήνα, την άλλοτε ένδοξη έγραψε αυτούς τους στίχους, ακόμα λατρεύοντας τις σκιές

και φέρνοντας δροσιά στης νοσταλγίας μου τη θέρμη˙

γιατί πουθενά, αχ πουθενά, δε βλέπεις πια

την χιλιοτραγουδισμένη πόλη, όπως ήταν κάποτε.

Πολύς ο καιρός, ασύλληπτος για τις αισθήσεις μας,

που κρύβεται θαμμένη βαθειά μες στη λήθη.

Γι’ αυτό κι εγώ πικρά υποφέρω, σαν τον ερωτευμένο

που δεν μπορεί να αντικρίσει το πρόσωπο της αγαπημένης του,

που δεν μπορεί να τη δει μπροστά του ολοζώντανη,

και μόνο την εικόνα της θυμάται, σαν να μιλάει μαζί της,

παρηγοριέται και σβήνει τη φλόγα του έρωτά του.

Κακότυχος λοιπόν είμαι κι εγώ, σαν τον Ιξίονα:

Αγαπάω την Αθήνα όπως αυτός κάποτε αγάπησε την Ήρα,

ανύποπτος αγκαλιάζοντας το απατηλό της είδωλο.

Πώς πονάω αλί, τί λέω, τί γράφω;

Ζω στην Αθήνα, μα πουθενά δεν βλέπω την Αθήνα,

μόνο σκόνη θλιβερή, πουθενά γνήσια ευτυχία.

Τί έγιναν οι ναοί σου, δύσμοιρη πόλη;

Χάθηκαν όλα, σαν παραμύθι:

Το δικαστήριο κι οι δικαστές, το βήμα των ρητόρων,

οι ψήφοι, οι νόμοι, οι δημηγορίες των ρητόρων,

οι συνεδριάσεις της βουλής, οι λαμπρές γιορτές,

οι πολέμαρχοι στη στεριά και στην θάλασσα,

η πληθωρική Μούσα, η δύναμη του λόγου.

Χάθηκε χωρίς ίχνη το μεγαλείο της Αθήνας,

ούτε ένα σημάδι δεν έμεινε, έστω και θαμπό.

Γι’ αυτό συγχωρέστε με, εμένα, που δεν μού έδωσε η Μοίρα

να δω με τα μάτια μου την πολυθρύλητη πόλη της Αθηνάς,

αν η πένα μου χάραξε εδώ την εικόνα της.

Ο κ. Ρασσιάς, στον επίλογο του ''Επίτομος ιστορία των Σπαρτιατών'', σ. 207 (και στο Διιπετές τ. 52, σ. 10-11), καταφέρεται εναντίον του π. Γ. Μεταλληνού, επειδή ο τελευταίος στο ''Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;'' έκανε λάθος στον τίτλο ενός βιβλίου τού πρώτου (και μερικά παρόμοιου μεγέθους λάθη που δεν οφείλονται στον ίδιο αλλά ενδεχομένως στο συγκεκριμένο φυλλάδιο που του δόθηκε, βλ. σ. 129). Αυτά βρήκε, όλα κι όλα, να πει ως αντίκρουση των όσων γράφει ο π. Μεταλληνός. Γράφει μεταξύ άλλων ο κ. Ρασσιάς: «Η κάθε πλευρά άλλωστε μάχεται αποκλειστικώς με ό,τι οι εκπρόσωποί της έχουν μέσα στην ψυχή τους. Εμείς με το φως, την αλήθεια και την ανωτερότητα, αυτοί με το σκοτάδι, το ψεύδος και την κοπριά» (δική μας η έμφαση). Κανείς βέβαια δεν είναι αλάθητος και ασυγχώρητος, αλλά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε αν ο κ. Ρασσιάς – αφού κρίνει τον π. Γ. Μεταλληνό για τα λάθη του και αποκαλεί κοπρόψυχους τους «εκπροσώπους» της δική μας πλευράς – ασκεί την ίδια κριτική στον εαυτό του για τα δικά του λάθη. Σύμφωνα με τον κ. Ρασσιά, «τον (Συνέσιο) βρίσκουμε να καταφέρεται με μεγάλη απέχθεια κατά των Αθηνών, στην προ εικοσαετίας εκεί επίσκεψή του, περιγράφοντας περιφρονητικά την πόλη σαν... δέρμα ψόφιου ζώου» (Βλ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 156). Ο Συνέσιος, μαθητής της Υπατίας, γράφει ωστόσο: «δεν υπάρχει πια τίποτα αξιοθαύμαστο στην Αθήνα, εκτός από ένδοξα τοπωνύμια. Όπως από το σφάγιο, μετά τη θυσία, δεν έχει απομείνει παρά το δέρμα από το οποίο αναγνωρίζουμε το ζώο που υπήρξε κάποτε» (P.G. 66, 1524C). Η περιγράφει αυτή δεν έχει τίποτε το αναληθές ή το περιφρονητικό, διότι η Αθήνα της εποχής εκείνης δεν ήταν η Αθήνα του 1ου μ.Χ. ή του 5ου π.Χ. αιώνα. Αλλά φαίνεται πως κάθε κρίση για την ακμή ή παρακμή των Αθηνών, συνεπάγεται περιφρόνηση προς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό! Εξάλλου, ο Συνέσιος ήταν Αλεξανδρινός, και, όπως λέει ο Pierre Chuvin, «συγκρίνει την Αθήνα με την ευμερούσα Αλεξάνδρεια της Υπατίας: «νῦν μὲν οὖν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις Αἴγυπτος τρέφει τὰς Ὑπατίας δεξαμένη γονάς, αἱ δὲ Ἀθῆναι, πάλαι μὲν ἦν ἡ πόλις ἑστία σοφῶν, τὸ δὲ νῦν ἔχον σεμνύνουσιν αὐτὰς οἱ μελιττουργοί». Από πού κι ώς πού μια φυσιολογική αντιζηλία ενός Αλεξανδρινού συνεπάγεται ανθελληνισμό; 
 

Αναζητηση

Αναγνώστες