Του Θεολόγου και Φιλοσόφου Νικολάου Ματσούκα
Βασική ιδιαιτερότητα της ορθόδοξης θεολογίας είναι ο οργανικός δεσμός τριαδικού και χριστολογικού δόγματος. Τούτο σημαίνει πως η Χριστολογία συνδέεται άμεσα με τις θεοφάνειες της βιβλικής ιστορίας, και εξάπαντος όχι μονάχα με τις μεσσιανικές προσδοκίες του Ιουδαϊσμού.
Το τριαδικό δόγμα, όπως τονίστηκε στο πρώτο κεφάλαιο, έχει τις Ιστορικές ρίζες των θεοφανειών τής Π. Διαθήκης, κατά τις οποίες ο άσαρκος Λόγος αποκαλύπτει τη δόξα του τριαδικού Θεού και κινεί την ιστορία του περιούσιου λαού. Ευθύς εξαρχής στην Ιστορία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και εφεξής, ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, που ενδημούσε στους πατριάρχες και τους προφήτες, βρίσκεται στο προσκήνιο της θείας οικονομίας(1).
Τώρα με τη σάρκωση του Λόγου βλέπουν τα μέλη της Εκκλησίας τη δόξα του, αυτήν που έβλεπαν οι πατριάρχες και οι προφήτες κατά την άσαρκη παρουσία του. Ο δεσμός αυτός, άσαρκης και ένσαρκης παρουσίας, στην ίδια τη συνέχεια της ιστορίας της θείας οικονομίας, από το ένα μέρος εξασφαλίζει την ιστορικότητα και την εμπειρία του χριστολογικού δόγματος, και από το άλλο αποκρούει κάθε μονομέρεια ως προς τη θεώρηση του προσώπου του Χριστού και του έργου του. Ο ίδιος πάντοτε Λόγος αποκαλύπτει τη δόξα του τριαδικού Θεού, την οποία βλέπουν τα μέλη της κοινότητας μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις και περιπέτειες.
Η πρώτη συνείδηση και εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητας δέχεται τον Ιησού ως τον Χριστό. Κατά τη μετέπειτα θεολογία ο Χριστός είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Ονομάζεται Χριστός μετά την ενανθρώπηση, και ποτέ στην αΐδια κατάσταση και στην άσαρκη παρουσία του. Ο ίδιος ο Λόγος, ενωμένος κατ' ουσίαν με την ανθρώπινη φύση, χρίει τούτη τη φύση και της δίνει τη χαρισματική εξουσία της θεότητας.
Δεν πρόκειται για μια χρίση κατ' ενέργεια, αλλά για μια ουσιαστική προσέγγιση του Λόγου προς την ανθρώπινη φύση, με την ευδοκία και τη βούληση του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Δεν χρίεται η αυτοδύναμη θεότητα, αλλά μονάχα η ανθρωπότητα. Πάντως ο ίδιος ο Λόγος είναι αυτός που χρίει και χρίεται, μια και είναι κατ' ουσίαν ενωμένος με την ανθρώπινη φύση(2)
Στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο βρίσκουμε μια περιεκτική και λιτή ομολογία στο πρόσωπο του Χριστού· είναι μια ευσύνοπτη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος. Στην Καισάρεια της Φιλίππου, όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του, ποια γνώμη είχαν οι άνθρωποι για το πρόσωπό του, τελικά ο Πέτρος έκλεισε τις απαντήσεις με μια ομολογία(3): «Σύ εἷ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»(4). Πρόκειται για μια μεστή δογματική διδασκαλία. Και μάλιστα η γνώση αυτή, όπως επισημαίνει η απάντηση του Χριστού, δεν προέρχεται από «σάρκα και αίμα», αλλά είναι αποκάλυψη του Πατέρα. Πράγματι βλέπει κανείς μια αναπτυγμένη Χριστολογία και Εκκλησιολογία. Ή γνώση αυτή δηλαδή είναι χαρισματική και κατά βάση εμπειρική. Το χριστολογικό δόγμα εξάλλου θεμελιώνει τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας(5).
Τα πρώτα βαπτιστήρια σύμβολα, τα οποία εντοπίζει κανείς κατάσπαρτα σ' όλα τα κείμενα της Κ. Διαθήκης(6), είναι καταρχήν μονομερή και χριστολογικά· εκφράζουν πίστη στον Υιό του Θεού, τον Χριστό και Κύριο που αποκαλύπτει την Αγία Τριάδα. Ο αναμενόμενος Μεσσίας είναι ο Χριστός, ο Λόγος που σαρκώθηκε(7). Ήδη από τον Ιουστίνο, όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, ο Λόγος ως άσαρκη παρουσία διαμέσου των θεοφανειών φανερώνει τη θεία δόξα στους πατριάρχες, στον Μωυσή και στους προφήτες. Στο σημείο αυτό ήδη από τα πρώτα βήματα συντελείται ένας ριζικός μετασχηματισμός.
Ο Μεσσίας ταυτίζεται με τον άσαρκο Λόγο που ενδημεί στους πατριάρχες, τον Μωϋσή και τους προφήτες. Διαμέσου του σαρκωμένου Λόγου η Ιουδαϊκή Ιστορία βρίσκει την ενότητά της σε μια πρωτόγνωρη ιστορική κοίτη· έτσι τη φωτίζει πια ο προβολέας της ορθόδοξης ερμηνευτικής και θεολογίας.
Και σ' αυτό το καίριο σημείο διαφοροποιείται η ορθόδοξη θεολογία προς τη δυτική που προσανατολίζεται στην καθαρή μεσσιανική γραμμή δίχως να την ταυτίζει προς τις θεοφάνειες του Λόγου και την έκχυση του πνεύματος στους χαρισματικούς ηγέτες του περιούσιου λαού. Μια τέτοια κατεύθυνση εύκολα οδηγείται, με τη θεωρία και την πράξη, προς το Filioque και τον συγκεντρωτικό χριστομονισμό. Στην κοίτη όμως της ορθόδοξης θεολογίας επισημαίνεται διαρκώς η φανέρωση της δόξας διαμέσου του πνευματικού φωτισμού, δηλαδή με την αποκάλυψη που διενεργεί ο άσαρκος και ο σαρκωμένος Λόγος, δηλαδή ο Χριστός.
Έτσι βαπτιστήρια σύμβολα και λειτουργικοί ύμνοι εξιστορούν με σύντομο και λιτό τρόπο όλη την ιστορία του Χριστού, όπως αυτή συντελέστηκε με την ενανθρώπηση και το κοσμοσωτήριο έργο. Η βάση πάντοτε είναι η φανέρωση του Λόγου και ο φωτισμός του πνεύματος(8). Με λίγα λόγια η Χριστολογία προσδιορίζεται από μια ιστορική και ερμηνευτική εμπειρία, που ξεκινάει από μακρινές ρίζες, και «σαρκώνεται» και ανδρώνεται μέσα στο χώρο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας ως βίωση του μυστηρίου της φανέρωσης του Λόγου, της δόξας, της μεταμόρφωσης, δηλαδή της σωτηρίας.
Τελικά η σωτηρία, που είναι μετοχή και γνώση, αποτελεί γεύση και όραση εμπειριών και γεγονότων. Διαμέσου αυτής της χαρισματικής γραμμής διαμορφώνεται η ζωντανή Χριστολογία της Εκκλησίας.
Όπως προκύπτει από τα πρώτα μονομερή χριστολογικά σύμβολα και τους λειτουργικούς ύμνους της χριστιανικής κοινότητας ο ρόλος του Λόγου, του Υιού του Θεού, Κυρίου και Χριστού, είναι η φανέρωση της τριαδικής δόξας, ο φωτισμός του πνεύματος, και επομένως η μεταμόρφωση της κτίσης.
Ευθύς εξαρχής φαίνεται πως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ομολογίας των μονομερών και χριστολογικών αυτών συμβόλων είναι η μαρτυρία της αγαπητικής και «κοινωνικής» ενότητας, που υπάρχει στην Αγία Τριάδα και έρχεται να μετασχηματίσει την κτίση με τον ίδιο τρόπο. Καμιά κυριαρχικότητα δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς, καμιά μονομέρεια, (γι' αυτό τα μονομερή σύμβολα φυσιολογικά και αυτόματα μεταβάλλονται σε διμερή και τριμερή· απλώς αναπτύσσουν την πρώτη ολοκληρωμένη σπερματική καταβολή), και επομένως βλέπει μονάχα νέες κατηγορίες ζωής και σκέψης: ανακαίνιση της κτίσης, νέα κοινωνική πραγματικότητα, ενότητα μελών της κοινότητας.
Η νέα αυτή πραγματικότητα που παλαιότερα τη γεύονταν οι χαρισματικοί ηγέτες του περιούσιου λαού και την υπόσχονταν σ' αυτόν ως δώρο του Θεού, έχει ορισμένα συγκεκριμένα και ορατά χαρακτηριστικά, γιατί και ο σαρκωμένος Λόγος είναι μια αληθινή ιστορική παρουσία, και συνάμα κατέχει το «αληθινόν ζήν», κατά τον Ιγνάτιο. Ο δεσμός του «αληθινού ζην» με την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι το μοναδικό εχέγγυο για μια πραγματική σωτηρία. Σημείο αυτής της εγγύησης είναι η ενότητα στο σώμα της κοινότητας, μιας ενότητας που αντικαθρεφτίζει η φανέρωση της Αγίας Τριάδας διαμέσου του Χριστού. Κανείς Χριστιανός λοιπόν δεν πρέπει να χάσει τούτη την εγγύηση και την ταυτότητα του προσώπου του Χριστού, το οποίο δημιουργεί όλη την ιστορία του(9).
Επομένως η Εκκλησία στις αρχές του ιεραποστολικού κηρύγματος, μέσα σε μια χοάνη ποικίλων τάσεων ιουδαϊκών, ελληνικών και ανατολικών, διαμόρφωσε μια συνείδηση καθαρά ιστορική ως προς την προέλευση του Χριστού, την οποία σύνδεσε αρμονικά και οργανικά με ολόκληρη την δραματική ιστορία των βιβλικών γεγονότων. Εξού και η μοναδική έμφαση στο ρόλο των ιστορικών θεοφανειών και φωτοφανειών της Αγίας Τριάδας.
Αυτός ο κορμός της ιστορικής αλήθειας όσα ενδύματα κι αν φόρεσε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ποικίλων ρευμάτων έμενε ο ίδιος στη συνείδηση της ζωής. Και δίχως δισταγμό θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν προηγείται καμιά άνωθεν αφηρημένη συνείδηση (τέτοιο πράγμα άλλωστε είναι αδιανόητο ιστορικά)· προηγούνταιτα αιμάτινα και δραματικά γεγονότα, όπως τα απεικονίζει και τα αποτυπώνει ο βιβλικός κόσμος. Αυτά διαμόρφωσαν τη συνείδηση της Εκκλησίας για τον Χριστό, ως Υιό του Θεού και της Παναγίας, λυτρωτή και συνεχιστή της ιστορίας του περιούσιου λαού, όπως έβλεπαν αυτή την ιστορία τα πρώτα χριστιανικά μάτια και ραγδαία την κατοχύρωσε η εμπειρική και χαρισματική θεολογία της Εκκλησίας(10).
Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με την ιστορική τούτη ανάλυση του χριστολογικού δόγματος, δηλαδή της πίστης και ομολογίας στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως οι ισχυρισμοί του Α. Harnack για τη ραγδαία μεταφύτευση του χριστιανικού κηρύγματος από το ιουδαϊκό έδαφος, μέσα σε λίγα χρόνια, στο καθαρά ελληνικό, με την έννοια ώστε να είναι πια βαθιά εξελληνισμένο και αλλαγμένο, είναι αρκετά πρόχειροι(11).
Χρειάζεται όχι μονάχα η επιμέρους φιλολογική και εννοιολογική ανάλυση των πηγών, αλλά και η βαθιά εκτίμηση της όλης περιρρέουσας ατμόσφαιρας ενός πολιτισμού. Η αποσπασματική φιλολογική περιοχή, μικροσκοπικά και δίχως τη μακροσκοπική θεώρηση, εξάπαντος μας φυλακίζει σε μια τρώγλη επί ποινή να μη βλέπουμε τον γύρω μας κόσμο. Αλλά η ζωή δεν ξέρει τέτοια πράγματα, ούτε φυσικά ερευνά κατ' αποκλειστικότητα μερικά θραύσματα πηγών και μνημείων παράγει απεναντίας σύνολα γεγονότων και καταστάσεων, όπου κινείται ολοκληρωμένα.
Η ζωή δεν μπορεί να φυλακιστεί από κανέναν, ούτε και φυλακίζεται μόνη της. Κάτι τέτοιο μονάχα οι ιστορικοί ερευνητές μπορούν να το πραγματοποιήσουν και να το πάθουν. Επομένως ούτε η κοινότητα, που έχει τη χαρισματική γνώση και την ίδια τη ζωή, ακολουθεί τη μέθοδο των επιμέρους εννοιολογικών διασαφήσεων ούτε άλλωστε απλώς συνδυάζει μικροσκοπική και μακροσκοπική θεώρηση· ζει μικροσκοπικά και μακροσκοπικά
Έτσι η Χριστολογία ευθύς εξαρχής ήταν μια ιστορική συνείδηση ζωντανή και έντονη, ώστε η Εκκλησία την κάθε αιρετική απόκλιση - και τέτοιες αποκλίσεις ήταν φυσικό να γίνουν πάμπολλες - την αισθανόταν σαν προσβολή στο ίδιο της το σώμα, όπως συμβαίνει με το αίσθημα της οδύνης, καθώς προσβάλλεται οποιοδήποτε ζωντανό σώμα.
___________________________
Το τριαδικό δόγμα, όπως τονίστηκε στο πρώτο κεφάλαιο, έχει τις Ιστορικές ρίζες των θεοφανειών τής Π. Διαθήκης, κατά τις οποίες ο άσαρκος Λόγος αποκαλύπτει τη δόξα του τριαδικού Θεού και κινεί την ιστορία του περιούσιου λαού. Ευθύς εξαρχής στην Ιστορία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και εφεξής, ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, που ενδημούσε στους πατριάρχες και τους προφήτες, βρίσκεται στο προσκήνιο της θείας οικονομίας(1).
Τώρα με τη σάρκωση του Λόγου βλέπουν τα μέλη της Εκκλησίας τη δόξα του, αυτήν που έβλεπαν οι πατριάρχες και οι προφήτες κατά την άσαρκη παρουσία του. Ο δεσμός αυτός, άσαρκης και ένσαρκης παρουσίας, στην ίδια τη συνέχεια της ιστορίας της θείας οικονομίας, από το ένα μέρος εξασφαλίζει την ιστορικότητα και την εμπειρία του χριστολογικού δόγματος, και από το άλλο αποκρούει κάθε μονομέρεια ως προς τη θεώρηση του προσώπου του Χριστού και του έργου του. Ο ίδιος πάντοτε Λόγος αποκαλύπτει τη δόξα του τριαδικού Θεού, την οποία βλέπουν τα μέλη της κοινότητας μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις και περιπέτειες.
Η πρώτη συνείδηση και εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητας δέχεται τον Ιησού ως τον Χριστό. Κατά τη μετέπειτα θεολογία ο Χριστός είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Ονομάζεται Χριστός μετά την ενανθρώπηση, και ποτέ στην αΐδια κατάσταση και στην άσαρκη παρουσία του. Ο ίδιος ο Λόγος, ενωμένος κατ' ουσίαν με την ανθρώπινη φύση, χρίει τούτη τη φύση και της δίνει τη χαρισματική εξουσία της θεότητας.
Δεν πρόκειται για μια χρίση κατ' ενέργεια, αλλά για μια ουσιαστική προσέγγιση του Λόγου προς την ανθρώπινη φύση, με την ευδοκία και τη βούληση του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Δεν χρίεται η αυτοδύναμη θεότητα, αλλά μονάχα η ανθρωπότητα. Πάντως ο ίδιος ο Λόγος είναι αυτός που χρίει και χρίεται, μια και είναι κατ' ουσίαν ενωμένος με την ανθρώπινη φύση(2)
Στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο βρίσκουμε μια περιεκτική και λιτή ομολογία στο πρόσωπο του Χριστού· είναι μια ευσύνοπτη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος. Στην Καισάρεια της Φιλίππου, όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του, ποια γνώμη είχαν οι άνθρωποι για το πρόσωπό του, τελικά ο Πέτρος έκλεισε τις απαντήσεις με μια ομολογία(3): «Σύ εἷ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»(4). Πρόκειται για μια μεστή δογματική διδασκαλία. Και μάλιστα η γνώση αυτή, όπως επισημαίνει η απάντηση του Χριστού, δεν προέρχεται από «σάρκα και αίμα», αλλά είναι αποκάλυψη του Πατέρα. Πράγματι βλέπει κανείς μια αναπτυγμένη Χριστολογία και Εκκλησιολογία. Ή γνώση αυτή δηλαδή είναι χαρισματική και κατά βάση εμπειρική. Το χριστολογικό δόγμα εξάλλου θεμελιώνει τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας(5).
Τα πρώτα βαπτιστήρια σύμβολα, τα οποία εντοπίζει κανείς κατάσπαρτα σ' όλα τα κείμενα της Κ. Διαθήκης(6), είναι καταρχήν μονομερή και χριστολογικά· εκφράζουν πίστη στον Υιό του Θεού, τον Χριστό και Κύριο που αποκαλύπτει την Αγία Τριάδα. Ο αναμενόμενος Μεσσίας είναι ο Χριστός, ο Λόγος που σαρκώθηκε(7). Ήδη από τον Ιουστίνο, όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, ο Λόγος ως άσαρκη παρουσία διαμέσου των θεοφανειών φανερώνει τη θεία δόξα στους πατριάρχες, στον Μωυσή και στους προφήτες. Στο σημείο αυτό ήδη από τα πρώτα βήματα συντελείται ένας ριζικός μετασχηματισμός.
Ο Μεσσίας ταυτίζεται με τον άσαρκο Λόγο που ενδημεί στους πατριάρχες, τον Μωϋσή και τους προφήτες. Διαμέσου του σαρκωμένου Λόγου η Ιουδαϊκή Ιστορία βρίσκει την ενότητά της σε μια πρωτόγνωρη ιστορική κοίτη· έτσι τη φωτίζει πια ο προβολέας της ορθόδοξης ερμηνευτικής και θεολογίας.
Και σ' αυτό το καίριο σημείο διαφοροποιείται η ορθόδοξη θεολογία προς τη δυτική που προσανατολίζεται στην καθαρή μεσσιανική γραμμή δίχως να την ταυτίζει προς τις θεοφάνειες του Λόγου και την έκχυση του πνεύματος στους χαρισματικούς ηγέτες του περιούσιου λαού. Μια τέτοια κατεύθυνση εύκολα οδηγείται, με τη θεωρία και την πράξη, προς το Filioque και τον συγκεντρωτικό χριστομονισμό. Στην κοίτη όμως της ορθόδοξης θεολογίας επισημαίνεται διαρκώς η φανέρωση της δόξας διαμέσου του πνευματικού φωτισμού, δηλαδή με την αποκάλυψη που διενεργεί ο άσαρκος και ο σαρκωμένος Λόγος, δηλαδή ο Χριστός.
Έτσι βαπτιστήρια σύμβολα και λειτουργικοί ύμνοι εξιστορούν με σύντομο και λιτό τρόπο όλη την ιστορία του Χριστού, όπως αυτή συντελέστηκε με την ενανθρώπηση και το κοσμοσωτήριο έργο. Η βάση πάντοτε είναι η φανέρωση του Λόγου και ο φωτισμός του πνεύματος(8). Με λίγα λόγια η Χριστολογία προσδιορίζεται από μια ιστορική και ερμηνευτική εμπειρία, που ξεκινάει από μακρινές ρίζες, και «σαρκώνεται» και ανδρώνεται μέσα στο χώρο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας ως βίωση του μυστηρίου της φανέρωσης του Λόγου, της δόξας, της μεταμόρφωσης, δηλαδή της σωτηρίας.
Τελικά η σωτηρία, που είναι μετοχή και γνώση, αποτελεί γεύση και όραση εμπειριών και γεγονότων. Διαμέσου αυτής της χαρισματικής γραμμής διαμορφώνεται η ζωντανή Χριστολογία της Εκκλησίας.
Όπως προκύπτει από τα πρώτα μονομερή χριστολογικά σύμβολα και τους λειτουργικούς ύμνους της χριστιανικής κοινότητας ο ρόλος του Λόγου, του Υιού του Θεού, Κυρίου και Χριστού, είναι η φανέρωση της τριαδικής δόξας, ο φωτισμός του πνεύματος, και επομένως η μεταμόρφωση της κτίσης.
Ευθύς εξαρχής φαίνεται πως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ομολογίας των μονομερών και χριστολογικών αυτών συμβόλων είναι η μαρτυρία της αγαπητικής και «κοινωνικής» ενότητας, που υπάρχει στην Αγία Τριάδα και έρχεται να μετασχηματίσει την κτίση με τον ίδιο τρόπο. Καμιά κυριαρχικότητα δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς, καμιά μονομέρεια, (γι' αυτό τα μονομερή σύμβολα φυσιολογικά και αυτόματα μεταβάλλονται σε διμερή και τριμερή· απλώς αναπτύσσουν την πρώτη ολοκληρωμένη σπερματική καταβολή), και επομένως βλέπει μονάχα νέες κατηγορίες ζωής και σκέψης: ανακαίνιση της κτίσης, νέα κοινωνική πραγματικότητα, ενότητα μελών της κοινότητας.
Η νέα αυτή πραγματικότητα που παλαιότερα τη γεύονταν οι χαρισματικοί ηγέτες του περιούσιου λαού και την υπόσχονταν σ' αυτόν ως δώρο του Θεού, έχει ορισμένα συγκεκριμένα και ορατά χαρακτηριστικά, γιατί και ο σαρκωμένος Λόγος είναι μια αληθινή ιστορική παρουσία, και συνάμα κατέχει το «αληθινόν ζήν», κατά τον Ιγνάτιο. Ο δεσμός του «αληθινού ζην» με την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι το μοναδικό εχέγγυο για μια πραγματική σωτηρία. Σημείο αυτής της εγγύησης είναι η ενότητα στο σώμα της κοινότητας, μιας ενότητας που αντικαθρεφτίζει η φανέρωση της Αγίας Τριάδας διαμέσου του Χριστού. Κανείς Χριστιανός λοιπόν δεν πρέπει να χάσει τούτη την εγγύηση και την ταυτότητα του προσώπου του Χριστού, το οποίο δημιουργεί όλη την ιστορία του(9).
Επομένως η Εκκλησία στις αρχές του ιεραποστολικού κηρύγματος, μέσα σε μια χοάνη ποικίλων τάσεων ιουδαϊκών, ελληνικών και ανατολικών, διαμόρφωσε μια συνείδηση καθαρά ιστορική ως προς την προέλευση του Χριστού, την οποία σύνδεσε αρμονικά και οργανικά με ολόκληρη την δραματική ιστορία των βιβλικών γεγονότων. Εξού και η μοναδική έμφαση στο ρόλο των ιστορικών θεοφανειών και φωτοφανειών της Αγίας Τριάδας.
Αυτός ο κορμός της ιστορικής αλήθειας όσα ενδύματα κι αν φόρεσε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ποικίλων ρευμάτων έμενε ο ίδιος στη συνείδηση της ζωής. Και δίχως δισταγμό θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν προηγείται καμιά άνωθεν αφηρημένη συνείδηση (τέτοιο πράγμα άλλωστε είναι αδιανόητο ιστορικά)· προηγούνταιτα αιμάτινα και δραματικά γεγονότα, όπως τα απεικονίζει και τα αποτυπώνει ο βιβλικός κόσμος. Αυτά διαμόρφωσαν τη συνείδηση της Εκκλησίας για τον Χριστό, ως Υιό του Θεού και της Παναγίας, λυτρωτή και συνεχιστή της ιστορίας του περιούσιου λαού, όπως έβλεπαν αυτή την ιστορία τα πρώτα χριστιανικά μάτια και ραγδαία την κατοχύρωσε η εμπειρική και χαρισματική θεολογία της Εκκλησίας(10).
Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με την ιστορική τούτη ανάλυση του χριστολογικού δόγματος, δηλαδή της πίστης και ομολογίας στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως οι ισχυρισμοί του Α. Harnack για τη ραγδαία μεταφύτευση του χριστιανικού κηρύγματος από το ιουδαϊκό έδαφος, μέσα σε λίγα χρόνια, στο καθαρά ελληνικό, με την έννοια ώστε να είναι πια βαθιά εξελληνισμένο και αλλαγμένο, είναι αρκετά πρόχειροι(11).
Χρειάζεται όχι μονάχα η επιμέρους φιλολογική και εννοιολογική ανάλυση των πηγών, αλλά και η βαθιά εκτίμηση της όλης περιρρέουσας ατμόσφαιρας ενός πολιτισμού. Η αποσπασματική φιλολογική περιοχή, μικροσκοπικά και δίχως τη μακροσκοπική θεώρηση, εξάπαντος μας φυλακίζει σε μια τρώγλη επί ποινή να μη βλέπουμε τον γύρω μας κόσμο. Αλλά η ζωή δεν ξέρει τέτοια πράγματα, ούτε φυσικά ερευνά κατ' αποκλειστικότητα μερικά θραύσματα πηγών και μνημείων παράγει απεναντίας σύνολα γεγονότων και καταστάσεων, όπου κινείται ολοκληρωμένα.
Η ζωή δεν μπορεί να φυλακιστεί από κανέναν, ούτε και φυλακίζεται μόνη της. Κάτι τέτοιο μονάχα οι ιστορικοί ερευνητές μπορούν να το πραγματοποιήσουν και να το πάθουν. Επομένως ούτε η κοινότητα, που έχει τη χαρισματική γνώση και την ίδια τη ζωή, ακολουθεί τη μέθοδο των επιμέρους εννοιολογικών διασαφήσεων ούτε άλλωστε απλώς συνδυάζει μικροσκοπική και μακροσκοπική θεώρηση· ζει μικροσκοπικά και μακροσκοπικά
Έτσι η Χριστολογία ευθύς εξαρχής ήταν μια ιστορική συνείδηση ζωντανή και έντονη, ώστε η Εκκλησία την κάθε αιρετική απόκλιση - και τέτοιες αποκλίσεις ήταν φυσικό να γίνουν πάμπολλες - την αισθανόταν σαν προσβολή στο ίδιο της το σώμα, όπως συμβαίνει με το αίσθημα της οδύνης, καθώς προσβάλλεται οποιοδήποτε ζωντανό σώμα.
___________________________
(1): Ἰω. 1,14: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ».
(2): Γρηγορίου θεολόγου, Θεολογικός τέταρτος PG 36, 132Β: «Χριστός διά τήν θεότητα· αὕτη γάρ ἡ χρίσις τῆς ἀνθρωπότητος, οὐκ ἐνεργείᾳ κατά τούς ἄλλους χριστούς ἁγιάζουσα, παρουσίᾳ δέ ὅλου τοῦ χρίοντος· ὁ αὐτός οὖν ἤ τε χρίσις καί ὁ χρίων ἦν, ἥ τε θέωσις καί ὁ θεοποιῶν- δι' ἑαυτοῦ ἔχρισεν ὡς ἠθέλησε τό ἡμέτερον φύραμα, δι' ἄφατον φιλανθρωπίας πέλαγος».
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 4, 6 PG 94,1112BC: «Ὅτε γάρ γέγονε σάρξ ὁ Λόγος, τότε καί ὠνομάσθαι λέγομεν αὐτόν Χριστόν Ίησούν. Ἐπειδή γάρ κέχριται τῶ ἐλαίω τῆς ἀγαλλιάσεως, ἤτοι τῷ Πνεύματι...».
(3): Πολύ λίγο ενδιαφέρουν οι θεωρίες για την προέλευση αυτής της διήγησης. Η δογματική της σημασία είναι ακριβώς η ομολογία, που είναι πίστη της Εκκλησίας, και όχι καταρχήν η έρευνα της γένεσης και της προέλευσης.
(4): Ματθ. 16,17.
(5): Ματθ. 16,18: «... σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτη τῇ πέτρα οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Η χρησιμοποίηση της ρήσης αυτής από τη ρωμαιοκαθολική θεολογία για τη θεμελίωση του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, ως διαδόχου του Πέτρου, κατά την άποψη της δυτικής θεολογίας, αποτελεί μια άλλη πτυχή που εξετάζει η ίστορικοδογματική έρευνα.
(6): Ιωάννου Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α', σελ. 36-42.
(7): Ίω. 1,41: «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν (ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός).
(8): Βλ. ένα τέτοιο λειτουργικό ύμνο Α' Τιμ. 3,16:
«Ὅς ἐφανερώθη ἐν σαρκί,
ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι,
ὤφθη ἀγγέλοις,
ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν,
ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ,
ἀνελήφθη ἐν δόξῃ».
(9): Ιγνατίου, Πρός Τραλλιανούς 9 PG 5,681Β. «Κωφώθητε οὖν, ὅταν ὑμῖν χωρίς Ἰησοῦ Χριστοῦ λαλῇ τις, τοῦ ἐκ γένους Δαβίδ τοῦ ἐκ Μαρίας, ὅς ἀληθῶς ἐγεννήθη, ἔφαγέ τε καί ἔπιεν, ἀληθῶς ἐδιώχθη ἐπί Ποντίου Πιλάτου, ἀληθῶς ἐσταυρώθη καί ἀπέθανε βλεπόντων τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί ὑποχθονίων· ὅς καί ἀληθῶς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐγείραντος αὐτόν τοῦ πατρός αὐτοῦ· οὖ καί κατά τό ὁμοίωμα ἡμᾶς τούς πιστεύοντας αὐτῷ οὕτως ἐγερεῖ ὁ πατήρ αὐτοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, οὖ χωρίς τό ἀληθινόν ζῆν οὐκ ἔχομεν».
(10): Πρβλ. F. Heiler, Urkirche und Ostkirche, Munchen 1937, σελ. 69.
(11): A. Harnack, Das Wesen des Christentums, Leipzig 1906, σελ. 68,112.
(11): A. Harnack, Das Wesen des Christentums, Leipzig 1906, σελ. 68,112.
Πηγή: paterikakeimena.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου