Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Διάφορες αντιρρήσεις των επικριτών της Παλαιάς Διαθήκης, 15ο.

8. "Ο Γιαχβέ φαίνεται πόσο απάνθρωπος και αδίστακτος είναι, καταστρέφοντας π.χ. τα Σόδομα και εξολοθρεύοντας τους κατοίκους τους. Πώς γίνεται να εξολοθρεύονται απο τον «Θεό της Αγάπης» ολόκληρα «κακά» έθνη δίχως ωστόσο να σώζονται οι δίκαιοι από αυτά τα έθνη; Και πώς γίνεται να εξολοθρεύονται μαζί και τα μικρά παιδιά που είναι αθώα;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Θεός είναι δίκαιος, και αλλού δείχνει έλεος, ενώ αλλού εξολοθρεύει, αφού δεν υπάρχει περίπτωση ο κακός να μετανοήσει. Π.χ. ενώ καταστρέφει τα Σοδομα και Γόμορα, στην περίπτωση της Νινευή, δεν την καταστρέφει, μια και οι κάτοικοί της μετανοoύν για τις (όποιες) κακές πράξεις τους. Επανειλλημένα τονίζει πως ακόμα κι αν υπήρχαν 10 μόνο δίκαιοι άνθρωποι στις πόλεις αυτές, δεν θα τις κατέστρεφε.

ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΗ’ 23, Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «Θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; 24 Ίσως υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρέσεις την περιοχή για χάρη των πεντήντα δικαίων που βρίσκονται σ' αυτήν; 25 Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους και αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλο το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;» 26 Ο Κύριος απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων πενήντα δικαίους, θα συγχωρήσω για χάρη τους ολόκληρη την περιοχή». 27 Ο Αβραάμ αποκρίθηκε: «Συγχώρησέ με, Κύριε μου, που τολμώ να σου μιλάω, ενώ είμαι χώμα και σκόνη. 28 Ίσως όμως από τους πενήντα δικαίους να λείπουν πέντε˙ θα καταστρέψεις εξαιτίας των πέντε όλη την πόλη;» Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα την καταστρέψω αν βρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους». 29 Ο Αβράμ συνέχισε: «Ίσως όμως βρεθούν εκεί μόνο σαράντα». Ο Κύριος απάντησε: «Για χάρη των σαράντα δε θα κάνω τίποτα». 30 Ο Αβραάμ ξαναμίλησε: «Μη θυμώνεις, Κύριε μου, που θα σου μιλήσω πάλι: Ίσως βρεθούν εκεί τριάντα δίκαιοι». Κι ο Κύριος απάντησε: «Δεν θα κάνω τίποτα αν βρώ εκεί τριάντα». 31 Ο Αβραάμ επέμεινε: «Τώρα που άρχισα να μιλάω με τον Κύριο μου, ας πω κάτι ακόμα: Αν βρεθούν εκεί είκοσι;» Ο Κύριος απάντησε: «Δεν θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των είκοσι». 32 Ο Αβραάμ επανήλθε: «Μη θυμώνεις, Κύριε μου, που θα σου μιλήσω για μια φορά ακόμα: Ίσως βρεθούν εκεί δέκα δίκαιοι». Ο Κύριος απάντησε: «Δε θα καταστρέψω την πόλη, για χάρη των δέκα». 33 Μόλις ο Κύριος τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ, έφυγε˙ κι ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη σκηνή του.

ΑΡΙΘΜΟΙ ΙΔ’ 18, Ο Κύριος είναι υπομονετικός και πολυεύσπλαγχνος, συγχωρεί την ανομία και την αμαρτία, αλλά δεν αφήνει και τίποτε ατιμώρητο. (...)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΔ’ 16, Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων· ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται. (μτφ.: Δεν πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο οι γονείς για τις αμαρτίες των παιδιών τους, ούτε τα παιδιά για τις αμαρτίες των γονιών τους. Ο καθένας θα τιμωρείται με θάνατο μόνο για τη δική του αμαρτία)

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Α' 13, ὅτι ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων. 14 ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα, καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς. 15 δικαιοσύνη γὰρ ἀθάνατός ἐστιν. 16 ᾿Ασεβεῖς δὲ ταῖς χερσὶ καὶ τοῖς λόγοις προσεκαλέσαντο αὐτόν, φίλον ἡγησάμενοι αὐτὸν ἐτάκησαν καὶ συνθήκην ἔθεντο πρὸς αὐτόν, ὅτι ἄξιοί εἰσι τῆς ἐκείνου μερίδος εἶναι.

(13, Γιατί τον θάνατο δεν τον έκανε ο Θεός, ούτε ευχαριστείται με τον αφανισμό των ζωντανών. 14 Ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν για να υπάρχει και το διατηρεί στη ζωή με τη συνεχή δημιουργία του. Στα δημιουργήματά του δεν υπάρχει τίποτα που να τα οδηγεί στην καταστροφή˙ και πάνω στη γη δεν βασιλεύει ο θάνατος αλλά ο Θεός. 15 Στον δίκαιο ο θάνατος δεν έχει εξουσία. 16 Οι ασεβείς με τα έργα τους και με τα λόγια τους προσκαλούν το θάνατο˙ τον αποζητούν με πάθος και τον κάνουν φίλο τους και κάνουν συμφωνία μαζί του. Συνεπώς τους αξίζει να ανήκουν σ’ αυτόν).

ΙΩΝΑΣ Γ 10, Όταν ο Θεός είδε πως οι Νινευίτες άφησαν την κακία τους, μετάνιωσε και δεν τους τιμώρησε όπως τους είχε προειδοποιήσει.

ΙΩΝΑΣ Δ’ 1, Ο Ιωνάς όμως στεναχωρήθηκε πολύ και οργίστηκε. 6 Ο Κύριος ο Θεός, πρόσταξε να φυτρώσει ένα φυτό και το έκανε να ψηλώσει πάνω από τον Ιωνά και να του κάνει σκιά στο κεφάλι του για να νιώθει πιο άνετα. Ο Ιωνάς χάρηκε πάρα πολύ γι’ αυτό το φυτό. 7 Νωρίς όμως την άλλη μέρα το πρωί ο Θεός πρόσταξε ένα σκουλήκι ν’ αρχίσει να τρώει τις ρίζες του φυτού, κι έτσι το φυτό ξεράθηκε. 8 Όταν βγήκε ο ήλιος, ο Θεός πρόσταξε να φυσήξει ένας καυτός ανατολικός άνεμος˙ ο ήλιος έκαιγε το κεφάλι του Ιωνά κι ένιωθε τρομερά εξαντλημένος. Ήθελε να πεθάνει (...). 9 Ο Θεός όμως τον ρώτησε: «Είναι σωστό, Ιωνά, να θυμώνεις εξαιτίας αυτού του φυτού;» Κι εκείνος απάντησε: «Και βέβαια έχω δίκαιο να είμαι θυμωμένος˙ καλύτερα να πεθάνω!» 10 Τότε ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξε Ιωνά: Εσύ ούτε κόπιασες γι’ αυτό το φυτό ούτε το ‘κανες να μεγαλώσει. Μόνο του μεγάλωσε μέσα σε μια νύχτα και την άλλη μέρα ξεράθηκε. Κι όμως λυπήθηκες γι’ αυτό! 11 Εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ για τη Νινευή, τη μεγάλη πόλη; Σ’ αυτήν υπάρχουν περισσότεροι από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, που δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν το αριστερό τους χέρι από το δεξί».

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΙΔ’ 12, καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ἐμὲ λέγων 13 «Άνθρωπε, αν κάποια χώρα απιστήσει σ’ εμένα, θα την τιμωρήσω και θα της στείλω πείνα, για ν’ αφανίσω και τους ανθρώπους και τα κτήνη της. 14 Ακόμη κι αν ανάμεσα στον πληθυσμό της χώρας εκείνης ήταν άνθρωποι σαν τον Νώε, το Δανιήλ ή τον Ιώβ, η δικαιοσύνη τους δεν θα μπορούσε να σώσει παρά μόνο αυτούς τους ίδιους˙ εγώ ο Κύριος το λέγω».

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΙΗ 19, «Και τότε θα πήτε: Διατί το παιδί δεν υπέστη την τιμωρίαν των αδικιών του πατρός του; Διότι είναι υιός δικαιοσύνης, έδειξε ευσπλαγχνίαν, ετήρησεν όλας τας εντολάς μου και τας εφήρμοσε πιστώς. Αυτός ασφαλώς και βεβαίως θα ζήση. 20 Άνθρωπος όμως ο οποίος πεισμόνως και αμετανοήτως αμαρτάνει, αυτός θα αποθάνη πολύ σύντομα. Το παιδί δεν θα πάρη επάνω του τας αδικίας του πατρός. Ούτε ο πατέρας θα είναι υπεύθυνος δια τας αδικίας του παιδιού. Η αρετή του δικαίου θα μείνη εις αυτόν κτήμα αναφαίρετον˙ όπως επίσης και η παρανομία του αμαρτωλού θα μένη πάντοτε εις βάρος του αμαρτωλού. 21 Εάν όμως ο αμαρτωλός μετανοήση και αποστραφή όλας τας αμαρτίας, τας οποίας διέπραξε, και προσπαθήση να τηρήση όλας τας εντολάς μου και να εφαρμόση δικαιοσύνην και έλεος, θα μακροημερεύση και δεν θα τιμωρηθή με πρόωρον θάνατον. 22 Όλα τα αμαρτήματα, τα οποία είχε διαπράξει, δεν θα τα ενθυμηθή πλέον ο Θεός. Χάρις δε εις την ενάρετον ζωήν του, την οποίαν ζη, θα ζήση επί μακρόν. 23 Μήπως, τάχα, εγώ θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, λέγει ο Κύριος, όπως και όσον θέλω και επιθυμώ να απαρνηθή αυτός τον αμαρτωλόν τρόπον της ζωής, να επιστρέψη εν μετανοία προς εμέ, δια να ζήση επί μακρόν; 32 Διότι εγώ δεν επιθυμώ και δεν θέλω τον θάνατον εκείνου, ο οποίος αποθνήσκει αμετανόητος εις τας αμαρτίας του», λέγει ο Κύριος.

ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΛΓ’ 13, Εάν εγώ ειπώ εις τον δίκαιον, ότι θα ζήση, αυτός δε, έχη πεποίθησιν και θεωρήση στήριγμα του την προτέραν του αρετήν, παρασυρθή δε εις παρανομίαν, όλαι αι δικαιοσύναι αυτού δεν θα ληφθούν υπ’ όψιν, αλλά θα θανατωθή εξ αιτίας της αμαρτίας, την οποίαν διέπραξεν. 14 Εάν επίσης εγώ ειπώ εις τον ασεβή˙ ασφαλώς και βεβαίως θα θανατωθής εξ αιτίας των αμαρτιών σου, εκείνος δε, μετανοήση και απομακρυνθή από τας αμαρτίας του και εφαρμόση πλέον δικαιοσύνην εις την ζωήν του, 15 (...) αυτός θα ζήση ευτυχής και δεν θα τιμωρηθή δια θανάτου. 16 Όλαι αι αμαρτίαι, τας οποίας είχε διαπράξει δεν θα ληθφούν υπ’ όψιν, διότι τηρεί το δίκαιον και ζη με δικαιοσύνην. Χάρις δε εις αυτά θα ζήσει ευτυχής.

Η τιμωρία-θάνατος του αμαρτωλού δεν έχει την έννοια ότι ο Θεός είναι εγωιστής και επειδή ο άνθρωπος δεν τηρεί το θέλημά του, ο Θεός τον τιμωρεί και τον θανατώνει. Όταν ο άνθρωπος με τη δική του θέληση αρνείται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, με άλλα λόγια αρνείται να έχει οποιαδήποτε σχέση με το Θεό, ο Θεός αποσύρει την ευλογία του, τον αφήνει αυτόνομο κι ελεύθερο, και ταυτόχρονα απροστάτευτο από την φθορά, το κακό, τους κακούς ανθρώπους ή τον διάβολο, με αποτέλεσμα ο αμαρτωλός να καταστραφεί. Δεν συνιστά «εκδίκηση του Θεού» ο θάνατος τού αμαρτωλού, λοιπόν. Απλώς διαλέγει ο αμαρτωλός να διακόψει τη σχέση του με το Θεό, ο Θεός αποδέχεται την επιθυμία του αμαρτωλού, και τον αφήνει, τον εγκαταλείπει.

Επομένως η παράθεση από τους επικριτές της Π.Δ. στίχων όπου ο Θεός της Π.Δ. φαίνεται οργίλος τιμωρός δεν αντισταθμίζει καν τους στίχους στους οποίους ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και πράος, διότι αδυνατεί η αντι-παλαιοδιαθηκική άποψη να εξηγήσει συνολικά την Π.Δ. Και αδυνατεί, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη της τα κριτήρια της συμπεριφοράς του Θεού σε όλες τις περιπτώσεις. Αδυνατεί να πείσει η αντι-παλαιοδιαθηκική θεωρία ότι ο Θεός της Π.Δ. είναι οργίλος και άκαρδος, εφόσον δεν επεξηγεί στίχους οι οποίοι δείχνουν το αντίθετο: δεν εξηγεί γιατί στην μια περίπτωση ο Θεός τιμωρεί και στην άλλη όχι.

Επειδή οι επικριτές της Π.Δ. είναι προκατειλλημένοι, δεν έχουν διάθεση να ερμηνεύσουν συνολικά την Παλαιά Διαθήκη. Γι’ αυτό άλλωστε, αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να παραθέσουν στίχους όπου φαίνεται ότι ο Θεός συγχωρεί και σώζει όσους αμαρτωλούς μετανοούν. Γι’ αυτό και αποφεύγουν, να παραθέσουν, πόσο μάλλον να ερμηνεύσουν, στίχους στους οποίους ο Θεός συγχωρεί ή λυτρώνει ξένα έθνη και πόλεις ή τιμωρεί τους Εβραίους. Η ερμηνεία τους είναι ανάπηρη, χωλαίνει, αφορά μόνο τους «στίχους τιμωρίας». Δεν μπορούν να έχουν συνολική αντίληψη. Λέγοντας τη μισή αλήθεια, λένε δυο φορές ψέμματα.

Θα πούν μερικοί «πώς γίνεται να τιμωρούνται όλοι οι άνθρωποι ενός «αμαρτωλού» έθνους, και μάλιστα και τα παιδιά τους που δεν έχουν φταίξει;» Κατά πρώτον, στην Π.Δ. τα δίκαια και μη αμαρτωλά άτομα ενός κακού έθνους ειδοποιούνται να φύγουν από το έθνος τους πρωτού ξεσπάσει η τιμωρία επ' αυτού, όπως π.χ. οι δίκαιοι Κιναίοι προειδοποιούνται να φύγουν από τους Αμαληκίτες στο Α' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΙΕ' 6, προτού οι Αμαληκίτες τιμωρηθούν, ή όπως ο δίκαιος Λώτ προειδοποιείται να φύγει από τα Σόδομα στο ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΘ' 12-16, προτού τα Σόδομα καταστραφούν. Οι γαμπροί του Λωτ που δεν πήραν στα σοβαρά την προειδοποίηση και παρέμειναν στα Σόδομα, σκοτώθηκαν από δικό τους φταίξιμο. Επιπλέον έχουμε δει ότι τα μη αμαρτωλά μέλη ενός αμαρτωλού έθνους, εκτός αν έφευγαν, μπορούσαν να συμβιώσουν με τους Ισραηλίτες κι αυτοί δεν τα πείραζαν ούτε αυτά ούτε τις οικογένειές τους. Όσο για το δεύτερο πρέπει να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις:

1) Ο Θεός όντως δίνει εντολή για θανάτωση παιδιών, ως τμήμα του πληθυσμού των εχθρικών εθνών. Αυτή η εντολή δεν δόθηκε για όλα τα έθνη, αλλά για ορισμένα. Συνήθως είναι οι Ισραηλίτες που σφάζουν (ως τμήμα του πληθυσμού, μετά από πόλεμο) και τα παιδιά, δίχως ο Θεός να τους παροτρύνει άμεσα˙ ή δεν τους επικρίνει. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που προστάζει τον αφανισμό όλου του πληθυσμού. Κυρίως αυτός ο αφανισμός αφορά τα αρσενικά παιδιά.

2) Το ζήτημα είναι ότι όσοι εξαρχής δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού της Π.Δ. δεν μπορούν να κατηγορούν έναν ανύπαρκτο θεό για κάποιες ανύπαρκτες εντολές του. Είτε οι κατήγοροι της Π.Δ. πρέπει, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι ο Θεός της Π.Δ. έδωσε τις εντολές σφαγιασμού, να πιστέψουν ότι υπάρχει κι ότι είναι ο μόνος δωρητής κάθε ζωής (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), είτε, αν δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού αυτού, να μην θεωρούν τις εντολές αυτές δοσμένες. Δεν μπορούν ταυτόχρονα και τις εντολές να θεωρούν πραγματικά δοσμένες και την ίδια στιγμή να θεωρούν ανύπαρκτο τον δότη των εντολών αυτών. Η λογική τους είναι σαθρή και οι ίδιοι παριστάνουν τους έξυπνους.

Θα απαντήσουν ίσως οι κατήγοροι της Π.Δ.: «δεν πιστεύουμε βεβαίως στην ύπαρξη αυτού του Θεού-εντολοδότη των σφαγών αυτών, αλλά επειδή οι Ισραηλίτες τον εφηύραν ως δικαιολογία για τις κατακτητικές τους εκστρατείες και τις άθλιες απάνθρωπες πράξεις τους κι επειδή πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν στον Θεό αυτόν ίσως παρασυρθούν από τις απάνθρωπες εντολές του και αποκτήσουν την ίδια νοοτροπία, θέλουμε να ξεσκεπάσουμε τη δολιότητα και την αισχρότητα αυτού του εξουσιαστικού-απάνθρωπου άλλοθι». Έχουμε απαντήσει παραπάνω στον ισχυρισμό αυτόν και ξαναπαντούμε: Εάν ο Θεός της Π.Δ. ήταν το άλλοθι των απάνθρωπων Ισραηλιτών-Μωυσή-Ιησού του Ναυή-ιερατείου για σφαγές και κατακτήσεις, τότε η Παλαιά Διαθήκη ουδέποτε θα κατέγραφε την αμαρτωλότητα, την απιστία, τη δειλία και την ειδωλολατρία του Ισραήλ καθώς και τις απειλές του Θεού κατά του Ισραήλ και την τιμωρία του Ισραήλ από τον Θεό αυτόν. Αν ο Θεός ήταν άλλοθι για τις σφαγές ξένων παιδιών των αμαρτωλών Χαναναίων, τότε δε θα διέταζε ο ίδιος στο ΙΕΖΕΚΙΗΛ Θ’ 5-6, τη σφαγή των παιδιών των αμαρτωλών Ισραηλιτών. Εκτός κι αν οι αυτοπαρουσιαζόμενοι ως «αντιεξουσιαστές» κατήγοροι της Π.Δ. θεωρούν τους Ισραηλίτες (προφήτες και ιερείς συγγραφείς) μαζοχιστές, ώστε να καταγράψουν στο (για άλλοθι) «ιερό» βιβλίο τους τους δεκάδες στίχους εναντίον του Ισραήλ˙ στην περίπτωση αυτήν αρμόδια για τέτοιες απόψεις θα ήταν η ψυχιατρική.

3) Ο Θεός ως δωρητής της ζωής είναι ο μόνος που έχει το δικαίωμα να προστάξει την αφαίρεσή της και να την αφαιρέσει. Οι άνθρωποι δεν έπλασαν εκ του μηδενός τους ανθρώπους, ώστε να έχουν δικαίωμα να τους εξοντώσουν ούτε γνωρίζουν πλήρως τι είναι δίκαιο, τι είναι λιγότερο οδυνηρό και τι συμφέρει περισσότερο˙ ο Θεός τα γνωρίζει αυτά και έχει πλάσει τον άνθρωπο εκ του μηδενός.

4) Ο Θεός ζήτησε από τους Ισραηλίτες να φονεύσουν (μεταξύ άλλων) και τα (αθώα) παιδιά ενός κακού έθνους, ώστε να αποφευχθούν μεγαλύτερα κακά. Αν π.χ. τα αθώα βρέφη των αμαρτωλών γονιών (μιλάμε πάντα για συγκεκριμένα έθνη, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο κι όχι «γενικά και αόριστα») συνέχιζαν να ζουν μαζί με τους αμαρτωλούς γονείς τους, τότε μεγαλώνοντας θα συνέχιζαν τον αμαρτωλό τρόπο της ζωής των γονιών τους (εάν αυτοί πρώτα δεν τα θυσίαζαν στους θεούς τους): θρησκευτική ιερουδουλεία (καταπίεση γυναικών και ιεροποίηση της διαστροφής), ανθρωποθυσίες, κτηνοβασίες, γενικότερη αμαρτωλή συμπεριφορά. Έτσι, ο τρόπος αυτός ζωής θα συνεχιζόταν. Ο Θεός ήξερε ότι δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξει αυτό: ως γνώστης του μέλλοντος ήξερε τι θα γινόταν, αν δεν εξοντώνονταν ολοκληρωτικά τα αμαρτωλά έθνη. Ήταν μια οδυνηρή λύση, αλλά ήταν η μόνη υπαρκτή. Ο Θεός δεν είναι μάγος, επεμβαίνει στην Ιστορία αποδεχόμενος τις συνθήκες που δημιουργούν οι άνθρωποι. Δεν καταστρέφει, «χτυπώντας παλαμάκια», το Κακό.

5) Ασφαλώς δεν θέλησε ο Θεός να σώσει τη ζωή των αθώων παιδιών σκοτώνοντάς τα. Θέλησε να σταματήσει τις ανθρωποθυσίες παιδιών που θα συνεχίζονταν και στο μέλλον. Ετσι σώθηκαν πολύ περισσότερα παιδιά (αυτά που διαφορετικά θα γίνονταν ιερόδουλες ή θα θυσιάζονταν στη φωτιά του Μολώχ) συγκριτικά με τα παιδιά που ο Θεός επέτρεψε ή διέταξε (έχοντας κατά νου το μέλλον) να σφαγούν. Για το ζήτημα της λιγότερο οδυνηρής λύσης κάνουμε λόγο παρακάτω.

6) Το πρόβλημα ασφαλώς το έχουν όσοι πιστεύουν ότι η ζωή σταματά στο θάνατο. Αν είναι έτσι, τότε όντως τα παιδιά που σφάχτηκαν αδικήθηκαν. Αλλά όσοι το πιστεύουν αυτό, υπόκεινται στην ίδια κατηγορία με αυτούς που αναφέραμε στο 2).

7) Αναφέραμε παραπάνω διάφορα εδάφια. Αυτά δείχνουν ότι όταν υφίστανται κακό τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ενός αμαρτωλού, το κακό αυτό δεν είναι τιμωρία και των ίδιων, αλλά κατ' ανάγκη αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα υπόλοιπα (αθώα) μέλη της οικογένειας του αμαρτωλού ζουν μαζί και η μοίρα του καθενός αλληλεπιδρούν με τις μοίρες των άλλων. Αυτό δεν είναι συν-τιμωρία και δεν σχετίζεται μόνο με οικογένειες αμαρτωλών.

Για παράδειγμα, αν κάποιος γονιός κερδίσει το λόττο, τότε δεν ευεργετείται μόνο αυτός αλλά μέσω αυτού και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αν εργάζεται σκληρά και γίνει πλούσιος, τότε δεν ευεργετείται μόνο ο ίδιος, αλλά και τα μέλη της οικογένειας του, τα οποία, φυσικά, αν και δεν έκαναν απολύτως τίποτα, ώστε να δικαιούνται τον πλούτο (δεν δούλεψαν αυτά σκληρά), ωστόσο, επειδή οι μοίρες τους αλληλεπιδρούν με αυτήν του γονιού, επωφελούνται κι αυτά. Παρομοίως για την αντίθετη περίπτωση, αν κάποιος γονιός είναι δολοφόνος και κλέφτης και συλληφθεί ή σκοτωθεί, τότε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του δεν συν-τιμωρούνται, αλλά επειδή είναι μία οικογένεια με αυτόν και οι τύχες τους αλληλοεξαρτώνται, συνυφίστανται τις συνέπειες της κακίας του. Αυτά δεν πάνε φυλακή ούτε δολοφονούνται, αλλά στεναχωριούνται. Υποφέρουν τις συνέπειες της κακίας του πατέρα τους, και είναι αποκλειστικώς θύματα της ανοησίας και κακίας των γονιών τους. Κανείς δεν «τιμωρεί» τα παιδιά ενός δολοφόνου, αλλά αυτά υφίστανται τις συνέπειες της τιμωρίας του δολοφόνου. Αν κάποιος γονιός είναι ναρκωμανής, τότε κανείς δεν τιμωρεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που στερούνται την υλική ευημερία, επειδή ο ναρκωμανής ξοδεύει τα λεφτά στα ναρκωτικά. Εφόσον λοιπόν τα παιδιά είναι 1ον, υπό την προστασία των γονιών και 2ον, αναγκαστικά εκ φύσεως ακολουθούν κι επηρεάζονται από τις τύχες των γονιών, τότε δεν πρέπει να θεωρήσουμε παράξενο αν επωφελούνται ή αν συνδυστυχούν μαζί με τους γονείς τους.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Π.Δ. Η Ραάβ στην Ιεριχώ κλείνει συμφωνία, επειδή βοήθησε, με τους Ισραηλίτες, όταν αυτοί καταλάβουν την πόλη της, να μην την πειράζουν, ούτε αυτήν ούτε όσους βρίσκονται τη στιγμή της κατάληψης μέσα στο πατρικό της σπίτι και αυτοί προσθέτουν (ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ Β’, 19): «Όποιος βγει έξω από την πόρτα του σπιτιού σου, θα είναι ο ίδιος υπεύθυνος για το θάνατο του κι όχι εμείς. Αν όμως, κάποιος πειράξει οποιονδήποτε απ’ αυτούς που θα βρίσκονται μαζί σου, στο σπίτι σου, θα είμαστε εμείς υπεύθυνοι για το θάνατό του». Εδώ είναι αποκλειστικά και μόνο η Ραάβ αυτή που βοηθά τους Ισραηλίτες, ωστόσο χάρη σ’ αυτήν επωφελούνται και γλιτώνουν τις ζωές τους και πολλοί άλλοι, που θα βρίσκονταν στο σπίτι. Αυτών οι ζωές δεν σώθηκαν επειδή οι ίδιοι ήταν δίκαιοι, αλλά επειδή σχετίζονταν (ήταν συγγενείς ή φίλοι) μαζί με αυτήν που ήταν δίκαιη. Επομένως εδώ υφίστανται τα καλά αποτελέσματα μιας σωστής πράξης ενός μέλους της οικογένειας τους˙ δεν επιβραβεύονται οι ίδιοι. Το ίδιο συμβαίνει και με την οικογένεια του Λωτ. Ο Λωτ ήταν ο μόνος δίκαιος στα Σόδομα˙ ωστόσο εξαιτίας του σώθηκαν και πολλοί άλλοι, όσοι πίστεψαν στα λόγια του. Αυτοί σώθηκαν επειδή σχετίζονταν με έναν δίκαιο.

8) Τα παιδιά λοιπόν δεν τιμωρούνταν για τις αμαρτίες των γονιών τους. Ήταν θύματα των αμαρτιών των γονιών τους. Δηλαδή της αμαρτωλότητάς τους˙ της απρονοησίας τους να το σκάσουν απ’ τη Χαναάν˙ της απερισκεψίας τους να μην πολεμήσουν κατά των Ισραηλιτών.

9) Αν εξετάσουμε τώρα το θέμα «τι θα μπορούσαν οι Ισραηλίτες να κάνουν με τα παιδιά των εχθρών τους;», διαπιστώνουμε ότι υπήρχαν μόνο οι εξής τέσσερεις επιλογές.

i) να τα έπαιρναν ως σκλάβους, είτε γι’ αυτούς είτε για να τα πουλήσουν στους δουλέμπορους.

ii) να τα έπαιρναν μαζί τους και να τα ενέτασσαν σε τίποτε οργανισμούς ή προγράμματα ένταξης στην κοινωνία του Ισραήλ – ή να τα μοίραζαν στις οικογένειές τους και να τα ανέθρεφαν ως ισραηλιτόπουλα.

iii) να τα άφηναν στα ερείπεια των πόλεών τους, ώστε να τα φάνε τα θηρία ή να πεθάνουν απ’ την πείνα ή να τα αρπάξουν οι δουλέμποροι.

iv) να τα σκοτώσουν επί τόπου.

Λέμε «μόνο οι εξής επιλογές» διότι, επαναλαμβάνουμε, ο Θεός δεν είναι θαυματουργός-''μάγος'' (αν ήθελε, θα μπορούσε, φυσικά, να γίνει), συνεργάζεται με τους ανθρώπους και «παίζει» στην Ιστορία σύμφωνα με τις συνθήκες που δημιουργούν οι άνθρωποι μόνοι τους. Αλλιώς λ.χ. δε θα ενσαρκωνόταν ο Χριστός, αλλά ο Θεός θα «χτυπούσε παλαμάκια» και το κακό θα εξαφανιζόταν – επειδή το θέλει ο Θεός κι όχι επειδή συναίνεσαν όλοι οι άνθρωποι (κι ένας κακός να παραμείνει, το κακό υπάρχει).

Για την επιλογή i) πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός καταδικάζει τη δουλεία. Στο αρχαίο Ισραήλ η μόνη μορφή δουλείας που επιτρεπόταν ήταν η προσωρινή για λόγους οικονομικούς. Έπειτα από επτά χρόνια όλοι οι δούλοι έπρεπε να απελευθερωθούν σύμφωνα με ό,τι πρόσταζε ο Θεός της Π.Δ. Επίσης ο Θεός πρόσταζε ότι αν ένας δούλος το έσκαγε από τον αφέντη του κι ερχόταν στο Ισραήλ, δεν θα έπρεπε να τον παραδόσουν αλλά να τον αφήσουν να κατοικεί ελεύθερο (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟ ΚΓ’, 15). Μόνο για προτροπή προς «σαφάρι υποδούλωσης» δεν μοιάζει αυτό. Κατά δεύτερον, αυτό ήταν πρακτικά αδύνατον εκτός από λίγες σπάνιες περιπτώσεις. Πρώτον, διότι ειδικά την εποχή που οι Ισραηλίτες ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη Χαναάν και να πολεμήσουν με τα έθνη της, ζούσαν σε καταυλισμούς, μετακινούνταν από τη μια περιοχή στην άλλη. Δε θα μπορούσαν να έχουν αρκετή τροφή. Δεύτερον, οι Χαναναίοι ήταν υπεράριθμοι των Ισραηλιτών˙ αν οι Ισραηλίτες «άρπαζαν τα ορφανά παιδιά ως δούλους», όχι μόνο σύντομα θα μεγάλωναν έναν στρατό μελλοντικών εκδικητών αλλά επιπλέον θα αντιστοιχούσαν πάρα πολλοί δούλοι σε κάθε ελεύθερο. Ίσως σε άλλες εποχές, όταν είχε σταθεροποιηθεί το Ισραήλ, αυτό να ήταν δυνατό, αλλά τότε απλούστατα δεν υπήρχαν έθνη της Χαναάν προς υποδούλωση των παιδιών τους.

Για την περίπτωση ii) ούτε υπήρχαν τίποτε τέτοιοι οργανισμοί κοινωνικής πρόνοιας στην αρχαία εποχή, στην Μ. Ανατολή ούτε μπορούσαν, δεδομένων των συνθηκών που προαναφέραμε, να αναπτύξουν οι Ισραηλίτες ειδικά για να αφομοιώσουν» τα παιδιά των ηττημένων Χαναναίων. Ούτε πάλι γινόταν να δεχτούν οι μετακινούμενοι Ισραηλίτες ως παιδιά τους τα παιδιά των Χαναναίων, διότι ούτε αρκετή τροφή υπήρχε για τη συντήρηση των καταυλισμών (ζώντας σε καταυλισμούς προσωρινά,– μεταναστεύοντας και πολεμώντας δεν είχαν τη δυνατότητα να καλλιεργούν τη γη), ούτε ήταν δυνατό τόσος πληθυσμός να αφομοιωθεί από τους υποδεέστερους αριθμητικά Ισραηλίτες, ούτε θα ξεχνούσαν τα παιδιά των Χαναναίων ότι οι θετοί γονείς τους ήταν οι εχθροί τους, ούτε οι Ισραηλίτες θετοί γονείς θα ξεχνούσαν ότι αυτά ήταν τα παιδιά των εχθρών τους και δυνάμει εχθροί τους, όταν θα μεγάλωναν (με αποτέλεσμα να τα καταπιέζουν και ποτέ να μη τους φέρονται όπως στα άλλα παιδιά τους). Κατά την Τουρκοκρατία οι Τούρκοι άρπαζαν τα Ελληνόπουλα, με σκοπό να τα κάνουν στρατιώτες – αλλά οι Τούρκοι, σ’ αντίθεση με τους Ισραηλίτες 1) ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι κάπου, 2) ήταν οι κυρίαρχοι, όχι οι επί ίσοις όροις πολεμούντες τους Έλληνες, 3) δεν διέσπειραν τα Ελληνόπουλα σε κάθε τουρκική οικογένεια, αλλά τα ανέτρεφαν σε αγέλες, σε στρατόπεδα. Πρακτικά, λοιπόν, ούτε η ii) περίπτωση ήταν δυνατή. Θα μπορούσε κανείς να πει «γιατί ο Θεός δεν πρόσταζε τους Ισραηλίτες να αφομοιώσουν τα παιδιά αυτά και να τους φέρονται όπως στα δικά τους; Αν τους διέταζε, θα υπάκουαν». Δυστυχώς δεν είχαν έτσι τα πράγματα. Αν υποτεθεί ότι τους πρόσταζε και τον υπάκουγαν, θα έπρεπε να βρεθεί αμέσως τροφή ή μήπως τα δίχως δόντια ορφανά χαναανιτικά βρέφη θα έτρωγαν το «μάννα εξ ουρανού»; Αλλά ο Θεός μέσω της Π.Δ. περιγράφει πόσο καλοί ήταν οι Ισραηλίτες προς τα παιδιά τους: ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΙΣΤ,’ «20 Έπειτα πήρες τ’ αγόρια σου και τα κορίτσια σου, και τα προσέφερες θυσία στα είδωλα για να γίνουν τροφή τους. Σαν να μην έφταναν δηλαδή οι πορνείες σου, 21 έσφαξες τα παιδιά μου και τα παρέδωσες στα είδωλά σου για ολοκαύτωμα». Αν αυτά τα έκαναν στα δικά τους παιδιά, τι θα έκαναν στα παιδιά των ξένων, των «εχθρών» που μόλις είχαν κατανικήσει; Και πόσο σίγουρο ήταν ότι συνεχώς – ήδη από τον καιρό εκείνο αποστάτες θα υπάκουαν στην εντολή αυτή; Εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ο Θεός πρέπει να ήξερε, όπως στο προαναφερθέν εδάφιο, την ποιότητα των Ισραηλιτών, και γι’ αυτό δε διέταξε τίποτα.

Για την περίπτωση iii) θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει την οδυνηρότερη, διότι ήταν αργός θάνατος. Δίχως συγγενείς (ή συγγενείς που το είχαν σκάσει), ανάμεσα στα αποκαΐδια των σπιτών τους, ευάλωτα στα θηρία, στις επιδημίες (λόγω των άταφων νεκρών), στην έλλειψη τροφής, στους νομαδικούς επιδρομείς και τους δουλέμπορους που παραμόνευαν μετά από κάθε μάχη, μάλλον ήταν η χειρότερη επιλογή που μπορούσε να προστάξει ο Θεός.

Απομένει η περίπτωση iv) η οποία ήταν η λιγότερο οδυνηρή από τη δουλεία (ειδικά τα αρσενικά στην Μ. Ανατολή τυφλώνονταν, ώστε να μην επαναστατήσουν, τα θηλυκά θα χρησιμοποιούνταν από τους αγοραστές τους ως σκεύη ηδονής), από την κοινωνική υποτίμηση, από τον αργό θάνατο.

9) Πρέπει να επαναλάβουμε ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Αυτές ήταν οι συνθήκες στην εποχή εκείνη. Μήπως πρέπει να ξαναθυμίσουμε τις αγριότητες κατά του άμαχου πληθυσμού στην Αρχαία Ελλάδα, κατά τους ατελείωτους ενδοελληνικούς πολέμους, τον εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων, τη σφαγή των αρσενικών, την ισοπέδωση πόλεων, ώστε να μην έχουμε αυταπάτες για το ποια ήταν η λιγότερο οδυνηρή λύση;

10) Υπάρχει στον Ησαΐα ένα εδάφιο που αναφέρεται στο θάνατο των δίκαιων ανθρώπων (ΗΣΑΐΑΣ ΝΖ’, 1-2): «Ἴδετε ὡς δίκαιος ἀπώλετο, καὶ οὐδεὶς ἐκδέχεται τῇ καρδίᾳ καὶ ἄνδρες δίκαιοι αἴρονται, καὶ οὐδεὶς κατανοεῖ. Ἀπὸ γὰρ προςώπου ἀδικίας ᾖρται ὁ δίκαιος. 2 Ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ, ᾖρται ἐκ τοῦ μέσου».(Δηλαδή: «δείτε πώς ο δίκαιος χάθηκε και κανείς δε συγκινείται ούτε αισθάνεται αυτό η καρδιά του, και πώς άντρες δίκαιοι θανατώνονται και κανείς δεν το προσέχει, αλλά όλοι αδιαφορούν παγερά. Συμβαίνει αυτό επειδή λόγω της μεγάλης αδικίας έχει θανατωθεί ο δίκαιος. Και θα γίνει εν ειρήνη η ταφή του, έχει αρθη από το μέσο γενιάς πονηρής και ενόχου»). Με άλλα λόγια τα παιδιά αυτά γλίτωσαν τόσο από τη ζωή εν μέσω αμαρτωλών Χαναναίων (την οποία, με τη σειρά τους, θα ακολουθούσαν) όσο και από τη δουλεία και την εκμετάλλευση.

11) Μπορεί κάποιος να πει «ίσως αυτά, από άποψη ψυχρής λογικής να ευσταθούν˙ προτιμότερος ένας γρήγορος θάνατος από τη δουλεία ή τον αργό θάνατο. Ωστόσο, αν φανταστούμε τη στιγμή εκείνη που οι μητέρες των βρεφών τα έβλεπαν να σφάζονται από τους Ισραηλίτες ή τα παιδιά έβλεπαν τις μητέρες τους να σφάζονται από τους Ισραηλίτες, πόσο συμβατό είναι αυτό με την εικόνα ενός δίκαιου Θεού που δε θέλει να υποφέρει κανείς;» Φυσικά η σκηνή αυτή είναι τρομερή, αλλά πάλι θα πρέπει να συγκρίνουμε τη σκηνή αυτή και τη διάρκειά της με αντίστοιχες σκηνές που γίνονταν ή θα γίνονταν, εάν αυτή δε συνέβαινε. Έτσι, τόσο αναφορικά με τις αναίτιες επιθέσεις των διάφορων εθνών κατά του Ισραήλ (στις οποίες συνέβαιναν ακριβώς τα ίδια πράγματα που φανταζόμαστε με την περιγραφή της παραπάνω σκηνής) όσο και με τις θρησκευτικές πρακτικές των Χαναναίων προς τα παιδιά τους, αυτές θα συνεχίζονταν. Δηλαδή, από τη μιά έχουμε μια φρικτή σκηνή η οποία διαρκεί μια μέρα και αφορά λίγα έθνη, ενώ από την άλλη έχουμε α’) επί αιώνες επαναλαμβανόμενες επιδρομές κι εχθροπραξίες Αμαληκιτών, Μωαβιτών, Μαδιανιτών, Αμορραίων κ.ά. από την εποχή της Εξόδου ώς την εποχή του Σαούλ και του Δαυίδ (400 χρόνια!). Ποιο είναι λιγότερο φρικτό, ποσοτικά (αφού ποιοτικά είναι το ίδιο); β) τους Χαναναίους ιερείς να ετοιμάζονται να ρίξουν τα βρέφη τους στο βωμό του Βάαλ ο οποίος μοιάζει με ανοιχτή αγκαλιά, εντός της οποίας καίει φωτιά – και οι Χαναναίοι γονείς δίπλα να παρατηρούν ατάραχοι («αν δεν το κάναμε αυτό, ο Βάαλ θα οργιζόταν») και με ήρεμη τη συνείδησή τους κι έπειτα να γυρνάνε σπίτι τους και να λένε στα άλλα παιδιά τους ότι ο αδερφός τους είναι με τον Βάαλ˙ κι αυτό να συμβαίνει επί εκατοντάδες χρόνια, σε χιλιάδες βρέφη. Τι είναι ποσοτικά (αφού ποιοτικά είναι ίδια η φρίκη της θανάτωσης ενός παιδιού) χειρότερο;

Συμπέρασμα: εάν είναι να σκεφτούμε συναισθηματικά, πρέπει να σκεφτούμε και τις δύο όψεις του νομίσματος – τι γινόταν και τι θα συνεχιζόταν να γινόταν, εάν δεν γινόταν αυτό που οι κατήγοροι της Π.Δ. καταγγέλλουν. Αν είναι να είμαστε συναισθηματικοί, ας είμαστε, αρκεί να μην χάνουμε την ικανότητα να διακρίνουμε το χειρότερο από το κακό.

12) Στο σημείο αυτό οι κατήγοροι της Π.Δ. θα ξαναρχίσουν τους ισχυρισμούς ότι «δεν μπορεί, θα υπήρχε κάποια άλλη λύση˙ γιατί να έπρεπε να σκοτωθούν τα παιδιά αυτά, ώστε να μην σκοτώνονται από τους Χαναναίους με ανθρωποθυσίες τα μωρά τους ή από τους επιδρομείς τα παιδιά των Ισραηλιτών;». Επειδή νομίζουν ότι το δίλημμα είναι ψευδές κι ότι θα μπορούσε να «γίνει αλλιώς» η δουλειά, αναφέρουμε δύο παραδείγματα. Το πρώτο, ένα ζευγάρι έχει γεννήσει σιαμαία, κολλημένα μεταξύ τους. Πρέπει να αποχωριστούν, αλλιώς και τα δύο θα πεθάνουν σύντομα. Αν όμως αποχωριστούν, μόνο το ένα θα ζήσει. Θα μπορούσαν οι γονείς να αρνηθούν να αποφασίσουν ποιο βρέφος θα ζήσει, με το σκεπτικό «πρέπει να υπάρχει κι άλλη εναλλακτική λύση», και να αφήσουν και τα δύο βρέφη να πεθάνουν; Ή πρέπει να γίνουν φονιάδες του ενός, ώστε να γλιτώσει το άλλο; Ή είναι «ακραίο ψευτοδίλημμα η επιλογή του ενός απ’ τα δύο»; Δεύτερο παράδειγμα: Έχουμε μια βάρκα (από αυτές που υπάρχουν σε κάθε πλοίο, για περίπτωση ναυαγίου) που χωρά 20 άτομα˙ αν μπουν 21 ή περισσότεροι, αυτή θα βουλιάξει σε δύο λεπτά. Το πλοίο έχει βουλιάξει στη μέση του ωκεανού, δεν υπάρχει απολύτως καμμία επικοινωνία με κανέναν, τα σωστικά μέσα θα αργήσουν πολλές ώρες να έρθουν για επιζώντες, και η θάλασσα είναι γεμάτη καρχαρίες που ήδη έχουν μαζευτεί. Στη βάρκα έχουν μπει ο κυβερνήτης-καπετάνιος της και άλλα 20 άτομα. Δηλαδή βρίσκονται 21 άτομα και αυτή πρόκειται να βουλιάξει αμέσως, εκτός κι αν ριχτεί ένας στη θάλασσα. Ο καπετάνιος δεν πρέπει να ριχτεί, διότι είναι ο μόνος που ξέρει να χειρίζεται τη βάρκα και τον εξοπλισμό της. Αποκλείεται να φτάσει έγκαιρα βοήθεια και είναι 100% σίγουρο ότι εάν η βάρκα βουλιάξει, κανείς δε θα γλιτώσει το φρικτό θάνατο από τους καρχαρίες. Τι πρέπει να κάνει ο καπετάνιος; Να ζητήσει εθελοντή; Αν δεν υπάρξει εθελοντής, πώς θα επιλέξει; Θα διαλέξει τον χειρότερο ηθικώς επιβάτη, για να τιμωρηθεί; Τον πιο γέρο, που έζησε τη ζωή του; Τον πιο μόνο (δίχως συγγενείς), ώστε να μη τον κλάψουν; Τον πιο αρρωστιάρη που ίσως λίγο μετά να πεθάνει απ’ το κρύο; Τον πιο χοντρό; Κι αν αυτοί κλαίγοντας ικετεύουν για λύπηση; Αν είναι όλοι απλώς «πολύ εγωιστές», ώστε να αυτοθυσιαστούν; Πρέπει να ψηφίσουν; Πρέπει να βγει ο άτυχος με κλήρο; Πρέπει να αρχίσει υπενθυμίζουμε: η επιλογή πρέπει να γίνει σε διάστημα λιγότερο των δύο λεπτών, αλλιώς το λόγο έχουν οι καρχαρίες – «αγώνας πάλης» κι ο πιο αδύνατος να ριχτεί στη θάλασσα; Πρέπει ο καπετάνιος να πείσει τους άλλους 20 ότι το «ηθικά σωστό» είναι να μην ριχτεί κανείς στους καρχαρίες, ώστε να μην διαπραχθεί φόνος, και να φαγωθούν και οι 21; Κι αν αυτό το δεχτούν οι 20 από τους 21, αλλά όχι ο 21ος; Δεν θα διαπράξουν έτσι φόνο ενός οι είκοσι (δεν έχουν το δικαίωμα να τον καταδικάσουν σε υποχρεωτικό θάνατο, εάν θέλουν να τηρήσουν την αρχή «εμείς δεν δολοφονούμε κανέναν»), αφού θα τον έχουν ρίξει στους καρχαρίες παρά τη θέλησή του; Τι είναι ηθικό; Ο θάνατος του ενός ή των είκοσι ενός; Και έστω ότι αποφασίζεται ο «τυχερός». Πώς πρέπει να ριχτεί από τη βάρκα; Με το ζόρι, ζωντανός στους καρχαρίες, ώστε να τον βλέπουν να ουρλιάζει προσπαθώντας να ξανά ανέβει, ενώ τον κατασπαράσσουν τα δόντια των καρχαριών; Πρέπει να τον δέσουν, ώστε να μην προσπαθήσει να ξανά ανέβει και να πνιγεί; Πρέπει να τον χτυπήσουν στο κεφάλι, ώστε να χάσει τις αισθήσεις του και να αντιληφθεί μόνο για δύο δευτερόλεπτα ξανά αποκτώντας τις αισθήσεις του ότι βρίσκεται στα σαγώνια του καρχαρία, αλλά να υποφέρει μόνο για δύο δευτερόλεπτα; Πρέπει να τον μαχαιρώσει ο καπετάνιος, ώστε να γλιτώσει τη φρίκη ενός εναγώνιου θανάτου στη θάλασσα κι οι καρχαρίες να ξεσκίσουν απλώς ένα πτώμα;

13) Συμπέρασμα: Δεν υπάρχουν εναλλακτικές περιπτώσεις πάντα, ούτε happy end. Δεν είναι πάντα απόλυτη η ηθική. Ούτε ο Θεός δεσμεύεται από την ηθική (όπως εμείς την κατανοούμε). Θέλει το καλύτερο, αλλά αν αυτό δε γίνεται, θέλει το λιγότερο οδυνηρό. Κι αυτό έγινε με τη σφαγή των μικρών παιδιών των Χαναναίων.

14) Αν αυτό που έκαναν τότε οι Ισραλίτες, το έκανε κάποιος λαός σήμερα, θα θεωρούσαμε όλοι ως γενοκτονία την πράξη του. Σήμερα, μετά από έναν πόλεμο, το πιθανότερο είναι ότι θα υπήρχαν σπίτια, υποδομή, τρόφιμα, κοινωνική οργάνωση, ώστε τα ορφανά κι οι άμαχοι να μην πεθάνουν αβοήθητα. Σήμερα υπάρχουν διεθνείς οργανισμοί, για την προστασία των αμάχων και των ορφανών. Σήμερα, όταν διεξάγεται πόλεμος μεταξύ δύο εθνών, αυτοί που βασικά σκοτώνονται είναι οι στρατιώτες. Κι ούτε σήμερα συνηθίζεται να σφάζονται οι άμαχοι –εκτός κι αν μιλάμε για την Αφρική (ή τον νατοϊκό πόλεμο κατά της Σερβίας). Σήμερα δεν υπάρχει απλούστατα λόγος, ούτε είναι επιπλέον δυνατή η ολοκληρωτική διάλυση του αντίπαλου έθνους-κράτους. Τότε, το 1200 π.Χ., δεν υπήρχαν όμως τίποτε από όλα όσα υπάρχουν σήμερα – τα οποία κάνουν απαράδεκτη τη δικαιολογία «τα σκοτώσαμε για να μην υποφέρουν μόνα τους». Τότε η δικαιολογία αυτή βασιζόταν σε υπαρκτές συνθήκες. Τότε όλοι οι άντρες ήταν και πολεμιστές – όχι όπως σήμερα. Δεν πρέπει να κρίνουμε με σημερινά κριτήρια τον πόλεμο στην Μ. Ανατολή πριν 30 αιώνες. Ό,τι σήμερα είναι σκληρό, αδικαιολόγητο κι απάνθρωπο, δεν είναι σίγουρο πως ήταν εκείνη την εποχή.

15) Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι μιλάμε για ένα μέρος μόνο των παιδιών των Χαναναίων. Τα παιδιά όσων έφυγαν από τη Χαναάν ή παραδόθηκαν στους Ισραηλίτες (τα περισσότερα) έζησαν και είχαν καλύτερη τύχη.  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες