Η Ανάληψη του Κυρίου αποτελεί τον όντως σταθμό στην ιστορία των ανθρώπων. Ο Κύριος ολοκλήρωσε το επίγειο έργο Του. Σαρκώθηκε, κήρυξε, έπαθε, ανέστη και τώρα επιστρέφει στον Πατέρα από τον Οποίο ήλθε, προς τον Οποίον θα είναι ο εσαεί και αιώνιος μεσίτης των ανθρώπων. Επιστρέφει στον Πατέρα, ο Λόγος του Θεού, ο Υιός του Πατρός, αυτός που σήκωσε την αμαρτία του κόσμου, όχι μόνο ως ο θεωρητικός διδάσκαλος αλλά και πρακτικός σε τέτοιο βαθμό που κατά την πρώτη Του παρουσία σε τούτον εδώ τον κόσμο δεν δίδαξε μια κάποια θεολογία αλλά αποκάλυψε τον εαυτό Του στους ανθρώπους: Θεός Λόγος, Φως από Φως, Φως ο Πατέρας, Φως ο Υιός, Φως το Πανάγιο Πνεύμα.
Αναλαμβάνεται λοιπόν στους ουρανούς με το σώμα εκείνο, το οποίο μετά την Ανάσταση τράφηκε μαζί με τους Αποστόλους. Τράφηκε όχι γιατί είχε την ανάγκη της τροφής αλλά γιατί μέσα από την τροφή, την απαρασάλευτη δηλαδή αυτή ανάγκη της ανθρώπινης ζωής, έδειξε στους μαθητές ότι δε πρόκειται για Πνεύμα, δε πρόκειται για κάτι άυλο. Αλλά ότι είναι Αυτός, ο δάσκαλος που Τον είδανε να κηρύττει, Τον είδανε να θεραπεύει, Τονε ζήσανε μαζί τους: περπάτησαν ώρες, κάνοντας χιλιόμετρα πάνω στον ανθρώπινο χάρτη της Παλαιστίνης από την Καπερναούμ στη Γεννησαρέτ, από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα αλλά και εκτός Παλαιστίνης: ανά μέσον Τύρου και Σιδώνος.
Το γεγονός τούτο νικά, την κάθε ανθρώπινη ανοησία και βραδύτητα που ζει το Θεό και δεν κατανοεί τις Γραφές γι’ Αυτόν: είναι ο Κύριος, τον Οποίο, οι άνθρωποι βλέπουνε τώρα. Ο Κύριος που αναστήθηκε κι εμείς γιομάτοι από σκληροκαρδία και βραδύτητα δε μπορούμε να δούμε, ούτε να πιστέψουμε στην Ανάστασή Του.
Όντως, σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή Του, ο Κύριος ήτανε μαζί μας. Σε κάθε εωθινό Ευαγγέλιο του όρθρου της Κυριακής, η Εκκλησία το ζει. Ζει τα τεκμήρια, και τα ζει ως “Εκκλησία”, ως Κοινωνία, καθώς ο Κύριος ήταν εκείνος που παρείγγειλε “μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς”, τον Παράκλητο, το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο έλαβαν οι Απόστολοι όταν ήταν συναγμένοι όλοι μαζί. Όπως και δεν είδε ο καθένας μοναχός του τον Κύριο ούτε να εγείρεται, ούτε να αποκαθίσταται στον Ουρανό. Ως οικογένεια, ως Κοινωνία οι απόστολοι “ἐξαποστέλλοντο κηρῦξαι τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀποκατάστασιν”. Ήταν γι᾽ αυτό που προσευχήθηκε ο Κύριος πριν να παραδοθεί στον εκούσιο θάνατο. Ο Χριστός μετά Ανάσταση, μιλά στους Αποστόλους ως Κοινωνία Προσώπων.
Όπως ακριβώς οι ίδιοι βλέπουνε στην Ανάληψη, τον Χριστό να πηγαίνει στον Ουρανό. Σαν ένα σώμα ατένισαν το σύννεφο που έκρυψε το Χριστό από τα μάτια τους και πορεύονταν στους ουρανούς. Ενώ η απάντηση των δύο εκείνων ανδρών, των Αγγέλων, που με ρούχα λευκά στάθηκαν κοντά τους είχε τον αποδέκτη σαφή: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε βλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οὕτως ἐλεύσεται ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πραξ. α᾽, 11).
Προγεύθηκε δέκα μέρες πριν από την έλευση του Παράκλητου, η Εκκλησία, την Πεντηκοστή. Κάθε φόβος και σκληροκαρδία, κάθε τραχύτητα του ανθρώπινου μυαλού θεραπεύεται στην όντως των Προσώπων Κοινωνία, την ίδια την Εκκλησία. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Λέει ο Κύριος ότι θα στείλει τον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας! Αυτό είναι η Ανάληψη του Χριστού: η υπόσχεση του Παράκλητου. Η Ζωή της Εκκλησίας.
Αυτό γίνεται στην Εκκλησία: φωτίζεται το σκότος του καθένα και ερχόμαστε σε Κοινωνία, με προσωπικές αλήθειες μεταμορφωμένες από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Μεταμορφωμένες και τούτο όχι αόριστα αλλά πολύ συγκεκριμένα, μεταμορφωμένες εν Χριστώ, το σαφές και κατεξοχήν πρόσωπο που τον είδαμε, μες την Εκκλησία, Αναστημένο και Ανεβασμένο στον ουρανό. Το ζούμε στη Θεία Λειτουργία: “…Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας.”
Στο αιώνιο παρόν της Εκκλησίας, τα “πάντα πεπλήρωνται φωτός” και μέσα από αυτή την από φως πλήρωση, μπορούμε όντως να κατανοούμε, να καθαρίζονται οι αισθήσεις μας και να διαλύονται τα σκοτάδια μας. Μακριά από την Εκκλησία είναι αδιανόητο να το κατανοήσουμε, γιατί μακριά από την Εκκλησία, ή μάλλον από εκεί που εκούσια απομακρύνεται κανείς από τον Χριστό, κυριεύει το πνεύμα της σκληροκαρδίας, της τραχύτητας, της ανοησίας και της βραδύτητας που διακατείχαν ακόμα και τους Αποστόλους πριν να συναχθούν, πριν να γίνουν Εκκλησία.
Στην Ανάληψη η υπόσχεση του Χριστού πραγματώνεται. Τελευταία φορά, με μάτια κοινά σαν ένα σώμα και με νου κοινό, με μια δηλαδή απορία, και ως εκ τούτου, με την μιαν αρχαγγελική απάντηση ιδώνεται και δι΄ αυτού κατανοείται ότι ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ανέρχεται πρώτος στον Ουρανό και να αφήνει παρακαταθήκη στην Εκκλησία. Παρακαταθήκη της Εκκλησίας η ίδια της η Αποστολή που λαβαίνει χώρα με την παρουσία του Παράκλητου Πνεύματος. Ορίστε λοιπόν: Αυτός είναι ο Ιησούς που ανεβαίνει στον Ουρανό με το Σώμα Του, δωρίζοντας αθανασία στον σύνολο άνθρωπο, κάνοντας το ανθρώπινο πρόσωπο αιώνιο.
Γι᾽ αυτό η όντως τελειοποίηση του ανθρώπου, μονάχα στην Εκκλησία συμβαίνει. Κι η Εκκλησία είναι Κοινωνία. Αν η τελειοποίηση είναι προσωπική, η Σωτηρία είναι γεγονός της ίδιας της Εκκλησίας. Όπως ακριβώς τιμά εν Εκκλησία τους Αγίους της, όπως προσεύχεται εν Εκκλησία για την ανάπαυση των κεκοιμημένων της μελών. Όπως ως Κοινωνία Προσώπων συμμετέχει στα προσωπικά εν Χριστώ βήματα του καθένα, βήματα που ως εκ τούτου, εν Χριστώ μεταμορφώνουν. Η Ανάληψη του Χριστού σφραγίζει την επιστροφή του ανθρώπου προς τον Πατέρα, με τον άνθρωπο να προγεύεται την οικονομία του Θεού σε Κοινωνία με τον ίδιο τον Θεό και τον αδελφό του- και τούτο ακριβώς, όπως υμνεί τον Θεό, “ἐν μέσῳ ‘Εκκλησίας” (Ψαλμ. 21, 23).
Δόξα τω Θεώ που Αυτός οικονόμησεν έτσι και μέσα στην Εκκλησία κατανοούνται όλα εκείνα, τα οποία δε χωρούν για να γραφτούν στα ανθρώπινα βιβλία. Όλα εκείνα που η Ανάληψη του Χριστού υπόσχεται σε ολότητα να βιωθούν από τους χριστιανούς στην άφιξη τους στην άνωθεν πόλη που επιζητούν, την ουράνια πατρίδα, την Ιερουσαλήμ, την ελεύθερη.
Ιάσονος Ιερομ., Φροντιστήριο Επιμόρφωσης Στελεχών και Κατηχητών: Ιεραποστολικό έτος 2014-1015, εκδ. Ι.Μ. Κερκύρας, Παξών και Δ. Νήσων, σ. 43-45
Αναλαμβάνεται λοιπόν στους ουρανούς με το σώμα εκείνο, το οποίο μετά την Ανάσταση τράφηκε μαζί με τους Αποστόλους. Τράφηκε όχι γιατί είχε την ανάγκη της τροφής αλλά γιατί μέσα από την τροφή, την απαρασάλευτη δηλαδή αυτή ανάγκη της ανθρώπινης ζωής, έδειξε στους μαθητές ότι δε πρόκειται για Πνεύμα, δε πρόκειται για κάτι άυλο. Αλλά ότι είναι Αυτός, ο δάσκαλος που Τον είδανε να κηρύττει, Τον είδανε να θεραπεύει, Τονε ζήσανε μαζί τους: περπάτησαν ώρες, κάνοντας χιλιόμετρα πάνω στον ανθρώπινο χάρτη της Παλαιστίνης από την Καπερναούμ στη Γεννησαρέτ, από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα αλλά και εκτός Παλαιστίνης: ανά μέσον Τύρου και Σιδώνος.
Το γεγονός τούτο νικά, την κάθε ανθρώπινη ανοησία και βραδύτητα που ζει το Θεό και δεν κατανοεί τις Γραφές γι’ Αυτόν: είναι ο Κύριος, τον Οποίο, οι άνθρωποι βλέπουνε τώρα. Ο Κύριος που αναστήθηκε κι εμείς γιομάτοι από σκληροκαρδία και βραδύτητα δε μπορούμε να δούμε, ούτε να πιστέψουμε στην Ανάστασή Του.
Όντως, σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή Του, ο Κύριος ήτανε μαζί μας. Σε κάθε εωθινό Ευαγγέλιο του όρθρου της Κυριακής, η Εκκλησία το ζει. Ζει τα τεκμήρια, και τα ζει ως “Εκκλησία”, ως Κοινωνία, καθώς ο Κύριος ήταν εκείνος που παρείγγειλε “μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς”, τον Παράκλητο, το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο έλαβαν οι Απόστολοι όταν ήταν συναγμένοι όλοι μαζί. Όπως και δεν είδε ο καθένας μοναχός του τον Κύριο ούτε να εγείρεται, ούτε να αποκαθίσταται στον Ουρανό. Ως οικογένεια, ως Κοινωνία οι απόστολοι “ἐξαποστέλλοντο κηρῦξαι τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀποκατάστασιν”. Ήταν γι᾽ αυτό που προσευχήθηκε ο Κύριος πριν να παραδοθεί στον εκούσιο θάνατο. Ο Χριστός μετά Ανάσταση, μιλά στους Αποστόλους ως Κοινωνία Προσώπων.
Όπως ακριβώς οι ίδιοι βλέπουνε στην Ανάληψη, τον Χριστό να πηγαίνει στον Ουρανό. Σαν ένα σώμα ατένισαν το σύννεφο που έκρυψε το Χριστό από τα μάτια τους και πορεύονταν στους ουρανούς. Ενώ η απάντηση των δύο εκείνων ανδρών, των Αγγέλων, που με ρούχα λευκά στάθηκαν κοντά τους είχε τον αποδέκτη σαφή: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε βλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οὕτως ἐλεύσεται ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πραξ. α᾽, 11).
Προγεύθηκε δέκα μέρες πριν από την έλευση του Παράκλητου, η Εκκλησία, την Πεντηκοστή. Κάθε φόβος και σκληροκαρδία, κάθε τραχύτητα του ανθρώπινου μυαλού θεραπεύεται στην όντως των Προσώπων Κοινωνία, την ίδια την Εκκλησία. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Λέει ο Κύριος ότι θα στείλει τον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας! Αυτό είναι η Ανάληψη του Χριστού: η υπόσχεση του Παράκλητου. Η Ζωή της Εκκλησίας.
Αυτό γίνεται στην Εκκλησία: φωτίζεται το σκότος του καθένα και ερχόμαστε σε Κοινωνία, με προσωπικές αλήθειες μεταμορφωμένες από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Μεταμορφωμένες και τούτο όχι αόριστα αλλά πολύ συγκεκριμένα, μεταμορφωμένες εν Χριστώ, το σαφές και κατεξοχήν πρόσωπο που τον είδαμε, μες την Εκκλησία, Αναστημένο και Ανεβασμένο στον ουρανό. Το ζούμε στη Θεία Λειτουργία: “…Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας.”
Στο αιώνιο παρόν της Εκκλησίας, τα “πάντα πεπλήρωνται φωτός” και μέσα από αυτή την από φως πλήρωση, μπορούμε όντως να κατανοούμε, να καθαρίζονται οι αισθήσεις μας και να διαλύονται τα σκοτάδια μας. Μακριά από την Εκκλησία είναι αδιανόητο να το κατανοήσουμε, γιατί μακριά από την Εκκλησία, ή μάλλον από εκεί που εκούσια απομακρύνεται κανείς από τον Χριστό, κυριεύει το πνεύμα της σκληροκαρδίας, της τραχύτητας, της ανοησίας και της βραδύτητας που διακατείχαν ακόμα και τους Αποστόλους πριν να συναχθούν, πριν να γίνουν Εκκλησία.
Στην Ανάληψη η υπόσχεση του Χριστού πραγματώνεται. Τελευταία φορά, με μάτια κοινά σαν ένα σώμα και με νου κοινό, με μια δηλαδή απορία, και ως εκ τούτου, με την μιαν αρχαγγελική απάντηση ιδώνεται και δι΄ αυτού κατανοείται ότι ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ανέρχεται πρώτος στον Ουρανό και να αφήνει παρακαταθήκη στην Εκκλησία. Παρακαταθήκη της Εκκλησίας η ίδια της η Αποστολή που λαβαίνει χώρα με την παρουσία του Παράκλητου Πνεύματος. Ορίστε λοιπόν: Αυτός είναι ο Ιησούς που ανεβαίνει στον Ουρανό με το Σώμα Του, δωρίζοντας αθανασία στον σύνολο άνθρωπο, κάνοντας το ανθρώπινο πρόσωπο αιώνιο.
Γι᾽ αυτό η όντως τελειοποίηση του ανθρώπου, μονάχα στην Εκκλησία συμβαίνει. Κι η Εκκλησία είναι Κοινωνία. Αν η τελειοποίηση είναι προσωπική, η Σωτηρία είναι γεγονός της ίδιας της Εκκλησίας. Όπως ακριβώς τιμά εν Εκκλησία τους Αγίους της, όπως προσεύχεται εν Εκκλησία για την ανάπαυση των κεκοιμημένων της μελών. Όπως ως Κοινωνία Προσώπων συμμετέχει στα προσωπικά εν Χριστώ βήματα του καθένα, βήματα που ως εκ τούτου, εν Χριστώ μεταμορφώνουν. Η Ανάληψη του Χριστού σφραγίζει την επιστροφή του ανθρώπου προς τον Πατέρα, με τον άνθρωπο να προγεύεται την οικονομία του Θεού σε Κοινωνία με τον ίδιο τον Θεό και τον αδελφό του- και τούτο ακριβώς, όπως υμνεί τον Θεό, “ἐν μέσῳ ‘Εκκλησίας” (Ψαλμ. 21, 23).
Δόξα τω Θεώ που Αυτός οικονόμησεν έτσι και μέσα στην Εκκλησία κατανοούνται όλα εκείνα, τα οποία δε χωρούν για να γραφτούν στα ανθρώπινα βιβλία. Όλα εκείνα που η Ανάληψη του Χριστού υπόσχεται σε ολότητα να βιωθούν από τους χριστιανούς στην άφιξη τους στην άνωθεν πόλη που επιζητούν, την ουράνια πατρίδα, την Ιερουσαλήμ, την ελεύθερη.
Ιάσονος Ιερομ., Φροντιστήριο Επιμόρφωσης Στελεχών και Κατηχητών: Ιεραποστολικό έτος 2014-1015, εκδ. Ι.Μ. Κερκύρας, Παξών και Δ. Νήσων, σ. 43-45
Πηγή: proskynitis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου