Πολλοί Ορθόδοξοι αδελφοί οι οποίοι δεν γνωρίζουν την πορεία του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ρωτούν αν ήταν όντως Άγιος, με το σκεπτικό ότι ήταν μέλος της Εκκλησίας του Πατριαρχείου Σερβίας. Το σκεπτικό αυτό βασίζεται όμως στη λάθος πληροφόρηση που υπάρχει για τον Άγιο αυτό Ομολογητή της Πίστεως και μέγα θεολόγο, ότι δηλαδή κοιμήθηκε σε κοινωνία με την αίρεση του οικουμενισμού. Αυτό είναι πολύ βολικό να ακούγεται και να επικρατεί ως φήμη, ώστε να μπορούν ελευθέρως οι οικουμενιστές να χρησιμοποιούν την αγιότητα του ανδρός αποκτώντας και οι ίδιοι κύρος.
Η αλήθεια είναι πως ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αποτειχίστηκε το 1973 για λόγους Πίστεως από το Πατριαρχείο Σερβίας και η μόνη επαφή που είχε μέχρι το 1979, έτος της Οσιακής κοιμήσεως του με τον οικουμενισμό, ήταν οι επιστολές που έστελνε κατά καιρούς στη Σερβική Ιεραρχία, φέρνοντας στην επιφάνεια το πρόβλημα της κοινωνίας μέσω συμπροσευχών που είχε η Εκκλησία της Σερβίας με το Π.Σ.Ε., αλλά και τις πτώσεις σε θέματα Ορθοδόξου Πίστεως εκ μέρους Ιεραρχών. Το ότι προσφωνεί τους Επισκόπους με τους τίτλους τους και ξεκινά τις επιστολές με την λέξη ''Ευλογείτε'', δεν συνεπάγεται ότι ήταν οικουμενιστής. Άλλωστε και ο Άγιος Μάρκος ο Μητροπολίτης Εφέσσου ο Ευγενικός όταν προσφώνησε τον Πάπα με την λέξη ''Αγιώτατε'', στη Σύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας το 1438-39, δε συνεπάγεται ότι του αναγνώριζε Αγιότητα ή κάτι παρόμοιο...
Για λόγους τυπικότητος αλλά και θεμελίωσης καλών σχέσεων με σκοπό τον διαφωτισμό του συνομιλητού μας, καλό θα ήταν να εφαρμόζαμε και 'μείς την οδό των Αγίων και να μην γινόμεθα αγριάνθρωποι, αγέλαστοι και επιθετικοί στον σχισματικό ή αιρετικό συνομιλητή μας, διότι νομίζοντας ότι κάνουμε το θέλημα Του Θεού τελικώς κάνουμε το θέλημα το διαβόλου. Το αποτέλεσμα από τέτοια αντιπατερική στάση είναι ότι ο συνομιλητής μας δεν θα ακούσει έναν ωφέλιμο λόγο αλλά μόνο λεκτικές επιθέσεις και ύφος θυμώδες, επιπλέον εμείς θα λογοδοτήσουμε φρικτά που διώξαμε με την δήθεν ομολογιακή μας συμπεριφορά μία ψυχή από την Ορθοδοξία...
Δεν πρέπει να παρερμηνεύουμε λοιπόν τις προσφωνήσεις έναντι των αιρετικών ή σχισματικών, αφού τελευταίο παράδειγμα έχουμε και τον Άγιο Ομολογητή Ματθαίο, Αρχ/πο Αθηνών, ο οποίος σε επιστολές του προς τον π. Φλωρίνης Χρυσόστομο τον αποκαλεί Σεβασμιώτατο. Εκείνοι οι οποίοι με διάφορα σοφίσματα παρακάμπτουν την έμπρακτη διδασκαλία των Αγίων μας, είναι λίαν επικίνδυνοι και καλό θα ήταν να μην βρίσκουν ώτα ανοικτά στις άρρωστες απόψεις τους εν ονόματι πάντα της ακρίβειας... ''Καλή'' η βιτρίνα που χρησιμοποιούν αλλά σκοτώνει ψυχές που παρασύρονται από την δήθεν αυτή ακρίβεια η οποία καταλήγει να γίνεται Πατρομαχία. Όταν δεν ακολουθεί κάποιος ως άτομο ή κάποια Σύνοδος, την ποιμαντική των Αγίων αλλά μία δημιουργεί νέα πιο ακριβή και λεπτολόγο ποιμαντική, τελικώς υπηρετεί τον σατανά που χαίρεται να βλέπει να εμποδίζονται ψυχές να μπουν στην Εκκλησία και άρα στον Παράδεισο, από τους σύγχρονους φαρισαίους οι οποίοι κράζουν για το γράμμα του νόμου αλλά ξεχνούν την Αγάπη.
Ας δούμε τί έγραφε ο Άγιος για την συμμετοχή των λεγομένων επίσημων Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
''Πανιερώτατοι Πατέρες,
Την στάσιν της έναντι των αιρετικών - και αιρετικοί είναι όλοι οι μη Ορθόδοξοι - η Εκκλησία του Χριστού έχει καθορίσει άπαξ δια παντός, δια των Αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων, δηλαδή δια της αγίας Θεανθρωπίνης Παραδόσεως, της μοναδικής και αναλλοιώτου.
Συμφώνως προς αυτήν την στάσιν, εις τους Ορθοδόξους είναι απηγορευμένη κάθε συμπροσευχή και κάθε λατρευτική επικοινωνία μετά αιρετικών. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Β΄ Κορινθ. 6, 14-15). Ο 45ος κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει: ”Επίσκοπος η πρεσβύτερος…, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω· ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω”. Αυτός ο ιερός Κανών των αγίων Αποστόλων δεν προσδιορίζει ποία ακριβώς προσευχή η ακολουθία απαγορεύεται, αλλά απαγορεύει κάθε κοινήν μεθ' αιρετικών προσευχήν, έστω και την κατ' ιδίαν (“συνευξάμενος”). Εις δέ τας οικουμενιστικάς κοινάς προσευχάς μήπως δεν γίνωνται και αδρότερα και ευρύτερα τούτων; Ο 32ος κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου ορίζει· «Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον η ευλογίαι». Μήπως όμως δεν συμβαίνει εις τας κοινάς οικουμενιστικάς συναντήσεις και συμπροσευχάς να ευλογούν αιρετικοί ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι και ιερείς, προτεστάνται πάστορες, ακόμη δε και γυναίκες; (!).
Αυτοί και όλοι οι άλλοι σχετικοί κανόνες των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων ίσχυον όχι μόνον κατά την παλαιάν εποχήν, αλλ’ εξακολουθούν να είναι εν απολύτω ισχύϊ και σήμερον, δι’ όλους ημάς τους συγχρόνους ορθοδόξους Χριστιανούς. Ισχύουν αναμφιβόλως και δια την θέσιν μας έναντι των ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών. Διότι ο μεν ρωμαιοκαθολικισμός είναι πολλαπλή αίρεσις, περί δε του προτεσταντισμού τι να είπωμεν; Καλλίτερον να μη ομιλώμεν. Ήδη ο Άγιος Σάββας εις την εποχήν του, επτάμισυ αιώνας πριν, δεν ωνόμαζεν άραγε τον ρωμαιοκαθολικισμόν «λατινικήν αίρεσιν»; Και πόσα από τότε νέα δόγματα δεν επενόησεν ο πάπας και «αλαθήτως» εδογμάτισε! Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ο ρωμαιοκαθολικισμός κατέστη παναίρεσις.
Και η πολύ επαινουμένη Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος ουδέν ήλλαξεν ούτε όσον αφορά εις την τερατώδη ταύτην αίρεσιν, αλλά, τουναντίον, επεκύρωσεν αυτήν.
Ένεκα τούτου, αν είμεθα Ορθόδοξοι και θέλωμεν να παραμείνωμεν Ορθόδοξοι, τότε οφείλομεν και ημείς να τηρήσωμεν την στάσιν του Αγίου Σάββα, του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του Αγίου Κοσμά Αιτωλού, του Αγίου Ιωάννου Κροστάνδης και των λοιπών Αγίων Ομολογητών και Μαρτύρων και Νεομαρτύρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έναντι των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών, εκ των οποίων ούτε οι μεν, ούτε οι δε, δεν πιστεύουν ορθοδόξως εις τα δύο βασικά δόγματα του Χριστιανισμού: εις την Αγίαν Τριάδα και εις την Εκκλησίαν.
Πανιερώτατε και Άγιοι Συνοδικοί Πατέρες,
Έως πότε θα εξευτελίζωμεν δουλικώς την Αγίαν μας Ορθόδοξον Αγιοπατερικήν και Αγιοσαββιτικήν Εκκλησίαν δια της οικτρώς και φρικωδώς αντιαγιοπαραδοσιακής στάσεώς μας έναντι του Οικουμενισμού και του λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλιου Εκκλησιών; Εντροπή καταλαμβάνει πάντα ειλικρινή Ορθόδοξον, ανατραφέντα υπό την καθοδήγησιν των Αγίων Πατέρων, όταν αναγιγνώσκη, ότι οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι της 5ης Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Γενεύης (8-16 Ιουνίου 1968) σχετικώς προς την συμμετοχήν των Ορθοδόξων εις το έργον του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», έλαβον τότε την απόφασιν «όπως εκφρασθή η κοινή επίγνωσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι αύτη αποτελεί οργανικόν μέρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών».
Αυτή η απόφασις είναι κατά την ανορθοδοξίαν και αντιορθοδοξίαν της, αποκαλυπτικώς φρικαλέα. Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμα δε και Ιεράρχαι, μεταξύ των οποίων και Σέρβοι, να επιζητούν την «οργανικήν» μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών, το οποίον, κατ’ αυτόν τον τρόπον γίνεται εις νέος εκκλησιαστικός «οργανισμός», μία «νέα Εκκλησία» υπεράνω των Εκκλησιών, της οποίας οι Ορθόδοξοι και μη Ορθόδοξοι εκκλησίαι αποτελούν μόνο «μέλη» («οργανικώς μεταξύ των συνδεδεμένα»!); Αλοίμονον, ανήκουστος προδοσία !
Απορρίπτομεν την ορθόδοξον θεανθρωπίνην πίστιν, αυτόν τον οργανικόν δεσμόν μετά του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού και του παναχράντου Του Σώματος – της Ορθοδόξου Εκκλησίας των αγίων Αποστόλων και Πατέρων και Οικουμενικών Συνόδων – και θέλομεν να γίνωμεν «οργανικά μέλη» του αιρετικού, ουμανιστικού, ανθρωποπαγούς και ανθρωπολατρικού συλλόγου, ο οποίος αποτελείται από 263 αιρέσεις, η δε κάθε μία από αυτάς πνευματικός θάνατος !
Ως Ορθόδοξοι, είμεθα «μέλη Χριστού». «Άρα ουν τα μέλη του Χριστού, ποιήσω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο!» (Α΄ Κορινθ. 6, 15). Και ημείς τούτο πράττομεν δια της «οργανικής» συνδέσεώς μας μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, το οποίον ουδέν άλλο είναι ειμή αναβίωσις της αθέου ανθρωπολατρείας – ειδωλολατρείας.
Είναι πλέον έσχατος καιρός, Πανιερώτατοι Πατέρες, όπως η Ορθόδοξος Αγιοπατερική και Αγιοσαββίτικη Εκκλησία μας, η Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, των αγίων Ομολογητών, Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, παύση να αναμιγνύεται εκκλησιαστικώς, ιεραρχικώς και λατρευτικώς μετά του ούτω καλουμένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και όπως αρνηθεί δια παντός την οιανδήποτε συμμετοχήν εις τας κοινάς προσευχάς και την λατρείαν (η οποία λατρεία εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι όλη οργανικώς συνδεδεμένη εις μίαν ολότητα και συγκεφαλαιούται εις την θείαν Ευχαριστίαν), και γενικώς την συμμετοχήν εις οιανδήποτε εκκλησιαστικήν πράξιν, η οποία ως τοιαύτη, φέρει εν εαυτή και εκφράζει τον μοναδικόν και ανεπανάληπτον χαρακτήρα της Μίας, Αγία, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της πάντοτε Μιας και Μοναδικής.
Μη σμίγουσα εκκλησιαστικώς μετά των αιρετικών, είτε αν είναι αυτοί συγκεντρωμένοι πέριξ της Γενεύης, είτε πέριξ της Ρώμης, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία, κατά πάντα πιστή προς τους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρας, δεν θα αρνηθή δια τούτο την Χριστιανικήν της αποστολήν και το ευαγγελικόν της χρέος: όπως ενώπιον του συγχρόνου κόσμου, όσον του μη ορθοδόξου, τόσον και του απίστου, ταπεινώς αλλά ευθαρσώς μαρτυρή περί της Αληθείας, της Παναληθείας, περί του ζώντος και αληθινού Θεανθρώπου και περί της πανσωστικής και παμμεταμορφωτικής δυνάμεως της Ορθοδοξίας. Οδηγουμένη υπό του Χριστού η Εκκλησία μας, δια του αγιοπατερικού πνεύματος και χαρακτήρος των θεολόγων της, πάντοτε θα είναι «έτοιμη προς απολογίαν παντί τω αιτούντι ημάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α΄ Πέτρ. 3, 15). Και η Ελπίς ημών νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων και εις όλην την αιωνιότητα είναι μία και μοναδική: Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός εν τω Θεανθρωπίνω του σώματι, η Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι οφείλουν να συμμετέχουν όχι εις «οικουμενικάς κοινάς προσευχάς», αλλ’ εις θεολογικούς διαλόγους εν τη Αληθεία και περί της Αληθείας, όπως δια μέσου των αιώνων έπραττον οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας. Η Αλήθεια της Ορθοδοξίας και της Ορθοπιστίας είναι «μερίς» μόνον των σωζομένων» (πρβλ 7ος κανών Β΄ Οικουμ. Συνόδου).
Παναληθές είναι το Ευαγγέλιον του αγίου Αποστόλου: «σωτηρία εν αγιασμώ και πίστει αληθείας» (Β΄ Θες. 2,13). Η θεανθρωπίνη πίστις είναι η πίστις της Αληθείας. Η Ουσία αυτής της πίστεως είναι η Αλήθεια, είναι η μόνη Παναλήθεια, δηλαδή ο Θεάνθρωπος Χριστός. Η δε θεανθρωπίνη αγάπη είναι «η αγάπη της Αληθείας» (Β΄Θες. 2,10). Η ουσία αυτής της αγάπης είναι η Παναλήθεια, δηλ. ο Θεάνθρωπο Χριστός. Και αυτή η Πίστις και αυτή η Αγάπη είναι η καρδία και η συνείδησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πάντα ταύτα διεφυλάχθησαν αλώβητα μόνον εν τη αγιοπατερική Ορθοδοξία, περί της οποίας οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι κεκλημένοι να μαρτυρούν αφόβως ενώπιον της Δύσεως και της ψευδοπίστεώς της και της ψευδοαγάπης της.
Ιερά Μονή Τσελιέ 13/26 Νοεμβρίου 1974
Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος.
Πνεύμα Ορθοδοξότατο και αγαπητικό ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, γράφει αυστηρώς αλλά και εν πνεύματι βιβλικής αγάπης για την σωτηρία έστω μίας ψυχής αθανάτου. Οι Ορθόδοξοι που θεωρούν απαραίτητο το ότι έπρεπε να ψάξει εκτός της πατρίδας του να βρεί και εν τέλει να ενταχθεί σε Σύνοδο ορθοφρονούσα και αφού δεν ενετάχθη άρα κοιμήθηκε εκτός εκκλησίας, ας λάβουν γνώση των συνθηκών της ζωής του επί κομμουνιστικού καθεστώτος διαβάζοντας μία σύντομη βιογραφία του. Ας τη δούμε...
Ό όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ό πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και ή μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγγελος. Ή οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (Παπαδόπουλο). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι όπου και είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια.
Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν ή τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και ή ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ό ίδιος χαρακτηριστικά: «Η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Ή Ορθοδοξία είναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η οποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικισμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Ή Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδαγωγική, τους Βίους των Αγίων».
Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ό μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ό Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' όδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στην Αθήνα για να λαβή τελικά εκεί το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία στα 1926 με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945, ό πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς του Τίτο, ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ό Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απήτησε την αποφυλάκιση του.
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ό πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρισίμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες ό πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαριών.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α' Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών, ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα πού του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών. Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, ή φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ήμερα της γεννήσεως του.
Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν ή τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και ή ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ό ίδιος χαρακτηριστικά: «Η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Ή Ορθοδοξία είναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η οποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικισμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Ή Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδαγωγική, τους Βίους των Αγίων».
Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ό μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ό Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' όδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στην Αθήνα για να λαβή τελικά εκεί το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία στα 1926 με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945, ό πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς του Τίτο, ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ό Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απήτησε την αποφυλάκιση του.
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ό πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρισίμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες ό πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαριών.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α' Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών, ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα πού του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών. Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, ή φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ήμερα της γεννήσεως του.
Φωτογραφία από την νεκρώσιμη ακολουθία του Αγίου. Τώρα αν καποιος νομικιστής πεί ότι τον κήδεψαν οι οικουμενιστές του Σερβικού Πατριαρχείου, αυτό είναι σίγουρα κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται ο ήδη κεκοιμημένος...
Αδύνατον λοιπόν να βγεί όχι μόνο εκτός της Μονής του αλλά και εκτός της τότε Γιουγκοσλαυίας, ο Άγιος Ιουστίνος. Οπότε και αδύνατον να έρθει σε επαφή με άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες ούτως ή άλλως ως τοπικές δεν έχουν δικαιώματα οικουμενικής εκκλησίας, όπως ίσως κάποιοι λανθασμένως νομίζουν. Αν υφίστανται Ορθόδοξοι Επίσκοποι με Αποστολική διαδοχή και Ομολογία σε άλλα κράτη, δεν έχει δικαίωμα μία τοπική Εκκλησία να τους υποβάλλει σε διαδικασίες αποκατάστασης στο Αρχιερατικό διακόνημα, με την νομικιστικού ύφους νοοτροπία πως ''Mόνο εμείς είμαστε η σωστή εκκλησία παγκοσμίως''. Υπάρχουν Επίσκοποι τουλάχιστον στην τέως Σοβιετική Ένωση, στα σημερινά δηλαδή κράτη που προέκυψαν από την διάλυση της, οι οποίοι έχουν Αποστολική διαδοχή από το 1917 που ξεκίνησαν οι κομμουνιστικές σφαγές των Χριστιανών αλλά και Ορθόδοξη Ομολογία.
Οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Έλληνες δυστυχώς, εξαιτίας του αποκλεισμού των κρατών αυτών από τον υπόλοιπο κόσμο, εξαιτίας του ψυχρού πολέμου που καθιστούσε τουλάχιστον ύποπτο να έχεις ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση ή επαφές με ανθρώπους εκεί, εξαιτίας των πολέμων, εμφυλίων και μή, εξαιτίας της αιώνιας διχοστασίας που μας χαρακτηρίζει ως φυλή, δεν γνωρίσαμε ούτε γνωρίζουμε επαρκώς την εκεί εκκλησιαστική κατάσταση, με αποτέλεσμα να εξάγουμε απολύτως λανθασμένα συμπεράσματα. Επιπλέον ακόμη και σήμερα, γνωρίζει ο γράφων από έγκυρη πηγή, ότι στη Ρωσσία όποιος Ρασοφόρος ελεγχθεί από αστυνομικό όργανο και δεν έχει επίσημο χαρτί ότι υπάγεται στο Πατριαρχείο Μοσχας, πηγαίνει αυτόφωρο... Αντιλαμβάνεται λοιπόν ο κάθε γνώστης των Ιερών Κανόνων, πως ο Άγιος Ιουστίνος έκανε όσα ήταν δυνατά για την σωτηρία της ψυχής του αλλά και την ενημέρωση του ποιμνίου του. Αν υπάρχουν όπως ασφαλώς γνωρίζουμε ακόμη και τώρα, Επίσκοποι οι οποίοι φοβούνται και κρύβονται σε δάση και ερημιές, μπορείτε να καταλάβετε τί συνέβαινε προ 90, 80, 50 30 ετών σε όλο σχεδόν το τότε ανατολικό μπλόκ του αποκαλουμένου υπαρκτού σοσιαλισμού...
Άραγε θα αντέχαμε εμείς οι υπέρορθόδοξοι να ζήσουμε τα βασανιστήρια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις αιματηρές ανακρίσεις, την στέρηση ύπνου, νερού, φαγητού, τον ίδιο τον θάνατο από κρύο, πείνα, εκτελεστικό απόσπασμα ή μία μαχαιριά στο στήθος για την Ορθοδοξία μας; Για Τον Κύριο μας Ιησού Τον Χριστό μας;
Άγιε Ιουστίνε πρέσβευε υπέρ ημών!
Πηγή: impantokratoros.gr, rel.gr,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου