Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 34o.

21a. "Οι Χριστιανοί αφάνισαν σχεδόν όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία. Το 99% αυτής κάηκε στις φλόγες των Χριστιανών. Ό,τι απέμεινε διεσώθη κυρίως μέσω των Αράβων".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Λένε πως έχουμε τόσα λίγα αρχαία έργα λόγω των καταστροφών που υπέστησαν από τους καλόγερους και τους Αυτοκράτορες. Ξεχνούν όμως πως

1) οι κύριοι αντιγραφείς αρχαίων έργων ήταν οι χριστιανοί καλόγεροι οι οποίοι δεν αντέγραφαν μόνο ό,τι αρχαίο είχε ομοιότητες με την χριστιανική διδασκαλία, αλλά και άλλα έργα, όπως των Κυνικών, του Ιουλιανού, της Σαπφούς, του Πινδάρου, του Ομήρου, του Κάτουλου, του Ιάμβλιχου, του Πλωτίνου, του Πορφύριου, την Θεογονία ή την Παλατινή ανθολογία με τα τόσα και τόσα ερωτικά ή ακόμη και ομοφυλοφιλικά επιγράμματα, ή τον Αριστοφάνη. Αν έκαναν λογοκρισία κατά των μη χριστιανικών έργων, τότε πώς έχουμε ακόμη διαθέσιμα τα συγγράμματα των παραπάνω προσώπων;

«Άφησαν να χαθεί ό,τι δεν τους εξυπηρετούσε (...). Εξαφάνισαν κάθε ίχνος βέβηλης γι’ αυτούς διδασκαλίας φιλοσόφων με απόψεις άκρως αντίθετες ή ασυμβίβαστες με τις δικές τους», γράφει ο Δαυλός (τ. 37). Αν οι Χριστιανοί έκαιγαν ό,τι ήταν αντίθετο ή ασυμβίβαστο με το Χριστιανισμό, τότε τα βιβλία π.χ. του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη που μιλούν για αιώνιο σύμπαν θα έπρεπε να τα είχαν κάψει και αυτά. Αλλά τα άφησαν.

«Από τα Χ έργα του δείνα τραγωδού έχουμε μόνο τα Υ», λένε οι Νεοπαγανιστές. «Άρα φταίνε οι Χριστιανοί». Δηλαδή οι Χριστιανοί έκαψαν Χ τραγωδίες του Αισχύλου, αλλά τις υπόλοιπες τις λυπήθηκαν και τις άφησαν! Αν αντιπαθούσαν τον Αισχύλο (ειδικά τον Αισχύλο, που είναι ευλαβέστατος προς τους «θεούς»), το λογικό είναι ότι θα έκαιγαν όλα τα έργα του. Άρα δεν φταίνε αυτοί που χάθηκαν τα υπόλοιπα.

Αλλά, όσον αφορά την συμβολή των καλόγερων στην διάσωση των αρχαίων συγγραμμάτων, οι αντιχριστιανοί παγανιστές είτε θα δεχτούν ότι οι καλόγεροι διέσωσαν τα αρχαία έργα είτε θα δεχτούν ότι υπήρχαν αντιγραφείς επί πληρωμή στη Χριστιανοσύνη, οι οποίοι αντέγραψαν τα έργα που διαθέτουμε σήμερα. Είτε η διάσωση αποδοθεί στους καλόγερους και τα μοναστήρια είτε αποδοθεί στους πλούσιους Χριστιανούς και Αυτοκράτορες, οι οποίοι πλήρωναν τους επαγγελματίες αντιγραφείς, οι παγανιστές είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν πως αυτά τα αρχαία έργα, που οι ίδιοι σήμερα διαβάζουν, διασώθηκαν χάρη σε Χριστιανούς.

2) το Βυζάντιο δέχθηκε πολλές εισβολές και υπέστη πολλές καταστροφές, μεταξύ άλλων και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 ή τις δύο αλώσεις της Θεσσαλονίκης, κατά τις οποίες χάθηκαν πολλά χειρόγραφα. Παραδείγματος χάρη ο Μέγας Φώτιος (9ος αι.) στην Μυριόβιβλο αναφέρει πλήθος έργων που υπήρχαν στην εποχή του, αλλά καταστράφηκαν κατά τις συμφορές που έπληξαν το Βυζάντιο, και σήμερα έχουμε μόνο τους τίτλους από αυτά. Ή πάλι, ο καθολικός καρδινάλιος Ισίδωρος τον Ιούλιο του 1453 ανέφερε στον Πάπα ότι στην Κωνσταντινούπολη ακριβώς πριν την Άλωση, υπήρχαν 120.000 τόμοι, οι οποίοι καταστράφηκαν (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 15,1). Φαντάζεται κανείς πόσοι τόμοι υπήρχαν την εποχή της ακμής του Βυζαντίου. Είναι συνεπώς για γέλια οι νεοπαγανιστικοί ισχυρισμοί πως κατά τον Μεσαίωνα δεν υπήρχαν πάνω από 600 τόμοι σε όλη την Ευρώπη. Ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν;

Ο Δαυλός (τ. 37) γράφει: «ο πολύς Φώτιος ... έγραφε ένα βιβλίο με το όνομα «Μυριόβιβλος». Σε’ αυτό κατέγραψε τα έργα 280 αρχαίων συγγραφέων (...) Τα πρωτότυπα έργα των συγγραφέων αυτών υπήρχαν ακόμη στην εποχή του. Σήμερα δεν υπάρχουν πια. Κατεστράφησαν, θα λέγαμε, από ανθρώπους που όφειλαν να ξέρουν την αξία τους και ίσως να τους είχε ανατεθεί και η διαφύλαξή τους», υπονοώντας τους καλόγηρους. Καθόλου δε σκέφτεται ο αρθογράφος του Δαυλού τις καταστροφές του 1204 και του 1453 της Κωνσταντινούπολης ή τις δύο αλώσεις της Θεσσαλονίκης από Άραβες και Νορμανδούς τον 10ο και 12ο αιώνα αντίστοιχα, ή άλλες παρόμοιες επιδρομές. Σαν να μην συνέβησαν ποτέ γι’ αυτόν, και συνεπώς την ευθύνη για την απώλεια κάποιων έργων την ρίχνει στους μοναχούς, χωρίς καμμιά δεύτερη σκέψη! Επιστημονική η έρευνά τους! Όπως λέει ο Λατίνος Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος στη διήγησή του, η Κωνσταντινούπολη είχε καεί τρεις φορές από τότε που έφτασαν εκεί οι Φράγκοι και «υπήρχαν περισσότερα καμμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας» (§247). Εξαιτίας της τρίτης στη σειρά πυρκαγιάς «η πόλη καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα». «Οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν μεγάλες και χωρίς αμφιβολία, οι ζημιές των βιβλιοθηκών σοβαρότατες. Για τον ιστορικό της λογοτεχνίας, η πρώτη αυτή άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί καταστροφή μεγαλύτερη απ’ ό,τι η γνωστότερη άλωση του 1453. Το 1204 τα σπάνια κείμενα που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο αφανίστηκαν, αφού δε συναντούμε πια το παραμικρό ίχνος τους από την εποχή που η έδρα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1261). Αν δεν είχαν συμβεί τα γεγονότα του 1204, τα κείμενα εκείνα είναι πολύ πιθανό να είχαν βρει το δρόμο τους προς τη Δύση» (L.D. Reynolds και N.G. Wilson, ''Αντιγραφείς και φιλόλογοι'', εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 92).

3) στο Βυζάντιο, ήδη από τον 4ο αιώνα επί Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β', στη σχολή που ίδρυσε αυτός, χρηματοδοτημένη και ελεγχόμενη από το κράτος, από τις 31 έδρες διδασκαλίας, 10 προωρίζονταν για την ελληνική φιλολογία, ισάριθμες για την λατινική, 5 για την ελληνική ρητορική και 3 για την λατινική. Επίσης ιδρύθηκε και μία έδρα φιλοσοφίας. Ο Βλ. Ρασσιάς (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 69) βρίσκει αστεία την άποψη ότι ελληνοποιείται η Αυτοκρατορία με την επικράτηση των ελληνικών εδρών επί των λατινικών. Φυσικά, μόνο αστείο δεν είναι, όταν χρησιμοποιούνται τα ελληνικά στην κρατική εκπαίδευση και στη διοίκηση. Για παράδειγμα, αν τα Σκόπια ή η Αλβανία νομοθετούσαν ότι στο εξής τα κρατικά πανεπιστήμια θα ήταν κατά το ήμισυ ελληνόφωνα και κατά το ήμιση σλαβόφωνα ή αλβανόφωνα, ότι θα διδάσκονταν η νεοελληνική φιλολογία περισσότερο από την σλαβική ή την αλβανική, και ότι οι νόμοι θα δημοσιεύονταν όχι μόνο στα σλαβικά ή τα αλβανικά αλλά και στα ελληνικά, τότε η άποψη ότι «η Αλβανία ή τα Σκόπια εξελληνίζονται» μόνο αστεία δε θα ήταν. Επίσης από την ίδια εποχή ο Ισίδωρος, χριστιανός μηχανικός συνέταξε την πρώτη συλλογή έργων του Αρχιμήδη, ενώ ο ίδιος ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Μηχανικών, στην οποία χρησιμοποιούσε ως εγχειρίδια τα έργα του Αρχιμήδη και τα Στοιχεία του Ευκλείδη (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, ''Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής'', εκδ. Αίθρα, σ. 40). Συνεπώς από την απαρχή ήδη οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν να συλλέξουν την φιλολογία των προηγούμενων αιώνων, και δεν ισχύει ότι ενδιαφέρον άρχισαν να δείχνουν αργότερα.

Αλλά, αξίζει να πάμε εξήντα χρόνια πίσω, επί της βασιλείας του «ανθέλληνα» Κωνστάντιου Β', στον οποίο ξεδιάντροπα οι παγανιστές φορτώνουν κατηγορίες για «γενοκτονία κατά των Ελλήνων». Με δυο λέξεις, δίχως το ζήλο του Κωνστάντιου Β', σήμερα δε θα είχε μείνει τίποτε από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Είκοσι χρόνια μόνο μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, το 357, «σε ένα μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής, οργανωμένο και επιχορηγούμενο από το κράτος (σημ.: από τον «Ανθέλληνα Κωνστάντιο»!), μια ομάδα καλλιγράφων μετέγραφε τα έργα των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών, όχι μόνο των πιο μεγάλων, αλλά όλων εκείνων που ήταν ακόμα δυνατό να βρεθούν χειρόγραφά τους. Γιατί είναι βέβαιο ότι έγινε ευρύτατη έρευνα για να συγκεντρωθούν τα παλαιά αυτά χειρόγραφα, για τα οποία ο Θεμίστιος λέει καθαρά ότι ήταν σχεδόν καταστραμμένα. Ήταν ακόμα, σχεδόν πάντοτε, ειλητάρια, τα περισσότερα από πάπυρο: τα μετέγραψαν, το καθένα ίσως σε πολλά αντίγραφα, σε κώδικες, συνήθως από περγαμηνή. Έτσι, στην πόλη που η παιδεία και ο πολιτισμός της θα ακτινοβολούσαν στον μεσαιωνικό κόσμο, σχηματίστηκε μια τεράστια συλλογή βιβλίων, όπου περισυλλέχτηκαν η λογοτεχνία και η σκέψη της αρχαίας Ελλάδας, ενώ πήγαιναν να εξαφανιστούν (σημ.: δηλαδή, ώς τότε οι παγανιστές δεν ενδιαφέρθηκαν να αντιγράψουν τα αρχαία έργα, κι αν δεν το έκανε αυτό ο «μισέλληνας» Κωνστάντιος, αυτά θα χάνονταν οριστικά!). (...) Η ελληνική κληρονομιά σώθηκε για πρώτη φορά, ας το επαναλάβουμε, στο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής που ιδρύθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα: εκεί οι καλλιγράφοι μετέγραψαν σε περγαμηνές κώδικες όλα τα αρχαία έργα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και να διαβάσουν με δυσκολία καθώς τις περισσότερες φορές ήταν γραμμένα πάνω σε παλαιά ειλητάρια από πάπυρο» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 57-59). Ο σύμφωνα με τους Νεοπαγανιστές, τρομερός... μισέλληνας(!) Κωνστάντιος Β'’ εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου 357 νόμο (Θεοδ. Κώδ. XIV, 1,1), ο οποίος πρόσταζε: «(...) Στην διακεκριμένη τάξη των δεκουριών με κανένα τρόπο να μην καταλαμβάνει κάποιος θέση πρώτης τάξεως αν δεν είναι πιστοποιημένο ότι διαπρέπει στη χρήση και στην άσκηση των ελευθερίων σπουδών (σημ.: φιλοσοφία, γραμματική κ.λπ.) και ότι είναι καλλιεργημένος στα γράμματα. (...) Και για να μην αρνηθούμε στη λογοτεχνία – που είναι η επιφανέστερη από όλες τις αρετές – τις ανταμοιβές που της ταιριάζουν, η πρόνοια μας θα τιμήσει προάγοντας σε επιφανέστερον εκείνον που χάρη στις σπουδές και στη δεινότητα του λόγου του θα φανεί άξιος της πρώτης θέσεως». Αυτά διέταζε ο Κωνστάντιος Β'’, που «άρχισε διωγμούς κατά Ελλήνων».

4) Οι Νεοπαγανιστές δεν ξέρουν τι λένε και συνεχώς φάσκουν κι αντιφάσκουν, ώστε να πείσουν ότι από τη μια κάηκαν όλα τα βιβλία κι από την άλλη έχουμε τόσες χιλιάδες αρχαία έργα. Έτσι, διαβάζουμε «(...) επυρπολήθη, το 724, η Οικουμενική Σχολή όπου στεγαζόταν η μοναδική αξιόλογη βιβλιοθήκη της Νέας Ρώμης, στην οποία πρέπει να βρίσκονταν όλα τα έως τότε σωζόμενα Ελληνικά βιβλία» (Βλάση Ρασσιά, Υπερ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 167). Εκτός του ότι η νεώτερη ιστορική έρευνα απορρίπτει την ιστορία του εμπρησμού από τον εικονομάχο Λέοντα Γ' ως προσπάθεια σπίλωσής του από τους εικονόφιλους (πολύ σημαντικό αυτό: δείχνει ότι οι εμπρησμοί βιβλιοθηκών ήταν μεμπτή πράξη στα μάτια των Ορθοδόξων εικονολατρών, κι όχι... θεάρεστη πράξη, όπως αγωνιούν οι Νεοπαγανιστές να μας πείσουν, και γι’ αυτό το λόγο οι Ορθόδοξοι ιστοριογράφοι διέδωσαν τη φήμη), η έμφαση που επίτηδες δίνεται, «όλα τα έως τότε σωζόμενα βιβλία», είναι ψέμμα, αφού είναι πασίγνωστο ότι π.χ. ο Φώτιος, Πατριάρχης και... φυσικά κάτοικος Κωνσταντινούπολης, αναφέρει στη Μυριόβιβλο ένα ελάχιστο τμήμα των βιβλίων... τα οποία, αφού όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, βρίσκονταν όλα στην πυρποληθείσα... «Οικουμενική Σχολή» (Τέτοια σχολή δεν υπήρχε επί Λέοντος Γ'. Υπήρξε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον» επί Ιουστινιανού, και «Πανδιδακτήριον» επί Λέοντα Γ'.), είχαν καεί έναν αιώνα πριν. Θα έγινε «ανάσταση βιβλίων», αφού «όλα τα έως τότε σωζόμενα Ελληνικά βιβλία» βρίσκονταν στην καμμένη βιβλιοθήκη. Το γνωστό παραμύθι περί «τελευταίων βιβλίων», που συνοψίζει όλον τον παραλογισμό της Νεοειδωλολατρικής σκέψης, για ακόμη μια φορά επανεκδιδόμενο.

5) Η τυπογραφία ανακαλύφθηκε το 1454 και ως τότε η αντιγραφή έργων ήταν επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, με αποτέλεσμα να γίνεται κάποτε «επιλογή» των έργων προς αντιγραφή, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους. Και στην ελληνιστική εποχή υπήρχε ανάλογο πρόβλημα, και ήδη από τότε, έργα διάφορων π.χ. του Δημόκριτου, σπάνιζαν ακριβώς επειδή οι περισσότεροι αντιγραφείς επικεντρώνονταν στα σημαντικότερα συγγράματα, όχι κατ' ανάγκη λόγω λογοκρισίας, αλλά λόγω έλλειψης χρόνου για την αντιγραφή και διάδοση τόσων πολλών έργων. Το έργο του Ηράκλειτου είχε χαθεί πριν την ελληνιστική εποχή. Αλλά ακόμη και γραπτά Χριστιανών π.χ. του Προαιρέσιου (επί Ιουλιανού έζησε) έχουν χαθεί. Αναφέρει ο Παυσανίας: «το ποίημα αυτό του Ηγησίνου δεν το διάβασα, γιατί είχε εκλείψει προ της εποχής μου» (9, 29, 2). Κι αλλού, για το έργο του ορχομενίου ποιητή Χερσία (περ. 600 π.Χ.): «είχε ξεχαστεί επί των ημερών μου» (9, 38, 9).

6) Η βυζαντινή εποχή καλύπτει 11,5 αιώνες και δε μπορεί κανείς να γενικεύει με αφορμή κάποια περιστατικά των πρώτων 2 αιώνων, και να λέει ότι οι Βυζαντινοί κατέστρεψαν τα αρχαία συγγράματα. Αν οι Βυζαντινοί είχαν εξ αρχής σκοπό να καταστρέψουν τα αρχαία συγγράματα, ας είναι όλοι σίγουροι, μέσα στους 11,5 αιώνες σίγουρα θα το πετύχαιναν. Είχαν όλο τον καιρό!

7) Όπως υπάρχουν παντού ακραίοι και μετριοπαθείς, έτσι και στο Χριστιανισμό, μπορεί να υπήρχαν κάποιοι που δεν ήθελαν την ελληνική παιδεία, αλλά οι περισσότεροι ήταν μετριοπαθείς και την ήθελαν, και γι' αυτό επέζησαν τα αρχαιοελληνικά κείμενα. Δε μπορεί για τις πράξεις ενός μικρού τμήματος να κατηγορείται το σύνολο.

8) Πολλά αρχαία συγγράμματα αντιγράφονταν πάνω σε πάπυρο, ο οποίος είναι εξαιρετικά ευαίσθητο υλικό. Επιπλέον, όταν οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν την Αίγυπτο, την κύρια προμηθεύτρια σε πάπυρο χώρα, η έλλειψη παπύρου οδήγησε αναπόφευκτα σε μείωση της παραγωγής αντιγράφων... Αντί λοιπόν παπύρου χρησιμοποιήθηκαν επεξεργασμένα δέρματα ζώων, που ήταν ανθεκτικότερα από τον πάπυρο, αλλά πιο ακριβά και δύσκολα στην επεξεργασία. Έτσι λοιπόν, ενώ η παγανιστική Ρώμη είχε την ευχέρεια να διαθέτει φθηνά και πολλά μέσα αντιγραφής, αυτό έγινε δύσκολο μετά τον 6ο αιώνα.

9) Η μεγάλη έλλειψη (λόγω της κατάκτησης της Αιγύπτου και των διαρκών εισβολών σε κάθε τμήμα της Ρωμανίας) παπύρων οδήγησε πολλές φορές στο φαινόμενο των λεγόμενων παλίμψηστων παπύρων: με ειδικό τρόπο ξυνόταν η μελάνη του κειμένου σε έναν πάπυρο και γραφόταν κάτι άλλο. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, επειδή το ξύσιμο δεν ήταν τέλειο, μπορούν να διαβαστούν τα αρχικά κείμενα. Πάντως, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι καλόγεροι ούτε για την έλλειψη αντιγραφικών μέσων, ούτε πως εσκεμμένα έσβηναν αρχαία συγγράμματα. Πολλές φορές σβήνονταν και χριστιανικά συγγράμματα, π.χ. συγγράμματα του Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου σβήνονταν χάρην άλλων χριστιανών συγγραφέων (H. Hunger, ''Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου'', εκδ. Καρδαμίτσας, σ. 27). Αφού, λοιπόν, αυτό γινόταν και για χριστιανικά συγγράμματα, συνεπάγεται ότι οι Χριστιανοί δεν έσβηναν τα αρχαία κείμενα επειδή τα μισούσαν, αλλά επειδή δεν είχαν αρκετή γραφική ύλη. Εξάλλου, με τη νέα τεχνολογία μπορούμε να διαβάζουμε τους παλίμψηστους πάπυρους, οπότε ουδέν πρόβλημα.

10) Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι οι χριστιανοί αντιγραφείς αδιαφορούσαν για τα αρχαία αντίγραφα. Τα παλαιότερα σωζόμενα αντίγραφα αρχαίων συγγραμμάτων χρονολογούνται στον 9ο αιώνα. Πράγμα που αποδεικνύει ότι παρ' όλες τις καταστροφές, την έλλειψη χαρτικής ύλης, υπήρχε ενδιαφέρον για τη συντήρηση τους. Δηλαδή ένα αρχαίο αντίγραφο του 9ου αιώνα διατηρήθηκε από τους Ρωμηούς επί 6 αιώνες, ώς το 1453. Βιβλία διατηρημένα επί 600 χρόνια! Η περίοδος του 7ου και 8ου αι. ήταν γεμάτη εισβολές και η Ρωμανία είχε περιοριστεί εδαφικά πολύ. Αντίγραφα από εκείνη την εποχή, ακόμη και χριστιανικά, βρίσκουμε ελάχιστα. «Πρέπει να προφυλαχτούμε από δύο λάθη. Το πρώτο θα ήταν να κατηγορήσουμε για σκοταδισμό μια εποχή που ίσως φάνηκε να αδιαφορεί για το «διαφωτισμό» μόνο και μόνο γιατί είχε να επιλύσει πιο επείγοντα προβλήματα˙ και κατόρθωσε να τα επιλύσει. (...) Για την περίοδο που εξετάζουμε δεν έχουμε, θα λέγαμε, κανένα κοσμικό χειρόγραφο. Συγχρόνως όμως δεν έχουμε παρά έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό θρησκευτικών χειρογράφων. Το δεύτερο αμβλύνει το πρώτο και μας κάνει επιφυλακτικότερους απένατι στην προκατάληψη ότι τα έργα της κοσμικής φιλολογίας, ιδιαίτερα εκείνα της αρχαίας Ελλάδας, ήταν τα μόνα που έπαψαν να αντιγράφονται. Μπορεί πραγματικά να παραμελήθηκαν, αλλά πάντως η στατιστική των χειρογράφων δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο: γιατί είναι απίθανο την ίδια εποχή να μην αντέγραψαν καθόλου θρησκευτικά έργα, απίθανο επίσης να μην αντέγραψαν ούτε νομικά, ιατρικά ή επιστημονικά έργα – και ωστόσο ούτε από αυτά σώζονται περισσότερο» (P. Lemerle, ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 72, 74).

11) Όσον αφορά τα επιστημονικά βιβλία, όπως συγγράμματα ιστορίας ή γεωγραφίας, πολλά κείμενα χάθηκαν, γιατί ήταν πεπαλαιωμένα. Η αντιγραφή της Γεωγραφίας του Ερατοσθένη θεωρούνταν – δεδομένων και των πολιτικών, οικονομικών δυσχεριών, χάσιμο χρόνου, τη στιγμή που το αντίστοιχο έργο του Στράβωνα ήταν καλλίτερο. Πράγματι, το τελευταίο διασώζεται αυτούσιο. Παρομοίως, αρχαιότερα ρωμαίικα ιστορικά χρονικά δεν σώθηκαν διότι – εκτός των άλλων – δεν νοιάστηκαν να τα αντιγράψουν, επειδή θεωρούσαν πως οι χρονικά επόμενοι ιστοριογράφοι ήταν καλλίτεροι.

Αντίστοιχα, για έργα φιλοσόφων τρίτης ή τέταρτης διαλογής, δεν γινόταν να ενδιαφερθούν οι αντιγραφείς των Μέσων Χρόνων. Την στιγμή που συγγράμματα φιλοσόφων όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Πύρρωνας, είχαν χαθεί αιώνες πριν, λόγω αδιαφορίας των εθνικών αντιγραφέων (ή λόγω σκοπιμότητας των φιλοσοφοφάγων ειδωλολατρών ιεροφαντών και μάντεων αλλά και αντίζηλων φιλοσοφικών σχολών), τη στιγμή που τα βιβλία των λιγότερο διάσημων φιλόσοφων δεν είχαν καλύτερη μεταχείριση από τους εθνικούς, δε θα περίμενε κανείς από τους χριστιανούς αντιγραφείς τίποτα άλλο, παρά να επικεντρωθεί η αντιγραφή στους σημαντικότερους φιλοσόφους. Ό,τι γινόταν στην αρχαιότητα, το ίδιο έγινε και στην χριστιανική εποχή.

12) Ακόμη και για την κατά το Μεσαίωνα βάρβαρη κι αιρετική Δύση, εν πολλοίς δεν ισχύει η εικόνα που έχουμε όσον αφορά την συμπεριφορά προς τα προχριστιανικά βιβλία. Ελάχιστες φορές κάηκαν συγγράματα. Αυτά που καίγονταν ήταν συνήθως αραβικά και ιουδαϊκά βιβλία (Ταλμούδ) και όχι τα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Για παράδειγμα, ο Λουδοβίκος IX έκαψε ιουδαϊκά βιβλία, αφού πρώτα ο πάπας αναθεμάτισε το Ταλμούδ, επειδή αυτό περιέγραφε τον Ιησού ως κοινό εγκληματία. Ωστόσο τέτοιες πράξεις παρέμειναν η εξαίρεση (Henri-Jean Martin, ''The History and Power of Writing'', Univ. of Chicago: 1994., p. 173). Η Ιερά Εξέταση της Ισπανίας τον 16ο αιώνα έκαψε πλήθος ιουδαϊκών κι αραβικών βιβλίων (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 270), αλλά όχι αρχαία ελληνικά, αυτά διατηρήθηκαν, και άλλωστε οι αραβικές μεταφράσεις ελληνικών έργων είχαν μεταφερθεί στα λατινικά πολύ πιο πριν (τον 13ο –14ο αι.). Αξιοσημείωτο είναι ότι η γνωστή λίστα των απαγορευμένων βιβλίων της παπικής εκκλησίας, το περίφημο Index, που πρωτοεξεδόθη στις 24/3/1524, δεν απαγορεύει την ανάγνωση αρχαίων κειμένων, αλλά μόνο «αιρετικών», και μάλιστα λέει – το κείμενο του Index πως η ανάγνωση των Ελληνικών και Λατίνων συγγραφέων γίνεται ανεκτή εξαιτίας της κομψότητας και καθαρότητας της γλώσσας τους (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 269).

13) Στη Δύση, η γνώση των αρχαίων συγγραφέων χάθηκε λόγω των αλλεπάλληλων επιδρομών των βαρβάρων˙ των Βανδάλων στη ΒΔ Αφρική, όπου ίδρυσαν βασίλειο το 429,– (ο Ιουστινιανός απελευθέρωσε έναν αιώνα αργότερα την περιοχή), των Βίκινγκ στην Αγγλία (787) και την Γαλλία (840-911), των Ούγγρων στη Γαλλία (τέλη 9ου αι.), των Νορμανδών τον 9ο και 10ο αι. στην Β.Δ. Ευρώπη. Το 390 περίπου, οι Γαλάτες έκαψαν τα αρχεία των ρωμαϊκών νόμων. Το 867 για παράδειγμα, οι Δανοί επέδραμαν την βόρεια Αγγλία και η Υόρκη καταστράφηκε μαζί με τα βιβλία ενώ οι λόγιοι και οι ιερείς σφάχτηκαν ή έφυγαν. Κάθε παρόμοια επιδρομή βαρβάρων σε πρώην τμήματα της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επέφερε πολιτιστική οπισθοδρόμιση. Ως αποτέλεσμα των επιδρομών, οι πόλεις μίκραιναν σε μέγεθος, η οικονομία κατέρρευσε, και συνακόλουθα το εκπαιδευτικό σύστημα της Δυτικής Ευρώπης, που βασιζόταν στην ευμάρεια και την σταθερότητα, κατέρρευσε.

14) Αντίστοιχα για τη Ρωμανία, τις ελάχιστες φορές που κάηκαν συγγράμματα, αυτά ήταν συγγράμματα αιρετικών. Μερικά συγγράμματα του Αρείου και τα συγγράμματα των εικονομάχων. Ωστόσο, η κυριότερη αιτία της εξαφάνισης των έργων του Αρείου ή των εικονομάχων ήταν ότι κανείς δεν τα αντέγραφε (υπήρχαν επαγγελματίες, επί πληρωμή αντιγραφείς) κι έτσι αυτά χάνονταν με την φθορά που προκαλούσε ο χρόνος. Κάνοντας μια σύγκριση βλέπουμε, πως ενώ τα παγανιστικά αντιχριστιανικά έργα του Ιουλιανού διασώθηκαν, ακόμη και επιστολές του υπάρχουν σήμερα, χάθηκαν τα αιρετικά βιβλία μόνο. Οι Βυζαντινοί, δηλαδή, είχαν επίγνωση της διάκρισης μεταξύ παγανιστικών και αιρετικών ή μαγικών συγγραμάτων. Τα πρώτα τα διέσωζαν, τα δεύτερα τα άφηναν να χαθούν. Εξάλλου, ενώ υπάρχουν αυτοκρατορικά έδικτα που απαγορεύουν τις θυσίες, δεν υπάρχει κάποιο έδικτο που να προστάζει την καταστροφή της αρχαίας λογοτεχνίας. Ούτε και το κάψιμο ορισμένων αρειανικών συγγραμμάτων αποτελεί κάποια «ορθόδοξη ιερά εξέταση»: είναι απλώς στο πνεύμα της εποχής, με το κάψιμο Γραφών από τον Διοκλητιανό, τις εξορίες των Ορθοδόξων από αρειανούς αυτοκράτορες και την χαρά του Ιουλιανού που τα συγγράμματα του Επίκουρου τα κατέστρεψαν οι θεοί.

15) Δεν υπήρχε πάντα, εξαιρουμένων των διασημότερων αρχαίων συγγραφέων, η συναίσθηση ότι κάθε τι είναι οπωσδήποτε πολύτιμο. Και στην εποχή μας, πολλές τηλεοπτικές σειρές, κυρίως των πρώτων χρόνων της ελληνικής τηλεόρασης χάθηκαν, διότι απλούστατα κανείς δε σκέφτηκε να τις βιντεοσκοπήσει˙ κανείς δε σκέφτηκε πως ο,τιδήποτε αντιγραφόταν και σωζόταν, ακόμη κι αν στις μέρες του ήταν μικρής αξίας, ήταν καλό για τον πολιτισμό. Πολλά ρεμπέτικα και σμυρνέικα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα με τη μέθοδο του κεριού, και οι αρχικές ηχογραφήσεις αφέθηκαν να καταστραφούν, απλώς διότι δεν σκέφτηκε κανείς ότι μετά από 80 ή 100 χρόνια θα ήταν πολύτιμες. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν εσκεμμένη η απώλεια. Το ίδιο συνέβη με αρχαία συγγράμματα τρίτης ή τέταρτης διαλογής.

16) Αναρωτάται κανείς πώς γίνεται οι Βυζαντινοί να κατεδίωκαν την ελληνική παιδεία, και ταυτόχρονα στα σχολικά μαθήματά τους (φιλολογικά μαθήματα του Γυμνασίου-Λυκείου) να περιλαμβάνονταν η μελέτη αρχαίων τραγωδιών (π.χ. Πέρσες, Προμηθέας Δεσμώτης και Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, Αίας, Ηλέκτρα και Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, Εκάβη, Ορέστης και Φοίνισσες του Ευριπίδη) καθώς επίσης και κωμωδίες του Αριστοφάνη (Πλούτος, Νεφέλες, Βάτραχοι), αποσπάσματα από τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Θεόκριτο, διάλογοι του Λουκιανού, λόγοι του Δημοσθένη και του Ισοκράτη, ορισμένοι διάλογοι του Πλάτωνα, κείμενα του Ξενοφώντα και άλλων (Θ. Μαρκόπουλου, ''Στο σχολείο με χαρτί και καλαμάρι'', εκδ. Καλειδοσκόπιο, σ. 25-26); «Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι η εκπαίδευση ενός νεαρού Έλληνα του 5ου αιώνα διέφερε ριζικά από την εκπαίδευση ενός νέου του 2ου αιώνα» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 50). Το νεοπαγανιστικό επιχείρημα, ότι τάχα οι Βυζαντινοί φταίνε για τα τόσα λίγα τραγικών ποιητών που έχουμε σήμερα δεν εξηγεί πώς γίνεται οι Βυζαντινοί να κατέστρεφαν τις τραγωδίες αφού τις δίδασκαν στα σχολεία τους; Πώς γίνεται ο Όμηρος να αποκαλείται «ο Ποιητής»;

17) «Στην πραγματικότητα, ένας από τους κυριότερους λόγους που προκάλεσαν την απώλεια κλασικών κειμένων ήταν χωρίς αμφιβολία ότι περισσότεροι Χριστιανοί δεν έδειχναν ενδιαφέρον να τα διαβάσουν, και έτσι τα κείμενα αυτά δεν πολλαπλασιάζονταν με νέα αντίγραφα αρκετά για να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους σε μια εποχή πολέμων και καταστροφών» (L. D. Reynolds και N. G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 66). Ούτε όμως τα γραπτά μικρότερων φιλοσόφων είχαν διαφορετική μεταχείριση από τους πολυθεϊστές ούτε είναι λογικό να δεχτούμε ότι ο Πλάτων αντέγραφε ή προέτρεπε να αντιγράφουν τον Δημόκριτο ή ότι ο Ιουλιανός προέτρεπε να αντιγράφουν τον Επίκουρο. Μόνο όσοι φιλόσοφοι είχαν οπαδούς, δηλαδή μόνο οι γνωστότεροι από τις μεγάλες σχολές, είχαν την βεβαιότητα ότι τα έργα τους θα αντιγράφονται. Έστω, όμως: το συμπέρασμα είναι ότι, κανείς δεν μπορεί να κατηγορεί τους Χριστιανούς, ότι έκαψαν τα αρχαία βιβλία. Άλλο πράγμα η αδιαφορία – για την οποία έχουμε σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλουμε κι άλλο η απόπειρα καταστροφής. Όποιος συγχέει το πρώτο με το δεύτερο, δεν ξέρει τι λέει.

Υπάρχει μια άλλη εξήγηση που δίνεται για τον αντιγραφικό ζήλο των Χριστιανών: επειδή ήθελαν να προσελκύσουν τους μορφωμένους ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί ήταν αναγκασμένοι να έρθουν σε επαφή με την προχριστιανική λογοτεχνία, ώστε να μπορούν να συζητούν σε φιλοσοφικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικούς όρους, με τους μορφωμένους εθνικούς. Γι’ αυτό έπρεπε να μελετούν και άρα να αντιγράφουν την προχριστιανική ελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία. Η εξήγηση αυτή προσπαθεί να αποδείξει ότι «οι Χριστιανοί δεν αντέγραφαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα από δικό τους ενδιαφέρον γι’ αυτά, αλλά για λόγους προσηλυτισμού». Προκύπτει όμως το εξής ερώτημα: Έστω ότι έγινε έτσι, σύμφωνα με την εξήγηση αυτή. Γιατί τότε, όταν είχαν εκχριστιανιστεί πλέον όλοι οι μορφωμένοι ειδωλολάτρες, λ.χ. τον 9ο, τον 10ο, τον 11ο, τον 12ο, τον 13ο, τον 14ο αι., όταν όλοι οι μορφωμένοι ήταν Χριστιανοί, οι Χριστιανοί συνέχιζαν να αντιγράφουν τα αρχαία ελληνικά κείμενα; Θα ήταν γελοίο να ισχυριστεί κανείς «από συνήθεια». Συνεπώς δεν ήταν μόνο λόγω της προσέλκυσης μη Χριστιανών, αλλά και λόγω της έμφυτης αγάπης των Ορθόδοξων Ρωμηών για τα έργα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων τους, που τα αρχαία συγγράμματα αντιγράφονταν από τους Χριστιανούς.

18) «Δεν υπάρχει καμία βάσιμη μαρτυρία ότι γινόταν λογοκρισία. Η περίφημη δήλωση του ουμανιστή Πέτρου Αλκυονίου (Petrus Alcyonius, 1468-1527), ότι οι εκκλησιαστικές αρχές προκάλεσαν την πυρπόληση των κειμένων των ειδωλολατρικών ποιητών, δεν επιβεβαιώνεται από καμιά πηγή. Τα έργα των πολυάριθμων συγγραφέων που αναφέρει μιλώντας για το θέμα αυτό είχαν πιθανότατα χαθεί από άλλες αιτίες ήδη στα τέλη των Σκοτεινών Αιώνων. (...) Από την άλλη, δεν έχει ώς τώρα επισημανθεί ούτε μία περίπτωση η Εκκλησία να έχει πάρει παρόμοια μέτρα εναντίον κάποιου κλασσικού κειμένου» (L. D. Reynolds και N.G. Wilson, ''Αντιγραφείς και φιλόλογοι'', εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 68, 69). Πολλοί κατηγόρησαν το Χριστιανισμό, ότι αφάνισε τα προχριστιανικά βιβλία, «δίχως να λάβουν υπόψη τους ότι οι χριστιανοί δεν ήταν οι μόνοι ούτε καν οι πραγματικοί υπεύθυνοι γι’ αυτή την καταστροφή και ότι πολλοί από αυτούς διατηρούσαν την αγάπη για την ειδωλολατρική παιδεία που τους είχε διαποτίσει στα σχολικά τους χρόνια» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 46).

19) Τέλος να σημειώσουμε ότι, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας των έργων ''Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο'' και ''Τα αίτια του πελοποννησιακού πολέμου'', «Στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ο αναλφαβητισμός ήταν, τις περισσότερες εποχές και στις περισσότερες περιοχές, τόσο διαδεδομένος όσο σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου σήμερα. Νομίζω ότι δεν θα υπερέβαλλα αν έλεγα ότι μόνο μια μικρή μειονότητα του πληθυσμού θα είχε διαβάσει κάποιο από τα έργα που τώρα πια αποτελούν την βασική ύλη της διδασκαλία των κλασικών σπουδών στην Αγγλία» (De Ste. Croix G. E. M., ''Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη'', ΜΙΕΤ, σ. 369), και, αν αυτό αληθεύει, θα πρέπει να σταματήσουν οι κατηγορίες περί «αμάθειας» που δήθεν την προκάλεσε ο Χριστιανισμός.

Οι νεοπαγανιστές και οι αρχαιολάτρες (εθνικιστές και διεθνιστές) ισχυρίζονται πως οι Χριστιανοί αδιαφόρησαν και παραμέλησαν για την αντιγραφή και διάδοση των κλασσικών κειμένων. Αφού σύμφωνα με αυτούς «οι Χριστιανοί απέρριπταν με μίσος την ελληνική φιλοσοφία», τότε γιατί έπραξαν όλα τα παρακάτω;

-Στον 3ο αι. υπήρχε μια χριστιανική βιβλιοθήκη στην Καισάρεια, που βασίστηκε στις βιβλιοθήκες του Ωριγένη και του Πάμφυλου, οι οποίες περιείχαν πολλά ειδωλολατρικά φιλοσοφικά και κλασσικά κείμενα, και που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τον Ευσέβιο (Harry Y. Gamble, ''Books and Readers in the Early Church'', Yale: 1995, p. 155).

-Μεταξύ 212 και 250, ο πάπας Αλέξανδρος ίδρυσε μια παρόμοια βιβλιοθήκη στην Ιερουσαλήμ, η οποία περιείχε και κλασσικά έργα (π.χ. την Οδύσσεια) (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p.15).

-Ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας είχε αναφέρει 248 διαφορετικούς συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους ήταν κλασσικοί (Michael H. Harris, ''History of Libraries in the Western World'', Scarecrow:1995., p. 61).

-Μεταξύ 320 και 325, ο Παχώμιος ίδρυσε το πρώτο κοινοβιακό μοναστήρι στην άνω Αίγυπτο. Το μοναστήρι αυτό ήταν γνωστό για τη χρηση και αντιγραφή κλασσικών συγγραμμάτων. Μερικά από τα αρχαιολογικά υπολείμματα αυτών των μοναστηριών έχουν αποκαλύψει έργα όπως τις ''Προτάσεις'' του Σέξτου και την ''Πολιτεία'' του Πλάτωνα.

-Στα 361, ο Γρηγόριος, επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, δολοφονήθηκε από τον όχλο. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός πήρε την βιβλιοθήκη του, η οποία ήταν γεμάτη με κλασσικά κείμενα. Ο επίσκοπος κατείχε και χρησιμοποιούσε πολλά παγανιστικά έργα (Michael H. Harris, ''History of Libraries in the Western World'', Scarecrow:1995. p. 61, Harry Y. Gamble, ''Books and Readers in the Early Church'', Yale: 1995, p. 175˙ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 341).

-Μεταξύ 461-468, ο Ιλάριος της Ρώμης έχτισε μια βιβλιοθήκη στη Ρώμη, με εργα Ελλήνων και λατίνων. Το ίδιο το κτήριο αποτελείτο από δύο μέρη, ένα για τα ελληνικά και ένα για τα λατινικά βιβλία, ακριβώς όπως οι κλασσικές παγανιστικές βιβλιοθήκες (Harry Y. Gamble, Books and Readers in the Early Church, Yale: 1995, p. 164).

-Ο Ιωάννης ο Στοβαίος, τον 5ο αιώνα συνέγραψε σύγγραμμα που περιελάμβανε ηθικά και γνωμικά συμπεράσματα ακόμη και για την πολιτική επιστήμη, τα οποία σταχυολόγησε από 500 περίπου αρχαίους συγγραφείς και ποιητές.

-Αρχές του 6ου αιώνα, ο Βοήθιος (†524) έγραψε τα σχόλια στους ελληνικούς και λατινικούς φιλοσόφους, μετέφρασε δύο από τις πραγματείες του Αριστοτέλη στη λογική στα λατινικά, και ήταν ο εδρεύων μελετητής στο βασίλειο των Οστρογότθων (F. B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980, p. 181-188).

-Το πρώτο Βενεδικτινό μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Βενέδικτο (549) στο Monte Casino στην Β. Ιταλία. Εκεί πολλά σημαντικά γραπτά λατίνων, όπως του Τάκιτου, του Σενέκα και του Varro αντεγράφησαν και διασώθηκαν (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow:1995, p. 97).

-Το 533 επιτροπή νομομαθών διορισμένη από τον χριστιανό αυτοκράτορα Ιουστινιανό, αφού διάβασε και αποδελτίωσε περί τα 2000 βιβλία κλασσικών νομικών (που συμποσούνται σε 3 εκατομμύρια στίχους), ολοκλήρωσε τη σύνταξη του Πανδέκτη (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 326). Δυο χιλιάδες βιβλία ειδωλολατρών νομικών. Δεν θα έ‘πρεπε, σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες να κάψουν τα νομικά βιβλία των ειδωλολατρών και να δημιουργήσουν έναν ολοκαίνουργιο κώδικα;

-Το 537, ο Κασσιόδωρος ίδρυσε ένα μοναστικό τάγμα, από τους μοναχούς του οποίου απαιτούσε να μελετούν τους θύραθεν (ειδωλολάτρες) συγγραφείς και να αντιγράφουν τα έργα τους. Ο ίδιος είχε μεταφέρει συγγράμματα από την Αφρική (Henri-Jean Martin, The History and Power of Writing, Univ. of Chicago: 1994., p. 122).

-Το 664 ο Έλληνας, Θεόδωρος της Ταρσού πήγε στην Αγγλία ιδρύοντας την αρχιεπισκοπή του Cantebury φέρνοντας μαζί του πολλά ελληνικά βιβλία. Αφού τα είχαν κάψει, σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές; Πού τα βρήκε ο Θεόδωρος;

-O Bede (απεβίωσε το 735), είδε μοναστήρια στην Αγγλία, τα οποία δίδασκαν Ελληνικά από ελληνικά βιβλία (F.B. Artz, The Mind of the Middle Ages, Univ. of Chicago: 1980., p. 194). Μα, για να υπάρχουν ελληνικά βιβλία, εκείνη την εποχή στην Αγγλία, φαντάζεται κανείς πόσα ελληνικά βιβλία υπήρχαν στην Ελλάδα.

-Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (9ος αι.), από τους κύριους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, υπήρξε ο πρώτος που οργάνωσε τη βιβλιοθήκη της μονής Στουδίου (Κωνσταντινούπολη), συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό χειρογράφων χριστιανών και εθνικών συγγραφέων, των οποίων την ανάγνωση διευκόλυνε έτσι με τη διάδοση των χειρογράφων.

-Ο Μέγας Φώτιος (820-891) συντάσσει τη Μυριόβιβλο, μια συλλογή του, όπου παραθέτει 280 από τα κατά τη γνώμη του καλλίτερα συγγράμματά από εθνικούς συγγραφείς (πράγμα που σημαίνει πως υπήρχαν τον 9ο αι. πάρα πολλά άλλα συγγράμματα εθνικών, λιγότερο σημαντικά, αφού η Μυριόβιβλος περιελάμβανε μόνο τα καλλίτερα). Στην «Βιβλιοθήκη» του έκρινε χρήσιμο να διασώσει μια ουσιαστική περίληψη των «Πυρρωνείων λόγων» του Αινεσιδήμου, περίληψη που αποτελεί την μοναδική πηγή για το έργο αυτού του φιλοσόφου (να η απόδειξη πως τα έργα αυτά υπήρχαν ακόμη στην εποχή του Φώτιου, και δεν «κάηκαν από τους Βυζαντινούς» όπως λένε οι νεοπαγανιστές, αλλά καταστράφηκαν αργότερα, το 1204 και το 1453, αλλά και από τους «θεούς» των ειδωλολατρών, όπως χαρούμενα γράφει ο Ιουλιανός. Οι Χριστιανοί διέσωζαν τα έργα του Σκεπτικού (!) Πύρρωνα, οι ειδωλολάτρες τα έκαιγαν). Ο Φώτιος βρίσκει τους λόγους του Αινεσιδήμου χρήσιμους, με ορισμένες βέβαια επιφυλάξεις, για όσους επιδίδονται σε διαλεκτικές σπουδές (Β. Ν. Τατάκη, ''Η Βυζαντινή Φιλοσοφία'', εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 133). «Στον Μέγα Φώτιο οφείλουμε ό,τι γνώση έχουμε σήμερα για τους Κτησία, Κόνωνα, Μέμνονα και των χαμένων βιβλίων του Διόδωρου. Τα απανθίσματα του Φώτιου από κάθε έργο ποικίλουν σε εύρος, από μερικές σειρές ώς και 75 σελίδες» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Η', σ. 240).

-«Η συμβολή του Λέοντα του Μαθηματικού στη διάσωση της χειρόγραφης παράδοσης των έργων του Ευκλείδη τεκμηριώνεται αδιαμφισβήτητα από το αρχαιότερο χειρόγραφο των ''Στοιχείων'' του Ευκλείδη που σώζεται σήμερα. Πρόκειται για το χειρόγραφο που έγινε το Σεπτέμβριο του έτους 888 στο αντιγραφικό εργαστήριο του λογίου επισκόπου Καισαρείας Αρέθα (που ήταν μαθητής του Λέοντα στη σχολή της Μαγναύρας). Το χειρόγραφο αυτό περιλαμβάνει (στο φύλλο 120) ένα σχόλιο του Λέοντα στο έκτο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη που αναφέρεται στην πρόσθεση και την αφαίρεση των κλασμάτων. Το σχόλιο αυτό αποτελεί (όπως διαπιστώνει ο Ρώσος ιστορικός της μαθηματικής επιστήμης Jushkevich) ένα σημαντικό βήμα προόδου στην εξέλιξη του αλγεβρικού τομέα των μαθηματικών, καθιστώντας την περίπλοκη διδασκαλία των Αλεξανδρινών μαθηματικών του 3ου μ.Χ. αιώνα (ιδιαίτερα του Διόφαντου) πιο εύληπτη. Όπως τεκμηριώνουν οι πηγές, η συμβολή στην εξέλιξη της άλγεβρας και οι καρποί της μελέτης του Λέοντα του Μαθηματικού θα γίνουν κτήμα, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, των Αράβων μαθηματικών στο χαλιφάτο της Βαγδάτης και θα αποτελέσουν τις απαρχές της σύγχρονης μαθηματικής επιστήμης κατά τα τέλη του 16ου, αρχές του 17ου αιώνα» (Φαίδων Μαλιγκούδη, καθ. Ιστορίας ΑΠΘ, Ε-Ιστορικά, τ. 122). Ο Λέοντας φρόντισε και για την συλλογή και έκδοση έργων του Αρχιμήδη, του Απολλώνιου του Περγαίου, του Διόφαντου και του Πτολεμαίου.

- «Ο αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας (γεννήθηκε στα 850-860), εκτος από την έκδοση των περισσότερων πλατωνικών διαλόγων, εμπλουτισμένων με σχόλια και εισαγωγές για την πλατωνική φιλοσοφία, εξέδωσε επίσης τις ''Κατηγορίες'' και μερικά άλλα έργα του Αριστοτέλη. Επί πλέον, αντέγραψε μεταξύ των άλλων, έργα του Ευκλείδη, του Λουκιανού, του Δίωνος Χρυσοστόμου, του Αιλίου Αριστείδη, του Παυσανία, το ''Εις Εαυτόν'' του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, το ''Λεξικόν'' του Πολυδεύκη και τον ''Βίον Απολλωνίου'' του Φιλοστράτου» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 241). «Ο Αρέθας είναι οπωσδήποτε άξιος της ευγνωμοσύνης μας. (...) Στον Αρέθα οφείλουμε το ότι μπορούμε ακόμη να διαβάζουμε» (Paul Lemerle, Le premier humanisme byzantine, Paris 1971, σ. 231 και 238) Ο επίσκοπος Αρέθας σε επιστολή του λέει «Ἐγὼ πολλάκις ἐθαύμαζον τὸν Ὅμηρον ἐπερχόμενος, καὶ κατ’ ἐμαυτὸν τὴν διάνοιαν ἔστρεφον... Ἐραστὴς γὰρ τέως διάπυρος Ἀριστοτέλους ὢν καὶ τῶν ἐκείνου λόγων θερμός τις ἀκριβαστής,..».

- Ο Ιρλανδός Εριγένης Ιωάννης ο Σκώτος (απεβίωσε το 877), μετέφρασε έργα που στάλθηκαν από τους Ρωμηούς Αυτοκράτορες στους Φράγκους βασιλείς (F. B. Artz, ''The Mind of the Middle Ages'', Univ. of Chicago: 1980., p. 196-197). Οι Ρωμηοί Αυτοκράτορες επίσης έστειλαν στον Καρλομάγνο αντίγραφα βιβλίων για να εμπλουτίσει την βιβλιοθήκη του στο Άαχεν.

-τον 10ο αι. ο Ρωμηός Βυζαντινός λόγιος Κωνσταντίνος ο Κεφαλάς συνέταξε 17 αιώνων επιγραμματική ελληνική ποίηση, τρεις χιλιάδες εφτακόσια (3.700) ποιήματα, γύρω στους είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) στίχους από τον 7ο π.Χ. ώς τον 10ο μ.Χ. αι. (την εποχή του), επιτύμβια, ερωτικά, αναθεματικά, σατυρικά, βακχικά, επιδεικτικά, σκωπτικά, εγκωμιαστικά, χριστιανικά (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Η', σ. 239). Η Ανθολογία αυτή, που εμπλουτίστηκε από τον Ρωμηό βυζαντινό λόγιο Πλανούδη τον 13ο αι., είναι σήμερα γνωστή ως Παλατινή Ανθολογία. (Πού βρήκε όλα αυτά τα ποιήματα ο Κων/νος Κεφαλάς αν είχαν κάψει οι Χριστιανοί τα αρχαιοελληνικά συγγράμματα όπως ισχυρίζονται οι παγανιστές;)

-Τον 10ο αιώνα γράφεται και το εγκυκλοπαιδικό λεξικό της Σούδας ή Σουΐδας, που περιλαμβάνει πλούσιο υλικό ιστορικών γνώσεων, κυρίως για Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, καθώς και αποσπάσματα από τα έργα πολλών Ελλήνων συγγραφέων˙ το λεξικό αυτό ακόμα και σήμερα έχει μεγάλη αξία καθώς αναφέρεται και έχει πηγές από χαμένα σήμερα έργα της αρχαιότητας, τα οποία σώζονταν κατά την βυζαντινή εποχή (10ος αι.).

-«Με το έργο Τετράβιβλος ή Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων ο Ρωμηός λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης (14ος αι.) διέσωσε την αρχαία παράδοση των φυσικομαθηματικών επιστημών και συνετέλεσε στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις θετικές επιστήμες. Είναι δημοσιευμένο από τον P. Tannery, ''Quatrivium de Georges Pachymere, Citta del Vaticano'', 1940» (Στέλιου Λαμπάκη, ερευνητή Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ε-Ιστορικά, τ. 187).

Από τα τέλη του 4ου αι. έχουμε μαρτυρία του Θεοδοσιανού Κώδικα (διορισμός 7 αντιγραφέων στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη) για την ύπαρξη αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, η οποία ήταν ένα βιβλιογραφικό εργαστήριο. Ακόμα και πριν την Άλωση (μαρτυρία του 1437) η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε» (Herbert Hunger, ''Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου'', εκδ. Καρδαμίτσας, σ. 176).

Όπως βλέπουμε, τουλάχιστον από τον 2ο αι. και μετά οι Χριστιανοί αδιάλλειπτα ανά τους αιώνες συγκέντρωναν, αντέγραφαν, και διέδιδαν κλασσικά κείμενα, αντίθετα από αυτά που ισχυρίζονται νεοπαγανιστές και «αρχαιολάτρες» βάσει μεμονωμένων γεγονότων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες