Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 28o.

17. "Οι Χριστιανοί δολοφόνησαν τον μεγάλο αυτοκράτορα Ιουλιανό."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από τους διάφορους συγγραφείς που αναφέρουν τον δράστη της δολοφονίας του Ιουλιανού επιλέγουμε τον Λιβάνιο και τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, διότι αυτοί είναι όχι μόνο Παγανιστές αλλά και σύγχρονοί του.

17a Η κατηγορία ότι Χριστιανοί δολοφόνησαν τον Ιουλιανό προέρχεται ΜΟΝΟ από τον Λιβάνιο. Ο Λιβάνιος στο σύγγραμμά του ''Επιτάφ. Ιουλιανού'' 274-5 αναφέρει ότι τον δολοφόνησαν Χριστιανοί, ενώ στο σύγγραμμά του ''Περί της τιμωρίας Ιουλιανού'', 17-21, αναφέρει απλώς ότι οι δολοφόνοι ήταν Ρωμαίοι και όχι Πέρσες. Δηλαδή, ο Λιβάνιος δεν είναι σίγουρος, εάν οι δράστες ήταν Ρωμαίοι Χριστιανοί ή απλώς Ρωμαίοι άγνωστων λοιπών στοιχείων. Στο ''Μονωδία επί Ιουλιανώ'' όμως, που γράφτηκε το 364 μ.Χ., ο Λιβάνιος μάς λέει ότι «χτυπήθηκε από έναν τυχαίο Πέρση» (κεφ. 32). Τί έγινε μετά κι άλλαξε γνώμη; Δεν βρήκε «αποδείξεις»· απλώς πείστηκε ότι οι φήμες ήταν αληθινές. Άλλωστε στα κατοπινά επιχειρήματά του υπέρ της άποψης ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός, δεν αναφέρει συγκεκριμένες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, παρά μόνο κάνει σοφιστικά, δήθεν λογικά, τεχνάσματα, που τα αναλύουμε παρακάτω.

Η περιγραφή των στιγμών αυτών είναι η εξής: «Μέσα στον πυρετό όμως της μάχης ο αυτοκράτωρ αποκόπτεται από την προσωπική του φρουρά και, ειδικότερα, τον ιπποκόμο του που κρατούσε την πανοπλία και την ασπίδα του, και με αμείωτη τη μέθη εκείνη, εξακολουθούσε να καταδιώκει τον εχθρό, ώσπου... «εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 66). Είναι ξεκάθαρο από τη διήγηση ότι τη στιγμή του φόνου του, ο Ιουλιανός βρισκόταν «ανάμεσα στους εχθρούς», δηλαδή σχεδόν περικυκλωμένος... κυνηγώντας τους. Επιπλέον, ο Ιουλιανός είχε αποκοπεί από τους υπόλοιπους Ρωμαίους. Τί πιο λογικό, το χτύπημα να το δεχτεί από κάποιον από τους Πέρσες που τον περιτριγύριζαν, τρέχοντας να φύγουν, ενώ αυτός τους κυνηγούσε, αντί να υποθέσουμε ότι το δέχτηκε από στρατιώτη του;

Αν, λοιπόν, δεχτούμε πως τη στιγμή της καταδίωξης ο Ιουλιανός συνοδευόταν από λίγους δικούς του άνδρες, εάν ήταν κάποιος από αυτούς που τον χτύπησε – διότι μόνο αυτοί ήταν δικοί του στρατιώτες δίπλα του: είχε, όπως είπαμε, ξεκόψει από το στρατό, τότε αμέσως οι υπόλοιποι άνδρες του θα είχαν αντιληφθεί τον δολοφόνο συστρατιώτη τους και θα τον είχαν συλλάβει. Αλλά αφού αυτό δεν συνέβη, είναι αδύνατο να δολοφόνησε τον Ιουλιανό κάποιος από τους δικούς του, την στιγμή που κυνηγούσαν τους Πέρσες. Η άλλη περίπτωση, δηλ. όλοι αυτοί οι λίγοι στρατιώτες, που πήρε μαζί του ο Ιουλιανός για να κυνηγήσει τους Πέρσες, να ήταν Χριστιανοί ή όλοι να είναι στο κόλπο, είναι φυσικά εντελώς αναπόδεικτη, απίθανη και παράλογη, αφού ο Ιουλιανός δεν θα είχε Χριστιανούς στρατιώτες ως επίλεκτους δικούς του. Οπωσδήποτε, όλο και κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης θα βρισκόταν εκεί˙ και στο κάτω κάτω, αν υπήρχαν τέτοιες φήμες ή αν είχαν δει οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι στρατιώτες κάποιον άλλον Ρωμαίο (χριστιανό ή μη) να υψώνει το δορύ του, τότε οι ειδωλολάτρες στρατιώτες θα διαμαρτύρονταν, αλλά και οι ειδωλολάτρες στρατηγοί του Ιουλιανού θα έψαχναν να βρουν τους προδότες δολοφόνους. Αλλά οι φήμες διαδόθηκαν από Πέρσες αυτόμολους κι όχι από Ρωμαίους εθνικούς στρατιώτες.

Εν πάσει περιπτώσει, ο Λιβάνιος δεν καθίσταται αναξιόπιστος, μόνο επειδή εμπιστεύεται φήμες αυτόμολων, αλλά κυρίως επειδή δεν ακολούθησε τον Ιουλιανό στην εκστρατεία του. Δεν ήταν εκεί ο Λιβάνιος, ώστε να ξέρει καλά τα πράγματα. Αντίθετα, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ήταν στο στρατόπεδο, ακολούθησε τον Ιουλιανό στην εκστρατεία, ήταν τη στιγμή του θανάτου του δίπλα του, και θα γνώριζε περισσότερες λεπτομέρειες από πρώτο χέρι. Ωστόσο, το συμπέρασμα του Αμμιανού είναι ότι δεν γνωρίζουμε ποιος τον χτύπησε: «Ἄγνωστον πόθεν», διαπιστώνει ο αμερόληπτος αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 66).

Να πώς περιγράφει ο Αμμιανός (XXV, 3, 3-6) τις στιγμές εκείνες πριν το φόνο του Ιουλιανού:

«3. Αναστατωμένος [ο Ιουλιανός] από την ατυχία, ξέχασε τον θώρακα της πανοπλίας του και απλώς άρπαξε μια ασπίδα μέσα στην σύγχυση (...).

4. Ενώ αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την τάξη εκεί αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, μια ομάδα Πάρθων ένοπλων ιππέων επιτέθηκε στους λόχους του κέντρου και γρήγορα πλημμύρισε την αριστερή πλευρά, η οποία υποχώρησε, διότι οι άντρες μας δεν μπορούσαν να αντέξουν την οσμή και τις φωνές των ελεφάντων.

5. Αλλά ενώ ο αυτοκράτορας ορμούσε εδώ κι εκεί εν μέσω της πρώτης γραμμής των πολεμιστών, οι ελαφρά οπλισμένες δυνάμεις μας όρμησαν κατά πάνω τους, και καθώς οι Πέρσες το έβαλαν στα πόδια, αυτοί πετσόκοβαν τα πόδια τους καθώς και αυτά των ελεφάντων.

6. Ο Ιουλιανός, αδιαφορώντας για την ασφάλειά του, φωνάζοντας και υψώνοντας τα χέρια του, προσπάθησε να δείξει στους άντρες του ότι ο εχθρός είχε φύγει άτακτα, και για να τους ξεσηκώσει σε μια ακόμη πιο μανιώδη καταδίωξη, όρμησε θαρραλέα στη μάχη. Η φρουρά του, που είχαν σκορπίσει τρομαγμένοι, του φώναζαν από’ όλες τις πλευρές να απομακρυνθεί από το πλήθος των οπισθοχωρούντων Περσών, που ήταν τόσο επικίνδυνο όσο η πτώση μιας κακοχτισμένης οροφής, όταν ξαφνικά, κανείς δεν ξέρει από πού, ένα ακόντιο ιππέα έγδαρε το δέρμα του βραχίωνά του, τρύπησε τα πλευρά του και σφηνώθηκε στον κάτω λοβό του ήπατός του».

Εφόσον οι άντρες του τον έβλεπαν και βρίσκονταν σε όλες τις πλευρές τριγύρω του, θα ήταν πολύ εύκολο να δουν αν το δόρυ είχε ριχτεί από Ρωμαίο στρατιώτη ή όχι. Ο Αμμιανός τονίζει ότι ο Ιουλιανός βρισκόταν μέσα ή δίπλα στους Πέρσες που έφευγαν, μακριά από το στρατό του, μακριά κι από την ίδια του τη φρουρά˙ γεγονός που κάνει λογικότερη την εκδοχή πως αυτοί τον χτύπησαν.

Αλλά ούτε ο Ιουλιανός σκέφτηκε το ενδεχόμενο να χτυπήθηκε από δικό του. Είναι λίγο δύσκολο να πιστέψουμε ότι, αμέσως μόλις χτυπήθηκε, ο Ιουλιανός δεν έστρεψε ενστικτωδώς το βλέμμα του προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε το ακόντιο. Αν λοιπόν κοίταξε προς την κατεύθυνση εκείνη, και είχε διαπιστώσει ότι ο δολοφόνος ήταν Ρωμαίος στρατιώτης, δεν θα είχε παραλείψει να αποκαλύψει αργότερα, στη σκηνή, την συνωμοσία. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν έκανε ο Ιουλιανός, διότι (αφού θα κοίταξε στην κατεύθυνση απ' την οποία ήρθε το βέλος) μιλούσε για ένα σωρό άλλα θέματα. Προφανώς δεν αντελήφθη ούτε αυτός (ούτε οι φρουροί του, που τον έβλεπαν από τριγύρω) ότι τον δολοφόνησε Ρωμαίος στρατιώτης.

Έχουμε το φαινόμενο, ο Λιβάνιος, που δεν ήταν στην εκστρατεία να θεωρείται από τους Νεοπαγανιστές περισσότερο αξιόπιστος από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, ο οποίος πήρε μέρος στην εκστρατεία. Και γιατί να θεωρείται έτσι; Αφού και οι δυο ήταν Ειδωλολάτρες. Ποιος ο λόγος; Δεν υπάρχει λόγος. Όπου βασιλεύει ο Νεοπαγανισμός, εκεί επικρατεί το παράλογο, του να εμπιστεύεσαι έναν μη αυτόπτη μάρτυρα και να απορρίπτεις την μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα. Τόσο απλό.

Η αλήθεια είναι ότι και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρει την εκδοχή ότι ο Ιουλιανός επλήγη από Ρωμαίους. Να τι λέει (XXV, 6, 6): «Βλέποντας αυτό, ο εχθρός από τα δασωμένα ύψη μας επετίθετο με κάθε είδους όπλα και με υβριστική γλώσσα, ως προδότες και φονιάδες ενός υπέροχου ηγεμόνα. Διότι κι αυτοί επίσης είχαν ακούσει από το στόμα φυγάδων, ως αποτέλεσμα μιας αβάσιμης φήμης, ότι ο Ιουλιανός είχε σκοτωθεί από ρωμαϊκό όπλο». Παρατηρούμε ότι ο Αμμιανός απορρίπτει την εκδοχή του Ρωμαίου (κι όχι απαραίτητα Χριστιανού Ρωμαίου) στρατιώτη φονιά ως αβάσιμη. Έχοντας υπόψη ότι ο Αμμιανός ολοκλήρωσε τη συγγραφή της ιστορίας του περί το 395 (Arnaldo Momigliano, Pagan and Christian historiography in the fourth century AD, Clarendon Press, Oxford 1963, p. 81), δηλαδή αρκετά χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση των έργων του Λιβάνιου, στα οποία κατηγορούνταν οι Χριστιανοί για το φόνο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αμμιανός απέρριψε έπειτα από λεπτομερή έρευνα, κι όχι αβίαστα, την εκδοχή του Λιβάνιου. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως ο παγανιστής Αμμιανός δεν επιβεβαίωσε την εκδοχή τού Λιβάνιου τάχα επειδή φοβόταν˙ ο Λιβάνιος (που είχε τέτοια ελευθερία ώστε να αποκαλεί π.χ. στο ''Μονωδία επί Ιουλιανώ'', 8, 2 «Μελητίδη»=ηλίθιο τον Κωνστάντιο τον Β') καθώς και τόσοι άλλοι παγανιστές (π.χ. Ζώσιμος, Ευνάπος) που κατηγορούσαν τους Χριστιανούς ώς και τα μέσα του 5ου αι. για ένα σωρό πράγματα, διόλου δεν φοβόντουσαν˙ γιατί να φοβηθεί μόνο ο Αμμιανός; Άλλωστε, ο Αμμιανός δύο φορές απορρίπτει την εκδοχή του Λιβάνιου (XXV, 6, 6 και XXV, 3, 6).

Αλλά από πού έμαθαν οι αυτόμολοι αυτοί, μέσα στην ανακατωσούρα της μάχης, ότι τον χτύπησαν Ρωμαίοι και μάλιστα (!) Χριστιανοί; Μήπως είχαν και ταμπελάκια που ανέγραφαν τη θρησκεία τους στα στήθη τους οι Ρωμαίοι στρατιώτες, κι έτσι οι Πέρσες αυτόμολοι μπόρεσαν να δουν, αν υποθέσουμε ότι όντως τον σκότωσαν Ρωμαίοι στρατιώτες, πως φονεύτηκε από Χριστιανούς; Οι Πέρσες αυτόμολοι υποτίθεται πως είδαν ότι ο Ιουλιανός δολοφονήθηκε από στρατιώτες του, ενώ οι υπόλοιποι στρατιώτες του Ιουλιανού δεν αντελήφθησαν τίποτε; Περίεργο δεν ακούγεται, ειδικά αφού ο Ιουλιανός είχε ξεκόψει από τον στρατό;

Ο Λιβάνιος μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει ακόμη περισσότερο τον ισχυρισμό ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός Ρωμαίος στρατιώτης, ισχυρίζεται ότι ο Ιουλιανός επλήγη ευρισκόμενος εν μέσω του ρωμαϊκού στρατεύματος («εἰς μέσην τὴν στρατιάν») και προσθέτει ότι κανείς Πέρσης δεν θα τολμούσε να εισέλθει μόνος του στην καρδιά του ρωμαϊκού στρατού, φοβούμενος τον θάνατο, και ότι αν τυχόν η διείσδυση (που σκόπευε στο φόνο του Ιουλιανού) δεν είχε γίνει από ένα μεμονωμένο Πέρση αλλά από περισσότερους, τότε θα είχαν φονευτεί πολλοί Ρωμαίοι στρατιώτες και όχι μόνο ο αυτοκράτορας (Λιβάνιου, Περί της τιμωρίας Ιουλιανού 17, 1-9). Φαίνεται αμέσως ότι ο Λιβάνιος διαστρεβλώνει την αλήθεια, διότι ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός ισχυρίζεται – αντίθετα από το Λιβάνιο – πως ο Ιουλιανός επλήγη εν μέσω των εχθρών, μακριά από την ίδια τη φρουρά του κι όχι εν μέσω των δικών του στρατιωτών.

Ο Λιβάνιος (Περί της τιμωρίας Ιουλιανού 20, 1-13) γράφει ότι σε κάποια από τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνθήκης, ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρ ο Β' εξέφρασε στους απεσταλμένους των Ρωμαίων την απορία του, για το ότι δεν είχε επιβληθεί καμμία τιμωρία για το θάνατο του Ιουλιανού, λέγοντας ότι ο ίδιος, όταν κάποτε ένας αξιωματικός του είχε φονευτεί στη μάχη, είχε τιμωρήσει τους άντρες της φρουράς του νεκρού, αποκεφαλίζοντάς τους. Αυτό δεν υπονοεί όπως θέλει να πείσει ο Λιβάνιος, ότι ο Σαπώρ πίστευε πως Ρωμαίοι Χριστιανοί στρατιώτες σκότωσαν τον Ιουλιανό. Απλώς ο Σαπώρ πίστευε ότι θα έπρεπε – όπως και με τη φρουρά του Πέρση αξιωματούχου, να τιμωρηθούν οι άντρες της προσωπικής φρουράς του Ιουλιανού, γιατί δεν είχαν προστατέψει αποτελεσματικά τον αυτοκράτορά τους. Ο Σαπώρ «προτείνει» στους Ρωμαίους το «περσικό έθιμο» της τιμωρίας της φρουράς του νεκρού Ιουλιανού˙ δεν υπαινίσσεται ότι ο φονιάς ήταν Ρωμαίος ούτε βέβαια ότι κάποιος από τη φρουρά ήταν ο φονιάς. Και αυτό το επιχείρημα του Λιβάνιου είναι σοφιστικό και τόσο σαθρό, που καταρρίπτεται αμέσως.

Αντίθετα απ’ ό,τι λένε οι αρχαιόπληκτοι, οι Χριστιανοί ιστοριογράφοι δεν παραδέχονται ότι ο Ιουλιανός δολοφονήθηκε από κάποιο Χριστιανό στρατιώτη του. Απλώς αναφέρουν ως μία από τις πολλές πιθανές εκδοχές και την εκδοχή ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός. Ο Σωκράτης (Εκκλ. Ιστ. 3, 21) γράφει ότι το ακόντιο ήρθε «ἐξ ἀφανοῦς» κι ότι ο φωνιάς έμεινε άγνωστος. Επίσης γράφει ότι «οἱ μὲν γὰρ ὑπό τινος Πέρσου αὐτομόλου βληθῆναι φασν˙ οἱ δὲ ὑπὸ οἰκείου στρατιτου». Κρατά ίσες αποστάσεις. Ο Θεοδώρητος Κύρου γράφει (Εκκλ. Ιστ., 3, 25) ότι «ώς τα σήμερα κανείς δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο φονιάς»: τὸν μέντοι, τὴν δικαίαν ἐκείνην ἐπενεγκόντα πληγήν, οὐδεὶς ἔγνω μέχρι καὶ σήμερον. Ο Σωζομενός (Εκκλ. Ιστ., 6, 1) δεν παραδέχεται ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός, αλλά απλώς αναφέρει ότι δεν αποκλείεται η εκδοχή αυτή να είναι η σωστή: «μερικοί λένε ότι ήταν Πέρσης. Άλλοι ότι ήταν Σαρακηνός. Υπάρχουν άλλοι που επιμένουν ότι ο φονιάς ήταν Ρωμαίος στρατιώτης που ήταν αγανακτισμένος με την απερισκεψία και την αποκοτιά που επέδειξε ο αυτοκράτορας εκθέτοντας το στράτευμά του σε τέτοιο κίνδυνο». Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει (3, 20) πως «μερικοί λένε ότι πληγώθηκε από τους νομάδες που λέγονται Ισμαηλίτες, άλλοι από έναν στρατιώτη που δεν μπορούσε να αντέξει την πείνα στην ερημιά». Όμως, ο Σωζομενός ούτε παρών στην εκστρατεία ήταν, όπως ο Αμμιανός, ούτε είναι σύγχρονος του Ιουλιανού, πράγμα που αμέσως τον καθιστά αναξιόπιστο. Ο Σωζομενός λέει ότι «αν τον σκότωνε Χριστιανός, δε θα ήταν παράξενο, όπως οι Αθηναίοι σκότωσαν τους τυράννους τους». Δεν σημαίνει όμως ότι θεωρεί δεδομένο πως Χριστιανοί τον σκότωσαν, όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές. Έτσι η άποψη ότι «ο Σωζομενός εμφανέστατα σύμφωνος με την εκδοχή της προδοτικής δολοφονίας, επαινεί τον δολοφόνο "που, για την αγάπη του Θεού και της θρησκείας, εξετέλεσε μια τόσο γενναία πράξη"» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, τ. 3, σ. 26) είναι εσφαλμένη, όχι μόνο γιατί ο Σωζομενός εκθέτει όλες τις πιθανές εκδοχές, όπως είδαμε, αλλά και γιατί γράφει, πριν από το απόσπασμα που παραθέτει ο Ρασσιάς, και «δεν είναι απίθανο ότι κάποιοι Ρωμαίοι [Χριστιανοί] στρατιώτες να συνέλαβαν την ιδέα» (δηλαδή απλώς εκλογικεύει την υπόθεση αυτήν, προσπαθεί να δείξει ότι δεν θα ήταν απίθανο αν συνέβη έτσι, δίχως όμως να ισχυρίζεται πως έχει αποδείξεις) και, μετά το απόσπασμα που παραθέτει ο Ρασσιάς, «πέραν αυτών δεν γνωρίζω τίποτα για τους άνδρες που έκαναν το φόνο». Ο Σωζομενός παραθέτει την άποψη του Λιβάνιου ότι ο φονιάς ήταν Χριστιανός, και σχολιάζει: «ίσως να είναι έτσι»: «Καὶ ὁ μὲν Λιβάνιος ὧδέ πη γράφων, Χριστιανῶν ἔσεσθαι ὑποδηλοῖ Ἰουλιανοῦ τὸν σφαγέα· ἴσως δὲ καὶ ἀληθές» (Σωζωμενός, 6, 2). Φαίνεται ότι για μερικούς το «ίσως» σημαίνει «ο Λιβάνιος έχει σίγουρα δίκαιο». Ο Σωζομενός λέει ότι αν ο δολοφόνος ήταν Χριστιανός, θα δολοφονούσε για την αγάπη του Θεού κ.λπ. («ψυχολογεί» τον δολοφόνο, υποθέτει τα κίνητρά του στην περίπτωση που ήταν Χριστιανός), αλλά δεν λέει ότι ο Λιβάνιος έχει δίκαιο. Κι εννοείται ότι κανείς Χριστιανός δε θα ντρεπόταν να αναφέρει τον δολοφόνο-σωτήρα των Χριστιανών, έστω και δίχως να τον δακτυλοδείξει.

Οι Νεοπαγανιστές αναφέρουν κάτι μυθοπλασίες του 5ου και 6ου αιώνα περί κάποιου Μερκούριου, που δολοφόνησε τον Ιουλιανό. Αυτά είναι μυθοπλασίες Χριστιανών βιογράφων του Μ. Βασιλείου και δεν αναφέρονται σε κάποιον Μερκούριο, αλλά στον άγιο Μερκούριο, ο οποίος μαρτύρησε για την χριστιανική του πίστη 90 χρόνια πριν το φόνο του Ιουλιανού, ο οποίος κατεβαίνει (!) από τον ουρανό και σκοτώνει τον Ιουλιανό. Αυτό ξεχνάνε να μας το πουν οι Νεοπαγανιστές.

«Οι χριστιανοί συγγραφείς βίων και αγίων κατά τους δύο επόμενους αιώνες διέδιδαν διάφορους θρύλους. Κατά τον δημοφιλέστερο από αυτούς, ο θάνατος του αυτοκράτορα αποδιδόταν στον στρατιωτικό άγιο Μερκούριο, ο οποίος λέγεται ότι είχε μαρτυρήσει με ανείπωτα βασανιστήρια επί του αυτοκράτορος Δεκίου (249-251). Το όνομα του Μερκούριου συνδέθηκε με τον Ιουλιανό μόλις στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αι. Το εύρημα των αγιογράφων που επινοήθηκε πιθανότατα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας περί τα τέλη του 5ου αι. αφορά ένα υποτιθέμενο όνειρο του Μ. Βασιλείου. Στο όνειρο αυτό ο Βασίλειος είδε το Χριστό (ή σύμφωνα με άλλες εκδοχές, την Παναγία), καθισμένο στον ουράνιο θρόνο του, να καλεί τον Μερκούριο και να τον διατάζει να επιστρέψει στη γη για να δολοφονήσει τον Ιουλιανό.

Μια άλλη μορφή του θρύλου που, ανάγεται στις αρχές του 6ου αι., κάνει λόγο για ένα όνειρο του Ιοβιανού, που έγινε αυτοκράτορας (363-364) μετά το θάνατο του Ιουλιανού. Εδώ παρουσιάζεται ο Μερκούριος να εμφανίζεται στον Ιοβιανό και να του αναγγέλλει ότι σε τρεις εβδομάδες θα κτυπούσε τον Ιουλιανό με ένα βέλος.» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ’, σ. 344).
 
Οι Νεοπαγανιστές, ωστόσο, φτάνουν στο σημείο, χωρίς αποδείξεις πάντα, έναν άγιο στα μέσα του 3ου αιώνα να τον «μεταφέρουν» στα μέσα του 4ου αιώνα, ώστε να τον βάλουν να σκοτώνει τον Ιουλιανό, ενάμισυ αιώνα μετά τη δολοφονία του Ιουλιανού. Ισχυρίζονται πλήθος ανοησιών οι Νεοπαγανιστές: ότι τάχα ο Μ. Βασίλειος ή άλλος κληρικός διέταξε έναν στρατιώτη Μερκούριο να δολοφονήσει τον Ιουλιανό, δίχως να μας δείξουν κάποιο κείμενο του Μ. Βασιλείου που να λέει κάτι τέτοιο ή να μας πουν την πηγή. Ισχυρίζονται ότι «το θεοκρατικό κατεστημένο εξέλεξε τον Ιοβιανό» ως αυτοκράτορα, αμέσως μετά το θάνατο το Ιουλιανού Ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες ότι «το θεοκρατικό κατεστημένο ανακήρυξε τον Ιοβιανό» αυτοκράτορα, αμέσως μετά το θάνατο το Ιουλιανού (Αλέξανδρος Χ. Μήτσιος, Άβατον, τ. 44, σ. 74), ενώ όπως περιγράφει την διαδικασία εκλογής Αυτοκράτορα ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος βρισκόταν στο στρατιωτικό συμβούλιο, οι στρατηγοί του Ιουλιανού εξέλεξαν τον Ιοβιανό. Μάλιστα ο Αμμιανός λέει ότι πρώτα ζήτησαν απ' τον Σαλλούστιο να αποδεχτεί το στέμμα (XXV, 5, 3), αλλά αυτός αρνήθηκε. Ακόμη και ο Ζώσιμος γράφει: ψήφῳ κοινῇ βασιλεὺς Ἰοβιανὸς ἀναδείκνυται (Νέα Ιστορία, Γ’, xxx, 1). Αλλά τι να περιμένει κανείς από Νεοπαγανιστές; Να λένε την αλήθεια;

Οι Νεοπαγανιστές επιμένουν και συνεχώς λένε ότι, αφού ο Πέρσης βασιλιάς είχε τάξει αμοιβή σε όποιον στρατιώτη του, σκότωνε τον Ιουλιανό, και όμως δεν παρουσιάστηκε κανείς μετά τη μάχη να ζητήσει την αμοιβή, άρα (!) Χριστιανοί του ρωμαϊκού στρατού τον σκότωσαν. Μπορεί να συνέβη αυτό, μπορεί όμως κι όχι. Μπορεί λ.χ. ο Πέρσης που τον σκότωσε να σκοτώθηκε κι αυτός λίγο αργότερα˙ μπορεί να μην κατάλαβε ποιον στόχευσε, διότι ο Ιουλιανός, όπως είπαμε στην αρχή, δεν φορούσε ούτε την αυτοκρατορική πανοπλία του ούτε την αυτοκρατορική ασπίδα του τη στιγμή του φόνου του, πράγμα που μειώνει την πιθανότητα ο φονιάς να γνώριζε ποιος ήταν αυτός τον οποίον χτυπούσε˙ μπορεί να στόχευε άλλον και να πέτυχε αυτόν, αλλά να μην είδε, μέσα στην ανακατωσούρα της μάχης, αν πέτυχε η βολή του, και ποιόν πέτυχε. Ακόμη και την γνώμη του ο Λιβάνιος δεν την πήρε από Ρωμαίους στρατιώτες της φρουράς του, αλλά από Πέρσες! Ότι οι μετέπειτα Χριστιανοί συγγραφείς χαίρονται με το θάνατό του, ή ότι κατασκεύασαν ιστορίες στις οποίες κάποιος άγιος Μερκούριος –που είχε φονευτεί πολύ πριν τον Ιουλιανό – κατεβαίνει απ' τον ουρανό και σκοτώνει τον Ιουλιανό, όλα αυτά είναι όντως έτσι, αλλα δεν συνεπάγονται απαραίτητα ότι αυτοί τον σκότωσαν. Με τη γνωστή προχειρότητά τους οι Νεοπαγανιστές βγάζουν συμπεράσματα που τους βολεύουν.

Η αναπόδεικτη άλλωστε, εκδοχή του Χριστιανού φονιά του Ιουλιανού δεν είναι η μόνη που οι Χριστιανοί συγγραφείς παραθέτουν όπως έχουμε δείξει. Ο Σωζομενός (Εκκλ. Ιστ. 6, 1, 14), ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (PG 35, 680), ο Θεοδώρητος Κύρρου, ο Φιλοστόργιος (7, 15), ο Ιωάννης Λυδός (Περί μηνών 4, 118, 28-32), λένε ότι ο Ιουλιανός φονεύτηκε από κάποιον Σαρακηνό ιππέα. Ο Φιλοστόργιος λέει ότι αμέσως μόλις ένας από τους Σαρακηνούς φόνευσε τον Ιουλιανό, ένας από τους υπασπιστές του Ιουλιανού επιτέθηκε εναντίον του και του έκοψε το κεφάλι. Η εκδοχή αυτή υιοθετείται ακόμη κι από τον Λιβάνιο (Περί τιμωρίας Ιουλιανού 6, 4-6), που λέει ότι κάποιος Ταϊηνός ήταν ο φονιάς. Η λέξη Ταϊηνός είναι η συριακή λέξη για τους νομάδες της ερήμου, αυτούς που αλλού αναφέρονται ως Σαρακηνοί. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι Σαρακηνοί πολεμούσαν, ως μισθοφόροι, και στο πλευρό των Περσών (Αμμιανός, XXV, 6, 8) και στο πλευρό των Ρωμαίων. Συνεπώς, ακόμη κι αυτός ο ισχυρισμός του Λιβάνιου δεν αποδεικνύει πως ο φονιάς ήταν Χριστιανός. Ο εθνικός Ευτρόπιος, ιστοριογράφος του 4ου αι. γράφει (Ευτρόπιου, Παιανίου μετάφρασις εις την του Ευτροπίου Ρωμαϊκήν ιστορίαν 10, 16, 7-11) ότι ο Ιουλιανός επλήγη από κάποιον εχθρό («βληθεὶς ὑπό τινος τῶν πολεμίων, τὸν βίον ἀπέλιπεν»)– δεν γράφει ότι επλήγη από στρατιώτη του. Ο παγανιστής ιστορικός Ζώσιμος γράφει (Νέα Ιστορία, Γ’, xxix, 1) ότι ο Ιουλιανός επλήγη στην ακμή της μάχης και, αφού ψυχορράγησε τη νύχτα, πέθανε, δίχως να γράφει (ο Ζώσιμος) για Χριστιανό φονιά. Η σιωπή αυτή του φανατικού αντιχριστιανού Ζώσιμου, που έβριζε τον Μ. Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη, δεν μπορεί ασφαλώς να είναι η σιωπή ενός δειλού που δεν τολμά να συκοφαντήσει και να βρίσει τους αντιπάλους του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος, 13) εκτός από την εκδοχή του Σαρακηνού μάς λέει πως άλλοι λένε ότι φονεύθηκε από Πέρσες, άλλοι ότι φονιάς ήταν κάποιος από τους βάρβαρους γελωτοποιούς που ακολουθούσαν τους στρατιώτες δίνοντας παραστάσεις στα συμπόσια τους, δίχως να αναφέρει ποια είναι η σωστή. Επίσης, (Κατά Ιουλιανού, 2, 13) αναφέρει την εκδοχή ότι κάποιος Ρωμαίος στρατιώτης αγανακτισμένος από τον Ιουλιανό τον δολοφόνησε, επειδή (2, 12) «ο σίτος δεν υπήρχε, η σφαγή ήτο σχεδόν βέβαιη, τριγύρω οι εχθροί˙ η προς τα εμπρός πορεία δεν ήτο εύκολος και αι τροφαί ολιγοσταί, ο στρατός είχε καταληφθή από δυσφορίαν και οργή προς τον βασιλέα˙ δεν υπήρχε καμμία αισία ελπίς˙ μία εις την παρούσαν κατάστασιν εφαίνετο η μόνη καλλιτέρα, να απαλλαγούν από την πονηράν βασιλείαν και ηγεσίαν». Με άλλα λόγια, όταν ο Ιουλιανός αποφάσισε, μέσα στην καρδιά της Περσίας, υποχώρηση, επειδή αντιλήφθηκε ότι η εκστρατεία είχε καταλήξει σε ένα φιάσκο, η αγανάκτηση του στρατού έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Πράγματι, ο Ιουλιανός διέταξε πράγματα που εξόργισαν όλο το στρατό, και συνεπώς η δολοφονία του από έναν Ρωμαίο στρατιώτη, όχι απαραίτητα Χριστιανό, δεν φαντάζει τόσο παράδοξη όσο ακούγεται αρχικά. Όπως λέει ο Σωζομενός (Εκκλ. Ιστ., 6, 1, 7) ο Ιουλιανός διέταξε τους αρχηγούς του στόλου να ρίξουν τις προμήθειες σε τρόφιμα στο ποτάμι, ώστε οι στρατιώτες του μη έχοντας άλλη επιλογή, να πολεμήσουν για την σωτηρία τους με όλες τους τις δυνάμεις για την κατάληψη της Κτησιφώντος. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (Κατά Ιουλιανού στηλιτευτικός λόγος δεύτερος, 11) γράφει ότι ήταν ένας Πέρσης ευγενής που προσποιείτο ότι είχε αυτομολήσει, από μίσος για τον βασιλιά των Περσών, στους Ρωμαίους, ο οποίος τον συμβούλευσε να διατάξει αυτό. Έπειτα, ενώ είχε αποφασιστεί η υποχώρηση, ο Ιουλιανός διέταξε την πυρπόληση όλου του στόλου, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Ζωναράς (Επιτομή ιστοριών, 66, 9-10), πράγμα που επίσης αναφέρουν ο Λιβάνιος (Επιτάφιος επί Ιουλιανώ, 262, 1 κ.ε.) και ο Θεοδώρητος Κύρου, ο οποίος παρατηρεί ότι η πράξη αυτή του Ιουλιανού αποθάρρυνε ακόμη περισσότερο τους στρατιώτες. Επιπλέον ο Ιουλιανός διέπραξε το λάθος να εμπιστευτεί ακόμη έναν Πέρση, που είχε αφεθή να αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους, και είχε υποσχεθεί να τους οδηγήσει σώους στη Ρωμαϊκή επικράτεια οδηγώντας τους από λάθος διαδρομή, αλλά ομολόγησε ότι το έκανε αυτό επίτηδες (Σωζομενού, Εκκλ. Ιστ., 6, 1, 12˙ Φιλοστόργιος, 6, 15). Ο Ιουλιανός, βλέποντας ότι το στράτευμα είχε αγανακτίσει, σε λόγο του υποσχέθηκε στον κάθε στρατιώτη το ασήμαντο ποσό των εκατό δηναρίων, πράγμα που φάνηκε κοροϊδία στο στράτευμα, αφού τους έταζε το ποσό αυτό ως ανταμοιβή, αν κατόρθωναν να σώσουν το τομάρι τους από τους Πέρσες (Ammianus Marcellinus, XXIV, 3 , 3). Ο Αμμιανός (XXV, 2, 1) παραδέχεται ότι είχε αποκοπεί πλήρως από τις οδούς του ανεφοδιασμού του, υπέφερε από κάθε λογής ελλείψεις και (XXIV, 8, 3) ότι σε όλα αυτά προστίθονταν οι μύγες και τα κουνούπια που, όπως λέει ο Αμμιανός, «έκρυβαν τον ουρανό». Εννοείται πως κατά την πορεία της υποχώρησής τους, πέρα από τις κακουχίες και την έλλειψη τροφών, οι στρατιώτες δέχονταν φονικές επιθέσεις από τον κλεφτοπόλεμο των Περσών. Ο Θεοδώρητος Κύρου (3, 20) αναφέρει ότι «ο Ιουλιανός δεν είχε διατάξει ούτε να φέρουν προμήθειες από τη Ρώμη ούτε να τροφοδοτηθεί με προμήθειες λεηλατώντας την Περσία. Επέμενε να προχωρεί ο στρατός μέσα από ερημιές. Οι στρατιώτες του δεν είχαν ούτε να φάνε ούτε να πιούν, δεν είχαν κανέναν να τους οδηγήσει, και περιπλανώμενοι σε έρημη χώρα, αντιλήφθηκαν την αβουλία του σοφού βασιλιά τους». Έπειτα από τα παραπάνω, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ένας στρατός που οδηγήθηκε σε ξένη χώρα από τον Ιουλιανό, δίχως σοβαρή προετοιμασία, θα παρέμενε για πάντα στο πλευρό του βασιλιά του. Το πιο λογικό ήταν να αγανακτίσει με την προχειρότητα και την ματαιοδοξία του Ιουλιανού (που αρνήθηκε πρόταση ειρήνης του Πέρση βασιλιά) ο οποίος πραγματοποίησε την εκστρατεία μόνο και μόνο για να αποκτήση δόξα εφάμιλλη του Αλέξανδρου, παίζοντας με τις ζωές των στρατιωτών του. Καθόλου παράλογη (χωρίς να είναι βεβαιότητα) δεν είναι η πιθανότητα, κάποιος, εθνικός ή Χριστιανός στρατιώτης του, να τον δολοφόνησε, όχι από ιδεολογικούς λόγους, αλλά από αγανάκτιση για τις άνευ λόγου κακουχίες.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες