Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Ορθοδοξία και επιστήμη στον Μεσαίωνα.

40. "Είναι προτιμότερη η αρχαία Ελλάδα με την δημοκρατία και τη φιλοσοφία της, από τον Μεσαίωνα που τίποτα δεν προσέφερε που να ξεπερνά τον Ελληνισμό".

Απάντηση: Δικαίωμα του καθενός να προτιμά το ένα ή το άλλο. Δικαίωμά του να φαντάζεται τον εαυτό του βοσκό στην Αρκαδία να θυσιάζει κατσικάκια στους «Πατρώους θεούς». Καμμία αντίρρηση! Όμως, ας φανταστούν τον εαυτό τους να ζει στην κλασσική εποχή, στην Αθήνα. Οι ελεύθεροι πολίτες ήταν γύρω στους 30-40 χιλιάδες. Σε αυτούς αντιστοιχούν περίπου 350.000 δούλοι, που φυσικά δεν θεωρούνταν πλέον άνθρωποι, αλλά πράγματα ("ομιλούντα εργαλεία", όπως τα έλεγαν οι φιλόσοφοι). Θέλει λίγη τύχη να μην κατέληγαν στο γυναικωνίτη μια ζωή, ή στα λατομεία σαν δούλοι, ενώ λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στην Αγορά, οι φιλόσοφοι θα φιλοσοφούσαν για την ουσία των όντων....

Η Αθήνα της κλασσικής εποχής: «Οι δρόμοι της συχνά στένευαν πολύ, και φυσικά δεν είχαν παντού το ίδιο πλάτος. Τα σπίτια είχαν κακή διάταξη˙ άλλοτε ήταν αρκετά μέσα από το δρόμο κι άλλοτε εξείχαν. Τα νερά της βροχής και τα βρώμικα νερά τα άδειαζαν στο δρόμο, ή τα έχυναν από τα παράθυρα και τις πόρτες. Οι δρόμοι δεν ήταν πλακοστρωμένοι˙ κατεστραμμένοι από τα νερά που έτρεχαν επάνω τους και γεμάτοι λάσποι, γίνονται γρήγορα βόθροι, όταν ο καιρός είναι κακός. Φυσικά οι δρόμοι δε φωτίζονταν τη νύχτα. Φτωχότατες συνοικίες ήταν σκαλισμένες μέσα στο βράχο, λ.χ. στο προάστειο Κοίλη, στο μέρος όπου τα Μακρά Τείχη συναντούσαν τα οχυρώματα της πόλης. Άλλες κατοικίες στήριζαν μόνο τα νώτα τους στους τοίχους του βράχου κατάλληλα χαραγμένους.

Στις λαϊκές συνοικίες τα περισσότερα σπίτια ήταν πολύ μικρά. Τα αποτελούσε ένα ισόγειο μόνο, με δύο ή τρία πολύ μικρά δωμάτια. Οι τοίχοι αυτών των σπιτιών ήταν από ξύλο, από κεραμίδι άψητο ή από χαλίκια που τα συγκολλούσε πηλός καμωμένος από χώμα βρεγμένο. Ήταν τόσο εύκολο να τους τρυπήσει κανείς που οι κλέφτες δεν έκαναν τον κόπο να παραβιάσουν τις πόρτες και τα παράθυρα˙ προτιμούσαν να κάνουν μια τρύπα σ' αυτούς τους λεπτούς μεσότοιχους. Οι στέγες ήταν επίπεδες. Τα παράθυρα, όταν υπήρχαν, ήταν αναγκαστικά πολύ μικρά, είχαν το μέγεθος ενός απλού φεγγίτη, αφού οι αρχαίοι δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν τζάμια διαφανή˙ εάν, όταν έκανε κακό καιρό, ήθελαν να κλείσουν τα παράθυρα, το πετύχαιναν με πανιά σκιερά» (Robert Flaceliιre, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 25, 27).

Ας πάρουμε μια ιδέα για το τι γινόταν με τους δούλους στην «ανεκτική πολυθεϊστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» με το «προχριστιανικό ήθος» της: Οι σκλάβοι που θεωρούνται επικίνδυνοι για να το σκάσουν, φοράνε στο λαιμό τους ένα μπρούτζινο κολλάρο, σαν εκείνο των σκυλιών. Κι όπως στους σκύλους, γράφουν πάνω στο κολλάρο το όνομα του αφέντη, τη διεύθυνση, το όνομα του σκλάβου και μια στερεότυπη φράση: «το 'χω σκάσει˙ πιάσε με και πήγαινέ με πίσω». Δεκάδες τέτοια περιλαίμια βρέθηκαν στη Ρώμη και πάνω στο μέταλλο διαβάζουμε τις ίδιες συστάσεις:

«Με λένε Ιανουάριο, είμαι δούλος του Δεξιού, του γραφέα της Συγκλήτου, που μένει στο πέμπτο διαμέρισμα».

«Με λένε Πετρωνία. Πιάσε με γιατί τό 'χω σκάσει. Πήγαινέ με πίσω στο σπίτι του Θεοδοτένη».

Στην Αφρική, στην πόλη Bulla Regia, ο σκελετός μιας γυναίκας περίπου σαράντα χρονών φέρει ακόμα γύρω από το λαιμό το μπρούτζινο κολλάρο που μας δείχνει το επάγγελμά της:

«Είμαι η Μοιχαλίς, πόρνη. Πιάσε με γιατί το 'χω σκάσει απ' την Bulla Regia» (Catherine Salles, Η άλλη όψη της Αρχαιότητας. Ο υπόκοσμος, εκδ. Παπαδήμα, σ. 279).

Τι λέει ο Fustel De Coulanges στο κλασσικό βιβλίο του Η αρχαία πόλη (σ. 345-351): «Ο άνθρωπος δεν είχε κανενός είδους ανεξαρτησία. Ο άνθρωπος δεν ήταν ελεύθερος να πιστεύει ό,τι ήθελε. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία της πόλης ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους. Ο άνθρωπος είχε πολύ μικρή αξία απέναντι στην ιερή και σχεδόν θεϊκή αξία που ονόμαζαν πατρίδα ή πόλη-κράτος. Το κράτος ... μπορούσε να καταδικάσει έστω και αθώους, όταν θεωρούσε ότι απειλείται το συμφέρον του. Το ολέθριο αξίωμα ότι η σωτηρία του κράτους αποτελεί τον υπέρτατο νόμο διατυπώθηκε κατά την Αρχαιότητα».

Θα ήθελε κανείς να ζει υπό τέτοιες συνθήκες; Θεωρεί κανείς συμβατά την ελευθερία και όλα τα παραπάνω αξιώματα; Αν ναι, τότε δικαίως θα προτιμούσε να ζούσε στην εποχή εκείνη. Και ο Coulanges (απο)τελειώνει τη θεωρία του μέσου νεοέλληνα Παγανιστή ότι στην Αρχαία Εποχή υπήρχε η Αρμονία και η Ευτυχία/Ελευθερία: «Μια ακόμη πλάνη ανάμεσα στις τόσες και τόσες της ανθρωπότητας είναι το να πιστεύει κανείς πως το αρχαίο κράτος παρείχε ελευθερίες στον άνθρωπο. Θα δούμε ότι το πολίτευμα άλλαξε πολλές φορές σχήμα˙ αλλά η φύση του κράτους και η παντοδυναμία του δε μετριάστηκε ποτέ» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 350). Ούτε λόγος λοιπόν για ανθρώπινα δικαιώματα στην Αρχαιότητα. Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι αδύνατο να δικαιολογηθούν θεωρητικώς, εάν πιστεύει κανείς στην οντολογική ιεραρχία και διάκριση, ελεύθερου-δούλου, άντρα-γυναίκας.

Η ιδιωτική ζωή δεν ξέφευγε από την παντοδυναμία του κράτους. Η Σπάρτη τιμωρούσε όχι μόνο αυτόν που παρέμενε άγαμος αλλά και αυτόν που αργούσε να παντρευτεί. Πολυδεύκης, 3, 48: «ἦσαν καὶ ἀγαμίου δίκαι πολλαχοῦ καὶ ὀψιγαμίου καὶ κακογαμίου ἐν Λακεδαίμοσι». Στη Ρώμη, με απόφαση του τιμητή επέβαλλαν πρόστιμο στους άγαμους (Βαλέριος Μάξιμος, 2, 9˙ Α.Γέλλιος, 1, 6 & 2, 15˙ Κικέρων, De legibus, 3, 3). Θα ήθελε κανείς, ξαφνικά οι νόμοι του κράτους ν' αλλάξουν και με το ζόρι να παντρευόμαστε, στα γρήγορα, με μοναδικό σκοπό την δημιουργία «γνήσιων απογόνων»;

Στη Ρόδο ο νόμος απαγόρευε το ξύρισμα της γενιάδας˙ στην αρχαία πόλη Βυζάντιο, τιμωρούσε με πρόστιμο όποιον κρατούσε στο σπίτι του ξυράφι˙ στη Σπάρτη, ο νόμος απαιτούσε να ξυρίζουν το μουστάκι. Δηλαδή μιλάμε για τέλεια παραφροσύνη, αν κάποιος Νεοπαγανιστής ήθελε να ακολουθήσουμε τα πρότυπα της Αρχαιότητας. Ποιας πόλης νόμους θα ακολουθούσαμε; Μήπως η απαγόρευση του ξυρίσματος της γενιάδας είναι «η αυθεντική ελληνικότητα»; Ή συμβαίνει το αντίθετο; Και βρίσκει κανείς λογικό να λέει ο νόμος και το σύνταγμα τι θα κάνουμε με τη εμφάνισή μας;

Γιατί συνέβαιναν, όμως, όλα αυτά; Διότι οι αντιλήψεις που επικρατούσαν σε όλη την Αρχαιότητα ήταν σαν κι αυτή του Πλάτωνα: «Τι θα συμβεί αν [ο νομοθέτης] πιστεύει ότι δεν πρέπει να επέμβει στην ιδιωτική ζωή του πολίτη κι ότι μπορεί να περνά καθένας τη μέρα του όπως θέλει, αντί να ενεργεί σύμφωνα με τους κανονισμούς; Αν αφήσει την ιδιωτική ζωή χωρίς νόμους πιστεύοντας ότι οι πολίτες θα δεχτούν να είναι νομοταγείς στη δημόσια ζωή τους, κάνει μεγάλο λάθος» (Πλάτωνα, Νόμοι 780a). Ορίστε, λοιπόν, ο αρχαιοελληνικός αντιεξουσιασμός, που μερικοί τον έχουν και ως πρότυπο.

Ένα άλλο ζήτημα που κανείς ιδεαλιστής αρχαιολάτρης δε λαμβάνει καθόλου σοβαρά υπόψη του όταν συγκρίνει Χριστιανική και Αρχαία ιδεολογία είναι η παιδοκτονία αθώων βρεφών. Την παιδοκτονία οι Αρχαίοι Έλληνες την έβλεπαν ως μια πράξη άνευ σημασίας, αφού το παιδί δεν ανήκει ακόμη στη ζωή του κοινωνικού συνόλου. Οι Αρχαίοι Έλληνες «γονείς» μπορούσαν για οποιοδήποτε λόγο να εκθέσουν, δηλαδή να αφήσουν στις ερημιές οποιοδήποτε δικό τους νεογέννητο, συχνότερα τα νόθα βρέφη και τα κοριτσάκια. Εγκατελλειμένο εκτός πόλεως το βρέφος συχνά κατασπαράσσονταν από λύκους, σκύλους ή άλλα άγρια ζώα. Οι αρχαίοι κάτοικοι της Αττικής και των Αθηνών πετούσαν τόσο συχνά τα βρέφη τους ώστε πλήθος αυτών βρίσκονταν εις τους αγρούς ως βορά των όρνεων και των σκύλων, ενώ μέσα στην πόλη των Αρχαίων Αθηνών η «αστυνομία», με τους δημόσιους δούλους μάζευε τα κατασπαραγμένα βρέφη από τους δρόμους. Τα πιο «τυχερά», τα οποία δεν πέθαιναν από το κρύο ή από τα δόντια των ζώων τα έβρισκε και τα μάζευε κάποιος και τα ανέθρεφε, όχι φυσικά για τη ψυχή της «Ελληνίδας Εθνικής» μάνας του αλλά για να τα κάνει δούλους και να τα πουλήσει.

Στην Αρχαία Σπάρτη εκτός από τις παραπάνω ανώμαλες αντιλήψεις ότι ο πατέρας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει τα παιδιά του, υπήρχε κι ένας πρόσθετος λόγος για την έκθεση των βρεφών: η ευγονική. Εξέταζαν το νεογέννητο, κι άν μεν το έβρισκαν καλοσχηματισμένο και ρωμαλέο, επέτρεπαν στους γονείς του να το αναθρέψουν αν όμως ήταν ασθενικό και με κακή διάπλαση, τό έριχναν στους «Αποθέτες» (Ο πραγματικός «Καιάδας» ήταν βάραθρο όπου έριχναν τους δούλους τους οι Σπαρτιάτες), σε ένα τόπο δηλαδή βαραθρώδη κοντά στον Ταΰγετο. Η βρεφοκτονία ήταν τόσο διαδεδομένη στην Αρχαία Ελλάδα, που ο Πολύβιος (205-118 π.Χ.) αποδίδει την ελάττωση του πληθυσμού της Ελλάδας σε αυτήν. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) αποδέχεται την βρεφοκτονία, τουλάχιστον για τα ανάπηρα βρέφη, παραθέτοντας την Δωδεκάδελτο του νόμου των Ρωμαίων Εθνικών (De Legibus, 3, 8). Ακόμα και ο στωικός φιλόσοφος Σένεκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.) έλεγε: «πετάμε όσα παιδιά γεννιούνται αδύναμα» (De Ira, 1, 15, 2). Από την άλλη μεριά, υπό την επιρροή του χριστιανισμού οι Αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος, Βαλεντιανός Α΄, Γρατιανός, Ωνώριος, Μέγας Ιουστινιανός νομοθέτησαν την ποινή του θανάτου στους γονείς που εξέθεταν τα μωρά τους.

Οι Νεοπαγανιστές που βρίζουν το χριστιανισμό ως εποχή οπισθοδρόμισης ως «μια σατανική αίρεση, αιμοσταγή και αιμοδιψή», έχοντας το θράσσος να την λένε ''Era Vulgaris'', πώς δικαιολογούν τουλάχιστον στον εαυτό τους αυτή τη διαβολική σκληρότητα και αδιαφορία των «Ουμανιστών» αρχαίων για ανυπεράσπιστα όντα που έτυχε να έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας ή που ο πατέρας τους τα καταδίκαζε ή σε θάνατο ή να είναι δούλοι;

Το ήθος της παγανιστικής Ρώμης την οποία διαδέχτηκε το Βυζάντιο φαίνεται από τα έργα των αυτοκρατόρων της. Ουδέποτε διέπραξαν, ακόμη και οι χειρότεροι βυζαντινοί αυτοκράτορες πράγματα παρόμοια με τα εγκλήματα των διεστραμμένων ειδωλολατρών Ρωμαίων:

Ο Τιβέριος «εξαπατούσε τα θύματα και τους πότιζε πολύ κρασί, οπότε ξαφνικά έδενε τα γεννητικά τους όργανα και τους άφηνε να πρήζονται εξαιτίας του σχοινιού και της κατακράτησης των ούρων» (Σουητώνιος, Τιβέριος, 62). Ο Τιβέριος «εκπαίδευε μικρά παιδιά που τα αποκαλούσε ψαράκια, και τα οποία τριγύριζαν ανάμεσα στα σκέλη του, όταν κολυμπούσε και παίζαν γλείφοντάς του ή δαγκώνοντάς τον στα απόκρυφα. Επίσης λεγόταν ότι σε μικρά που δεν είχαν σταματήσει το θηλασμό τους έδινε το όργανό του σαν βυζί, νοιώθοντας ικανοποίηση» (Σουητώνιος, Τιβέριος, 44).

Ο Νέρων έκαψε τη Ρώμη (Σουητώνιος, Νέρων, 38), γιατί δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο ήταν χτισμένη. Ο Νέρωνας «ντυνόταν το δέρμα κάποιου άγριου ζώου, πεταγόταν έξω από ένα κλουβί και επετίθετο στα απόκρυφα ανδρών και γυναικών που ήταν δεμένοι σε στύλους» (Νέρων, 29). «Μόλις νύχτωνε φορούσε περούκα και σκούφο και γυρνούσε στις ταβέρνες ή στους δρόμους συνήθως χτυπούσε τους ανθρώπους που γυρνούσαν στο σπίτι τους από τα γεύματα και μαχαίρωνε όποιον του αντιστεκόταν» (Νέρων, 26).

Ο Καλιγούλας, «όταν διαπίστωσε ότι του στοίχιζε ακριβά το κρέας για τη σίτιση των θηρίων ενός θεάματος που ετοίμαζε, υπέδειξε εγκληματίες των φυλακών για βορά των θηρίων. Παίρνοντας με τη σειρά τις φυλακές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις πινακίδες πάνω στις οποίες αναγραφόταν τα σχετικά της ποινής επέλεγε τυχαία τα θύματά του.(..) Τον υπεύθυνο της διοργάνωσης των μονομαχικών αγώνων και θηριομαχιών, αφού έβαλε να τον μαστιγώνουν παρουσία του και για πολλές ημέρες, τον αποτέλειωσε μόνον όταν προσβλήθηκε από την κακοσμία του εγκεφάλου του που είχε αρχίσει να σαπίζει. Έναν ποιητή της Ατελλανής κωμωδίας τον έκαψε μέσα στη μέση του αμφιθεάτρου εξαιτίας κάποιου διφορούμενου στίχου που απήγγειλε» (Σουητώνιου, Καλιγούλας, 27). «Όταν κάποτε είχαν προσαχθεί στο βωμό τα προοριζόμενα για τη θυσία σφαγία, ο ίδιος ντυμένος ως θύτης σήκωσε ψηλά τον πέλεκυ και αντί για το ζώο σκότωσε τον άνθρωπο που θα το τεμάχιζε» (Καλιγούλας, 32).

Ο Δομιτιανός «έκαιγε τα γεννητικά όργανα των συνενόχων του Αντωνίνου, για να ομολογήσουν συνενόχους. (...) Τον Ερμογένη από την Ταρσό, τον θανάτωσε επειδή έκανε κάποιους υπαινιγμούς στην ιστορία του, και σταύρωσε τους βιβλιοθηκάριους που την είχαν αντιγράψει» (Σουητώνιου, Δομιτιανός, 10).

Στις θεατρικές παραστάσεις στην παγανιστική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία «ο ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο ώς τη στιγμή του θανάτου του ήρωα παραχωρούσε τη θέση του σ' έναν «εγκληματία» ή απλούστατα σ' ένα δούλο που κατασπαραζόταν από άγρια θηρία, καιγόταν ζωντανός ή σταυρωνόταν έπειτα από διάφορα μαρτύρια. Έτσι οι θεατές παρακολουθούσαν τη γνήσια επιθανάτια αγωνία ενός ανθρώπου. Αν π.χ. η παράσταση είχε για θέμα το μύθο του Ηρακλή, ο ήρωας καιγόταν τελικά μέσα στο ρούχο του Νέσσου. Αν έδειχναν τα πάθη του Άττι, έκοβαν μπροστά στα μάτια όλων το πέος ενός δυστυχισμένου και αργότερα τον σκότωναν. Αν παρουσίαζαν το μύθο του Προμηθέα, πασάλειβαν το κορμί κάποιου με αίμα και έπειτα άφηναν έναν πεινασμένο αετό να του ανοίξει την κοιλιά και να του φάει τα σπλάγχνα» (Ernst Borneman, Η Πατριαρχία, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 621). Έχουν κάποιοι το θράσσος, ύστερα απ' αυτά, να κατηγορούν την Εκκλησία που καταφερόταν εναντίον του θεάτρου του 4ου αι. ή τους Βυζαντινούς που δεν... συνέχισαν τόσο επάξια το θέατρο της ειδωλολατρικής εποχής (ξεχνάνε οι αρχαιολάτρες πως κι ο Ιουλιανός σιχαινόταν το θέατρο του 4ου αι.). Αν βέβαια συνέχιζε αυτό το αίσχος που λεγόταν «θέατρο της ύστερης αρχαιότητας» το Βυζάντιο, οι αρχαιολάτρες αντιχριστιανοί θα άλλαζαν τακτική και θα το κατηγορούσαν ως απάνθρωπο.

Ορισμένοι δωδεκαθεϊστές υποστηρίζουν πως επί Βυζαντίου: «Για να επικρατήσει ο χριστιανισμος επέβαλλε την τέλεια αποβλάκωση. Το πλήρες σκότος. Απηγόρευσε τα μαθηματικά και την ιατρική ως δήθεν σατανικές ασχολίες.» Αυτοί είτε δεν ασχολήθηκαν με τους βυζαντινούς λογίους, μαθηματικούς και ιατρούς, είτε είναι ψεύδονται ασύστολα. Για χάρη τους αξίζει να παρουσιαστούν ελάχιστοι εκ των Ελλήνων Χριστιανών μηχανικών και γιατρών του Βυζαντίου, ώστε να μη μιλάνε για πράγματα που δεν γνωρίζουν, όταν υποστηρίζουν πως ο Χριστιανισμός απαγόρευσε τα μαθηματικά και την ιατρική και πως οι επιστήμες αυτές δεν υπήρχαν ή δεν προόδευσαν στο Βυζάντιο.

Α': Μαθηματικοί και Μηχανικοί στο Χριστιανικό Βυζάντιο:

Καβασίλας Νικόλαος, λόγιος, μαθηματικός και αστρονόμος. Σε επιστολή του αποδίδει τις παλίρροιες στην έλξη που προκαλεί η δύναμη της σελήνης, η οποία διαδίδεται ευθύγραμμα μαζί με το φώς της.

Μοσχόπουλος Μανουήλ, λόγιος και μαθηματικός, συγγραφέας του «Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών» που συνίσταται στην διάταξη ν^2 ακεραίων μέσα σε ένα τετράγωνο με ν γραμμές και ν στήλες έτσι ώστε οι αριθμοί που διατάσσονται σε κάθε γραμμή, σε κάθε στήλη, και σε κάθε διαγώνιο να έχουν το άθροισμα ν*(ν^2 +1)/2

Νικηφόρος Γρηγοράς, μαθηματικός και αστρονόμος. Στα 1325 κατάλαβε με δικές του μετρήσεις το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου το οποίο και διόρθωσε. Υπολόγισε όλες τις εκλείψεις του ηλίου της τελευταίας χιλιετίας. Βελτίωσε τον αστρολάβο έτσι ώστε ο αστρονόμος να βρίσκει με ορισμένη μέθοδο με κάθε δυνατή ακρίβεια σε δεδομένο χρόνο τις θέσεις των αστέρων.

Παχυμέρκης Γεώργιος, μαθηματικός και αστρονόμος. Λύνει προβλήματα β' βαθμού, γραμμικά συστήματα και προχωρεί στην λύση της εξίσωσης: χ^3 - 4*χ^2 + χ -4 = 0.

Ισίδωρος ο Μιλήσιος, αρχιτέκτονας της Αγίας Σοφίας, ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Μηχανικών όπου διδάσκονταν έργα του Ευκλείδη (Στοιχεία) και του Αρχιμήδη. Του αποδίδεται η εφεύρεση ενός οργάνου για τη χάραξη υπερβολών.

Στην Ορθόδοξη Χριστιανική Ρωμανία η αρχιτεκτονική και μηχανική επιστήμη είχε προχωρήσει τόσο, που στις πηγές διαβάζουμε για:

-τριόροφες και τετραόροφες οικοδομές (Ι. Χρυσόστομος, PG 58, 522, Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος 2, 4, 28),

-πενταόροφες οικοδομές (Θεοφάνης 172, 9 και 265, 3. Τζέτζης Χιλιάδες, χιλ. 5, ιστορ. 17, στιχ. 518. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς 2, 377, 16)

-διάταγμα του Αυτοκράτορα Λέοντα Α' από το έτος 429 μ.Χ., που απαγορεύει να κτίζονται ιδιωτικά κτίρια ψηλότερα των 100 ποδιών  24 μέτρων (Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Πανεπιστημίου Καίμπριτζ, ελλ. εκδ. Μέλισσα, τ. 2, σ. 828).

Βέβαια, ισχυρίζονται κάποιοι πως οι Βυζαντινοί, που έχτιζαν κτίρια σαν την Αγία Σοφία, το Θεοδοσιανό Τείχος, που έκτιζαν εννιαόροφες, τετραόροφες και πενταόροφες οικοδομές τον 5ο, 12ο και 14ο αιώνα, που έκτιζαν ιδιωτικά κτίρια ύψους είκοσι τεσσάρων (24) μέτρων ήδη από τον πέμπτο μ.Χ. αιώνα, δεν ανέπτυξαν τα μαθηματικά και τη μηχανική.

Β': Ιατρικά συγγράμματα, ιατροί και νοσοκομεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο.
 
Η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου όπου δίνονται λεπτομέρειες για 120 εγχειρήσεις, από τη μαστεκτομή ώς την αφαίρεση ουρόλιθων, η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα (9ος αι.) που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία, το ''Ιατρικά εκκαίδεκα'' του Αέτιου 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις).

Ο ιατρός Ιωάννης Ακτουάριος τον 14ο αι. πρώτος ανακάλυψε το παράσιτο της ταινίας, τον τριχοκέφαλον άνισον.

Στο Βυζάντιο γίνονταν επιτυχείς εγχειρήσεις δύσκολες, όπως η εγχείρηση διαχωρισμού σιαμαίων τον 10ο αι., ενδοκυστικής λιθοτριψίας (8ος αι. «βίος αγ. Θεοφάνους» όπου αναφέρεται ότι ειδικά εργαλεία μπήκαν στην κύστη δια της φυσικής οδού και έτριψαν τους λίθους), ενδοκαυτηρίασης ουρήθρας (11ος αι. , στον Ισαάκ Α' Κομνηνό) κ.ά (Βυζαντινός Δόμος, τ. 7).

Το νοσοκομείο του Παντοκράτορος είχε στην Κωνσταντινούπολη του 12ο αι. 5 θαλάμους, συνολικά 50 κρεββάτια και 5 επικουρικά ανά θάλαμο, 12 εκ των οποίων για τις άρρωστες γυναίκες, 8 για οφθαλμικές παθήσεις, 13 άντρες γιατροί, μία γυναίκα γιατρός, και 2 χειρουργοί, 11 υπηρέτες, 5 πλύστρες, 2 μάγειρους, 2 αρτοποιούς, 1 κλητήρα, 1 θερμαστή, 1 ιπποκόμο για τα άλογα των γιατρών, 1 θυρωρό, 4 σαβανωτές, 1 μυλωνά, 1 καθαριστή αποθηκών, κι έναν για να τροχίζει τα χειρουργικά εργαλεία (Βυζαντινός Δόμος, τ.4).

Πηγή: Ενάντια στην αρχαιοπληξία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες