Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Οι παγανιστές βρίζουν αρχαία Αθήνα και Μέγα Αλεξανδρο.

41. "Η αρχαία Σπάρτη ήταν όχι μόνο πρότυπο πολιτείας, αλλά και ηρωικής άμυνας κατά των κάθε λογής βαρβαρικών εισβολέων, και διέσωσε, αντίθετα από τους Μακεδόνες του Αλέξανδρου που κατέλυσαν την πόλη-κράτος, τον πυρήνα της ελληνικότητας ή τους Αθηναίους, οι οποίοι με τον ιμπεριαλισμό τους οδήγησαν την αρχαία Ελλάδα στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την παρακμή".

Απάντηση: Μερικοί συγκρίνουν αρνητικά την προσφορά της αρχαίας Μακεδονίας ως προς την αρχαία Σπάρτη αναφορικά με την προάσπιση του αρχαίου Ελληνισμού. Σε αντίθεση με τη Μακεδονία που μήδισε περιστασιακά και κάτω από την περσική επίθεση, η Σπάρτη μήδισε, όχι για να σώσει το τομάρι της, όπως ο μακεδόνας βασιλιάς, αλλά για να υποδουλώσει τους υπόλοιπους Έλληνες (Ιωνία, το λίκνο της ελληνικής φιλοσοφίας, και Κύπρο) και να καταστρέψει την Αθήνα, σε μια στιγμή που δεν την απειλούσε ο Πέρσης. Επιπλέον, να θυμίσουμε ότι το βάρος της άμυνας κατά των αρχαίων Ρωμαίων το ανέλαβε σχεδόν εξ ολοκλήρου το βασίλειο της Μακεδονίας, ενώ η Σπάρτη προσκύνησε τους Ρωμαίους, πάλι για τιποτένια τοπικιστικά ανταλλάγματα.

Μερικοί Νεοπαγανιστές μιλάνε για την «θεοκρατία» που εισήγαγε ο Μέγας Αλέξανδρος στον ελληνισμό, αλλά δε βγάζουν μιλιά για την θεοκρατία της αρχαίας Σπάρτης. Γι' αυτό, αποκαλείται υβριστικά ο Μέγας Αλέξανδρος «υπέρφρονας», ενώ αλλού, σε μία αποκαλυπτική, γεμάτη μίσος αποστροφή για τον ελληνιστικό, μακεδονικό ελληνισμό, αποκαλείται «καταστροφικό» το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την κατάληξη «κανείς πίσω από τον Αλέξανδρο».

Δεν είναι ο Αλέξανδρος ο καταλυτής της «ελευθερίας των Ελλήνων», όπως οι Νεοπαγανιστές τον βρίζουν. Ελευθερία, όπως την είχαν καταντήσει, δεν ήταν ελευθερία. Ήταν αυτοκτονία, μακροπρόθεσμα, του ελληνικού πολιτισμού. Ας φανταστούμε μόνο, αν δεν είχε εξαπλωθεί ο ελληνισμός τόσο πολύ, πόσο θα επιζούσε στην ρωμαϊκή οικουμένη. Ας αναλογιστούμε, πόσο θα άντεχε στην πίεση ο μικρός επαρχιώτικος νοτιοελλαδισμός, αν δεν είχε ήδη γίνει χάρη στον Μέγα Αλέξανδρο διεθνής ο ελληνισμός στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να τον σεβαστούν ως διεθνή οι Ρωμαίοι. Κατέλυσε ο Αλέξανδρος απλώς την «ελευθερία» να αλληλοσφάζεται ο Ελληνισμός, την ελευθερία να παρακμάζει ως λαός ολοένα και περισσότερο με τους εμφύλιους της κάθε αναρχοαυτόνομης πόλης που δανειζόταν λεφτά από τον Πέρση (που παραμόνευε), για να καθυποτάξει τις γειτονικές πόλεις ή να αρπάξει από αυτές κανένα χωράφι... κι αυτό το λένε «ελευθερία», την οποία κατέλυσε ο Αλέξανδρος. Ο μόνος πραγματικός λόγος, για τον οποίο οι κάποιοι αρχαιόπληκτοι μισούν τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι διότι αυτός είναι ο πρόδρομος της Ρωμηοσύνης.

Λέγουν, με περισσή ταπεινοφροσύνη, οι Νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ, ότι η Αρχαία Σπάρτη είχε ως πρότυπο την αμυντική πολεμική προετοιμασία και δεν ήταν καθόλου επιθετική, όπως ο Αλέξανδρος. Ψέμματα. Η Αρχαία Σπάρτη είχε ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Γι' αυτό κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα. Γι' αυτό ηγήθηκε, μετά την νίκη της, της Σπαρτιατικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Γι' αυτό δέχθηκε περσικό χρυσάφι, προκειμένου να υπογράψει την προδοτική Ανταλκίδειο Ειρήνη με τους Πέρσες. Η «μη ιμπεριαλιστική» Λακεδαιμονία, όπως γνωρίζουμε (Βλέπε τον χάρτη που δείχνει τις διαδοχικές επεκτάσεις της Λακεδαιμονίας, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τ. Β', σ. 51), ενώ αρχικά, στον 10ο αι. π.Χ. ήταν ένα μικρό κράτος γύρω από την πόλη της Σπάρτης, κατακτά 1) την περιοχή της Πελλάνας-Σελλασίας, στα βόρεια, στο β' μισό του 10ου αι., 2) την περιοχή της Αιγύτιδας, στα βόρεια, στο τέλος του 9ου αι., 3) την περιοχή των Αμυκλών, της Σελινούς, των Γερόνθρων, της Φάριδος, στα νότια, στην τρίτη δεκαετία του 8ου αι., 4) την περιοχή της Δενθελιάτιδας, στα δυτικά, κατά την τρίτη-τέταρτη δεκαετία του 8ου αι., 5) την κάτω κοιλάδα του Ευρώτα, το Ταίναρο και τον Ταΰγετο, στα νότια, στα μέσα του 8ου αι., 6) την πεδιάδα της Στενυκλάρου, στα δυτικά, κατά τον Α' Μεσσηνιακό Πόλεμο, στο β' μισό του 8ου αι., 7) την περιοχή των Φαρών (Καλαμάτας), την ίδια εποχή, 8) αργότερα ολόκληρη την Μεσσηνία και την νοτιοανατολική Πελοπόννησο ώς τον 5ο αι. π.Χ. Ένα αρχικώς μικρότατο δωρικό κρατίδιο κατέλαβε σταδιακά ολόκληρη την νότια Πελοπόννησο˙ προφανώς επειδή δεν είχε, σύμφωνα με ορισμένους Νεοπαγανιστές, ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Αλλά και ίδια η φαινομενική διστακτικότητα της Αρχαίας Σπάρτης να κάνει επιθετικές εκστρατείες δεν οφειλόταν στο ανύπαρκτο φιλειρηνικό πνεύμα της, αλλά στην ύπαρξη πολυπληθών Ειλώτων (αυτοχθόνων κατοίκων που υποδούλωσαν οι Δωριείς), που, αν ο Σπαρτιατικός στρατός (οι Σπαρτιάτες ήταν ολιγάριθμοι) βρισκόταν μακριά από τη Λακεδαίμονα για πολύ καιρό, θα επαναστατούσαν. Ο φόβος κι όχι ο φιλειρηνισμός ήταν το αίτιο της αρχαίας σπαρτιατικής πολιτικής.

Τα επιχειρήματα των φιλολακεδαιμόνιων Νεοπαγανιστών κατά της «ιμπεριαλιστικής Αθήνας» που τάχα κατέστρεψε την Ελλάδα, είναι πέρα ώς πέρα παράλογα. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές είπαν μπροστά στους Σπαρτιάτες: «Την ηγεμονία τούτη δεν την πήραμε με το ζόρι, μα όταν εσείς δε θελήσατε να συνεχίσετε τον αγώνα ενάντια στην υπόλοιπη δύναμη του βαρβάρου κι ήρθαν οι σύμμαχοι και μας παρακάλεσαν οι ίδιοι να μας κάνουν ηγεμόνες τους» (Θουκιδίδης, 1, 75), διότι η απολίτιστη συμπεριφορά των Λακεδαιμόνιων ηγετών οδήγησε τους Έλληνες να ζητήσουν απ' τους Αθηναίους να αναλάβουν την ηγεσία. Και υπενθύμισαν πως «εσείς [οι Λακεδαιμόνιοι] βοηθήσατε τον αγώνα μ' απείραχτες τις πόλεις σας και με σκοπό να τις χαίρεστε και μελλοντικά, όταν φοβηθήκατε για τον εαυτό σας το πιο πολύ παρά για εμάς (τότε τουλάχιστον που ήμαστε ακόμα σώοι, δε φανήκατε πουθενά)» (1, 74).

Επίσης να σημειώσουμε ότι παρά την γενική αντίληψη ότι η Αθήνα καταπίεζε τους Έλληνες και αυτοί επιζητούσαν την απελευθέρωσή τους με τη βοήθεια της Σπάρτης (αυτή την άποψη αφήνει να εννοηθεί ο Θουκιδίδης) η αλήθεια είναι, αν αφήσουμε κατά μέρους τις όποιες υπαρκτές αθηναϊκές ηγεμονικές τάσεις, ότι στις ελληνικές πόλεις, ακόμη και των μελών της Αθηναϊκής Συμμαχίας, οι πολλοί, ο λαός ήταν υπέρ της Αθήνας και υπέρ της Δημοκρατίας· αντίθετα κατά της Αθήνας και υπέρ της Σπάρτης ήταν οι «άριστοι» δηλαδή οι ολιγαρχικοί. Σκοπίμως αυτό αποσιωπάται, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι οι ελληνικές πόλεις στέναζαν κάτω από τον αθηναϊκό ζυγό. Στην πραγματικότητα ο λαός των συμμαχικών πόλεων δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους Αθηναίους. Πλήρωναν βέβαια ορισμένο φόρο στην Αθήνα, αλλά αυτός καταβαλόταν έναντι της απαλλαγής των συμμαχικών αυτών πόλεων από το να συνεισφέρουν πολεμικά πλοία ή πληρώματα στις εκστρατείες της Συμμαχίας. Κι άλλωστε αυτά τα πλήρωναν οι ολιγαρχικοί· όχι ο λαός, ο οποίος απολάμβανε την δημοκρατία και στην πόλη του. Ώστε η δήθεν «τυραννία της Αθήνας» την οποία δήθεν «κατέλυσε η Σπάρτη» είναι μια παρεξήγηση, η οποία οφείλεται στην άγνοια του γεγονότος ότι ο λαός των ελληνικών πόλεων (συμμαχικών ή μη με την Αθήνα) ήταν φιλοαθηναϊκός και φυσικά φιλοδημοκρατικός, ενώ οι ολιγαρχικοί των ελληνικών πόλεων (συμμαχικών ή μη με την Αθήνα) ήταν αντιαθηναίοι, φοβόντουσαν την εξάπλωση της δημοκρατίας και προσέβλεπαν στη Σπάρτη. Αυτά, για να σωπάσουν οι φιλολακεδαιμόνιοι Νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ που έχουν το θράσσος να παριστάνουν και τους αμεσοδημοκράτες από πάνω.

Η Σπάρτη, βέβαια, εκτός από τους Ήρωες Θερμοπυλομάχους και τον Λεωνίδα, έχει να επιδείξει αλλεπάλληλες προδοσίες. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν συμμαχήσει με περηφάνεια με τον Κροίσσο, τον κατακτητή των Ιώνων (Ηρόδοτος, 1, 69). Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρνηθεί να συνδράμουν τους Έλληνες της Ιωνίας που επαναστάτησαν κατά του περσικού ζυγού (Ηρόδοτος, 5, 50), σ' αντίθεση με τους Αθηναίους (Ηρόδοτος, 5, 97). Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρνηθεί να συνδράμουν τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα (Ηρόδοτος, 6, 106, 2-3). Οι Λακεδαιμόνιοι, που μετά τη νίκη των Πανελλήνων στις Πλαταιές, ο Λακεδαιμόνιος αρχιστράτηγος διαπραγματευόταν κρυφά με τους ηττημένους Πέρσες να τους παραδώσει την Ελλάδα, για να γίνει μια περσική επαρχία, με την ελπίδα να γίνει ο ίδιος σατράπης της Ελλάδας, νυμφευόμενος την κόρη του Πέρση βασιλιά (Διόδωρος Σικελιώτης, 11, 44). Οι Λακεδαιμόνιοι, οι «ελευθερωτές της Ελλάδας», που ήδη από το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου έστειλαν πρέσβεις στον Πέρση βασιλιά, ώστε να τον πείσουν να τους δίνει χρήματα και να συμπολεμήσει μαζί τους (Θουκιδίδης, 2, 67, 1) κατέστρεψαν τις Πλαταιές (Θουκιδίδης, 3, 68, 2-3). Οι Λακεδαιμόνιοι, όπως είπαμε, σύναψαν την Ανταλκίδειο Ειρήνη με τους Πέρσες (Ξενοφώντα, Ελληνικά, 5, 1, 31) βάσει της οποίας επεστράφησαν στον περσικό ζυγό η Μικρά Ασία και η Κύπρος (Κάθε ομοιότητα με τους ολιγαρχικούς μικροελλαδιστές των εκλογών του 1920 και του «η Κύπρος είναι μακριά» του 1974 είναι συμπτωματική). Οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να εκδικηθούν τους Πέρσες συμμετέχοντας στην πανελλήνια εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συνεχώς προκαλούσαν αναταραχή θέλοντας να αναλάβουν την πανελλήνια ηγεμονία˙ όσο ο Αλέξανδρος αποτέλειωνε τους Πέρσες, αυτοί ξεσηκώθηκαν πληρωμένοι από το Δαρείο με περσικό χρυσάφι (Αρριανού, Αλέξανδρου ανάβασις, 2, 14, 6), αλλά οι Μακεδόνες με τον Αντίπατρο κατέβηκαν ώς τον Ευρώτα και κατανίκησαν τον Σπαρτιατικό στρατό˙ κι από τότε οι Λακεδαιμόνιοι παραιτήθηκαν από την φαντασίωση της πανελλήνιας ηγεμονίας (Ο Μέγας Αλέξανδρος, φυσικά, θεωρώντας τους ως μία μειονότητα εγωπαθών, τους περιφρόνησε με το γνωστό ειρωνικότατο ''Οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων''). Τέλος, οι Λακεδαιμόνιοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους, ήταν φιλορωμαίοι και απολάμβαναν τιμές από αυτούς πριν και μετά την υποδούλωση της Ελλάδας.

Τι να πει κανείς για την «ένδοξη αιωνία Σπάρτη» διαβάζοντας το κείμενο της πρώτης συνθήκης (ακολούθησαν άλλες δύο) μεταξύ Λακεδαιμόνιων και Πέρση βασιλιά, στα 412 π.Χ., κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκιδίδης, 8, 18): «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους έκλεισαν με το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη υπό τους εξής όρους συμμαχία. Όση χώρα και όσες πόλεις έχει ο βασιλιάς ή είχαν οι πατεράδες του βασιλιά, να 'ναι του βασιλιά. (..) Και τον πόλεμο, ενάντια στους Αθηναίους να τον διεξάγουν αντάμα ο βασιλιάς και οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους και να μην επιτρέπεται ο τερματισμός του πολέμου τούτου ενάντια στους Αθηναίους παρά μόνο αν συμφωνήσουν κι οι δύο πλευρές, ο βασιλιάς δηλαδή κι οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους. Όσοι, τέλος, αποστατούν από το βασιλιά, να 'ναι εχθροί και των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους (...)». Με άλλα λόγια η Σπάρτη παραχωρούσε όλες τις απελευθερωμένες μετά τους Περσικούς Πολέμους ελληνικές χώρες ξανά στον Πέρση και δεχόταν ότι αυτός έχει λόγο στον τερματισμό των ενδοελληνικών συγκρούσεων.

Οι Νεοπαγανιστές υποστηριχτές της «Αιωνίας Σπάρτης» ισχυρίζονται ότι ο Ηρόδοτος σφάλλει, διότι ο Πλούταρχος λέει πως η μάχη έγινε στις 6 του μηνός ενώ ο αγγελιοφόρος των Αθηνών έφτασε στη Σπάρτη στις 9 του μηνός. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ωστόσο τους διαψεύδει (τ. Β', σ. 295): «Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην πόλη, έστειλαν τον Φειδιππίδη στη Σπάρτη, που έφτασε εκεί σε δύο ημέρες. Οι άρχοντες της Σπάρτης απεφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αλλά δεν έστειλαν τη βοήθεια αμέσως, γιατί δεν ήθελαν να παραβούν τον νόμο: ήταν 9η του μηνός (δεν προσδιορίζεται ο μήνας) και δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο (= δεκαπέντε του σεληνιακού μηνός). Ο Πλούταρχος δίνει ως ημερομηνία μάχης την 6 Βοηδρομιώνος (Οκτώβριος), που συνέπιπτε με την εορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, και προσθέτει ότι από τότε οι Αθηναίοι θυσίαζαν στην Άρτεμι κάθε χρόνο ως ευχαριστήρια θυσία 500 ερίφια. Ο Πλούταρχος με την ημερομηνία αυτή προσπαθεί να αποδείξει την ανακρίβεια της αφηγήσεως του Ηροδότου, γιατί, κατά τη γνώμη του, είναι αδύνατο να έφτασε ο αγγελιοφόρος στις 9 του ίδιου μηνός στη Σπάρτη, αφού η μάχη είχε διεξαχθή στις 6. Παράλληλα παρατηρούσε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν πολλές φορές εκστρατεύσει πριν από την πανσέληνο. Η ημερομηνία αυτή του Πλούταρχου απορρίπτεται γενικά. Οι ιστορικοί δέχονται ότι ο Πλούταρχος τοποθέτησε κατά λάθος την μάχη στην εορτή της Αρτέμιδος εξαιτίας της ευχαριστήριας θυσίας, ενώ η 6 Βοηδρομιώνος πρέπει να θεωρηθή μόνο ως χρονικό όριο, πριν από το οποίο έγινε η μάχη. Αντίθετα δίνεται μεγαλύτερη πίστη στον Ηρόδοτο, που ιστορεί ότι οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα στις 6 ή 7 του μηνός, ο Αθηναίος αγγελιοφόρος έφθασε στη Σπάρτη στις 9, το εκστρατευτικό σώμα ξεκίνησε μετά την πανσέληνο στις 15 ή 16 του μηνός (η πανσέληνος συμπίπτει πάντοτε με την 15η του μηνός, γιατί οι μήνες είναι σεληνιακοί), και έφθασε σε 3 ημέρες, αλλά μετά τη μάχη, δηλαδή στις 18 ή 19 του μηνός. Το σχήμα αυτό του Ηροδότου πρέπει να γίνει δεκτό με επιφύλαξη (...). Δεν αποκλείεται να έγινε πριν από την πανσέληνο η μάχη». Ο Πλάτωνας γράφει (Νόμοι, 698e): «αυτοί [οι Σπαρτιάτες] δεν κατάφεραν να τους βοηθήσουν, γιατί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μεσσήνιους ή για κάποιο άλλο λόγο που δεν ξέρω ακριβώς. Έτσι έφτασαν στο Μαραθώνα μια μέρα μετά τη μάχη που έγινε εκεί». Φυσικά, ο Πλάτωνας, ως Αθηναίος, ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν αυτός ο «άλλος λόγος που δεν ξέρει ακριβώς», αλλά ως φιλοσπαρτιάτης κάνει πως τον αγνοεί. Ο Ηρόδοτος είναι σύγχρονος των γεγονότων, ο Πλάτωνας όχι. Επιπλέον, ο Πλάτωνας δεν λέει ρητά ότι ο λόγος της άρνησης των Σπαρτιατών ήταν κάποιος πόλεμος με τους Μεσσήνιους, αν διεξαγόταν τότε τέτοιος πόλεμος, ο Ηρόδοτος σίγουρα θα τον ανέφερε ως αιτία, αλλά απλώς ότι αυτός είναι ένας πιθανός λόγος. Αυτή η δήθεν άγνοια του Πλάτωνα μαζί με το ότι δεν ήταν σύγχρονος της μάχης του Μαραθώνα, αρκούν για να δεχτούμε τον Ηρόδοτο κι όχι τον Πλάτωνα. Όσο για τα επιχειρήματα του Πλούταρχου (Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 26 (861e- 862c)), η αλήθεια είναι πως αν ο μήνας της μάχης είναι ο σπαρτιατικός Κάρνειος (15 Αυγούστου- 15 Σεπτεμβρίου), τότε ο Ηρόδοτος έχει δίκιο, διότι από τις 7 ώς τις 15 του Κάρνειου οι Λακεδαιμόνιοι γιόρταζαν τον Κάρνειο Απόλλωνα και όπως λέει ο Θουκιδίδης (5, 54, 75) όλοι οι Δωριείς απείχαν από πολεμικές πράξεις κατά το διάστημα του εορτασμού. Αν πάλι ο μήνας είναι, όπως ισχυρίζεται ο Πλούταρχος, ο Βοηδρομίωνας (15 Σεπτεμβρίου, 15 Οκτωβρίου), τότε ο Πλούταρχος φαίνεται να δέχεται ότι η μέρα τέλεσης της ευχαριστήριας τελετής (η 6η του μήνα) συνέπιπτε ακριβώς με την ημέρα διεξαγωγής της μάχης, πράγμα που δεν αληθεύει, διότι ο καθορισμός της ημερομηνίας της ευχαριστήριας τελετής προς την Αγροτέρα Αρτέμιδα (και για τη νίκη στο Μαραθώνα) έγινε εντελώς συμβατικά, διότι η έκτη μέρα κάθε μήνα ήταν ούτως ή άλλως αφιερωμένη στην Αρτέμιδα. Δεν είναι απαραίτητο, λοιπόν, να έγινε η μάχη στις 6 του Βοηδρομίωνα. Ο Πλούταρχος αντί να σκεφτεί σοβαρά, συκοφαντεί τον Ηρόδοτο. Αυτά, λοιπόν, για τις συνωμοσιολογίες των «σπαρτιατολόγων» Νεοπαγανιστών.

Αλλά κι αυτό το μοναδικό γεγονός, της μάχης των Θερμοπυλών, έχει διαστρεβλωθεί. Στις Θερμοπύλες πολέμησαν, 1.120 Αρκάδες, 1.000 Τεγεάτες και Μαντινείς, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 400 Κορίνθιοι, 300 Σπαρτιάτες, 200 Φλειούντιοι, 80 Μυκηναίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 202-203). Την τελευταία ημέρα έμειναν οι 700 Θεσπιείς και οι 300 Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν την τρίτη πιο μικρή δύναμη, κι όμως, μόνο αυτοί επαινούνται˙ οι Θεσπιείς με το υπερδιπλάσιο του σπαρτιατικού σώμα στρατού, ελάχιστα αναφέρονται. Το κατόρθωμα 4.200 Ελλήνων αποδίδεται στο Λεωνίδα και στους 300, στο ένα δέκατο τέταρτο, δηλαδή, των αμυνομένων. Γιατί; Μα για να εξιδανικευτεί ο ηρωισμός των Λακεδαιμονίων˙ «αυτοί είχαν την ανώτερη πολεμική αρετή»˙ έτσι ώστε να επαινεθεί το δικτατορικό πολίτευμα της Σπάρτης, που τάχα μόνο αυτό έβγαζε τέτοιους θαρραλέους πολεμιστές, ενώ οι άλλοι τάχα ήταν άκαπνοι δειλοί.

Άλλωστε η λογική της Σπάρτης διόλου ηρωική δεν ήταν. Όταν οι υπόλοιπες πόλεις-κράτη καταστρέφονταν ή υποτάσσονταν από τις τεράστιες στρατιές του Ξέρξη και η Αθήνα οδηγούσε τους Έλληνες στην οργανωμένη επίθεση κατά των Περσών, οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν μόνο 300 στρατιώτες υπό τον Λεωνίδα, επειδή, όπως πάντα, φοβόντουσαν ότι οι σκλάβοι τους θα επαναστατούσαν. Η ολιγαρχική τάξη που κυβερνούσε τη Σπάρτη μάλλον θα σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να προστατέψουν την πόλη τους στα σύνορα της Λακωνίας, σε περίπτωση που οι Πέρσες κατάφερναν να φτάσουν έως εκεί, παρά να ρισκάρουν επανάσταση των σκλάβων στέλνοντας όλο (ή τον περισσότερο) τον στρατό τους στις Θερμοπύλες. Η λογική τους ήταν ότι αν οι 300 νικούσαν, η νίκη τους θα προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη δόξα στη Σπάρτη. Ενώ εάν νικούνταν, θα δοξάζονταν από όλους ως ήρωες, πράγμα που έγινε, χωρίς ωστόσο αυτό να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Λακεδαιμονίας. Σε όλες τις αναφορές στη μάχη τον Θερμοπυλών δίνεται έμφαση στην ανδρεία του Λεωνίδα και των 300, αλλά διόλου δεν εξηγούνται οι προδοτικοί και ανθελληνικοί λόγοι που οδήγησαν την (όπως ξιπάζονταν οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι) «καλύτερη στρατιωτική μηχανή της Ελλάδας» να στείλει μόνο τριακόσιους.

Όσο για το περίφημο «μολών λαβέ», αυτό είτε είναι προπαγάνδα του φιλολακεδαιμόνιου Πλούταρχου είτε, απλώς, προϊόν της άγνοιάς του. Εξηγούμαστε: πρώτος και μόνος ο Πλούταρχος, έπειτα από 500-600 χρόνια, γράφει, σε μια ηθικοδιδακτική συλλογή σπαρτιατικών ρητών και ανεκδότων, τα Αποφθέγματα Λακωνικά, Λεωνίδας, 11 (225c), πως ο Λεωνίδας είπε τέτοιο πράγμα στον Ξέρξη: «πάλιν δε όταν ο Ξέρξης έγραψε "στείλε τα όπλα σου", απήντησε [ο Λεωνίδας] "έλα και πάρε τα"». Ο Ηρόδοτος, που έζησε τον 5ο π.Χ. αι., δεν αναφέρει τίποτε˙ όπως και οι υπόλοιποι ιστοριογράφοι στο διάστημα των επόμενων 600 ετών από τους Περσικούς Πολέμους. Μάλιστα ο Ηρόδοτος περιγράφει λεπτομερώς τη συνάντηση των δύο στρατών στις Θερμοπύλες και πουθενά δεν λέει ότι ανταλλάχθηκαν μηνύματα μεταξύ των αντιπάλων πριν τη μάχη: «Άφησε λοιπόν [ο Ξέρξης] να περάσουν τέσσερις μέρες ελπίζων πάντοτε ότι θα αποσυρθούν [από τις Θερμοπύλες οι Έλληνες] με τρόπο˙ την πέμπτη όμως επειδή δεν έφευγαν, παρά επέμεναν ακλόνητοι, εθύμωσε, και στέλλει εναντίον τους τους Μήδους και τους Κισσίους με την διαταγή να τους πιάσουν ζωντανούς και να τους φέρουν ενώπιόν του» (Ηρόδοτος, 7, 210, 1). Καμμιά υπόνοια για διάλογο και αποστολή αγγελιοφόρων δεν υπάρχει. Άλλο πράγμα η παραμονή, ώς το τέλος, του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες κι άλλο πράγμα η απάντηση σε ανύπαρκτο Πέρση αγγελιοφόρο. Ακόμη κι ο Διόδωρος Σικελιώτης (περ. 90-30 π.Χ.) αναφέρει: «ο Ξέρξης έστειλε αγγελιοφόρους στις Θερμοπύλες, για να ανακαλύψουν μεταξύ άλλων, τι σκόπευαν να κάνουν οι Έλληνες σχετικά με τον πόλεμο μαζί του. Πρόσταξε επίσης τους αγγελιοφόρους να τους παραγγείλουν ότι ο βασιλιάς Ξέρξης προστάζει να αφήσουν όλοι τα όπλα τους, να επιστρέψουν χωρίς κανένα κίνδυνο στις πατρίδες τους και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες˙ όταν θα τα έκαναν αυτά, τους υποσχέθηκε ότι θα έδινε στους Έλληνες μεγαλύτερη και καλύτερη χώρα από αυτή που κατείχαν τώρα. Ο Λεωνίδας, αφού άκουσε τους αγγελιοφόρους, αποκρίθηκε ότι, ακόμα κι αν συμμαχούσαν με το βασιλιά, θα του ήταν πιο χρήσιμοι με τα όπλα τους, αλλά και αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν μαζί του, θα αγωνίζονταν με αυτά με μεγαλύτερη γενναιότητα υπέρ της ελευθερίας» (Διόδωρος Σικελιώτης, 11, 5, 4-5). Συμπέρασμα; Εκτός κι αν ο Πλούταρχος είχε την επιφοίτηση του Απόλλωνα, το «μολών λαβέ» δεν ελέχθη ποτέ. Δεν είναι δυνατόν, κάτι που ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος κι ο Διόδωρος Σικελιώτης δεν ανέφεραν, να θεωρείται λεχθέν από τον Λεωνίδα. Τα σχολικά βιβλία διδάσκουν τους μαθητές ένα ανύπαρκτο ρητό.

Ούτε η καλλίτερη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη οφειλόταν σε διαφορετική αντίληψη γι' αυτήν ως ισότιμου πλάσματος με τον άντρα. Εάν επιτρεπόταν στις αρχαίες Σπαρτιάτισσες να αθλούνται, να εκπαιδεύονται και να έχουν κάπως καλλίτερη μεταχείριση από την μεταχείριση ζώου που είχαν οι λοιπές τυχερές αρχαίες παγανίστριες, αυτό οφείλεται στο ότι έπρεπε να είναι υγιείς μηχανές παραγωγής Σπαρτιατών. Σε τίποτε άλλο, ούτε σε προσπάθεια εξίσωσης και ισότητας. Απόδειξη; «Γι' αυτό, εξ αρχής, επέμενε [ο Λυκούργος] στην φυσική εξάσκηση των γυναικών όχι λιγότερο απ' ό,τι για την εξάσκηση των ανδρών: επιπλέον, θεσμοθέτησε αγώνες και δοκιμασίες δύναμης για γυναίκες και για άντρες, πιστεύοντας, ότι, εάν αμφότεροι οι γονείς είναι δυνατοί, παράγουν πιο δυνατούς απογόνους» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 1, 4.). Διαφορετικά, θα υπήρχαν γυναίκες έφοροι, γυναίκες γερουσιαστές, γυναίκες βασιλείς. Να υπενθυμίσουμε, ότι στους 16 αιώνες παγανισμού από τον τρωικό πόλεμο ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα δεν υπήρξε ούτε μία γυναίκα αρχηγός πολυθεϊστικού κράτους εν Ελλάδι.

Φυσικά ο μύθος της ανυπαρξίας μοιχίας και μοιχών στην Λακεδαιμονία αμφισβητείται από όλους τους αρχαίους συγγραφείς. Εξαίρεση μοναδική αποτελεί ο φιλολακεδαιμόνιος Πλούταρχος, που αρνείται ότι ο δανεισμός γυναικών οδηγούσε στη μοιχία. Οι υπόλοιποι περιγράφουν την ακολασία και τα κερατώματα που ήταν σύνηθες φαινόμενο, εξαιτίας της νομοθεσίας του Λυκούργου. Έτσι, η άποψη πως τάχα, η νεαρή γυναίκα ενός γέρου άνδρα μπορούσε να δοθεί, με τη συγκατάθεσή της, σε έναν νέο άντρα για συνουσία, προκειμένου να γεννηθούν απόγονοι, τους οποίους ο γηραλέος σύζυγος ύστερα θα αναγνώριζε ως δικά του παιδιά και πέρα από αυτά, δεν υπήρχε θέμα μοιχείας στην Λακεδαίμονα, είναι μυθοπλασία. Ο σπαρτιάτης βασιλιάς Δημάρατος εκθρονίστηκε, επειδή πιστευόταν ότι δεν ήταν ο γιος του προηγούμενου βασιλιά (Ηρόδοτος, 6, 61-67) και για τον ίδιο λόγο ο Λεωτυχίδης εμποδίστηκε να αναλάβει την εξουσία. (Ξενοφώντα, Ελληνικά 3, 3, 1-4). Άρα στη Σπάρτη δεν γίνεται ταυτόχρονα να μην είχαν πρόβλημα με τη μοιχεία και να εμπόδιζαν παιδιά που ήταν καρποί μοιχείας να λάβουν το θρόνο.

Η σεξουαλική ελευθερία ανδρών και γυναικών στη Λακεδαιμονία αποδεικνύεται ανύπαρκτη: «υπήρχε, όπως φαίνεται, στη Σπάρτη, ένα είδος δίκης γιατί δεν παντρεύτηκε κανείς και για το ότι παντρεύτηκε αργά και για το ότι δεν έκανε καλό γάμο» (Πλούταρχου, Λύσανδρος 30, 7). Ασφαλώς, οι Νεοπαγανιστές θεωρούν, ότι μπορούν να χλευάζουν τη χριστιανική αντίληψη περί έρωτα, ενώ ταυτόχρονα να θαυμάζουν την κυριολεκτικά «ασκητική» λακεδαιμονική διαβίωση: «Την αρπαζόμενη [νύφη] παρελάμβανε η λεγομένη νυμφεύτρια, της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, της έβαζε ανδρικό ιμάτιο και υποδήματα και την επλάγιαζε μόνην χωρίς φως εις στρώμα από καλάμια (...). Αφού [ο σύζυγος] έμενε μαζί της [με τη γυναίκα του] όχι πολύν καιρόν απήρχετο με κοσμιότητα, όπου συνήθιζε προηγουμένως, δια να κοιμηθή μαζί με τους άλλους νέους και του λοιπού χρόνου έτσι έκαμνε, περνών την ημέραν του και αναπαυόμενος το βράδυ μαζί με τους νέους, εις δε την νύμφην εσύχναζε κρυφά με ευλάβεια, διότι εντρέπετο και εφοβείτο μήπως τον αντιληφθή κανείς από την οικείαν (...). Και έκαμνον τούτο επί πολύν καιρόν, ώστε μερικοί εγέννησαν και παιδιά, προτού ιδούν την γυναίκαν των την ημέραν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Συνεπώς, οι Νεοπαγανιστές είναι υποκριτές, αφού το ίδιο πράγμα το επιδοκιμάζουν και το αποδοκιμάζουν.

Βέβαια, όλα αυτά μόνο ισότητα δεν συνεπάγονταν για την αρχαία Σπαρτιάτισσα: της μάθαιναν να ζει αγορίστικα (υποχρεωτικά κοντό μαλλί)˙ ουσιαστικά την εμπόδιζαν να συναναστρέφεται με τον άντρα της και να αναπτύσσεται οικειότητα μεταξύ τους, «επειδή έτσι διέταξε ο Λυκούργος», μην τυχόν καταντήσουν.. φιλήδονοι από την πολλή οικειότητα˙ της άρπαζαν το παιδί από την αγκαλιά της, στα επτά του χρόνια, ώστε να μην αναπτυχθεί η σχέση μητέρας-παιδιού˙ την εξευτέλιζαν κουρεύοντάς την σύρριζα, σαν κατάδικο. «Ο Λυκούργος ήθελε» να γίνει μια ψυχρή μηχανή παραγωγής πολεμιστών, πάντα μακριά από τον άντρα και το παιδί της, δίχως τη φυσιολογική ψυχική επαφή που όλοι μας έχουμε με τις μητέρες/τις γυναίκες μας. Επειδή «έτσι διέταζε ο Λυκούργος».

Γίνεται λόγος για τον τάχα ανώτερο τρόπο διαβίωσης των Λακεδαιμονίων, χάρη στον οποίον κυριαρχούσαν. Ο Αριστοτέλης σχολιάζει αυτόν το μύθο: «Δεν ήταν ανώτεροι [οι Λακεδαιμόνιοι] επειδή γύμναζαν τους νέους έτσι, αλλά επειδή οι Σπαρτιάτες γυμνάζονται ενώ οι άλλοι όχι» (Πολιτικά, Θ', 3 (1338b 27)) και «Οι Σπαρτιάτες ... εξαιτίας των επίπονων ασκήσεων έκαναν τα παιδιά θηριώδη, γιατί νομίζουν ότι τούτο βοηθά στην ανάπτυξη της ανδρείας» (Πολιτικά, Θ' , 3 (1338b, 11)).

Ακόμη κι ο φιλοσπαρτιάτης Πλάτωνας, δεν αντέχει τη Σπαρτιατική παιδεία και λέει: «Μπορεί κανείς να διατάξει συγκεκριμένες ασκήσεις για κάποιο άτομο, οι οποίες θα αποδειχθούν βλαβερές από τη μια πλευρά και χρήσιμες από την άλλη. Η γυμναστική και τα συσσίτια ωφελούν τις πόλεις σημαντικά αλλά ευνοούν από το άλλο μέρος τις επαναστάσεις. (...). Ειδικότερα η εφαρμογή αυτού του νόμου από πολύ παλιά φαίνεται ότι προκάλεσε διαστροφή των φυσικών σεξουαλικών ηδονών τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα. Γι' αυτές τις διαστροφές υπεύθυνες είναι οι δυο πόλεις σας [=Σπάρτη και Κρήτη] αλλά και αρκετές άλλες που έχουν ρίξει όλο το βάρος τους στις γυμναστικές ασκήσεις» (Νόμοι 636ab). Ο Πλάτωνας λέει επίσης (Νόμοι, 667a): «οργανώσατε [οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες] το πολίτευμά σας με στρατιωτικό τρόπο κι όχι ως κοινωνία ανθρώπων που ζουν σε πόλεις (...) Δεν προσπαθήσατε να του [=του κάθε νέου] δώσετε την κατάλληλη ανατροφή, ώστε όχι μόνο να γίνει καλός στρατιώτης, αλλά και να μπορεί να διοικεί μια ή περισσότερες πόλεις».

Αλλά κι ο θεσμός των συσσιτίων, με τον τρόπο που τον καθιέρωσε ο Λυκούργος στη νομοθεσία του, ήταν άδικος, βασισμένος στην ανισότητα του πλούτου και συνεπώς αναποτελεσματικότερος από αυτόν της Κρήτης, από την οποία αντέγραψε το σύστημα ο Λυκούργος, διότι στην Κρήτη σιτίζονταν όλοι δωρεάν, ενώ στη Σπάρτη όχι. «Τα συσσίτια είναι καλύτερα στην Κρήτη παρά στη Σπάρτη. Στη δεύτερη καθένας συνεισφέρει ένα προκαθορισμένο ποσό, κατά κεφαλήν, κι αν δεν το προσφέρει, ο νόμος τον εμποδίζει να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, στην Κρήτη όμως το σύστημα έχει περισσότερο λαϊκό χαρακτήρα. Από τους καρπούς της γης και τα κρατικά κοπάδια κι από τους φόρους των περίοικων, ένα μέρος έχει καθοριστεί για τη λατρεία των θεών, και τις δημόσιες ανάγκες, ενώ το άλλο πάει στα συσσίτια, έτσι ώστε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά να συντηρούνται από το δημόσιο» (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Β', 10 (1272a 13-22)). Οι Δωριείς που είχαν δικαιώματα σε όλα τα πολιτικά αξιώματα λέγονταν Όμοιοι και επειδή είχαν κλήρο μετείχαν στα συσσίτια, σε αντίθεση με τους υπομείονες, που επειδή δεν είχαν κλήρο κι ήταν φτωχοί δεν μετείχαν στα συσσίτια και είχαν μεν αστικά αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.

Υπάρχουν κι άλλοι μύθοι, πέραν αυτών. Ο μύθος των Λακεδαιμονίων που είναι υπεράνω χρημάτων. Ότι τάχα δεν ενδιαφέρονταν να πλουτίσουν. Ο Αριστοτέλης διαψεύδει ότι κάτι τέτοιο γινόταν, χωρίς να είναι ο πρώτος, αφού κι ο Ηρόδοτος λέει ότι στον καιρό του δεν υπήρχε Σπαρτιάτης που να αντέχει στη δωροδοκία. Γράφει ο Αριστοτέλης ότι η τάχα ανώτερη σπαρτιατική νομοθεσία είχε αποτέλεσμα η Σπάρτη να είναι αχρήματος και οι πολίτες φιλοχρήματοι «τὴν μὲν γὰρ πόλιν πεποίηκεν ἀχρήματον, τοὺς δ' ἰδιῶτας φιλοχρημάτους» (Πολιτικά, Β', 9 (1271b 15)). Ένα αναμενόμνο αποτέλεσμα.

Η αντίληψη περί ισότητας στην ιδιοκτησία, που τάχα η νομοθεσία του Λυκούργου καθιέρωσε κι επέβαλε, είναι ακόμη ένας μύθος. Εξαιτίας της ανεπάρκειας των σπαρτιατικών νόμων γρήγορα οι πολλοί κατέληξαν ακτήμονες και οι λίγοι κατέληξαν πλούσιοι: «άλλοι έτυχε να έχουν πολύ μεγάλη περιουσία, άλλοι πολύ μικρή και γι' αυτό η χώρα [η Λακεδαίμονα] βρίσκεται στα χέρια των λίγων. Υπεύθυνοι γι' αυτό είναι οι νόμοι. Σωστά απαγόρευε ο νόμος την αγοραπωλησία των υπαρχόντων περουσιακών στοιχείων, επέτρεψε όμως ελεύθερα τη δωρεά και την κληροδοσία τους. Ωστόσο, είτε με τον ένα τρόπο αλλάξει χέρια η περιουσία είτε με τον άλλο, στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε αναγκαστικά» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β', 9 (1270a 16-23)).

«Στη Σπάρτη επιτρέπεται να δώσει ο πατέρας την κληρονόμο του σε όποιον θέλει˙ κι αν πεθάνει χωρίς διαθήκη, τότε ο επίτροπος της κληρονόμου την δίνει σε όποιον εκείνος θέλει. Έτσι η χώρα έχει λιγότερους από χίλιους πολεμιστές, αν και μπορεί να θρέψει χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τριάντα χιλιάδες οπλίτες. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι οι σχετικοί νόμοι δεν ήταν σωστοί. Και γι' αυτό δεν άντεξε το πλήγμα η πόλη και καταστράφηκε, έχοντας μόνο τόσους λίγους στρατιώτες. Λενε ότι την εποχή των προηγούμενων βασιλιάδων επέτρεπαν στους ξένους να πολιτογραφούνται, ώστε να μη γίνει η πόλη ολιγάνθρωπος εξαιτίας των μακρόχρονων πολέμων. Υπήρξε μάλιστα εποχή, όπως λεν, που οι πολίτες στη Σπάρτη ήταν δέκα χιλιάδες» (Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β', 10 (1270a 27-38)). Όπως είναι γνωστό κανείς ξένος παράγοντας δεν επέβαλε κανέναν νόμο ή αλλαγή των νόμων στην Σπάρτη. Οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες είχαν τους νόμους που διάλεγαν.

Στην πραγματικότητα, η νομοθεσία του Λυκούργου ήταν τόσο καταστροφική, ώστε η Αρχαία Σπάρτη έγινε ένα κράτος, στρατόπεδο, με τους πολίτες της να μην ξέρουν τίποτε άλλο στη ζωή τους εκτός από να πολεμούν. Γι' αυτό η Λακεδαιμονία δεν έχει να συνεισφέρει τίποτε στο θαύμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας του 5ου π.Χ. αιώνα. Γράφει ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Β', 9 (1271b, 3-6)): «Διατηρήθηκαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες όσο διαρκούσαν οι πόλεμοι. Όταν νίκησαν τους εχθρούς, καταστράφηκαν, αφού δεν ήξεραν πώς να ζήσουν ειρηνική ζωή και δεν ασχολήθηκαν με καμμιά άλλη ασχολία πιο σημαντική από τον πόλεμο». Πράγματι με την «ανώτερη λυκούργεια νομοθεσία» οι Λακεδαιμόνιοι κατόρθωσαν να καταστρέψουν την πρώτη άμεση δημοκρατία του κόσμου, αλλά δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την ίδια νομοθεσία ηγεμονεύοντας στην Ελλάδα. Είτε έπρεπε να την αλλάξουν (π.χ. εξισώνοντας τους Είλωτες με τους Όμοιους) είτε να καταστραφούν και να χάσουν την ηγεμονία τους, αφού τα στρατιωτικά ιδεώδη τους δεν μπορούσαν να τα επιβάλλουν σε όλους τους Έλληνες. Με άλλα λόγια, η λυκούργεια νομοθεσία ήταν αδιέξοδη δίχως εναλλακτικές λύσεις.

Όχι μόνο η σπαρτιατική νομοθεσία, την οποίαν κάποιοι Νεοπαγανιστές επαινούν ως πρότυπο, κατέστησε τους Αρχαίους Σπαρτιάτες ανίκανους να αυτοσυντηρηθούν και να παράξουν κουλτούρα ισάξια της αθηναϊκής, αλλά τούς έμαθε να περιφρονούν τη δουλειά και να υπερασπίζονται την οκνηρία! Το λακεδαιμονιακό κηφηναριό πολεμούσε τους εξωτερικούς εχθρούς, ενώ όταν δεν είχε πόλεμο έσφαζε τους Είλωτες, που του έδιναν το φαΐ στο στόμα. Όταν ένας Αθηναίος καταδικάστηκε επί αργία (οκνηρία), ένας Σπαρτιάτης που έτυχε να είναι στην Αθήνα εκείνη την εποχή απόρησε και θεώρησε πως ο καταδικασθείς θέλησε απλώς να ζει αξιοπρεπώς και ελεύθερα (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 24).

Να πώς συμπεριφέρονταν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες στους Είλωτες (Φυσικά, κι οι Έιλωτες, Έλληνες ήταν. Αλλά αυτό το «ξεχνάν» οι αρχαιοκεντρικοί. Ανέχονται την εμφύλια καταπίεση, μη τυχόν και σπιλωθεί η «αιώνια Σπάρτη»): «Οι Σπαρτιάτες, επιθυμώντας να ξεφορτωθούν τους πιο ισχυρούς από τους Είλωτες, έστειλαν χίλιους από αυτούς, τους πιο περήφανους, πιστεύοντας ότι θα εξολοθρευτούν στις μάχες. Έκαναν όμως και κάτι άλλο βίαιο και σκληρό, με το οποίο υπέθεταν ότι θα ταπεινώσουν τους Είλωτες. Κήρυξαν την απογραφή των Ειλώτων που είχαν κάνει κάτι καλό για την Σπάρτη, υποσχόμενοι ότι θα τους απελευθερώσουν, μετά από εξέταση. Τους δύο χιλιάδες που απογράφηκαν, οι Σπαρτιάτες έδωσαν εντολή στους ισχυρότερους πολίτες να τους σκοτώσουν, τον καθένα στο σπίτι του» (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Δωδέκατη, 67, 3-4). Αυτό θα πει αρχαία σπαρτιατική φρίκη. Η γενοκτονία των αυτοχθόνων Ειλώτων από τους κατακτητές Δωριείς. Έσφαζαν ακόμα και τους συμπολεμιστές τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχει και ακόμη φρικτότερα περιστατικά:

«(...) Η ονομαζόμενη από αυτούς [Σπαρτιάτες] κρυπτεία (...) συνίσταται στο εξής: Οι άρχοντες από καιρού εις καιρό έστελναν έξω σε διάφορα μέρη της χώρας τους θεωρούμενους ως πλέον ευφυείς από τους νέους, οι οποίοι είχαν μαζί τους εγχειρίδια και τα αναγκαία τρόφιμα και τίποτε άλλο. Αυτοί κατά τη διάρκεια της ημέρας διασπειρόμενοι σε τόπους κρυφούς κρύβονταν και αναπαύονταν. Τη νύχτα κατέβαιναν στους δρόμους και όσους από τους Είλωτες συλλάμβαναν, τους έσφαζαν. Πολλές φορές, πετριτρέχοντας και τους αγρούς, έσφαζαν και τους ρωμαλεώτερους και ανδρεώτερους από εκείνους. Έτσι κι ο Θουκιδίδης στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου διηγείται (4, 80) ότι όσοι εξελέγησαν από τους Σπαρτιάτες για να ελευθερωθούν, λόγω ανδραγαθίας στεφανώθηκαν, γιατί έγιναν ελεύθεροι, και περιήλθαν τους ναούς των θεών, αλλά λίγο μετά όλοι εξαφανίστηκαν, περισσότεροι από δύο χιλιάδες, ώστε ούτε αμέσως τότε ούτε μετά μπορούσε κανείς να πει με πιο τρόπο δολοφονήθηκαν. Ο Αριστοτέλης μάλιστα λέει, ότι οι έφοροι ευθύς μόλις εκλέγονται, κηρύττουν τον πόλεμο κατά των Ειλώτων, ώστε να θεωρείται νόμιμο να τους σφάζουν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 28).

Θα αξίζει να θαυμάσουμε όμως την γενοκτονία των Ελλήνων αυτοχθόνων από μια δράκα Δωριέων. Μια γενοκτονία, για την οποία ποτέ δε θα μιλήσουν οι Νεοπαγανιστές. Να τι έκαναν στους άοπλους Είλωτες οι γενναίοι παλικαράδες Λακεδαιμόνιοι, για να διασκεδάζουν μαζί τους, όταν δεν τους κατέσφαζαν: «Τους ανάγκαζαν να πίνουν πολύ άκρατο οίνο και τους περιέφεραν μετά στα συσσίτια. (...) Τους διέταζαν να ψάλλουν τραγούδια και να χορεύουν χορούς απρεπείς και γελοίους και να μην κάνουν τίποτε από όσα αρμόζουν σε ελεύθερους» (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 28). Είναι ίσως η πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου και συνεχούς εξευτελισμού του άμαχου πληθυσμού. Όπως οι Τούρκοι χλεύαζαν τους Έλληνες με χίλιες δυο καθημερινές γελοιοποιήσεις και εξευτελισμούς, έτσι και οι Λακεδαιμόνιοι τους Είλωτες Έλληνες. Γι' αυτό ισχύει ότι στη Σπάρτη «ο δούλος είναι υπερβολικά δούλος» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 28).

«Στους Είλωτες επέβαλαν κάθε προσβλητική δουλειά που συντελούσε σε κάθε είδους ταπείνωση. Όρισαν ως υποχρεωτικό ότι ο καθένας θα έπρεπε να φορεί ένα σκούφο από δέρμα σκύλου και ένα δερμάτινο χιτώνιο, και ότι έπρεπε να υφίσταται ένα ορισμένο αριθμό χτυπημάτων κάθε χρόνο, χωρίς να υποπέσει σε κανένα παράπτωμα, για να μην ξεχάσουν ποτέ ότι είναι δούλοι. Επιπλέον, αν κανείς ξεπερνούσε την εμφάνιση που ταίριαζε σ' έναν δούλο, του επέβαλαν τη θανατική ποινή, και ένα πρόστιμο στους κυρίους αν αυτοί δεν προσπαθούσαν να σταματήσουν αυτούς που γίνονταν ισχυροί» (Μύρων (FgrHist 106 F2) = Αθήν. 657d). Αυτά μάς θυμίζουν τις απαγορεύσεις των Τούρκων στους Έλληνες να φοράνε πλούσια ρούχα και να χτίζουν πολυτελή σπίτια και εκκλησίες, γιατί έτσι ανατρεπόταν το καθεστώς δουλείας.

Όταν κάποιοι Είλωτες είχαν καθίσει ικέτες στο ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, οι Λακεδαιμόνιοι τους σήκωσαν με το ζόρι από εκεί κι αφού τους απομάκρυναν, τους έσφαξαν (Θουκιδίδης, 1, 128, 1). Ο Ισοκράτης διακηρύσσει: «οι Λακεδαιμόνιοι θανάτωσαν περισσότερους Έλληνες χωρίς δίκη από όσους δικάστηκαν στην Αθήνα από την ίδρυση της πόλης μας» (12, 66). Άλλωστε, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, «οι Λακεδαιμόνιοι εφόνευον ως εχθρούς όλους, όσους συνελάμβανον εις την θάλασσαν, και τους συμπολεμούντας μετά των Αθηναίων και τους ουδετέρους» (Θουκιδίδης, 2, 67, 4). Ακόμη και τους ουδέτερους Έλληνες έσφαζαν. Τους Είλωτες δε θα έσφαζαν; Και βέβαια, το γεγονός ότι οι Δωριείς Σπαρτιάτες αρνήθηκαν πεισματικά επί δέκα αιώνες («Η ειλωτία διετηρήθη σχεδόν άνευ μεταβολής μέχρι της ρωμαϊκής κυριαρχίας», Στράβων, 8, 4 (c365)) να δώσουν το παραμικρό πολιτικό δικαίωμα και ισότητα στους αυτόχθονες (και Έλληνες βεβαίως!) κατοίκους της Λακεδαιμονίας, τους οποίους υποδούλωσαν, είναι ακόμη μια απόδειξη του στενοκέφαλου, αντιδημοκρατικού και ανθελληνικού φυλετισμού τους.

Είναι πέραν κάθε νοσηρής φαντασίας η Νεοπαγανιστική άποψη ότι οι Είλωτες καλοπερνούσαν στην Αρχαία Σπάρτη. Αν καλοπερνούσαν, δεν θα έκαναν τόσες επαναστάσεις. Ακόμη και οι Περίοικοι (ντόπιοι, μη Δωριείς, των οποίων η κοινωνική-πολιτική θέση ήταν μεταξύ της θέσης των Ειλώτων και της θέσης των Λακεδαιμονίων) της Λακεδαιμονίας επαναστατούσαν μαζί με τους Είλωτες κατά της κατοχής του τόπου τους. (Θουκιδίδης, 1, 101). Φυσικά, ο Αριστοτέλης κατακρίνει το πολεμικό ιδεώδες της Λακεδαιμονίας: «Δεν πρέπει να θεωρούμε ευτυχισμένη μια πόλη ούτε να εγκωμιάζουμε τον νομοθέτη της, επειδή προετοίμασε τους κατοίκους της να κυριαρχήσουν πάνω στις γειτονικές πόλεις» (Πολιτικά, Η', 13 (1333b 39)).

Μια άλλη λανθασμένη αντίληψη (όχι μόνο νεοπαγανιστική) είναι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ιδιωτικούς δούλους, αλλά ότι οι μόνοι δούλοι ήταν οι Είλωτες, οι οποίοι ήταν κρατική περιουσία. Αυτή η αντίληψη οδήγησε και στην αφαίρεση από τα σχολικά βιβλία, προς μεγάλη χαρά των Νεοπαγανιστών, μιας φανταστικής διήγησης για την ζωή ενός δούλου στην Λακεδαιμονία, ο οποίος πουλήθηκε. Η αλήθεια, δυστυχώς, κι εδώ είναι εναντίον της νεοπαγανιστικής «ολιγαρχολατρίας». «Εκφράστηκε αμφιβολία κατά πόσο οι Σπαρτιάτες είχαν οποιουσδήποτε άλλους δούλους από τους Είλωτες. (...) Αλλά υπάρχει κάποια μαρτυρία ότι υπήρχαν επίσης κι άλλοι δούλοι. Ένα χωρίο αναφέρει την υπεροχή των Σπαρτιατών έναντι της Αθήνας «στην ιδιοκτησία των δούλων, και άλλων και των ειλώτων» (Πλάτωνα Αλκιβιάδης, 122d). Ένα άλλο χωρίο λέει ότι άφηναν την απόκτηση χρημάτων «στους δούλους και είλωτες» (Πλούταρχου Σύγκρ. Λυκ. Νουμ. 2, 7). (...) Υπάρχει επίσης η μαρτυρία πέντε επιγραφών από το ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο που χρονολογούνται από το β' μισό του 5ου αι. ή το α' μισό του 4ου αι.» Η πρώτη επιγραφή λέει: (IG 5(1) 1228) «ἀνέθεκε τοῖ Παχοιδᾶ[νι] Θεάρες Κλεογένε. ἔφορος Δαίοχος. ἐπάκο Ἀρίο(ν), Λύον». Δηλαδή: «Ο Θεάρης αφιέρωσε τον Κλεογένη στον Ποσειδώνα. Έφορος Δαίοχος. Μάρτυρες: Αρίονας, Λύωνας». Αυτό ερμηνεύεται πάρα πολύ εύκολα ότι σημαίνει πως ο Θεάρης ελευθέρωσε το δούλο του Κλεογένη τη χρονιά που ο Δαίοχος ήταν ο κύριος έφορος στη Σπάρτη. Δεν μπορεί να είναι η απελευθέρωση ενός είλωτα, επειδή οι είλωτες μπορούσαν να ελευθερωθούν μόνο από την πολιτεία, όχι από ιδιώτη. Ο Θεάρης μπορούσε να είναι είτε ένας Σπαρτιάτης είτε ένας περίοικος, αλλά ο Gartledge Sparta 179, φαίνεται ότι δεν έχει ισχυρόν επιχείρημα όταν λέγει ότι οι επιγραφές αυτές «πρέπει να αποδοθούν στους Περιοίκους», και το ονομάτισμα του Σπαρτιάτη εφόρου κάνει πιο πιθανό το γεγονός ότι ο Θεάρης ήταν Σπαρτιάτης. Θα έπρεπε επομένως να δεχτούμε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν προσωπικούς δούλους επιπλέον από τους είλωτες, αν και όχι αναγκαία σε μεγάλους αριθμούς. Μπορεί να συνελήφθησαν στον πόλεμο, να αγοράστηκαν από δουλεμπόρους, ή να ήταν απόγονοι δούλων που αποχτήθηκαν μ' αυτούς τους τρόπους. Πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για οικιακές υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τη νομική θέση των δούλων αυτών, αλλά ίσως ήταν όπως εκείνη των δούλων αλλού» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 66-67). Άλλωστε, ο Θουκιδίδης, μιλώντας για μια αποτυχημένη επανάσταση Ειλωτών και μερικών Περιοίκων στα μέσα του 5ου αι, στην Ιθώμη της Μεσσηνίας (1, 101, 2), μας λέει ότι αυτοί παραδόθηκαν στους Σπαρτιάτες, υπό τον όρο ότι θα εγκατέλειπαν την Πελοπόννησο και δε θα επέστρεφαν ποτέ, αλλιώς «αν κανείς συλλαμβανόταν [από Λακεδαιμόνιο, προφανώς], θα γινόταν δούλος αυτού που θα τον συλλάμβανε» (Θουκ., 1, 103, 1). Θα περίμενε κανείς ότι η ποινή για έναν είλωτα που θα συλλαμβανόταν να είναι κάτι χειρότερο από το να γίνει απλώς είλωτας πάλι.

Η λογική της Λακεδαιμονίας όσον αφορά την τεκνογονία ήταν εξίσου απάνθρωπη. Θεωρούσε ο Λυκούργος τους νόμους των άλλων Ελλήνων ανόητους, διότι ενώ για τα θηλυκά ζώα έψαχναν να βρουν καλούς επιβήτορες, ώστε να προκύψουν καλοί απόγονοι ράτσας, δεν έκαναν το ίδιο και για τις γυναίκες. Φυσικά, ανόητη και μισάνθρωπη είναι μόνο η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα ζώο σαν τα άλλα, πουλερικό ή σκύλος ή άλογο και πρέπει να τον διαμορφώνουμε όπως τα ζώα ή να τον κλείνουμε σε ανθρωποτροφείο, για λόγους ευγονικής. Το κάλλιστο δυνατό, για τους οπαδούς μιας τέτοιας αντιλήψεως περί ανθρώπου, είναι να κλωσσούνταν από μηχανές και να εκτρέφονταν σε εκτροφεία οι «καλοί πολεμιστές».

Μια ακόμη προσπάθεια ωραιοποίησης της Λακεδαιμονίας, είναι η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι οι αρχαίοι Σπαρτάτες δεν είχαν μέρος όπου πετούσαν τα καχεκτικά παιδιά τους. Ο πολύς κόσμος κακώς πιστεύει ότι το μέρος αυτό λεγόταν Καιάδας. Κι οι Νεοπαγανιστές βασιζόμενοι σε αυτή την ανακρίβεια ή μάλλον το μπέρδεμα, «αποδεικνύουν» ότι δεν είχαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τέτοιο βάρβαρο θεσμό, κι άρα όλα είναι συνωμοσία κατά του σπαρτιατικού πνεύματος κ.λπ. κ.λπ. (οι γνωστές βλακώδεις θεωρίες). Όμως τόπος που έρριχναν τα παιδιά τους οι αρχαίοι Σπαρτιάτες υπήρχε και λεγόταν «Αποθέτες» (στον «Καιάδα» έριχναν τους υπάνθρωπους Είλωτες). Συγκεκριμένα, γράφει ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 16): «Το γεννημένο παιδί (...) αν όμως ήταν ασθενικό και κακόμορφο, το έστελλαν στις λεγόμενες Αποθέτες, βαραθρώδη τόπο πλησίον του Ταϋγέτου, διότι φρονούσαν, ότι παιδί που δεν είχε ευθύς εξαρχής γεννηθεί υγιές ούτε εύρωστο, ήταν συμφερότερο και για το ίδιο και για την πόλη να μη ζεί». Οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι η απόθεση των καχεκτικών βρεφών δεν σήμαινε ρίξιμο από γκρεμό, αλλά απλώς ότι τα άφηναν σε έναν τόπο και από εκεί τα έπαιρναν οι Είλωτες. Το κείμενο, όμως, κάνει λόγο για «βαραθρώδη τόπο» κι όχι απλώς για «τόπο». Δηλαδή τα πέταγαν σε χαράδρα. Επιπλέον, το κείμενο λέει ότι «είναι συμφερότερο και για το ίδιο το παιδί να μη ζει». Δηλαδή, δεν το έδιωχναν απλώς από την κοινότητα˙ αλλά το εξόντωναν ακόμη και «για το δικό του το καλό». Εξ άλλου, θα ήταν απίθανο οι Λακεδαιμόνιοι να ενίσχυαν τον τεράστιο πληθυσμό των υπόδουλων Ειλώτων, δίνοντάς τους επιπλέον μικρά σπαρτιατόπουλα. Άλλωστε η πρακτική της απόθεσης-δολοφονίας βρεφών ήταν πανελλήνια˙ γιατί να μη την έχει και η Σπάρτη; Ευτυχώς για τους ίδιους τους Λάκωνες, αυτοί εκχριστιανίστηκαν γρήγορα και έπαψαν να μαστιγώνονται και να φονεύονται τα Σπαρτιατόπουλα στο βωμό της Ορθίας Άρτεμης και στα βάραθρα του Ταΰγετου αντίστοιχα, κι έτσι οι Σπαρτιάτες γλίτωσαν από το φόρο αίματος σε «θεούς» και Καιάδες, ενώ παράλληλα τα αδέρφια τους, οι Έλληνες Είλωτες, έπαψαν να είναι κρατική ιδιοκτησία και να σφάζονται άδικα.

Όταν ο Λυκούργος ρωτήθηκε από κάποιον ξένο, γιατί δεν έκανε δημοκρατία στη Σπάρτη, τού απάντησε «να κάνεις εσύ δημοκρατία στο σπίτι σου» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 19). Δεν είναι σίγουρο αν ήταν ο Λυκούργος που έδωσε τέτοια απάντηση, πάντως, για να πίστευαν ότι την έδωσε ο Λυκούργος, θα ήταν σύνηθες επιχείρημα στη Λακεδαίμονα. Ωστόσο, δε θέλει πολλή σκέψη, για να εννοήσουμε ότι το επιχείρημα «κάνε εσύ πρώτα δημοκρατία στο σπίτι σου και μετά ζήτα δημοκρατικό πολίτευμα» είναι επιχείρημα του καφενείου. Οι πολίτες δεν είναι ανήλικα παιδάκια που έχουν ανάγκη προστασίας του σοφού «πατερούλη» του λαού. Όμως οι Νεοπαγανιστές αυτό το πολίτευμα και αυτήν την νοοτροπία υπερασπίζονται υπερασπιζόμενοι το αρχαίο σπαρτιατικό πολίτευμα. Η εξιδανίκευση του Λυκούργειου πολιτεύματος από τους παγανιστές δεν εκπλήσσει κανέναν˙ είναι πραγματικά εκπλητικό όμως ότι την ίδια ακριβώς εξιδανίκευση κάνουν, και Νεοπαγανιστές που παριστάνουν τους «αντιεξουσιαστές». Ίσως λόγω του αρρωστημένου τοπικισμού τους. Διότι, μόνο άρρωστο πνευματικά, τοπικιστή θα αποκαλούσαμε όποιον υπερασπίζεται ανεξαιρέτως όλες τις πράξεις και τα ήθη-νόμους των αρχαίων κατοίκων του τόπου όπου ζει, απλώς και μόνο επειδή κατοικεί στον ίδιο τόπο με αυτούς. Πόση ελευθερία είχε ο Λακεδαιμόνιος, που μάθαινε χαρούμενος να ζει σα ρομποτάκι, μας το περιγράφει σε ένα τρομερό απόσπασμα ο φιλολακεδαιμόνιος (γι' αυτό και προτιμήσαμε την περιγραφή του της Αρχαίας Σπάρτης) Πλούταρχος: «Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ζει όπως ήθελε, αλλά ζούσε διαρκώς στην πόλη σαν σε στρατόπεδο» (Λυκούργος, 24). Αυτήν τη ζωή θέλουν για τους Νεοέλληνες οι Νεοπαγανιστές. Αυτόν τον τρόπο ζωής θέλουν οι Νεοπαγανιστές να θαυμάζουμε.

«Οι Σπαρτιάτες δεν γνώριζαν τίποτα από τη νεότερη θεωρία ότι το δικαστικό σώμα πρέπει να είναι χωριστό από τους εκτελεστικούς αξιωματούχους. Οι κύριοι δικαστές ήταν ταυτόχρονα οι ίδιοι με τους κυριότερους αξιωματούχους της κυβέρνησης: οι δύο βασιλείς, οι είκοσι οκτώ γέροντες και οι πέντε έφοροι» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 179). Δηλαδή, η «άμεση δημοκρατία της Λακεδαιμονίας», όπως μας την περιγράφουν οι Νεοπαγανιστές, ήταν ένα καθεστώς, όπου όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στην κυβέρνηση.

Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο για την ολιγαρχία της Λακεδαιμονίας, την οποία μερικοί Νεοπαγανιστές προσπαθούν να παραστήσουν ως άμεση δημοκρατία. Σε αντίθεση με την πραγματική άμεση δημοκρατία της Αθήνας, όπου όλοι είχαν δικαίωμα λόγου, στην ολιγαρχία της Λακεδαιμονίας ο λαός δεν είχε λόγο. Μόνο η γερουσία, οι βασιλείς και οι έφοροι μπορούσαν να μιλήσουν. Ο λαός αποφάσιζε απλώς με ένα «ναι» ή ένα «όχι» στις έτοιμες προτάσεις. Λες και ήταν ανώριμοι, δεν τους επιτρεπόταν να δίνουν τις δικές τους προτάσεις. Αν τυχόν ο λαός τολμούσε να αλλάξει, κατά τη γνώμη του, μια πρόταση νόμου των εφόρων, τότε η κυρίαρχη ολιγαρχία διέλυε την συνέλευση. Αλλά, για να περάσει μια πρόταση νόμου στην συνέλευση των πολιτών, έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτή από τη Γερουσία, αφού είχε προταθεί από τους Εφόρους. Αν π.χ. η Γερουσία αρνείτο να εγκρίνει την πρόταση, οι πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα να συζητήσουν ή να εγκρίνουν την απόφαση. Άμεση Δημοκρατία; «Μόνο ένας έφορος μπορούσε να προτείνει νόμο (...) Η σπαρτιατική Γερουσία είχε τη δύναμη να αποφασίζει κατά πόσον ένας νόμος που προτεινόταν θα περνούσε στη συνέλευση των πολιτών» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 24, 25). Δηλαδή, οι απλοί πολίτες, ακόμη κι αν ήταν άξιοι, δεν είχαν το δικαίωμα να προτείνουν έναν νόμο. Τόσο αμεσοδημοκρατική ήταν η Λακεδαιμονία. Ο Πλούταρχος (Άγης, 11, 1) γράφει για τη Γερουσία, ότι η δύναμή τους ήταν πως κατ' ουσίαν προαποφάσιζαν: «τοὺς γέροντας, οἷς τὸ κράτος ἦν ἐν τῷ προβουλεύειν». Στην Αθήνα, όμως, ο καθένας μπορούσε να προτείνει νόμο κι ο λαός αποφάσιζε για όλα, δίχως «πατερούληδες».

Κυριολεκτικά στην αρχαιότητα κανείς δεν ήξερε ποιος κυβερνούσε στη Σπάρτη. Άλλοτε κυβερνούσε ένας από τους δύο βασιλιάδες˙ άλλοτε κάποιος ισχυρός στρατηγός˙ άλλοτε κάποιος από τους πέντε εφόρους. Τη μια χρονιά επικρατούσε ειρηνόφιλος έφορος, ο οποίος έκανε συνθήκη ειρήνης με την Αθήνα, και την επόμενη φιλοπόλεμος έφορος, ο οποίος ξανάρχιζε τον πόλεμο (έτσι τα λέει ο Θουκιδίδης). Γραπτοί νόμοι δεν υπήρχαν, ο Λυκούργος απαγόρευσε να γραφούν οι νόμοι (Πλούτ., Λυκούργος, 13), με αποτέλεσμα οι 28 της γερουσίας, οι 5 έφοροι, οι 2 βασιλιάδες, να παλεύουν συνεχώς για την εξουσία. Μια φορά τους κυβέρνησε κι ο φυγόδικος Αλκιβιάδης, που στέλνοντας τον βασιλιά σε εκστρατεία κοιμόταν με μια βασίλισσά τους, και τους έσπειρε κι ένα διάδοχο, για τον οποίο αυτή καυχιόταν δημόσια ότι είναι του Αλκιβιάδη (Πλούταρχου, Αγησίλαος, 3, 1-3).

Η γερουσία αναδεικνύονταν με το εξής πρωτότυπο σύστημα: μαζευόταν ο λαός σε συνέλευση, κλείνονταν πέντε άντρες σε ένα κτίριο δίπλα στο λαό, και περνούσαν χωριστά ένας-ένας μπροστά από το λαό οι υποψήφιοι γερουσιαστές, δίχως οι κλεισμένοι στο κτίριο άντρες να γνωρίζουν ποιος περνούσε πρώτος, ποιος δεύτερος κ.ο.κ. Ο λαός ζητοκραύγαζε τον κάθε υποψήφιο, άλλον περισσότερο κι άλλον λιγότερο. «Οι κλεισμένοι λοιπόν άνθρωποι εκράτουν πίνακες και εσημείωνον για τον καθένα χωριστά το μέγεθος της κραυγής, χωρίς να γνωρίζουν δια ποιον είναι. Δι' όποιον εγίνετο περισσότερα και μεγαλυτέρα κραυγή, αυτόν ανηγόρευον γερουσιαστήν» (Πλούτ., Λυκούργος, 26). Είναι φανερό πόσο παιδαριώδες σύστημα εκλογής ήταν αυτό, αφού στην εκλογή έπαιζε ρόλο το αν οι πληρωμένοι υποστηρικτές του ενός ή του άλλου υποψήφιου ήταν πιο φωνακλάδες από τους υπόλοιπους (ίσως κραυγάζοντας και κάποιες λέξεις-συνθηματικά που θα τις άκουγαν οι πιθανόν πληρωμένοι κριτές), ή το αν συνωστίζονταν πιο κοντά στο οίκημα οι φωνακλάδες του ενός ή του άλλου υποψήφιου, και ένα σωρό άλλες παρόμοιες απάτες που μπορούσαν να γίνουν. Ο Αριστοτέλης γράφει για τον τρόπο ανάδειξης της γερουσίας (Πολιτικά, Β', 9 (1271a 9-10)): «Παιδαριώδης είναι και ο τρόπος που κρίνουν την εκλογή της γερουσίας», ενώ για την εκλογή των εφόρων λέει (Πολιτικά, Β', 9 (1270b 28-29)): «Ο τρόπος απονομής του αξιώματος είναι παιδαριώδης, έπρεπε να εκλέγονται απ' όλο το λαό, και όχι όπως γίνεται τώρα».

Είναι μεγάλο το λάθος των Νεοπαγανιστών που συγκρίνουν Αρχαία Αθήνα και Λακεδαίμονα. Τα μόνα δείγματα ενός αρχαϊκού πολιτισμού, διόλου ανώτερα από τα αντίστοιχα άλλων πόλεων τα επέδειξε η Αρχαία Σπάρτη μόνο τον 7ο και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Μετά, τίποτα. Σε μια εποχή, κατά την οποία στην Αθήνα ζούσαν και δίδασκαν Επίκουρος, Ζήνωνας, Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Πρόδικος, Σωκράτης, Αριστοτέλης, στην Αρχαία Σπάρτη πόσοι φιλόσοφοι υπήρχαν; Υπάρχει Σπαρτιάτης αρχιτέκτων ισάξιος του Φειδία; Υπάρχει Σπαρτιάτης τραγικός ισάξιος του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη; Υπάρχει Σπαρτιάτης αντάξιος του Αριστοφάνη; Υπάρχει Σπαρτιάτης ιστοριογράφος αντάξιος του Θουκιδίδη; Είναι από μόνες τους αστείες οι ερωτήσεις αυτές˙ διότι το σωστό ερώτημα είναι, αν υπάρχουν καν Σπαρτιάτες τραγικοί, Σπαρτιάτες φιλόσοφοι, Σπαρτιάτες ιστοριογράφοι, Σπαρτιάτες αρχιτέκτονες, ώστε να συγκριθούν με τους Αθηναίους. Δεν υπάρχουν. Σε τριάντα εννιά (39) γνωστούς Αθηναίους γλύπτες αντιστοιχούν μόλις δύο (2) Σπαρτιάτες. Για οκτώ γνωστούς Αθηναίους ζωγράφους δεν υπάρχει κανένας Σπαρτιάτης ζωγράφος. «Γνήσιες θεατρικές παραστάσεις ποτέ δεν ήταν σε υπόληψη στην Σπάρτη, όπως φαίνεται από την περιφρόνηση που εκδήλωσε ο Αγησίλαος προς φημισμένους υποκριτές (Πλουτ. Αγησ. 21)· επομένως το θέατρο που αναφέρεται και επί Αγησίλαου χρησίμευε κυρίως για δημόσιες συγκεντρώσεις και για πάνδημες γιορτές. Οι χοροί των γυμνοπαιδιών αναφέρεται πως γίνονταν στο θέατρο (Αγ. 29, Ηροδ., 6, 67) και το αγώνισμα της σφαίρας αναφέρεται πως γίνονταν στο θέατρο (Λουκ., Ανάχ., 38)». Η Αρχαία Αθήνα και το ανώτερο πολίτευμά της, ήταν η αιτία που μπόρεσε το ελληνικό ταλέντο να φανερώσει την πρωτοτυπία του στην αρχιτεκτονική, την ιστοριογραφία, την τραγωδία, την φιλοσοφία. Είναι, πράγματι, λάθος να παρουσιάζεται η ύπαρξη φιλολακώνων Αθηναίων και φιλολακώνων φιλοσόφων που εκθεσίασαν το πολίτευμα της Σπάρτης ως απόδειξη ότι το πολίτευμα της Αρχαίας Σπάρτης ήταν καλλίτερο. Το αντίθετο μάλλον αποδεικνύεται. Διότι, αυτοί οι φιλολάκωνες φιλόσοφοι είναι «προϊόν» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Εάν ζούσαν στην Σπάρτη, δεν θα είχαν γίνει ποτέ αυτό που έγιναν. Θα ήταν άσημοι στρατιώτες ή, το πολύ πολύ, Έφοροι (τρομερή η προσφορά των Εφόρων στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Όλος ο Δυτικός κόσμος τούς Εφόρους θαυμάζει). Ούτε φιλόσοφοι ούτε τραγικοί ούτε ιστοριογράφοι ούτε αρχιτέκτονες. Μόνο στην Αθήνα υπήρχαν οι συνθήκες εκείνες που επέτρεπαν στον καθένα, ακόμη και σε φιλολάκωνες, να εκφραστεί και να αξιοποιήσει το ταλέντο του στις τέχνες και τον πολιτισμό. Είναι, πραγματικά, κρίμα που ο περσόδουλος Σπαρτιατισμός νίκησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν η Ελλάδα, εάν τα ιδανικά της Δημοκρατίας, της Ισηγορίας, του Διαλόγου είχαν κυριαρχήσει παντού.

Φυσικά, δέσμιοι τέτοιων νομοθεσιών, οι Λακεδαιμόνιοι μάθαιναν να μην ανέχονται ούτε την κριτική για την απίστευτα οπισθοδρομική αντίληψή τους. Είναι προφανώς ένδειξη της δημοκρατίας και της «πειθαρχημένης ελευθερίας», που είχαν. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι: «Τον Αρχίλοχο τον ποιητή, όταν πήγε στη Σπάρτη, τον έδιωξαν στη στιγμή, επειδή έμαθαν πως στο ποίημά του είχε γράψει πως είναι καλύτερο να πετάει κανείς τα όπλα παρά να πεθαίνει:

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται ἣν παρὰ θάμνωι, / ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων˙

αὐτὸν δ' ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπίς ἐκείνη; / ἐρρέτω˙ ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.

[Κάποιος Σάιος χαίρεται με την ασπίδα μου που σε θάμνο, / όπλο αψεγάδιαστο, την πέταξα, χωρίς να θέλω˙ / τον εαυτό μου έσωσα. Τι με νοιάζει για την ασπίδα εκείνη; / Να πάει στα κομμάτια. Και πάλι καλλίτερη θα αποκτήσω]» (Πλούταρχου, Ηθικά [Παλαιά Λακ. επιτηδ.], 239b).

Τι άλλο θα μπορούσε να είχε συμβεί, αφού απαγορευόταν από τους νόμους του Λυκούργου, στους Σπαρτιάτες να ταξιδεύουν και να έρχονται ξένοι στην Σπάρτη; «Ξέρω καλά ακόμη ότι στο παρελθόν έδιωχναν τους ξένους από την πόλη και δεν επέτρεπαν να ταξιδεύουν [οι Σπαρτιάτες] έξω από την πόλη τους» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 14, 4). Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε, τάχα για να μην φέρουν κακές συνήθειες στην Σπάρτη οι ξένοι που θα την επισκέπτονταν ή οι Σπαρτιάτες που θα επέστρεφαν από ταξίδια. Φαίνεται πόσο παράλογο είναι το μέτρο. Με την ίδια τη λογική της απαγόρευσης ταξιδιών, μπορεί να κατακριθεί ο Λυκούργος, ότι εισήγαγε στη Σπάρτη ό,τι πιο κακό από το εξωτερικό. Ο ίδιος ο Λυκούργος, προτού νομοθετήσει στους Σπαρτιάτες, είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες έξω από την Λακεδαιμονία, στις οποίες είδε κι έμαθε πολλά, τα οποία μετέφερε στη Σπάρτη. Δηλαδή οι πολλοί Σπαρτιάτες δεν είχαν το δικαίωμα να δουν και να κρίνουν, όπως έκανε ο Λυκούργος, ταξιδεύοντας. Άρα δεν θεσπίστηκε το μέτρο αυτό, τάχα για να μην φέρουν κακές συνήθειες στη Σπάρτη, αλλά για να μην ανοίξουν τα μάτια των απλών Σπαρτιατών και αντιληφθούν πόσο οπισθοδρομικό ήταν το πολίτευμά τους. Διότι, τα ταξίδια, το εμπόριο και η ελεύθερη επικοινωνία με άλλους λαούς, όλα όσα απαγόρευσε ο Λυκούργος, οδηγούν τον καθένα να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες˙ όχι απαραίτητα για κακό, όπως προπαγάνδιζαν οι φιλολακεδαιμόνιοι αρχαιόπληκτοι. Αλλά ο Λυκούργος, αφού ταξίδεψε, ήθελε οι Λακεδαιμόνιοι να μην έχουν την ευκαιρία να γίνουν ευρυμαθείς μέσω της συναναστροφής με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο. Δεν ήθελε, οι Σπαρτιάτες να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης μ' αυτόν. Ήθελε η άρχουσα τάξη της Λακεδαιμονίας να επιβάλει την δική της ερμηνεία και οπτική του κόσμου στα στρατιωτάκια της, γι' αυτό τους απαγόρευσε τα πάντα.

Γι' αυτόν το λόγο «η αρετή δεν πρέπει να εφαρμόζεται όπως την εφαρμόζει η πόλη των Σπαρτιατών», λέει (Πολιτικά, Η', 13 (1334a 40)) ο Αριστοτέλης. Φυσικά, αυτό το αποδεικνύει καλύτερα η ιστορία. Όσες φορές κάποιος Λακεδαιμόνιος έζησε για λίγο ελεύθερος έξω από την «ιδανική» Λακωνία, έπεφτε με τα μούτρα στο φαΐ, στο χρυσάφι, στα πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα. Φαίνεται τι αποτέλεσμα είχε η διαπαιδαγώγηση του Λυκούργου˙ πόσο ψεύτικη ήταν στην πραγματικότητα, επικρατώντας στις ψυχές των Λακεδαιμονίων μόνο δια της πνευματικής και της σωματικής (οι μαστιγοφόροι που αναφέρει ο Ξενοφώντας, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 2, 2) τρομοκρατίας επί των εφήβων και των πολιτών.

Και ο Πλάτων κατακρίνει την Αρχαία Σπάρτη, όσο φιλολακεδαιμόνιος κι αν ήταν. Στο Πολιτεία Η', 544cd αναφέρει τα πολιτεύματα που αποτελούν εκφυλισμό της ιδανικής «Πολιτείας», και όσο πάει τόσο πιο εκφυλισμένα είναι. Το πρώτο από αυτά, το αμέσως μετά την ιδανική Πολιτεία, είναι το πολίτευμα που υπάρχει στην Κρήτη και τη Λακωνική. Ο Πλάτων περιγράφει επικριτικά τι συμβαίνει σ' αυτού του είδους το πολίτευμα, το τιμοκρατικό, όπως ο ίδιος το ονομάζει: «Συμβιβάστηκαν να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη και τις κατοικίες, να υποδουλώσουν εκείνους που φρουρούσαν πριν και που ως ελεύθερους τους θεωρούσαν φίλους και τροφούς των, να τους κάνουν τώρα περιοίκους και δούλους των» (Πολιτεία 547bc) και «Δικά της χαρακτηριστικά [η τιμοκρατική πολιτεία] θα έχει το φόβο να υψώνη στα ανώτατα αξιώματα τους σόφους, επειδή δεν θα βρίσκει πια μέσα στην κοινωνία τέτοιους ανθρώπους μονομερείς και αποκλειστικούς, αλλά μεικτούς, την τάση να κλίνη προς ανθρώπους περισσότερο ορμητικούς, γεννημένους μάλλον για τον πόλεμο παρά για την ειρήνη» (Πολιτεία 547e) και «Οι άνθρωποι αυτού του είδους [σημ:= του Σπαρτιατικού πολιτεύματος] θα είναι επομένως άπληστοι στα υλικά αγαθά, όπως συμβαίνει στις ολιγαρχίες, και με μανία θα λατρεύουν στα κρυφά το χρυσό και τον άργυρο, αφού θα έχουν δικά τους ταμεία και θησαυροφυλάκια» (Πολιτεία 548a) και «πρέπει να είναι πιο αυθάδης και κάπως πιο άμουσος, αν και θ' αγαπά τη μουσική· θ' αγαπά επίσης τους λόγους και τα ακροάματα, αλλά ο ίδιος δεν θα έχη καμιά ρητορική ιδιοφυΐα. Προς τους δούλους θα είναι σκληρός (...) προς τους άρχοντες πάρα πολύ υπάκουος (548e-549a).

Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σαφώς δέσμιοι θρησκευτικών προκαταλήψεων. Δύο φορές σε διάστημα ενός χρόνου εξεστράτευσαν κατά γειτονικής χώρας, αλλά επειδή οι θυσίες για τη διάβαση των συνόρων της Λακωνίας δεν ήταν ευνοϊκές, γύρισαν πίσω (Θουκιδίδης, 5, 54, 2˙ 5, 55,3).

Είναι λάθος να θεωρούμε την Λακεδαιμονία ως το κατεξοχήν κέντρο της «Δωρικότητας». Πιο καθαρόαιμες δωρικές περιοχές ήταν το Άργος και η Λοκρίδα. Ακόμη και η διάλεκτος των Λακεδαιμόνιων δεν είναι η καθαρή δωρική της Λοκρίδας ή του Άργους. Εκείνα τα σιόρ (=θεός) και σιώ και κάποιοι άλλο γλωσσικοί τύποι και η προφορά σ αντί θ κάθε άλλο παρά δωρικά στοιχεία είναι. Η Αθήνα, με τους δωρικού ρυθμού ναούς του Παρθενώνα, του Θησείου και πολλών άλλων ναών, με τους πολίτες της που κυκλοφορούσαν συνεχώς οπλισμένοι μέχρι λίγα χρόνια πριν τον Θουκιδίδη (Θουκ., 1, 6, 3), ήταν πιο δωρική. Το όνομα Λακεδαιμόνιος οπωσδήποτε δείχνει προδωρική θρησκεία˙ σημαίνει «δαιμονισμένος κράχτης», πρόπολος οργιαστικού θεού σε κατάσταση μανίας, οργιαστού που κραυγάζει (λακεῖν) σαν μανιακός για το θεό του. Ο θεός αυτός είναι ο προδωρικός θεός Υάκινθος.

Οι σημερινοί κάτοικοι της Λακωνίας δεν είναι ασφαλώς όλοι απόγονοι των ελεύθερων Αρχαίων Σπαρτιατών (που ήταν μικρό ποσοστό των κατοίκων της Λακεδαιμονίας). Πόσοι και πόσοι σημερινοί Λάκωνες κατάγονται από τους Είλωτες. Ή από τους περίοικους, που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Πού το ξέρει καθείς πόθεν κατάγεται; Μπορεί κι οι αρχαιολάτρες υπερασπιστές του Λυκούργειου πολιτεύματος να είναι απόγονοι Ειλώτων ή Περίοικων. Και να αγανακτούν που λέγεται η αλήθεια για τους Αρχαίους Σπαρτιάτες. Η υπεράσπιση της Αρχαίας Σπάρτης λοιπόν, από αρχαιολάτρες που μπορεί να είχαν προγόνους-θύματα της καταπίεσης της Αρχαίας Σπάρτης, είναι φαιδρός νεο-τοπικισμός.

Εννοείται, ότι διόλου δεν υποτιμάται ο ηρωισμός, η ανδρεία και η περιφρόνηση προς το θάνατο που είχε ο αρχαίος Σπαρτιάτης. Άλλο πράγμα αυτό κι άλλο ο θαυμάσμός για το πολίτευμα της Σπάρτης. Άλλο πράγμα να θαυμάζουμε τους 300 των Θερμοπυλών κι άλλο να επαινούμε άκριτα το πολίτευμα της Λακεδαιμονίας. Ανδρεία και ηρωισμό ειχαν και οι δημοκράτες αρχαίοι Αθηναίοι όμως. Άλλο πράγμα το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να καταστρέψουν την Αθήνα, μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, κι άλλο πράγμα να εκθεσιάζεται το πολίτευμα της Σπάρτης. Είναι πάντως κρίμα, που το τόσο άξιο ανθρώπινο σύνολο των Λακεδαιμόνιων, με την εξυπνάδα και ευστροφία που διέθετε, χαραμίστηκε και κατέληξε ένα αιώνιο στρατόπεδο. Θα μπορούσε να είχε γίνει ανώτερη κι από την Αθήνα πολιτισμικά, η Λακεδαιμονία, ωστόσο το πολίτευμά της, φίμωσε τόσους έξυπνους και δραστήριους ανθρώπους. Άνθρωποι σαν τον σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, τον σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη, τον σπαρτιάτη βασιλιά Νάβι ξεπάστρεψαν (ο δεύτερος) τους εφόρους καταργώντας το αξίωμά τους (που ο Λυκούργος όρισε) και απελευθερώνοντας/εξισώνοντας πολιτικά τους είλωτες (ο τρίτος), είναι άξιοι αιώνιας τιμής, διότι τσάκισαν την αρρώστεια της δουλείας και ειλώτων Ελλήνων), της ολιγαρχίας (κυριαρχία εφόρων) και του μιλιταρισμού (ο Νάβις εγκαθιστούσε τη δημοκρατία σε όσες πόλεις επιβαλόταν), με μια λέξη το λυκούργειο πολίτευμα. Είναι κυριολεκτικά η πραγματικά ένδοξη περίοδος της ιστορίας της Λακεδαιμονίας, σε αντίθεση με ό,τι λενε οι Νεοπαγανιστές. Σε καμμία περίπτωση δεν είναι σωστό το κάψιμο των χλωρών με τα ξερά. Ο κύριος λόγος που οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται πως η αρχαία Σπάρτη αδικείται είναι ο σοβινισμός. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν σώνει και καλά όλη την Αρχαιότητα να την παρουσιάζουν ως άψογη και τέλεια. Πράγμα που μόνο ανιστόρητοι το δέχονται.

Πηγή: Ενάντια στην αρχαιοπληξία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες