Πολλοί πιστοί είτε από άγνοια, είτε από λάθος πληροφόρηση είτε τέλος από αδιαφορία πρεσβεύουν πως τα Ευαγγέλια καθώς και τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν και έγιναν αποδεκτά από τους Χριστιανούς στα πρώτα μόλις χρόνια της ίδρυσης του Χριστιανισμού.
Κάτι αντίστοιχο περίπου – εκ του πονηρού βέβαια – υποστηρίζουν και τα μέλη διάφορων αιρετικών ομάδων Μάρτυρες του Ιεχωβά, Πεντηκοστιανοί, Ευαγγελικοί κ.λ.π. και αυτό γιατί δέχονται μόνο την Αγία Γραφή και απορρίπτουν την Ιερά Παράδοση. Στην ουσία δηλαδή δέχονται πως πρώτα γράφτηκε η Καινή Διαθήκη και έπειτα έγινε η Εκκλησία! Και πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού σχεδόν όλες οι νεοφανείς αιρέσεις στηρίζονται στον ιδρυτή του Προτεσταντισμού Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος για να πολεμήσει την Δυτική Εκκλησία, προσπάθησε να σχετικοποιήσει την αυθεντία του Πάπα και της Δυτικής Εκκλησίας, δεχόμενος πως ΜΟΝΟ η Αγία Γραφή περιέχει ΟΛΗ τη διδασκαλία και την αλήθεια του Χριστιανισμού...
Είναι όμως έτσι; Και βέβαια όχι. Γιατί ΠΡΩΤΑ έγινε η Εκκλησία και ΜΕΤΑ γράφτηκαν και έγιναν αποδεκτά τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία και ιδιαίτερα τα Ευαγγέλια, δεν είναι τίποτα άλλο από ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΑΠ’ ΑΡΧΗΣ ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ» Κατά Λουκά Ευαγγέλιο κεφάλαιο 1, στίχος 2. Το ότι έχουν άδικο οι πάσης φύσεως αιρετικοί το αποδεικνύει το παρακάτω ακαταμάχητο και αναπάντητο ερώτημα που τους θέτουμε ευθύς αμέσως:
Αφού τα πάντα είναι γραμμένα στην Αγία Γραφή, που λοιπόν είναι γραμμένο πόσα και ποια βιβλία πρέπει να περιέχει η Καινή Διαθήκη; Όταν την βρουν λοιπόν την απάντηση, μας την λένε και εμάς να την μάθουμε!
Άλλωστε οι σημερινές ενστάσεις των αιρετικών δεν διαφέρουν και πολύ από αυτές που διατύπωναν ομόφρονές τους και ομόπιστοί τους τον Β΄ μ.Χ. αιώνα, πως εάν δεν βρουν γραμμένες «σε αρχεία» τις χριστιανικές αλήθειες δεν τις πιστεύουν! Σ’ όλους αυτούς απάντησε ωραιότατα η μεγάλη μορφή του Επισκόπου Αντιοχείας και μαθητή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, Ιγνάτιου του Θεοφόρου: «Σ’ όλους αυτούς λέω, ότι τα δικά μου αρχεία είναι ο Ιησούς Χριστός, τον οποίο αν παρακούσω με περιμένει ο όλεθρος. Γνήσιο αρχείο για μένα είναι ο σταυρός του και ο θάνατος και η ανάστασή του, και η πίστη περί αυτών» Προς Φιλαδελφείς 8, 2. Αλλά καιρός να δούμε τώρα, πως και πότε και μετά από ποιες περιπέτειες – οι οποίες δεν είναι και λίγες – ΚΑΘΟΡΙΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΘΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο «ΚΑΝΟΝΑΣ» ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ;
Όμως τι είναι ο «κανόνας» της Καινής Διαθήκης; Κανόνας λοιπόν είναι ένας «κλειστός» κατάλογος των βιβλίων της Καινής Διαθήκης που αποτελείται από 27 βιβλία, στον οποίο ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΕΙ Ή ΝΑ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙ ΚΑΤΙ.
Πέρασαν όμως αρκετοί αιώνες και έγιναν αρκετές προσθαφαιρέσεις κατά την διάρκεια των αιώνων αυτών ώστε να παγιωθεί τελικά και να γίνει αποδεκτός από όλη την Εκκλησία ο κατάλογος αυτός. ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 90 – 100 Μ.Χ. ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΟΤΑΝ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ Η «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ» ΤΕΤΟΙΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ.
Ο πρώτος κατάλογος – κανόνας της Καινής Διαθήκης που μας είναι γνωστός σήμερα συντάσσεται το 140 μ.Χ. στη Ρώμη. Και όσο να φανεί απίστευτο συντάκτης του δεν είναι η επίσημη Εκκλησία, αλλά κάποιος αιρετικός ονόματι Μαρκίων ο οποίος ίδρυσε και δική του Εκκλησία! Επηρεασμένος από το θρησκευτικό συγκρητιστικό κίνημα της εποχής εκείνης, τον Γνωστικισμό δέχονταν δύο Θεούς. Τον καλό Θεό που μας αποκάλυψε ο Χριστός και τον κακό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη. Ισχυρίζονταν πως οι μαθητές του Χριστού διέστρεψαν την διδασκαλία του, γι’ αυτό και αποδέχονταν μόνο τον Απόστολο Παύλο. Συγκροτεί λοιπόν τον πρώτο κανόνα που αποτελείτο από το «Ευαγγέλιο» και το «Αποστολικό». Ο κανόνας του περιείχε μόνο το Ευαγγέλιο του Λουκά – επειδή περιείχε Παύλειες διδασκαλίες – και αυτό «κουτσουρεμένο» γιατί περιέκοψε ότι δεν τον συνέφερε και 10 από τις 14 επιστολές του Παύλου. Απέρριπτε τις: προς Τιμόθεο 1 & 2, Τίτο και Εβραίους. Την επιστολή προς Εφεσίους την μετονόμασε σε Λαοδικείς.
Ο ΠΡΩΤΟΣ «ΑΤΥΠΟΣ» ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.
Όμως είναι πράγματι ο Μαρκίων ο πρώτος που συνέταξε ένα είδους κανόνα της Καινής Διαθήκης; Γιατί μέσα από τα ίδια τα κείμενα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως ήδη στην πρώτη Εκκλησία υπήρχε ένας άτυπος κανόνας της – τουλάχιστον όσον αφορά τις Επιστολές του Παύλου – ο οποίος κανόνας ήταν γνωστός στους Χριστιανούς, των κατά τόπους Εκκλησιών.
Αψευδής μάρτυρας των ανωτέρω είναι η Δεύτερη Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος απευθυνόμενος μέσω αυτής σε όλους τους τότε Χριστιανούς γράφει: «Καθώς και ο αγαπητός μας αδελφός Παύλος σας έγραψε σύμφωνα με τη σοφία που το εδόθηκε, όπως κάνει και σε όλες τις επιστολές του, στις οποίες μιλά γι’ αυτά, μεταξύ των οποίων υπάρχουν μερικά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και μη στερεωμένοι διαστρεβλώνουν, όπως και τις υπόλοιπες γραφές, προς καταστροφή τους». 2 Πέτρου κεφάλαιο 3, στίχος 16.
Αλλά και οι μετέπειτα διάδοχοι των Αποστόλων οι ονομαζόμενοι «Αποστολικοί Πατέρες» στις αρχές του Β΄ αιώνα απευθυνόμενοι με επιστολές τους στους Χριστιανούς παραθέτουν εκφράσεις από τις Επιστολές του Παύλου, που σημαίνει πως γνώριζαν και αυτοί πως υπήρχε μια συλλογή των επιστολών του, όπως παρομοίως και οι παραλήπτες των επιστολών αυτών γνώριζαν για την συλλογή αυτή.
Προς επίρρωση των λεγομένων μας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από τα δεκάδες που αναφέρει ο Ιγνάτιος Αντιοχείας (; – 107 μ.Χ.) : « Γνωρίζω ποιος είμαι και σε ποιους γράφω. Εγώ είμαι κατάκριτος, εσείς ελεημένοι. Εγώ βρίσκομαι κάτω από κίνδυνο εσείς στηριγμένοι... του Παύλου είστε συμμύσται του αγιασμένου, του μαρτυρημένου, του αξιομακάριστου, στου οποίου τα ίχνη έτυχε να βρεθώ και ελπίζω να πετύχω όσα είναι αρεστά στο Θεό, ο οποίος σε κάθε επιστολή, σας μνημονεύει εν Χριστώ Ιησού». Προς Εφεσίους 12,2. Ομοίως «Σαν κάθαρμα είναι το δικό μου πνεύμα για τον Σταυρό, το οποίο είναι σκάνδαλο για τους άπιστους, για μας όμως σωτηρία και ζωή αιώνιος. “Που σοφός, που συζητητής” (1 Κορινθίους 1:20) που είναι η καύχηση των λεγομένων σοφών;» Προς Εφεσίους 18, 1.
Αλλά και ο Πολύκαρπος Σμύρνης (69 – 155 μ.Χ.) γράφοντας προς τους κατοίκους των Φιλίππων αφήνει να εννοηθεί πως έχουν γνώση των επιστολών του Παύλου. Αξίζει επίσης να προσέξει ο αναγνώστης πως το Εφεσίους 4:26 στο οποίο παραπέμπει το χαρακτηρίζει «γραφή»: «Διότι έχω πεποίθηση ότι έχετε ασκηθεί στα Ιερά γράμματα και τίποτα δεν σας διαφεύγει. Αυτό όμως δεν έτυχε σε μένα. Όμως σ’ αυτές τις Γραφές έχει ειπωθεί “οργίζεστε αλλά μην αμαρτάνετε και ο ήλιος ας μην δύει, ενώ εξακολουθεί ακόμα η οργή σας” (Εφεσίους 4:26)» Προς Φιλιππησίους 12, 1. Ομοίως : «“Διότι η ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία” (1 Τιμόθεου 6:10) γνωρίζοντες λοιπόν ότι “Δεν φέραμε τίποτα στον κόσμο και είναι φανερό πως δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα μαζί μας” (1 Τιμόθεου 6:7), ας οπλιστούμε με τα όπλα της δικαιοσύνης και ας διδάξουμε τους εαυτούς μας πρώτα να βαδίζουμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου» Προς Φιλιππησίους 4, 1.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ.
Ενώ λοιπόν στις αρχές μέχρι και τα μέσα του Β΄ αιώνα υπάρχει κάποιος άτυπος κανόνας για τις Επιστολές του Παύλου, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε το ίδιο και για τα Ευαγγέλια. Τα Ευαγγέλια δηλαδή μέχρι και τα μέσα του Β΄ αιώνα δεν αναγνωρίζονταν ως «Γραφή». Υπήρχαν βέβαια κάποιες παραθέσεις από αυτά, αλλά πέραν τούτων ουδέν. Άλλωστε όταν γινόταν οι παραθέσεις αυτές πάντοτε γινόταν λόγος για ευαγγέλιο σε ενικό αριθμό που δήλωνε όμως το κήρυγμα της Εκκλησίας για το Χριστό και όχι το βιβλίο ή τα βιβλία που το περιείχαν.
Ο πρώτος που αναφέρει τα Ευαγγέλια και τα χαρακτηρίζει μάλιστα και «απομνημονεύματα των Αποστόλων» είναι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (; – 165 μ.Χ.) στα μέσα του Β΄ αιώνα: «Διότι οι Απόστολοι στα συνταχθέντα από αυτούς απομνημονεύματα, τα οποία καλούνται Ευαγγέλια, παρέδωσαν πως έτσι διατάχθηκε σ’ αυτούς. Ο Ιησούς αφού πήρε το ψωμί και ευχαρίστησε είπε “αυτό να κάνετε σε ανάμνησή μου, αυτό είναι το σώμα μου. Ομοίως αφού πήρε το ποτήρι και ευχαρίστησε είπε, αυτό είναι το αίμα μου”» 1 Απολογία 66, 3. Και πιο κάτω: «Κατά δε την ημέρα την λεγομένη του ηλίου (σ.σ. εννοεί την Κυριακή) γίνεται συνέλευση εις το αυτό μέρος όλων των πιστών, είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο όπου τυχαίνει να κατοικούν, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των Αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, όσον επιτρέπει ο χρόνος». 1 Απολογία 67, 1. Εδώ αξίζει μία παρατήρηση. Ο Πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου που έκανε την επιμέλεια των έργων του Ιουστίνου γράφει σε υποσημείωση τα εξής ενδιαφέροντα: «Ανωτέρω ως απομνημονεύματα των Αποστόλων χαρακτηρίζονται μόνον τα Ευαγγέλια, εδώ όμως προφανώς εννοούνται τα βιβλία της Καινής Διαθήκης γενικώς». Αργότερα ο μαθητής του Ιουστίνου Τατιανός, γύρω στο 170 μ.Χ. συντάσσει μία αρμονία των τεσσάρων Ευαγγελίων προφανώς έχοντας υπόψη τα γνωστά μας σημερινά Ευαγγέλια. Γράφει λοιπόν ο πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιος Καισαρείας για το γεγονός αυτό: «Ο μεν πρώτος αρχηγός αυτών Τατιανός, φιλοτεχνήσας δεν γνωρίζω πως, μία σύνθεση και συναγωγή των ευαγγελίων, την οποία ονόμασε ''Δια τεσσάρων Ευαγγέλιον'', το οποίο φέρεται εις μερικούς έως τώρα ακόμη. Λέγουν δε ότι ετόλμησε να αλλάξει μερικές εκφράσεις του αποστόλου δια να διορθώσει δήθεν την σύνταξη της φράσης». Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλίο Δ 29,6.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ.
Άρα στα μέσα του Β’ αιώνα μπορούμε να μιλάμε για ένα άτυπο κανόνα και των Ευαγγελίων. Όμως πότε καθιερώθηκαν τα Ευαγγέλια, οι Επιστολές και τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης να ονομάζονται «Γραφές» ή «Καινή Διαθήκη»; Ο Ευσέβιος Καισαρείας θα μας βοηθήσει και πάλι. Παραθέτοντας κατά λέξη το σύγγραμμα κάποιου αγνώστου σε εμάς πολεμιστή της αίρεσης του Μοντανισμού γράφει : «Αγαπητέ Αυίρκιε Μάρκελλε, διαταχθείς από εσένα από μακρού και παρατεταμένου χρόνου να συγγράψω πραγματεία για την αίρεση των οπαδών του Μιλτιάδη, ήμουν μέχρι τώρα διστακτικός, όχι λόγω αδυναμίας να ελέγξω το ψεύδος και να επιβεβαιώσω την αλήθεια, αλλά γιατί φοβόμουν και προφυλαγόμουν μην τυχόν και νομίσουν μερικοί πως διασκευάζω και ανασυντάσσω τον λόγο του ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης, εις τον οποίον δεν επιτρέπεται ούτε να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει τίποτε αυτός που προτιμά να ζει σύμφωνα με αυτό». Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλίο Ε΄ 16,3. Είναι λοιπόν το έτος 192 μ.Χ. όταν για πρώτη φορά εισάγεται στην Εκκλησία ο όρος Καινή Διαθήκη και έκτοτε επικρατεί.
Ας δούμε τώρα ποια βιβλία θεωρούσε πως απάρτιζαν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης ένας από τους κορυφαίους Εκκλησιαστικούς Πατέρες στα τέλη του Β’ αιώνα, ο Ειρηναίος Λυών. Κατ’ αρχάς υπογραμμίζει την αυθεντία των τεσσάρων Ευαγγελίων που αποκαλεί και «τετράμορφο Ευαγγέλιο», τις Επιστολές του Παύλου, τις Πράξεις, την Αποκάλυψη, και την 1 Πέτρου και 1 & 2 Ιωάννη. Ως «γραφή» παραθέτει και τον Ποιμένα του Ερμά. Από την εποχή αυτή μας έρχεται και το περίφημο «απόσπασμα Μουρατόρι». Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα απόσπασμα χειρογράφου που βρήκε το 1740 ο μοναχός Μουρατόρι στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου και περιέχει σε Λατινική Γλώσσα 23 από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Απουσιάζουν οι προς Εβραίους του Παύλου, η 1 Πέτρου, η Ιακώβου και η 3 Ιωάννη. Αναφέρει και την – νόθα πλέον για μας – Αποκάλυψη Πέτρου με την διευκρίνιση πως μερικοί δεν επιθυμούν να διαβάζεται στην Εκκλησία. Το πιο αξιοπερίεργο όλων είναι πως αναφέρει ως βιβλίο της Καινής Διαθήκης την Σοφία Σολομώντος! Αναφέρει – υπογραμμίζοντας όμως την μη γνησιότητά τους – και τις επιστολές Προς Λαοδικείς και Αλεξανδρείς που αποδίδονταν στον Απόστολο Παύλο.
Τελειώνοντας λοιπόν ο Β’ αιώνας εκείνο που είχε αποκρυσταλλωθεί τελείως ως κανόνας της Καινής Διαθήκης ήταν τα τέσσερα Ευαγγέλια. Η δε σειρά που ακολουθείται σήμερα διαδόθηκε από τον Ευσέβιο και Ιερώνυμο. Μαρτυρείται όμως και η σειρά Ματθαίου, Ιωάννη, Λουκά, Μάρκου καθώς και συνδυασμοί με πρώτο τον Μάρκο ή τον Ιωάννη.
ΕΞΩΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ» ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Γ΄ ΑΙΩΝΑ.
Κατά τα μέσα του Γ’ αιώνα η «περιπέτεια» του κανόνα της Καινής Διαθήκης συνεχίζεται. Και έχουμε μαρτυρίες όχι μόνο από Χριστιανικές πηγές αλλά και από εξωχριστιανικές. Έτσι ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος (232 – 305 μ.Χ. ) στο έργο του «Κατά Χριστιανών» – το οποίο μας διασώζει ο Μακάριος Μάγνητος στο «Αποκριτικός προς ειδωλολάτρας» – γνωρίζει και χρησιμοποιεί ΜΟΝΟ τα τέσσερα Ευαγγέλια και όχι κανένα από τα Απόκρυφα: «Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν απλώς μαρτυρίες, απλώς επινόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το ‘χε γεμίσει ξίδι (αυτό το λέει ο Μάρκος). Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έφτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιει κρασί ανακατωμένο με χολή. Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιει... Αυτά είναι του Ματθαίου. Άλλος ισχυρίζεται: βρισκόταν καταγής ένα αγγείο γεμάτο ξύδι... Ετούτο είναι του Ιωάννη. Άλλος λέει: και βγάζοντας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά». Μακάριος Μάγνητος «Αποκριτικός προς ειδωλολάτρας» ΙΙ.12. Πιο κάτω όμως ο Πορφύριος στο ίδιο έργο του «Κατά Χριστιανών» γράφει: «Χάριν αφθονίας, ας αναφερθεί και εκείνο που έχει πει ο Πέτρος στην Αποκάλυψή του» «Αποκριτικός προς ειδωλολάτρας» IV.6, επικαλείται δηλαδή ως βιβλίο της Καινής Διαθήκης την «Αποκάλυψη Πέτρου». Είναι φανερό λοιπόν πως δεν υπάρχει ακόμη αποκρυστάλλωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Η ΠΑΓΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Δ΄ ΑΙΩΝΑ ΣΕ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΗ.
Μέχρι τα μέσα και του Δ’ αιώνα ο κατάλογος της Καινής Διαθήκης δεν είχε ακόμα παγιωθεί ούτε στην Ανατολή ούτε στην Δύση. Ας δούμε την διάκριση των βιβλίων που κάνει γύρω στο 325 μ.Χ. ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (Γ 25):
Ομολογούμενα: Τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των αποστόλων, τις Επιστολές του Παύλου την 1 Ιωάννη και 1 Πέτρου. Συμπεριλαμβάνει και την Αποκάλυψη σημειώνει όμως και τις αντίθετες γνώμες γι’ αυτήν.
Αντιλεγόμενα: Ιακώβου, Ιούδα, 2 Πέτρου, 2 & 3 Ιωάννη.
Νόθα: Πράξεις Παύλου, Ποιμήν Ερμά, Αποκάλυψη Πέτρου, Επιστολή Βαρνάβα, Διδαχαί των Αποστόλων, Καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιο, Αποκάλυψη Ιωάννη για την οποία σημειώνει πως άλλοι την συγκαταλέγουν στα Ομολογούμενα.
Αιρετικά: Ευαγγέλια Πέτρου, Θωμά, Ματθία και άλλων. Πράξεις Ανδρέα και άλλων Αποστόλων.
Και η «περιπέτεια» των βιβλίων της Καινής Διαθήκης λήγει οριστικά στην Ανατολή το 367 μ.Χ. με την 39η εορταστική επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου στην οποία αναφέρονται ως γνήσια τα 27 σημερινά βιβλία. Ο Μέγας Αθανάσιος είναι αυτός που εισάγει και τον όρο «κανών» για τον κατάλογο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Και από τότε καθιερώθηκε όσα περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τον κατάλογο να τα λέμε «κανονικά» ενώ τα άλλα «απόκρυφα». Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι:
1) Ευαγγέλια (κατά Ματθαίον, κατά Μάρκο, κατά Λουκά και κατά Ιωάννη), 2) Πράξεις των Αποστόλων 3) Επιστολές Αποστόλου Παύλου (Προς Ρωμαίους, Κορινθίους 1 & 2, Γαλάτας, Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολασαείς, Θεσσαλονικείς 1 & 2, Τιμόθεο 1 & 2, Τίτο, Φιλήμονα, Εβραίους) 4) Καθολικές Επιστολές (Ιακώβου, Πέτρου 1 & 2, Ιωάννου 1 ,2 & 3, Ιούδα) 5) Αποκάλυψις Ιωάννου.
Την ίδια εποχή περίπου γίνονται δεκτά και στη Δύση τα 27 κανονικά βιβλία που απαριθμούνται στην 39η εορταστική επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου, αφού τα αποδέχονται οι μεγάλες μορφές του Αγίου Ιερώνυμου και του Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος. Πάντως τελικοί σταθμοί στη διαμόρφωση του κανόνα στη Δύση είναι η Επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Α΄ προς τον επίσκοπο Τουλούζης και οι σύνοδοι Ιππώνος (393 μ.Χ.) και Καρχηδόνας (397 μ.Χ.).
Άξιο προσοχής είναι και το εξής. Πως ο κανόνας της Καινής Διαθήκης δεν έχει επικυρωθεί από Οικουμενική Σύνοδο αλλά από τοπικές.
ΠΟΤΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ «ΚΑΝΟΝΙΚΟ»;
Τι είναι λοιπόν εκείνο που κάνει ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης να θεωρείται «κανονικό»;Κριτήριο λοιπόν της γνησιότητας ενός βιβλίου της Καινής Διαθήκης είναι αυτό που διατύπωσαν πολύ ωραία ο Ωριγένης – ο οποίος ταξίδεψε σε πολλές Εκκλησίες της εποχής του Ελλάδα, Μ. Ασία, Ρώμη, Αίγυπτο, Παλαιστίνη άρα γνώριζε από πρώτο χέρι τι ίσχυε στις Εκκλησίες αυτές – και οι μετέπειτα ανατολικοί θεολόγοι. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ''concensus'', την ομόφωνη δηλαδή γνώμη των Εκκλησιών για το βιβλίο αυτό. Και η ομόφωνη αυτή γνώμη δεν αφορά μόνο την αποστολικότητα του, αφού άλλωστε την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν πολλά ψευδεπίγραφα με το όνομα κάποιου Αποστόλου, ούτε το επίπεδο των θεολογικών συζητήσεων, αλλά αφορά κυρίως την λειτουργική και λοιπή χρήση αυτού του βιβλίου στην Εκκλησία. Όσο για την σχέση Γραφής και Εκκλησίας, θα αφήσουμε τον καθηγητή της Καινής Διαθήκης Ιωάννη Καραβιδόπουλο να μας τα πει καλύτερα μιας και θεωρείται από τους κορυφαίους Καινοδιαθηκολόγους στον κόσμο:
«Στον καθορισμό της σχέσης Γραφής και Εκκλησίας δεν είναι σωστό να υπερτονίζεται η υπεροχή της μιας έναντι της άλλης. Βέβαια η Εκκλησία χωρίς τη Γραφή μοιάζει με σκάφος χωρίς πηδάλιο. Αλλά και η Γραφή χωρίς την Εκκλησία είναι αδιανόητη και ανερμήνευτη. Εάν έχουμε την Αγία Γραφή, την έχουμε γιατί η Εκκλησία εγγυάται γι’ αυτή και την ερμηνεύει, καταδικάζοντας τις αιρετικές ερμηνείες. Χωρίς το ερμηνευτικό χάρισμα του Αγίου Πνεύματος το οποίο συγκροτεί το θεσμό της Εκκλησίας η Αγία Γραφή παραμένει επτασφράγιστη... Παράλληλα δεν πρέπει να λησμονούμε πως η ίδια η Εκκλησία αναγνωρίζει και θεωρεί τη Γραφή «κανόνα» που ρυθμίζει την σωστή πίστη και ζωή των μελών της».
_____________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννη Καραβιδόπουλου: Η Κ.Δ. ως βασική συλλογή της Χριστιανικής Θρησκείας. Ο κανόνας της Κ.Δ. και η απόκρυφη γραμματεία. Συλλογικός Τόμος «Ιστορία της Ορθοδοξίας, οι απαρχές του Χριστιανισμού.»
2. Ιγνάτιος Αντιοχείας: Επιστολή προς Εφεσίους, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων τόμος 2, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία της Ελλάδος
3. Πολύκαρπος Σμύρνης: Επιστολή προς Φιλιππησίους, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων τόμος 3, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία της Ελλάδος
4. Ιουστίνος: Απολογηταί 1, Εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς
5. Ευσέβιος Καισαρείας: Εκκλησιαστική Ιστορία 2, Εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς
6. Πορφύριος: Κατά Χριστιανών, Εκδόσεις Θύραθεν
Πηγή: antiairetikos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου