15j ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ «ΕΛΛΗΝΩΝ»
Μιλάνε για τα δήθεν αναθέματα της Εκκλησίας κατά της ελληνικής παιδείας οι νεοπαγανιστές. Όμως τα εκκλησιαστικά κείμενα δεν καταδικάζουν την ελληνική παιδεία καθ' εαυτή. Χαρακτηριστικό είναι τα Κεφάλαια κατά Ιωάννου του Ιταλού, (11ος αι.) όπου διαβάζουμε τα εξής
«(..) ε') Τοῖς τὰ Ἑλληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν καὶ ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι, καὶ οὕτως αὐταῖς, ὡς βέβαιον ἔχουσαις (...) ἀνάθεμα». Δηλαδή: «Για όσους μαθαίνουν τα «Ελληνικά» όχι μόνο για να μορφωθούν, αλλά και για να πιστεύουν στις «ελληνικές» γνώμες ως σωστές (...) ανάθεμα».
Είναι προφανές ότι αναθεματίζεται όποιος Χριστιανός πιστεύει στις προχριστιανικές μεταφυσικές γνώμες κι όχι όποιος Χριστιανός απλώς διδάσκεται και ερευνά τις προχριστιανικές γνώμες. Το ανάθεμα απευθύνεται προς μέλη της Εκκλησίας με σκοπό τη διασαφήνιση της χριστιανικής πίστης και την προφύλαξή της από ετεροδοξίες, και δεν απευθύνεται «προς άπαντες» όπως επίτηδες υποστηρίζουν οι Νεοπαγανιστές, ώστε να απαγορεύει η Εκκλησία σε αλλόδοξους να μαθαίνουν και να πιστεύουν σε παγανιστικές δοξασίες.
Δηλαδή, πού βρίσκουν το παράξενο οι αρχαιολάτρες; Στο ότι ένας Χριστιανός δεν μπορεί να είναι Χριστιανός και ταυτόχρονα να πιστεύει στις αρχαίες μεταφυσικές γνώμες (Και σε ποιες από τις δεκάδες διαφορετικές γνώμες θα πρεπε να πιστεύει, ώστε να θεωρείται Έλληνας; Μήπως υπήρχε μία μόνο αρχαία μεταφυσική γνώμη;). Δεν θα έπρεπε η Εκκλησία να ορίσει με σαφήνεια τα όρια μεταξύ της ιδιότητας του Χριστιανού που μελετά τα αρχαιοελληνικά δόγματα, και του μη Χριστιανού, ο οποίος (όχι απλώς μελετά τα αρχαία κείμενα, αλλά επιπλέον) πιστεύει στα αρχαιοελληνικά δόγματα; Λογικό δεν είναι ότι όσοι Χριστιανοί πιστεύσουν σε δόγματα διαφορετικά από αυτά του Χριστιανισμού παύουν αυτονόητα να είναι Χριστιανοί; Έ, λοιπόν αυτό το προφανές πράγμα εκφράζει ο αναθεματισμός. Αναθεματισμός που γίνεται, ας το ξανατονίσουμε, όχι κατά Ελλήνων ως προς το γένος, όχι κατά μη Χριστιανών, αλλά προς Χριστιανούς. Στο κάτω κάτω, το «ανάθεμα» της Εκκλησίας δεν είναι κάτι το τρομερό, ούτε είναι ρίξιμο στην πυρά. Είναι απλώς η «πιστοποίηση» ότι ο αναθεματισμένος έχει παύσει να είναι μέλος της Εκκλησίας.
Δεν πρόκειται για καταδίκη καθ' εαυτής της αρχαιοελληνικής δοξασίας˙ καθένας μη Χριστιανός μπορεί να την αποδέχεται ως αληθή κι ως βέβαιη. Πρόκειται για καταδίκη της άποψης ότι αυτές οι δοξασίες, που έχουν σχέση με τον πολυθεϊσμό, την μετεμψύχωση κ.ά., είναι χριστιανικές. Άρα η Εκκλησία δεν καταδικάζει ούτε λ.χ. τους Πλατωνικούς ή τον Πλατωνισμό˙ καταδικάζει τους Χριστιανούς που στα δογματικά ζητήματα πλατωνίζουν. Αν κάποιος δεν είναι Χριστιανός, ούτε θα δικαιούτο η Εκκλησία να τον αναθεματίσει, αλλά ούτε και έπραξε ποτέ κάτι τέτοιο.
Αλλά, πώς να περιμένει κανείς από ανίδεους πολυθεϊστές και ειδωλολάτρες να κρίνουν ή να καταλάβουν καν τί σημαίνει «αναθεματισμός», σε ποιους απευθύνονται οι αναθεματισμοί και τί λέει ο συγκεκριμένος αφορισμός, τη στιγμή που κι ο γνωστός αρθρογράφος κ. Μ. Πλωρίτης (Βήμα, 11/6/2000) γράφει «... Και το 797 η Σύνοδος της Νικαίας, αναθεμάτιζε όσους μελετούσαν διεξοδικώς τα ελληνικά μαθήματα» όχι απλώς αγνοώντας ότι το κείμενο αυτό εγράφη τον ένατο και τον ενδέκατο αιώνα κι όχι το 797, καμμία σύνοδος δεν διεξήχθη το 797, αλλά επιπλέον διαστρεβλώνοντας το κείμενο του αναθεματισμού, ισχυριζόμενος ότι η Σύνοδος απαγόρευσε ακόμη και την ίδια την μελέτη; Εκτός κι αν ο κ. Πλωρίτης με το «διεξοδική μελέτη» εννοεί «την αποδοχή όλων όσα λένε τα ελληνικά κείμενα», δηλαδή ότι μόνο άμα πιστεύεις και συμφωνείς με ό,τι γράφει ένας συγγραφέας, τον μελετάς διεξοδικά. Π.χ. για να κατανοήσεις το Mein Kampf του Χίτλερ, πρέπει να είσαι ναζιστής ώς το κόκκαλο.
Παρόμοια περίπτωση, με θύτη αυτή τη φορά την Λ. Ζωγράφου, που, όπως όλοι οι ομόφρονές της, αντιγράφοντας ως τυφλοσούρτη την ξένη βιβλιογραφία, χωρίς να ρίξει έστω μια ματιά στις πηγές, έγραψε για κάποιον εκκλησιαστικό συγγραφέα ονόματι Didache, (Αντιγνώση, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 273) μή γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται περί προσώπου, αλλά για το αρχαίο (1ος μ.Χ. αι.) κείμενο με τίτλο «Διδαχαί των Αγίων Αποστόλων». Πώς μετά οι Νεοπαγανιστές να κάνουν κάτι καλύτερο;
Αλλά ακόμη και οι ειδωλολατρικές γιορτές, στις οποίες αναφέρονται ονομαστικώς οι Σύνοδοι της Εκκλησίας (Πενθέκτη) είναι μόνο λατινικής προέλευσης: απαγορεύονται στους Χριστιανούς τα «Βοτά», γιορτή των αρχαίων Λατίνων ειδωλολατρών, τα «Βρουμάλια», επίσης των αρχαίων Λατίνων, και οι «Καλένδες», επίσης γιορτή του ρωμαϊκού ειδωλολατρικού ημερολογίου (κανόνας ξβ).
15k ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΞΗ ΕΛΛΗΝΑΣ
Εδώ και πολύ καιρό, οι εθνικιστές αρχαιολάτρες παίζουν ένα ύπουλο παιχνίδι, προκειμένου να πείσουν τον κόσμο ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ανθέλληνες και μισούσαν το ελληνικό έθνος της εποχής εκείνης. Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές απόψεις των Νεοπαγανιστών.
Κατ' αρχήν, πρέπει να τονιστεί ότι, μετά το 212 μ.Χ. με διάταγμα όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας απέκτησαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και ήταν πλέον Ρωμαίοι. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες προέρχονταν από περιοχές εκτός της Ιταλίας. Η σημερινή Ελλάδα χωριζόταν σε δύο επαρχίες που ονομάζονταν Μακεδονία και Αχαΐα.
Στην Καινή Διαθήκη και στα κείμενα των Πατέρων συναντά κανείς χιλιάδες φορές τη λέξη «Έλληνας». Όμως οι Πατέρες και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, όταν γράφουν «Έλληνας» δεν εννοούν κάποιον που ανήκει στο ελληνικό έθνος, αλλά τον ειδωλολάτρη, τον παγανιστή. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ένας π.χ. ειδωλολάτρης κάτοικος Ισπανίας, με καταγωγή από την Ισπανία αναφέρεται ως «Έλληνας», διότι είναι ειδωλολάτρης. Δεν είχε καμμία σχέση ο «Έλληνας» που συναντούμε στα πατερικά κείμενα με τον «Έλληνα» όπως τον κατανοούμε σήμερα, δηλαδή τον ανήκοντα στο ελληνικό έθνος. Παραδείγματα άπειρα. Δύο τρία μόνο:
Κατά Μάρκον 7, 26, όπου γράφει «...ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει», που μεταφράζεται «η γυναίκα ήταν ειδωλολάτρις, Συροφοινίκισσα στην εθνικότητα». Αν το «Ἑλληνίς» σήμαινε «Ελληνίδα στην εθνικότητα», τότε το Κατά Μάρκον θα έγραφε «Ἑλληνὶς τῷ γένει» κι όχι «Συροφοινίκισσα τῷ γένει».
Ο Διγενής Ακρίτας, τον 10ο αιώνα, έχει μητέρα Χριστιανή και πατέρα «Έλληνα», σύμφωνα με το έπος. Ο πατέρας του, όμως, δεν είναι ελληνικής εθνικότητας ούτε ελληνόφωνος ούτε ελληνικής καταγωγής, αλλά αραβόφωνος Μουσουλμάνος Άραβας εμίρης. Εάν υποθέταμε ότι η λέξη «Έλληνας» είχε τη σημερινή σημασία, τότε ο πατέρας του Διγενή θα ήταν ελληνικής καταγωγής και εθνικότητας. Όμως είναι ξεκάθαρο πως ο «Έλληνας» είναι ο μη Χριστιανός Μουσουλμάνος αραβικής καταγωγής. Ο Φιλοστόργιος (στο Ζώσιμο) στα 425 μ.Χ. γράφει για κάποιον Άτταλο, τον οποίο επέβαλε ως βασιλιά στους κατοίκους της Ρώμης ο πολιορκητής της, Αλάριχος: Οὗτος δὲ Ἴων μὲν ἦν τὸ γένος, Ἕλλην δὲ τὴν δόξαν. «Δόξα» είναι η θρησκεία. Μας αναφέρει τον τόπο προέλευσής του και τη θρησκεία του, όχι την εθνότητά του με το «Έλλην».
Το όνομα «Έλληνας» έχασε την έννοια τού «Έλληνας το γένος», και σταδιακά, από τον 11ο-12ο αιώνα άρχισε να σημαίνει ξανά τον ελληνικής καταγωγής. Ώς τα τέλη του 15ου αιώνα, η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα συνυπήρχαν οι δύο σημασίες, στην αρχή κυριαρχούσε η θρησκευτική σημασία του «Έλληνας», ενώ στο τέλος κυριαρχούσε η εθνική σημασία.
Πέρα από αυτά τα παραδείγματα, η άποψη ότι το «Έλληνας» των κειμένων της Εκκλησίας σημαίνει τον ελληνικής εθνικότητας είναι παράλογη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συχνά αντιδιαστέλλουν «Χριστιανούς» και «Έλληνες». Η αντιδιαστολλή συνεπάγεται ή υποννοεί σύγκριση. Σύγκριση όμως είναι δυνατή μόνο μεταξύ ομοειδών «πραγμάτων» που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και στο ίδιο ευρύτερο σύνολο. Για παράδειγμα, η λέξη «Βουδδιστής» αναφέρεται στην θρησκευτική κατηγοριοποίηση, ενώ η λέξη «Αμερικάνος» στην εθνική κατηγοριοποίηση. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν, να πούμε πως κάποιος «δεν είναι Αμερικανός, επειδή είναι Βουδδιστής». Η μια λέξη αναφέρεται στη θρησκεία, η άλλη στο έθνος. Μόνο εάν η λέξη «Αμερικανός» σήμαινε τον οπαδό μιας θρησκείας ή μόνον εάν η λέξη Βουδδιστής σήμαινε τον ανήκοντα σε ένα έθνος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται και «Αμερικανός» και «Βουδδιστής». Επίσης, δεν μπορούμε να προσθέσουμε ένα μήλο σε δύο σβήστρες και να βγάλουμε άθροισμα «τρία», διότι ανόμοιας κατηγορίας πράγματα ούτε συγκρίνονται ούτε προστίθενται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Έλληνα» και τον «Χριστιανό» των πατερικών κειμένων. Όταν οι Πατέρες συγκρίνουν τον «Έλληνα» με τον Χριστιανό, το μόνο λογικό που μπορεί κανείς να υποθέσει είναι ότι ο «Έλληνας» και ο «Χριστιανός» ανήκουν στην ίδια κατηγορία, είναι ομοειδείς έννοιες. Επειδή όμως το «Χριστιανός» είναι θρησκευτική έννοια, είναι αναγκαίο και λογικό το «Έλληνας» για τους Πατέρες της Εκκλησίας να έχει επίσης θρησκευτική σημασία. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αποδεικνύεται λοιπόν, τόσο λογικά όσο και από τα κείμενα, ότι το «Έλληνας» των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν σημαίνει τον Έλληνα στην καταγωγή, αλλά τον πολυθεϊστή. Κατά συνέπεια, οι αφορισμοί κατά «Ελληνικών απόψεων», οι λόγοι κατά «Ελλήνων» δεν έχουν στόχο το ελληνικό έθνος, αλλά τον πολυθεϊσμό και τις πολυθεϊστικές απόψεις.
Δυσανασχετεί ειρωνικά ένα αρχαιολατρικό περιοδικό, με την έκδοση σειράς πατερικών κειμένων, επειδή αυτή τιτλοφορείται «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας», διότι αυτή, από τη μια μεταφράζει εντός των πατερικών κειμένων όλα τα «Έλληνας» ως «ειδωλολάτρης», αλλά αποκαλεί «Έλληνες» τους Πατέρες κάνοντας τάχα εξαίρεση στην μετάφραση της λέξης. Φυσικά, όταν κανείς θέλει να παίζει, σα μωρό παιδί, με τις λέξεις, μπορεί να διαμαρτύρεται, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει ότι πράγματι το «Έλληνας» των εκκλησιαστικών συγγραφέων σημαίνει τον παγανιστή, κι ότι πράγματι οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι (οι περισσότεροι) Έλληνες στο γένος: με άλλα λόγια, η μετάφραση (όπως και κάθε μετάφραση) γίνεται με βάση τη σημερινή σημασία της λέξης «Έλληνας». Δεν είναι λογικό, τη στιγμή που μια λέξη έχει διαφορετική σημασία, να χρησιμοποιείται η παλαιότερη σημασία της, ειδικά όταν πρόκειται για μετάφραση κειμένου.
Ίσως μερικοί πουν ότι, λόγω της εξάπλωσης του ελληνικού πολιτισμού, ακόμη και οι μη Έλληνες στο γένος παγανιστές είχαν γίνει Έλληνες, και συνεπώς, οι έννοιες Έλληνας (εθνικά) και μη ελληνικής καταγωγής παγανιστής σήμαιναν το ίδιο πράγμα, οπότε γράφοντας «κατά Ελλήνων» οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραφαν κατά Ελλήνων το γένος. Αυτό είναι λάθος. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες το γένος ήταν που εγκατέλειψαν τους θεούς τους και το δωδεκάθεο για χάρη των ασιατικών παγανιστικών θεών, κι όχι το αντίθετο, δηλαδή οι Ασιάτες να εγκαταλείψουν τους θεούς τους για χάρη του δωδεκαθέου. Συνεπώς, αν ήταν να χαρακτηρίσουμε ένα έθνος βάσει της θρησκείας του, τότε τους Έλληνες το γένος της ρωμαϊκής εποχής θα έπρεπε να τους χαρακτηρίσουμε «Αιγύπτιους», διότι λάτρευαν την Ίσιδα, «Σύριους», διότι λάτρευαν την Κυβέλη, «Πέρσες», διότι λάτρευαν τον Μίθρα, κι όχι «Έλληνες».
Δεν θα πρέπει να κατηγορήσουμε την Εκκλησία για την επικράτηση του «Ρωμαίος» και τον παραμερισμό του «Έλληνας». Η τύχη των δύο λέξεων ήταν προϊόν των πολιτικών εξελίξεων. Το όνομα «Ελλάς» χάθηκε, αφού δεν υπήρχε καν επαρχία της παγανιστικής Αυτοκρατορίας με το όνομα «Ελλάδα» (Αντιθέτως, επί ορθόδοξης ελληνικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρξε επαρχία Ελλάς, η οποία και ταυτιζόταν με την αρχαϊκή Ελλάδα). Το «Ρωμαίος» επικράτησε επειδή οι Ρωμαίοι δημιούργησαν την Αυτοκρατορία. Η ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη εδόθη το 212 μ.Χ., 170 χρόνια προτού η Ορθοδοξία γίνει η επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, το «Ρωμαίος» θα επικρατούσε, είτε επικρατούσε ο Χριστιανισμός είτε όχι.
«Αξίζει βέβαια να σημειωθή και η προς την αντίθετη κατεύθυνση απόπειρα αλλαγής της έννοιας του ονόματος των Ελλήνων στη λατινική μορφή του Γραικοί. Ενώ το όνομα Έλλην στο στόμα των Χριστιανών κατέληξε να σημαίνει ειδωλολάτρης, το όνομα Γραικός στο στόμα των Ρωμαίων έτεινε να σημαίνει Χριστιανός. Οι πρώτοι Χριστιανοί της Ρώμης και των άλλων δυτικών πόλεων ήσαν κατά το πλείστον ελληνικής καταγωγής κι είχαν ως γλώσσα λατρείας και διδαχής την ελληνική (οι δεκατρείς από τους δεκάξι πρώτους πάπες ήσαν Έλληνες), κι έτσι οι Λατίνοι δεν έκαμαν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Χριστιανών. Ο Τερτυλιανός τονίζει σε ένα από τα έργα του, «αν ο ρωμαϊσμός είναι σωτηρία για όλους, τότε γιατί δεν συμπεριφέρεσθε με εντίμους τρόπους προς τους Γραικούς;» (Quid nunc, si est Romanitas omnisalus, nec honestis tamen modis ad Graios estis? De Pallio 3, PL 2, 1094). Και ο Ιερώνυμος βεβαιώνει ότι κατά την παλαιότερη εποχή, όταν εμφανιζόταν στο δρόμο κάποιος Χριστιανός οι Ρωμαίοι εκραύγαζαν «οι γραικός, ο επιθέτης», δηλαδή ο Έλλην, ο απατεών. (Graecus impostor, Epist. 54 ad Furiam, PL 22, 552). Αυτή η προσωνυμία δείχνει φυσικά το φυλετικό μίσος των Ρωμαίων κατά των Ελλήνων, και συνεπώς επίσης κατά των Χριστιανών» (Π.Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 83).
Συνοψίζοντας:
1) Με τη λέξη «Έλληνες» εκείνη την εποχή δεν εννοείτο το ελληνικό έθνος, αλλά οι Παγανιστές ανεξαρτήτως εθνικότητας, γλώσσας ή καταγωγής˙ Ισπανοί και Σύριοι, Βρεττανοί και Αιγύπτιοι, Καρχηδώνιοι και Γαλάτες.
2) Είναι προφανές, ότι ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς δεν υπήρχαν μόνον παγανιστές, αλλά και πλήθος Χριστιανών˙ δεν υπήρχαν μόνο Έλληνες το γένος, λάτρεις του Δία, αλλά και Έλληνες το γένος, λάτρεις του Χριστού, καθώς και Έλληνες το γένος, λάτρεις του Μίθρα.
3) Η Εκκλησία δεν έκανε καμμιά διάκριση με βάση την καταγωγή ή την γλώσσα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας γράφοντας «κατά Ελλήνων» δεν έγραφαν κατά του ελληνικού έθνους, αλλά κατά των ειδωλολατρών, είτε αυτοί ανήκαν στο ελληνικό έθνος είτε στα υπόλοιπα έθνη της Αυτοκρατορίας.
4) Δεν υπήρχε καμμιά διαμάχη μεταξύ Ελλήνων το γένος (που ήταν ταυτόχρονα παγανιστές) και Ρωμαίων το γένος (που ήταν Χριστιανοί), διότι όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας λέγονταν Ρωμαίοι και ήταν Ρωμαίοι πολίτες.
Να πάψει λοιπόν το κουτοπόνηρο παιχνίδι των Νεοπαγανιστών-εθνικιστών αρχαιολατρών με τις δύο διαφορετικές σημασίες της λέξης «Ελληνας». Ποιον νομίζουν πως κοροϊδεύουν; Δεν μπορούν να κάνουν μια σωστή μετάφραση αρχαίων κειμένων; Όσοι, λοιπόν, αρχαιολάτρες εθνικιστές και Νεοπαγανιστές παρουσιάζουν πατερικά κείμενα αναφερόμενα σε «Έλληνες», ως απόδειξη του «ανθελληνισμού», δίχως να ερευνούν προσεκτικά, εάν αναφέρεται σε ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς ή σε ειδωλολάτρες αδιακρίτως καταγωγής, λογικό είναι να υποθέσουμε, ότι αυτό που κάνουν οι αρχαιολάτρες εθνικιστές και Νεοπαγανιστές είτε έχει σκοπό την εξαπάτηση άλλων είτε είναι απόδειξη της αμάθειάς τους.
Οι Νεοπαγανιστές διαμαρτύρονται για τον χαρακτηρισμό «παγανιστές» (pagani= χωρικοί), που τους εδώθη από τον Μεγάλο Θεοδόσιο. Αλλά ξεχνούν δύο πράγματα, ή μάλλον αποφεύγουν να τα σκεφτούν: Πρώτον, και ο Ιουλιανός 20 χρόνια πριν τον Θεοδόσιο τον Α', αποκαλούσε «Γαλιλαίους» τους Χριστιανούς και ήθελε έτσι να αποκαλούνται, νομοθετώντας να αποκαλούνται έτσι (Γρηγόριου Θεολογου, Κατά Ιουλιανού), με σκοπό να τους ειρωνευτεί. Δεύτερον, ότι η ονομασία «Χριστιανοί» είναι εκ των ειδωλολατρών, και μάλιστα αυτοί την πρωτοέδωσαν στους Χριστιανούς της Αντιόχειας, για λόγους πάλι ειρωνικούς. Τί φωνάζουν για το «παγανιστές» οι νεοπαγανιστές; Ο χαρακτηρισμός αυτός άλλωστε δόθηκε διότι οι μόνοι λάτρεις των αρχαίων θεών ζούσαν κυρίως σε κώμες.
«Κατά Ιουλιανού» του Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου:
76. Εκείνο μεν λοιπόν και πολύ παιδαριώδες ήταν και κενό και δεν άρμοζε όχι μόνο σε άνδρα βασιλέα, αλλά ούτε και σε κανένα από εκείνους που διαθέτουν μετρίως ισχυρό νού, το ότι επειδή με την αλλαγή του ονόματος νόμισε ότι θα αλλάξει και η διάθεσή μας, ή ότι θα μας κάνει να ντρεπόμαστε, σαν να κατηγορούμασταν για κάτι το πολύ αισχρό, καινοτόμησε αμέσως, όσον αφορά στην ονομασία μας, μάς ονόμασε και νομοθέτησε να καλούμαστε Γαλιλαίοι αντί Χριστιανοί, δηλώνοντας εμπράκτως ότι η προσωνυμία του Χριστού είναι πάρα πολύ ένδοξο και πολύτιμο πράγμα, (...) εκτός αν φοβόταν την δύναμη της ονομασίας, όπως οι δαίμονες, και γι' αυτό καθιέρωσε άλλο όνομα.
77. Εμείς όμως δε θα μπορούσαμε να γελοιοποιήσουμε τα ονόματά τους. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε γελοιότερο το οποίο θα μπορούσαμε να διανοηθούμε από τους φαλλούς και τους ιθυφάλλους και τους μελαμπύγους και τους απύγους και τον τραγόποδα και τον αλαζόνα Πάνα. (...) Γιατί, τί θα μας εμπόδιζε κι εμάς, περιπαίζοντας κατά τον ίδιο τρόπο τον βασιλιά των Ρωμαίων, όπως νόμιζε απατηθείς από τους δαίμονες και ολόκληρης της οικουμένης, να τον αποκαλούμε Ειδωλιανό και Πισαίο και Αδωναίο και Καυσίταυρο;
Όσο για τον τίτλο «Κατά Ελλήνων» ενός έργου του Μεγάλου Αθανασίου, τον οποίο οι εθνικιστές αρχαιολάτρες έχουν ανακηρύξει «φανατικό μισέλληνα», είναι γνωστό πως αυτός δεν ήταν ο αρχικός τίτλος του έργου. Όπως γράφει ο καθηγητής Πανεπιστημίου Π. Χρήστου, «ο τίτλος αυτός απαντά μάλλον μεταγενεστέρως, όπως π.χ. εις το ψευδοφωτιανόν Εγκώμιον εις Αθανάσιον (P.G. 102, 576). Εις τον μεγαλύτερον αριθμόν χειρογράφων και εις μίαν σειράν αρχαίων μαρτυριών ο τίτλος φέρεται ως «Κατά Ειδώλων»˙ ήτοι εις τον Λεόντιον Βυζάντιον [Κατά Νεστοριανών και μονοφυσιτών, Gallandi Bibliotheca Veterum Patrum, Βενετία 1778, 12, σ. 683), εις την Διδασκαλίαν Πατέρων (Diekamp, Doctrina Patrum, Mόnster i.W. 1907 (86, 88, 104, 327, δια τα δύο βιβλία)], εις τον Γερμανόν Κωνσταντινουπόλεως (Επιστολή 4, P.G. 98, 169). Ότι δε αυτός ήτο ο αρχικός τίτλος, «Κατά Ειδώλων», φαίνεται από τους λόγους του ιδίου συγγραφέως, εις το προοίμιον της δευτέρας πραγματείας που εσημειώσαμεν και προηγουμένως˙ «ὀλίγα διαλαβόντες περὶ τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης». Είναι σαφές ότι ο συγγραφεύς δεν πολεμεί τους ειδωλολάτρας, τους Εθνικούς, «τους Έλληνας», αλλά την πλάνην των περί τα είδωλα. Αργότερα εθεωρήθη το «Κατά Ελλήνων» ως καταλληλότερος τίτλος και αυτός αντικατέστησε τον πρώτον».
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Μέγας Αθανάσιος στο σύγγραμα του αυτό, παραφράζοντας φράση του Ηροδότου, αναφέρεται στους Αρχαίους Έλληνες με το όνομα «Πελασγοί», ενώ τους παγανιστές τους αποκαλεί «Έλληνες». Μ. Αθανασίου, Κατά Ειδώλων, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τόμ. 1ος, Πατερικαί Εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, §23, σ. 152: «Και το αξιοθαύμαστον , καθώς λέγουν αυτοί που ιστορούν, είνε το εξής· ότι ενώ οι Πελασγοί έμαθαν τα ονόματα των Θεών από τους Αιγυπτίους, δεν γνωρίζουν αυτοί τους θεούς που λατρεύονται εις την Αίγυπτον, και λατρεύουν άλλους θεούς διαφορετικούς από τους θεούς εκείνων. Και είνε τελείως διαφορετική η θεωρία και η θρησκεία των εθνών τα οποία κατελήφθησαν από την μανίαν των ειδώλων, και δεν συναντώνται τα αυτά εις τους αυτούς» («καὶ τόγε θαυμαστόν, ὅτι, ὡς οἱ ἱστορήσαντες ἐξηγοῦνται , παρ Αἰγυπτίων οἱ Πελασγοὶ μαθόντες τὰ ὀνόματα τῶν Θεῶν, οὐκ ἴσασιν οὗτοι τοὺς παρ Αἰγυπτίοις θεούς, ἀλλὰ ἄλλους παρ' ἐκείνους θρησκεύουσι. Καὶ ὅλως πάντων τῶν ἐν εἰδώλοις μανέντων ἐθνῶν διάφορός ἐστιν ἡ δόξα καὶ ἡ θρησκεία, καὶ οὐ τὰ αὐτὰ παρὰ τοῖς αὐτοῖς εὑρίσκεται»).
Υπό την λέξιν «οι ιστορήσαντες» ο Μ. Αθανάσιος εννοεί τον Ηρόδοτο του οποίου την πληροφορία αναφέρει εδώ. Ο Ηρόδοτος λέγει· «Δώδεκά τε θεῶν ἐπωνυμίας ἔλεγον πρώτους Αἰγυπτίους νομίσαι, καὶ Ἕλληνας παρὰ σφέων ἀναλαβεῖν, βωμούς τε καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι σφέας », (Ιστορίαι 2, 4, 2). Αλλά ο Αθανάσιος αντί του «Έλληνες» λέγει «Πελασγοί». Πελασγοί αρχικώς ελέγοντο αυτοί που κατώκουν εις την Ελλάδα, προτού να έλθουν οι Έλληνες. Όταν ήλθον οι Έλληνες ανεμίχθησαν με αυτούς· εις ωρισμένα δε μέρη έμειναν άμικτοι. Οι Όμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, και Έφορος αναφέρουν ότι υπήρχον Πελασγοί εις την Δωδώνην της Ηπείρου, την Θεσσαλίαν, την Λήμνον, την Πελοπόννησον, την Κρήτην. Κατά τα ελληνιστικά όμως και μάλιστα τα μεταχριστιανικά χρόνια, επειδή το «Έλληνες» έλαβεν άλλην σημασίαν, οι Έλληνες ήρχισαν να λέγωνται με τας παλαιάς τοπικάς ονομασίας, ήτοι Πελασγοί, Αχαιοί, Μακεδόνες, κλπ. Αν ο Ηρόδοτος έλεγε «Πελασγοί», θα έλεγε κανείς ότι ο Αθανάσιος λαμβάνει το χωρίον, χωρίς να εξετάση ποίοι ήσαν οι Πελασγοί. Εφ' όσον όμως μεταβάλλει το «Έλληνες» του Ηροδότου εις «Πελασγοί», άρα εν γνώσει λέγει Πελασγούς τους προ Χριστού και τους νύν λεγομένους Έλληνας».
Βέβαια, άνθρωποι σαν τους εθνικιστές αρχαιολάτρες, οι οποίοι ζήτημα είναι αν διάβασαν ακόμη και το ίδιο το ''Κατά Ελλήνων'' ή άλλα έργα, ώστε να αντιληφθούν όχι μόνο ότι ο Μ. Αθανάσιος ήταν ο κύριος στόχος των Αρειανών ή να κατανοήσουν το βάθος της σκέψης του Στύλου της Ορθοδοξίας (Ο οποίος εξορίστηκε 16 χρόνια, πέντε φορές: 6/335-11/337, 3/340-10/346, 2/356-2/362, 10/362-9/363, 10/365-1/366), εύκολο το έχουν τέτοιοι άνθρωποι να μιλούν για όσα αγνοούν.
«(..) ε') Τοῖς τὰ Ἑλληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν καὶ ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι, καὶ οὕτως αὐταῖς, ὡς βέβαιον ἔχουσαις (...) ἀνάθεμα». Δηλαδή: «Για όσους μαθαίνουν τα «Ελληνικά» όχι μόνο για να μορφωθούν, αλλά και για να πιστεύουν στις «ελληνικές» γνώμες ως σωστές (...) ανάθεμα».
Είναι προφανές ότι αναθεματίζεται όποιος Χριστιανός πιστεύει στις προχριστιανικές μεταφυσικές γνώμες κι όχι όποιος Χριστιανός απλώς διδάσκεται και ερευνά τις προχριστιανικές γνώμες. Το ανάθεμα απευθύνεται προς μέλη της Εκκλησίας με σκοπό τη διασαφήνιση της χριστιανικής πίστης και την προφύλαξή της από ετεροδοξίες, και δεν απευθύνεται «προς άπαντες» όπως επίτηδες υποστηρίζουν οι Νεοπαγανιστές, ώστε να απαγορεύει η Εκκλησία σε αλλόδοξους να μαθαίνουν και να πιστεύουν σε παγανιστικές δοξασίες.
Δηλαδή, πού βρίσκουν το παράξενο οι αρχαιολάτρες; Στο ότι ένας Χριστιανός δεν μπορεί να είναι Χριστιανός και ταυτόχρονα να πιστεύει στις αρχαίες μεταφυσικές γνώμες (Και σε ποιες από τις δεκάδες διαφορετικές γνώμες θα πρεπε να πιστεύει, ώστε να θεωρείται Έλληνας; Μήπως υπήρχε μία μόνο αρχαία μεταφυσική γνώμη;). Δεν θα έπρεπε η Εκκλησία να ορίσει με σαφήνεια τα όρια μεταξύ της ιδιότητας του Χριστιανού που μελετά τα αρχαιοελληνικά δόγματα, και του μη Χριστιανού, ο οποίος (όχι απλώς μελετά τα αρχαία κείμενα, αλλά επιπλέον) πιστεύει στα αρχαιοελληνικά δόγματα; Λογικό δεν είναι ότι όσοι Χριστιανοί πιστεύσουν σε δόγματα διαφορετικά από αυτά του Χριστιανισμού παύουν αυτονόητα να είναι Χριστιανοί; Έ, λοιπόν αυτό το προφανές πράγμα εκφράζει ο αναθεματισμός. Αναθεματισμός που γίνεται, ας το ξανατονίσουμε, όχι κατά Ελλήνων ως προς το γένος, όχι κατά μη Χριστιανών, αλλά προς Χριστιανούς. Στο κάτω κάτω, το «ανάθεμα» της Εκκλησίας δεν είναι κάτι το τρομερό, ούτε είναι ρίξιμο στην πυρά. Είναι απλώς η «πιστοποίηση» ότι ο αναθεματισμένος έχει παύσει να είναι μέλος της Εκκλησίας.
Δεν πρόκειται για καταδίκη καθ' εαυτής της αρχαιοελληνικής δοξασίας˙ καθένας μη Χριστιανός μπορεί να την αποδέχεται ως αληθή κι ως βέβαιη. Πρόκειται για καταδίκη της άποψης ότι αυτές οι δοξασίες, που έχουν σχέση με τον πολυθεϊσμό, την μετεμψύχωση κ.ά., είναι χριστιανικές. Άρα η Εκκλησία δεν καταδικάζει ούτε λ.χ. τους Πλατωνικούς ή τον Πλατωνισμό˙ καταδικάζει τους Χριστιανούς που στα δογματικά ζητήματα πλατωνίζουν. Αν κάποιος δεν είναι Χριστιανός, ούτε θα δικαιούτο η Εκκλησία να τον αναθεματίσει, αλλά ούτε και έπραξε ποτέ κάτι τέτοιο.
Αλλά, πώς να περιμένει κανείς από ανίδεους πολυθεϊστές και ειδωλολάτρες να κρίνουν ή να καταλάβουν καν τί σημαίνει «αναθεματισμός», σε ποιους απευθύνονται οι αναθεματισμοί και τί λέει ο συγκεκριμένος αφορισμός, τη στιγμή που κι ο γνωστός αρθρογράφος κ. Μ. Πλωρίτης (Βήμα, 11/6/2000) γράφει «... Και το 797 η Σύνοδος της Νικαίας, αναθεμάτιζε όσους μελετούσαν διεξοδικώς τα ελληνικά μαθήματα» όχι απλώς αγνοώντας ότι το κείμενο αυτό εγράφη τον ένατο και τον ενδέκατο αιώνα κι όχι το 797, καμμία σύνοδος δεν διεξήχθη το 797, αλλά επιπλέον διαστρεβλώνοντας το κείμενο του αναθεματισμού, ισχυριζόμενος ότι η Σύνοδος απαγόρευσε ακόμη και την ίδια την μελέτη; Εκτός κι αν ο κ. Πλωρίτης με το «διεξοδική μελέτη» εννοεί «την αποδοχή όλων όσα λένε τα ελληνικά κείμενα», δηλαδή ότι μόνο άμα πιστεύεις και συμφωνείς με ό,τι γράφει ένας συγγραφέας, τον μελετάς διεξοδικά. Π.χ. για να κατανοήσεις το Mein Kampf του Χίτλερ, πρέπει να είσαι ναζιστής ώς το κόκκαλο.
Παρόμοια περίπτωση, με θύτη αυτή τη φορά την Λ. Ζωγράφου, που, όπως όλοι οι ομόφρονές της, αντιγράφοντας ως τυφλοσούρτη την ξένη βιβλιογραφία, χωρίς να ρίξει έστω μια ματιά στις πηγές, έγραψε για κάποιον εκκλησιαστικό συγγραφέα ονόματι Didache, (Αντιγνώση, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 273) μή γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται περί προσώπου, αλλά για το αρχαίο (1ος μ.Χ. αι.) κείμενο με τίτλο «Διδαχαί των Αγίων Αποστόλων». Πώς μετά οι Νεοπαγανιστές να κάνουν κάτι καλύτερο;
Αλλά ακόμη και οι ειδωλολατρικές γιορτές, στις οποίες αναφέρονται ονομαστικώς οι Σύνοδοι της Εκκλησίας (Πενθέκτη) είναι μόνο λατινικής προέλευσης: απαγορεύονται στους Χριστιανούς τα «Βοτά», γιορτή των αρχαίων Λατίνων ειδωλολατρών, τα «Βρουμάλια», επίσης των αρχαίων Λατίνων, και οι «Καλένδες», επίσης γιορτή του ρωμαϊκού ειδωλολατρικού ημερολογίου (κανόνας ξβ).
15k ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΞΗ ΕΛΛΗΝΑΣ
Εδώ και πολύ καιρό, οι εθνικιστές αρχαιολάτρες παίζουν ένα ύπουλο παιχνίδι, προκειμένου να πείσουν τον κόσμο ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ανθέλληνες και μισούσαν το ελληνικό έθνος της εποχής εκείνης. Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές απόψεις των Νεοπαγανιστών.
Κατ' αρχήν, πρέπει να τονιστεί ότι, μετά το 212 μ.Χ. με διάταγμα όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας απέκτησαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και ήταν πλέον Ρωμαίοι. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες προέρχονταν από περιοχές εκτός της Ιταλίας. Η σημερινή Ελλάδα χωριζόταν σε δύο επαρχίες που ονομάζονταν Μακεδονία και Αχαΐα.
Στην Καινή Διαθήκη και στα κείμενα των Πατέρων συναντά κανείς χιλιάδες φορές τη λέξη «Έλληνας». Όμως οι Πατέρες και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, όταν γράφουν «Έλληνας» δεν εννοούν κάποιον που ανήκει στο ελληνικό έθνος, αλλά τον ειδωλολάτρη, τον παγανιστή. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ένας π.χ. ειδωλολάτρης κάτοικος Ισπανίας, με καταγωγή από την Ισπανία αναφέρεται ως «Έλληνας», διότι είναι ειδωλολάτρης. Δεν είχε καμμία σχέση ο «Έλληνας» που συναντούμε στα πατερικά κείμενα με τον «Έλληνα» όπως τον κατανοούμε σήμερα, δηλαδή τον ανήκοντα στο ελληνικό έθνος. Παραδείγματα άπειρα. Δύο τρία μόνο:
Κατά Μάρκον 7, 26, όπου γράφει «...ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει», που μεταφράζεται «η γυναίκα ήταν ειδωλολάτρις, Συροφοινίκισσα στην εθνικότητα». Αν το «Ἑλληνίς» σήμαινε «Ελληνίδα στην εθνικότητα», τότε το Κατά Μάρκον θα έγραφε «Ἑλληνὶς τῷ γένει» κι όχι «Συροφοινίκισσα τῷ γένει».
Ο Διγενής Ακρίτας, τον 10ο αιώνα, έχει μητέρα Χριστιανή και πατέρα «Έλληνα», σύμφωνα με το έπος. Ο πατέρας του, όμως, δεν είναι ελληνικής εθνικότητας ούτε ελληνόφωνος ούτε ελληνικής καταγωγής, αλλά αραβόφωνος Μουσουλμάνος Άραβας εμίρης. Εάν υποθέταμε ότι η λέξη «Έλληνας» είχε τη σημερινή σημασία, τότε ο πατέρας του Διγενή θα ήταν ελληνικής καταγωγής και εθνικότητας. Όμως είναι ξεκάθαρο πως ο «Έλληνας» είναι ο μη Χριστιανός Μουσουλμάνος αραβικής καταγωγής. Ο Φιλοστόργιος (στο Ζώσιμο) στα 425 μ.Χ. γράφει για κάποιον Άτταλο, τον οποίο επέβαλε ως βασιλιά στους κατοίκους της Ρώμης ο πολιορκητής της, Αλάριχος: Οὗτος δὲ Ἴων μὲν ἦν τὸ γένος, Ἕλλην δὲ τὴν δόξαν. «Δόξα» είναι η θρησκεία. Μας αναφέρει τον τόπο προέλευσής του και τη θρησκεία του, όχι την εθνότητά του με το «Έλλην».
Το όνομα «Έλληνας» έχασε την έννοια τού «Έλληνας το γένος», και σταδιακά, από τον 11ο-12ο αιώνα άρχισε να σημαίνει ξανά τον ελληνικής καταγωγής. Ώς τα τέλη του 15ου αιώνα, η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα συνυπήρχαν οι δύο σημασίες, στην αρχή κυριαρχούσε η θρησκευτική σημασία του «Έλληνας», ενώ στο τέλος κυριαρχούσε η εθνική σημασία.
Πέρα από αυτά τα παραδείγματα, η άποψη ότι το «Έλληνας» των κειμένων της Εκκλησίας σημαίνει τον ελληνικής εθνικότητας είναι παράλογη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας συχνά αντιδιαστέλλουν «Χριστιανούς» και «Έλληνες». Η αντιδιαστολλή συνεπάγεται ή υποννοεί σύγκριση. Σύγκριση όμως είναι δυνατή μόνο μεταξύ ομοειδών «πραγμάτων» που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και στο ίδιο ευρύτερο σύνολο. Για παράδειγμα, η λέξη «Βουδδιστής» αναφέρεται στην θρησκευτική κατηγοριοποίηση, ενώ η λέξη «Αμερικάνος» στην εθνική κατηγοριοποίηση. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν, να πούμε πως κάποιος «δεν είναι Αμερικανός, επειδή είναι Βουδδιστής». Η μια λέξη αναφέρεται στη θρησκεία, η άλλη στο έθνος. Μόνο εάν η λέξη «Αμερικανός» σήμαινε τον οπαδό μιας θρησκείας ή μόνον εάν η λέξη Βουδδιστής σήμαινε τον ανήκοντα σε ένα έθνος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται και «Αμερικανός» και «Βουδδιστής». Επίσης, δεν μπορούμε να προσθέσουμε ένα μήλο σε δύο σβήστρες και να βγάλουμε άθροισμα «τρία», διότι ανόμοιας κατηγορίας πράγματα ούτε συγκρίνονται ούτε προστίθενται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Έλληνα» και τον «Χριστιανό» των πατερικών κειμένων. Όταν οι Πατέρες συγκρίνουν τον «Έλληνα» με τον Χριστιανό, το μόνο λογικό που μπορεί κανείς να υποθέσει είναι ότι ο «Έλληνας» και ο «Χριστιανός» ανήκουν στην ίδια κατηγορία, είναι ομοειδείς έννοιες. Επειδή όμως το «Χριστιανός» είναι θρησκευτική έννοια, είναι αναγκαίο και λογικό το «Έλληνας» για τους Πατέρες της Εκκλησίας να έχει επίσης θρησκευτική σημασία. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αποδεικνύεται λοιπόν, τόσο λογικά όσο και από τα κείμενα, ότι το «Έλληνας» των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν σημαίνει τον Έλληνα στην καταγωγή, αλλά τον πολυθεϊστή. Κατά συνέπεια, οι αφορισμοί κατά «Ελληνικών απόψεων», οι λόγοι κατά «Ελλήνων» δεν έχουν στόχο το ελληνικό έθνος, αλλά τον πολυθεϊσμό και τις πολυθεϊστικές απόψεις.
Δυσανασχετεί ειρωνικά ένα αρχαιολατρικό περιοδικό, με την έκδοση σειράς πατερικών κειμένων, επειδή αυτή τιτλοφορείται «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας», διότι αυτή, από τη μια μεταφράζει εντός των πατερικών κειμένων όλα τα «Έλληνας» ως «ειδωλολάτρης», αλλά αποκαλεί «Έλληνες» τους Πατέρες κάνοντας τάχα εξαίρεση στην μετάφραση της λέξης. Φυσικά, όταν κανείς θέλει να παίζει, σα μωρό παιδί, με τις λέξεις, μπορεί να διαμαρτύρεται, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει ότι πράγματι το «Έλληνας» των εκκλησιαστικών συγγραφέων σημαίνει τον παγανιστή, κι ότι πράγματι οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι (οι περισσότεροι) Έλληνες στο γένος: με άλλα λόγια, η μετάφραση (όπως και κάθε μετάφραση) γίνεται με βάση τη σημερινή σημασία της λέξης «Έλληνας». Δεν είναι λογικό, τη στιγμή που μια λέξη έχει διαφορετική σημασία, να χρησιμοποιείται η παλαιότερη σημασία της, ειδικά όταν πρόκειται για μετάφραση κειμένου.
Ίσως μερικοί πουν ότι, λόγω της εξάπλωσης του ελληνικού πολιτισμού, ακόμη και οι μη Έλληνες στο γένος παγανιστές είχαν γίνει Έλληνες, και συνεπώς, οι έννοιες Έλληνας (εθνικά) και μη ελληνικής καταγωγής παγανιστής σήμαιναν το ίδιο πράγμα, οπότε γράφοντας «κατά Ελλήνων» οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραφαν κατά Ελλήνων το γένος. Αυτό είναι λάθος. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες το γένος ήταν που εγκατέλειψαν τους θεούς τους και το δωδεκάθεο για χάρη των ασιατικών παγανιστικών θεών, κι όχι το αντίθετο, δηλαδή οι Ασιάτες να εγκαταλείψουν τους θεούς τους για χάρη του δωδεκαθέου. Συνεπώς, αν ήταν να χαρακτηρίσουμε ένα έθνος βάσει της θρησκείας του, τότε τους Έλληνες το γένος της ρωμαϊκής εποχής θα έπρεπε να τους χαρακτηρίσουμε «Αιγύπτιους», διότι λάτρευαν την Ίσιδα, «Σύριους», διότι λάτρευαν την Κυβέλη, «Πέρσες», διότι λάτρευαν τον Μίθρα, κι όχι «Έλληνες».
Δεν θα πρέπει να κατηγορήσουμε την Εκκλησία για την επικράτηση του «Ρωμαίος» και τον παραμερισμό του «Έλληνας». Η τύχη των δύο λέξεων ήταν προϊόν των πολιτικών εξελίξεων. Το όνομα «Ελλάς» χάθηκε, αφού δεν υπήρχε καν επαρχία της παγανιστικής Αυτοκρατορίας με το όνομα «Ελλάδα» (Αντιθέτως, επί ορθόδοξης ελληνικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρξε επαρχία Ελλάς, η οποία και ταυτιζόταν με την αρχαϊκή Ελλάδα). Το «Ρωμαίος» επικράτησε επειδή οι Ρωμαίοι δημιούργησαν την Αυτοκρατορία. Η ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη εδόθη το 212 μ.Χ., 170 χρόνια προτού η Ορθοδοξία γίνει η επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, το «Ρωμαίος» θα επικρατούσε, είτε επικρατούσε ο Χριστιανισμός είτε όχι.
«Αξίζει βέβαια να σημειωθή και η προς την αντίθετη κατεύθυνση απόπειρα αλλαγής της έννοιας του ονόματος των Ελλήνων στη λατινική μορφή του Γραικοί. Ενώ το όνομα Έλλην στο στόμα των Χριστιανών κατέληξε να σημαίνει ειδωλολάτρης, το όνομα Γραικός στο στόμα των Ρωμαίων έτεινε να σημαίνει Χριστιανός. Οι πρώτοι Χριστιανοί της Ρώμης και των άλλων δυτικών πόλεων ήσαν κατά το πλείστον ελληνικής καταγωγής κι είχαν ως γλώσσα λατρείας και διδαχής την ελληνική (οι δεκατρείς από τους δεκάξι πρώτους πάπες ήσαν Έλληνες), κι έτσι οι Λατίνοι δεν έκαμαν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Χριστιανών. Ο Τερτυλιανός τονίζει σε ένα από τα έργα του, «αν ο ρωμαϊσμός είναι σωτηρία για όλους, τότε γιατί δεν συμπεριφέρεσθε με εντίμους τρόπους προς τους Γραικούς;» (Quid nunc, si est Romanitas omnisalus, nec honestis tamen modis ad Graios estis? De Pallio 3, PL 2, 1094). Και ο Ιερώνυμος βεβαιώνει ότι κατά την παλαιότερη εποχή, όταν εμφανιζόταν στο δρόμο κάποιος Χριστιανός οι Ρωμαίοι εκραύγαζαν «οι γραικός, ο επιθέτης», δηλαδή ο Έλλην, ο απατεών. (Graecus impostor, Epist. 54 ad Furiam, PL 22, 552). Αυτή η προσωνυμία δείχνει φυσικά το φυλετικό μίσος των Ρωμαίων κατά των Ελλήνων, και συνεπώς επίσης κατά των Χριστιανών» (Π.Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 83).
Συνοψίζοντας:
1) Με τη λέξη «Έλληνες» εκείνη την εποχή δεν εννοείτο το ελληνικό έθνος, αλλά οι Παγανιστές ανεξαρτήτως εθνικότητας, γλώσσας ή καταγωγής˙ Ισπανοί και Σύριοι, Βρεττανοί και Αιγύπτιοι, Καρχηδώνιοι και Γαλάτες.
2) Είναι προφανές, ότι ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς δεν υπήρχαν μόνον παγανιστές, αλλά και πλήθος Χριστιανών˙ δεν υπήρχαν μόνο Έλληνες το γένος, λάτρεις του Δία, αλλά και Έλληνες το γένος, λάτρεις του Χριστού, καθώς και Έλληνες το γένος, λάτρεις του Μίθρα.
3) Η Εκκλησία δεν έκανε καμμιά διάκριση με βάση την καταγωγή ή την γλώσσα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας γράφοντας «κατά Ελλήνων» δεν έγραφαν κατά του ελληνικού έθνους, αλλά κατά των ειδωλολατρών, είτε αυτοί ανήκαν στο ελληνικό έθνος είτε στα υπόλοιπα έθνη της Αυτοκρατορίας.
4) Δεν υπήρχε καμμιά διαμάχη μεταξύ Ελλήνων το γένος (που ήταν ταυτόχρονα παγανιστές) και Ρωμαίων το γένος (που ήταν Χριστιανοί), διότι όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας λέγονταν Ρωμαίοι και ήταν Ρωμαίοι πολίτες.
Να πάψει λοιπόν το κουτοπόνηρο παιχνίδι των Νεοπαγανιστών-εθνικιστών αρχαιολατρών με τις δύο διαφορετικές σημασίες της λέξης «Ελληνας». Ποιον νομίζουν πως κοροϊδεύουν; Δεν μπορούν να κάνουν μια σωστή μετάφραση αρχαίων κειμένων; Όσοι, λοιπόν, αρχαιολάτρες εθνικιστές και Νεοπαγανιστές παρουσιάζουν πατερικά κείμενα αναφερόμενα σε «Έλληνες», ως απόδειξη του «ανθελληνισμού», δίχως να ερευνούν προσεκτικά, εάν αναφέρεται σε ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς ή σε ειδωλολάτρες αδιακρίτως καταγωγής, λογικό είναι να υποθέσουμε, ότι αυτό που κάνουν οι αρχαιολάτρες εθνικιστές και Νεοπαγανιστές είτε έχει σκοπό την εξαπάτηση άλλων είτε είναι απόδειξη της αμάθειάς τους.
Οι Νεοπαγανιστές διαμαρτύρονται για τον χαρακτηρισμό «παγανιστές» (pagani= χωρικοί), που τους εδώθη από τον Μεγάλο Θεοδόσιο. Αλλά ξεχνούν δύο πράγματα, ή μάλλον αποφεύγουν να τα σκεφτούν: Πρώτον, και ο Ιουλιανός 20 χρόνια πριν τον Θεοδόσιο τον Α', αποκαλούσε «Γαλιλαίους» τους Χριστιανούς και ήθελε έτσι να αποκαλούνται, νομοθετώντας να αποκαλούνται έτσι (Γρηγόριου Θεολογου, Κατά Ιουλιανού), με σκοπό να τους ειρωνευτεί. Δεύτερον, ότι η ονομασία «Χριστιανοί» είναι εκ των ειδωλολατρών, και μάλιστα αυτοί την πρωτοέδωσαν στους Χριστιανούς της Αντιόχειας, για λόγους πάλι ειρωνικούς. Τί φωνάζουν για το «παγανιστές» οι νεοπαγανιστές; Ο χαρακτηρισμός αυτός άλλωστε δόθηκε διότι οι μόνοι λάτρεις των αρχαίων θεών ζούσαν κυρίως σε κώμες.
«Κατά Ιουλιανού» του Αγίου Γρηγόριου του Θεολόγου:
76. Εκείνο μεν λοιπόν και πολύ παιδαριώδες ήταν και κενό και δεν άρμοζε όχι μόνο σε άνδρα βασιλέα, αλλά ούτε και σε κανένα από εκείνους που διαθέτουν μετρίως ισχυρό νού, το ότι επειδή με την αλλαγή του ονόματος νόμισε ότι θα αλλάξει και η διάθεσή μας, ή ότι θα μας κάνει να ντρεπόμαστε, σαν να κατηγορούμασταν για κάτι το πολύ αισχρό, καινοτόμησε αμέσως, όσον αφορά στην ονομασία μας, μάς ονόμασε και νομοθέτησε να καλούμαστε Γαλιλαίοι αντί Χριστιανοί, δηλώνοντας εμπράκτως ότι η προσωνυμία του Χριστού είναι πάρα πολύ ένδοξο και πολύτιμο πράγμα, (...) εκτός αν φοβόταν την δύναμη της ονομασίας, όπως οι δαίμονες, και γι' αυτό καθιέρωσε άλλο όνομα.
77. Εμείς όμως δε θα μπορούσαμε να γελοιοποιήσουμε τα ονόματά τους. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε γελοιότερο το οποίο θα μπορούσαμε να διανοηθούμε από τους φαλλούς και τους ιθυφάλλους και τους μελαμπύγους και τους απύγους και τον τραγόποδα και τον αλαζόνα Πάνα. (...) Γιατί, τί θα μας εμπόδιζε κι εμάς, περιπαίζοντας κατά τον ίδιο τρόπο τον βασιλιά των Ρωμαίων, όπως νόμιζε απατηθείς από τους δαίμονες και ολόκληρης της οικουμένης, να τον αποκαλούμε Ειδωλιανό και Πισαίο και Αδωναίο και Καυσίταυρο;
Όσο για τον τίτλο «Κατά Ελλήνων» ενός έργου του Μεγάλου Αθανασίου, τον οποίο οι εθνικιστές αρχαιολάτρες έχουν ανακηρύξει «φανατικό μισέλληνα», είναι γνωστό πως αυτός δεν ήταν ο αρχικός τίτλος του έργου. Όπως γράφει ο καθηγητής Πανεπιστημίου Π. Χρήστου, «ο τίτλος αυτός απαντά μάλλον μεταγενεστέρως, όπως π.χ. εις το ψευδοφωτιανόν Εγκώμιον εις Αθανάσιον (P.G. 102, 576). Εις τον μεγαλύτερον αριθμόν χειρογράφων και εις μίαν σειράν αρχαίων μαρτυριών ο τίτλος φέρεται ως «Κατά Ειδώλων»˙ ήτοι εις τον Λεόντιον Βυζάντιον [Κατά Νεστοριανών και μονοφυσιτών, Gallandi Bibliotheca Veterum Patrum, Βενετία 1778, 12, σ. 683), εις την Διδασκαλίαν Πατέρων (Diekamp, Doctrina Patrum, Mόnster i.W. 1907 (86, 88, 104, 327, δια τα δύο βιβλία)], εις τον Γερμανόν Κωνσταντινουπόλεως (Επιστολή 4, P.G. 98, 169). Ότι δε αυτός ήτο ο αρχικός τίτλος, «Κατά Ειδώλων», φαίνεται από τους λόγους του ιδίου συγγραφέως, εις το προοίμιον της δευτέρας πραγματείας που εσημειώσαμεν και προηγουμένως˙ «ὀλίγα διαλαβόντες περὶ τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης». Είναι σαφές ότι ο συγγραφεύς δεν πολεμεί τους ειδωλολάτρας, τους Εθνικούς, «τους Έλληνας», αλλά την πλάνην των περί τα είδωλα. Αργότερα εθεωρήθη το «Κατά Ελλήνων» ως καταλληλότερος τίτλος και αυτός αντικατέστησε τον πρώτον».
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Μέγας Αθανάσιος στο σύγγραμα του αυτό, παραφράζοντας φράση του Ηροδότου, αναφέρεται στους Αρχαίους Έλληνες με το όνομα «Πελασγοί», ενώ τους παγανιστές τους αποκαλεί «Έλληνες». Μ. Αθανασίου, Κατά Ειδώλων, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τόμ. 1ος, Πατερικαί Εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, §23, σ. 152: «Και το αξιοθαύμαστον , καθώς λέγουν αυτοί που ιστορούν, είνε το εξής· ότι ενώ οι Πελασγοί έμαθαν τα ονόματα των Θεών από τους Αιγυπτίους, δεν γνωρίζουν αυτοί τους θεούς που λατρεύονται εις την Αίγυπτον, και λατρεύουν άλλους θεούς διαφορετικούς από τους θεούς εκείνων. Και είνε τελείως διαφορετική η θεωρία και η θρησκεία των εθνών τα οποία κατελήφθησαν από την μανίαν των ειδώλων, και δεν συναντώνται τα αυτά εις τους αυτούς» («καὶ τόγε θαυμαστόν, ὅτι, ὡς οἱ ἱστορήσαντες ἐξηγοῦνται , παρ Αἰγυπτίων οἱ Πελασγοὶ μαθόντες τὰ ὀνόματα τῶν Θεῶν, οὐκ ἴσασιν οὗτοι τοὺς παρ Αἰγυπτίοις θεούς, ἀλλὰ ἄλλους παρ' ἐκείνους θρησκεύουσι. Καὶ ὅλως πάντων τῶν ἐν εἰδώλοις μανέντων ἐθνῶν διάφορός ἐστιν ἡ δόξα καὶ ἡ θρησκεία, καὶ οὐ τὰ αὐτὰ παρὰ τοῖς αὐτοῖς εὑρίσκεται»).
Υπό την λέξιν «οι ιστορήσαντες» ο Μ. Αθανάσιος εννοεί τον Ηρόδοτο του οποίου την πληροφορία αναφέρει εδώ. Ο Ηρόδοτος λέγει· «Δώδεκά τε θεῶν ἐπωνυμίας ἔλεγον πρώτους Αἰγυπτίους νομίσαι, καὶ Ἕλληνας παρὰ σφέων ἀναλαβεῖν, βωμούς τε καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι σφέας », (Ιστορίαι 2, 4, 2). Αλλά ο Αθανάσιος αντί του «Έλληνες» λέγει «Πελασγοί». Πελασγοί αρχικώς ελέγοντο αυτοί που κατώκουν εις την Ελλάδα, προτού να έλθουν οι Έλληνες. Όταν ήλθον οι Έλληνες ανεμίχθησαν με αυτούς· εις ωρισμένα δε μέρη έμειναν άμικτοι. Οι Όμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, και Έφορος αναφέρουν ότι υπήρχον Πελασγοί εις την Δωδώνην της Ηπείρου, την Θεσσαλίαν, την Λήμνον, την Πελοπόννησον, την Κρήτην. Κατά τα ελληνιστικά όμως και μάλιστα τα μεταχριστιανικά χρόνια, επειδή το «Έλληνες» έλαβεν άλλην σημασίαν, οι Έλληνες ήρχισαν να λέγωνται με τας παλαιάς τοπικάς ονομασίας, ήτοι Πελασγοί, Αχαιοί, Μακεδόνες, κλπ. Αν ο Ηρόδοτος έλεγε «Πελασγοί», θα έλεγε κανείς ότι ο Αθανάσιος λαμβάνει το χωρίον, χωρίς να εξετάση ποίοι ήσαν οι Πελασγοί. Εφ' όσον όμως μεταβάλλει το «Έλληνες» του Ηροδότου εις «Πελασγοί», άρα εν γνώσει λέγει Πελασγούς τους προ Χριστού και τους νύν λεγομένους Έλληνας».
Βέβαια, άνθρωποι σαν τους εθνικιστές αρχαιολάτρες, οι οποίοι ζήτημα είναι αν διάβασαν ακόμη και το ίδιο το ''Κατά Ελλήνων'' ή άλλα έργα, ώστε να αντιληφθούν όχι μόνο ότι ο Μ. Αθανάσιος ήταν ο κύριος στόχος των Αρειανών ή να κατανοήσουν το βάθος της σκέψης του Στύλου της Ορθοδοξίας (Ο οποίος εξορίστηκε 16 χρόνια, πέντε φορές: 6/335-11/337, 3/340-10/346, 2/356-2/362, 10/362-9/363, 10/365-1/366), εύκολο το έχουν τέτοιοι άνθρωποι να μιλούν για όσα αγνοούν.
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου