Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν απέρριπταν την ελληνική παιδεία καθ' εαυτή, αλλά μόνο τις ειδωλολατρικές προεκτάσεις της, π.χ. τα μαθηματικά τα αποδέχονται μόνο αν δεν έχουν σχέση με τον μυστικισμό και την αριθμοσοφία. Τα αποδέχονται ως επιστήμη. Γι' αυτό κι ο Μέγας Βασίλειος θέλει να μαθαίνουν τα ελληνικά γράμματα, ώστε να διαλέγουν απο αυτά ό,τι καλύτερο έχουν. Κάνει επιλογή, την δική του επιλογή και σύνθεση (πράγμα απολύτως θεμιτό για οποιοδήποτε στοχαστή) και αυτή είναι η στάση εν γένει των εκκλησιαστικών πατέρων. Γι' αυτό άλλωστε και έχουμε ακόμη αρχαία κείμενα, επειδή τα διατήρησαν όλοι αυτοί. Εξάλλου μπορούμε να διαπιστώσουμε το φαινομενικώς παράδοξο πως οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες άλλοτε κατακρίνουν τους φιλοσόφους κι άλλοτε τους επαινούν. Αυτό εξηγείται με το σκεπτικό ότι οι Πατέρες κατακρίνουν τα αρνητικά των φιλοσόφων και επαινούν τα θετικά τους. Λένε μερικοί παγανιστές π.χ. «γιατί ο Χρυσόστομος σε μια ομιλία του βρίζει τον Πλάτωνα;» Μα διότι στην ομιλία αυτή ο Χρυσόστομος κατακρίνει την άποψη του Πλάτωνα ότι πρέπει οι γυναίκες να είναι κοινές για όλους τους άνδρες. Συνεπώς, δεν απορρίπτουν οι Πατέρες γενικά και αόριστα την ελληνική σκέψη. Κατακρίνουν και απορρίπτουν μόνον όσες ανοησίες λέγονται. Αυτό όμως, ότι λέγονται και ανοησίες από τους έλληνες φιλοσόφους δύσκολο να το παραδεχτεί ένας σοβινιστής που πιστεύει πως ήταν τέλειοι και μόνο σωστά πράγματα έλεγαν οι αρχαίοι.
«Οι πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν τη φιλοσοφία αγαθό άριστο και παιδευτικό, υπό την προϋπόθεση ότι θα ερμηνεύσει εμπειρίες και τα δεδομένα της κτίσης και της ιστορίας, και κατά κανένα τρόπο δεν θα αντικαθιστά τη δογματική διδασκαλία, μια και το επιστητό της δογματικής δεν είναι η κτιστή πραγματικότητα. Η επιστήμη και η φιλοσοφία αναφέρονται μόνο στο επιστητό της κτίσης και της ιστορίας» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής, Βυζαντινής, Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναράς, σ. 414).
«Πρώτον, αν και η ελληνική παιδεία δεν κρίθηκε ποτέ, ούτε από τον Χριστό ούτε από τους Αποστόλους του θεόπνευστη, οπωσδήποτε δεν απορρίφθηκε από αυτούς ως βλαβερή. Δεύτερον, πολλοί από τους έλληνες φιλοσόφους δεν απέχουν πολύ από τη γνώση του αληθούς Θεού», γράφει ο Σωκράτης ο Βυζάντιος, τον 5ο αι. (Εκκλ. Ιστ., 3, 16). «Νομίζω ότι όλοι όσοι είναι μυαλωμένοι ομολογούν ότι η παιδεία είναι το πρώτιστο αγαθό μας. Και δεν εννοώ μόνο την ευγενέστερη δική μας παιδεία, δηλαδή τη Χριστιανική, αλλά και την Εθνική, την οποία πολλοί από τους Χριστιανούς, κακώς γνωρίζοντες τα πράγματα, απορρίπτουν ως επίβουλη και εσφαλμένη και απομακρύνουσα από το Θεό. Δεν πρέπει να μην τιμάμε την παιδεία, όπως νομίζουν μερικοί, τους οποίους πρέπει να θεωρούμε σκαιούς και απαίδευτους», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον, 11, PG 36, 508). «Προςήκει μὴ καμεῖν πανταχόθεν ἀνιχνεύοντας τὴν ἀλήθειαν», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (Περί της Εξαημέρου (PG 44, 27A)). «Ἧν μὲν οὖν πρὸ τῆς τοῦ Κυρίου παρουσίας εἰς δικαιοσύνην Ἕλλησιν ἀναγκαία φιλοσοφία, νυνὶ δὲ χρησίμη πρὸς θεοσέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις οὖσα τοῖς τὴν πίστιν δι ἀποδείξεων καρπουμένοις, (...) πάντων μὲν γὰρ αἴτιος τῶν καλῶν ὁ θεός, ἀλλὰ τῶν μὲν κατὰ προηγούμενον ὡς τῆς τε διαθήκης τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, τῶν δὲ κατ ἐπακολούθημα ὡς τῆς φιλοσοφίας. Τάχα δὲ καὶ προηγουμένως τοῖς Ἕλλησιν ἐδόθη τότε πρὶν ἢ τὸν Κύριον καλέσαι καὶ τοὺς Ἕλληνας˙ ἐπαιδαγώγει γὰρ καὶ αὕτη τὸ Ἑλληνικὸν ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστόν», γράφει ο άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς, 1, 5). «Αν υπάρχει κάποια ομοιότητα μεταξύ των ειδωλολατρικών κειμένων και των χριστιανικών, θα μας ήταν χρήσιμη η γνώση και των δύο. Και στην αντίθετη περίπτωση όμως, η παράλληλη και συγκριτική μελέτη και γνώση της διαφοράς τους δεν είναι ασφαλώς μικρή ωφέλεια για την αναγνώριση με βεβαιότητα της καλύτερης και ανώτερης απ' τις δυό», γράφει ο Μέγας Βασίλειος («Προς τους νέους, για την επωφελή μελέτη των ελληνικών κειμένων», 2). «Καὶ πρῶτον τῶν πὰρ Ἕλλησι σοφῶν τὰ κάλλιστα παραθήσομαι εἰδὼς, ὡς εἴ τι ἀγαθόν, ἄνωθεν παρὰ Θεοῦ τοῖς ἀνθρώποισι δεδώρηται» (άγιου Ιωάννη Δαμασκηνού, Πηγή γνώσεως, PG 94, 524C). «Εἰ γὰρ καὶ μὴ καθὼς προσῆκε περὶ ἀναστάσεως φιλοσοφοῦσιν ἅπαντες [οι αρχαίοι φιλόσοφοι], ἀλλ ὅμως περὶ τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως καὶ τῶν ἐκεῖ δικαστηρίων ἅπαντες συμφωνοῦσιν, ὅτι ἔσται τὶς τῶν ἐνταῦθα γινομένων ἀντίδοσις ἐκεῖ», γράφει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Λάζαρον, 4, 4, PG 48, 104).
15c ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Μήπως ήταν υπεύθυνοι οι διοικούντες την Εκκλησία για τις καταστροφές που προκάλεσαν ο όχλος και οι αυτοκράτορες; Μελετώντας τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας βλέπουμε ότι αυτοί συνέχεια τονίζουν ρητώς την σύνδεση της αρετής και συνεπώς της Χριστιανικής πίστης με την ελεύθερη θέληση, οπότε αποκλείεται το ενδεχόμενο οι διάφοροι βανδαλισμοί και διώξεις Εθνικών να έγιναν με προτροπή ή ηθική αυτουργία δική τους.
Το σπάσιμο των ειδώλων καταδικάστηκε από τη σύνοδο της Ελβίρα (306 μ.Χ.), η οποία, στον 60ο κανόνα της αποφάσισε ότι κάθε Χριστιανός που θα καταδικαζόταν σε θάνατο από τους Ρωμαίους επειδή έσπασε αγάλματα, δεν θα καταγραφόταν ως μάρτυρας.
Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις διατάξεις νη και πδ της τοπικής συνόδου της Καρθαγένης (419 μ.Χ.) με τις οποίες αυτή ζητά από τους βασιλείς να εξαλείψουν τα «εγκαταλείμματα των ειδώλων τα κατά πάσαν την Αφρικήν»: «Είναι φανερό πως πρόκειται για τοπικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, που αφορούσε συγκυρίες της λατινικής Εκκλησίας στη Βόρεια Αφρική (Υποσημείωση 39: Έχει επισημανθεί, μάλιστα, ότι, ως αιτήματα-υπομνήματα, οι διατάξεις αυτές της Καρθαγένης δεν αποτελούν καν πραγματικούς κανόνες. Βλ. Π. Μπούμη, Ορθόδοξη ιεραποστολή, η απελευθέρωση των λαών και το «γκρέμισμα» των (ειδωλολατρικών) ναών: «Πορευθέντες». Χαριστήριος Τόμος προς τιμήν του αρχιεπ. Αλβανίας Αναστασίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1997, σσ. 489-492). Στο κείμενο, άλλωστε, των διατάξεων είναι έκδηλη η εκ μέρους των συντακτών τους επίγνωση της συγκυριακότητάς τους. Και μάλιστα, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η Σύνοδος επιφόρτισε τους επισκόπους με την καταστροφή των χριστιανικών ναϊδρίων που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες χριστιανούς (κανών πγ), όμως την καταστροφή των παγανιστικών ιερών δεν την ανέθεσε στους επισκόπους» (Σύναξη, τ. 69, σ. 63). Σχολιάζουμε και προσθέτουμε:
1. Οι κανόνες είναι τοπικής συνόδου, δεν αφορούν όλη τη Χριστιανοσύνη, άρα δεν αφορούν π.χ. την Ελλάδα-Μ. Ασία. Αφορούν τη Βόρεια Αφρική και μόνον. Φυσικά, η Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε την σύνοδο της Καρθαγένης ως Ορθόδοξη και όλες τις τοπικές αποφάσεις της αναφορικά με την Αφρική καθώς και όλες τις δογματικές αναφορικά με το σύνολο της Εκκλησίας. Δεν ζήτησε και η εν Τρούλω σύνοδος την εφαρμογή του τοπικού μέτρου σε όλη την Αυτοκρατορία αναγνωρίζοντας ότι η σύνοδος της Καρθαγένης είναι ορθόδοξη. Η τοπική σύνοδος κάνει λόγο για τα είδωλα της Αφρικής και συγκεκριμένα της Δυτικής-Βόρειας. Αν λ.χ. η τοπική σύνοδος επικύρωνε την εκλογή κάποιου ως επισκόπου σε μια πόλη, και η Οικουμενική Σύνοδος αναγνώριζε την ορθοδοξία αυτής της τοπικής συνόδου, αυτό δε θα σήμαινε ότι θα ανακήρυσσε «οικουμενικό πατριάρχη» τον επίσκοπο αυτόν, επειδή θα αναγνώριζε την εγκυρότητα της εκλογής του ως επισκόπου στην πόλη αυτή˙ ούτε αναγνωρίζοντας την τοπική σύνοδο θα σήμαινε ότι επέβαλε τον ίδιο άνθρωπο ως επίσκοπο όλων των χριστιανικών επισκοπών!
2. Είναι της λατινικής Δύσης, περιοχών με μικρό βάθος εκχριστιανισμού και βίωμα χριστιανικό.
3. Είναι μια έκτακτη περίπτωση, εξαιτίας της επίθεσης εθνικών κατά Χριστιανών στην Δ. Αφρική, όπως περιγράψαμε αλλού.
4. Οι επίσκοποι της Β. Αφρικής δεν επιφορτίζονται με καταστροφές παγανιστικών τόπων. Δεν τους δίνεται μια τέτοια άδεια.
5. Οι επίσκοποι της ΒΔ. Αφρικής δεν προτρέπουν τους (φανατικούς) Χριστιανούς να προβούν σε βανδαλισμούς, αλλά απευθύνονται μόνο στον Αυτοκράτορα.
6. Οι επίσκοποι της Β. Αφρικής επιφορτίζονται με καταστροφές χριστιανικών (μη αιρετικών, προφανώς το κείμενο δεν μιλά περί ναών κτισμένων από αιρετικούς) ναών.
7. Οι επίσκοποι ζητούν, ως χάρη, από τον Αυτοκράτορα, να εξαλείψει τα είδωλα από την ΒΔ. Αφρική. Δεν του το επιβάλλουν, ως «χριστιανικό καθήκον» του. Δηλαδή, δεν είπαν του Αυτοκράτορα: «αν δεν εξαλείψεις τα είδωλα, είσαι αμαρτωλός και αρνησίθρησκος». Η χριστιανικότητα του Αυτοκράτορα δεν εξαρτιόταν κατά τη Σύνοδο της Καρθαγένης από το αν αυτός θα πραγματοποιούσε αυτό που αυτοί του ζήτησαν. Δεν όφειλε, με άλλα λόγια, ο Αυτοκράτορας, να υπακούσει στους «κανόνες» αυτούς. Άλλο λ.χ. πράγμα ένας κανόνας που θα καθόριζε τα βιβλία της «Αγίας Γραφής» (ο οποίος θα ήταν υποχρεωτικός για όλους τους Χριστιανούς) κι άλλο ένας κανόνας-έκκληση (που όντας έκκληση δεν είναι υποχρεωτικός).
8. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Σύνοδος έλαβε χώρα στην Καρθαγένη, σε τόπο 1) με υπόβαθρο και παρελθόν φοινικικής, δηλ. με ανθρωποθυσίες και ιεροδουλεία, λατρείας και 2) έπειτα από οχλήσεις των Εθνικών. Κυριολεκτικά «βγάζουν απ' τη μύγα ξύγκι» όσοι κάνουν λόγο για μια τοπική σύνοδο του 5ου αι. αγνοώντας τις υπόλοιπες συνόδους, τοπικές και Οικουμενικές, του 4ου και 5ου αι.
Ότι οι καταστροφές των παγανιστικών αρχαιοτήτων ήταν αυθαίρετες προσωπικές πράξεις Χριστιανών κι όχι συλλογικές ή επίσημες ενέργειες της Εκκλησίας βασισμένες σε εκκλησιαστικά κείμενα αποδεικνύεται από την πλήρη απουσία εκκλησιαστικών κανόνων (νόμων) οι οποίοι να υπαγορεύουν ή να προστάζουν-προτρέπουν τους Χριστιανούς να καταστρέφουν παγανιστικά μνημεία. Εσφαλμένες ενέργειες και παρεκτροπές κάποιων επισκόπων ή μοναχών ασφαλώς και δεν σημαίνουν ότι αποτελούσαν γραμμή της Εκκλησίας. Ουδέποτε η Εκκλησία (τα επίσημα συλλογικά όργανά της) επιφόρτισε επισκόπους με την καταστροφή παγανιστικών ιερών.
«Δεν είναι αρετή αυτό που γίνεται με τη βία» γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 2, 12 PG 94, 924Α). «Η σωτηρία των ανθρώπων δεν οικοδομείται με τη βία και την επιβολή, αλλά με την πειθώ και την προσήνεια», γράφει ένας άλλος Άγιος, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (Επιστολαί Β, ρκθ Παύλω περί Ιούδα του προδότου, PG 78, 573B).
Ο άγιος Μαρτίνος ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τουρ της Γαλλίας, μεσολάβησε στον αυτοκράτορα Μάγνο Μάξιμο υπέρ του ισπανού αιρετικού Πρισκιλλιανού. Πήγε στους Τρεβήρους, όπου είπε στο Μάξιμο ότι η εκτέλεση του Πρισκιλλιανού θα ήταν καταπάτηση των θείων νόμων και τον πίεσε να υποσχεθεί ότι δεν θα χύσει το αίμα του αιρετικού (Σουλπικίου Σεβήρου, Sacra Historia, 2, 50 και Dialogi 3, col. 217). Ο άγιος Αμβρόσιος (επιστολή 24) καταδικάζει την θανάτωση του αιρετικού Πρισκιλλιανού. Ο άγιος Λέων, πάπας Ρώμης, (επιστολή 25, 18) υποστηρίζει την καθαίρεση, όχι την θανάτωση, όσων κληρικών ανήκουν στην αίρεση του Πρισκιλλιανισμού. Ο άγιος Κυπριανός (επιστολή 22, 4), αναφέρει ότι η αποστασία και η αίρεση δεν πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο, αλλά με αφορισμό. Ο άγιος Ιλάριος, επίσκοπος Πουατιέ (Liber contra Auxentium, 3, 4), καταδικάζει τη θρησκευτική βία. Ο άγιος Ισίδωρος επίσκοπος Σεβίλλης (Sententiarum, 3, 4, 4-6) καταδικάζει την θανάτωση αιρετικών.
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου