Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 18o.

Ο ΜΑΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Tο επιχείρημα ότι οι Έλληνες εκχριστιανίστηκαν με το ζόρι, από τον 4ο αι. και μετά αδυνατεί να εξηγήσει πώς εκχριστιανίστηκε η ελληνιστική Ανατολή και η εξελληνισμένη Μικρά Ασία (σε ποσοστό άνω του 50%) από το 33 ώς το 330 μ.Χ. παρ' όλους τους διωγμούς. Πώς γίνεται η ελληνιστική Αντιόχεια των 800 χιλιάδων κατοίκων να μην προσφέρει ούτε ένα σφαχτό όταν πήγε ο Ιουλιανός εκεί να θυσιάσει; Εξάλλου η αρχαία ελληνική θρησκεία έσβηνε, ήδη πριν τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Σε ένα χρησμό του Μαντείου του Κλάριου Απόλλωνα για το τί είναι ο θεός η απάντηση ήταν: «Αυτοφυής, Αδίδακτος, Αμήτωρ, ούνομα μηδέ λόγω χωρούμενω, μικρά δε μερίς άγγελοι ημείς [οι θεοί]» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 494). Ένας άλλος χρησμός του ίδιου μαντείου (το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές, και δεχόταν κόσμο από τις εσχατιές της Αυτοκρατορίας) λέει: «(..) μάθε πως ανώτερος από όλους τους θεούς είναι ο Ιαώ, Άδης το χειμώνα, Ζευς στην αρχή της άνοιξης, Ήλιος το καλοκαίρι, αβρός Ιαώ το φθινόπωρο». Ιαώ είναι ο Ιεχωβάς (Ιαουέ ή Ιαχβέ ή Ιαχουέ ή Ιαέχ, δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς προφερόταν στην αρχαιοτάτη εβραϊκή διάλεκτο του 2000 π.Χ.) των Εβραίων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 494).

Ο Πλούταρχος αναφέροντας την παρακμή των αρχαίων μαντείων, γράφει μεταξύ άλλων παραδειγμάτων πανάρχαιων μαντείων που σίγησαν στην εποχή του, ότι το ίδιο το δελφικό μαντείο, άλλοτε είχε δύο «προφήτιδες» και μια τρίτη εφεδρική, ενώ στην εποχή του (1ος-–2ος μ.Χ. αι.) μία ήταν αρκετή (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8). Ο Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει πλήθος εγκαταλλελειμένων ναών της αρχαιοελληνικής θρησκείας στην ελληνική ύπαιθρο. Και πιο πριν – από τα ελληνιστικά χρόνια – είχε αρχίσει η θεοποίηση ανθρώπων εν ζωή από τους Παγανιστές Έλληνες. Μόνο στην Αρκαδία, στο κέντρο της Αρχαίας Κλασσικής Ελλάδας, ο Παυσανίας (Αρκαδικά) αναφέρει πλήθος ναών ερειπωμένων, δίχως στέγη, και εγκατελειμένων: της Αφροδίτης (9, 6), της Αθηνάς (14, 4), της Αφροδίτης (12, 6), του Απόλλωνα (15, 4), του Ερμή (17, 1), της Αφροδίτης (24, 6), των Δώδεκα θεών (25, 3), της Ήρας (26, 2), της Δήμητρας (29, 5), του Ερμή (32, 1), του Ερμή (30, 6), των Μουσών (32, 2), του Άρη (32, 3), της Αρτέμιδος (35, 5), της Αθηνάς (36, 7), της Αφροδίτης (41, 10), της «Μητρός των θεών» (44, 1), της Αρτέμιδος (53, 11) και του πυθίου Απόλλωνα (54, 5). Αναρωτάται κανείς πού είχε πάει η θεοσέβεια προς τους παλιούς θεούς, και δεν αναστυλώνονταν τόσοι μεγάλοι ναοί, μεγάλων θεών από τους Ελληνες. Μήπως επειδή δεν τους ένοιαζε πια και τόσο το Δωδεκάθεο;

Εδώ να αναφέρουμε τον Πλούταρχο. Ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, ότι ο Πλούταρχος ενώ αναφέρει τόσες πολλές θρησκείες, ακόμη και την ιουδαϊκή, δεν αναφέρει το Χριστιανισμό, άρα στα χρόνια του (1ος-2ος μ.Χ. αι.) ο Χριστιανισμός δεν είχε διαδοθεί στην Ελλάδα. Όμως αυτό το στοιχείο δεν συνεπάγεται την μη διάδοση του Χριστιανισμού, διότι ο Πλούταρχος, ενώ αναφέρει πολλές θρησκείες, δεν αναφέρει τον Μιθραϊσμό! Λογικά λοιπόν, εάν σκεφτόμασταν όπως οι Νεοπαγανιστές, θα έπρεπε να ισχυριστούμε ότι η δεύτερη μεγαλύτερη μετά τον Χριστιανισμό θρησκεία της Ύστερης Αρχαιότητας, δεν υπήρχε καθόλου στην Ελλάδα, πράγμα αναληθές. Επομένως το ότι ο Πλούταρχος δεν αναφέρει τον Χριστιανισμό δεν συνεπάγεται κάτι για την απουσία Χριστιανών στην Ελλάδα στα χρόνια του.

Πολλοί παγανιστικοί ναοί ερήμωσαν επειδή απλούστατα εγκαταλείφθησαν από τους πρώην πιστούς τους, κι όχι επειδή κατεστράφησαν από τους Χριστιανούς. Το παράδειγμα της Αντιοχείας, που αναφέρει ο ίδιος ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, οι Αντιοχείς να αδιαφορήσουν παντελώς για την εορτή του πολιούχου τους Απόλλωνα, ασφαλώς και δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Είναι, με άλλα λόγια, παράλογο να θρηνεί κανείς για την τύχη ναών που οι ίδιοι οι εθνικοί τους είχαν εγκαταλήψει αιώνες πριν οι Χριστιανοί αυτοκράτορες διατάξουν την κατεδάφισή τους.

«Ότι πράγματι η δημόσια θρησκεία είχε ξεπέσει πολύ χαμηλά στην Αθήνα, πενήντα χρόνια μετά τη Χαιρώνια, το ξέρουμε από τον Ύμνο του Ερμοκλή προς τον Δημήτριο τον Πολιορκητή: σε καμμιά προηγούμενη περίοδο δεν μπορούσε ένας ύμνος, που ψαλλόταν σε μεγάλη δημόσια εορτή, να διακηρύττει πως οι θεοί της πόλης είναι αδιάφοροι ή δεν υπάρχουν, και πως αυτά τα άχρηστα ξόανα και οι πέτρες είχαν τώρα αντικατασταθεί από έναν «πραγματικό» θεό, τον ίδιο τον Δημήτριο.

ἄλλοι μὲν ἢ μακρὰν γὰρ ἀπέχουσι θεοί,

ἢ οὐκ ἔχουσιν ὦτα,

ἢ οὐκ εἴσιν, ἢ οὐ προςέχουσιν ἡμῖν οὐδὲ ἕν,

οὐ ξύλινον οὐδὲ λίθινον, ἀλλ’ ἀληθινόν

(«..είτε οι θεοί βρίσκονται πολύ μακριά, είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν ενδιαφέρονται καθόλου για εμάς»).

Μπορεί η κολακεία να είναι ανειλικρινής˙ ο σκεπτικισμός όμως σίγουρα δεν είναι και θα πρέπει να είχε μεγάλη διάδοση, αφού γνωρίζουμε (Αθηναίος, 253 F (από τον Δούρη ή τον Δημοχάρη): «ταῦτ' ᾗδον οἱ Μαραθωνομάχαι ού δημοσία μόνον, ἀλλὰ καὶ κατ’ ἰδίαν». Δηλαδή τραγουδούσαν τον ύμνο όχι μόνο δημόσια αλλά και στα σπίτια τους) πως ο Ύμνος ήταν πάρα πολύ δημοφιλής» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 152).

Συνεπώς, η αρχαία ελληνική θρησκεία έσβηνε ή είχε σβήσει, καθώς οι αρχαίοι πρόγονοί μας αφ' ενός παράτησαν το δωδεκάθεο και διάλεξαν ασιατικές λατρείες πολύ πριν τη γέννηση του Χριστού, αφ' ετέρου οι φιλόσοφοι, οι σοφιστές κλπ αμφισβητούσαν την λαϊκή πίστη στο δωδεκάθεο ήδη από τα κλασσικά χρόνια. Η Ειδωλολατρία ήταν ένα πτώμα που αμέσως μόλις έχασε την κρατική υποστήριξη, έσβησε κι έγινε ακίνδυνη μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Τους Νεοπαγανιστές όμως καθόλου δεν τους ενδιαφέρει αν το ελληνικό Δωδεκάθεο είχε σβήσει και αντ' αυτού στην Ελλάδα λατρεύονταν ευρέως οι συριακοί, «Μεγάλη Θεά» και Άττις, οι αιγυπτιακοί Αταγάρτιος και Ίσιδα (που ήταν ανώτερη κι από τις Μοίρες), ο Όσιρις, οι ιρανικοί Μίθρας και Αναχίτα, όπως ούτε με τον ασιατικό Διόνυσο ή την Αστάρτη-Αφροδίτη έχουν πρόβλημα, κι ούτε «μη πατρώα λατρεία» τους αποκαλούνε, αλλά μόνο με τον Χριστό λυσσάνε και μόνο αυτον κατηγορούν ως ξενική θεότητα. Οι Νεοπαγανιστές που καταφέρονται με ρατσιστικό μένος εναντίον «της Ανατολής» επειδή οι θεοί της ήδη προ Χριστού έκαναν σκόνη το Δωδεκάθεο, ας μας εξηγήσουν, πώς γίνεται από τη μία να διακηρύσσουν ότι είναι «υπέρ όλων των παγανιστικών παραδόσεων» και από την άλλη να μην μπορούν να χωνέψουν πως οι αρχαίοι Έλληνες ελεύθερα (κανείς δεν τους επέβαλε να λατρεύουν όλους τους παραπάνω θεούς) διάλεξαν τις ασιατικές ανατολικές παγανιστικές λατρείες αντί των κλασσικών αρχαιοελληνικών. Και τώρα οι Νεοπαγανιστές θέλουν να επιστρέψουν σε αυτό που οι ίδιοι οι πρόγονοί μας απέρριψαν προ Χριστού, δηλαδή στο αρχαιοελληνικό Δωδεκάθεο.

Οι Νεοπαγανιστές προσπαθώντας να αντικρούσουν το κοινώς παραδεκτό μοτίβο της κατάρρευσης του παγανιστικού κόσμου λόγω οικονομικών, κοινωνικών και ηθικών αδιεξόδων, πετώντας στα σκουπίδια τόμους κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών αναλύσεων της Αυτοκρατορίας, υποστηρίζουν, (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 16), ότι η επικράτηση του Χριστιανισμού οφείλεται τάχα σε κάτι τυχαίο, σε μια εξάμηνη τρομακτική (!!!) επιδημία του 166 μ.Χ. συνέπεια της οποίας θανατώθηκε τάχα η αφρόκρεμα της παγανιστικής διανόησης της εποχής, «όλα τα ταλέντα», «όλη η κουλτούρα και η διανόηση» (Τώρα, αν ρωτήσουμε, γιατί οι Καλοί, Μορφωμένοι, λάτρεις της Επιστήμης, Ειδωλολάτρες με τόσα ιατρικά βιβλία που τα... έκαψαν αργότερα οι Χριστιανοί που, σε αντίθεση με τους Χριστιανούς, είχαν, υπέστησαν τέτοιες απώλειες σε μια επιδημία έξι μηνών, και κατέρρευσε ο πολιτισμός τους, ενώ παρ' όλες τις επιδημίες σε διάστημα 10 αιώνων, δεν κατέρρευσε ο Χριστιανικός πολιτισμός, είναι ρητορική η ερώτηση μας). Κι έτσι, βρίσκοντας κενό διανόησης, άρχισε να διαδίδεται από τότε ταχέως ο Χριστιανισμός, αφού «όλα» τα «ταλέντα» είχαν πεθάνει. Πολύ μελοδραματική εξήγηση. Γιατί, αν η επιδημία πήρε στον Άδη τα ταλέντα της μιας πλευράς, θα έπρεπε, πολύ λογικά και εφόσον ο Χάρος δεν κάνει διακρίσεις βάσει του θρησκεύματος των θυμάτων του, να είχε αφανίσει και τους Χριστιανούς και τα ταλέντα τους και τους ειδικούς στον προσηλυτισμό Χριστιανούς και τους επισκόπους τους και τη διανόησή τους. Και συνεπώς να μην είχαν ούτε κι οι Χριστιανοί τη ζωτικότητα να «κατακτήσουν» την Αυτοκρατορία. Αλλά γιατί δεν έγινε αυτό, δεν μπορούν οι οπαδοί... της Τύχης να μας το εξηγήσουν˙ απλώς κατακεραυνώνουν, τις μαρξιστικές και μη αναλύσεις τόσων και τόσων. Τι να κάνουμε˙ η... «Θεά Τύχη», την οποία ελάτρευαν οι Ειδωλολάτρες της ελληνιστικής και της ελληνορωμαϊκής εποχής, έρριξε τους υπόλοιπους «θεούς» στα Τάρταρα και μετά πήδηξε κι αυτή εκεί! Ήταν το... σχέδιο της Ειμαρμένης, την οποία δέχονται οι Στωικοί.

Ο Πλίνιος ο νεώτερος, διοικητής της επαρχίας του Πόντου και της Βιθυνίας (108-111) έγραφε στον αυτοκράτορα Τραϊανό ότι η «κίνηση» [ο Χριστιανισμός] είχε τόσο πολύ διαδοθεί, ώστε πολλοί ναοί έμεναν πια χωρίς πιστούς (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 55).

Το ποσοστό των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 350 μ.Χ. ήταν 56,5% (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 7), δηλαδή ήδη, στο σύνολο της αυτοκρατορίας οι Χριστιανοί ήταν πλειοψηφία. Αν λοιπόν ήταν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας η πλειοψηφία χριστιανική, τότε στο ανατολικό ελληνικό τμήμα της (το οποίο αφ' ενός είχε αποδεδειγμένα πάντοτε περισσότερους Χριστιανούς απ’ ότι το δυτικό, και αφ' ετέρου είχε αρχίσει να εκχριστιανίζεται πολύ πιο νωρίς απ’ ότι το δυτικό λατινικό τμήμα) είναι προφανές ότι οι Χριστιανοί όχι απλώς ήταν πλειοψηφία αλλά και μεγαλύτερη του 56%. Το 350 όμως δεν είχαν αρχίσει ακόμη διωγμοί κατά των Παγανιστών και των ναών τους (Κι αν είχαν αρχίσει, ήταν στα πρώτα 1-2 χρόνια τους, και μάλιστα πολύ πιο περιορισμένης έκτασης, οπότε δεν ήταν δυνατό να προκάλεσαν την υπερίσχυση των Χριστιανών άνω του 50%.) ώστε να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρξε δια της βίας εκχριστιανισμός της πλειοψηφίας. Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι αυθαίρετοι, διότι ήδη πριν το 350 είχαν αρχίσει πολλοί Χριστιανοί συγγραφείς να ισχυρίζονται ότι είναι η πλειοψηφία (A. Harnack, The mission and expansion of Christianity in the first three centuries, N.Y. G.P. Putnam’s Sons, vol 2, p. 29). Ήδη στις αρχές του 3ου αι. ο Τερτυλλιανός λέει: «είμαστε ακόμη χθεσινοί, αλλά έχουμε γεμίσει τον κόσμο» (Απολογία, 37, 4). Οι ισχυρισμοί των Χριστιανών για μαζικούς προσηλυτισμούς πριν τον Μ. Κωνσταντίνο, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος, όχι μόνο γίνονται αποδεκτοί από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, αλλά οι τελευταίοι θεωρούν τους ισχυρισμούς αυτούς απαραίτητη υπόθεση, ώστε να εξηγηθεί η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης του Χριστιανισμού. Έτσι, στην μελέτη του Christianising the Roman Empire, ο R. MacMullen συνιστά την αποδοχή ως αληθών των ισχυρισμών των Χριστιανών απολογητών περί μαζικών προσηλυτισμών «ώστε να εξηγήσουμε καλύτερα την ταχύτητα της αλλαγής που παρατηρούμε» (R. MacMullen, Christianising the Roman Empire, New Haven: Yale University, p. 29). Ο Harnack χαρακτηρίζει την ανάπτυξη του Χριστιανισμού με όρους όπως «ασύλληπτη ταχύτητα» και «εκπληκτική αύξηση» και συμφωνεί με τον ισχυρισμό του Αυγουστίνου, ότι «Ο Χριστιανισμός πρέπει να μεγάλωσε μέσω θαυμάτων, διότι το μεγαλύτερο θαύμα πέρα από κάθε θαύμα ήταν η εκπληκτική επέκταση της θρησκείας» (A. Harnack, The mission and expansion of Christianity in the first three centuries, N.Y. G.P. Putnam’s Sons, vol. 2, p. 335). Δίχως διωγμούς κατά Παγανιστών, λοιπόν, επικράτησε στο α' μισό του 4ου αι. ο Χριστιανισμός.

Αποδεικνύεται σαθρό το βασικό επιχείρημα των νεοπαγανιστών, πως ο Χριστιανισμός κυριάρχησε με καταπίεση και διωγμούς, και συνεπώς πως το χριστιανικό «οικοδόμημα» βασίζεται στη βία. Μέχρι τον Θεοδόσιο Α'’ στα 380 μ.Χ. επικρατούσε γενικώς ανεξιθρησκεία, κι όμως ο Χριστιανισμός είχε ήδη, τριάντα χρόνια πριν, γίνει η θρησκεία της πλειοψηφίας. Το κλειδί για την ερμηνεία της επικράτησης του Χριστιανισμού δεν είναι η βοήθεια των αυτοκρατόρων μετά το 330, λοιπόν, αλλά το ότι ο Χριστιανισμός είχε γίνει τόσο ισχυρός και ήταν τόσο αδύνατον να ξεριζωθεί ή να εμποδιστεί, που απλώς ίσως να επιταχύνθηκε η πρόοδός του. Αλλά το ξανατονίζουμε, δίχως τον έμφυτο δυναμισμό του, ποτέ δεν θα είχε επιβιώσει, ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον της Ρώμης και να επιβληθεί ως επίσημη θρησκεία στα 380 μ.Χ.

Ορισμένοι θα αντιπούν, ότι στις εκτός Ελλάδας, ανατολικές περιοχές υπήρξαν διωγμοί, άρα το ποσοστό αυτό του έτους 350 μ.Χ. είναι προϊόν βίας. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όπως είδαμε, στην Ελλάδα δεν υπήρξαν διωγμοί, άρα δεν τίθεται ζήτημα βίαιας επικράτησης. Στην Μικρά Ασία έχουμε διώξεις μόνο στα μέσα του 6ου αιώνα, όταν η συντριπτική πλειοψηφία είχε γίνει προ 3-4 αιώνων χριστιανική. Όλοι οι παροδικοί διωγμοί συνέβησαν στην Συρία και την Αίγυπτο. Όμως, ήδη στις αρχές του 4ου αι. οι Χριστιανοί ήταν 50% και παραπάνω στην Μικρά Ασία, ενώ στην Αίγυπτο και τη Συρία ο Χριστιανισμός ήταν πλειοψηφία μεγαλύτερη απ’ αυτήν που ήταν στην Μ. Ασία. Συνεπώς, ναι μεν έγιναν καταστροφές ναών, περιστασιακές στην Αίγυπτο ή την Μ. Ανατολή, ωστόσο αυτές έγιναν δεκατίες μετά την ύπαρξη χριστιανικής πλειοψηφίας εκεί (η συντριπτική πλειοψηφία τους έγινε μετά τον 380 μ.Χ.). Άρα, εκεί όπου έγιναν διώξεις, δεν ήταν αυτές η αιτία που πλειοψηφούσε ο Χριστιανισμός, ενώ όπου δεν έγιναν διώξεις, ο Χριστιανισμός έγινε με αργότερο μεν ρυθμό, αλλά σύντομα η πλειοψηφία (αφού σε όλη την Αυτοκρατορία ήταν πλειοψηφία το 350).

Ορισμένοι αρχαιολάτρες, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο κακόπιστοι, ισχυρίζονται ένα ψεύδος. Ότι ώς έναν αιώνα πριν τον Μέγα Κωνσταντίνο (ή ώς και την εποχή του) η πλειοψηφία των Χριστιανών ήταν Εβραίοι και όχι Έλληνες. Ισχυρίζονται δε αυτό, για να αποδείξουν δήθεν ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε δια της βίας. Απατώνται, αν νομίζουν ότι πείθουν κανέναν με τέτοιους ισχυρισμούς. «Ποια ήταν η εθνικότητα των προβυζαντινών χριστιανών μαρτύρων; Δεν διαθέτουμε κάποια ειδική διατριβή πάνω στα μαρτυρολόγια, αλλά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πλειονότητά τους ήταν Έλληνες (Έλληνες βεβαίως με κριτήριο την παιδεία). Εβραίοι πάντως δεν ήταν οι προβυζαντινοί χριστιανοί. Γνωρίζουμε ήδη από τις Πράξεις των Αποστόλων, ότι αυτοί που δημιουργούσαν προβλήματα στο έργο του Παύλου, ήταν μονίμως οι ιουδαίοι συμπατριώτες του. Ώσπου το πήρε απόφαση και έπαψε να ασχολείται μαζί τους. Στόχος του ήταν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι» (Θ. Ζιάκα, «Γιατί έγιναν οι Έλληνες Χριστιανοί;», Άρδην, τ. 28, σ. 52). Οι Ιουδαίοι που μιλούσαν την ελληνική ζητούσαν να σκοτώσουν τον απ/λο Παύλο (Πράξεις 9, 29). «Όταν αυτοί [=οι Ιουδαίοι] αντετάσσοντο και τον έβριζαν, ετίναξε τα ενδύματά του και τους είπε, "από τώρα θα πηγαίνω εις τους εθνικούς"» (Πράξεις, 18, 6). Από τους συνεργάτες του Παύλου, μόνο τρείς ήταν εξ Εβραίων Χριστιανοί, σύμφωνα με τον ίδιο τον Παύλο (Προς Κολοσσαείς 4, 11)˙ οι υπόλοιποι ήταν πρώην Εθνικοί, Έλληνες και εξελληνισμένοι. Τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στις Πράξεις και στις επιστολές των Αποστόλων ενισχύουν την άποψη ότι Έλληνες και εξελληνισμένοι ήταν οι περισσότεροι πρώτοι Χριστιανοί: Φίλιππος, Τίμων, Παρμενάς, Νικόλαος, Τιμόθεος, Σώπατρος, Αρίσταρχος, Τυχικός, Τρόφιμος, Εύτυχος, Φοίβη, Επαίνετος, Ανδρόνικος, Απελλής, Αριστόβουλος, Τρύφαινα, Ασύγκριτος, Ερμάς, Φιλόλογος, Νηρέας, Ολυμπάς, Αχαϊκός, Νυμφάς, Άρχιππος, Αρτεμάς. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει κι από τα ονόματα αγίων.

Τι οδήγησε στην επικράτηση του Χριστιανισμού, μάς το λέει ο Ιουλιανός, όσο κι αν το κρύβουν οι Νεοπαγανιστές. Γράφει σε επιστολή του στον αρχιερέα της Γαλατείας, Αρσάκειο, ο Ιουλιανός: «Δε βλέπουμε τάχα ότι εκείνα, που αύξησαν περισσότερο την αθεΐα [=Χριστιανισμό] είναι η φιλανθρωπία προς τους ξένους, η φροντίδα για την ταφή των νεκρών και η προσποιητή αυστηρότητα της ζωής;» (429d). Ο Ιουλιανός διατυπώνει την ίδια άποψη και σε άλλες επιστολές του, αντιπαραθέτοντας μάλιστα την αντίστοιχη αδιαφορία των Εθνικών, ιερέων και λαού.

Δείχνουμε το ήθος του Παγανισμού της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως ο Ιουλιανός το περιγράφει, ώστε να διαπιστώσει ο καθένας πόσο παρακμιακή ήταν η Ειδωλολατρία και πόσο είχε αηδιάσει ο λαός της Αυτοκρατορίας από το αισχρό επίπεδο των Παγανιστικών ιερατείων και του λαού. Έτσι,

1) οι Εθνικοί ιερείς «αντί να πηγαίνουν να προσεύχονται στους θεούς με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους υπηρέτες τους, ισχυρίζονται ότι οι δούλοι ή τα παιδιά τους ή οι Γαλιλαίες (έτσι αποκαλούντο ειρωνικώς οι Χριστιανοί) σύζυγοί τους περιφρονούν τους θεούς και προτιμούν την αθεΐα από την ευσέβεια» (Επιστολή προς Αρσάκειο, 430ab).

2) Τα παγανιστικά ιερατεία έπιναν οινοπνευματώδη και ασκούσαν κακόφημα επαγγέλματα: «συμβούλευσε τους ιερείς να μην πίνουν στα καπηλειά ούτε να ασκούν επαγγέλματα και εργασίες αισχρές και κακόφημες» (Επιστολή προς Αρσάκειο, 430b).

3) Οι Ειδωλολάτρες ήταν αφιλόξενοι άνθρωποι: «Επικαλούμαστε τον Ξένιο Δία και είμαστε πιο αφιλόξενοι από τους Σκύθες» (Επιστολή 89α, 291b).

4) Οι Ειδωλολάτρες ήταν τσιγκούνηδες φιλοχρήματοι: «Εκείνος που λατρεύει τον Εταίριο Δία, ενώ βλέπει ότι οι γύρω του χρειάζονται χρήματα, δεν τους δίνει ούτε δραχμή» (Επιστολή 89α, 291c).

5) Οι Ειδωλολάτρες φέρονταν σκληρά στους συγγενείς τους: «Φερόμαστε στους συγγενείς μας σαν σε ξένους» (Επιστολή 89α, 291d).

6) Οι Ειδωλολάτρες φερόντουσαν απάνθρωπα: «Φερόμαστε ανελέητα και απάνθρωπα σε όσους δεν έκαναν τίποτα, από φόβο μήπως επωφεληθούν και οι κακούργοι» (Επιστολή, 291bc).

Βλέπουμε τη φρίκη του χριστιανοαναθρεμμένου Ιουλιανού για το επίπεδο των Ειδωλολατρών του 4ου αιώνα. Αυτή την αηδία ένοιωθαν όλοι για τον Παγανισμό και γι' αυτό ελάχιστοι Παγανιστές νοιάστηκαν να τον υπερασπίσουν.

Θα ήταν λάθος ο ισχυρισμός ότι η αιτία της επιτυχίας του Χριστιανισμού βρίσκεται απλώς στην παρακμή του Παγανισμού και στην φιλανθρωπία της Εκκλησίας. Το επιχείρημα της αδυναμίας του Παγανισμού, που την εκμεταλλεύτηκε ο Χριστιανισμός, γιατί τάχα «βρήκε τον κόσμο σε δύσκολη κατάσταση» δεν δικαιολογεί την αδιαφορία των Παγανιστών για την επικράτηση του Χριστιανισμού μέσα σε 100 χρόνια. Ούτε προσθέτει κάτι ο ισχυρισμός ότι ο νικητής Χριστιανισμός δε φοβόταν το θάνατο (π.χ. στο Κολοσσαίο) σε αντίθεση με τους ηττημένους παγανιστές που τον φοβόντουσαν, γι' αυτό και ο Χριστιανισμός κέρδισε τους ανθρώπους. Το θάρρος μπροστά στο θάνατο εντυπωσιάζει αλλά δεν προσηλυτίζει˙ πρέπει πρώτα ο εντυπωσιαζόμενος να πεισθεί ότι οι λόγοι της αυτοθυσίας των Χριστιανών ήταν σοβαροί και δεν ήταν «θανατολάγνοι» οι μάρτυρες. Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος πείστηκε. Οι δύο ανταγωνιστές, ο παγανισμός και ο Χριστιανισμός δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα κερδίσουν τον κόσμο με το μέρος τους, αν οι αξίες τους, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές τους δεν ανταποκρίνονταν στη λαϊκή ψυχή. Δε θα μπορούσε ο Χριστιανισμός έτσι απλά, με έδικτα αυτοκρατόρων και γκρέμισμα κάποιων ναών, να νικήσει τον παγανισμό και να επικρατήσει, αν δεν υπήρχε στο λαό καμμία ευνοϊκή «προδιάθεση», κάποιο στοιχείο «αυθόρμητου χριστιανισμού». Το ίδιο κι ο παγανισμός, δε θα είχε ηττηθεί τόσο εύκολα (σε πολιτικό επίπεδο και σε επίπεδο λαϊκής απήχησης) αν δεν είχε ήδη ξεπεραστεί μέσα στο λαό, αν δεν είχε καταστεί ανίκανος να εκφράσει τις τάσεις της λαϊκής ψυχής. Ο Χριστιανισμός έδωσε λύση στα φιλοσοφικά προβλήματα της εποχής, καλύτερη από αυτήν του Νεοπλατωνισμού: Εκείνη η εποχή διαποτιζόταν από αντιλήψεις γνωστικιστικές: 1) ο κόσμος είναι φυλακή. 2) Τα ανθρώπινα είναι «ματαιότητα». 3) Η ζωή είναι όνειρο και εφιάλτης. 4) Το «πραγματικό» βρίσκεται κάπου αλλού, στις Ιδέες ή στον «εσώτερο χώρο». 5) Απαξίωση του σώματος, σωτηρία της εποχής. Αντίθετα, ο Χριστιανισμός νίκησε πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, υποστηρίζοντας πως: 1) Ο κόσμος δεν είναι φυλακή, αλλά δώρο του Θεού, λίαν καλός. 2) Ματαιότητα είναι τα έργα του κακού, όχι όλα τα ανθρώπινα. 3) Η ζωή δεν είναι εφιάλτης, αλλά μόνο η βουτηγμένη στην κακία ζωή. 4) Το «πραγματικό» βρίσκεται στο εδώ και τώρα. Σκοπός δεν είναι η σωτηρία της ατομικής ψυχής, αλλά υποτάσσει τη «σωτηρία» στην κοινωνική προσφορά. 5) Δεν απαξιώνει το σώμα, γιατί πιστεύει στην ανάστασή του. Γι' αυτό και ο Κέλσος τους κατηγορεί ως «φιλοσώματον γένος». Εδώ κι αν ήταν επαναστατικός, κόντρα στο ρεύμα ο Χριστιανισμός. Γι' αυτό νίκησε: έδωσε απάντηση στη μιζέρια του Γνωστικισμού και στην ασυνέπεια των αντιγνωστικιστικών προτάσεων του Νεοπλατωνισμού (δες κεφάλαιο 81). Είναι πράγματι παράλογο να θεωρούν μερικοί «αυτονόητη» την αποφασιστικότητα των χριστιανών Νεομαρτύρων 400-600 χρόνων της Τουρκοκρατίας, και του χριστιανικού λαού, που παρ'’ όλες τις πιέσεις δεν αλλαξοπιστούσε, αλλά ανέβαινε και στα βουνά, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν «δεδομένο» ότι η κοσμοπλημμύρα των παγανιστών της Αυτοκρατορίας του 320 μ.Χ. μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό μέσα σε 150 χρόνια, λόγω κάποιων αυτοκρατορικών εδίκτων που (τουλάχιστον κατά τα πρώτα 50 χρόνια) δύσκολα και λίγο εφαρμόζονταν.

Όσο λοιπόν κι αν ισχυρίζονται το αντίθετο οι Νεοπαγανιστές, την ιστορική αλήθεια δεν μπορουν να την διαστρεβλώσουν ή να την αποκρύψουν: ο Χριστιανισμός έγινε πλειοψηφία χωρίς καταναγκασμό ή κρατική βία. Όπως φαίνεται, η καταστροφή ναών δεν ήταν η αιτία της επικράτησης του Χριστιανισμού˙ ούτε οι όσοι διωγμοί. Για τις καταστροφές καθ' εαυτές η ερμηνεία τους εξαρτάται από τα κριτήρια που έχει κανείς: τα σημερινά κριτήρια συμπεριφοράς ή τα κριτήρια συμπεριφοράς του 4ου αιώνα μ.Χ.

Αν έχει κανείς τα σημερινά κριτήρια, δεν μπορεί παρά να καταδικάσει απερίφραστα τις βιαιότητες και τις βαρβαρότητες αυτές εκ μέρους των Χριστιανών και των ιεραρχών τους. Τα κτίρια αυτά και τα αγάλματα, πέρα από έργα θρησκευτικά ήταν και έργα τέχνης, και είναι λυπηρό που δεν υπάρχουν, είτε από καταστροφές Χριστιανών είτε από άλλα αίτια (πόλεμοι, σεισμοί κ.ά.). Η αλήθεια μιας θρησκείας δεν εξαρτάται από τον τρόπο και τον βαθμό ακόμη της εξάπλωσής της, κατά τον ίδιο τρόπο που εάν κάποιος πει κάτι αληθές και ένας άλλος αρχίσει με βασανιστήρια να αναγκάζει τους υπόλοιπους να αποδεχθούν αυτό που είπε ο πρώτος, δεν σημαίνει πως αυτό που είπε παύει να είναι αληθές και σωστό. Αν οι Χριστιανοί που διέπρατταν βαρβαρότητες στον 4ο-5ο αι. πίστευαν το αντίθετο και συνέδεαν την αλήθεια της πίστης τους με την εξάπλωσή της, τότε οι πράξεις όσων από αυτούς πίστευαν κάτι τέτοιο είναι καταδικαστέες.

Αν όμως έχει κανείς τα κριτήρια της εποχής εκείνης, τότε η κατάσταση περιπλέκεται. Όταν δρα κάποιος, συνήθως δρα με τον τρόπο που καθορίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου ζει. Τα «ήθη» των τεσσάρων πρώτων αιώνων μ.Χ. ήταν οι διωγμοί των παγανιστών κατά των Χριστιανών και αργότερα οι διωγμοί των Χριστιανών κατά των παγανιστών. Όσοι όμως ζούσαν σε εκείνη την περίοδο δεν έβλεπαν αυτές τις πράξεις τόσο αποτρόπαιες (ή δεν τις έβλεπαν καθόλου αποτρόπαιες). Έτσι συνήθιζαν τότε, αυτό ήταν το μέτρο του πολιτισμού. Δεν «γινόταν» με τα κριτήρια της εποχής εκείνης, από την μία μέρα στην άλλοι οι άνθρωποι να εγκαταλείψουν την συμπεριφορά αυτή προς τον διαφορετικό από αυτούς συνάνθρωπο. Η κακή συνήθεια δύσκολα εξαλείφεται. Η συνήθεια είναι δεύτερη φύση. Κακώς για τα σημερινά κριτήρια, ναί, αλλά οι αρχαίοι άνθρωποι δεν σκέφτονταν όπως οι σημερινοί άνθρωποι. Αυτά ήξεραν, αυτά έκαναν. Επίσης, όταν η ποσότητα (το πλήθος των Χριστιανών) αυξάνει, τότε πάντα η ποιότητα πέφτει, σε όλες τις περιπτώσεις. Όπως και να ‘χει, προκειμένου για ναούς θεοτήτων στους οποίους γινόταν εκπόρνευση γυναικών (της Αφροδίτης), βασανισμοί (μαστίγωμα νέων προς τιμήν της Άρτεμης), αυτοευνουχισμοί (της Κυβέλης) ή ανθρωποθυσίες (Λύκαιο Δία), δύσκολα μπορεί κανείς να λυπηθεί για την καταστροφή τους (όλων ή μερικών). Ετσι, αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά των Χριστιανών εκείνων που γκρέμιζαν τα είδωλα και τους ναούς βάσει των αυτοκρατορικών εδίκτων, το έκαναν αυτό επειδή ήθελαν να σιγουρευτούν πως η φρίκη των λατρειών αυτών θα εξέλειπε δια παντός, εάν εξέλειπε και ο ναός όπου λάμβαναν χώρα οι λατρείες τέτοιου είδους.

Εάν λοιπόν οι Νεοπαγανιστές και «αρχαιολάτρες» εθνικιστές έχουν τα σημερινά κριτήρια για την ερμηνεία γεγονότων παλαιοτέρων εποχών, τότε θα πρέπει κι αυτοί, αν ήταν ειλικρινείς, να καταδίκαζαν την αρχαία δουλεία, την αρχαία ιεροδουλεία, την απόθεση άρρωστων παιδιών στον Καιάδα, τις ανθρωποθυσίες στους θεούς, την κατάσταση της γυναίκας και του παιδιού ως “res” (πράγμα), τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, τον γενικότερο αμοραλισμό που διέπει την αρχαία σκέψη (π.χ. στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, στον Θουκιδίδη), με μιά λέξη όλα τα άσχημα και αποτρόπαια της παγανιστικής αρχαιότητας. Πρέπει να τεθεί μια βάση. Αν οι Νεοπαγανιστές από την μια εφαρμόζουν τα σημερινά κριτήρια όταν πρόκειται για τις χριστιανικές διώξεις κατά των παγανιστών, και από την άλλη εφαρμόζουν τα παλαιότερα αρχαία κριτήρια όταν πρόκειται για τα άσχημα της Αρχαιότητας λέγοντας πως «αυτά ήταν ζήτημα κοινωνικής εξέλιξης της τότε εποχής», τότε εφαρμόζουν δυο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορά την ερμηνεία του παρελθόντος, και αυτό δεν θα περάσει τόσο εύκολα, όσο νομίζουν.

Συνοψίζοντας: ούτε η αλήθεια καθ' εαυτή των χριστιανικών δογμάτων κρίνεται ορθή ή εσφαλμένη βάσει διάφορων πράξεων των Χριστιανών (που έγιναν δίχως την εντολή της Εκκλησίας) ούτε η ειλικρίνεια της πίστης των σημερινών Ελλήνων κρίνεται από τον πιθανό βίαιο κι άρα ανειλικρινή εκχριστιανισμό ορισμένων Ελλήνων πριν 16 αιώνες, και το κυριότερο, ούτε όλες οι πράξεις των Χριστιανών είναι αυτονόητο πως έχουν ως βάση την πίστη τους.

Είναι της μόδας στις μέρες μας να είναι ελκυστικές οι ιστορικές απόψεις κι «αιρετικές» ερμηνείες που αποκλίνουν από την επικρατούσα ερμηνεία. Επίσης το ρητό «η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές» ανάγεται σε αυταπόδεικτο αξίωμα και βάσει αυτού επιχειρείται η αμφισβήτηση της χριστιανικής ερμηνείας για τα αίτια της επικράτησης του Χριστιανισμού αφού «η ερμηνεία αυτή γράφτηκε από τους νικητές». Το «οι νικητές γράφουν την ιστορία» έντεχνα νοηματοδοτείται από τους Νεοπαγανιστές ως «η άποψη των ηττημένων είναι η σωστή αλλά αποσιωπάται». Όμως κάθε άλλο παρά αυταπόδεικτο είναι το αξίωμα ότι επειδή η ιστορία γράφεται (κυρίως) από τους νικητές, η ερμηνεία των νικητών είναι ψευδέστερη από αυτήν των ηττημένων. Ούτε κάθε «αιρετική» ερμηνεία της ιστορίας αξίζει απαραίτητα περισσότερη συμπάθεια από την κυρίαρχη ερμηνεία. Αν ίσχυαν οι αξιώσεις των αναθεωρητών και των συμπαθούντων τις «αιρετικές» απόψεις, κι αν απαραίτητα πρέπει – λόγω ουμανιστικής συμπόνοιας – να συμπαθούμε τους ηττημένους της Ιστορίας, τότε θα έπρεπε απαραίτητα να συμπαθήσουμε π.χ. τον Χίτλερ ή το Φασισμό. Αυτοί που θεωρούν σίγουρο ότι σε κάθε περίπτωση περισσότερη αλήθεια βρίσκεται στην ερμηνεία των ηττημένων, καλό θα ήταν, αν είναι τίμιοι, να υπερασπιστούν την ναζιστική ερμηνεία της Ιστορίας, αφού αυτήν την είχαν οι «καημένοι, οι ηττημένοι» Ναζί. Δεν ισχύει για κανένα λόγο λοιπόν η άποψη: «αξιωματικώς πάντοτε η Ιστορία που θα γραφόταν από τους ηττηθέντες θ’ αποτελούσε την εγκυρότερη όλων των Ιστοριών, αφού αυτή δεν θα αποτελούσε υπηρέτη κάποιων κρατούντων, αλλά απλώς μία τίμια φωνή ικανοποίησης της Θεάς Δικαιοσύνης και ηθικής, τουλάχιστον, αποκατάστασης κάποιων αμέτρητων πολλαπλά αδικηθέντων συνανθρώπων μας», εκτός κι αν οι ηττημένοι Ανθρωποθυσιαστές, Χριστιανοκτόνοι και Φιλοσοφοκτόνοι Ειδωλολάτρες, υπηρέτες των δικών τους κρατούντων και των δικών τους εξουσιαστικών ιδεολογημάτων, έπρεπε να «αποκατασταθούν» για χάρη της (ποιας;) «Δικαιοσύνης» – αυτής που έστελνε στα θηρία τους Χριστιανούς. Διότι, οι Νεοπαγανιστές αποσιωπούν το γεγονός ότι οι παγανιστές του 4ου ή του 5ου αι. μ.Χ., όταν έγραφαν τις ιστοριογραφίες τους, υπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα και τους δικούς τους κρατούντες – οι οποίοι απλώς έχασαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παγανιστές ιστορικοί δεν ήταν προκατειλημμένοι υπέρ αυτών των συμφερόντων, κρατούντων ή ότι τα παγανιστικά συμφέροντα ήταν δίκαια και οι παγανιστές κρατούντες είχαν το δίκαιο με το μέρος τους. Όταν π.χ. ο Ευνάπιος γράφει ότι η Αθήνα σώθηκε από τον βάρβαρο Αλάριχο χάρη σε θαυματουργική παρέμβαση... του θεού (!) Αχιλλέα ή όταν οι παγανιστές ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης υποστηρίζουν εντελώς σοβαρά ότι η παρακμή της Αυτοκρατορίας οφειλόταν στην... έλλειψη λατρείας προς τους «Θεούς», όταν ο κατά τα άλλα σοβαρός παγανιστής Πορφύριος ισχυρίζεται ότι εξαιτίας της λατρείας του Χριστού οι «θεοί» δεν σταμάτησαν μια επιδημία, όταν οι παγανιστές ιστοριογράφοι, όπως ο Ζώσιμος, σπιλώνουν τους πρώτους Χριστιανούς Αυτοκράτορες, τότε ασφαλώς θέλουν να επιβάλλουν την άποψη και την ιδεολογία τους λέγοντας συκοφαντικά παραμυθάκια κατά του Χριστιανισμού. Συνεπώς το αξίωμα πως πρέπει να συμπαθούμε την ερμηνεία των ηττημένων της Ιστορίας και την «αιρετική άποψη» ως εξ αντικειμένου «αληθέστερη» δεν ισχύει και μάλιστα αποπροσανατολίζει τις προσπάθειές μας για την εύρεση της αλήθειας. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες