του Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 76-80).
Όταν οι Προτεστάντες μας παρουσιάζονται δήθεν ως "υπερασπιστές" της Αγίας Γραφής, αποκρύπτουν (ή αγνοούν) ότι ο ιδρυτής τους Λούθηρος, την υποτιμούσε και τη ΝΟΘΕΥΕ με θρασσύτητα.
Η στάση τού Λουθήρου έναντι της Επιστολής τού Αγ. Ιακώβου είναι πολύ γνωστή. Πράγματι, ο Λούθηρος τοποθέτησε, όχι μόνο την Επιστολή τού Ιακώβου αλλά και την Προς Εβραίους Επιστολή, την Επιστολή τού Ιούδα, και την Αποκάλυψη, στο τέλος της Γερμανικής Βίβλου. Και το κριτήριό του (γι' αυτήν την τοποθέτηση) ήταν ότι αυτά τα βιβλία της Κ. Δ. στερούνται ευαγγελικής «καθαρότητας». Δεν ήταν ο πρώτος που το έκανε αυτό. Ο συνάδελφός του στο πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης, ο Carlstadt, εναντίον τού οποίου στράφηκε ο Λούθηρος αργότερα, είχε διακρίνει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και της Παλαιάς Διαθήκης πριν το κάνει ο Λούθηρος. Ήδη από το 1520 ο Carlstadt χώρισε ολόκληρη την Αγία Γραφή σε τρεις κατηγορίες βιβλίων: σε βιβλία «Ύψιστης αξίας» (libri summae dignitatis), μέσα στα οποία ο Carlstad περιέλαβε την Πεντάτευχο, καθώς και τα Ευαγγέλια σε βιβλία «δεύτερης αξίας» (libri secundae dignitatis), μέσα στα οποία περιέλαβε τους Προφήτες και δεκαπέντε Επιστολές και σε βιβλία «τρίτης αξίας» (libri tertiae dignitatis).
Ο Λούθηρος απέρριψε την Επιστολή τού Αγ. Ιακώβου από θεολογική άποψη αλλά την διατήρησε κατ' ανάγκη μέσα στη Γερμανική Βίβλο, αν και ως ένα είδος παραρτήματος. Το τέλος τού Προλόγου τού Λουθήρου στην έκδοσή του της Γερμανικής Βίβλου, ο οποίος παραλείφθηκε στις μεταγενέστερες εκδόσεις, γράφει στα Γερμανικά των χρόνων του: «Summa, Sanct Johannis Evangel, und seine erste Epistel, Sanct Paulus Epistel, sonderlich die zu den Romern, Galatern, Ephesern, und Sanct Peters erste Epistel. Das sind die Bucher, die dir Christum zeigen, und alles lehren, das dir zu wissen noth und selig ist ob du sohon kein ander Buch noch Lehre nummer sehest und horist. Darumb ist Sanct Jakobs Epistel ein recht strohern Epistel, gegen sie, denn sie doch kein evangelisch Art an ihr hat» «γι' αυτόν το λόγο η Επιστολή τού Αγ. Ιακώβου είναι εξολοκλήρου μια αχυρένια επιστολή, γιατί πράγματι δεν έχει καμιά ευαγγελική αξία μέσα της». Ο Λούθηρος την απέρριψε θεολογικά «διότι αυτή αναγνωρίζει δικαιοσύνη στα έργα σε πλήρη αντίθεση προς τον Παύλο και αλλά βιβλία της Αγίας Γραφής... διότι, ενώ επιχειρεί να διδάξει στο Χριστιανικό λαό, δεν μνημονεύει ούτε μια φορά το πάθος, την ανάσταση, το Πνεύμα του Χριστού. Ονομάζει μόνο δυο φορές τον Χριστό, άλλα δεν διδάσκει τίποτε γι' αυτόν, αποκαλεί το νόμο νόμο ελευθερίας, ενώ ο Παύλος τον αποκαλεί νόμο δουλείας, οργής, θανάτου και αμαρτίας».
Ο Λούθηρος προσθέτει ακόμα τη λέξη «μόνον» allein στο χωρίο Ρωμαίους 3:28 πριν από τη φράση «δια πίστεως» («πίστει») durch den Glauben - ακριβώς για να αντικρούσει το χωρίο 2:24 της Επιστολής του Ιακώβου: «Βλέπετε ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται από τα έργα και όχι μόνο από την πίστη» («οράτε ότι εξ έργων δικαιούται άνθρωπος και ουκ εκ πίστεως μόνον»). Κι' εκείνο που είναι χειρότερο είναι ότι ο Λούθηρος έγινε πολύ επιθετικός και αλαζονικός στην απάντησή του προς την κριτική ότι είχε προσθέσει τη λέξη «μόνον» στο Βιβλικό κείμενο: «Αν ο παπιστής σου κάνει πολύ ανώφελη φασαρία για τη λέξη sola, allein, πές του αμέσως: Ο Δόκτωρ Μαρτϊνος Λούθηρος θα το λέγει έτσι και λέγει: ο παπιστής και ο γάιδαρος είναι ένα πράγμα sic volo, sic jubeo, sit pro ratione voluntas (έτσι θέλω, έτσι αποφαίνομαι, ας είναι αντί της λογικής η θέληση). Γιατί δεν θέλουμε να είμαστε μαθητές και οπαδοί των Παπιστών, αλλά οι κύριοι και οι κριτές τους».
Ο Λούθηρος συνεχίζει με έναν σκωπτικό τρόπο την προσπάθεια να μιμηθεί τον Απ Παύλο στην απάντησή του προς τους αντιπάλους του. «Είναι αυτοί δόκτορες; Κι' εγώ είμαι. Είναι μορφωμένοι; Κι' εγώ είμαι. Είναι κήρυκες τού λόγου; Κι' εγώ είμαι. Είναι θεολόγοι; Κι' εγώ είμαι. Είναι φιλόσοφοι; Κι' εγώ είμαι. Είναι συγγραφείς βιβλίων; Κι’ εγώ είμαι. Και θα καυχηθώ περισσότερο: Μπορώ να μεταφράζω τους Ψαλμούς και τους Προφήτες, κάτι που αυτοί δεν μπορούν να κάνουν. Μπορώ να ερμηνεύω κάτι που αυτοί δεν μπορούν… Γι' αυτό η λέξη allein («μόνον») θα παραμείνει στην Καινή Διαθήκη μου, και όσο κι’ αν όλοι οι παπικοί γάιδαροι μανιάζουν και παθιάζονται δεν θα την βγάλουν από αυτήν». Σε μερικές Γερμανικές εκδόσεις η λέξη «allein» τυπώθηκε με μεγαλύτερα γράμματα! Μερικοί κριτικοί της μεταφράσεως τού Λουθήρου τον έχουν κατηγορήσει ότι μετέφραζε αυθαίρετα ανακριβώς για να στηρίξει τη θεολογική του άποψη. Ήδη από το 1523 ο Dr. Emser, ένας αντίπαλος του Λουθήρου, ισχυρίστηκε ότι η μετάφραση του Λουθήρου περιλάμβανε «χίλια γραμματικά λάθη και χίλια τετρακόσια αιρετικά σφάλματα». Αυτοί οι αριθμοί είναι υπερβολικοί, αλλά το γεγονός παραμένει ότι υπάρχουν πολυάριθμα λάθη στη μετάφραση του Λουθήρου.
Πράγματι, ολόκληρη η Μεταρρύθμιση, στην τάση της έναντι της Καινής Διαθήκης, είναι άκρως αντίθετη προς τη σκέψη του Αγ. Αυγουστίνου, του οποίου πολλές απόψεις εκτιμούσαν οι θεολόγοι της Μεταρρυθμίσεως, και πάνω στον οποίο αυτοί στηρίχθηκαν για να διατυπώσουν μερικές θεολογικές τους θέσεις, ιδιαίτερα ο Λούθηρος και ο Καλβίνος, τις θέσεις τους για τον προορισμό, την προπατορική αμαρτία, και την ακαταμάχητη χάρη πάνω σ' αυτό το θέμα, όπως και σε μερικά αλλά, δεν υπάρχει κοινό έδαφος ανάμεσα στον Λούθηρο και τον Καλβίνο αφενός, και τον Αγ. Αυγουστίνο αφετέρου. Ο Αγ. Αυγουστίνος έγραψε: «Δεν θα πίστευα το Ευαγγέλιο παρά μόνο όπως αυτό μεταδίδεται από την αυθεντία της Εκκλησίας» («ego evangelio non crederem nisi me moveret ecclesiae auctoritas»). Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Καλβίνος δεν αποδοκίμασε την Επιστολή τού Αγ. Ιακώβου.
Ο Λούθηρος τόσο καταλήφθηκε από την ανυπόστατη ιδέα μιας παθητικής δικαιοσύνης, τόσο εξαγριώθηκε από την εμπειρία του ως μοναχού με την άσκηση αυτού που ονόμαζε «δικαιοσύνη των έργων», τόσο σοβαρά πήρε την προσπάθειά του να δώσει μια ειδική ερμηνεία στη μία γραμμή της σκέψεως τού Απ Παύλου, ώστε έχασε την ίδια τη βάση από την οποία προέρχεται η θεολογική σκέψη του Αγ. Ιακώβου και αυτή είναι η πρωτοβουλία και το θέλημα του Θεού. Η κριτική του Λουθήρου ότι ο Αγ. Ιάκωβος δεν αναφέρει το πάθος, την ανάσταση, και το Πνεύμα τού Χριστού είναι ανόητη, γιατί οι αναγνώστες του γνώριζαν την αποστολική παρακαταθήκη. Δεν υπήρχε ανάγκη να μνημονεύσει την ίδια τη βάση και την ουσία της ζωντανής πίστεως που ήταν γνωστή σ' αυτούς που θα διάβαζαν την επιστολή. Μια τέτοια κριτική από το Λούθηρο φανερώνει την τεράστια έλλειψη αισθήσεως για την ιστορική ζωή της Πρώτης Εκκλησίας, γιατί η Εκκλησία υπήρχε και είναι από την Εκκλησία και προς την Εκκλησία που οι επιστολές γράφονται. Ιστορικά, η Εκκλησία υπήρχε πριν γραφτεί οποιοδήποτε από τα κείμενα της «Καινής Διαθήκης». Η Εκκλησία υπήρχε βασισμένη στην προφορική παράδοση που πήρε από τους Αποστόλους, όπως φαίνεται καθαρά μέσα στις σελίδες της ίδιας της Καινής Διαθήκης.
Η ίδια η βάση του θεολογικού οράματος τού Αγ. Ιακώβου είναι το θέλημα τού Θεού. Στο χωρίο 1: 17-18 ο Αγ. Ιάκωβος γράφει: «Κάθε δόση καλή και κάθε δώρο τέλειο είναι άνωθεν, έρχεται από τον Πατέρα των φώτων, στον οποίον δεν υπάρχει αλλαγή ή επισκίαση από μετατροπή. Επειδή το ήθελε, μας γέννησε με το λόγο της αληθείας, ώστε να είμαστε ένα είδος απαρχής των δημιουργημάτων του» («πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον από τον Πατρός των φώτων, παρ' ω ουκ ένι παραλλαγή η τροπής αποσκίασμα. Βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν τινα των αυτού κτισμάτων»). Στο χωρίο 4:15 ο Αγ. Ιάκωβος γράφει: «Να λέτε μάλλον: Εάν θέλει ο Κύριος, θα ζήσουμε και θα κάνουμε τούτο ή εκείνο» («αντί του λέγειν υμάς' εάν ο Κύριος θελήση, και ζήσομεν και ποιήσομεν τούτο ή εκείνο»).
Ένα θεολογικά αδύνατο κείμενο στην Επιστολή τού Αγ. Ιακώβου είναι στο χωρίο 4:8: «πλησιάσετε προς τον Θεό και θα σας πλησιάσει και αυτός» («εγγίσατε τω Θεώ, και εγγιεί υμίν»). Λαμβανόμενο καθεαυτό, ηχεί Πελαγιανιστικά. Και στη μοναστική και ασκητική γραμματεία συναντά κανείς συχνά τέτοιες εκφράσεις. Αλλά η σημασία τέτοιων εκφράσεων και σ' αυτήν την επιστολή και στη μοναστική και ασκητική γραμματεία πρέπει να νοηθεί μέσα στο συνολικό τους πλαίσιο. Από τη στιγμή που η συνεργία της λυτρωτικής διαδικασίας θα αρχίσει μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, η υπαρξιακή αμοιβαιότητα της θείας Χάριτος και της ανθρώπινης ανταποκρίσεως είναι τόσο δυναμική ώστε μπορεί κανείς, τρόπον τινά, να χρησιμοποιεί τέτοιες εκφράσεις, ακριβώς γιατί υποτίθεται ότι ο Θεός έχει κάνει την αρχή και ότι η χάρη εργάζεται πάντα μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, μέσα στα βάθη του εσωτερικού τού ανθρώπου όπως επίσης και στην εξωτερική ζωή. Το κείμενο αυτό της Επιστολής τού Αγ. Ιακώβου πρέπει να νοηθεί μέσα στα συμφραζόμενα των χωρίων 1:18 και 4:15. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του κειμένου προηγείται το: «υποταχθήτε, λοιπόν, στο Θεό» («υποτάγητε ουν τω Θεώ»). Με την «υποταγή μας στον Θεό», εμφανίζεται ήδη μια σχέση, μια σχέση η οποία προϋποθέτει την πρωτοβουλία του Θεού και την ανταπόκριση του ανθρώπου.
Η Επιστολή τού Αγ. Ιακώβου περιέχει πολλές εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη μοναστική και ασκητική ζωή. Ο πειρασμός (1:14), τα πάθη (4:1), ο καθαρμός, ο εξαγνισμός, η ταπείνωση κάποιου (4:8), και «λυπηθήτε, πενθήσετε, και κλάψετε» (4:9) «ταλαιπωρήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε». Οι αποκαλυπτικοί λόγοι κατά των πλουσίων στο χωρίο 5:1-6 στηρίζουν το μοναστικό όρκο της «πτώχειας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου