28. "Ο Χριστιανισμός με το αντιφυσικό του πνεύμα στράφηκε κατά του Διόνυσου και ό,τι αυτός εκπροσωπεί, δηλαδή το θέατρο, την τέχνη, τη μουσική, την απόλαυση και χαρά της ζωής και του κόσμου. Ακόμη και το γέλιο θεώρησαν «αμαρτία»!"
«Είπαμε πως στις διηγήσεις δεν μάς χρειάζονται καθόλου ούτε θρήνοι ούτε μοιρολόγια.
Όχι βέβαια.
Ποιες λοιπόν είναι οι θρηνητικές μελωδίες; Πές μου, αφού εσύ είσαι μουσικός.
Η μειξολυδιστί και η συντολυδιστί και κάτι άλλες τέτοιες.
Αυτές λοιπόν πρέπει να βγαίνουν από τη μέση˙ γιατί είναι άχρηστες, όχι μόνο για τους άνδρες, αλλά και για τις γυναίκες, για εκείνες τουλάχιστο που εννοούν να φυλάγουν την αξιοπρέπειά τους.
Έτσι είναι βέβαια.
Όμως και τη μέθη και τη μαλθακότητα και την οκνηρία τα θεωρώ πράγματα που δέν ταιριάζουν καθόλου στους φρουρούς μας.
Και πώς όχι;
Ποιες λοιπόν αρμονίες είναι μαλθακές, οι οποίες και συνηθίζονται στα συμπόσια;
Η ιωνική και η λυδική, που τις λένε και χαλαρές.
(...)
Δε θα χρειαστούμε λοιπόν στα άσματα και στις μελωδίες μας όργανα πολύχορδα και με πολλές αρμονίες.
Όχι, καθώς φαίνεται.
Η λύρα λοιπόν και η κιθάρα μένουν, τα μόνα χρήσιμα για την πόλη μας, και το πολύ κανένα σουραύλι για τους βοσκούς στην εξοχή» (Πολιτεία 398e και 399).
Είναι γνωστός ο παγανιστικός ισχυρισμός ότι οι αρχαίοι ήταν οι εύθυμοι κλπ και μετά ήρθε ο Χριστιανισμός και απαγόρευσε το γέλιο. Και φέρνουν ως παράδειγμα τις «αυστηρές» εικόνες και τα αρχαία αγάλματα. Ο Πλάτωνας (Πολιτεία Γ', 388e) γράφει:
«(οι νέοι) ούτε και να αγαπούν τα γέλια δεν πρέπει. Γιατί όταν κανείς παραδίνεται σε δυνατό γέλιο, αυτό απαιτεί και μια δυνατή μεταβολή στην ψυχή.
Χωρίς αμφιβολία.
Ούτε λοιπόν αν παρισταίνη κανείς ανθρώπους σπουδαίους να τους πιάνουν ακράτητα γέλια, πρέπει να το παραδεχόμαστε, μα πολύ περισσότερο τους θεούς».
Αφού οι αρχαίοι Έλληνες γελούσαν και απολάμβαναν τη ζωή, μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ελληνικότητα όσων από αυτούς δεν γελούσαν; Τι έφταιγε κι αυτοί δεν γελούσαν; «Λένε ότι δεν είδαν ποτέ τον Αναξαγόρα τον Κλαζομένιο να γελά ή να χαμογελά. Λένε και ότι ο Αριστόξενος ήταν εχθρικός προς το γέλιο. Και για τον Ηράκλειτο, ότι σε όλη του τη ζωή έκλαιγε» (Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 8, 13: «Ἀναξαγόραν τὸν Κλαζομνένιόν φασι μήτε γελῶντά ποτε ὀφθῆναι μήτε μειδιῶντα τὴν ἀρχήν. λέγουσι δὲ καὶ Ἀριστόξενον τῷ γέλωτι ἀνὰ κράτος πολέμιον γενέσθαι˙ Ἡράκλειτόν τε, ὅτι πάντα τὰ ἐν τῷ βίῳ ἔκλαεν»). Όσο για τον Εμπεδοκλή, αυτός «ήταν πάντα σκυθρωπός και κρατούσε αυτή την σοβαρότητα στη συμπεριφορά» (Διογένης Λαέρτης, VIII, 73).
Ο Θέογνις ισχυρίζεται (Α' Ελεγεία, στ. 425-428): «Πάντων μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον,/ μηδ' ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἡέλιου,/ φύντα δ' ὅπως ὤκιστα πύλας Ἀΐδαο περῆσαι/ καὶ κεῖσθαι πολλὴν γῆν ἐπαμηςάμενον», δηλαδή «Το καλύτερο απ' όλα είναι για τους θνητούς να μη γεννηθούν / μήτε ν' αντικρίσουν τις διαπεραστικές αχτίνες του ήλιου˙ / μα σαν κανείς γεννηθεί, το καλύτερο είναι να περάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα τις πύλες του Άδη / και να κείτεται έχοντας στοιβάξει από πάνω του χώμα πολύ». Ο Θέογνις έζησε τον 6ο π.Χ. αι. πολύ πριν την υποτιθέμενη (αλλά ανύπαρκτη) μετακλασσική «ελληνική παρακμή».
Ο Όμηρος βάζει τον Δία να λέει (Ιλιάδας Ρ, 445-446) «Θλιβερότερο του ανθρώπου δεν υπάρχει, / κανένα από όσα στη γη κινούνται και αναπνέουν».
Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ως σκιᾶς ὄναρ, όνειρο σκιάς δηλαδή (Πυθιόνικοι, 8, 36).
Ο Σοφοκλής εξισώνει την ανθρώπινη ύπαρξη με το μηδέν (Οιδίπους Τύραννος, στ. 1186-1195): «Αλίμονο, γενιές των ανθρώπων, / τη ζωή σας λογιάζω παρόμια / με το τίποτα. / Ποιος θνητός, τάχα ποιος / περισσότερη νιώθει ευτυχία / παρ' όση νομίζουν πως έχει, / που κι αυτή σβήνει αμέσως; / Τη δική σου παράδειγμα παίρνω, / δύστυχε Οιδίπου, τη μοίρα, / και δε μακαρίζω κανένα».
Αλλά πολύ πιο πίσω, στα Έργα και Ημέραι του Ησίοδου παρατηρούμε το μαύρο σκοτάδι της απαισιοδοξίας για το μέλλον του ανθρώπου να κυριαρχεί στη σκέψη του Ησίοδου (στ.174-178 και 200-201):
Μηκέτ' ἔπειτ' ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
ἀνδράσιν, ἀλλ' ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
Νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον˙ οὐδέ ποτ' ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος, οὐδέ τινι νύκτωρ
φθειρόμενοι, χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
.......................................................................................
τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώπισοι˙ κακοῦ δ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
Δηλαδή: «Ω! Νάθε μη γεννιώμουνα τώρα στο πέμπτο γένος εγώ, μα ή πριν να πέθαινα ή ύστερα να ερχόμουν. Τώρα το σιδερένιο πια το γένος είναι. Ούτε πια μέρα ο κάματος για τους ανθρώπους θα σταθή κι ο αγώνας, μήτε νύχτα θα πάψουνε να τους σαρακοτρώνε οι έγνοιες, οι φοβερές που δίνουνε οι αθάνατοι έγνοιες. (...) Τα θλιβερά τα βάσανα μόνο θα μείνουν για τους ανθρώπους. Και για τις συμφορές αυτές καμμιά γιατρειά δεν είναι». Το τελευταίο γένος, αυτό στο οποίο ανήκει ο Ησίοδος και όλοι μας, έχει κακό τέλος. Είτε θα το αφανίσει ο Δίας (στ. 180) είτε δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ θεραπεία για τη δυστυχία του. Πράγματι, αυτό κι αν δεν είναι η χαρά της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, την οποία απαγόρευσε ο Χριστιανισμός!
Αναρωτάται κανείς τι απομένει από τον «διονυσιασμό» έπειτα από την αναμόρφωσηπου ο Πλατωνισμός προτείνει˙ αναρωτάται επίσης κανείς, πόσο υποκριτής πρέπει να είναι κανείς, για να κατηγορεί τον Χριστιανισμό για κάτι που ο Πλατωνισμός διακηρύσσει 4 αιώνες πριν, την επιδίωξη καταστροφής του Διονυσιασμού. Αλλά οι Νεοπαγανιστές δεν τολμάνε να τα βάλουν με τον Πλάτωνα κατηγορώντας τον ως «ανθέλληνα», ως «φονιά της γενεσιουργού αιτίας της αρχαιοελληνικής τέχνης», ως «καταστροφέα του Διονυσιακού πνεύματος» και άλλες παρόμοιες αστειότητες. Θα ήταν γελοιότητα να αρνηθούν την ελληνικότητα στον κατεξοχήν Έλληνα, μόνο και μόνο επειδή αυτός δεν συμφωνούσε με τα βίτσια τους. Μόνο με τον Χριστιανισμό ξέρουν να τα λένε αυτά, μόνο τον Χριστιανισμό ξέρουν να κατηγορούν.
Ο Πλάτων απαγορεύει σε ελεύθερους πολίτες να ασχολούνται με την κωμωδία: «Τέτοιες μιμήσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά αλλά να γίνονται μόνο από δούλους ή μισθωτούς ξένους. Οι ελεύθεροι πολίτες, δεν πρέπει ν' ασχολούνται καθόλου μ' αυτά τα πράγματα. Μ' αυτόν το νόμο και τη λογική θα ρυθμιστούν οι αστείες καταστάσεις που τις ονομάσαμε κωμωδία» (Νόμοι 816e).
Ο Ευ. Παπανούτσος αναφέρει για την ιδεολογία του Πλάτωνα τα εξής: «Μόνο με το θάνατο του σώματος, διδάσκει και ο «Φαίδων», η ψυχή κατορθώνει να ζήσει τη δική της ζωή˙ (..) Γιατί, τι είναι κυρίως ο θάνατος; Ολοφάνερα το λύσιμο της ψυχής από το σώμα, η απελευθέρωσή της από τα δεσμά του, η περισυλλογή στον εαυτό της (64c, 67d). Μια τέτοια αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα επιδιώκει ακριβώς ο φιλόσοφος απαρνούμενος τις αισθησιακές ηδονές, νεκρώνοντας τις επιθυμίες, αποφεύγοντας την απάτη των οργάνων του σώματος, των αισθήσεων. Γι' αυτόν λοιπόν ο θάνατος όχι μόνο κακό δεν είναι, όπως νομίζει ο μωρός όχλος (68d), αλλά ίσα-ίσα, ο επιθυμητός στόχος. (..) Γιατί σ' αυτό τον κόσμο ο φιλόσοφος είναι σα ξένος που δε ξέρει πώς να βολευτεί˙ το σώμα του διαμένει βέβαια στη γή, το πνεύμα του όμως πετάει στον ουρανό, επειδή δεν μπορεί να βρει κανένα νόημα στα γήινα πράγματα και τις απασχολήσεις της μάζας τις θεωρεί ανάξιές του. (Θεαίτ. 173e.) (..) Και υποστηρίζει ότι τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο, και γι' αυτό ακόμη το σώμα, από τη νέκρωσή του: «σώματι διαλύσεως οὐκ ἔστιν ἢ κρεῖττον» (Νόμοι 828d)» (Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, εκδ. Δωδώνη, σ. 82, 84). Επιπλέον, όπως έχουμε δει, ο Ιουλιανός απαιχθανόταν το Θέατρο και τον Ιππόδρομο. Κυριολεκτικά το σιχαινόταν, όπως γράφει στονΑντιοχικό (δες κεφάλαιο περί Ιουλιανού). Αυτόν, γιατί δεν τον κατηγορούν, ότι επιτέθηκε στον Διόνυσο επιτιθέμενος στο Θέατρο;
Πηγή: Ενάντια στην αρχαιοπληξία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου