32. "Η αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικώς ανεκτική, ενώ το Βυζάντιο και οι Χριστιανοί, ως μονοθεϊστές, ήταν μη ανεκτικοί".
Απάντηση: Αφού οι αρχαίοι ήταν θρησκευτικώς ανεκτικοί, γιατί οι δούλοι έπρεπε να έχουν την θρησκεία των κυρίων τους (αλλάζοντας υποχρεωτικά θεούς και λατρεία κάθε φορά που πωλούνταν σε άλλο κύριο); Αφού οι αρχαίοι ήταν ανεκτικοί θρησκευτικώς, γιατί δεν μπορούσε μια θεότητα ξένη, δηλαδή όχι θεότητα της πόλης-κράτους, να έχει ναό κτισμένο, αλλά έπρεπε ειδική επιτροπή της πόλεως να συνεδριάσει πρώτα για να συζητήσει άν έπρεπε να επιτραπεί χτίσιμο ναού ξένης θεότητας; Αφού η αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικώς ανεκτική, γιατί τιμωρούνταν βαρύτατα όσοι πολίτες αμελούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα προς τους θεσμοθετημένους θεούς της πόλης όπου ζούσαν; Γιατί υπήρχαν τόσο αυστηροί νόμοι λοιπών κατά ξένων λατρειών, αφού οι αρχαίοι ήταν πολυθεϊστές και (δήθεν) συνεπώς ανεκτικοί;
Σε κανέναν αρχαιολάτρη δεν θα άρεσε να τιμωρείται από το κράτος όποιος δεν πηγαίνει στην εκκλησία τις Κυριακές. Γιατί τότε δεν αναγνωρίζει πως η αρχαία εποχή που επέβαλε τιμωρίες σε όποιον δεν θυσιάζε στους Θεούς της πόλης του, ήταν θρησκευτικώς μη ανεκτική; «Η αθηναϊκή νομοθεσία προέβλεπε ποινές για όσους αρνούνταν να τιμήσουν θρησκευτικά μια εθνική εορτή (Πολυδεύκης, 8, 46, Ουλπιανός, Σχολ. στο Δημοσθένη, Κατά Μειδίου)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349).
Και απ' αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται πως οι Νεοπαγανιστές και πολλοί εκδυτικισμένοι αρχαιολάτρες συγχέουν την ύπαρξη πολλών θεών με το δικαίωμα να λατρεύει κάποιος τους μη θεσμοθετημένους από την πόλη του θεούς ή με το δικαίωμα να αρνείται να λατρέψει τους θεούς που όρισε η πόλη. Η ύπαρξη πολλών θεών δεν σχετίζονταν με το δικαίωμα να απορρίπτεις τον θεό της πόλης χάριν κάποιου άλλου θεού. Τέτοια δικαιώματα δεν δίνονταν από την αρχαία πόλη. Ουδέποτε είχε το δικαίωμα κανείς να αρνηθεί τον θεό της πόλης και να διαλέξει κάποιον άλλον από τους υπόλοιπους εφτακόσιους. Αμέσως καταδικαζόταν από τα δικαστήρια.
Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349). Γι' αυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν λογάριαζε για θεούς, τους θεούς που δεχόταν η Αθήνα («Ἀδικεῖ Σωκράτης οὕς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων», Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). Τρομερό έγκλημα διέπραξε ο Σωκράτης! Αυτή ήταν η τεράστια θρησκευτική ελευθερία που έδινε ο πολυθεϊσμός σχετικά με τον μονοθεϊσμό (Δεν έχει σημασία, φυσικά, αν ο Σωκράτης πίστευε ή δεν πίστευε στους θεούς˙ σημασία έχει ότι ο αθηναϊκός νόμος θεωρούσε νομικό αδίκημα την απιστία στην επίσημη κρατική θρησκεία του πολυθεϊσμού.).
«Η ιδέα λοιπόν ότι κάθε επιμέρους όψη της πραγματικότητας πρέπει να εξουσιάζεται από ένα θείο ον προκαλεί την ισαριθμία τέτοιων όψεων και θεοτήτων και συνεπώς τον πολυθεϊσμό. Από τη βασική αυτή στον πολυθεϊσμό ιδέα, της ισαριθμίας, προέρχεται και η λεγόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού: στο ήδη υπάρχον πάνθεο μπορούν να μπουν όσες θεότητες αντιστοιχούν σε νέες ή μη ακόμα εξουσιαζόμενες από κάποια θεότητα όψεις της πραγματικότητας. Όμως κάποια που ήδη εξουσιάζεται αλλάζει θεότητα μόνο με ανατροπή της παλιάς. Έτσι η ανοχή συνυπάρχει με αυτή την, ιδιάζουσα στον πολυθεϊσμό, αποκλειστικότητα. Κάτι επίσης που πρέπει να προστεθεί σχετικά με την ανοχή , είναι ότι αυτή αφορά μόνο θεότητες. Μ' άλλα λόγια ένα πολυθεϊστικό σύστημα απορροφά από άλλες θρησκείες μόνο θεία όντα, τα οποία προσθέτει στα ήδη υπάρχοντα δικά του, και κατά κανόνα όχι την ίδια την άλλη θρησκεία, εφόσον αυτή υπηρετεί διαφορετικό σκοπό από την προαγωγή διάφορων εγκοσμίων πραγματικοτήτων, που είναι ο συνηθέστερος , κύριος σκοπός του πολυθεϊσμού. (....) Συνεπώς η ονομαζόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού αποτελεί απλώς μια διαδικασία απορρόφησης και προσθήκης νέων θεοτήτων και όχι θρησκειών. Μ' άλλα λόγια μια επέκταση της ήδη υπάρχουσας βασικής του ιδέας, των πολλών θείων όντων, και όχι μια πρόσληψη του πραγματικά διαφορετικού. Υπό το ίδιο φως πρέπει να θεωρηθεί και η αντιπαράθεση, στη σύγχρονη συζήτηση, του μονοθεϊσμού ως μερικής αλήθειας και του πολυθεϊσμού ως περιεκτικής» (Σ. Παπαλεξανδρόπουλου, «Πολυθεϊσμός και Μονοθεϊσμός: δύο τύποι θρησκείας», Σύναξη, τ. 84). Με άλλα λόγια η δήθεν «ανεκτικότητα» του πολυθεϊσμού δεν αφορά την ανοχή προς άλλες θρησκείες˙ απόδειξη είναι οι διωγμοί κατά του Χριστιανισμού. Η «ανεκτικότητα» αυτή αφορά την ταύτιση παλιών με νέες θεότητες, ή την τοποθέτησή τους «εκεί» που πιστεύεται ότι έχουν εξουσία. Διαφορετικά, υπάρχει αμείλικτος διωγμός.
Ακόμη και η αυθαίρετη εισαγωγή στην πόλη μιας ξένης θρησκείας από μερικούς πολίτες της, απαγορευόταν αυστηρά. Όχι τίποτε άλλο, αλλά το αναφέρουμε, για να πάψει η προπαγάνδα των Νεοπαγανιστών, ότι το κακό Ελληνικό κράτος δεν τους αναγνωρίζει, ενώ η Αρχαιότητα επέτρεπε στους πολίτες να θρησκεύονται όπως αυτοί ήθελαν. «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημά της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημοσθένη 19, 281)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304).
Επιπλέον ακόμη και η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας «ικετηρία» στο βωμό του Ελευσίνιου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ' ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306-307).
Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα: ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματά τους» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο Κικέρωνας (De legibus, II, 8: nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο. Παρατηρούμε ότι οι Νεοπαγανιστές ψεύδονται, όταν μιλάν για θρησκευτική ανοχή, διότι τόσο εμείς οι Έλληνες όσο και οι Λατίνοι δεν ήταν ανεκτικοί. Για ποιο λόγο ο Πλάτωνας θα έγραφε «χρειάζεται ένας γενικός νόμος, που δε θα επιτρέπει παράνομες πράξεις λατρείας»; (Νόμοι, 909d). Είναι προφανές πόσο υποκριτές είναι αυτοί που ωρύονται για τους νόμους του Θεοδόσιου, αλλά σιωπούν για την «ανεξίθρησκη» στοχοθεσία και νομοθεσία των Αρχαίων Ειδωλολατρών.
«Στη Ρώμη και στην Αθήνα δεν επιτρεπόταν στον ξένο να αποκτήσει ιδιοκτησία, δεν μπορούσε να παντρευτεί, και αν παντρευόταν ο γάμος δεν είχε ισχύ και τα παιδιά του θεωρούνταν νόθα. Δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο με έναν πολίτη, διότι ο νόμος σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε την εγκυρότητα του συμβολαίου. Αρχικά, δεν του επιτρεπόταν να συμμετέχει ούτε στο εμπόριο. Αν διέπραττε έγκλημα τον μεταχειρίζονταν ως σκλάβο και τον τιμωρούσαν χωρίς δικαστική απόφαση, εφόσον η πόλη δεν ήταν υποχρεωμένη να του παράσχει νομική προστασία. Ο Δημοσθένης μάς αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα και σκέψεις των Αθηναίων: «Έπρεπε να διατηρήσουν την αγνότητα των θυσιών» και με τον αποκλεισμό του ξένου «προστάτευαν την ιερή τελετή». Οι άνθρωποι της αρχαίας πόλης γνώριζαν ότι οι Θεοί της πόλης αποστρέφονταν τους ξένους και ότι η παρουσία των νεοφερμένων θα καθιστούσε πιθανότατα τη θυσία ανώφελη. Κανείς δεν μπορούσε να ασπάζεται συγχρόνως δύο θρησκείες». Τάδε έφη Γκυστάβ Ντε Φουλάνς στο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΣ». Όμως η πανεπιστημιακός Μ. Τζανή υποστηρίζει (Δαυλός, τ. 226): «Δεν μπορούν οι Έλληνες να έχουν ως θεό τους το ρατσιστή Γιαχβέ». Τα σχόλια είναι περιττά.
Πηγή: Ενάντια στην αρχαιοπληξία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου