31. "Η θεοποίηση ανθρώπων δεν ήταν αρχαιοελληνικό φαινόμενο. Την έφερε από την Ασία ο Αλέξανδρος. Δεν είναι κάτι, για το οποίο πρέπει να κατηγορηθεί η κοσμοαντίληψη των Εθνικών της αρχαίας Ελλάδας. Ειδικότερα, ο Αλέξανδρος είναι ηθικά υπόλογος, διότι ουσιαστικά εξασιάτισε την Ελλάδα (και δεν εξελληνίστηκε η Ασία), αφού με τη θεοποίηση του οδήγησε στο φαινόμενο οι μετέπειτα μονάρχες αλλά και ο λαός να θεωρούν φυσιολογικό ο μονάρχης να είναι ζώντας θεός".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι γεγονός ότι η αυτοθεοποίηση του Μέγα Αλεξάνδρου είναι κάτι το αρνητικό και από αυτόν πρωτοάρχισαν να θεοποιούνται οι ελληνιστικοί βασιλείς και μετά οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Είναι το μόνο αρνητικό ίσως που μπορεί να αποδοθεί στον Μεγαλέξανδρο, και είναι αυτός που «εγκαινίασε» το έθιμο αυτό. Όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, απ' όσο πιστεύουν οι νεοπαγανιστές:
Στην ειδωλολατρική αρχαιότητα ως γνωστόν η έννοια του «θεού» και του «θείου» δεν προσδιορίζονταν από το «απόλυτο» ή το «άπειρο», όπως στον Χριστιανισμό. Οι ειδωλολατρικοί μυθολογικοί θεοί δεν ήταν «τέλειοι» ούτε ήταν το Απόλυτο. Ήταν ατελείς, και αυτό που τους χαρακτήριζε, πέραν της αθανασίας, ήταν ότι το «θείο» σήμαινε απλώς το «πάνω από τον άνθρωπο» και τα ανθρώπινα μέτρα και δυνάμεις. Ο Δίας π.χ. δεν ήταν πάνσοφος, δηλαδή τέλειος, αλλά ήταν απλώς σοφότερος από τους ανθρώπους. Έτσι, ο «θεός» για τους ειδωλολάτρες ήταν κάτι απλώς πέρα από τον άνθρωπο, κι όχι «το» τέλειο. Υπό αυτήν την αντίληψη για το θείον, η λατρεία κάποιων ανθρώπων ως θεών δεν φαντάζει παράξενη ή καταδικαστέα. Έτσι κι αλλιώς οι βασιλείς ήταν κατά κάποιον τρόπο «πάνω από τους (υπόλοιπους) ανθρώπους»˙ πιο δυνατοί. Μπορούσαν έτσι να θεοποιηθούν. Αθάνατοι δεν ήταν βέβαια, αλλά με λίγες ειδωλολατρικές θεωρίες περί μετενσάρκωσης, και με λίγη αρχαία φιλοσοφική σάλτσα, όλα λυνόταν. Δεν υπήρχε πρόβλημα για τον υπόλοιπο κόσμο. Απλώς έπρεπε να αποδεικνύουν (π.χ. στους πολέμους) ότι ήταν θεοί, δηλαδή ανίκητοι. Το αν ο «θεός» κατέχει την τελειότητα ή όχι, κάνει τη διαφορά που επιτρέπει ή απαγορεύει την θεοποίηση ανθρώπων. Βλέπουμε δηλαδή, πως η παγανιστική αντίληψη ότι ο «θεός» δεν είναι «τέλειος», οδηγεί σε θεοποίηση των πιο ισχυρών, των πιο δυνατών ανθρώπων.
Από το «θεός = ανώτερο από τους ανθρώπους ον (αλλά όχι τέλειο)» ώς το «θεός = ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους ον» η απόσταση είναι πολύ μικρή. Αυτό απεδείχθη στην πράξη, και αυτή η απόδειξη της Ιστορίας κάνει περιττή οποιανδήποτε άλλη.
Δεν διέπραξε ο Μεγαλέξανδρος κάτι εξωφρενικό, αν κρίνουμε τη θεοποίησή του από παγανιστική οπτική. Αλλά από Χριστιανική είναι παράλογο, αφού μόνο ο Θεός είναι Τέλειος και Απόλυτο και του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός θεός. Κάτι που πάντα ξεχνούν οι νεοπαγανιστές που κατακρίνουν τον Μεγαλέξανδρο είναι πως μόνο οι Χριστιανοί τόλμησαν έμπρακτα (κι όχι με φιλοσοφικά υποννοούμενα και αστειάκια) να αρνηθούν στους αυτοκράτορες το «δικαίωμα» να λέγονται θεοί. Οι ειδωλολάτρες, με την απαράδεκτη ιδέα ότι ο θεός, ή οι θεοί, δεν είναι τέλειος, ούτε που σκέφτηκαν να πράξουν ό,τι οι Χριστιανοί.
Η σχετική κραυγή των φιλάθλων ή άλλων προς τα αθλητικά και όχι μόνο είδωλα τους «είσαι θεός» αποδεικνύει πόσο εύκολα κάποιος άνθρωπος που είναι ασυναγώνιστα ανώτερος από τους κοινούς θνητούς σε κάτι, μπορεί να λάβει το χαρακτηρισμό «θεός». Μόνο που σήμερα δεν κυριολεκτούν, διότι «θεός» σημαίνει το τέλειο ον˙ ενώ στην παγανιστική αρχαιότητα το εννοούσαν, επειδή το θεός σήμαινε απλώς το «παραπάνω από τους (κοινούς ή τους περισσότερους) ανθρώπους» ον, η παρένθεση υπονοείται. ΟΧΙ το "τέλειο".
«Ότι η ελληνιστική προσωπολατρία ήταν πάντοτε ανειλικρινής ότι ήταν ένα πολιτικό κόλπο και τίποτε περισσότερο, κανένας, νομίζω δεν θα το πιστέψει από αυτούς που παρατηρούν στην εποχή μας να αυξάνει συνεχώς η μαζική κολακεία προς τους δικτάτορες, τους βασιλιάδες, κι όταν αυτοί ελλείπουν, στους αθλητές» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 152).
Όπως και να χει, είναι ανιστόρητο επιχείρημα, οι νεοπαγανιστές να ισχυρίζονται πως η θεοποίηση του ηγεμόνα δεν είναι αρχαιοελληνικό και παγανιστικό έθιμο. Το τι είναι ή τι δεν είναι αρχαιοελληνικό, δε θα μας το πουν δυο τρεις «Νεοπαγανιστές», που εμφανίστηκαν ως νεοπαγανιστές την δεκαετία του 1990, αλλά η αρχαία ελληνική ιστορία. Θεοποιήσεις γίνονταν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από τον 4ο π.Χ. αιώνα ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή επί 700 περίπου χρόνια. «Μικρό διάστημα», βεβαίως! Ουδόλως αντιπροσωπευτικό του αρχαίου ήθους και πολιτισμού! «Λεπτομέρειες»! Τέτοια λένε οι Ν/Π για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και τα προφανή. Ωστόσο, η θεοποίηση του ηγεμόνα είναι καθαρώς ειδωλολατρικό φαινόμενο και, εφόσον γινόταν επί 700 έτη περίπου στον αρχαιοελληνικό κόσμο, είναι αρχαιοελληνικότατο, ακόμη και αν δεν έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Δεν χρειάζεται μια παράδοση να έχει μυκηναϊκή ή αρχαϊκή προέλευση, για να είναι αρχαιοελληνική. Αφού οι ειδωλολάτρες της Αρχαιότητας το δέχτηκαν και κανείς δεν αντέδρασε, είναι αντιφατικό να εμφανίζονται έπειτα από 20 αιώνες κάποιοι, που θέλουν να είναι συνεχιστές των αρχαίων ειδωλολατρών και ταυτόχρονα να είναι ενάντιοι στην ειδωλολατρική παράδοση της αρχαιότητας. Άλλωστε και πριν τον Αλέξανδρο θεοποιούνταν (απλώς μεταθανάτια μόνο) οι ολυμπιονίκες και άλλοι. Από πού κι ώς πού πεθαμένοι ανακηρύσσονταν «φυσικές δυνάμεις»;
Όσο για τον Μέγα Αλέξανδρο, τον οποίο συκοφαντούν και βρίζουν ορισμένοι νεοπαγανιστές, αναφορικά με τη θεοποίηση του, θα πούμε πως όταν αυτός είχε γίνει κοσμοκράτορας και τον κολάκευαν στην Ασία και τον έλεγαν θεό, έλεγε στους Έλληνες του περιβάλλοντος του με κάποια αστειότητα, ότι από δύο τεκμήρια είναι σίγουρος ότι δεν είναι θεός˙ από το ότι κοιμάται και το ότι συνουσιάζεται (Πλούταρχου Αλέξανδρος 22, 6). Έδειξε έτσι ο Αλέξανδρος πόσο περιφρονούσε τους θεούς (που συνουσιάζονταν και κοιμούνταν, όπως οι θνητοί) τους οποίους θέλουν να επαναφέρουν οι νεοπαγανιστές, αλλά και την υψηλότατη (αν και προχριστιανική) θεολογία του (θα τον είχε διδάξει, ασφαλώς, αυτά ο Αριστοτέλης). Επίσης έδειξε πόσο σοβαρά πίστευε τα περί θεοποιήσεως του.
Από το «θεός = ανώτερο από τους ανθρώπους ον (αλλά όχι τέλειο)» ώς το «θεός = ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους ον» η απόσταση είναι πολύ μικρή. Αυτό απεδείχθη στην πράξη, και αυτή η απόδειξη της Ιστορίας κάνει περιττή οποιανδήποτε άλλη.
Δεν διέπραξε ο Μεγαλέξανδρος κάτι εξωφρενικό, αν κρίνουμε τη θεοποίησή του από παγανιστική οπτική. Αλλά από Χριστιανική είναι παράλογο, αφού μόνο ο Θεός είναι Τέλειος και Απόλυτο και του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός θεός. Κάτι που πάντα ξεχνούν οι νεοπαγανιστές που κατακρίνουν τον Μεγαλέξανδρο είναι πως μόνο οι Χριστιανοί τόλμησαν έμπρακτα (κι όχι με φιλοσοφικά υποννοούμενα και αστειάκια) να αρνηθούν στους αυτοκράτορες το «δικαίωμα» να λέγονται θεοί. Οι ειδωλολάτρες, με την απαράδεκτη ιδέα ότι ο θεός, ή οι θεοί, δεν είναι τέλειος, ούτε που σκέφτηκαν να πράξουν ό,τι οι Χριστιανοί.
Η σχετική κραυγή των φιλάθλων ή άλλων προς τα αθλητικά και όχι μόνο είδωλα τους «είσαι θεός» αποδεικνύει πόσο εύκολα κάποιος άνθρωπος που είναι ασυναγώνιστα ανώτερος από τους κοινούς θνητούς σε κάτι, μπορεί να λάβει το χαρακτηρισμό «θεός». Μόνο που σήμερα δεν κυριολεκτούν, διότι «θεός» σημαίνει το τέλειο ον˙ ενώ στην παγανιστική αρχαιότητα το εννοούσαν, επειδή το θεός σήμαινε απλώς το «παραπάνω από τους (κοινούς ή τους περισσότερους) ανθρώπους» ον, η παρένθεση υπονοείται. ΟΧΙ το "τέλειο".
«Ότι η ελληνιστική προσωπολατρία ήταν πάντοτε ανειλικρινής ότι ήταν ένα πολιτικό κόλπο και τίποτε περισσότερο, κανένας, νομίζω δεν θα το πιστέψει από αυτούς που παρατηρούν στην εποχή μας να αυξάνει συνεχώς η μαζική κολακεία προς τους δικτάτορες, τους βασιλιάδες, κι όταν αυτοί ελλείπουν, στους αθλητές» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 152).
Όπως και να χει, είναι ανιστόρητο επιχείρημα, οι νεοπαγανιστές να ισχυρίζονται πως η θεοποίηση του ηγεμόνα δεν είναι αρχαιοελληνικό και παγανιστικό έθιμο. Το τι είναι ή τι δεν είναι αρχαιοελληνικό, δε θα μας το πουν δυο τρεις «Νεοπαγανιστές», που εμφανίστηκαν ως νεοπαγανιστές την δεκαετία του 1990, αλλά η αρχαία ελληνική ιστορία. Θεοποιήσεις γίνονταν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από τον 4ο π.Χ. αιώνα ώς τον 4ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή επί 700 περίπου χρόνια. «Μικρό διάστημα», βεβαίως! Ουδόλως αντιπροσωπευτικό του αρχαίου ήθους και πολιτισμού! «Λεπτομέρειες»! Τέτοια λένε οι Ν/Π για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και τα προφανή. Ωστόσο, η θεοποίηση του ηγεμόνα είναι καθαρώς ειδωλολατρικό φαινόμενο και, εφόσον γινόταν επί 700 έτη περίπου στον αρχαιοελληνικό κόσμο, είναι αρχαιοελληνικότατο, ακόμη και αν δεν έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Δεν χρειάζεται μια παράδοση να έχει μυκηναϊκή ή αρχαϊκή προέλευση, για να είναι αρχαιοελληνική. Αφού οι ειδωλολάτρες της Αρχαιότητας το δέχτηκαν και κανείς δεν αντέδρασε, είναι αντιφατικό να εμφανίζονται έπειτα από 20 αιώνες κάποιοι, που θέλουν να είναι συνεχιστές των αρχαίων ειδωλολατρών και ταυτόχρονα να είναι ενάντιοι στην ειδωλολατρική παράδοση της αρχαιότητας. Άλλωστε και πριν τον Αλέξανδρο θεοποιούνταν (απλώς μεταθανάτια μόνο) οι ολυμπιονίκες και άλλοι. Από πού κι ώς πού πεθαμένοι ανακηρύσσονταν «φυσικές δυνάμεις»;
Όσο για τον Μέγα Αλέξανδρο, τον οποίο συκοφαντούν και βρίζουν ορισμένοι νεοπαγανιστές, αναφορικά με τη θεοποίηση του, θα πούμε πως όταν αυτός είχε γίνει κοσμοκράτορας και τον κολάκευαν στην Ασία και τον έλεγαν θεό, έλεγε στους Έλληνες του περιβάλλοντος του με κάποια αστειότητα, ότι από δύο τεκμήρια είναι σίγουρος ότι δεν είναι θεός˙ από το ότι κοιμάται και το ότι συνουσιάζεται (Πλούταρχου Αλέξανδρος 22, 6). Έδειξε έτσι ο Αλέξανδρος πόσο περιφρονούσε τους θεούς (που συνουσιάζονταν και κοιμούνταν, όπως οι θνητοί) τους οποίους θέλουν να επαναφέρουν οι νεοπαγανιστές, αλλά και την υψηλότατη (αν και προχριστιανική) θεολογία του (θα τον είχε διδάξει, ασφαλώς, αυτά ο Αριστοτέλης). Επίσης έδειξε πόσο σοβαρά πίστευε τα περί θεοποιήσεως του.
32. "Η αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικώς ανεκτική, ενώ το Βυζάντιο και οι Χριστιανοί, ως μονοθεϊστές, ήταν μη ανεκτικοί".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αφού οι αρχαίοι Έλληνες ήταν θρησκευτικώς ανεκτικοί, γιατί οι δούλοι έπρεπε να έχουν την θρησκεία των κυρίων τους (αλλάζοντας υποχρεωτικά θεούς και λατρεία κάθε φορά που πωλούνταν σε άλλο κύριο); Αφού οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ανεκτικοί θρησκευτικώς, γιατί δεν μπορούσε μια θεότητα ξένη, δηλαδή όχι θεότητα της πόλης-κράτους, να έχει ναό κτισμένο, αλλά έπρεπε ειδική επιτροπή της πόλεως να συνεδριάσει πρώτα για να συζητήσει άν έπρεπε να επιτραπεί χτίσιμο ναού ξένης θεότητας; Αφού η αρχαία Ελλάδα ήταν θρησκευτικώς ανεκτική, γιατί τιμωρούνταν βαρύτατα όσοι πολίτες αμελούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα προς τους θεσμοθετημένους θεούς της πόλης όπου ζούσαν; Γιατί υπήρχαν τόσο αυστηροί νόμοι λοιπόν κατά ξένων λατρειών, αφού οι αρχαίοι ήταν πολυθεϊστές και (δήθεν) συνεπώς ανεκτικοί;
Σε κανέναν αρχαιολάτρη δεν θα άρεσε να τιμωρείται από το κράτος όποιος δεν πηγαίνει στην εκκλησία τις Κυριακές. Γιατί τότε δεν αναγνωρίζει πως η αρχαία εποχή που επέβαλε τιμωρίες σε όποιον δεν θυσιάζε στους θεούς της πόλης του, ήταν θρησκευτικώς μη ανεκτική; «Η αθηναϊκή νομοθεσία προέβλεπε ποινές για όσους αρνούνταν να τιμήσουν θρησκευτικά μια εθνική εορτή (Πολυδεύκης, 8, 46 Ουλπιανός, Σχολ. στο Δημοσθένη, Κατά Μειδίου)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349).
Και απ' αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται πως οι νεοπαγανιστές και πολλοί εκδυτικισμένοι αρχαιολάτρες συγχέουν την ύπαρξη πολλών θεών με το δικαίωμα να λατρεύει κάποιος τους μη θεσμοθετημένους από την πόλη του, θεούς, ή με το δικαίωμα να αρνείται να λατρέψει τους θεούς που όρισε η πόλη. Η ύπαρξη πολλών θεών δεν σχετιζόταν με το δικαίωμα να απορρίπτεις τον θεό της πόλης χάριν κάποιου άλλου θεού. Τέτοια δικαιώματα δεν δίνονταν από την αρχαία πόλη. Ουδέποτε είχε το δικαίωμα κανείς να αρνηθεί τον θεό της πόλης και να διαλέξει κάποιον άλλον από τους υπόλοιπους επτακόσιους. Αμέσως καταδικαζόταν από τα δικαστήρια.
Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349). Γι' αυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν λογάριαζε για θεούς, τους θεούς που δεχόταν η Αθήνα («Ἀδικεῖ Σωκράτης οὕς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων», Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). Τρομερό έγκλημα διέπραξε ο Σωκράτης! Αυτή ήταν η τεράστια θρησκευτική ελευθερία που έδινε ο πολυθεϊσμός σχετικά με τον μονοθεϊσμό (Δεν έχει σημασία, φυσικά, αν ο Σωκράτης πίστευε ή δεν πίστευε στους θεούς˙ σημασία έχει ότι ο αθηναϊκός νόμος θεωρούσε νομικό αδίκημα την απιστία στην επίσημη κρατική θρησκεία του πολυθεϊσμού.).
«Η ιδέα λοιπόν ότι κάθε επιμέρους όψη της πραγματικότητας πρέπει να εξουσιάζεται από ένα θείο ον προκαλεί την ισαριθμία τέτοιων όψεων και θεοτήτων και συνεπώς τον πολυθεϊσμό. Από τη βασική αυτή στον πολυθεϊσμό ιδέα, της ισαριθμίας, προέρχεται και η λεγόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού: στο ήδη υπάρχον πάνθεον μπορούν να μπουν όσες θεότητες αντιστοιχούν σε νέες ή μη ακόμα εξουσιαζόμενες από κάποια θεότητα όψεις της πραγματικότητας. Όμως κάποια που ήδη εξουσιάζεται αλλάζει θεότητα μόνο με ανατροπή της παλιάς. Έτσι η ανοχή συνυπάρχει με αυτήν την ιδιάζουσα στον πολυθεϊσμό, αποκλειστικότητα. Κάτι επίσης που πρέπει να προστεθεί σχετικά με την ανοχή , είναι ότι αυτή αφορά μόνο θεότητες. Με άλλα λόγια ένα πολυθεϊστικό σύστημα απορροφά από άλλες θρησκείες μόνο θεία όντα, τα οποία προσθέτει στα ήδη υπάρχοντα δικά του, και κατά κανόνα όχι την ίδια την άλλη θρησκεία, εφόσον αυτή υπηρετεί διαφορετικό σκοπό από την προαγωγή διάφορων εγκοσμίων πραγματικοτήτων, που είναι ο συνηθέστερος , κύριος σκοπός του πολυθεϊσμού. (...) Συνεπώς η ονομαζόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού αποτελεί απλώς μια διαδικασία απορρόφησης και προσθήκης νέων θεοτήτων και όχι θρησκειών. Με άλλα λόγια μια επέκταση της ήδη υπάρχουσας βασικής του ιδέας, των πολλών θείων όντων, και όχι μια πρόσληψη του πραγματικά διαφορετικού. Υπό το ίδιο φως πρέπει να θεωρηθεί και η αντιπαράθεση, στη σύγχρονη συζήτηση, του μονοθεϊσμού ως μερικής αλήθειας και του πολυθεϊσμού ως περιεκτικής» (Σ. Παπαλεξανδρόπουλου, «Πολυθεϊσμός και Μονοθεϊσμός: δύο τύποι θρησκείας», Σύναξη, τόμος 84). Με άλλα λόγια η δήθεν «ανεκτικότητα» του πολυθεϊσμού δεν αφορά την ανοχή προς άλλες θρησκείες˙ απόδειξη είναι οι διωγμοί κατά του Χριστιανισμού. Η «ανεκτικότητα» αυτή αφορά την ταύτιση παλιών με νέες θεότητες, ή την τοποθέτησή τους «εκεί» που πιστεύεται ότι έχουν εξουσία. Διαφορετικά, υπάρχει αμείλικτος διωγμός.
Ακόμη και η αυθαίρετη εισαγωγή στην πόλη μιας ξένης θρησκείας από μερικούς πολίτες της, απαγορευόταν αυστηρά. Όχι τίποτε άλλο, αλλά το αναφέρουμε, για να πάψει η προπαγάνδα των νεοπαγανιστών, ότι το κακό Ελληνικό κράτος δεν τους αναγνωρίζει, ενώ η Αρχαιότητα επέτρεπε στους πολίτες να θρησκεύονται όπως αυτοί ήθελαν. «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημα της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημοσθένους 19, 281)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304).
Επιπλέον ακόμη και η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας «ικετηρία» στο βωμό του Ελευσινίου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ' ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306-307).
Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα: ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματα τους» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο Κικέρων (De legibus, II, 8: nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο. Παρατηρούμε ότι οι νεοπαγανιστές ψεύδονται, όταν μιλούν για θρησκευτική ανοχή, διότι τόσο οι Έλληνες όσο και οι Λατίνοι δεν ήταν ανεκτικοί. Για ποιο λόγο ο Πλάτων έγραφε «χρειάζεται ένας γενικός νόμος, που δε θα επιτρέπει παράνομες πράξεις λατρείας» (Νόμοι, 909d); Είναι προφανές πόσο υποκριτές είναι αυτοί που ωρύονται για τους νόμους του Θεοδόσιου, αλλά σιωπούν για την «ανεξίθρησκη» στοχοθεσία και νομοθεσία των Αρχαίων ειδωλολατρών.
«Στη Ρώμη και στην Αθήνα δεν επιτρεπόταν στον ξένο να αποκτήσει ιδιοκτησία, δεν μπορούσε να παντρευτεί, και αν παντρευόταν ο γάμος δεν είχε ισχύ και τα παιδιά του θεωρούνταν νόθα. Δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο με έναν πολίτη, διότι ο νόμος σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε την εγκυρότητα του συμβολαίου. Αρχικά, δεν του επιτρεπόταν να συμμετέχει ούτε στο εμπόριο. Αν διέπραττε έγκλημα τον μεταχειρίζονταν ως σκλάβο και τον τιμωρούσαν χωρίς δικαστική απόφαση, εφόσον η πόλη δεν ήταν υποχρεωμένη να του παράσχει νομική προστασία. Ο Δημοσθένης μάς αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα και σκέψεις των Αθηναίων: «Έπρεπε να διατηρήσουν την αγνότητα των θυσιών» και με τον αποκλεισμό του ξένου «προστάτευαν την ιερή τελετή». Οι άνθρωποι της αρχαίας πόλης γνώριζαν ότι οι θεοί της πόλης αποστρέφονταν τους ξένους και ότι η παρουσία των νεοφερμένων θα καθιστούσε πιθανότατα τη θυσία ανώφελη. Κανείς δεν μπορούσε να ασπάζεται συγχρόνως δύο θρησκείες». Τάδε έφη Γκυστάβ Ντε Φουλάνς στο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΣ». Όμως η πανεπιστημιακός Μ. Τζανή υποστηρίζει (Δαυλός, τ. 226): «Δεν μπορούν οι Έλληνες να έχουν ως θεό τους το ρατσιστή Γιαχβέ». Τα σχόλια είναι περιττά.
Και απ' αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται πως οι νεοπαγανιστές και πολλοί εκδυτικισμένοι αρχαιολάτρες συγχέουν την ύπαρξη πολλών θεών με το δικαίωμα να λατρεύει κάποιος τους μη θεσμοθετημένους από την πόλη του, θεούς, ή με το δικαίωμα να αρνείται να λατρέψει τους θεούς που όρισε η πόλη. Η ύπαρξη πολλών θεών δεν σχετιζόταν με το δικαίωμα να απορρίπτεις τον θεό της πόλης χάριν κάποιου άλλου θεού. Τέτοια δικαιώματα δεν δίνονταν από την αρχαία πόλη. Ουδέποτε είχε το δικαίωμα κανείς να αρνηθεί τον θεό της πόλης και να διαλέξει κάποιον άλλον από τους υπόλοιπους επτακόσιους. Αμέσως καταδικαζόταν από τα δικαστήρια.
Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349). Γι' αυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν λογάριαζε για θεούς, τους θεούς που δεχόταν η Αθήνα («Ἀδικεῖ Σωκράτης οὕς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων», Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). Τρομερό έγκλημα διέπραξε ο Σωκράτης! Αυτή ήταν η τεράστια θρησκευτική ελευθερία που έδινε ο πολυθεϊσμός σχετικά με τον μονοθεϊσμό (Δεν έχει σημασία, φυσικά, αν ο Σωκράτης πίστευε ή δεν πίστευε στους θεούς˙ σημασία έχει ότι ο αθηναϊκός νόμος θεωρούσε νομικό αδίκημα την απιστία στην επίσημη κρατική θρησκεία του πολυθεϊσμού.).
«Η ιδέα λοιπόν ότι κάθε επιμέρους όψη της πραγματικότητας πρέπει να εξουσιάζεται από ένα θείο ον προκαλεί την ισαριθμία τέτοιων όψεων και θεοτήτων και συνεπώς τον πολυθεϊσμό. Από τη βασική αυτή στον πολυθεϊσμό ιδέα, της ισαριθμίας, προέρχεται και η λεγόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού: στο ήδη υπάρχον πάνθεον μπορούν να μπουν όσες θεότητες αντιστοιχούν σε νέες ή μη ακόμα εξουσιαζόμενες από κάποια θεότητα όψεις της πραγματικότητας. Όμως κάποια που ήδη εξουσιάζεται αλλάζει θεότητα μόνο με ανατροπή της παλιάς. Έτσι η ανοχή συνυπάρχει με αυτήν την ιδιάζουσα στον πολυθεϊσμό, αποκλειστικότητα. Κάτι επίσης που πρέπει να προστεθεί σχετικά με την ανοχή , είναι ότι αυτή αφορά μόνο θεότητες. Με άλλα λόγια ένα πολυθεϊστικό σύστημα απορροφά από άλλες θρησκείες μόνο θεία όντα, τα οποία προσθέτει στα ήδη υπάρχοντα δικά του, και κατά κανόνα όχι την ίδια την άλλη θρησκεία, εφόσον αυτή υπηρετεί διαφορετικό σκοπό από την προαγωγή διάφορων εγκοσμίων πραγματικοτήτων, που είναι ο συνηθέστερος , κύριος σκοπός του πολυθεϊσμού. (...) Συνεπώς η ονομαζόμενη ανοχή του πολυθεϊσμού αποτελεί απλώς μια διαδικασία απορρόφησης και προσθήκης νέων θεοτήτων και όχι θρησκειών. Με άλλα λόγια μια επέκταση της ήδη υπάρχουσας βασικής του ιδέας, των πολλών θείων όντων, και όχι μια πρόσληψη του πραγματικά διαφορετικού. Υπό το ίδιο φως πρέπει να θεωρηθεί και η αντιπαράθεση, στη σύγχρονη συζήτηση, του μονοθεϊσμού ως μερικής αλήθειας και του πολυθεϊσμού ως περιεκτικής» (Σ. Παπαλεξανδρόπουλου, «Πολυθεϊσμός και Μονοθεϊσμός: δύο τύποι θρησκείας», Σύναξη, τόμος 84). Με άλλα λόγια η δήθεν «ανεκτικότητα» του πολυθεϊσμού δεν αφορά την ανοχή προς άλλες θρησκείες˙ απόδειξη είναι οι διωγμοί κατά του Χριστιανισμού. Η «ανεκτικότητα» αυτή αφορά την ταύτιση παλιών με νέες θεότητες, ή την τοποθέτησή τους «εκεί» που πιστεύεται ότι έχουν εξουσία. Διαφορετικά, υπάρχει αμείλικτος διωγμός.
Ακόμη και η αυθαίρετη εισαγωγή στην πόλη μιας ξένης θρησκείας από μερικούς πολίτες της, απαγορευόταν αυστηρά. Όχι τίποτε άλλο, αλλά το αναφέρουμε, για να πάψει η προπαγάνδα των νεοπαγανιστών, ότι το κακό Ελληνικό κράτος δεν τους αναγνωρίζει, ενώ η Αρχαιότητα επέτρεπε στους πολίτες να θρησκεύονται όπως αυτοί ήθελαν. «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημα της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημοσθένους 19, 281)» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304).
Επιπλέον ακόμη και η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας «ικετηρία» στο βωμό του Ελευσινίου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ' ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306-307).
Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα: ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματα τους» (Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο Κικέρων (De legibus, II, 8: nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο. Παρατηρούμε ότι οι νεοπαγανιστές ψεύδονται, όταν μιλούν για θρησκευτική ανοχή, διότι τόσο οι Έλληνες όσο και οι Λατίνοι δεν ήταν ανεκτικοί. Για ποιο λόγο ο Πλάτων έγραφε «χρειάζεται ένας γενικός νόμος, που δε θα επιτρέπει παράνομες πράξεις λατρείας» (Νόμοι, 909d); Είναι προφανές πόσο υποκριτές είναι αυτοί που ωρύονται για τους νόμους του Θεοδόσιου, αλλά σιωπούν για την «ανεξίθρησκη» στοχοθεσία και νομοθεσία των Αρχαίων ειδωλολατρών.
«Στη Ρώμη και στην Αθήνα δεν επιτρεπόταν στον ξένο να αποκτήσει ιδιοκτησία, δεν μπορούσε να παντρευτεί, και αν παντρευόταν ο γάμος δεν είχε ισχύ και τα παιδιά του θεωρούνταν νόθα. Δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο με έναν πολίτη, διότι ο νόμος σε καμία περίπτωση δεν αναγνώριζε την εγκυρότητα του συμβολαίου. Αρχικά, δεν του επιτρεπόταν να συμμετέχει ούτε στο εμπόριο. Αν διέπραττε έγκλημα τον μεταχειρίζονταν ως σκλάβο και τον τιμωρούσαν χωρίς δικαστική απόφαση, εφόσον η πόλη δεν ήταν υποχρεωμένη να του παράσχει νομική προστασία. Ο Δημοσθένης μάς αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα και σκέψεις των Αθηναίων: «Έπρεπε να διατηρήσουν την αγνότητα των θυσιών» και με τον αποκλεισμό του ξένου «προστάτευαν την ιερή τελετή». Οι άνθρωποι της αρχαίας πόλης γνώριζαν ότι οι θεοί της πόλης αποστρέφονταν τους ξένους και ότι η παρουσία των νεοφερμένων θα καθιστούσε πιθανότατα τη θυσία ανώφελη. Κανείς δεν μπορούσε να ασπάζεται συγχρόνως δύο θρησκείες». Τάδε έφη Γκυστάβ Ντε Φουλάνς στο «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΣ». Όμως η πανεπιστημιακός Μ. Τζανή υποστηρίζει (Δαυλός, τ. 226): «Δεν μπορούν οι Έλληνες να έχουν ως θεό τους το ρατσιστή Γιαχβέ». Τα σχόλια είναι περιττά.
33. "Γιατί να απορρίπτεις τους δικούς μας Ελληνικούς θεούς για χάρη του Εβραίου Γιαχβέ; Γιατί ένας θεός αντί πολλών;"
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γιατί οι Ν/Π να είναι τόσο εθνικιστές, ώστε το τι θα πιστέψουν να εξαρτάται από την εθνικότητα και την προέλευσή του;
Όσο για το γιατί ένας θεός κι όχι πολλοί: «Το θείον είναι τέλειο και δεν έχει καμμιά έλλειψη στην αγαθότητα και στη σοφία και στη δύναμη, άναρχο, αΐδιο, απερίγραπτο, και για να μιλήσουμε απλά, τέλειο σε όλα. Αν λοιπόν παραδεχτούμε πολλούς θεούς, είναι ανάγκη να επισημάνουμε κάποιες διαφορές ανάμεσα στους πολλούς. Γιατί αν δεν υπάρχει καμμιά διαφορά σ' αυτούς, μάλλον θα είναι ένας κι όχι πολλοί. Αν πάλι υπάρχει διαφορά σ' αυτούς, πού είναι η τελειότητα; Γιατί αν κάποιος είτε κατά την αγαθότητα, είτε κατά τη δύναμη, είτε κατά τη σοφία, είτε κατά τον χρόνο, είτε κατά τον τόπο δεν φτάνει την τελειότητα, δεν θα μπορούσε να είναι θεός. Έτσι η μία ταυτότητα όλων αποδεικνύει μάλλον έναν κι όχι πολλούς θεούς. Έπειτα πώς, αν είναι πολλοί, θα διατηρηθεί το απερίγραπτο; Γιατί, όπου θα ήταν ο ένας, δε θα βρισκόταν ο άλλος. Πώς επίσης θα κυβερνηθεί ο κόσμος από πολλούς χωρίς να διαλυθεί και να καταστραφεί, αφού θα παρουσιαστούν αντιθέσεις στους κυβερνήτες; Γιατί η διαφορά δημιουργεί εναντιώσεις. Κι αν ισχυριστεί κανείς πως ο καθένας κυβερνά ένα μέρος, ποιό είναι αυτό που έβαλε τάξη και έκανε σ' αυτούς την διανομή; Εκείνο λοιπόν θα ήταν μάλλον ο Θεός. Κατά συνέπεια ένας είναι ο Θεός, τέλειος, απερίγραπτος, δημιουργός του σύμπαντος, αυτός που συνέχει τα πάντα και τα κυβερνά, πέρα από κάθε όριο δυνατότητας και πηγή της τελειότητας. Επιπλέον είναι φυσική ανάγκη η μονάδα να αποτελεί την αρχή της δυάδας» (Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 1, 5).
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου