Δυστυχώς, τα αρχαία αγωνίσματα, ειδικά τα πλέον δημοφιλή, η πυγμαχία, η πάλη και το παγκράτειο ήταν τόσο φρικιαστικά, ώστε και σήμερα οι αρχαίες περιγραφές να παριστάνουν πόσο διαφορετικός απ' όσο νομίζουμε ήταν ο αρχαίος αθλητισμός συγκρινόμενος με τον σύγχρονο.
Γράφει ο Λουκιανός στο αποκαλυπτικό έργο του Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων: «Πες μου Σόλων, γιατί η νεολαία τής Αθήνας συνηθίζει αυτές τις αχρειότητες; Συμπλέκονται, βάζουν τρικλοποδιές, προσπαθούν να πνίξουν ο ένας τον άλλον σφίγγοντας τον λαιμό του, στριφογυρίζουν το σώμα, βυθίζονται στη λάσπη, κυλιούνται εκεί σαν τα γουρούνια. Σπρώχνονται, χαμηλώνουν τα κεφάλια και χτυπούν ο ένας τον άλλον σαν κριάρια. Κοιτάξτε! Αυτός εκεί άρπαξε τον άλλο από τα πόδια και τον τίναξε στο χώμα, πέφτει απάνω του και τον βυθίζει στη λάσπη. Και τώρα, τύλιξε τη μέση του άλλου με τα πόδια περνάει τον βραχίονά του κάτω από τον λαιμό του και σφίγγει τον άμοιρο και ο άλλος τον χτυπάει στον ώμο, ικετεύοντας φαντάζομαι, να μη τον πνίξει τελείως» (Λουκιανού, Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων, 1).
Ας μιλήσουμε για την Πυγμαχία...
Ο μυθιστοριογράφος Απολλόδωρος αναφέρεται στον Ηρακλή που τσάκιζε τα πλευρά των αντιπάλων του, υπόδειγμα «ηρωικό» για τους αθλητές των Ολυμπιάδων.
Ο Αρτεμίδωρος γράφει για την πυγμαχία: «Οι αγώνες με γρονθοκοπήματα είναι βλαβεροί για όλο τον κόσμο. Δεν αποτελούν μόνο καταισχύνη, προκαλούν και συμφορές. Το πρόσωπο παραμορφώνεται και τρέχουν αίματα» (Περί ονείρων αποβάσεων).
Από τον 4ο αιώνα π.Χ., αντί για γυμνά χέρια που υπήρχαν πριν, η πυγμαχία γινόταν με δέσιμο των δακτύλων, δήθεν για προστασία τών δακτύλων. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι τύλιγαν τα τέσσερα δάχτυλα με μικρή παχειά δερμάτινη λωρίδα. Μετά όμως κάλυπταν ολόκληρη την γροθιά με ιμάντες από βόδια, για να καταφέρουν ισχυρά πλήγματα στους αντιπάλους τους (Φιλόστρατου, Γυμναστικός, 10).
Στη Ρωμαιοκρατία οι πυγμάχοι χρησιμοποιούσαν χειρόκτια ενισχυμένα με κόμβους από σίδηρο και μολύβι. Ήταν ο λεγόμενος caestus (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 48). (Κάτι σαν τις σημερινές σιδερογροθιές που χρησιμοποιούν άνθρωποι του υποκόσμου)
Ο Πλάτων, αναφέρει τις «σφαίρες» των πυγμαχικών χειροκτίων, που αντικατέστησαν τους ιμάντες. (Πλάτωνα, Νόμοι, 830b˙ Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 6, 23). Χρησιμοποιούσαν επίσης από τον 3ο π.Χ. αιώνα «ιμάντες οξείς», που είχαν μεταλλικές ακίδες στα δερμάτινα καλύματα των χεριών. Ονομάζονταν αυτές «μύρμηγκες», επειδή προκαλούσαν πληγές μυρμιγκικού σχήματος, όπως και τα Ρωμαϊκά, και ακολουθούσε σφαγή. «Ιμάς οξύς επί τω καρπώ τής χειρός εκατέρας». «Πυγμαχίης δ' ώνδινε φόνος διψώσαν απειλήν ιγνιστόρους μύρμηκας εμαίνετο χερσίν ελίσσων. Πυγμάχου δ' ώδινε φόνου διψώσαν απειλήν». Σκληροί ιμάντες με μεταλλικά επιθέματα, τύλιγαν τα χέρια ως τον αγκώνα, μετατρέποντας τα σε συντριπτικό ρόπαλο. Στον 6ο αιώνα π.Χ. γράφει ο Παυσανίας, δεν χρησιμοποιούσαν τους οξείς ιμάντες, αλλά τις «μειλίχες» που τραυμάτιζαν και προκαλούσαν κατάγματα (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 40,3).
Ο Ευρυδάμας από την Κυρήνη νίκησε στην πυγμαχία, όμως ο αντίπαλός του, του τσάκισε τα δόντια, και για να μη φανεί, τα κατάπιε όλα (Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 10,19). Το 496 π.Χ., ο πυγμάχος Κλεομήδης από την Αστυπάλαια, σκότωσε τον Επιδεύριο Ίκκο. Τον χτύπησε στο πλευρό, του προκάλεσε άνοιγμα, βύθισε το χέρι του μέσα, και του ξερίζωσε τον πνεύμονα. Επειδή δεν αναγνωρίσθηκε η νίκη του, γύρισε στο νησί, μπήκε σε σχολείο που διδάσκονταν 60 παιδιά, γκρέμισε το στύλο που στερέωνε την οροφή, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί το σχολείο και να πεθάνουν όλοι οι μαθητές. Οι Αστυπαλαιείς πήγαν στο Μαντείο των Δελφών, που πήραν την εξής απάντηση: «Ο Κλεομήδης είναι ο τελευταίος ήρωας. Να τον τιμάτε με θυσίες γιατί δεν είναι θνητός» (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 5, 2, 6-8˙ Ευσέβιου, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 5, 32).
Σε μια πυγμαχία ολυμπιακών αγώνων ο αντίπαλος αθλητής, αφότου έγινε επαγγελματίας πυγμάχος, έχασε μύτη, σαγόνι, φρύδια, αυτιά και βλέφαρα (Λουκίλλος, Παλατινή Ανθολογία, XI, 75).
Στην πυγμαχία, έπειτα από πάλη τεσσάρων ωρών, τόσο πολύ παραμορφώθηκε το πρόσωπο του Στρατοφώντα, που ο πύκτης έγινε αγνώριστος όχι μόνο στους σκύλους, αλλά σε ολόκληρη την πόλη. Κι αν έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, ούτε ο ίδιος δε θα αναγνώριζε τον εαυτό του (Λουκίλλος, Π.Α. XI, 77).
Προστάτης «θεός» της Πυγμαχίας ήταν ο Απόλλων, και για το λόγο αυτό ονομαζόταν και «Πύκτης» (Ιλιάς Ψ, στ. 660).
Μόνο παραλογισμός θα φαινόταν, έπειτα από όλα αυτά, αν τα παιδιά ωθούνταν στην βαρβαρότητα αυτή. Κι όμως, το 632 π.Χ. καθιερώθηκαν στην 37η Ολυμπιάδα αγώνες πυγμαχίας και πάλης για παιδιά.
Ας μιλήσουμε για το Παγκράτιο...
Στην Ολυμπία θεωρούσαν το Παγκράτιο ως το «ωραιότερο άθλημα», και στους αθλητές, έφτιαχναν ανδριάντες προς τιμήν της κτηνωδίας τους (Φιλόστρατος).
Ο Αθηναίος κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ συγκλονίσθηκε αντικρύζοντας έναν Παγκρατιστή να δαγκώνει σαν λιοντάρι (Λουκιανού, Δημώναξ, 49).
Σε δύο αγγεία παριστάνονται δύο Παγκρατιστές, να βγάζουν με το δάχτυλο τα μάτια τών αντιπάλων (Κ. Σιμόπουλου, Μύθος απάτη και βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες, σελ. 97).
Στην πάλη όπως και στο Παγκράτιο, επιτρεπόταν ακόμα και ο στραγγαλισμός του αντιπάλου. Οποιαδήποτε αγριότητα ήταν θεμιτή: κατάγματα, συντριβή χεριών, ποδιών, πλευρών, ακόμη και σπονδύλων. Αυτό λεγόταν «αθλητική παιδεία» και «αθλητικό ιδεώδες».
Ο παγκρατιστής Σώστρατος κατά τις αναμετρήσεις άρπαζε τους καρπούς των χεριών του αντιπάλου και τους στρέβλωνε αναγκάζοντάς τον να παραδοθεί. Γι' αυτό καλείτο «ακροχερσίτης» (Παυσανίας, 6, 4, 1). Ένας παγκρατιστής κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών ρωτώντας πώς θα νικήσει τους αντιπάλους του. Η απάντηση ήταν «ποδοπατώντας τους»! Ο Πίνδαρος υιοθετεί τις βαρβαρότητες του παγκρατίου: «Καθένας μπορεί να εξοντώσει τον αντίπαλό του με οποιοδήποτε μέσο» (Ισθμιονίκες, 4, 48). Αυτές ήταν οι «ολυμπιακές αξίες».
Οι αγώνες του παγκρατίου εφαρμόσθηκαν το 648 π.Χ. (33η Ολυμπιάς), και το 200 π.Χ. (145η Ολυμπιάς) επεκτάθηκαν και στα παιδιά. Τα πάντα επιτρέπονταν. Να εξαρθρώνεις, να τσακίζεις κόκκαλα, να στραγγαλίζεις, να θανατώνεις με όλα τα μέσα. Συνηθίζονταν κλωτσιές στο γόνατο ή στα γεννητικά όργανα όπως προκύπτει από παραστάσεις αγγείων της εποχής. Από τον 6ο π.Χ. αιώνα, μπορούσε ο ένας να πιέσει το πρόσωπο του άλλου στην άμμο, ώστε να τον αναγκάσει να την καταπιεί ή να την αναπνεύσει (Λουκιανού, Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων, 3).
Η πρώτη συνέπεια τού παγκρατίου κατά τον Φιλόστρατο, ήταν η στρέβλωση των χεριών και των ποδιών. Τα τελικά αποτελέσματα ήταν ο στραγγαλισμός τού αντιπάλου, που ενθουσίαζε τους θεατές. Οι Ηλείοι, γράφει ο Φιλόστρατος, επαινούν το πνίξιμο στο παγκράτιο.
Γράφει ο Λουκιανός: «Στέκονται όρθιοι, ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλο και χτυπούν με χέρια και με πόδια. Ο ένας φτύνει ο δύστυχος τα τσακισμένα δόντια του καθώς γέμισε το στόμα του από αίμα και άμμο ύστερα από γροθιά στο σαγόνι. Βλέπει τις συμφορές ο άρχοντας αλλά δεν δίνει εντολή να σταματήσει και να καταργηθεί ο αγώνας. Αντίθετα ενθαρρύνει τους παγκρατιστές και επαινεί εκείνος που κατάφερε το τρομακτικό χτύπημα» (Λουκιανού, Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων, 3).
Οι Λακεδαιμόνιοι παγκρατιστές, κατασπάρασσαν τον αντίπαλο με δόντια και με νύχια, τον τύφλωναν βγάζοντας τους βολβούς τών ματιών του (Φιλόστρατος). Ο σοφιστής Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος μ.Χ αι.) γράφει ότι παγκράτιο και παγκρατιστής σημαίνουν «στραγγαλισμό, πνίξιμο, κλωτσιές και γροθιές» (Πολυδεύκη, Ονομαστικόν, 3, 150).
Ο Αρραχίων, του οποίου άγαλμα είχε στηθεί στην αγορά τής Φιγαλείας, κατά την αναμέτρησή του με αντίπαλο παγκρατιστή, ακινητοποιήθηκε αιχμάλωτος ανάμεσα στα πόδια του άλλου, ενώ εκείνος προσπαθούσε να τον πνίξει σφίγγοντας με τα χέρια το λαιμό του. Κατόρθωσε ο Αρραχίων να συντρίψει ένα δάχτυλο του ποδιού του αντιπάλου, και αμέσως ξεψύχησε (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 40, 2).
Σε άλλη περίπτωση, οι δύο αντίπαλοι παγκρατιστές Κρεύγας ο Επιδάμνιος, και ο Συρακούσιος Δαμόξενος, συμφώνησαν μετά από πολύωρη πάλη χωρίς νικητή, να χτυπήσει ο ένας τον άλλο, που θα παρέμενε όρθιος και ακίνητος. Ο Κρεύγας χτύπησε τον Δαμόξενο στο κεφάλι, χωρίς επικίνδυνες συνέπειες. Ο Δαμόξενος, χτύπησε τον Κρεύγα στο πλευρό με τεντωμένα δάχτυλα, διαπέρασε τα σπλάχνα, και τα ξερρίζωσε με τα χέρια του. Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 8, 40).
Οι ποινές που επιβλήθηκαν σε αθλητή για αντικανονική λαβή ή θανατηφόρο χτύπημα του αντιπάλου είναι ελάχιστες. Ο Δημοσθένης καταγγέλλει πως η νομοθεσία κήρυττε αθώο εκείνον που στους αθλητικούς αγώνες θανάτωνε τον αντίπαλό του (Κατ Αριστοκράτους, 53). Η αιτιολογία της αθώωσης ήταν ότι δεν υπήρχε πρόθεση φόνου, αλλά προσπάθεια του αθλητή να νικήσει τον αντίπαλο ζωντανό, επομένως ο ασθενέστερος στην πάλη είναι υπαίτιος του φόνου του και δεν τιμωρείται ο φονιάς (Κατ Αριστοκράτους 54). Θα έπρεπε, για χάρη των αρχαιολατρών, να θεσπιστούν οι ίδιοι, «αμόλυντοι», κτηνώδεις αρχαίοι αθλητικοί κανονισμοί στην Ολυμπιάδα της Αθήνας (αντί για τις γελοίες ψευδοαναβιώσεις στην Αρχαία Ολυμπία), για να δούμε τί γνώμη θα είχε ο κόσμος για το αρχαίο ολυμπιακό «ήθος».
Ο Πίνδαρος αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι «πλεῖστοι τῶν ἀγωνιζομένων ἀπέθανον ἐν τῷ σταδίῶ», δηλαδή ότι πολλοί από τους αγωνιζόμενους πέθαναν προφανώς κατά τη διάρκεια του αγώνα ή λίγο μετά στο στάδιο! Ο Γαληνός γράφει ότι η υπερκόπωση στους αγώνες δρόμου προκαλεί σημαντικές βλάβες. Αναφέρει περιπτώσεις θανάτου δρομέων εξαιτίας ρήξεων στο κυκλοφορικό (De parvae pilae exercicione, 5). Ο Παυσανίας γράφει ότι ο αθλητής Λάδας νίκησε στο δόλιχο αγώνα δρόμου αλλά πέθανε (3, 21, 1).
22h ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ
Πέραν όλων των παραπάνω στοιχείων, που παραδόξως παραμένουν άγνωστα στον πολύ κόσμο, αξίζει να εξετάσουμε μερικά ακόμη σύμβολα μύθους των Ολυμπιακών Αγώνων.
Το πρώτο αφορά την αφή της ολυμπιακής φλόγας και την λαμπαδηδρομία. Στις σύγχρονες Ολυμπιάδες, όπως γνωρίζουμε, γίνεται αφή του ολυμπιακού φωτός και στη συνέχεια αυτό ταξιδεύει σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο. Το όλο γεγονός υποτίθεται ότι γίνεται σύμφωνα με τις αρχαίες Ολυμπιάδες. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Κατά την αρχαιότητα ούτε αφή του ολυμπιακού φωτός γινόταν στην Αρχαία Ολυμπία ούτε ταξίδευε αυτό έπειτα ανά την Αρχαία Ελλάδα. Κανείς ιστορικός ή περιηγητής της αρχαίας Ελλάδας δεν αναφέρει τέτοια τελετή. Ο Παυσανίας, που μας έδωσε τόσες πληροφορίες, δεν λέει πουθενά κάτι για αφή φωτός. Προκύπτει λοιπόν, το ερώτημα, γιατί γίνεται αφή στις σύγχρονες Ολυμπιάδες, αφού δεν γινόταν στις αρχαίες;
Παραμονές της τέλεσης των Ολυμπιακών στην πρωτεύουσα του Γ' Ράιχ, στο Βερολίνο, ένα μέλος της Ολυμπιακής Επιτροπής, ο Carl Diem, θα ισχυριστεί ότι εντόπισε σε αρχαίους αμφορείς παραστάσεις λαμπαδηδρόμων με τη φλόγα από την Ολυμπία. Ένας ισχυρισμός που θα αποτελέσει την αφορμή για τον υπουργό Προπαγάνδας Joseph Gebbels να σκηνοθετήσει, για πρώτη φορά, το θέρος του 1936 την πανηγυρική μεταφορά της φλόγας από την Αρχαία Ολυμπία μέχρι την καρδιά του Γ' Ράιχ.
Διαβάζουμε στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΟΕ (Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή), «η αφή της ολυμπιακής φλόγας και η λαμπαδηδρομία τελέστηκαν για πρώτη φορά το 1936 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (...)» (Από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας). Και βέβαια ήταν η ΔΟΕ της εποχής που συνολικά αποφάσισε την λαμπαδηφορία· αλλά η αρχική πρόταση ήταν του Γερμανού μέλους της ΔΟΕ, ο οποίος φυσικά ήταν διορισμένος από τους Ναζί και εξέφραζε τις απόψεις του ναζιστικού καθεστώτος. Οι λαμπαδηδρομίες ήταν σύνηθες γεγονός στις παγανιστικής προέλευσης τελετές (ισημερίας κ.ά.) του Γ' Ράιχ.
Δηλαδή, η αφή και η λαμπαδηδρομία είναι μια ναζιστική φάρσα, που ουδεμία σχέση δεν έχει με την αρχαιότητα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αποτελεί απλώς ακόμη μια λανθασμένη δυτικοευρωπαϊκή ερμηνεία της ελληνικής αρχαιότητας. Κι όμως, η φάρσα έχει γίνει τόσο πιστευτή, που σήμερα κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από την μεταγενέστερη προσθήκη. Δηλαδή, η φάρσα έχει αποκτήσει πλέον κύρος παράδοσης. Δεν ενοχλούνται, «φυσικά», οι αρχαιολάτρες μας με αυτό. Διότι κι αυτοί τόσο κατανοούν και γνωρίζουν για την Αρχαιότητα, ώστε να αποδέχονται ως αληθή την δυτικοευρωπαϊκή ερμηνεία της, του 1930.
Ακόμη και η κλασσική ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί», που τόσο διαφημίζεται και υποτίθεται πως εκφράζει την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό, δεν είναι παρά η, κατά τον 19ο αιώνα, «καθαρευουσιάνικη» μετάφραση ενός τμήματος από μια φράση του λατίνου ποιητή Δέκιμου Ιούνιου Ιουβενάλη (60-127 μ.Χ.). Στο έργο του Σάτιρες (Sature), στην δέκατη σάτιρα, ο Ιουβενάλης στηλιτεύει την αδυναμία των ανθρώπων να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό και ότι πολλές φορές ζητούν υλικά αγαθά που δεν τους οδηγούν στην ευτυχία, και καταλήγει ότι οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ζητούν με προσευχές από τους θεούς τίποτε άλλο παρά να τους χαρίζουν ένα υγιές μυαλό και ένα υγιές σώμα (orandum est ut sit mens sana in corpore sano).
Όπως βλέπουμε, η σάτιρα αυτή και το περιεχόμενό της δεν έχουν καμμία σχέση με τον αρχαίο ελληνικό ή το ρωμαϊκό αθλητισμό. Η φράση mens sana in corpore sano ήταν γνωστή στην λατινική Δύση και τον 19ο αιώνα μεταφράστηκε «αρχαιοπρεπώς» σε «Νους υγιής εν σώματι υγιεί». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιουβενάλης δεν αντιγράφει την φράση αυτήν από κάποιον αρχαίο Έλληνα συγγραφέα. Η φράση «Νους υγιής εν σώματι υγιεί» δεν βρίσκεται σε κανένα μα κανένα έργο της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Δεν αναφέρεται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα (Βλ. Φ. Μαλιγκούδη, «Εν-Στάσεις», Ελευθεροτυπία, 26/8/2004). Συνεπώς, η ρήση «νους υγιής εν σώματι υγιεί» είναι τελείως άσχετη με τον αρχαίο αθλητισμό˙ παρόλα αυτά έγινε το ρητό, το οποίο δήθεν έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, ως συνόψιση της άποψης τους για τον αθλητισμό!
Ένα άλλο παραμύθι είναι αυτό της αρχαίας ολυμπιακής εκεχειρίας. Η εκεχειρία μεταξύ των εμπόλεμων υπήρχε μόνο στα όρια της αρχαίας Ολυμπίας. Παραέξω ο πόλεμος συνεχιζόταν με την ίδια ένταση και λύσσα. Για παράδειγμα, ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, 7, 28-32) αναφέρει ότι ενώ διεξάγονταν οι αγώνες της 104ης Ολυμπιάδας (365 π.Χ.), εκτός της Ολυμπίας οι Ηλείοι και οι Αρκάδες πολεμούσαν σκληρά ο ένας τον άλλον˙ μάλιστα, έφτασαν να μάχονται ακόμη και μέσα στον χώρο της αρχαίας Ολυμπίας! Άλλο παράδειγμα (από τα πάμπολα): το 420 π.Χ. οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Ηλίδα κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας με χίλιους οπλίτες και κατέλαβαν το Λέπραιον. Αυτή είναι η περίφημη «ολυμπιακή εκεχειρία». Ωστόσο, διαδίδεται πως τάχα σταματούσαν όλοι οι πόλεμοι σε όλον τον αρχαίο ελληνικό κόσμο! Και μια λεπτομέρεια: ο τελευταίος Ολυμπιονίκης ήταν Αρμένιος.
Άλλος ένας μύθος είναι αυτός του αγώνα για ένα στεφάνι ελιάς. Οι νικητές στους ολυμπιακούς απολάμβαναν πάμπολλα προνόμια. Ανακηρύσσονταν επίτιμα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της κοινότητας. Τρέφονταν εφ' όρου ζωής στο πρυτανείο. Ύστερα απ' τον 5ο αι. π.Χ. οι ολυμπιονίκες απολάμβαναν και φορολογική ατέλεια. Ένας πρωταθλητής του 1ου αι. π.Χ. εισέπραξε πέντε τάλαντα, δηλαδή 131 κιλά ασήμι, για να παρευρεθεί σε μια τελετή, να εντυπωσιάσει το κοινό και να... τιμήσει την πόλη, σύμφωνα με τον Δίωνα Χρυσόστομο. Οι πυθιονίκες βραβεύονταν με χρηματικά ποσά, οι νικητές των Παναθηναίων με 60 αμφορείς ελαίου, που μπορούσαν να πουλήσουν σε άλλες πόλεις χωρίς δασμούς. Ο Σόλωνας καθόρισε αμοιβή 500 δραχμών για τους ολυμπιονίκες, με τις οποίες κανείς μπορούσε να αγοράσει 500 πρόβατα ή 100 βόδια.
Αν τέτοιες ήταν οι αμοιβές, είναι φυσιολογικό οι αθλητές να πουλούν και να αγοράζουν τους αγώνες. Δεκάδες αγάλματα του Δία είχαν στηθεί στην Ολυμπία ο κάθε αθλητής που πιανόταν να δωροδοκεί υποχρεωνόταν να στήνει από έναν Δία. Κι αν αυτοί που συνελήφθησαν και αποκαλύφθηκαν ότι παρανομούν ήταν ουκ ολίγοι, φαντάζεται κανείς πόσες παρανομίες δεν ξεσκεπάστηκαν ποτέ.
Αναληθείς είναι και οι ισχυρισμοί ότι με τις Ολυμπιάδες οι Έλληνες λησμονούσαν τις εχθρότητες και ότι εμφανίζονταν να έχουν ομόνοια και ενότητα. Η αντιπαλότητά τους συνεχιζόταν και κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ακριβώς όπως συμβαίνει με τα σημερινά κράτη που επιδιώκουν νίκη επί του «εχθρικού» κράτους και περισσότερα μετάλλεια, ώστε να δοξαστεί η σημαία και να ακουστεί ο εθνικός ύμνος τους. Γι' αυτό υπήρξαν οι περιπτώσεις αγοροπωλησίας αθλητών από μια πόλη σε άλλη, όπως προαναφέραμε.
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου