Ό Ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Μοναχός, Άντύπας, γεννήθηκε στο χωριό Καλαποντέστι του νόμου Μπακάου Μολδαβίας το 1816. Οι γονείς του ήταν ορθόδοξοι καί πολύ ευλαβείς. Ό πατέρας του, Λουκιανός, ήταν διάκονος στην εκκλησία του χωριού του, ενώ ή μητέρα του Αικατερίνη, αργότερα, όταν ο Αγ. Αντύπας έφυγε για το μοναστηρι έγινε μοναχή με το όνομα Ελισάβετ. Για πολύ καιρό δεν είχαν παιδιά. Μετά τίς επίμονες όμως προσευχές τους γεννήθηκε ένα παιδί, πού το ώνόμασαν Αλέξανδρο.
Ή γέννησις του παιδιού πού επρόκειτο να αναδειχθή στο μέλλον πνευματικός μαχητής σημαδεύτηκε με την θεία ευαρέσκεια, διότι ή μητέρα του τον έγέννησε χωρίς πόνους ή κάποια ασθένεια. Ήταν ένας χαρακτήρας κλειστός και μοναχικός. Λέγεται ότι όταν ήταν παιδί και έβοσκε τα πρόβατα του σπιτιού τους στα γύρω δάση, έπιανε τα δηλητηριώδη φίδια με τα χέρια του χωρίς φόβο καί χωρίς να δαγκώνεται άπ' αυτά προς κατάπληξη αλλά και φόβο πολλών συντοπιτών του. Ήταν προικισμένος από τον Θεό με μεγάλα πνευματικά δώρα, ήταν όμως απλός καί τελείως αδέξιος για γράμματα παρ' ότι προσπαθούσε πολύ.
Πριν τελειώσει το σχολείο πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του τον έστειλε να μάθει την τέχνη της βιβλιοδεσίας, το αφεντικό του όμως τον κακομεταχειριζόταν. Ευτυχώς με τη βοήθεια του Θεού γρήγορα έμαθε και επέστρεψε στο σπίτι του. Όταν ήταν 20 ετών ο Αλέξανδρος και ενώ προσευχόταν, περιβλήθηκε ξαφνικά από ένα θαυμαστό καί εξαίσιο φως, το όποιον εγέμισε την καρδιά του από μία ανεκλάλητη χαρά. Από τα μάτια του έτρεχαν ως ρυάκια τα δάκρυα καί αισθάνθηκε με αυτό το θείο φως μία πρόσκλησι. Αυτός έκραξε με χαρά απαντώντας σ' αυτή την πρόσκλησι: «Κύριε, εγώ θέλω να γίνω μοναχός». Άλλα ό Κύριος με θεία οικονομία τον άφησε να πέραση καί διαφόρους πειρασμούς. Για δύο χρόνια (1836-1837) εγκαταστάθηκε στη Μονή Καλνταρουσάνι εκπληρώνοντας με μεγάλη αυταπάρνηση όλες τις υπηρεσίες που του ανέθεταν.
Πριν τελειώσει το σχολείο πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του τον έστειλε να μάθει την τέχνη της βιβλιοδεσίας, το αφεντικό του όμως τον κακομεταχειριζόταν. Ευτυχώς με τη βοήθεια του Θεού γρήγορα έμαθε και επέστρεψε στο σπίτι του. Όταν ήταν 20 ετών ο Αλέξανδρος και ενώ προσευχόταν, περιβλήθηκε ξαφνικά από ένα θαυμαστό καί εξαίσιο φως, το όποιον εγέμισε την καρδιά του από μία ανεκλάλητη χαρά. Από τα μάτια του έτρεχαν ως ρυάκια τα δάκρυα καί αισθάνθηκε με αυτό το θείο φως μία πρόσκλησι. Αυτός έκραξε με χαρά απαντώντας σ' αυτή την πρόσκλησι: «Κύριε, εγώ θέλω να γίνω μοναχός». Άλλα ό Κύριος με θεία οικονομία τον άφησε να πέραση καί διαφόρους πειρασμούς. Για δύο χρόνια (1836-1837) εγκαταστάθηκε στη Μονή Καλνταρουσάνι εκπληρώνοντας με μεγάλη αυταπάρνηση όλες τις υπηρεσίες που του ανέθεταν.
Με την ευλογία του πεπειραμένου γέροντος Δημητριου, ηγουμένου της Μονής Μπράζι, έφυγε για το Άγιον Όρος αφού πρώτα εκάρη μοναχός παιρνωντας το όνομα Αλύπιος
Στο Άγιο Όρος έμεινε σ' ένα κελί όπου ασκήτευαν συμπατριώτες του, οι Ιερομόναχοι Νήφων και Νεκτάριος οι οποίοι τον συμβούλεψαν να κοπιάσει πρώτα στο έργο της υπακοής σ’ ένα κοινόβιο. Έτσι για τέσσερα χρόνια έμεινε στη Μονή Εσφιγμένου. Όταν επέστρεψε στους Ρουμάνους γέροντες έλαβε το μέγα αγγελικό σχήμα παίρνοντας το όνομα Αντύπας, δίνοντάς του ταυτόχρονα την ευλογία να ακολουθήσει την μοναχική ζωή στην έρημο.
Εκείνη την εποχή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η επιθυμία του π. Νήφωνος να χτίσει στο Άγιο Όρος μια Ρουμανική Σκήτη. Γι’ αυτόν τον λόγο αγόρασε ένα μετόχι στο Ιάσιο της Ρουμανίας και με την υλική βοήθεια που έστελναν από εκεί τέθηκαν οι βάσεις για να χτιστεί η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Ζήτησαν τη βοήθεια του Αγ. Αντύπα και αυτός δέχθηκε να βοηθήσει. Πρώτα χειροτονήθηκε διάκονος και Ιερέας και μετά την αποχώρηση του γέροντα Νήφωνος για τρία χρόνια στο Ιάσιο ανέλαβε την καθοδήγηση των εργασιών. Αργότερα ο Άγ. Αντύπας εστάλη στο Μετόχι της μονής στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Ακόμη και σ’ αυτήν την πολύβουη πόλη ο γέροντας εκόπιαζε όπως και στην έρημο του Αγ. Όρους. Ο μητροπολίτης Μολδαβίας Ιωσήφ εξετίμησε την ασκητική του ζωή, τον ζήλο του και την πνευματικότητά του και τον εδιόρισε πνευματικό σε δυο γυναικεία μοναστήρια. Ο ίδιος όμως αναζητούσε την ησυχία του Αγ. Όρους, ο π. Νήφωνας του αρνήθηκε όμως την επιστροφή του εκεί.
Έπειτα μαζί με τον π. Νήφωνα έφυγαν για την Ρωσία με σκοπό να μαζέψουν δωρεές για να αποπερατωθεί η σκήτη.
Ο Άγ. Αντύπας στη Ρωσία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Άνθρωποι από την Μόσχα και την Αγ. Πετρούπολη ερχόνταν να τον συμβουλευτούν. Οι μητροπολίτες Πετρουπόλεως Ισίδωρος και Μόσχας Φιλάρετος συζητούσαν μαζί του για διάφορα πνευματικά θέματα.
Πριν φύγει για τη Ρωσία είχε πει στον π. Νήφωνα ότι «δεν μ’αφήνεις να παω στο Άγ. Όρος και με παίρνεις μαζί σου στη Ρωσία. Εγώ αισθάνομαι ότι πηγαίνοντας εκεί θα ανήκω πια στους Ρώσους και όχι σ’ εσάς»
Πραγματικά έτσι έγινε. Χάρη στον σεβασμό προς το πρόσωπό του και την εμπιστοσύνη που ενέπνεε έφερε την αποστολή του εις πέρας συγκεντρώνοντας πολλά χρήματα και υλικά αγαθά για την Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Παίρνωντας ευλογία από τον γέροντά του ανεχώρησε για την Μονή Βαλαάμ. Εκεί τον εντυπωσίασε η πνευματική ζωή του μοναστηριού αλλά και οι ησυχαστικές καλύβες της ερημικής περιοχής της. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό κελί της σκήτης των Αγ. Πάντων. Εκτός από τις ορισμένες ακολουθίες διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κάνοντας τριακόσιες μετάνοιες .Εκτός από την αένναη προσευχή του, καθημερινά μνημόνευε όσους κατά καιρούς έκαναν δωρέες και τον βοήθησαν στον σκοπό του. Με πολλή αγάπη συνομιλούσε με όσους ζητούσαν τη συμβουλή του. Την πρώτη εβδομάδα της Μεγ. Τεσσαρακοστής δε γευόταν τίποτα, το ίδιο και την Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή ολόκληρου του έτους.
Ο Άγ. Αντύπας σ’ όλη του τη ζωή είχε τον νου του στο Θεό και δεν ποθούσε τίποτα κοσμικό. Παρόλες τις υπακοές που έκανε κατά καιρους και τις ευθύνες που του είχαν αναθέσει είχε αποδιώξει κάθε βιοτική μέριμνα. Ζούσε σε απόλυτη φτωχεία. Λέγεται ότι το κελί του ήταν αδειανό από κάθε περιττό πράγμα. Δεν είχε ούτε κρεβάτι, ούτε καρέκλα παρά ένα μικρό τραπεζάκι όπου τοποθετούσε τα βίβλια προσευχών και διάφορα πνευματικά βιβλία. Κάτω είχε στρωμένη μια κουβέρτα όπου εξάπλωνε όταν εξαντλείτο από τον κόπο των νυχτερινών προσευχών του.
Το Μέγα Σάββατο του τελευταίου έτους λειτούργησε στη Μονή. Στο τέλος της Θ. Λειτουργίας απεκάλυψε σ’ έναν στενό μαθητή του: «Την ώρα της Θείας Κοινωνίας κοιτάζοντας από το ιερό έπεσε η ματιά μου στους μοναχούς που κοινωνούσαν. Το πρόσωπο μερικών απ’αυτούς έλαμπε σαν τον ήλιο. Δεν ξέρω πώς να τους ονομάσω αυτούς τους μοναχούς και ποτέ δεν ξαναείδα τέτοιο πράγμα». Το φθινόπωρο του ίδιου έτους, ενώ προσευχόταν στο κελί του ακούστηκε ένας θόρυβος. Μια εικόνα της Παναγίας που είχε φέρει από το Άγιον Όρος μετακινήθηκε ενώ άλλες εικόνες έπεσαν κάτω. Η εικόνα της Παναγίας ήρθε και στάθηκε πάνω από το στήθος του αγίου. Αυτός συγκινημένος την πήρε και την έβαλε στη θέση της. Αυτό το συμβάν το διηγήθηκε σ’ έναν μαθητή του τρεις μέρες πριν την κοίμησή του. Την τελευταία ημέρα της ζωης του ζήτησε να γίνει η Θεία Λειτουργια πιο νωρίς και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Τη στιγμή που ένας μαθητής του εδιάβαζε την Ενάτη Ώρα και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας ανεχώρησε για τους ουρανούς. Ήταν η δεκάτη Ιανουαρίου 1882.
Το 1883 βλέποντας οι πατέρες της Μονής Βαλαάμ ότι εμφανιζόταν στους μαθητές του και ότι τον τίμουν ως άγιο ανέθεσαν στον πατέρα Ποιμήν να γράψει τον βίο του. Σ’ αυτόν είχε διηγηθεί τον βίο του ο Άγ. Αντύπας έναν χρόνο πριν από την κοίμησή του.
Ο βίος του εκτυπώθηκε στην Αγ. Πετρούπολη το 1883 και το 1893, ενώ το 1906 το Άγιο Όρος τον τιμούσε ήδη ως άγιο. Το 1997 στον τόπο γέννησής του χτίστηκε μονή. Το λείψανό του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βαλαάμ.
Πηγή: proskynitis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου