Στο άρθρο αυτό, θα ασχοληθούμε με ένα ζήτημα που δίνει συχνά την ευκαιρία σε προτεστάντες και αθεο-παγανιστές να… εξασκούνται στην λιβελλογραφία. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο του άρθρου μας, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους βρίσκεται αρκετές φορές το βάπτισμα του Μ. Κων/νου με το ερώτημα αν αυτό ήταν ορθόδοξο ή αιρετικό, μια που τελέσθηκε από τον φιλοαρειανό Ευσέβιο, επίσκοπο Νικομηδείας, τον Μάιο του 337, λίγες ημέρες πριν πεθάνει ο αυτοκράτορας[1].
Βεβαίως, δεν πρόκειται για ένα θέμα που εμφανίστηκε πρόσφατα, αλλά βρίσκεται κατά καιρούς στο προσκήνιο των συζητήσεων εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια! Για του λόγου το αληθές, διαβάζουμε στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891), ότι οι δυτικοί ιστορικοί:
«εις την ατελεύτητον σειράν των ύβρεων και συκοφαντιών ας έμελλον να εκτοξεύσωσι […] δεν εδίστασαν να δανεισθώσι τα όπλα των εθνικών και των φιλοσόφων ίνα ασχημίσωσι πολυειδώς και πολυτρόπως την εικόνα του ανδρός [δηλ. του Μ. Κων/νου]. Τινές μάλιστα κατήντησαν να αμφισβητήσωσι και αυτήν την ορθοδοξίαν αυτού επί τω λόγω ότι εβαπτίσθη υπό του Νικομηδείας Ευσεβίου»[2].
Ας δώσουμε λοιπόν τις απαραίτητες διευκρινήσεις επάνω σε αυτό το ζήτημα, ώστε να πάψει ο λαϊκισμός και η προχειρολογία. Έχουμε πει πολλές φορές πόσο σπουδαία κατάκτηση είναι η διαδικτυακή ανεξάρτητη πληροφόρηση, αρκεί όμως να μην καταντά ανεξέλεγκτη παραπληροφόρηση…
Η Κανονικότητα του βαπτίσματος του Μ. Κων/νου
Η όλη παρανόηση σχετικά με τον Μ. Κων/νο, ξεκινά από το γεγονός ότι στις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε ως ηγετική μορφή των ακραίων αρειανοφρόνων[3]. Αυτό και μόνο αρκεί σε κάποιους ώστε να συσχετίσουν το βάπτισμα του Μ. Κων/νου με ένα αντικανονικό για την ορθοδοξία, αιρετικό βάπτισμα.
Όμως, εάν κάποιος σταματήσει μόνο στην συγκεκριμένη πληροφορία, χωρίς να εξετάσει τα ιστορικά δεδομένα και τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία κατά παράδοση αντιμετώπιζε τα ζητήματα αυτά, κινδυνεύει να οδηγηθεί σε λάθος συμπεράσματα: διότι, στην Παράδοση της Εκκλησίας, η οποία αποκρυσταλλώνεται και στο Κανονικό της Δίκαιο, «δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος όστις πρεσβεύει μεν πεπλανημένως, νουθετούμενος όμως ανακαλεί και απαρνείται τας κακοδοξίας του»[4].
Η φράση λοιπόν, «νουθετούμενος όμως ανακαλεί και απαρνείται τας κακοδοξίας του» είναι το κλειδί που θα μας δώσει την απάντηση στο ερώτημα περί του βαπτίσματος του Μ. Κων/νου, καθώς, ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου ως αιρετικού δεν είναι ζήτημα προσωπικό, αλλά θα πρέπει «να καθορισθεί από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα», αφού «δεν είναι δυνατόν κάθε ένας χριστιανός να αποφασίζει μόνος του και να χαρακτηρίζει έναν άλλο χριστιανό ως αιρετικό»[5].
Ασφαλώς, δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε εδώ λεπτομερώς με όλα τα γεγονότα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά μας αρκεί να επικεντρωθούμε στον Ευσέβιο Νικομηδείας και όσα αφορούν την πίστη που επισήμως αποδέχτηκε και εκείνος και οι περισσότεροι αρειανόφρονες επίσκοποι, στο χρονικό διάστημα πριν βαπτίσει τον Μ. Κων/νο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ιωάννη Καρμίρη, στην Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.):
«Το Ιερόν Σύμβολον, απεδέχθησαν ομοφώνως άπαντες οι Πατέρες της Συνόδου, συμπεριλαμβανομένων και των Αρειανιζόντων, πλην των ανωτέρω δύο, μετά εξαήμερον περίπου δογματικήν επ’ αυτού συζήτησιν, και υπέγραψαν τη 19 Ιουνίου του έτους 325»[6].
Σχετικά με τη φράση «πλην των ανωτέρω δύο», ο καθηγητής έχει σημειώσει λίγες γραμμές πριν, ότι «οι Αρειανίζοντες τον Άρειον απεκήρυξαν, πλην Σεκούνδου και Θεωνά». Αυτοί οι δύο, και φυσικά ο Άρειος, ήταν οι μόνοι που δεν αποδέχτηκαν τελικά το ορθόδοξο Σύμβολο της Νίκαιας[7].
Για τα ίδια γεγονότα, ο καθ. Ιωάννης Αναστασίου σημειώνει:
«Πρέπει να δεχθούμε ότι οι ορθόδοξοι είχαν την πλειοψηφία στη Νίκαια, παρόλο που υπήρχαν επίσκοποι που συμφωνούσαν με τον Άρειο, άλλωστε όλοι υπόγραψαν το σύμβολο και τους αναθεματισμούς εκτός από τον 'Αρειο και τους δύο γνωστούς μας επισκόπους, το Θεωνά της Μαρμαρικής και το Σεκούνδο Πτολεμαΐδος και αυτοί οι τρεις αναθεματίστηκαν. Άλλοι τρεις επίσκοποι, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, ο Θέογνις Νικαίας και ο Μάρις Χαλκηδόνος υπόγραψαν, όμως δε δέχτηκαν τον προσωπικό αφορισμό του Αρείου»[8].
Τον λόγο για τον οποίο οι τρεις αυτοί δεν υπέγραψαν τον προσωπικό αφορισμό του Αρείου, εξηγεί ο Κων/νος Κοντογόνης:
«Τον κατά των αρειανών διδασκαλιών τύπον του αναθέματος ηρνήσαντο να συνυπογράψωσιν, ουχί, ως έλεγον, διότι δεν συνεφώνουν προς το εν αυτώ δογματικόν, αλλά διότι δεν εδύναντο να πιστεύσωσιν εκ του τρόπου, καθ' ον κατέμαθον τας διδασκαλίας του Αρείου εκ τε της εγγράφου και προφορικής αυτού ομολογίας, ότι αληθώς εδίδαξε ταύτα, ων ένεκα κατηγορείτο. Και περί τούτου μεν εγίνετο αυτοίς τότε παράβλεψις· ο Άρειος όμως και οι δύο πιστοί αυτού φίλοι αφωρίσθησαν της εκκλησιαστικής κοινωνίας ως πλάνοι, καθηρέθησαν από του ιερατικού βαθμού και υπό του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου εις εξορίαν κατεκρίθησαν»[9].
Βέβαια, οι Ευσέβιος Νικομηδείας, Θέογνις και Μάρις, δεν γλύτωσαν τελικά την εξορία, αφού έκαναν το σφάλμα, και «όταν ήρθαν στη Νικομήδεια εξόριστοι αρειανοί, τους δέχτηκαν σε εκκλησιαστική κοινωνία»[10].
Όμως, η εξορία αυτή οδήγησε τελικά τον Ευσέβιο Νικομηδείας σε μια δεύτερη επικύρωση του ορθοδόξου Συμβόλου της Νίκαιας, μέσω ενός γράμματος μετανοίας το οποίο απέστειλε:
«Ο Νικομηδείας Ευσέβιος και Θέογνις ο Νικαίας, οι φίλοι του Αρείου, γράμμα μετανοίας προς τους κορυφαίους των επισκόπων αποστείλαντες, ανεκλήθησάν τε της εξορίας εκ βασιλικού προστάγματος και τας εαυτών εκκλησίας απέλαβον»[11].
Το γράμμα αυτό διασώζει ο Σωζομενός (Εκκλ. Ιστ. Β΄,16) και είναι σημαντικό επειδή περιέχει την ορθόδοξη ομολογία του Ευσέβιου Νικομηδείας (την παραθέτουμε σε νεοελληνική μετάφραση από τη γνωστή σειρά «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας» [Ε.Π.Ε]):
«…δηλώνουμε ότι συμφωνήσαμε με το σύμβολο πίστεως και αφού εξετάσαμε την έννοια του ομοουσίου, πήγαμε όλοι με το μέρος της ειρήνης, μη συνεχίζοντας πλέον πουθενά την αίρεση … αφού βεβαιωθήκαμε και βεβαιώσαμε αυτούς που έπρεπε να πεισθούν από εμάς, υπογράψαμε τη διατύπωση της πίστεως. Αλλά δεν υπογράψαμε τον αναθεματισμό, όχι επειδή θέλαμε να κατηγορήσουμε την πίστη, αλλ’ επειδή δεν πιστεύαμε ότι ο κατηγορηθείς είναι τέτοιος, από αυτά που οι ίδιοι πληροφορηθήκαμε από αυτόν και με επιστολές και με προσωπικές συνδιαλέξεις. Αλλ’ αφού πείσθηκε η ιερά σύνοδος, εμείς μη θέλοντας να αντιτεθούμε, αλλά συμφωνώντας σε αυτά που σεις αποφασίσατε, επιβεβαιώνουμε τη συγκατάθεση μας, όχι επειδή φέρουμε βαριά την εξορία, αλλά για να απομακρύνουμε την υποψία της αιρέσεως. Εάν λοιπόν κρίνετε άξιο να μας δεχθείτε πάλι ενώπιον σας, θα μας έχετε σε όλα σύμφωνους και ακολουθούντες αυτά που εσείς εγκρίνετε …»[12].
Και καταλήγει ο Σωζομενός:
«Έτσι λοιπόν ο Ευσέβιος και ο Θεόγνιος μεταμελήθηκαν και πήραν πίσω τις εκκλησίες τους»[13].
Βεβαίως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι τον θάνατο του Μ. Κων/νου, οι αρειανικές έριδες παρουσιάζουν μια αναζωπύρωση, με κάποιες αποφάσεις του αυτοκράτορα να δείχνουν ευνοϊκές για τους αρειανόφρονες επισκόπους. Σύμφωνα όμως με τον Βλ. Φειδά, για το μόνο που μας βεβαιώνουν οι αποφάσεις αυτές, είναι «η σταθερή αξίωση του Μ. Κωνσταντίνου» για αποδοχή από τους επισκόπους μιας «συμβιβαστικής συγκλίσεως των θεολογικών αντιθέσεων», με σκοπό «την περιφρούρηση της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος»[14].
Αυτό ακριβώς σημειώνει και ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος:
«Ουδέν ήττον δε αναμφισβήτητον είναι ότι ο Κωνσταντίνος, συμπράττων τω Ευσεβίω, δεν ενόησε ποτέ να συντέλεση εις τον θρίαμβον του αρειανισμού αλλ’ εις μόνην την στερέωσιν της χριστιανικής ενότητος»[15].
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μ. Κων/νος ήταν που έστειλε στην εξορία τον Ευσέβιο ως αιρετικό, ενώ αποδέχτηκε την επιστροφή του Νικομηδείας στην επισκοπή, μόνο μετά από το γράμμα μετανοίας, στο οποίο δήλωνε ξεκάθαρα υπακοή στην Εκκλησία και πίστη στο Σύμβολο της Νίκαιας, το οποίο Σύμβολο άλλωστε, είχε συνυπογράψει στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Κατά συνέπεια, όταν ο Μ. Κων/νος δέχτηκε πίσω τον Ευσέβιο, τον δέχτηκε ως μεταμελημένο και ορθόδοξο. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Βλ. Φειδάς:
«Ο Μ. Κωνσταντίνος παρέμενε υποστηρικτής των αποφάσεων της συνόδου. Η εξορία του επισκόπου Νικομηδείας Ευσεβίου, ο οποίος ήταν συγγενής εξ αγχιστείας του αυτοκράτορα, υποδήλωνε τις συνέπειες σε κάθε ανοικτή αντίδραση προς τις αποφάσεις της συνόδου»[16].
Άλλωστε, και από το γράμμα μετανοίας που προαναφέραμε, φαίνεται ξεκάθαρα όχι μόνο ότι ο Κων/νος εξόρισε τον Ευσέβιο ως αιρετικό, αλλά και ότι ο ίδιος ο Νικομηδείας ζητούσε από τον αυτοκράτορα να τον δεχτεί πίσω ως ορθόδοξο:
«…συμφωνήσαμε με το σύμβολο πίστεως … μη συνεχίζοντας πλέον πουθενά την αίρεση … υπογράψαμε τη διατύπωση της πίστεως … συμφωνώντας σε αυτά που σεις αποφασίσατε, επιβεβαιώνουμε τη συγκατάθεση μας … για να απομακρύνουμε την υποψία της αιρέσεως … θα μας έχετε σε όλα σύμφωνους και ακολουθούντες αυτά που εσείς εγκρίνετε … να υπενθυμήσετε και τον θεοφιλέστατο βασιλιά και να του παραδώσετε τις παρακλήσεις μας»[17].
Έτσι λοιπόν, ο Κωνσταντίνος, «δεχόμενος το βάπτισμα παρά του Νικομηδείας, είχε την πεποίθησιν ότι δέχεται αυτό παρ’ αρχιερέως πρεσβεύοντος το ορθόδοξον της εν Νικαία συνόδου σύμβολον»[18]. Διότι, όχι μόνο «είναι αναμφισβήτητον ότι ο Νικομηδείας υπέγραψε το εν Νικαία σύμβολον», επιπλέον όμως, «ούτε αυτός [ο Νικομηδείας δηλαδή] ούτε οι περί αυτόν εξώμοσαν το σύμβολον τούτο ζώντος του Κωνσταντίνου»[19].
Εφόσον, σύμφωνα με τον Σωζομενό, «Ευσέβιός τε και Θεόγνιος μετεμελήθησαν και τας αυτών εκκλησίας απέλαβον», αυτό σημαίνει πως όταν ο Ευσέβιος βάπτισε τον Μ. Κων/νο ίσχυαν στο ακέραιο οι προϋποθέσεις κανονικής τελέσεως του βαπτίσματος τις οποίες σημειώνει ο καθ. Παναγιώτης Μπούμης:
Ο Νικομηδείας είχε γίνει και πάλι δεκτός ως «κανονικός κληρικός (επίσκοπος ή πρεσβύτερος, όχι διάκονος) της Ορθόδοξης Εκκλησίας» μετέχοντας έτσι στην «αποστολική διαδοχή», ενώ, με το γράμμα μετανοίας που υπέβαλε και έγινε αποδεκτό, αποκήρυσσε κάθε σχέση του με την αίρεση και ταυτόχρονα, κατά τον χρόνο του βαπτίσματος του αυτοκράτορα ούτε είχε «καθαιρεθεί», ούτε βρισκόταν «σε αργία»[20]. Και βεβαίως, τυχόν «αμαρτωλότητα του κληρικού δεν έχει επίδραση στην εγκυρότητα του μυστηρίου, εφ’ όσον αυτός δεν είναι καθηρημένος ή σε αργία»[21].
Κατά συνέπεια, για την Ορθόδοξη Εκκλησία κανένα ζήτημα εγκυρότητας ή κανονικότητας δεν προκύπτει για το βάπτισμα που δέχτηκε ο Μ. Κων/νος παρά τις επιπολαιότητες που κατά καιρούς ακούγονται.
_______________________________
Σημειώσεις
[1] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 266.
[1] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 266.
[2] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄. «Από του Αυγούστου μέχρι του οίκου του Ιουστινιανού», έκδ. 6η, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932, σελ. 150.
[3] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 446.
[4] Καχριμάνης Γεώργιος, «Αίρεσις», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 1089.
[5] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 235.
[6] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 118.
[7] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά…», τόμ. Α΄, ό.π.
[8] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 260.
[9] Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Εκκλησιαστική Ιστορία από Χριστού γεννήσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων», 2η εκδ., εν Αθήναις 1876, σελ. 508.
[10] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π.
[11] Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Εκκλησιαστική Ιστορία…», ό.π., σελ. 511.
[12] Στο πρωτότυπο: « … αναφέρομεν, ως ημείς και τη πίστει συνεδράμομεν και την έννοιαν εξετάσαντες επί τω ομοουσίω όλοι εγενόμεθα της ειρήνης, μηδαμού τη αιρέσει εξακολουθήσαντες … πληροφορηθέντες και πληροφορήσαντες τους δι΄ ημών πεισθήναι οφείλοντας, υπεσημηνάμεθα τη πίστει· τω δε αναθεματισμώ ουχ υπεγράψαμεν, ουχ ως της πίστεως κατηγορούντες, αλλ΄ ως απιστούντες τοιούτον είναι τον κατηγορηθέντα, εκ των ιδία προς ημάς παρ΄ αυτού δια τε επιστολών και των εις πρόσωπον διαλέξεων πεπληροφορημένοι μη τοιούτον είναι. ει δε επείσθη η αγία υμών σύνοδος, ουκ αντιτείνοντες, αλλά συντιθέμενοι τοις παρ΄ υμών κεκριμένοις και δια του γράμματος πληροφορούμεν την συγκατάθεσιν, ου την εξορίαν βαρέως φέροντες, αλλά την υπόνοιαν της αιρέσεως αποδυόμενοι. ει γαρ κατ αξιώσητε νυν γούν εις πρόσωπον επαναλαβείν ημάς, έξετε εν άπασι συμψύχους, ακολουθούντας τοις παρ’ υμίν κεκριμένοις …» (Σωζομ. ‘’Εκκλ. Ιστ.’’ 2,16).
Η μετάφραση από το, Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Α΄-Δ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #128), εκδ. Μερετάκη ‘’Το Βυζάντιον’’, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 187.189.
[13] Στο πρωτότυπο: «Ώδε μεν αυτοίς Ευσέβιός τε και Θεόγνιος μετεμελήθησαν και τας αυτών εκκλησίας απέλαβον» (Σωζομ. ‘’Εκκλ. Ιστ.’’ 2,16. Η μετάφραση από το, Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π. σελ. 189).
[14] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 483.
[15] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, ό.π., σελ. 150.
[16] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 472.
[17] Η μετάφραση από το: Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Α΄-Δ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #128), ό.π., σελ. 187.189.
[18] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, ό.π., σελ. 150.
[19] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, στο ίδιο.
[20] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 98-99.
[21] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 99.
[3] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 446.
[4] Καχριμάνης Γεώργιος, «Αίρεσις», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 1089.
[5] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 235.
[6] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 118.
[7] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά…», τόμ. Α΄, ό.π.
[8] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 260.
[9] Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Εκκλησιαστική Ιστορία από Χριστού γεννήσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων», 2η εκδ., εν Αθήναις 1876, σελ. 508.
[10] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π.
[11] Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Εκκλησιαστική Ιστορία…», ό.π., σελ. 511.
[12] Στο πρωτότυπο: « … αναφέρομεν, ως ημείς και τη πίστει συνεδράμομεν και την έννοιαν εξετάσαντες επί τω ομοουσίω όλοι εγενόμεθα της ειρήνης, μηδαμού τη αιρέσει εξακολουθήσαντες … πληροφορηθέντες και πληροφορήσαντες τους δι΄ ημών πεισθήναι οφείλοντας, υπεσημηνάμεθα τη πίστει· τω δε αναθεματισμώ ουχ υπεγράψαμεν, ουχ ως της πίστεως κατηγορούντες, αλλ΄ ως απιστούντες τοιούτον είναι τον κατηγορηθέντα, εκ των ιδία προς ημάς παρ΄ αυτού δια τε επιστολών και των εις πρόσωπον διαλέξεων πεπληροφορημένοι μη τοιούτον είναι. ει δε επείσθη η αγία υμών σύνοδος, ουκ αντιτείνοντες, αλλά συντιθέμενοι τοις παρ΄ υμών κεκριμένοις και δια του γράμματος πληροφορούμεν την συγκατάθεσιν, ου την εξορίαν βαρέως φέροντες, αλλά την υπόνοιαν της αιρέσεως αποδυόμενοι. ει γαρ κατ αξιώσητε νυν γούν εις πρόσωπον επαναλαβείν ημάς, έξετε εν άπασι συμψύχους, ακολουθούντας τοις παρ’ υμίν κεκριμένοις …» (Σωζομ. ‘’Εκκλ. Ιστ.’’ 2,16).
Η μετάφραση από το, Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Α΄-Δ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #128), εκδ. Μερετάκη ‘’Το Βυζάντιον’’, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 187.189.
[13] Στο πρωτότυπο: «Ώδε μεν αυτοίς Ευσέβιός τε και Θεόγνιος μετεμελήθησαν και τας αυτών εκκλησίας απέλαβον» (Σωζομ. ‘’Εκκλ. Ιστ.’’ 2,16. Η μετάφραση από το, Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», ό.π. σελ. 189).
[14] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 483.
[15] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, ό.π., σελ. 150.
[16] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 472.
[17] Η μετάφραση από το: Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» Α΄-Δ΄ (σειρά Ε.Π.Ε. #128), ό.π., σελ. 187.189.
[18] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, ό.π., σελ. 150.
[19] Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 2Β΄, στο ίδιο.
[20] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 98-99.
[21] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 99.
Πηγή: oodegr.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου