Η συγκλονιστική ιστορία του μεγάλου αυτού Αγίου αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια στο Νέον Μαρτυρολόγιον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη.
Ο Άγιος ήταν Τούρκος και ζούσε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης. Ήταν ένα ώριμο και συνετό αγόρι. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών τυφλώθηκε από ευλογιά και παρέμεινε τυφλός τρία χρόνια. Θεραπεύτηκε μόνον όταν μια χριστιανή φίλη της οικογένειάς του τον πήρε και τον έπλυνε με χριστιανικό αγίασμα.
Αργότερα, επειδή ο πατριός του ήταν υπερβολικά βίαιος, η μητέρα του πήρε τα παιδιά της και μετοίκισαν στη Σμύρνη. Εκεί ο μεγάλος αδελφός του Αγίου άρχισε να εργάζεται ως μανάβης και ο Άγιος έπιασε δουλειά κοντά του. Λόγω της εργασίας του ήρθε πολλές φορές σε επαφή με χριστιανούς, μεταξύ των οποίων και ιερείς, και άρχισε να νιώθει γαλήνη στην καρδιά του ακούγοντας τη χριστιανική διδασκαλία ή αναγνώσεις από χριστιανικά βιβλία. Έτσι, σιγά σιγά, άναψε μέσα του ο πόθος να βαφτιστεί. Συμφώνησε μάλιστα με δύο φίλους του και έφεραν από μία λαμπάδα στο ναό του Αγίου Γεωργίου, για να μην προσβληθούν από πανούκλα, που είχε ενσκήψει στην πόλη.
Λίγο καιρό αργότερα έφυγε κρυφά στο Άγιο Όρος και αποκάλυψε την πρόθεσή του σε κάποιους μοναχούς. Εκείνοι όμως δεν τον παρακίνησαν να βιαστεί, ούτε τον διευκόλυναν στην επιτέλεση του σκοπού του. Περιπλανήθηκε πολύ στο Άγιο Όρος, όμως, άλλοι από δειλία άλλοι από σύνεση, όλοι τον καθυστερούσαν από το βάπτισμα. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να συλλογιστεί πολύ, ώστε η απόφασή του να είναι ώριμη. Τελικά έφυγε απογοητευμένος, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάστηκε στον ίδιο τον πατριάρχη. Εκείνος, για να τον δοκιμάσει, του είπε: «Τι ήρθες να κάνεις σε μας, νεαρέ, που είμαστε το πιο ταπεινωμένο από όλα τα έθνη;» (λόγω της δουλείας στους Οθωμανούς).
Τότε ο άγιος ξέσπασε σε θρήνο και μέσα στα δάκρυα επέμεινε στην πρόθεσή του να γίνει μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Ο πατριάρχης, συγκλονισμένος, τον διευκόλυνε και ο Άγιος βαφτίστηκε παίρνοντας το όνομα Κωνσταντίνος.
Έζησε για ένα διάστημα ως ευσεβής χριστιανός και μια φορά, που πήγε στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, για να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, είδε και ασπάστηκε τα άγια λείψανα κάποιων νεομαρτύρων. Τότε πόθησε να μαρτυρήσει και αυτός για το Χριστό. Όμως ο έμπειρος ιερέας, στον οποίο το εξομολογήθηκε, του σύστησε σαρανταήμερη νηστεία και προσευχή, ώστε να διαπιστώσει μόνος του αν η πρόθεσή του αυτή είναι σωστή και θεάρεστη. Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας, είδε σε όραμα το Χριστό, περιστοιχιζόμενο από αγίους, που τον διαβεβαίωσε ότι δεν ήταν ακόμη ώρα να δώσει τη ζωή του γι’ Αυτόν.
Στη συνέχεια έφυγε με σκοπό να επιστρέψει στη Μαγνησία (όπου ζούσε η οικογένειά του) και να φέρει την αδερφή του στο χριστιανισμό. Στις Κυδωνίες όμως (Αϊβαλί) αναγνωρίστηκε από κάποιον μουσουλμάνο, συνελήφθη και δικάστηκε ως αρνησίθρησκος. Υποβλήθηκε σε απερίγραπτα βασανιστήρια: μαστιγώθηκε, του φόρεσαν στο κεφάλι μια πυρακτωμένη περικεφαλαία, του έσφιξαν με λουριά τους κροτάφους μέχρι εσχάτης οδύνης, του τέντωσαν το σώμα με ειδική μηχανή και τον άφηναν όλη την ημέρα τεντωμένο και όλη τη νύχτα κρεμασμένο από τα χέρια…
Στη φυλακή ο Άγιος βασανίστηκε και από σειρά δαιμονικών οραμάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων τον ενθάρρυνε ένας χριστιανός, ο Ιωάννης, που μπήκε στη φυλακή επίτηδες με κάποιο παράπτωμα και παρέμεινε μαζί του για να του συμπαρασταθεί. Τον επισκέφτηκαν κι άλλοι χριστιανοί και ο Άγιος ζητούσε τις προσευχές τους.
Στις εκκλησίες της πόλης οι χριστιανοί έκαναν ολονύκτιες προσευχές γι’ αυτόν, ενώ κάποια στιγμή κάποιοι χριστιανοί με αγνή ψυχή άρχισαν να βλέπουν ένα παράδοξο φως να βγαίνει από την εκκλησία του Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου και να μπαίνει στη φυλακή. Στη φυλακή, λίγο πριν το τέλος, επισκέφτηκε τον Άγιο και η Θεοτόκος.
Αφού απεστάλη στην Κωνσταντινούπολη και βασανίστηκε εκ νέου για τρεις ημέρες, τελικά τον έπνιξαν με θηλιά. Τα μαρτύρια του αγίου κράτησαν από τις 23 Απριλίου μέχρι τις 2 Ιουνίου 1819. Η μνήμη του τιμάται την ημέρα του θανάτου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου