Ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιo λαοφιλείς Ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. (Στην φωτογραφία η Βηματάρισσα της Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους). Ονομάζονται «Παρακλητικοί» οι δύο Κανόνες στην Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί, τα αισθήματα των οποίων εκφράζουν οι Κανόνες, ικετεύουν και παρακαλούν την Παναγία με τις μεσιτείες και πρεσβείες Της προς τον φιλάνθρωπο Θεό και Υιό της ("πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου"), να ικανοποιήσει και να εκπληρώσει τα φλέγοντα αιτήματα των προσευχών των προς Αυτήν ("τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν").
Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, οι δύο Κανόνες ονομάζονται «Μικρὸς» ο α´ και «Μέγας» ο β´, ή Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, αν καὶ έχουν ίσο αριθμὸ τροπαρίων, 32 συνολικά ο καθένας, 4 σε κάθε ωδή. Όμως τα τροπάρια και οι ειρμοὶ του Μεγάλου Κανόνος είναι εμφανώς εκτενέστερα. Ἀλλ᾿ αυτό, καθώς αναφέρει ο ίδιος Καθηγητής, δεν είναι αρκετὸ για να αιτιολογήσει το επίθετο «Μέγας» σ᾿ αυτόν. Ο σπουδαιότερος λόγος είναι ότι ο Μέγας αυτός Κανόνας ψάλλεται πανηγυρικώτερα, ιδιαιτέρως κατὰ την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, όπως δείχνουν και τα εξαποστειλάρια: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση των δύο Κανόνων όσο και στην τελική μορφολογία των δύο Παρακλήσεων. Το σίγουρο γεγονός της ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι, ότι ο Κανόνας της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως. Ο τίτλος του Δούκα μας δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την ανάρρησή του στον Θρόνο της Νικαίας, τον Νοέμβριο 1254.
Ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας, που είναι και ο πιο παλιός, αποδίδεται από ορισμένους στο μοναχό Θεοστήρικτο, που έζησε τον έννατο αιώνα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι έργο του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη του Ομολογητή,του Γραπτού, που έζησε τον ίδιο αιώνα. Αλλοι πάλιν τον αποδίδουν στον Αγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό. Στο εκκλησιαστικό βιβλίο ΩΡΟΛΟΓΙΟ γράφεται, ότι ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού. Οι δε (υποστηρίζουν) Θεοφάνους». Τα δύο αυτά ονόματα είναι ενδεχόμενο να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο, με την έννοια ότι ο Θεοφάνης ήταν ο μετέπειτα μοναχός Θεοστήρικτος (Ομολογηγητής των Ιερών Εικόνων).
Σύγχρονοι ειδικοὶ ερευνητές (Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – και Ιωάννης Φουντούλης – Καθηγητής της Λειτουργικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ) διατυπώνουν τη γνώμη, ότι πρόκειται για ένα και το αυτὸ πρόσωπο, που φέρει δύο ονόματα, το κοσμικό του όνομα Θεοφάνης και το μοναχικό του όνομα Θεοστήρικτος.
Γεννημένος στις αρχές του 8ου αιώνος στην Τριγλία της Βιθυνίας, ο όσιος Θεοστήρικτος έγινε μοναχός από νεαρή ηλικία στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, την αποκαλούμενη Πελεκητή, όπου αργότερα εκλέχθηκε Ηγούμενος. Όταν κατά την διαταγή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρώνυμου (741-775) ο περιβόητος και αιμοσταγής κυβερνήτης της Μικράς Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας άρχισε να καταδιώκει τους Ομολογητές των Ιερών και Σεπτών Εικόνων, εισέβαλλε στην μονή την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης του 763, την ώρα της Θείας Λειτουργίας . Ο Ηγούμενος όσιος Θεοστήρικτος τελούσε την Θεία Λειτουργία με τους 780 υποτακτικούς του, εκ των οποίων οι 70 ήταν Ιερομόναχοι! (Κατά τήν συμπλοκή που ακολούθησε φονεύθηκαν 400 μοναχοί!)...
Νεώτερες έρευνες στο θέμα συγκλίνουν στην άποψη, ότι ποιητής του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής. Αυτός χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία (όπως Βιβλικά αναγνώσματα, Ευαγγέλιο), έφτιαξε την Ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανόνας του Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί σαν πρώτος Κανών του Όρθρου στις εορτές μεγάλων Αγίων. Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα του Ιωάννου Δαμασκηνού στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανεισθεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ καί η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό. Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις, Βασιλιάς τῆς Αυτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ιδρύθηκε μετα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως απο τους Φράγκους, σαν αντίσταση στην Φραγκοκρατία ποὺ επεβλήθηκε απὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία κατὰ τὰ έτη 1204 – 1261. Ὁ χρόνος άρα που γράφτηκε ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανόνας είναι ὁ ΙΓ´ μ. Χ. αιώνας καὶ συγκεκριμένα τὸ διάστημα των ετών 1204 – 1258 που ἔζησε ὁ ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη, δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή Αυτοκρατορία και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του. Ήταν πολύ μορφωμένος και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικήφόρος Βλεμμύδης και Θεόδωρος Ακροπολίτης. Όταν πάντρεψε την κόρη του με τον Νικηφόρο, γιο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ και της Θεοδώρας, του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια.
Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής, αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του του προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του. Ειδικότερα η συναισθηματική του αστάθεια εκφράζεται κυρίως "σαν κατάθλιψη ή σαν διάχυση του συναισθήματος". Σε μια από το πλήθος των επιστολών του, ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του γράφει: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν, κατηφή , δεινόν, συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον. Οίμοι, τι εν εμοί γέγονεν! Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική, ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον» (J.B.Papadopoulos).
Κάποτε στον δρόμο της Ιστορίας, συναντήθηκε με το πρόσωπο της Θεοδώρας, της Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σημερινής Αγίας και πολιούχου της Άρτας. Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Νικηφόρο, τον πρωτότοκο γυιό του Μιχαήλ και της Θεοδώρας. Ο χαρακτήρας της Θεοδώρας - που είχε αποκτήσει «υπομονή Αγίας και συνείδηση ειρηνοποιού» (D.M.Nicol), αλλά και η Θεοτοκοφιλία της, ήταν παραδειγματική και καταλυτική γι αυτόν. Και στις δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου, έμαθε από την Θεοδώρα (που οι περιπέτειες της ζωής της έκαναν να κυλήσουν από τα μάτια της "θρόμβοι δακρύων" και να στραφεί προσευχητικά πολλές φορές προς το πρόσωπο της Θεοτόκου), να στρέφει τα βλέμματα στην μορφή της Γιάτρισσας Παναγίας. Και να απευθύνει σε Αυτή κατανυκτικές επικλήσεις, που εκφράζουν ένα έντονο ψυχικό άλγος. Αποτέλεσμα αυτών των διαρκών προσευχητικών επικλήσεων του Θεοδώρου προς την Θεοτόκο είναι και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας που αυτός συνέθεσε.
Καθώς η υγεία του χειροτέρευε, o Θεόδωρος παραιτήθηκε από τον Θρόνο της Νικαίας καί αποσύρθηκε στη Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και έγινε μοναχός λίγο πρίν τόν θάνατο του. Άφησε την τελευταία του πνοή τόν Αύγουστο του 1258, πρίν ή κατά τήν διάρκεια τού μεθεόρτου οκταημέρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν Δούκας, μάλλον σέ κάποια ύφεση της ασθενείας του πού διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός πού αποδόθηκε σέ θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν. Ο Κανόνας γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σέ Ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των γύρω Μονών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανόνας χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Μεγάλη Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις τελούνταν καθημερινά προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της κοιμήσεως του Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η Ακολουθία της Μεγάλης Παρακλήσεως ψάλλονταν καθημερινά μέχρι την ώρα του θανάτου του. Είναι επίσης εύλογο νά δεχθούμε, ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την Ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και έγινε συνήθεια έκτοτε νά ψάλλεται η Ακολουθία κάθε Αύγουστο, σε μνήμη του ποιητή της.
Λίγο πρίν από τον θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί. Έπεσε στα πόδια του εξομολογητή και "δακρύων απλέτοις ρεύμασι την γήν εν ή κατέκειτο έπλυνεν, ώστε και πηλόν γεγενήσθαι εκ τούτων …το «εγκατέλιπόν σε Χριστέ» συνεχώς επεφώνει» (Γ. Ακροπολίτης).
Η ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, που σήμερα αντηχεί στους ναούς στα δειλινά του Ελληνικού Δεκαπενταύγουστου, συγκινώντας τους πιστούς με τους έξοχους στίχους του, γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και συντριβή.
«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη την εμήν καλύπτουσι καρδίαν». «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ήν έχω».
Στίς 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει τήν Κωνσταντινούπολη γιά λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, τερματίζοντας έτσι την Λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων του 1204. Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως σαν θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτορας για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο, αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ τής 25ης Ιουλίου καί 15ης Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες Ακολουθίες γίνονταν στην Κωνσταντινούπολη καί μεταξύ αυτών ήταν και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών του Θεοδώρου Λασκάρεως. Αλλά η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ βρέθηκε μπροστά στο εξής δίλλημα: Οι δύο Βασιλικές Δυναστείες του Θεοδώρου Λασκάρεως καί Μιχαήλ Παλαιολόγου, βρίσκονταν σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιό του Θεοδώρου Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή Ακολουθίες πού θύμιζαν την Δυναστεία του Θεοδώρου. Η λύση βρέθηκε με την χρήση του παλιότερου Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, του μοναχού Θεοστήρικτου.
Ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας παρέμεινε σε χρήση μόνο κατά την νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος μέ την μνήμη του Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε νά εναλλάσσεται μέ τον Μικρό, ο όποιος διαδόθηκε έξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείται πλέον καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου («εις πάσαν περίστασιν»).
Δέν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθηκε ή εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο. Είναι φυσικό να υποθέσουμε πώς αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και αφού ξεχάστηκαν οι διαφορές των δύο Δυναστειών, καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο, σαν εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες, Μικρός καί Μεγάλος, παρέμειναν άγνωστοι στους Ρώσους Όρθοδόξους πού παρέλαβαν τά Ελληνικά λειτουργικά κείμενα κατά τόν ενδέκατο αιώνα, μεταφρασμένα στην Σλαβονική γλώσσα. Καί αυτό διότι οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες δεν περιελαμβάνονταν στα Ελληνικά λειτουργικά βιβλία της εποχής εκείνης.
Ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών, όπως γράφουν οι ερευνητές Νικόλαος Τωμαδάκης καὶ Ιωάννης Φουντούλης, έχει περισσότερο προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ «αναφέρεται ειδικά στὰ παθήματα καὶ στις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής του πολυπαθούς αὐτοῦ Βασιλέως, ὁ ὁποίος έπασχε απὸ ανίατο ψυχικὸ νόσημα». Ἀναφέρει δὲ ὁ Τωμαδάκης ὅτι: «Εαν ἡ περίπτωσις τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως προσαρμόζεται πρὸς την κατάθλιψη καὶ τὶς διακυμάνσεις της οργιζομένης καὶ αμαρτανούσης καὶ νοσούσης υπάρξεως των μυριάδων πιστών, αυτὴ ακριβώς είναι καὶ η αιτία της κατὰ τὰ τελευταία έτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εισαγωγής της ποιητικής αυτής συνδέσεως, δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, στὴν εκκλησιαστικὴ ακολουθία, προς λειτουργικὴ χρήση".
Η ποίηση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος ειναι έκφραση πόνου καὶ κραυγὴ αγωνίας πρὸς την Παναγία, που αυτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ αποτελοῦν ένδειξη μεγάλου ποιητή, ὅπως π.χ. «ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ἢ «ἵνα τὶ μὲ ἀπώσω ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἐκάλυψέ με τὸ ἀλλότριον σκότος τὸ δείλαιον», ἢ «ἀλλ΄ ἐπίστρεψόν με καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον, δέομαι» καὶ ἄλλα πολλά.
Εὰν συγκρίνωμε τώρα τὴν ποιητικὴ έκφραση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψεως καὶ της κραυγαλέας οδύνης του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος πρὸς την σύγχρονη εξομολογητικὴ ποίηση τῶν καιρών μας, θα διαπιστώσωμε τα εξής: Ότι στην εξομολογητικὴ ποίηση του συγχρόνου κόσμου, ο ποιητής εκχέει προς τὸ κενό τον σπαραγμό της καρδίας του, το ἐσωτερικό του άλγος, χωρὶς να περιμένει από κανένα την διόρθωση της καταστάσεώς του, εφ΄ όσον δεν πιστεύει, ούτε ελπίζει σὲ κάτι. Έτσι, ο ποιητής αυτὸς αφήνει ανοικτές τις πληγὲς της ψυχής του μὲ απόγνωση καὶ απογοήτευση, χωρὶς τὴν ελπίδα γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ασθενείας του. Ενώ ἀντίθετα η ποίηση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, όπως καὶ όλων των ύμνων της Εκκλησίας μας, παρὰ την έκφραση του πόνου, της θλίψεως, της ασθενείας, των πειρασμών καὶ των βασάνων, δεν κυριεύεται απὸ απόγνωση καὶ απελπισία, αλλὰ μὲ πίστη καὶ ελπίδα εκλιπαρεί την ευσπλαχνία καὶ την πρεσβεία της Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ θείο έλεος τοῦ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μὲ θάρρος καὶ αισιοδοξία για να συνεχίσει τον ἀγώνα, με την βοήθεια εκείνων, για την διόρθωση όλων των δεινών του.
πηγή: churchsynaxarion.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου