Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

Traditional Handmade Incense by Monks. Παραδοσιακό χειροποίητο θυμίαμα από μοναχούς. Традиционални ручно прављени тамјан од монаха. Традиционно ръчно изработено тамян от монаси. Tămâie tradițională făcută manual de călugări!

Παραδοσιακό χειροποίητο θυμίαμα χωρίς την χρήση μηχανής σε κανένα στάδιο της παρασκευής του. Αγιορειτικές συνταγές για παραμονή του αρώματος στο χώρο.

Υψηλής ποιότητας πρώτη ύλη, λιβάνι, και διαλεγμένα αρώματα σε συνδυασμό με χειροποίητη εργασία. Αποτέλεσμα, ένα παραδοσιακό χειροποίητο θυμίαμα μοναδικής ποιότητας και ευωδίας.

Επειδή το θυμίαμα παρασκευάζεται εξ ολοκλήρου στο χέρι, απαιτεί χρόνο για να επιτευχθεί το ίδιο βάθος και άρωμα με τα θυμιάματα που έφτιαχναν οι μοναχοί των περασμένων αιώνων!

Τηλέφωνο επικοινωνίας: +30 693 103 55 59 και Viber. Για Βουλγαρία Ρουμανία και Σερβία, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα στην αγγλική γλώσσα!

Αγγλικά

Traditional Handmade Incense by Monks! 

Traditional handmade incense, crafted entirely without the use of machines at any stage of production. Athonite recipes ensure the fragrance lingers beautifully in the space.

High-quality frankincense and carefully selected aromas, combined with meticulous handcrafting. The result is a traditional handmade incense of unique quality and fragrance.

Because the incense is prepared entirely by hand, it requires time to achieve the same depth and aroma as the incenses made by the monks of past centuries!

Contact phone: +30 693 103 55 59 (also available on Viber). For Bulgaria, Romania, and Serbia, please send your message in English.

 
Cръбски

Традиционални ручно прављени тамјан од монаха!

Традиционални ручно прављени тамјан, направљен без употребе машина у било којој фази производње. Светогорски рецепти обезбеђују да се мирис дуго задржи у простору.

Квалитетна сировина тамјана и пажљиво одабрани мириси, у комбинацији са ручним радом, дају резултат – традиционални тамјан јединственог квалитета и мириса.

Пошто се тамјан припрема без употребе машина, потребно је време да постигне исту дубину и мирис као некадашњи монашки тамјани старих векова!

Телефон: +30 693 103 55 59 и Viber. За Бугарску, Румунију и Србију, молимо пошаљите поруку на енглеском језику.

български

Традиционно ръчно изработено тамян от монаси!

Традиционен ръчно направен тамян, произведен без използване на машини на който и да е етап от производството. Светогорски рецепти, които запазват аромата дълго време в помещението.

Висококачествено тамянено вещество и подбрани аромати, съчетани с ръчна изработка. Резултатът е традиционен ръчно изработен тамян с уникално качество и благоухание.

Тъй като тамянът се приготвя изцяло на ръка, е необходимо време, за да придобие същата дълбочина и аромат като онези, които са правели старите монаси през миналите векове!

Телефон: +30 693 103 55 59 и Viber. За България, Румъния и Сърбия, моля изпратете съобщение на английски език.

Română

Tămâie tradițională făcută manual de călugări!

Tămâie tradițională, realizată complet manual, fără utilizarea mașinilor în niciun stadiu al producției. Rețete athonite care mențin parfumul plăcut în încăpere.

Materii prime de înaltă calitate și arome atent alese, combinate cu o muncă manuală migăloasă. Rezultatul este o tămâie tradițională, făcută manual, de calitate și aromă unică.

Deoarece tămâia este preparată fără ajutorul mașinilor, este nevoie de timp pentru a atinge aceeași profunzime și miros ca tămâile monahale din vechime!

Telefon: +30 693 103 55 59 și Viber. Pentru Bulgaria, România și Serbia, vă rugăm să trimiteți mesajul în limba engleză.

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 12ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

ιζ') "Η Παλαιά Διαθήκη είναι εβραϊκή. Πώς γίνεται να έχουν άδικο οι ραββίνοι και δίκαιο οι Χριστιανοί, όταν την ερμηνεύουν αυτοί;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι μόνο οι Εβραίοι μπορούσαν να ερμηνεύσουν τα εδάφια σωστά, και συνεπώς, εάν αυτοί δεν τα ερμήνευσαν έτσι, τότε η χριστιανική ερμηνεία δεν στέκεται από μόνη της. Όμως κάνουν λάθος, γιατί η ερμηνεία των Φαρισαίων, των Σαδδουκαίων και των Γραμματέων (δηλαδή των αρχιερέων και ερμηνευτών Ιουδαίων της εποχής του Χριστού) για τον μωσαϊκό νόμο και τους προφήτες, μόνο σωστή δεν ήταν, και αυτό αποδείκνυε ο Χριστός κάθε φορά που συζητούσε μαζί τους.
 
Έτσι διαβάζουμε στο Κατά Ματθαίον 22: 41-46, «Ενώ δε, ήσαν μαζεμένοι οι Φαρισαίοι, τους ερώτησε ο Ιησούς, "Τί φρονείτε δια τον Χριστόν; Ποίου είναι υιός;". Λέγουν εις αυτόν, "Του Δαυίδ". Αυτός τους λέγει, "Πώς λοιπόν ο Δαυίδ, εμπνευσμένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριον και λέγει, είπε ο Κύριος εις τον Κύριον μου, κάθησε εις τα δεξιά μου, έως ότου κάνω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδιών σου; Εάν λοιπόν ο Δαυίδ τον ονομάζει Κύριον, πώς είναι δυνατόν να είναι υιός του;". Και κανείς δεν ήτο εις θέσιν να του αποκριθή ένα λόγον, ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να τον ερωτήσει πλέον». Φαίνεται πόσο οι δήθεν αυθεντικοί ερμηνευτές του μωσαϊκού νόμου τα έχασαν.
 
Επίσης ο Χριστός δείχνει την λανθασμένη ερμηνεία των γραμματέων και Φαρισαίων στο Κατά Ματθαίον 15: 3-6,  «Αυτός δε τους απεκρίθη, "Γιατί και εσείς παραβαίνετε την εντολήν του Θεού χάριν της παραδόσεώς σας; Ο Θεός είπε: Να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου, και, εκείνος που υβρίζει πατέρα ή μητέρα οφείλει να θανατωθή. Σεις δε, λέγετε: "Εκείνος που θα πη εις τον πατέρα του ή την μητέρα του, Ό,τι έχεις να ωφεληθής από εμέ, αυτό δίδεται ως δώρον εις τον Θεόν, αυτός δεν έχει υποχρέωσιν να τιμήση τον πατέρα του ή την μητέρα του". Και ακυρώσατε την εντολήν του Θεού χάριν της παραδόσεως σας».
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της έλλειψης αυθεντίας, Κατά Ματθαίον 21: 23-27, «Και όταν ήλθε εις τον ναόν, τον επλησίασαν, ενώ εδίδασκε, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, και του είπαν, "Με ποιαν εξουσίαν κάνεις αυτά, και ποιος σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν;". Ο Ιησούς τους απεκρίθη, "Θα σας κάνω και εγώ μίαν ερώτησιν, και εάν μου απαντήσετε, θα σας πω και εγώ με ποιαν εξουσίαν κάνω αυτά. Το βάπτισμα του Ιωάννου από πού ήτο; Από τον ουρανό ή από τους ανθρώπους;". Αυτοί συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγον, "Εάν πούμε, "Από τον ουρανό", θα μας πη, "Γιατί λοιπόν δεν επιστέψατε σε αυτόν;", εάν δε, πούμε "Από τους ανθρώπους", φοβούμεθα τον λαόν, διότι όλοι έχουν τον Ιωάννην για προφήτην". Και απεκρίθησαν εις τον Ιησούν, "Δεν γνωρίζομεν". Και αυτός τους είπε, "Ούτε και εγώ σας λέγω με ποιαν εξουσίαν κάνω αυτά".
 
Ο Χριστός αποστομώνει τους απεσταλμένους των Ηρωδιανών και των Φαρισαίων, όταν αυτοί προσπαθούν να τον παγιδέψουν για το ζήτημα της πληρωμής του φόρου στον Καίσαρα (Κατά Ματθαίον, 22: 16-22), λέγοντας τους το γνωστό «τα του Καίσαρος τώ Καίσαρι...». Οι απεσταλμένοι θαύμασαν κι έφυγαν.
 
Ο Χριστός, όταν οι Σαδδουκαίοι – που δεν πίστευαν στην ανάσταση νεκρών – πήγαν να τον πειράξουν ρωτώντας τον σχετικά, αυτός τους αποστόμωσε δείχνοντας την άγνοια τους σχετικά με την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, στο Κατά Ματθαίον 22: 24-33, «τον ερώτησαν, "Διδάσκαλε, ο Μωυσής είπεν, εάν ένας πεθάνη άτεκνος, τότε πρέπει ο αδελφός του να νυμφευθή την γυναίκα του και να φέρη απογόνους εις τον αδελφόν του. Ήσαν λοιπόν σε εμάς επτά αδελφοί. Ο πρώτος αφού ενυμφεύθη, πέθανε και επειδή δεν είχε απογόνους, άφησε την γυναίκα του εις τον αδελφόν του. Το ίδιο συνέβη και εις τον δεύτερον και εις τον τρίτον έως τον έβδομον. Τελευταία δε απ' όλους πέθανε η γυναίκα. Κατά την ανάστασιν λοιπόν, εις ποιον από τους επτά θα ανήκη η γυναίκα; Διότι όλοι την είχαν γυναίκα". Απεκρίθη ο Ιησούς, "Πλανάσθε, επειδή δεν γνωρίζετε τας γραφάς ούτε την δύναμιν του Θεού. Διότι κατά την ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι εις τον ουρανόν. Όσον αφορά δε, την ανάστασιν των νεκρών, δεν διαβάσατε εκείνο, το οποίον σας είπε ο Θεός, Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών αλλά ζώντων". Και όταν τα πλήθη άκουσαν αυτά, εξεπλάγησαν δια την διδασκαλίαν του».
 
Ο Χριστός κατακρίνει την παράδοση και ερμηνεία των Φαρισαίων και των γραμματέων, στο Κατά Ματθαίον 23: 16-20, «Αλλοίμονον σε εσάς, οδηγοί τυφλοί, που λέτε, "Εάν ορκισθή κανείς εις τον ναόν, αυτό δεν είναι τίποτε˙ εάν όμως ορκισθή εις τον χρυσόν του ναού, είναι υποχρεωμένος να τηρήση τον όρκον". Μωροί και τυφλοί, ποιο είναι μεγαλύτερον, ο χρυσός ή ο ναός, ο οποίος κάνει ιερόν τον χρυσόν; Και "Όποιος ορκισθή εις το θυσιαστήριον, αυτό δεν σημαίνει τίποτε˙ όποιος όμως ορκισθή εις το δώρον, το οποίον είναι επάνω του, είναι υποχρεωμένος να τηρήση τον όρκον του". Μωροί και τυφλοί, ποιο είναι μεγαλύτερον, το δώρον ή το θυσιαστήριον, το οποίον κάνει ιερόν το δώρον;»
 
Αλλού ο Χριστός αποδεικνύει πόσο αμαθείς και σκοτισμένοι ήταν οι Φαρισαίοι, που απέδιδαν τα θαύματά του κατά των δαιμόνων, σε βοήθεια του διαβόλου.

Συνεχώς ο Ιησούς αποδεικνύει πόσο ψευδής είναι η άποψη των νεοπαγανιστών ότι η ερμηνεία της Π.Δ. γίνεται από τους ραββίνους. Μόνο «αυθεντία» δεν μπορούσαν να θεωρήσουν τον εαυτό τους οι πνευματικοί ηγέτες του Ισραήλ της εποχής του Χριστού. Δεν ισχύει λοιπόν ο ισχυρισμός «μόνο οι ραββίνοι μπορούν να ερμηνεύσουν τις προφητείες και την Παλαιά Διαθήκη, όχι οι απόστολοι και οι ευγγελιστές». Είχαν 
καταντήσει τον 1ο μ.Χ. αιώνα οι ραββίνοι, Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι, Γραμματείς, όπως τα διεφθαρμένα ιουδαϊκά ιερατεία του νότιου και βόρειου βασιλείου (9ος-6ος π.Χ. αι.), τα οποία κατέκριναν οι προφήτες λέγοντας ότι διαστρέφουν την ερμηνεία του μωσαϊκού νόμου.

Δεν υπάρχει τίποτε πιο διασκεδαστικό βέβαια, απ' τους νεοπαγανιστές που ενώ συνέχεια βρίζουν τους Ορθόδοξους, πότε σαν δήθεν «Ιουδαιοχριστιανούς κατακτητές», πότε σκέτο σαν «Ιουδαιοχριστιανούς», και λένε πως Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός είναι το ένα και το αυτό, στην περίπτωση αυτήν – όπως και με τον πρώην Αρειανιστή Ιουλιανό, που χρηματοδοτούσε την ανέγερση του ιουδαϊκού ναού, μόνο και μόνο για να αποδείξει στους Χριστιανούς ότι η σχετική προφητεία του Χριστού ήταν λανθασμένη – γίνονται ιουδαϊκότεροι των Ιουδαίων, προκειμένου να αντιταχθούν στο Χριστιανισμό. Δεν πρέπει να παραξενεύει κανέναν αυτό. Άλλωστε, τόσο οι εθνικιστές Εβραίοι (Σιωνιστές και οι της εποχής του Χριστού) όσο και οι εθνικιστές, παγανιστές αρχαιολάτρες έχουν κοινό σημείο: τον εθνικισμό-σωβινισμό. Και οι δυο φτάνουν (έφτασαν, για τους Εβραίους) να θεωρούν ότι ο Θεός είναι εθνικό ζήτημα κι όχι ζήτημα αλήθειας. Αφού λοιπόν οι Εβραίοι είδαν τον Χριστό να μην είναι αυτό που ήθελαν, δηλαδή κοσμικός βασιλιάς και ηγέτης, και αφού οι νεοπαγανιστές κυριολεκτικά ζουν στον εθνικιστικό κόσμο τους, μη δεχόμενοι ότι ο Θεός είναι ένας για όλους, είναι ολοφάνερο πώς πραγματοποιούνται τέτοιες «συμμαχίες» από καιρό εις καιρού.
 

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 11ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

ιε') "Γιατί ο Ιησούς συνιστά στους μαθητές του «όταν προσεύχεσθε, μη λέγετε πολλά και ανόητα, όπως κάνουν οι εθνικοί, που νομίζουν ότι με την πολυλογίαν τους θα εισακουσθούν» (Κατά Ματθαίον 6: 7), ενώ υπάρχουν πολλοί ύμνοι προς τους θεούς, του Πυθαγόρα και άλλων, που διακρίνονται για την λιτότητα και το μεστό νόημα τους;"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ο Πυθαγόρας δεν ήταν ο κλασσικός τύπος πολυθεϊστή ούτε κι ο Ευριπίδης, αποσπάσματα των οποίων παραθέτει ο κ. Γ. Σιέττος και ο Δαυλός, για να μας αποδείξουν ότι δεν «βαττολογούσαν» (φλυαρούσαν) οι εθνικοί. Έχουμε αναφέρει το παρανοϊκό τυπικό των προσευχών που έκαναν οι ειδωλολάτρες, στο κεφάλαιο 57. Στριφογύριζαν, χοροπηδούσαν και έκαναν άλλα διασκεδαστικά κατά την ανάγνωση της προσευχής, για να τους προσέξουν οι «θεοί». Ίσως θα μπορούσαν, οι αρχαιολάτρες, να μας εξηγήσουν την σημασία της φράσης ΒΑΡΒΑΦΟΡΦΟΡΒΑΡΒΟΡΒΑΡ ΒΟΡΑ ΒΟΡΒΟΡ ΒΑΡΒΑ ΦΟΡΒΑΒΑΙΗ, η οποία βρέθηκε στην Ελλάδα, στην αθηναϊκή αρχαία Αγορά, σε ένα «κατάδεσμο», δηλαδή προσευχή προς χθόνιους ελληνικούς θεούς˙ και πώς αυτή η φράση δεν συνιστά «βαττολογία». «Ο Κικέρων (De legibus, 2, 15) παρατηρεί ότι οι ελληνικές πόλεις φρόντιζαν να διατηρούν τους αρχαίους ρυθμούς. (...) Ο Βάρρων αναφέρει ορισμένες λέξεις των ιερών βιβλίων που διατηρούνταν στην Αθήνα, των οποίων η γλώσσα ήταν αρχαϊκή (De lingua latina, 5, 97)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 260-261). Για αυτό τον λόγο και ο συριακής καταγωγής εθνικός, Ιάβλιχος, κατηγορεί τους Έλληνες ότι αλλοιώνουν όσα μαθαίνουν από τους Ασιάτες εθνικούς. Μεταφράζοντας μια ασιατική προσευχή σε «θεό» ή μια «μαγική» ασιατική λέξη ή ένα όνομα ασιατικού «θεού» στα ελληνικά, αμέσως άλλαζε (έστω και ελαφρώς) η προφορά των λέξεων, οπότε προφέροντάς τις δεν μπορούσε να εξευμενίσει κανείς το «θεό». Αυτή είναι η φλυαρία˙ κι όχι οι λίγες εξαιρέσεις διάφορων αρχαίων, που μόνο ευσεβείς πολυθεϊστές και χαρακτηριστικά παραδείγματα εθνικών δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.

ιστ') "Τα «θαύματα» του Ιησού είναι ελεγχόμενα, προετοιμασμένα. Ο Ιησούς πριν πάει σε κάποιο μέρος έστελνε πρώτα τους μαθητές του (όχι απαραίτητα τους δώδεκα, αλλά και τους εβδομήντα), οι οποίοι παρίσταναν τους χειροκροτητές, τους αρρώστους ή ίσως έπειθαν άλλους να κάνουν τους αρρώστους. Έπειτα ερχόταν ο Ιησούς και «γιάτρευε» τους μαθητές του ή αυτούς που οι μαθητές του είχαν πείσει να παραστήσουν τους «τυφλούς», τους «παράλυτους», τους «δαιμονισμένους» κ.ά., κι έτσι προβαλόταν ως «Μεσσίας». Ο Ιησούς προσχεδίαζε τον προορισμό του κάθε φορά. Το παράδειγμα της θεραπείας της πεθεράς του Σίμωνα (Πέτρου) είναι χαρακτηριστικό. Αφού την θεραπεύει στο σπίτι του Πέτρου, όταν μαζεύονται τα πλήθη της περιοχής για να τους γιατρεύσει, αυτός λέει ότι «πρέπει να φέρω το άγγελμα της βασιλείας του Θεού και σε άλλες πόλεις» και αποφεύγει να κάνει πραγματικά θαύματα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Έχουμε να παρατηρήσουμε έξι πράγματα.

1. Οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι δεν θα επέμεναν μέχρι θανάτου, ο καθένας τους, για την αλήθεια της πίστης τους, εάν ήξεραν για την υποτιθέμενη απάτη. Εάν γνώριζαν και είχαν λάβει μέρος σε αυτήν την απάτη, τότε με την πρώτη δυσκολία, θα απαρνούνταν τον Χριστό, ειδικά μετά την Ανάσταση. Δεν θα άρχιζαν τις περιοδείες με κίνδυνο την ίδια τους την ζωή, ούτε θα άφηναν εργασία και οικογένεια.

2. Αν οι μαθητές του είχαν τέτοιο ρόλο και εάν επρόκειτο περί απάτης, τότε οι συγγραφείς των Ευαγγελίων θα ήταν αρκετά έξυπνοι απατεώνες, ώστε να αποκρύψουν εντελώς, όχι μόνο τον ρόλο των μαθητών που έστελνε στις πόλεις και τα χωριά, αλλά και την ίδια την ύπαρξη των μαθητών αυτών, για να μην βγουν μια μέρα τίποτε «απομυθοποιητές» και τους ξεσκεπάσουν.

3. Η Παλαιστίνη ήταν μια μικρή περιοχή. Εάν υπήρχαν εβδομήντα άτομα (εκ των μαθητών του Ιησού) που «θεραπεύονται» ξανά και ξανά, τότε η πιθανότητα να τα δει κάποιος και να τα ξεσκεπάσει μπροστά στο πλήθος (π.χ. «Εσύ δεν ήσουν που θεραπεύτηκες προχτές στη Ναζαρέτ; Τώρα στην Τιβεριάδα, έγινες ξανά παράλυτος;») ήταν πολύ μεγάλος, και ο κίνδυνος αυτοί, οι απατεώνες μαθητές του, να λυντσαριστούν από το πλήθος που θα αντιλαμβανόταν την απάτη, ήταν πολύ μεγάλος. Δεν γινόταν να δημιουργηθεί η φήμη γύρω από το όνομα και το πρόσωπο του Ιησού με τέτοιο τρόπο σε τόσο μικρό τόπο, με ίδιους ανθρώπους που ακολουθούσαν τον Χριστό σε διάφορα χωριά και πόλεις όπου κήρυττε.

4. Οι πόλεις και τα χωριά εκείνη την εποχή ήταν πολύ μικρότερα των σημερινών. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, μπορεί να μην ήταν επιστήμονες, αλλά βλάκες δεν ήταν. Γνώριζαν ο ένας τον άλλον (όπως στα χωριά σήμερα), ήξεραν ποιος είναι υγιής και ποιος άρρωστος, ήξεραν ποιος ήταν ξένος και ποιος συμπολίτης ή συγχωριανός τους, και ασφαλώς δεν μπορούσαν να πειστούν από θαύματα που συνέβαιναν πάντοτε σε ξένους (οι οποίοι εμφανίζονταν από το πουθενά) και ποτέ σε συντοπίτες τους. Στη σημερινή εποχή, ασφαλώς είναι δυνατή η εξαπάτηση των ανθρώπων, διότι οι πόλεις είναι μεγάλες και τα πλήθη δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, και για αυτό είναι πολύ εύκολο για κάποιον «θαυματοποιό» να κάνει «θαύματα» χρησιμοποιώντας κάποιους συνεργάτες του ως «παράλυτους», «κουφούς» κλπ. και θεραπεύοντας τους. Στην εποχή του Ιησού όμως, σε τόσο μικρές πόλεις και χωριά, εύκολα τέτοιου είδους απάτη θα ανακαλυπτόταν.

5. Άλλωστε οι ίδιοι οι Ευαγγελιστές μας αναφέρουν ότι οι Φαρισαίοι, όταν τόσο καχύποπτοι, ώστε ερευνούσαν όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και της απάτης, σχετικά με τα θαύματα του Ιησού. Ρωτούν τους γονείς του εκ γενετής τυφλού, αν ο θεραπευμένος είναι όντως γυιος τους (Κατά Ιωάννην 9: 19). Εφόσον λοιπόν, οι εχθροί του Χριστού εξέταζαν το ενδεχόμενο της απάτης, αλλά ούτε τότε ανακάλυψαν κάποια απάτη, ούτε αργότερα, (στο Ταλμούδ) ανέφεραν τέτοια εξαπάτηση, είναι προφανές ότι οι σύγχρονοι αρχαιολάτρες «απομυθοποιητές» ισχυρίζονται παραμύθια και κάνουν αναπόδεικτες ερμηνείες.

6. Το ότι ο Ιησούς είχε ένα σχέδιο από ποια πόλη θα περάσει πρώτα, πού θα πάει έπειτα, δεν είναι αρκετό, για να γίνουμε καχύποπτοι και να πούμε ότι πρόκειται περί απάτης. Ο καθένας, όταν βγαίνει από το σπίτι του έχει προσχεδιάσει πού θέλει να πάει, έτσι κι ο Θεός έχει σχέδιο, πρώτα να πάει στην Ναζαρέτ, έπειτα στην Καπερναούμ, έπειτα στα Γάδαρα κ.ο.κ.

Συμπέρασμα: Ψευδορθολογιστικές ερμηνείες υπάρχουν πολλές. Αλλά για να αποδειχτούν ως αληθείς, πρέπει να μην κλονίζονται από τον ορθό λόγο. Οι αρχαιολατρικοί ισχυρισμοί για τα θαύματα του Χριστού είναι τόσο σαθροί και γελοίοι, ώστε με μια πρόχειρη εξέταση καταρίπτονται.

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 10ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

ιβ') "Ο Χριστός είναι ο κήρυκας της μισαλλοδοξίας: «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» (Κατά Ματθαίον, 12, 30). Αλλού λέει (Κατά Λουκάν, 22, 36) «όποιος δεν έχει μαχαίρι ας πωλήση τα ενδύματά του και ας αγοράση». Το μαχαίρι κάθε άλλο παρά έμεινε αχρησιμοποίητο: «του είπαν "Κύριε, να κτυπήσωμε με το μαχαίρι;". Και ένας από αυτούς [τους αποστόλους] εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του απέκοψε το δεξί αυτί» (Κατά Λουκάν, 22, 50). Αλλού λέει «Όσον για τους εχθρούς μου αυτούς, που δεν ήθελαν να είμαι βασιλεύς τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου» (Κατά Λουκάν, 19, 27)".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: απαντάμε ένα-ένα στα εδάφια που αναφέρουν οι αρχαιολάτρες.

i) Το «όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» δεν σημαίνει «όποιος δεν είναι μαζί μου, εγώ είμαι εναντίον του», όπως το διαστρεβλώνουν. Είναι προφανής η διαφορά: ο Χριστός δεν είναι εναντίον κανενός. Αυτοί που δεν τον ακολουθούν είναι εναντίον του. Διότι, αν λ.χ. ο Α μισεί τον Β, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι «ο Β είναι εναντίον του Α», αλλά σίγουρα ότι «ο Α είναι εναντίον του Β». Εξ άλλου ο Χριστός λέει: «Εκείνος που δεν είναι εναντίον μας είναι με το μέρος μας» (Κατά Λουκάν, 9, 50). Ο συνδυασμός των δύο εδαφίων είναι αποκαλυπτικός: ο Χριστός δεν είναι εναντίον κανενός. Είναι ξεκάθαρο – κι οι αντιχριστιανοί αποδεικνύονται αδιάβαστοι – ότι αυτοί που είναι εναντίον του Χριστού, μόνο αυτοί είναι που τον πολεμούν (κι όχι αυτός εκείνους).

ii) Οι αρχαιολάτρες αναφέρουν τα Κατά Λουκάν 22: 36 και 22: 50, νομίζοντας ότι έτσι αποδεικνύουν πως ο Χριστός προστάζει τη σφαγή και τη δολοφονία των μη Χριστιανών. Δεν διάβασαν το αμέσως επόμενο του 22: 50 εδάφιο, το Κατά Λουκάν 22: 51, «Τότε ο Ιησούς είπε, "αφήστε τα πράγματα έως εδώ". Και άγγιξε το αυτί του δούλου και τον εθεράπευσε». Μόνη η θεραπεία του δούλου και η αποστροφή του Χριστού προς την φιλομαχία των αποστόλων αρκούν, για να δείξουν ότι ο Χριστός καμία σχέση με σφαγές και δολοφονίες μη Χριστιανών δεν έχει ούτε κηρύττει τέτοια πράγματα. Ο Ματθαίος, που – αντίθετα απ' τον Λουκά – ήταν αυτόπτης μάρτυς της σύλληψης του Ιησού, παραθέτει το ίδιο γεγονός ως εξής (Κατά Ματθαίον 26: 50-54), «Τότε επλησίασαν, έβαλαν τα χέρια επάνω εις τον Ιησούν και τον συνέλαβαν. Και ένας από εκείνους, που ήσαν με τον Ιησούν, άπλωσε το χέρι και έβγαλε το μαχαίρι του και εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί του. Τότε του λέγει ο Ιησούς, "Βάλε πάλιν το μαχαίρι σου εις την θήκην του, διότι όλοι όσοι κρατούν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν. Ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να βάλη αμέσως εις την διάθεσίν μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Πώς λοιπόν θα εκπληρωθούν αί γραφαί που λέγουν ότι έτσι πρέπει να γίνει"».

iii) Το εδάφιο που αναφέρουν, δε χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς περί τίνος πρόκειται. Είναι το τέλος μιας παραβολής. Η παραβολή αυτή αναφέρεται στον ίδιο το Χριστό, αλλά αναφέρεται στη Δευτέρα Παρουσία κι όχι στο μεσοδιάστημα μεταξύ Ανάστασης και Δευτέρας Παρουσίας. Όσοι τότε (κι όχι στο μεσοδιάστημα) τον είχαν αρνηθεί, θα «σφαγούν». Έτσι, λοιπόν, ο ισχυρισμός των αντίχριστων που θέλουν τον Χριστό να ευλογεί τάχα τη σφαγή των εχθρών του (από τους οπαδούς του) είναι αβάσιμος. Όμως κάποιοι θα αναρωτηθούν, πώς ο Χριστός, που κηρύσσει την ανεξικακία, να προστάξει τη σφαγή των εχθρών του, έστω και στο τέλος. Υπάρχει η παραβολή του Κατά Ματθαίον 21: 33-41, όπου οι κακοί επιστάτες σφάζουν το γιο του κυρίου του αμπελιού, όταν αυτός αποστέλεται από τον κύριο του αμπελιού, αφού πρώτα είχε αποστείλει άλλους δούλους του – τους προφήτες, τους οποίους επίσης οι επιστάτες σκότωναν. Ρωτώντας ο Χριστός τους Φαρισαίους, τί πρέπει να κάνει ο κύριος του αμπελιού τους επιστάτες, αυτοί του απάντησαν «να τους σκοτώσει». Αλλά και πάλι, η παραβολή αυτή αναφέρεται στη Δευτέρα Παρουσία, στον τελικό πόλεμο Σατανά και πλανεμένων απ' αυτόν κατά της Εκκλησίας. Έναν πόλεμο που θα τον προκαλέσει ο ίδιος ο Σατανάς, όχι ο Χριστός (Αποκάλυψις Ιωάννου, κεφ. 20, στ. 8) και στον οποίο θα χάσει και θα σφαγούν. Εσχατολογικό είναι το περιεχόμενο της παραβολής και της προφητείας, λοιπόν. Με άλλα λόγια ο Χριστός δεν προκαλεί τη σφαγή των λαών κατά τη Δευτέρα Παρουσία, ούτε προτρέπει σε σφαγή των μη Χριστιανών κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ Ανάστασης και Δευτέρας Παρουσίας. Και πώς να προέτρεπε τους Χριστιανούς σε κάτι τέτοιο, την στιγμή που προτρέπει: Κατά Ματθαίον, 5: 44-47, «Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους, οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους, οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι, όπως γένησθε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Διότι εάν αγαπήσητε τους αγαπώντάς σας, ποίον μισθόν έχετε; Και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό; Και εάν ασπάσησθε τους αδελφούς σας μόνον, τί περισσότερον κάμνετε; Και οι τελώναι δεν κάμνουσιν ούτως;» και Κατά Ματθαίον 5: 39, «όποιος σε κτυπήσει εις το δεξί σαγόνι, να του στρέψης και το άλλο».

ιγ') "Ο Ιησούς κηρύσσει το μίσος προς τους ίδιους τους γονείς: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι. καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.» (Κατά Λουκάν, 14, 26-27). Με άλλα λόγια ο Ιησούς προτρέπει τον κόσμο να μισεί τους γονείς του και την οικογένειά του, για να αγαπάει αυτόν! Η αγάπη προς τον Ιησού συνεπάγεται μίσος προς την ανθρωπότητα."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: τί θέλει να πει εδώ ο Χριστός φαίνεται από ένα αντίστοιχο χωρίο του Κατά Ματθαίον κεφ. 10: 37-38, «῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.» Ο Ματθαίος λέει «όποιος αγαπά τον πατέρα ή την μητέρα του περισσότερο απ’ ό,τι αγαπά εμένα, δεν μου είναι άξιος». Φαίνεται αμέσως ότι ο Λουκάς – που δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας – κατέγραψε διαφορετικά αυτό που ο Ματθαίος – που ήταν αυτόπτης μάρτυρας – άκουσε. Δηλαδή πρόκειται για τα ίδια λόγια του Χριστού, κι ο Ματθαίος τα παρέθεσε, όντας αυτόπτης μάρτυρας, πιστότερα. Όταν λοιπόν ο Λουκάς γράφει περί «μίσους προς τους γονείς» δεν εννοεί μίσος: εννοεί «η αγάπη προς τους γονείς να είναι μικρότερη απ' την αγάπη προς τον Χριστό»˙ απλά το λέει με άλλα λόγια. Χρησιμοποιεί μια πιο έντονα φορτισμένη λέξη («μίσος»), ώστε να δείξει την δέουσα διαφορά μεγέθους μεταξύ της αγάπης προς τον Θεό και της αγάπης προς τους γονείς. Όσο θα ήταν το να μισούσε κανείς τους γονείς του (ενώ αρχικά τους αγαπούσε), τόση θα πρέπει να είναι η διαφορά μεταξύ της αγάπης προς το Θεό και της αγάπης προς τους γονείς, αλλά αυτό δε συνεπάγεται άρνηση της αγάπης προς τους γονείς. Η τιμή και αγάπη προς τους γονείς είναι θεϊκή εντολή (Εξοδος 21:’ 12). Ωστόσο προηγείται η αγάπη προς τον δωρητή κάθε ζωής, δηλαδή τον Θεό, και έπεται η αγάπη προς τους δωρητές της προσωπικής ζωής, δηλαδή τους γονείς. Αυτό είναι το λογικό. Επιπλέον, δεν ισχύει κανένας αλληλοαποκλεισμός, όπως ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί, διαστρεβλώνοντας τα λόγια του Χριστού. Το «αγάπησε περισσότερο το Θεό από τους γονείς σου» δεν συνεπάγεται «μίσησε και μην αγαπάς τους γονείς σου». Ότι ο Λουκάς όταν γράφει για «μίσος» μιλά μεταφορικά, φαίνεται απ' το ότι κάνει λόγο για μίσος προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Φυσικά, δεν εννοεί πραγματικό μίσος, αλλιώς ποιο νόημα θα είχε να μιλάμε για σωτηρία;

ιδ') "Τι εννοεί ο Ιησούς όταν λέει «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.» (Κατά Ματθαίον, 10: 34-36) και «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ! δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ διαμερισμόν. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς.» (Κατά Λουκάν, 12: 49-53), εκτός απ' το να εκδηλώσει την θρησκευτική του μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, που διαιρούν τους ανθρώπους; Ο ίδιος το λέει ότι δεν ήρθε να φέρει ειρήνη αλλά πόλεμο, όχι ειρήνη αλλά μάχαιρα˙ ότι εξαιτίας του θα διαχωριστούν οικογένειες, πατέρας κατά γιου κι αντίστροφα, μάνα κατά κόρης κι αντίστροφα, πεθερά κατά νύφης κι αντίστροφα».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: καμία σχέση, φυσικά, δεν έχουν οι παραπάνω ισχυρισμοί με την αλήθεια. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει: «Επομένως ο πόλεμος δεν είναι έργον της προθέσεως του Κυρίου, αλλά προέρχεται από την γνώμην των ανθρώπων. Διότι ο Κύριος ήθελεν όλοι οι άνθρωποι να συμφωνούν ως προς την ευσέβειαν. Επειδή όμως εκείνοι στασιάζουν, γίνεται πόλεμος» (Ομιλία ΛΕ,’ Εις το Κατά Ματθαίον, 1). Ο Χριστός λέει ότι εξαιτίας του, οι άνθρωποι θα χωριστούν, από μόνοι τους, σε αυτούς που θα πιστέψουν και σε αυτούς που δεν θα πιστέψουν. Ώς εδώ, ποιο είναι το πρόβλημα; Όταν εμφανίζεται μια θεωρία ή μια πίστη, άλλοι την δέχονται, άλλοι την απορρίπτουν, και έτσι οι άνθρωποι διχάζονται, διαιρούνται σε δύο ομάδες. Αυτό όμως δεν λέει τίποτε αρνητικό για την θεωρία την ίδια˙ δεν συνεπάγεται πως η ίδια η θεωρία είναι κακή, απλώς επειδή κάποιοι την δέχτηκαν και κάποιοι άλλοι την απέρριψαν. Άμα ήταν έτσι, όλες οι απόψεις θα ήταν «επικίνδυνες», αφού εξ αντικειμένου «διχάζουν» τους ανθρώπους σε δύο (τουλάχιστον) ομάδες: όσους τις αποδέχονται και όσους τις απορρίπτουν. Είναι ολοφάνερη λοιπόν η πονηριά των νεοπαγανιστών, που κατηγορούν τον Χριστό ως αίτιο διχασμού. Κάνουν ωσάν ο Χριστός να οδηγεί στο διχασμό της ανθρωπότητας. Σε λίγο θα ισχυριστούν ότι μόνο όταν μια άποψη γίνεται αποδεκτή απ' όλους, είναι σωστή (διαφορετικά είναι κακό να υπάρχει και να διχάζει), δηλαδή θα δικαιώσουν το επιχείρημα της βίαιης επιβολής μιας άποψης. Αντίθετα, ο Χριστός, τονίζοντας ότι θα διχάσει τους ανθρώπους, σε πιστούς και άπιστους, αφήνει «χώρο» να σταθούν οι άπιστοι. Διαφορετικά δεν θα έλεγε ότι εξαιτίας του θα διαχωριστούν οι άνθρωποι (σε πιστούς και άπιστους): θα ‘λεγε ότι εξαιτίας του θα πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι.

Η «μάχαιρα» έχει το χαρακτηριστικό ότι τέμνει. Δεν αναφέρεται σε σφαγές ο Χριστός, αλλά στο γεγονός ότι η ύπαρξή του διαχωρίζει τους πιστούς από τους άπιστους˙ ο διαχωρισμός γίνεται όχι με τη βία, αλλά με την δική τους θέληση να είναι, είτε πιστοί είτε άπιστοι.

Ο διχασμός όμως, ανάμεσα και στα μέλη της οικογένειας, δεν οφείλεται απλώς στην διαφορετική τοποθέτηση του καθ' ενός έναντι του Χριστού, αλλά στο μίσος των απίστων προς τους Χριστιανούς. Ο Χριστός (ξανά) τονίζει ότι οι άπιστοι θα μισήσουν τους Χριστιανούς συγγενείς τους˙ δεν λέει ότι ο Χριστιανός θα μισήσει τους άπιστους συγγενείς του. Οι αρχαιολάτρες διαστρεβλώνουν τα λόγια του, σαν να σήμαινε το ένα το άλλο. Θα σύμφερε στους αρχαιολάτρες και τους λοιπούς αντιχριστιανούς να αποδείξουν ότι ο Χριστός ζητάει από τους Χριστιανούς να μισήσουν τους απίστους συγγενείς-συνανθρώπους τους. Όμως ο Χριστός απλώς προειδοποιεί τους Χριστιανούς ότι οι άπιστοι συγγενείς τους θα τους μισήσουν: «καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ». Όχι «και εχθρός [ο Χριστιανός] των οικιακών [άπιστων συγγενών] αυτού». Για τους Χριστιανούς ισχύει πάντοτε το Κατά Ματθαίον 5: 44-47. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά τεράστιας σημασίας. Οι αντιχριστιανοί είναι τεχνίτες στη διαστρέβλωση των λόγων της Αγίας Γραφής και στην παραποίηση του νοήματός της.
 

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 9ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

θ') "Πώς μπορείτε να ισχυρίζεστε ότι ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη αναφέρεται στην έλευση του Χριστού; Ο Αισχύλος κάνει λόγο για τον Ηρακλή, ο οποίος θα απελευθερώσει από τα δεσμά του τον Προμηθέα και θα τον ανεβάσει στον Όλυμπο, για να συμφιλιωθεί με το Δία". 
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ακόμη κι αν πρόκεινται για τον Ηρακλή κι όχι για τον Χριστό οι στίχοι 1040-1043, υπάρχουν άλλοι στίχοι, οι οποίοι προλέγουν το τέλος της κυριαρχίας του Δία. Στ. 943-944: «Κι είναι να ελπίζεις πως ποτέ θα πέσει ο Δίας; - Κι άλλα, πιο αβάσταχτα απ’ αυτά, κακά θα πάθει». Στ. 952-953: «Ας κυβερνά κι ας κάνει της κεφαλής του, όσος καιρός τού μένει ακόμα˙ γιατί δε θα 'ναι των θεών κύριος για πάντα». Στ. 969-972: «μα εγώ δεν είδα δυο βασιλιάδες απ' αυτούς να γκρεμνιστούνε; Και τρίτον αυτόν [Δία] θα δω, που βασιλεύει τώρα, πολύ γρήγορα και άτιμα».

ι') "ο Ιησούς δηλώνει, μπροστά σε μια Χαναναία, ότι ήρθε μόνο για τους Ισραηλίτες (Κατά Ματθαίον 15, 24) κι αλλού λέει στους μαθητές του να μην κηρύττουν στους εθνικούς, αλλά μόνο στους Ισραηλίτες. Ο ίδιος λοιπόν δεν θα δεχόταν την παγκόσμια εξάπλωση του Χριστιανισμού".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αναφορικά με τη συνομιλία του Χριστού με τη Χαναναία: είναι ολοφάνερο ότι ο Χριστός, ως Θεός, ήξερε την πίστη της και θα τη θεράπευε, αλλά ήθελε να την δοκιμάσει μπροστά στους μαθητές του, ώστε να τους δείξει ότι η πίστη δεν έχει σύνορα, επειδή αυτοί του έλεγαν να τη διώξει. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Δια τούτο ανέβαλλεν ο Χριστός: διότι εγνώριζεν ότι θα ωμιλούσεν [σημ.: η Χαναναία] έτσι. Δια τούτο ηρνείτο την δωρεάν, δια να φανερώση την όλην ευσέβειάν της. Διότι εάν δεν επρόκειτο να της δώση, ούτε και μετά από αυτά θα της έδιδεν, αλλά και ούτε πάλιν θα ήτο δυνατόν να την αποστομώση (...). Δια να κάνη φανερήν εις όλους την πίστιν της, και όπως ενήργησεν εις την περίπτωσιν της Σαμαρείτιδος, δια να δείξη πώς δεν απομακρύνεται ούτε και μετά τον έλεγχον που της έκανε το ίδιον κάνει και εις την περίπτωσιν αυτήν. διότι δεν ήθελε να μείνη κρυμμένη η τόσο μεγάλη αρετή της γυναικός. Ώστε δεν ήσαν λόγια προσβλητικά τα όσα της έλεγεν, αλλά λόγια προκλητικά με σκοπόν να αποκαλύψη τον κρυμμένον θησαυρόν» (Ομιλία νβ'’ εις το Κατά Ματθαίον, 
 
2). Αναφορικά με την προτροπή του προς τους μαθητές του: αυτή έγινε πριν την Ανάσταση, πριν το τελευταίο Πάσχα. Έπρεπε ο Χριστός να κηρύξει πρώτα στους Ισραηλίτες της εποχής του, ώστε αυτοί απορρίπτοντάς τον (ο Χριστός, φυσικά, όντας Θεός το ήξερε από πριν ότι θα τον απορρίψουν) να μην έχουν δικαιολογία ότι απευθύνθηκε πρώτα σε άλλους και αδιαφόρησε για τους ίδιους. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός, και στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκάν λέει στους μαθητές να κηρύξουν σε όλα τα έθνη. Άλλωστε ο ίδιος ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δηλώνει, μέσω των προφητών του (δες κεφάλαιο 6), ότι θα έρθει η εποχή κατά την οποία θα λατρεύεται απ' όλους τους. Δεν λέει κάτι σε αντίθεση με την Π.Δ. ο Χριστός. Ο Χρυσόστομος γράφει: «δια να κλείση τα στόματα των Ιουδαίων και δια να προετοιμάσουν την οδόν εις το κήρυγμα των αποστόλων, δια να μη τους κατηγορούν πάλιν ότι ήλθαν να κηρύξουν προς ειδωλολάτρας και έτσι να δικαιολογούνται που τους αποφεύγουν και τους αποστρέφονται» (Ομιλία λβ'’, εις το Κατά Ματθαίον, 4). Αλλού ο Χρυσόστομος γράφει: «Δια τούτο και εις κατάλληλον στιγμήν εισάγει τον λόγον περί εθνικών˙ διότι λέγει [σημ.: ο Χριστός]: έχω και άλλα πρόβατα που δεν είναι από αυτήν την μάνδραν [=των Ιουδαίων]˙ πρέπει και εκείνα να τα οδηγήσω» (Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην, ομιλία ξ', 2’). Επιπλέον στο Κατά Ματθαίον 24, 14 ο Χριστός λέει, πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα, «και θα κηρυχθεί το ευαγγέλιο τούτο της σωτηρίας εις όλην την οικουμένην, προς μαρτυρία εις όλα τα έθνη».

Οι νεοπαγανιστές-αρχαιολάτρες, λοιπόν, οι οποίοι έγιναν από πάνω, εκτός των άλλων, και ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, σίγουρα θα γνωρίζουν να μας πουν την ερμηνεία των παραπάνω χωρίων (Κατά Ματθαίον 24, 14˙ Κατά Ιωάννη, 12, 23) καθώς και του παρακάτω λόγου του Χριστού προς τους Ιουδαίους:

Κατά Ματθαίον 21, 43 ''διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς· 44 καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.''

(Δια τούτο σας λέγω, ότι θα αφαιρεθή από εσάς [τους Ιουδαίους] η βασιλεία του Θεού και θα δοθή εις έθνος, το οποίον θα αποφέρει τους καρπούς της, και εκείνος, που θα πέση επάνω σ’ αυτόν τον λίθον, θα συντριβή, και εκείνον εις τον οποίον θα πέση, θα τον κάνη κομμάτια).

ια') «(ΜΘ. 8, 11-12). Στο ίδιο όμως Ευαγγέλιο διαβάζουμε πως ο Ιησούς έδωσε εντολή στους μαθητές του πρώτα να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στα απολωλότα πρόβατα του οίκου Ισραήλ (ΜΘ. 10, 6-7). Και αλλού πάλι τονίζει: "οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα τοῦ Ἰσραήλ" (ΜΘ. 15, 24). Είναι φανερό πως ο Ναζωραίος ήξερε τι έλεγε και τι δίδασκε. Για τους αλλόφυλους ποτέ δεν του πέρασε η ιδέα πως μπορούσαν να γίνουν οπαδοί του. Τα όσα βάζουν στο στόμα του τα Ευαγγέλια είναι προσθήκες μεταγενέστερες. Οι παυλιανιστές, πλαστογραφώντας την ιστορική αλήθεια και θέλοντας να παρουσιάσουν τον Ιησού διεθνιστή, τον παρουσιάζουν να έχει κοσμοπολίτικες ιδέες κι ακόμα να μισεί τους συμπατριώτες του. Επειδή όμως ακόμα στο Β' αιώνα ήταν ισχυρή η αντιπαυλιανική παράταξη, οι διασκευαστές των Ευαγγελίων προσθέσανε τέτοια διεθνιστικά κηρύγματα, δε σβήσανε όμως και όλες τις αντίθετες περικοπές που υπήρχαν στα Ευαγγέλια˙ έτσι παρουσιάζεται ο Ιησούς τη μια φορά να μισεί και να απειλεί τους Ιουδαίους και να είναι διεθνιστής και την άλλη φανατικός ιουδαίος και εχτρός των εθνικών» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, τ. α’ σ. 439).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: αυτή η ερώτηση είναι η συνέχεια του προηγούμενου ερωτήματος, θα λέγαμε. Παρατηρούμε τα εξής:

1) Έχουμε αναφερθεί στο Ματθαίον 15, 24. Δεν πρόκειται περί άρνησης του Ιησού, αλλά περί τακτικής ώστε, μπροστά στους ακόμη τότε εθνικιστές μαθητές του, να αποσπάσει την ομολογία πίστης μιας ξένης, κι έτσι να καταρρίψει τον εθνικό εγωισμό τους.

2) Όπως έχουμε δει, έχουμε Ευαγγέλια σε παπύρους απ' τις αρχές του Β' αιώνα. Το περιεχόμενό τους είναι απαράλλαχτο με το σημερινό. Έτσι η άποψη ότι οι «παυλιανιστές» (τέτοια φράξια ποτέ δεν υπήρξε˙ είναι εφεύρεση των οπαδών της αρνητικής κριτικής του 19ου αι.) πλαστογράφησαν τα Ευαγγέλια είναι προϊόν αμάθειας. Επιπλέον υποδηλώνει ότι όσοι το υποστηρίζουν αυτό κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια, ωσάν να ήταν κάποια ομάδα ο Χριστιανισμός, που πλαστογραφούσε κείμενα για να κατατροπώνει τους ενδοκομματικούς αντιπάλους. Αλλά η αλήθεια αποδεικνύει το αντίθετο.

3) Υπό το φως της αλήθειας αυτής θα ήταν ανούσιο να ασχοληθούμε με απόψεις τύπου «πλαστογράφησαν προσθέτοντας κείμενα, αλλά δεν αφαίρεσαν, από φόβο». Πέρα απ' το ότι τέτοια άποψη είναι αναπόδεικτη (το «από φόβο»), θα μπορούσαν αργότερα οι «παυλιανιστές», όταν είχαν επικρατήσει (μετά τα μέσα του Β' αιώνα, όπως λέει ο Κορδάτος) να ξαναπλαστογραφήσουν τα κείμενα, αφού τότε δεν θα φοβόντουσαν κανέναν. Εάν το είχαν πράξει μια φορά, θα το έπρατταν και δεύτερη. Όχι ότι κάτι τέτοιο έγινε, αλλά θέλουμε να δείξουμε πως η εκδοχή της «μερικής πλαστογράφησης» όχι μόνο καταρρίφθηκε από την αρχαιολογία, αλλά και στερείται λογικής. 4) Συνεπώς ο Χριστός ήξερε τι έλεγε τότε: πρώτα θα κηρύττονταν το Ευαγγέλιο στους Εβραίους και ύστερα στους Εθνικούς. Όχι ταυτόχρονα και στους δύο. Ήταν θέμα μεθόδου και όχι «μεταγενέστερη πλαστογράφηση» των λόγων του Χριστού. Τέλος, ο Χριστός ούτε τους Εθνικούς ούτε τους Εβραίους μισεί.
 

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 8ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

η') "Δεν λένε πουθενά τα τρία πρώτα ευαγγέλια (τα «συνοπτικά»), ότι ο Ιησούς ισχυρίζεται πως είναι Θεός. Μόνο το Κατά Ιωάννην ισχυρίζεται αυτό, έπειτα από πολύ καιρό, όταν είχαν γίνει θεολογικές ζυμώσεις και αποφασίστηκε από τους αποστόλους η προβολή του Ιησού ως Θεού-Μεσσία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο ισχυρισμός είναι ότι το Κατά Ιωάννην είναι το τελευταίο και άρα δεν προσφέρει τίποτα η παράθεση εδαφίων του, στα οποία ο Ιησούς αναγνωρίζεται ότι είναι Θεός. Ας δούμε τι λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια (βέβαια, το Κατά Ιωάννην γράφτηκε πριν το 70 μ.Χ. και απλώς γράφτηκε λίγο μετά τα Συνοπτικά˙ δεν απέχει ωστόσο τόσο, ώστε η μαρτυρία του να είναι πολύ μεταγενέστερη και άχρηστη):

Α’) Κατά Μάρκον

1, 38 «και τους λέει (ο Ιησούς), «Ας πάμε εις τα γειτονικά χωριά, δια να κηρύξω κι εκεί˙ γι' αυτό ήρθα»». Το τέλος είναι ένδειξη της προΰπαρξης του Λόγου και του σκοπού της ενσάρκωσής του.

2, 5-10 «Όταν ο Ιησούς είδε την πίστη τους, λέγει εις τον παραλυτικόν, "Παιδί μου, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι". Εκάθοντο δε εκεί μερικοί από τους γραμματείς και εσκέπτοντο μέσα τους, "Γιατί λέγει αυτός βλασφημίας κατ' αυτόν τον τρόπον; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίας παρά μόνον ένας, ο Θεός;". Ο Ιησούς αμέσως κατάλαβε μέσα του ότι αυτά σκέπτονται και τους λέγει, "Γιατί κάνετε τις σκέψεις αυτές μέσα σας; Τι είναι ευκολώτερον να πω εις τον παραλυτικόν, "Σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι" ή να πω, "Σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου και βάδιζε"; Αλλά για να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας επί της γης – λέγει εις τον παραλυτικόν, "Σου λέγω, σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε εις το σπίτι σου"». Εφόσον, σύμφωνα με τους Εβραίους, μόνο ο Θεός μπορούσε να συγχωρέσει αμαρτίες, αν ο Ιησούς δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες του παράλυτου, θα ήταν βλάσφημος, εκτός κι αν θεωρείτο Θεός από τον Εβραίο συγγραφέα του Κατά Μάρκον.

2, 28 «...Ώστε ο Υιός του ανθρώπου είναι κύριος του Σαββάτου». Ο Ιησούς έχει την εξουσία να ξεπερνά τους νόμους του Σαββάτου, εξουσία που μόνο ο Θεός της Π.Δ. είχε.

8, 38 «Διότι όποιος εντρέπεται δι' εμέ και δια τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν την μοιχαλίδαν και αμαρτωλήν και ο Υιός του ανθρώπου θα αισθανθεί ντροπή γι' αυτόν όταν έλθει με όλην την δόξαν του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους». Ο Ιησούς αναφέρεται στον εαυτό του σχετικά με την Δευτέρα Παρουσία και την δόξα του Θεού.

9, 41 «Και όποιος σάς ποτίσει ένα ποτήρι νερό εις το όνομά μου, διότι είσθε του Χριστού, αλήθεια σάς λέγω, ότι δεν θα χάσει την ανταμοιβή του». Εδώ ο Ιησούς ξεκάθαρα ταυτίζεται με τον Μεσσία, δηλαδή λέει ότι είναι ο Χριστός.

9, 42 «και όποιος σκανδαλίσει έναν από αυτούς τους μικρούς, που πιστεύουν σ' εμέ..» Εδώ ο Ιησούς χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αντικείμενο» λατρείας, πράγμα που μόνο κάποιος που λέει ότι είναι Θεός το ισχυρίζεται.

10, 45 «Διότι ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να δώσει την ζωήν του λύτρον δια πολλούς». Ένδειξη προΰπαρξης και σκοπού για τον οποίον ενσαρκώθηκε.

11, 3 «Και εάν κανείς σας πη "Γιατί το κάνετε αυτό;", να πείτε, "Ο Κύριος το έχει ανάγκη και αμέσως θα το στείλει πάλι πίσω"». Εδώ ο Ιησούς σχετίζεται με τον Θεό, αν δεν ταυτίζει τον εαυτό του με το Θεό. Το «Κύριος», οι Εβραίοι το χρησιμοποιούσαν ως δηλωτικό του Θεού.

13, 26-27 «...και τότε θα δουν τον Υιόν του ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα με δύναμιν μεγάλην και δόξαν. Και τότε θα στείλει τους αγγέλους του και θα μαζέψει τους εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέμους, από το άκρον της γης εώς το άκρον του ουρανού». Ο Ιησούς λέει για τον ερχομό του με δόξα, με ικανότητα να μαζεύει αγγέλους και εκλεκτούς. Μόνο Θεός μπορεί να τα κάνει αυτά.

13, 31 «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν». Παράξενα λόγια, για κάποιον που υποτίθεται είναι απλός άνθρωπος και δεν ισχυρίζεται ότι είναι Θεός.

13, 32 «Την ημέραν όμως εκείνην ή την ώραν δεν ξέρει κανείς, ούτε οι άγγελοι εις τον ουρανόν, ούτε ο Υιός, παρά μόνον ο Πατέρας». Ο Υιός είναι υψηλότερα από τους αγγέλους – άρα είναι Θεός.

14, 62 «Πάλιν ο αρχιερεύς τον ερώτησε, "Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;". Ο δε Ιησούς είπε, "Εγώ είμαι˙ και θα ιδήτε τον Υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά της Δυνάμεως και να έρχεται πάνω εις τα σύννεφα του ουρανού".» Εδώ ο Ιησούς λέει ότι είναι ο Μεσσίας, δηλαδή Θεός, όπως είπαμε στο κεφάλαιο για την ύπαρξη τριαδικότητας στον Θεό της Π.Δ. Υιός του Θεού και Υιός του ανθρώπου. Ο αρχιερέας σκίζει τα ρούχα του και αποκαλεί τα λόγια αυτά «βλασφημία», δηλαδή κατάλαβε ότι ο Ιησούς ισχυρίστηκε πως είναι Θεός.

Β’) Κατά Ματθαίον.

7, 21-23 «Δεν θα μπει εις την βασιλείαν των ουρανών καθένας που μού λέγει, "Κύριε, Κύριε", αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα τού Πατέρα μου του επουράνιου. Πολλοί θα μου πούν την ημέραν εκείνην, "Κύριε, Κύριε, δεν επροφητεύσαμεν εις το όνομά σου και εις το όνομά σου δεν εβγάλαμε δαιμόνια και εις το όνομά σου δεν εκάναμε πολλά θαύματα;" Και τότε θα τους ομολογήσω, "Ποτέ δεν σας εγνώρισα˙ φύγετε από εμέ εσείς οι εργάται της ανομίας"». Η αιώνια κατάσταση των ανθρώπων εξαρτάται από την κρίση του Ιησού, αδύνατον, εάν αυτός δεν είναι Θεός.

11, 27 «... κανείς δεν γνωρίζει καλά τον Υιόν, παρά ο Πατέρας, ούτε τον Πατέρα γνωρίζει καλά κανείς, παρά ο Υιός και εκείνος εις τον οποίο θέλει ο Υιός να τον αποκαλύψει». Αυτό θέτει τον Ιησού υπεράνω προφητών, ανθρώπων, αγγέλων. Αλλά πάνω από αυτούς υπάρχει μόνο ο Θεός.

25, 31-46: Ο Ιησούς αποκαλεί τον Υιό του ανθρώπου, τον εαυτό του, βασιλέα και Κύριο, δηλαδή Θεό, που κρίνει την ανθρωπότητα.

28, 18 «Μου εδόθη πλήρης εξουσία εις τον ουρανόν και την γην. Πηγαίνετε λοιπόν ... βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Αν ο Ιησούς θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο, δεν θα τον έβαζε σε ίσο με τον Γιαχβέ Πατέρα, ούτε θα είχε εξουσία παντού.

Γ’) Κατά Λουκάν.

7, 48 «"Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες". Και άρχισαν οι συμπαρακαθήμενοι να λέγουν μέσα τους, "Ποιος είναι αυτός που και αμαρτίες συγχωρεί"». Μόνο ο Θεός, σύμφωνα με την παράδοση της Π.Δ. συγχωρεί αμαρτίες. Θεϊκή ιδιότητα λοιπόν, ισχυρίζεται πως έχει ο Ιησούς.

22, 29 «και όπως ο Πατέρας μου έθεσε εις την διάθεσή μου βασιλείαν και εγώ διαθέτω δια εσάς». Όχι μόνο έχει εξουσία ο Ιησούς, αλλά η εξουσία του είναι «όπως» του Πατέρα του, δηλαδή ίση, δηλαδή ενός Θεού.

24, 49 «και ιδού, εγώ στέλλω σε εσάς ό,τι υποσχέθηκε ο Πατέρας μου». Έχει την εξουσία να στέλνει το Άγιο Πνεύμα. Μόνο Θεός μπορεί να έχει τέτοια εξουσία. Έτσι, ο Ιησούς ισχυρίζεται πως:

1. Είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας. (Θεάνθρωπος)
 
2. Είναι ο Υιός του ανθρώπου. (Τέλειος άνθρωπος)
 
3. Είναι ο μονογενής Υιός του Πατέρα –Θεού. (Ομοούσιος με τον Πατέρα, ο Υιός και Λόγος του)
 
4. Είναι Κύριος του Σαββάτου. (Μόνο ο Θεός είχε δικαίωμα να αλλάζει τον νόμο του)
 
5. Μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες. (Θεός)
 
6. Είναι «αντικείμενο» πίστης. (Θεός)
 
7. Είναι ανώτερος από τους αγγέλους. (Θεός)
 
8. Τα λόγια του έχουν αιώνια ισχύ. (Θεός)
 
9. Καθορίζει την αιώνια κατάσταση των ανθρώπων. (Θεός)
 
10. Έχει μόνος αυτός την γνώση του Πατέρα – Θεού.  (Ομοούσιος με τον Πατέρα)
 
11. Είναι ίσος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. (Τριαδικός Θεός, τρεις υποστάσεις, μία ουσία κοινή των τριών υποστάσεων, δηλαδή ένας Θεός)
 
12. Δίνει βασίλειο, ακριβώς όπως ο Πατέρας –Θεός. 
 
13. Έχει απόλυτη εξουσία στον ουρανό. (Θεός)
 
14. Έχει εξουσία να στέλνει Άγιο Πνεύμα. (Θεός)
 
Δεν διακηρύσσεται ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός, μόνο στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, δηλαδή καθυστερημένα, ύστερα από μεταγενέστερες θεολογικές ζυμώσεις εντός της Εκκλησίας, όπως ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί νεοπαγανιστές, προκειμένου να βγάλουν χαζούς τους Χριστιανούς που πιστεύουν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, ενώ τάχα ο ίδιος το αρνείται. Αντί να ασχολούνται οι νεοπαγανιστές-αρχαιολάτρες με πράγματα για τα οποία δεν έχουν την ικανότητα να σκεφτούν, ας κοιτάξουν τις πρόχειρες – στο πόδι (αντε)γραμμένες – νεοεποχίτικες θεολογίες τους, που δημιούργησαν στο άψε σβήσε. 
 

Τί εἶναι ἡ Μασωνία; Μπορεῖ κάποιος ἱερωμένος νά ἀνήκει σ’ αὐτήν; Ἀπορία. 845/1017

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 7ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

ε') "Πώς είστε τόσο σίγουροι ότι η προφητεία στο Ησαΐας Z', 14 μιλάει για «παρθένο»; Το αρχικό εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη almah, που σημαίνει «νεαρή γυναίκα» κι όχι την λέξη bethulah, που σημαίνει παρθένος. Ο Ησαΐας σε άλλα τμήματα του βιβλίου του χρησιμοποιεί και τη λέξη bethulah, αλλά όχι στο Z', 14. Επομένως ξεκάθαρα δεν αναφέρεται σε κάποια παρθένο που θα γεννήσει γιο, αλλά απλώς οι O', όταν μετέφρασαν το almah λανθασμένα χρησιμοποίησαν τη λέξη «παρθένος». Έπειτα ο Ματθαίος (1, 23) και ο Λουκάς (1, 26 κ.ε.), προκειμένου να αποδείξουν ότι ο Ιησούς ήταν όντως ο Χριστός, γράφουν ότι γεννήθηκε από παρθένα, ώστε δήθεν να επαληθευτεί η προφητεία του Ησαΐα. Αλλά ο Ησαΐας δεν εννοούσε αυτό το πράγμα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: το ζήτημα αυτό το έθεσε κι ο παμπόνηρος Πορφύριος κατά τον 3ο αιώνα. Κατ' αρχήν ας δούμε τι λέει ο Ησαΐας.

ΗΣΑΐΑΣ Z' 14 διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ·

Υπάρχουν 51 εδάφια της Π.Δ. στα οποία χρησιμοποιείται η λέξη bethulah. Εμείς ισχυριζόμαστε πρώτον, ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο˙ δεύτερον ότι η almah σημαίνει ενίοτε την παρθένο, και μάλιστα βάσει των δεδομένων της εποχής, την σημαίνει πάντα˙ τρίτον ότι ακόμη κι αν αντί για «παρθένος» η μετάφραση έγραφε «νεανίς» ή ο Ησαΐας εννοεί «νεανίδα», πάλι αυτή η νεανίδα θα πρέπει να είναι παρθένος.

Ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο φαίνεται από διάφορα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Στη Γένεση διαβάζουμε,

ΓΕΝΕΣΙΣ, ΚΔ' 15 καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ ῾Αβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς. 16 ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος (bethulah) ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ ἀνέβη. 43 ἰδοὺ ἐγὼ ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος (almah), ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας σου μικρὸν ὕδωρ,

Στον στίχο 16, χαρακτηρίζεται η Ρεβέκκα ως bethulah, αλλά αυτό δεν αρκεί για να γνωρίζουμε αν είναι και παρθένος, γι' αυτό ο συγγραφέας προσθέτει ότι η Ρεβέκκα δεν είχε σεξουαλική επαφή έως τότε. Αντίθετα, στο στίχο 43 η Ρεβέκκα χαρακτηρίζεται ως almah και αυτό αρκεί στον συγγραφέα της Γένεσης, για να δείξει ότι η Ρεβέκκα είναι παρθένος. Δεν διευκρινίζει, ο συγγραφέας της Γένεσης, μετά τη λέξη almah, ότι η Ρεβέκκα «δεν είχε σχέσεις», προφανώς διότι η almah συνεπάγεται την απουσία σεξουαλικών σχέσεων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου η χρήση της bethulah συνοδεύεται από την επεξήγηση «δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις». Στο Ιωήλ Α', 8 διαβάζουμε:

ΙΩΗΛ, Α' 8 θρήνησον πρός με ὑπὲρ νύμφην (bethulah) περιεζωσμένην σάκκον ἐπὶ τὸν ἄνδρα (ba’al) αὐτῆς τὸν παρθενικόν.

Βλέπουμε ότι μια νύφη, δηλαδή που έχει ήδη σεξουαλικές σχέσεις, χαρακτηρίζεται ως bethulah. Κανονικά, αν η bethulah σήμαινε «παρθένος», δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για μια νύφη, η οποία θρηνεί για τον άντρα της, τον «παρθενικόν», δηλαδή για έναν άντρα που εδώ και πολύ καιρό (από τότε που ήταν παρθένα) ήταν παντρεμένη μαζί του. Το τελευταίο έχει σημασία, γιατί ορισμένοι ισχυρίζονται ότι απλώς η «νύμφη» του παραπάνω εδαφίου είναι απλώς αρραβωνιασμένη (όχι σύζυγος), δίχως ακόμη να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο αυτός είναι ο τρόπος έκφρασης για την μεγάλη διάρκεια (οπότε δεν πρόκειται για αρραβωνιασμένη), όπως φαίνεται και απ' τις Παροιμίες Ε'’, 18 «συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου». Επιπλέον ο μνηστήρας μιας αρραβωνιασμένης λέγεται ish κι όχι ba’al, το οποίο χρησιμοποιείται πάντα για παντρεμένο κι όχι αρραβωνιασμένο. Η bethulah δεν σημαίνει κυρίως την παρθένα, αλλά την κοπέλα που μένει στο σπίτι του πατέρα της.

Η λέξη almah χρησιμοποιείται 6 φορές στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις κδ’, 43˙ Έξοδος β’, 8˙ Άσμα Ασμάτων α’, 3 και στ’, 8˙ Ησαΐας ζ’, 14˙ Ψαλμοί ξη’, 26) και σε καμμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν εννοείται ως «παντρεμένη (δηλαδή μή παρθένα) γυναίκα».

Αλλά και στις γλώσσες των άλλων λαών της Μ. Ανατολής η αντίστοιχη της bethulah δεν σημαίνει απαραίτητα την (με την βιολογική σημασία) παρθένα. Για παράδειγμα, στα Ακκαδικά η λέξη batultu σημαίνει κυρίως μια ηλικιακή ομάδα. Μόνο σε συγκεκριμένα πλαίσια σημαίνει την παρθένα. Στα κείμενα της Ουγκαρίτ, η λέξη btlt είναι συνήθης χαρακτηρισμός για την Anat, την γυναίκα του Βάαλ. Σε αραμαϊκά κείμενα διαβάζουμε για γυναίκα, btwlt, η οποία είναι επίτοκος (σε τοκετό).

Στο κάτω κάτω, εάν ο Ησαΐας προφήτευε ότι «μια (μη παρθένα) γυναίκα θα γεννήσει έναν γιο», αυτό δεν θα ήταν «σημείον» που «θα έδινε ο Κύριος». Διότι, το να γεννήσει μια (μη παρθένα) γυναίκα ένα γιο, δεν είναι κάτι το θαυμαστό ή ασυνήθιστο ούτε θαύμα εκ Θεού μπορεί να το πει κανείς, αφού όλες οι γυναίκες που γεννούν δεν είναι παρθένες. Με άλλα λόγια, δεν στέκεται, ο Ησαΐας να έκανε λόγο για (μή παρθένο) που θα γεννούσε παιδί, ως θαύμα. Ακόμη κι αν η almah δεν σημαίνει ακριβώς «παρθένα», αλλά «νεανίδα», νεαρή κοπέλα που δεν παντρεύτηκε ακόμη, ο Ησαΐας δεν θα ανέφερε ως θαύμα το να γεννήσει μια μη παρθένα ένα γιο. Άλλωστε εκείνη την εποχή οι νεανίδες ήταν παρθένες.

Γράφει ο Μέγας Βασίλειος (Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν, 464) για τους ισχυρισμούς των Ιουδαίων (και του Πορφύριου): «Ἀνθίστανται οἱ Ἰουδαῖοι τῇ ἐκδόσει τῶν Ἑβδομήκοντα, λέγοντες μὴ κεῖσθαι παρὰ τῷ Ἑβραίῳ τό, «Ἡ Παρθένος», ἀλλ’ «ἡ Νεᾶνις», ὡς δυναμένης νεανίδος ὀνομάζεσθαι τῆς ἀκμαζούσης καθ' ἡλικίαν, οὐχὶ δὲ τῆς ἀπειρογάμου γυναικός˙» και απαντά ο Μ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ σημεῖόν ἐστι τεραστίου τινὸς καὶ περηλλαγμένου τὴν κοινὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων ἐπίδειξις, τί θαυμαστὸν ἦν, μίαν τῶν πολλῶν γυναῖκα, ἀνδρὶ συνοικοῦσαν, μητέρα γενέσθαι παιδίου; Πῶς δ'’ ἂν καὶ τὸ ἀπὸ θελήματος σαρκὸς γεννηθὲν Ἐμμανουὴλ προσηγορεύετο; Ὥστε εἰ μὲν σημεῖόν ἐστι τὸ διδόμενον, παράδοξος ἔστω καὶ ἡ γέννησις. Εἰ δὲ κοινὸς ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου, μήτε σημεῖον λεγέσθω, μήτε Ἐμμανουὴλ προσαγορευέσθω. Ὥστε εἰ μὴ παρθένος ἡ τεκοῦσα, ποῖον τοῦτο τὸ σημεῖον; Καὶ εἰ μὴ θειοτέρα ἢ κατὰ τοὺς πολλοὺς ἡ γέννησις, πῶς ἡ τοῦ Ἐμμανουὴλ παρουσία;» Λέει ο Μ. Βασίλειος «πού θα ήταν το θαύμα, αν μια παντρεμένη γυναίκα γινόταν μητέρα παιδιού; Ώστε εάν αυτό είναι «σημείο», δηλαδή θαύμα, τότε πρέπει να είναι παράδοξος ο τρόπος της γέννησης. Εάν είναι συνήθης ο τρόπος της γέννησης, τότε δεν λέγεται θαύμα αυτό. Αν δεν είναι παρθένα αυτή που θα γεννήσει, πού βρίσκεται το θαύμα;» Αναφέρει και παραδείγματα, ο Μ. Βασίλειος, το Δευτερονόμιο, κβ’, 27 και το Γ’ Βασιλειών, α’, 3-4, στα οποία παρθένες ονομάζονται «νεάνιδες».

«Και αν μετά την αποστόμωσίν των εις το ζήτημα αυτό αναζητούν άλλο, αυτό π.χ. που λέγεται περί της παρθενίας, και παρουσιάζουν προς υποστήριξιν του ισχυρισμού των άλλους ερμηνευτάς, και μας λέγουν ότι αυτοί δεν ομιλούν δια παρθένου, αλλά δια νεαράν κόρην, θα απαντήσωμεν πρώτον ότι είναι ορθόν να είναι περισσότερον αξιόπιστοι από όλους τους άλλους οι Εβδομήκοντα. Διότι οι ιδικοί των ερμηνευταί ηρμήνευσαν μετά την ενανθρώπισιν του Χριστού και επί πλέον παρέμειναν πιστοί εις την Ιουδαϊκή θρησκείαν. Δικαίως λοιπόν πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστοι, επειδή ωμίλησαν μάλλον με μίσος και επειδή παραποιούν σκοπίμως τας προφητείας. Οι Εβδομήκοντα αντιθέτως εσυγκεντρώθησαν εκατό ή και περισσότερα χρόνια πριν από την γέννησιν του Χριστού τόσοι πολλοί άνθρωποι, και επομένως είναι απηλλαγμένοι από κάθε υποψίαν και είναι δίκαιον να τους εμπιστευώμεθα περισσότερον και ένεκα του χρόνου της συγκεντρώσεως και ένεκα του πλήθους και της ομοφωνίας των συγκεντρωθέντων.

Αλλά η νίκη είναι οπωσδήποτε ιδική μας, έστω και αν επιμένουν να παρουσιάζουν την μαρτυρίαν των ιδικών των. Διότι και η λέξις "νεάνις" χρησιμοποιείται με την έννοιαν της παρθένου. Η Αγία Γραφή την χρησιμοποιεί συχνά όχι μόνον δια τας γυναίκας, αλλά και δια τους άνδρας. Λέγει π.χ. "νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων" (Ψαλμ. 148, 12). Και όταν ομιλή εις άλλον σημείον δια μίαν κοπέλαν, που εζήτησε κάποιος να την βιάση, και λέγει˙ "Εάν φωνήση η νεάνις" (Δευτ. 22, 27), δηλαδή η παρθένος. (...) Αν λοιπόν δεν ήτο παρθένος εκείνη που επρόκειτο να μείνη έγκυος, αλλά θα συνέβαινεν αυτό με την μεσολάβησιν ανδρός, ποίον θα ήτο τότε το σημείον;» (άγιου Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2 και 3).

Ακόμη κι αν χρησιμοποίησε ο Ησαΐας τη λέξη almah αντί της λέξης bethulah, το ίδιο πράγμα εννοούσε, ότι μια παρθένος θα γεννήσει ένα γιο. Διαφορετικά δεν στέκει νοηματικά η προφητεία του θαύματος («σημείου») αυτού. Και σωστά μετέφρασαν το almah ως «παρθένος» οι Εβδομήκοντα, διότι αυτό ήθελε να πει ο Ησαΐας: μια γυναίκα, που δε θα είχε σεξουαλικές σχέσεις, θα γεννούσε ένα γιο. Αυτό συνιστά θαύμα και «σημείο».

Ορισμένοι θα ισχυριστούν ότι η προφητεία του Ησαΐα λέει ότι το παιδί θα λεγόταν Εμμανουήλ, αλλά ο Ιησούς δεν ονομάστηκε Εμμανουήλ, άρα δεν εκπλήρωσε την προφητεία, άρα αυτή δεν αναφερόταν σε αυτόν. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέει (Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2): «Δεν είπε "θα ονομάσης", αλλά "θα ονομάσουν", οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή η απλή πραγματικότης. Εδώ δηλαδή δίδει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η Αγία Γραφή έχει αυτήν την συνήθειαν, να δίδη ως όνομα εκείνα που θα συμβούν εις την πραγματικότητα. Το "καλέσουσιν Εμμανουήλ" δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο παρά ότι θα ιδούν τον Θεόν μεταξύ των ανθρώπων. Πάντοτε βεβαίως ευρίσκετο μεταξύ των ανθρώπων ουδέποτε όμως τόσον φανερά. Αν αυθαδειάζουν οι Ιουδαίοι, θα τους ερωτήσωμεν˙ Πότε ωνομάσθη το παιδί "ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον"; Και ασφαλώς δεν θα ημπορέσουν να δώσουν απάντησιν. Αλλά τότε διατί ο προφήτης έλεγε "κάλεσον το όνομα αυτού, Ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον" (Ησ. Η', 3); Διότι η γέννησίς του επροκάλεσεν αρπαγήν και διανομήν λαφύρων. Δια τούτο τού δίδει ως όνομα εκείνο που συνέβη εις την πραγματικότηταν (Ησ. Η', 4)»

στ') "Ο Ιησούς ήταν Εσσαίος και οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν Εσσαίοι του Κουμράν. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού είναι πάρα πολλές. Με τον καιρό ο Χριστιανισμός μετεξελίχθηκε σ’ αυτό που ξέρουμε ως Χριστιανισμό των Ευαγγελίων".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αρκετοί από αυτούς που θέλουν να αποδείξουν ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει θεϊκή προέλευση, τονίζουν τις ομοιότητες του κινήματος των Εσσαίων και παραγνωρίζουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ Ιησού-Χριστιανισμού και Εσσαίων. Δεκαπέντε επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι ο Ιησούς δεν γίνεται να είναι Εσσαίος, και ότι οι «πρωτοχριστιανοί» δεν ήταν Εσσαίοι ούτε προερχόμενοι από τις κοινότητες των σπηλαίων του Κουμράν, βάσει των γραπτών πηγών που αναφέρονται σε αυτούς (Φίλωνας Περί του πάντα σπουδαίον ελεύθερον είναι, 2, 457-459. Ιώσηπος, Ιουδαϊκός πόλεμος, 2, 8, 2-13˙ Αρχαιολογία, 13, 2, 2˙ 15, 10, 4˙ 18, 1, 5. Πλίνιος, Hist. Naturalis, 5, 17. Ιππόλυτος) και των δικών τους συγγραμμάτων, παρατίθενται εδώ:

1. Οι Εσσαίοι, τηρούσαν αυστηρά τον Μωσαϊκό νόμο (βλασφημία κατά του Μωυσή συνεπαγόταν σε αυτούς τον θάνατο). Αντίθετα, ο Ιησούς διδάσκει ότι ναι μεν δεν καταργείται ο μωσαϊκός νόμος, αλλά ξεπερνιέται και ισχύει η Καινή Διαθήκη. Για παράδειγμα, ο Ιησούς έκανε θαύματα και θεραπείες κατά την ημέρα του Σαββάτου και ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με τους Φαρισαίους και το ιερατείο για το ζήτημα αυτό. Αντίθετα οι Εσσαίοι, απ' όσο γνωρίζουμε τηρούσαν αυστηρά το Σάββατο, όχι λ.χ. μόνο αναφορικά με θεραπευτικούς σκοπούς (δεν θεράπευαν τα Σάββατα) αλλά ακόμη και για τις φυσικές τους ανάγκες, τις οποίες καταπίεζαν για χάρη της τήρησης του Σαββάτου. Οι Εσσαίοι ήταν πολύ πιο φανατικοί υποστηρικτές της τήρησης του Σαββάτου, απ' ό,τι οι Φαρισαίοι, τους οποίους καυτηρίαζε για τον λόγο αυτόν ο Ιησούς. Επίσης οι Εσσαίοι ήταν φανατικά υπέρ της περιτομής.

2. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ερμήνευαν το κίνημά τους ως εκπλήρωση της Π.Δ., ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων, πιστεύει ότι ο Χριστός εκπλήρωσε τις προφητείες της Π.Δ. Για παράδειγμα, το Ησαΐας Μ'’ 3, οι Εσσαίοι πίστευαν ότι αναφέρεται στον εαυτό τους (Εγχειρίδιο Πειθαρχίας, V, 20˙ VIII, 12-14), ενώ τα Ευαγγέλια ότι αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

3. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ανέμεναν την αναβίωση της λατρείας του Ναού, ενώ αντίθετα οι Χριστιανοί στα Ευαγγέλια την καταστροφή του Ναού, όπως ο (δήθεν Εσσαίος) Ιησούς προείπε.

4. Οι περισσότεροι Εσσαίοι δεν παντρεύονταν (υιοθετούσαν παιδιά ή δέχονταν ενήλικες, ώστε να συνεχιστεί το κίνημα) από δυσπιστία προς το γυναικείο φύλο, ενώ αντίθετα οι περισσότεροι Χριστιανοί παντρεύονταν και ο Ιησούς μόνο μισογύνης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Για τον Ιησού η αγαμία είναι ένας σκοπός που δεν είναι εφικτός για όλους. «Από τις τάξεις των Εσσαίων αποκλείονταν οι γυναίκες» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι).

5. Οι Εσσαίοι δεν ήθελαν σχέσεις με τους εκτός κοινότητας, ενώ ο Χριστιανισμός εξ αρχής είχε προσηλυτιστικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Ιησούς ζήτησε απ' τους αποστόλους να κηρύττουν.

6. Οι Χριστιανοί των Πράξεων βαπτίζονταν μία φορά, ενώ οι Εσσαίοι του Κουμράν πολλές φορές.

7. Οι Εσσαίοι πίστευαν στην έλευση δύο Μεσσιών, ενός ιερατικού κι ενός δαυιδικού (βασιλιά) (Ευλογίες, κύλινδρος 1Q5β). Επίσης πίστευαν ότι ο Μεσσίας θα αποκαλυπτόταν στις ερημιές, ενώ ο Ιησούς (Μτθ 24, 23-24) προειδοποιεί να μην πιστεύουμε όσους λένε ότι ξέρουν πού είναι ο Χριστός.

8. Οι ερημίτες του Κουμράν πίστευαν ότι ο πόλεμος θα φέρει την αναμενόμενη Βασιλεία, με τους άγγελους να πολεμούν στο μέρος τους, ενώ ο Ιησούς αποκηρύσσει την βία. «Οι Εσσαίοι μετείχαν στον πόλεμο κατά της Ρώμης, ένας μάλιστα από τους στρατηγούς της επανάστασης, ο Ιωάννης, ήταν Εσσαίος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Εφόσον το 66 μ.Χ., όταν έγινε η επανάσταση των Ιουδαίων κατά της Ρώμης, υπήρχαν Εσσαίοι, κι εφόσον οι Χριστιανοί δεν επαναστάτησαν κατά της Ρώμης, είναι προφανές ότι οι δύο θρησκευτικές ομάδες ήταν διαχωρισμένες, τουλάχιστον από το 66 μ.Χ. (Ιστορικώς ποτέ δεν ήταν ενωμένες ή σχετιζόμενες διότι είχαν ριζικές διαφορές, όπως η κοινωνική επαφή με γυναίκες την οποίαν είχαν οι μαθητές του Κυρίου, αφού ανδρες και γυναίκες μαζί ακολουθούσαν τον Χριστό, ο Κύριος είχε σχέσεις κοινωνικές με γυναίκες, γεγονός παράξενο για έναν διδάσκαλο όπως τον θεωρούσαν οι εβραίοι της εποχής του, είχαν και συζυγικές σχέσεις οι Χριστιανοί, ο Ακύλας και η Πρίσκιλα ιεραπόστολοι και συνεργάτες του αποστόλου Παύλου ήταν σύζυγοι νόμιμοι, έγγαμοι, ο Κύριος ευλόγησε τον γάμο στην Κανά, ενώ οι Εσσαίοι απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με γυναίκες, κοινωνική, γάμο κλπ. Άλλη διαφορά, η τυπολατρική τήρηση του Σαββάτου υπό των Εσσαίων και οι δύο μεσσίες που ανέμεναν οι Εσσαίοι, ενώ ήδη είχε έρθει ο Μεσσίας Ιησούς, τον οποίον δεν αποδέχθηκαν. Η περιτομή την οποίαν κατήργησε ο Χριστός, ενώ οι Εσσαίοι τηρούσαν με φανατισμό)

9. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Περί του ιουδαϊκού πολέμου, 1, 2, 8) οι απόψεις τους περί θανάτου και σώματος έμοιαζαν με τις παγανιστικές και διέφεραν από τις ιουδαϊκές. Πίστευαν ότι «οι ψυχές είναι αθάνατες, και απορρέουσες από τον πιο λεπτό αιθέρα έχουν μπει στα σώματα όπως σε φυλακές, από κάποια φυσική επιθυμία. Αλλά όταν απελευθερώνονται από τα δεσμά της σάρκας, χαίρονται που απαλλάχτηκαν από μια μακρά δουλεία και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Και συμφωνώντας με την γνώμη των Ελλήνων, διακηρύσσουν ότι οι καλοί κατοικούν πέρα από τον ωκεανό, (...), ενώ στους κακούς επιφυλάσσεται μια σκοτεινή, θυελλώδης σπηλιά γεμάτη βασανιστήρια που ποτέ δεν έχουν τελειωμό». Απ' το τελευταίο φαίνεται πως οι Εσσαίοι μάλλον δεν πίστευαν στην ανάσταση. Όπως και οι Σαδδουκαίοι, στους οποίους ο δήθεν Εσσαίος Ιησούς έδειξε ότι πλανώνται. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι Εσσαίοι πίστευαν σε προΰπαρξη της ψυχής, απαράδεκτη για το Χριστιανισμό διδασκαλία.

10. «Οι Εσσαίοι διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις (μοίρες)˙ αυτοί που ανήκαν στην ανώτερη τάξη δεν έρχονταν σε επαφή με αυτούς που ανήκαν σε κατώτερη, για να μη μολυνθούν» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Δεν υπάρχει τέτοιος αυστηρός διαχωρισμός στο Χριστιανισμό των Ευαγγελίων.

11. Έχει αναφερθεί η κοινοκτημοσύνη μεταξύ Εσσαίων και πρωτοχριστιανών ως απόδειξη της προέλευσης των δεύτερων από τους πρώτους. Ωστόσο α’) η κοινοκτημοσύνη ήταν συχνό χαρακτηριστικό (π.χ. Πυθαγόρειοι) για τέτοιου είδους ομάδες, β’) στο Χριστιανισμό η κοινοκτημοσύνη ίσχυε για κάποιον αμέσως μόλις αυτός βαφτιζόταν, ενώ στους Εσσαίους υπήρχαν δύο έτη δοκιμασίας, κατά τα οποία στο πρώτο έτος το δόκιμο μέλος δεν μοιραζόταν τα αγαθά της κοινότητας, ενώ στο δεύτερο έτος, του κατακρατούνταν τα αγαθά.

12. Άλλη υποτιθέμενη ομοιότητα, η κοινή τράπεζα και η βρώση και πόση άρτου και οίνου. Στους Εσσαίους, το νέο μέλος δεν μπορούσε να συμμετέχει στην κοινή τράπεζα, παρά μόνο μετά την πάροδο ενός έτους (βρώση) και δύο ετών (πόση).

13. Η απουσία αναφοράς των Εσσαίων από τους Ευαγγελιστές δεν οφείλεται σε «χριστιανική συνωμοσία αποσιώπησης των ιδρυτών του Χριστιανισμού»˙ κανείς δεν μπορεί χωρίς αποδείξεις να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε οι Εσσαίοι δεν αναφέρονται ούτε στην μετέπειτα ραββινική φιλολογία; Δεν υπάρχει συνωμοσία.

14. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού οφείλονται στην κοινή ιουδαϊκή καταγωγή. Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια, με αυτά που εφαρμόζουν οι οπαδοί της θεωρίας της καταγωγής του Χριστιανισμού από τους Εσσαίους, θα έπρεπε να ισχυριστούμε λ.χ. ότι οι Εσσαίοι επηρεάστηκαν από τους Φαρισαίους, αφού και οι δυο ήταν φανατικοί τηρητές του μωσαϊκού νόμου!

15. Ο ισχυρισμός ότι «οι άνωθεν διαφορές ήταν μεν υπαρκτές, αλλά απλώς εξελίχθηκε απ' τους Εσσαίους ο Χριστιανισμός και μόνο τότε προέκυψαν αυτές» δεν ευσταθεί δίχως αποδείξεις. Οι διαφορές είναι τόσο ριζικές (π.χ. για τον μωσαϊκό νόμο, την περιτομή, το Σάββατο, την γυναίκα κ.ά.), ώστε η πιο απλή εξήγηση (Εσσαίοι και Χριστιανοί έχουν μεν κοινές ιουδαϊκές ρίζες, αλλά δεν προέρχονται οι Χριστιανοί από τους Εσσαίους) υπερτερεί της πολυπλοκότερης εξήγησης (ο Χριστιανισμός προέρχεται απ' τους Εσσαίους), η οποία πρέπει να κάνει κι άλλες επιπρόσθετες υποθέσεις (περιττές, αν δεχτούμε την πρώτη εξήγηση) για τον τρόπο μετεξέλιξης από τους Εσσαίους στο Χριστιανισμό. Και σε αυτήν την περίπτωση το «ξυράφι του Όκκαμ» ευνοεί την πρώτη εξήγηση.

ζ') "Πώς γίνεται ο Ιησούς να μη καταργεί το μωσαϊκό νόμο (Κατά Ματθαίον, 5, 17 κ.ε.);"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «"Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι". Αυτό δεν εξουδετερώνει μόνον την αναίδειαν των Ιουδαίων, αλλά κλειδώνει και τα στόματα των αιρετικών εκείνων, που λέγουν ότι της Παλαιάς Διαθήκης συντάκτης είναι ο διάβολος. (...) Αλλά πώς δεν την κατήργησε; λέγει. Πώς εσυμπλήρωσε τον νόμον ή τους προφήτας; Τους προφήτας, διότι επεβεβαίωσεν εμπράκτως όλα όσα είπαν δι' αυτόν. Δια τούτο έλεγεν εις κάθε περίπτωσιν ο ευαγγελιστής˙ "Ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου» (...) Τον νόμον εξ άλλου τον ετελειοποίησεν όχι μόνον με ένα τρόπο, αλλά και με δεύτερον και με τρίτον. Ο πρώτος είναι ότι δεν παρέβη καμμίαν διάταξίν του. (...) Άλλος είναι το ότι τον εσυμπλήρωσε και δια μέσου ημών. Το σπουδαίον δηλαδή είναι ότι όχι μόνο ο ίδιος τον εφήρμοσεν, αλλά εζήτησε να κάμωμεν κι εμείς το ίδιον. (...) Διότι η διδασκαλία του δεν εκαταργούσε τα προηγούμενα, αλλά τα επεξέτεινε και τα συνεπλήρωνε. Διότι η εντολή να μην οργιζώμεθα δεν καταργεί την εντολήν να μη φονεύωμεν, αλλά την συμπληρώνει και την τελειοποιεί. Το ίδιον συμβαίνει και με όλας τας άλλας (...). Η Παλαιά Διαθήκη δεν εισάγει εις τον παράδεισον όχι διότι είναι άχρηστη και επιζήμια, αλλά διότι είναι καιρός δια να εκτελούμεν ηθικωτέρας εντολάς. Το ότι είναι αληθεστέρα της Καινής, δεν σημαίνει ότι είναι επιζημία. Διότι και η Καινή θα έχη την ιδίαν τύχην εις την εξής περίπτωσιν. Η διδασκαλία της, αν συγκριθή με την μέλλουσαν, είναι ελλιπής και ατελής και θα καταργηθή μόλις τεθή εις εφαρμογήν εκείνη. «Ὅταν γὰρ ἔλθῃ τὸ τέλειον», λέγει, «τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α' Κορ. 13, 10). Αυτό έπαθεν η Παλαιά από την Καινήν. (...) αρχίζει εν συνεχεία να διατυπώνη τας εντολάς όχι απολύτως, αλλά συγκριτικώς προς τας παλαιάς, διότι θέλει να αποδείξη δύο πράγματα, και ότι δεν καταπολεμεί την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά η Καινή συμφωνεί πολύ προς αυτήν, και ότι ορθώς και εις πολύ κατάλληλον χρόνον προσθέτει τα νέα εις τα παλαιά» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία ιστ' εις το Κατά Ματθαίον, 2, 3, 5). Φαινομενικά μόνο, οι εξής εντολές, της Παλαιάς Διαθήκη με την Καινή Διαθήκη, αντιφάσκουν:

ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ'’ 24 ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός,

Κατά Ματθαίον Ε' 38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· 39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·

Φαινομενικά η εντολή της Π.Δ. λέει «μάτι αντί ματιού» έρχεται σε αντίθεση με τον Χριστό (Κ.Δ.), ο οποίος δίνει την εντολή να μην αντιστεκόμαστε και να μην εκδικούμαστε. Αυτό εξηγείται με βάση δύο κανόνες. Ο πρώτος είναι ότι ασφαλώς τα ήθη του 1200 π.Χ. ήταν πολύ πιο άγρια από ότι τα ήθη του 1ου μ.Χ. αι. Συνεπώς ο Θεός έπρεπε να δώσει στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. εντολές οι οποίες θα δίνονταν βάσει των ηθών του 1200 π.Χ. και όχι των καλύτερων ηθών του 1ου μ.Χ. αι. Δεν μπορούσε, ξαφνικά, ο Θεός, να δώσει την ηθικά ανώτερη εντολή (της Καινής Διαθήκης) στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. και να περιμένει να την εφαρμόσουν εύκολα. Έπρεπε η αρετή να περάσει από στάδια. Πρώτα είναι το στάδιο της δικαιοσύνης (να ανταποδίδεις τα ίσα κι όχι μεγαλύτερα δεινά) και δεύτερο είναι το στάδιο της Κ. Διαθήκης (να μην ανταποδίδεις καθόλου την κακία του άλλου). Δεν μπορεί κατευθείαν να δινόταν η ανώτερη εντολή. Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι και οι προαναφερθείσες εντολές είναι συνέπειες μιας εκ των δύο εντολών, στις οποίες συμπυκνώνεται η Παλαιά Διαθήκη, της εντολής της αγάπης προς τον πλησίον. Όταν οι Φαρισαίοι ρώτησαν το Χριστό ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή στο μωσαϊκό νόμο, απάντησε:

Κατά Ματθαίον 22, 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 Από αυτάς τας δύο εντολάς εξαρτώνται όλος ο νόμος και οι προφήται.

Κατά Μάρκον 12, 31: «δεν υπάρχει εντολή μεγαλύτερη από αυτές».

Συνεπώς, στον μωσαϊκό νόμο της Π.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) στην δικαιοσύνη, δηλαδή την ανταπόδοση ίσων δεινών (οφθαλμός αντί οφθαλμού) αντί την εκδίκηση (δύο οφθαλμοί αντί ενός), διότι τα ήθη του 1000 π.Χ. ήταν όχι απλώς η ανταπόδοση της αδικίας, αλλά η υπερβολική ανταπόδοση. Δηλαδή η Π.Δ. κάνει ένα βήμα πέρα από τα ήθη της εποχής της. Στην Κ.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) όχι πια μόνο στην δικαιοσύνη αλλά και στην αποφυγή ανταπόδοσης του κακού, διότι τα ήθη είχαν κάπως εξημερωθεί συγκριτικά με το 1200 π.Χ. Ο Θεός δεν βάζει κάποια απόλυτη Ηθική, διότι γνωρίζει ότι άλλα τα ήθη του 1000 π.Χ. κι άλλα αυτά του 1ου μ.Χ. αι. Ωστόσο, όσο κι αν η εντολή της αγάπης εκφράζεται διαφορετικά, το νόημα των εντολών της ΕΞΟΔΟΥ ΚΑ'’, 24 και Κατά Ματθαίον Ε', 39 είναι το ίδιο. Η ουσία της εντολής του Θεού παραμένει η ίδια, και διευρύνεται το εύρος της ισχύος της. Φυσικά οι διατάξεις περί θυσιών κλπ, παραλείφθηκαν από το Χριστιανισμό, διότι με τη Σταύρωσή του ο Μεσσίας-Χριστός κατάργησε τις αιματηρές θυσίες.

Η ενάρκωση του Θεού Λόγου και η σύναψη Καινής (=καινούργιας) Διαθήκης από τον Θεό (με συνέπεια τον παραμερισμό της Παλαιάς Διαθήκης), δεν ήταν κάτι που σκαρφίστηκαν οι απόστολοι κι ο Παύλος, αλλά είναι αντιλήψεις τις οποίες οι Προφητες διακήρυξαν, ως απεσταλμένοι του Θεού (βλ. Ησαΐας μβ’, 6˙ μθ’, 6˙ νθ’, 21˙ ξα’, 8. Ιερεμίας λθ’, 40. Ιεζεκιήλ ιστ’, 60˙ λδ’, 25˙ λζ’, 26), ήδη από τον 8ο (Ησαΐας), τον 7ο (Ιερεμίας) και τον 6ο (Ιεζεκιήλ) αιώνα. Από τότε υπήρχε η αναγγελία και η προσδοκία του «ξεπεράσματος» της Παλαιάς Διαθήκης:

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΛΗ’ 31 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ ᾿Ιούδα διαθήκην καινήν, 32 οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος. 33 ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.

(Μτφ. Βιβλικής Εταιρίας: «31 "Έρχονται μέρες", λέει ο Κύριος, "που θα κάνω καινούργια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. 32 Δε θα έχει καμιά σχέση με τη διαθήκη που είχα κάνει με τους προγόνους τους την ημέρα που τους πήρα από το χέρι και τους οδήγησα έξω από την Αίγυπτο. Εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα. Και να ποια θα είναι η νέα διαθήκη που θα κάνω με το λαό του Ισραήλ: Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους˙ θα είμαι Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου"». 
 
Μτφ. Κολιτσάρα: 31 Ιδού, έρχονται ευτυχείς ημέραι, λέγει ο Κύριος, και θα συνάψω με τους Ισραηλίτας και τους Ιουδαίους νέαν Διαθήκην. 32 Αυτή δεν θα είναι ομοία με την Διαθήκην, την οποίαν συνήψα με τους προγόνους των κατά την εποχήν εκείνην, που εν τη στοργή μου και τη παντοδυναμία μου τους επήρα από τα χέρια και τους έβγαλα ελεύθερους από την Αίγυπτον, διότι εκείνοι δεν έμειναν πιστοί και δεν ετήρησαν την Διαθήκην μου, και εγώ τους παρημέλησα εξ αιτίας των παρανομιών των, λέγει ο Κύριος. 33 Αυτή είναι η Διαθήκη μου, την οποίαν εγώ θα συνάψω με τον ισραηλιτικόν λαόν έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κύριος. Θα δώσω ασφαλώς και βεβαίως Νόμους κατανοητούς και δεκτούς εις την διάνοιάν των˙ θα γράψω αυτούς εις την καρδίαν των. Θα είμαι δι' αυτούς ο Θεός των και αυτοί θα είναι δι' εμέ ο λαός μου.). 
 
Ο ισχυρισμός ότι η «καινή διαθήκη» αφορούσε μόνο τους Εβραίους καταρρίπτεται, τόσο απ’ τους διάφορους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε κεφ. 6) όσο και της Καινής (Κατά Ματθαίον, 21, 42-43).
 

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 6ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

77. Διάφορες αντιρρήσεις των νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού.

α') «Γνωρίζουμε πλέον ότι τα λεγόμενα "Ευαγγέλια", δεν αποτελούν ιστορικά κείμενα, αλλά κατά την ιουδαϊκή μέθοδο του "midrash" (αμφισήμαντου όρου που ταυτόχρονα σημαίνει "εξήγηση" αλλά και "παρέμβαση", μια μέθοδος συνεχούς αναπροσαρμογής παλαιότερων μύθων ώστε να ταιριάζουν με τα εκάστοτε νέα δεδομένα) (...)» (Βλ. Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, β’ έκδοση, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, 2005, τ. Α’, σ. 56).


ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «(Οι συγγραφείς της Κ. Διαθήκης) έχουν ωρισμένας αρχάς τας οποίας τηρούν πάντοτε εις απόλυτον βαθμόν και αποκλειστικώς μόνον αυτοί μεταξύ όλων των συγγραφέων της γης και των αιώνων. Εντεύθεν αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσίαν και ενέργειαν του ενός Αγίου Πνεύματος. Χρυσούς κανών των θεοπνεύστων ιστορικών είνε ότι γράφουν α) απαθώς, και β) όχι αποκαλυπτικώς˙ ενώ αντιθέτως κανών των διδασκάλων ή προφητών είνε ότι γράφουν α) συμπαθώς, και β) αποκαλυπτικώς.

Εξετάζοντες τους ιστορικούς (τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις) ερχόμεθα κατ' αρχήν εις το πρώτον γνώρισμά των. Ουδέποτε ουδαμού εις τα ιστορικά βιβλία θα εύρη κανείς μίαν έκφρασιν, ένα επίθετον, ή έστω ένα υπονοούμενον, εκ του οποίου να συνάγεται ότι ο ευαγγελιστής προσωπικώς διάκειται ευμενώς ή δυσμενώς προς το Α πρόσωπον, και επαινεί ή κατακρίνει την Α ενέργειαν. Άλλο θέμα αν τα ιστορούμενα πρόσωπα φαίνονται εκ των λόγων των τί φρονούν˙ ο ευαγγελιστής ιστορικός παραμένει απολύτως ψυχρός, απρόσωπος, αφανής, αν και εκθέτει τα γεγονότα με τόσην ζωηρότητα και σαφήνειαν, ώστε να συμπάσχωμεν ως αναγνώσται με τα πρόσωπα της ιστορίας. Βλέπει κανείς πολλάκις εις τα ιστορικά βιβλία, ότι ο Ιησούς αποκαλεί τους φαρισαίους υποκριτάς και τον Ηρώδην αλώπεκα, ο Παύλος τον Ελύμαν υιόν διαβόλου, ο Παύλος και ο Βαρνάβας να παροξύνωνται προς αλλήλους, ο Ιησούς να λέγη τα "ουαί" ή να επιπλήττη τους μαθητάς, αλλά ουδέποτε θα συλλάβη ευαγγελιστήν να χαρακτηρίζη αυτός ως ιστορικός ένα πρόσωπον ή μίαν κατάστασιν έστω και με ένα υπονοούμενον. Επίσης βλέπομεν πολλάκις τους ευαγγελιστάς να αποκαλύπτουν περιγραφικώς μίαν βαθυτέραν αιτίαν ενός γεγονότος, π.χ. το ότι ο Ιούδας ήτο κλέπτης του κοινού ταμείου των μαθητών, το ότι οι φαρισαίοι "διεπρίοντο" από φθόνον εναντίον του Χριστού και των μαθητών, το ότι ο Φήλιξ ήλπιζεν ότι θα δωροδοκηθή υπό του Παύλου, δια να τον απολύση, αλλά ουδέποτε θα εύρη κανείς ίχνος των συναισθημάτων του ιστορικού έναντι αυτών των καταστάσεων. Εκ των πολλών δειγμάτων της ιστορικής αυτής απαθείας αναφέρω ακόμη δύο πολύ χαρακτηριστικά. Οι απόστολοι επίστευον ακραδάντως ότι ο Ιησούς, ο από Ναζαρέτ, είνε ο Χριστός που αναμένει ο Ισραήλ και αυτός είνε ο Κύριος και ο Γιαχβέ. Και εδίδαξαν ότι αυτό είνε το μεγαλύτερον παράπτωμα, το να μη αναγνωρίση και ομολογήση κανείς τον Ιησούν ως Χριστόν και Κύριον. Εν τούτοις ως ιστορικοί, όταν αναφέρουν αφηγηματικώς τον Κύριον προ της αναστάσεως, τον ονομάζουν πάντοτε απλώς "ο Ιησούς", ουδέποτε ο Κύριος ή ο Χριστός, παρά μόνον όταν θέλουν να παρεμβληθούν αυτοί ως πρόσωπα δια να δώσουν μίαν επεξήγησιν, ή όταν αφηγούνται πώς τον απεκάλουν οι ίδιοι εις ευθύν λόγον. Π.χ. ο Ιωάννης γράφει˙ "Eὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ˙ Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν˙ ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός˙ καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς Ἰησοῦν˙ ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Σὺ εἶ Σίμων... Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν...» (Ιω. 1, 42-44). Ο Ματθαίος λέγει˙ "Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων˙ Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χείρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων˙ Θέλω, καθαρίσθητι" (Μτθ. 8, 2-3). Δηλαδή εις μεν τα διαλογικά και επεξηγηματικά μέρη τον λέγουν Χριστόν και Κύριον, δεικνύοντες τι είναι και τι επίστευον και αυτοί τότε και τώρα, εις δε τα αφηγηματικά τον λέγουν απλώς Ιησούν, όπως εφαίνετο, αποφεύγοντες να προκαταλάβουν τον αναγνώστην ή κατηχούμενον έστω και δι' αυτού του ανεπαισθήτου τρόπου. Το δεύτερον δείγμα ιστορικής απαθείας, που θέλω να αναφέρω, είνε ότι εις τα αφηγηματικά μέρη των ιστορικών βιβλίων ουδέποτε χρησιμοποιείται κοσμητικόν επίθετον, καλόν ή κακόν, αλλά μόνον χαρακτηριστικά και περιγραφικά. Αυτό το γνώρισμα της ιστορικής απαθείας λείπει όχι μόνον από τους σπουδαίους θύραθεν ιστορικούς, όπως ο Θουκιδίδης, αλλά και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από τους αγιωτέρους ιστορικούς˙ λείπει δε πολύ περισσότερον από τους συγγραφείς των αποκρύφων, οι οποίοι και δι' αυτού του τρόπου συλλαμβάνονται ως κιβδηλοποιοί.

Το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης είνε, καθώς ελέχθη, ότι ουδέποτε ιστορούν κάτι που να εγνώσθη εις τον ιστορικόν εξ αποκαλύψεως. Ο ευαγγελιστής γνωρίζει τα πάντα ανθρωπίνως. Άλλο το αν αφηγείται σημεία και αποκαλύψεις˙ τα διηγείται ως τρίτον πρόσωπον που τα έμαθεν από τους δεξαμένους την αποκάλυψιν ανθρωπίνως ή τα είδεν ως απλούς θεατής όχι μόνον αυτός αλλά και πλήθος ανθρώπων. Ουδέποτε δηλαδή θα εύρη τις εις τα ιστορικά βιβλία μίαν πληροφορίαν, την οποίαν ο ευαγγελιστής δεν θα ήτο δυνατόν να την πληροφορηθή ανθρωπίνως και όχι υπερφυσικώς, ασχέτως αν η πληροφορία είνε μία αποκάλυψις προς τα ιστορούμενα πρόσωπα. Την αποκάλυψιν βλέπουν τα ιστορούμενα πρόσωπα και όχι τα ιστορίαν γράφοντα. Ο Ζαχαρίας και η Μαριάμ είδον τον ευαγγελιζόμενον άγγελον, ο Ιησούς επειράσθη από τον σατανάν εις μίαν σφαίραν υπερφυσικών γεγονότων, ο Παύλος είδε το όραμα προ της Δαμασκού, αλλά ο Ματθαίος και ο Λουκάς έμαθαν όλα αυτά τα γεγονότα ανθρωπίνως από την Μαριάμ, τον Ιησούν, τον Παύλον. Δεν υπάρχει γεγονός της ζωής του Κυρίου ή του Παύλου ή άλλου τινός, το οποίον αυτοί ουδέποτε διηγήθησαν εις τους μαθητάς των, αλλά ο Ματθαίος ή ο Λουκάς το επληροφορήθησαν δι' οράματος, και με μόνην πηγήν το όραμα το εξιστόρησαν. Και όσα σημεία διηγούνται ως αυτόπται, τα διηγούνται, διότι τα είδον ανθρωπίνως όπως και το πλήθος και οι άπιστοι φαρισαίοι˙ είδον τον τέως τυφλόν να βλέπη και τον τέως παράλυτον να περιπατή. Αυτό δεν είνε αποκάλυψις αλλά θέαμα ανθρωπίνως δυνατόν δια τον απλώς θεώμενον. Μία πλευρά αυτού του ιστορικού γνωρίσματος είνε και το ότι οι συγγραφείς όλοι της Κ. Διαθήκης ουδέποτε συμπληρώνουν την αρχαίαν ιεράν ιστορίαν. Ουδέποτε δηλαδή διηγούνται ή αναφέρουν ένα ιστορικόν γεγονός ή ένα όνομα της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίον δεν ανέφερεν ο Μωυσής ή οι λοιποί συγγραφείς της Π. Διαθήκης. Ας είνε θεόπνευστοι, ας δίδουν εις τα αρχαία γεγονότα αποκαλυπτικάς ερμηνείας˙ γεγονότα και ονόματα ακατάγραφα ουδέποτε αναφέρουν. (Άλλο θέμα αν αναφέρουν στοιχεία και όνόματα απολεσθέντων ή φθαρέντων χωρίων της Π. Διαθήκης). Και αυτό το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών της Βίβλου διέφυγε την προσοχήν των αποκρυπτογράφων, οι οποίοι έχουν πρωτεύουσαν πηγήν της ιστορίας των την προσωπικήν αποκάλυψιν, εφ' ώ και συλλαμβάνονται επ' αυτοφώρω ψευδόμενοι» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 92-95).

β') «Τα Ευαγγέλια (...) δεν είναι βέβαια τόσο αρχαία, όσο τα θέλουν οι θεολόγοι και οι θρήσκοι. Τα χειρόγραφά τους, τα πιο παλιά που σωθήκανε ώς τις μέρες μας φτάνουν ώς τα 350. Πάπυροι πιο αρχαιότεροι δεν υπάρχουν. Η δικαιολογία των θεολόγων ότι τάχατες οι αρχαιότεροι πάπυροι καταστραφήκανε από την πολυκαιρία δεν έχει επιστημονική αξία, γιατί είναι πασίγνωστο πως από εκατοντάδες πολλές χρόνια πριν από το χριστιανισμό σωθήκανε διατηρημένοι καλά πολλοί πάπυροι: αιγυπτιακοί, ρωμαϊκοί και ελληνικοί. Αν λοιπόν δεν υπάχουνε αρχαιότερα χειρόγραφα η αιτία είναι άλλη. Ο χριστιανισμός δεν αναπτύχθηκε κανονικά. Είχε τις εσωτερικές και εξωτερικές διαφωνίες και φαγωμάρες του» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 271-272).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι πάπυροι που διασωθήκανε πριν το 330 και περιέχουν τα Ευαγγέλια είναι λίγοι διότι: 1) οι Χριστιανοί ήταν λίγοι ώς το 330, άρα χρειάζονταν λίγα αντίγραφα των Γραφών συγκριτικά με τους πολυπληθείς μελετητές του Πλάτωνα, που χρειάζονταν πολλά αντίγραφα, 2) οι συνεχείς διωγμοί (π.χ. Δέκιου, Διοκλητιανού) εξαφανίζανε μεγάλο μέρος των χριστιανικών παπύρων, 3) οι Χριστιανοί δεν είχαν ο καθένας του κι από μια Καινή Διαθήκη στο σπίτι τους, εκείνο τον καιρό. Μαζεύονταν στην Εκκλησία. 4) Έχουμε εξηγήσει ότι οι πάπυροι των εξωχριστιανικών συγγραφέων στον καιρό του Κωνστάντιου κινδύνευαν με εξαφάνιση, αλλά πρόλαβε ο Κωνστάντιος και διέταξε την αντιγραφή τους. Αν αυτοί οι πάπυροι, με έργα τόσο διάσημα, κινδύνεψαν – και θα είχαν εξαφανιστεί, αν δεν αντιγράφονταν, το ίδιο και χειρότερο μπορεί να υποθέσει κανείς για τα χριστιανικά συγγράμματα.

Αντίθετα, οι αρχαίοι πάπυροι που διασώθηκαν οφείλουν τη διάσωσή τους στο ότι αντιγράφονταν πολλές φορές. Έτσι υπήρχε πολύ περισσότερη πιθανότητα να διασωθεί ένα από τα χιλιάδες ή εκατοντάδες αντίγραφα, παρά ένα από τα λίγες δεκάδες χριστιανικά αντίγραφα. Και φυσικά, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί – με τι στοιχεία θα το έκανε; – ότι οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τους παλιούς παπύρους, μετά το 330. Απλώς, άρχισαν να αντιγράφουν σε νέους πάπυρους αφήνοντας να φθαρούν οι παλιοί, και διόλου δεν σκέφτηκαν μήπως κανείς θα τους κατηγορήσει για εσκεμμένη καταστροφή των παλιών. Κανένα συμπέρασμα ούτε «άλλη αιτία» δεν υποκρύπτεται πίσω από την ανυπαρξία πολλών παπύρων πριν το 330.

«Μαρτυρούν την Κ. Διαθήκη (...) διάφορα παπύρινα αποσπάσματα του Β' αιώνος εν οίς διασώζονται τεμάχια ή και βιβλία ολόκληρα της Κ. Διαθήκης. (...) Της Κ. Διαθήκης διεσώθησαν και αποσπάσματα και ένα βιβλίο ολόκληρον επί παπύρων του Β' αιώνος. Ο πάπυρος 46 περιέχει εκτεταμένα αποσπάσματα εκ των Επιστολών προς Ρωμαίους, Εβραίους, Α'’-Β'’ Θεσσαλονικείς, με την σειράν που τας αναφέρω. Προφανώς ο πάπυρος αυτός ήτο ο Γ' τόμος της Κ. Διαθήκης, δηλαδή αι Επιστολαί του Παύλου. Εκ του ότι μάλιστα περιέχει και την προς Εβραίους, φαίνεται ότι περιείχε και τας 14, και όχι μόνον 13, ούτε μόνο τας 10 που εδέχοντο ο Κέρδων και ο Μαρκίων. Ο πάπυρος είνε σύγχρονος ή και αρχαιότερος των δύο αιρετικών τούτων (σημ.: περί του 140). Επομένως είναι σαθρά η άποψις πολλών νεωτέρων προτεσταντών ότι ο Μαρκίων ήτο ο πρώτος όστις έκανε συλλογήν βιβλίων της Κ. Διαθήκης και δη των Επιστολών του Παύλου και ότι εξ αυτού έλαβε την αφορμήν και η Εκκλησία κατά τα τέλη του Β' αιώνος να συλλέξη και αυτή βιβλία και να καταρτίση Κανόνα.

Ο πάπυρος 52, των ετών 100-125 μ.Χ., διασώζει τεμάχιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, οι πάπυροι 64 και 77 τεμάχια του κατά Ματθαίον, ο δε πάπυρος 66 είνε ολόκληρον το κατά Ιωάννην, το αρχαιότερον ακέραιον χειρόγραφον της Κ. Διαθήκης. Αυτοί είνε οι πάπυροι του Β' αιώνος. Εκ των πολυαρίθμων του Γ' αιώνος αναφέρω μόνον τον 72 όστις περιέχει ακεραίας τας Επιστολάς Β' Πέτρου και Ιούδα και δύο ψαλμούς» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 17 και 27).

Παραθέσαμε τις παραπάνω πληροφορίες, ώστε να δείξουμε ότι τα αντιχριστιανικά επιχειρήματα της «αρνητικής κριτικής» όχι μόνο προέρχονται εκ της σιωπής, αλλά και συνεχώς καταρρίπτονται και είναι ανάξια προσοχής. Καταλαβαίνει κανείς ότι από τους αντιχριστιανούς λείπει η μετριοφροσύνη και περισσεύει ο φανατισμός.

γ') «Για το ζήτημα αν οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι δεν έχουμε να πούμε παρά μόνο τούτο: Αν αυτό ήταν σωστό, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο ένα Ευαγγέλιο και να μην υπάρχουν τόσες διαφωνίες και αντιφάσεις στα γραφόμενά τους. (...) Ή οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι, και σαν τέτοιοι δεν έπρεπε να ιστορούν διαφορετικά τη ζωή και τη δράση του Ιησού, ή δεν ήταν, οπότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως από τη μια μεριά πήραν ο καθένας τις πληροφορίες του, και από την άλλη πως γύρω στην προσωπικότητα και την πολιτική δράση του Ναζωραίου υπήρχαν αντιφατικές παραδόσεις και γνώμες που συντελέσανε στον να δημιουργηθούν ένα σωρό θρύλοι και μύθοι» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 238).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θεόπνευστο δεν σημαίνει αλάθητο. Θεόπνευστο σημαίνει ότι στα θέματα (ιστορικά ή δογματικά) που άπτονται την θεϊκή αποστολή υπάρχει αλάθητο, ενώ στα άλλα μπορεί και να μην υπάρχει. Το έχουμε πει και για την Π.Δ., αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τους άσχετους. Επιπλέον κάθε Ευαγγελιστής παίρνει από αλλού τις πληροφορίες του. Ο Ματθαίος ήταν απόστολος άρα αυτόπτης μάρτυρας, ο Μάρκος από τον απόστολο Πέτρο, ο Λουκάς από την Παναγία, ο Ιωάννης ήταν επίσης απόστολος. Διαφορετικές πληροφορίες σε δευτερεύοντα θέματα δεν βλάπτουν την αξίωση για θεοπνευστία των Ευαγγελίων. Αλλιώς τα θυμόταν ορισμένα πράγματα ο Ματθαίος, αλλιώς ο Πέτρος, αλλιώς η Παναγία, αλλιώς ο Ιωάννης˙ μετά από 3-4 δεκαετίες, ήταν αναμενόμενο, επιπλέον, να διαφέρουν στα λόγια. Για παράδειγμα ο αυτόπτης μάρτυρας Ματθαίος γράφει «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (Κατά Ματθαίον 5, 3), ενώ ο Λουκάς, που δεν ήταν αυτόπτης γράφει «μακάριοι οι πτωχοί» (Κατά Λουκάν 6, 20). Στα κύρια ζητήματα όμως, της θεότητας και της ανάστασης του Ιησού, έχουν την ίδια άποψη. Το αν ήταν καλύβα ή σπηλιά ο τόπος της γέννησης του Ιησού δεν έχει σημασία θεολογικώς. Το αν όμως γεννήθηκε από παρθένα (αν διαφωνούσαν μεταξύ τους στο ζήτημα αυτό οι Ευαγγελιστές) έχει θεολογική σημασία.

Όσο για την εξίσωση «θεόπνευστο=άρα έπρεπε να είναι ένα κι όχι πολλά», αυτή η τόσο παράλογη άποψη παραγνωρίζει ότι τα Ευαγγέλια δεν αντιγράφονταν (για τον λόγο ότι οι Χριστιανοί ήταν λίγοι τον 1ο αι.) τόσο πολύ, ώστε να κυκλοφορεί μόνο ένα σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο και το ότι το καθένα Ευαγγέλιο απευθυνόταν σε διαφορετικό κοινό, σε διαφορετικό έτος, σε διαφορετική περιοχή. Όταν π.χ. ο Λουκάς γράφει το Ευαγγέλιο, που είναι επιστολή προς έναν πρώην εθνικό, νυν Χριστιανό, που ζητούσε πληροφορίες για τον Ιησού, δε θα του έ‘λεγε «περίμενε να μου φέρουν την επιστολή του Ματθαίου»˙ δεν ήταν διδακτορική διατριβή, ώστε να απαιτούνται χρόνια για την συγγραφή.

δ') "Γιατί να απορριφθούν τα Γνωστικά ευαγγέλια ως μη αυθεντικώς χριστιανικά και να θεωρηθούν μόνο τα τέσσερα της Κ.Δ.;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: διότι – πέρα απ' το ότι πολλά είναι μεταγενέστερα των τεσσάρων της Κ.Δ., που γράφτηκαν κατά τον 1ο μ.Χ. αι. – υπάρχουν, όπως διαφαίνεται πολλές διαφορές ανάμεσα στα γνωστικά και στα αυθεντικά ευαγγέλια της Κ.Δ., αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης του Χριστιανισμού και του κόσμου. Ο Γνωστικισμός και τα Γνωστικά «ευαγγέλια» υποτιμούν την γυναίκα (θεωρούσαν την «διαίρεση» μεταξύ άντρα-γυναίκας ως κακό), θεωρούν τον κόσμο φυλακή, την ζωή ματαιότητα, απαξιώνουν το σώμα κι έχουν πανθεϊστικές τάσεις και μεγάλες θεολογικές διαφορές και έχουν πλήθος φανταστικών ψευδοϋπερφυσικών γεγονότων.

Έτσι, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά, ο μικρός Ιησούς ξεραίνει το γιο του Γραμματέα Άννα (παρ. 3), θανατώνει ένα παιδί που σκόνταψε πάνω του (παρ. 4), τυφλώνει τους γονείς που διαμαρτύρονται στον Ιωσήφ (παρ. 5), και (στη συριακή παραλλαγή) λέει «όταν θα φτάσω στο αποκορύφωμα της δόξας, θα παραμερίσω ό,τι έχω από τη δική σας φύση». Εδώ βλέπουμε έναν Ιησού εκδικητικό κι έναν Ιησού που δηλώνει ότι «στο αποκορύφωμα» της δόξας του θα διώξει την ανθρώπινη φύση˙ δηλαδή ακριβώς τα αντίθετα από τα Ευαγγέλια που τονίζουν την ενσάρκωση του Λόγου και δεν εμφανίζουν έναν εκδικητικό Ιησού. Στο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου, ο Ιησούς μιλά και περπατά τρεις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του (παρ. 18), τον προσκυνούν τα λιοντάρια (παρ. 35) και χωρίζει τον Ιορδάνη ώστε να διαβεί αυτός μετά λιοντάρια (παρ. 36), στην ίδια ηλικία. Στο Γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά διαβάζουμε (1): «Και είπε (ο Ιησούς)˙ όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί το θάνατο», άποψη που είναι εντελώς αντίθετη με τη ρήση του Χριστού ότι μόνο όποιος κάνει το θέλημα του θα σωθεί, (14): «Ο Ιησούς τους είπε˙ Εάν νηστεύετε, διαπράττετε αμαρτία στον εαυτό σας˙ και εάν προσεύχεσθε, θα κατακριθείτε», πράγματα ενάντια στα όσα λέει η Κ.Δ., (22): «Ο Ιησούς είπε (...) κι όταν το αρσενικό και το θηλυκό τα κάνετε ένα, ώστε το αρσενικό να μην είναι αρσενικό και το θηλυκό να μην είναι θηλυκό, τότε θα εισέλθετε στη βασιλεία», αναίρεση της διήγησης της Γένεσης, (114): «Ο Σίμων Πέτρος είπε σε αυτόν˙ ας φύγει από μας η Μαριάμ, γιατί οι γυναίκες δεν είναι άξιες της ζωής. Ο Ιησούς είπε˙ Να, θα την ελκύσω, ώστε να την κάνω άνδρα, για να γίνει και αυτή πνεύμα ζωντανό όμοιο με εσάς τους άνδρες˙ γιατί κάθε γυναίκα που θα γίνει άνδρας θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών», πράγματα σαφέστατα υποτιμητικά – και διαφορετικά από τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης – για τις γυναίκες, αφού σημαίνουν ότι η γυναίκα πρέπει να αρνηθεί το φύλο της, δηλαδή τη φύση της, για να σωθεί.

Αντίθετα, ο αυθεντικός Χριστιανισμός των Ευαγγελίων της Κ.Δ. έχει τελείως διαφορετική άποψη: η γυναίκα είναι πλάσμα του Θεού, καλή, ο κόσμος δεν είναι φυλακή, η ζωή και η ύπαρξη δεν είναι ματαιότητα ούτε κακό, το σώμα είναι καλό και θα αναστηθεί˙ όλα αυτά συμβαδίζουν και με την Π.Δ. Είναι προφανές ότι δεν γίνεται ο αρχικός Χριστιανισμός, οι απόστολοι, να είχε ταυτόχρονα και τις δύο απόψεις. Είχε τις απόψεις της Καινής Διαθήκης, διότι ο Γνωστικισμός εμφανίστηκε αργότερα. Ότι τα λεγόμενα «Απόκρυφα» γράφτηκαν πολύ μετά από τα βιβλία που αναγνωρίζει η Εκκλησία, είναι παραδεκτό: «τα βιβλία αυτά συντάχθηκαν μεταξύ του 2ου και του 4ου μ.Χ αι. από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, οι οποίοι με απομίμηση του τίτλου, του ονόματος του συγγραφέα, της μορφής και του περιεχομένου επεδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Απόκρυφα). «Τα περισσότερα γράφτηκαν στον δεύτερο αιώνα και τα υπόλοιπα στους μετέπειτα αιώνες» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λ. Απόκρυφα). 
 
Έτσι, για το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά: «οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν προς το β' μισό του 2ου αιώνα, ενώ η σημερινή του μορφή ανάγεται στον 3ο αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 302). 
 
Για το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου: «η ημερομηνία εμφάνισης του Πρωτοευαγγελίου του Ιακώβου, τοποθετείται από το 150 και έπειτα, σίγουρα όμως μέσα στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα, καθώς τον 3ο αιώνα γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 47). 
 
Για το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου: «οι πιο πρόσφατες χρονολογήσεις κυμαίνονται μεταξύ του α' μισού του Β' αιώνα, των μέσων του Β' αιώνα και του β' μισού του Β'’ αιώνα. (...) Νομίζουμε ότι η χριστιανική ορολογία του "Κύριος", "υιός του Θεού", "σωτήρ των ανθρώπων", σε αφηγηματική μορφή, γ' ενικού προσώπου, και όχι σε προσφωνήσεις, επίσης η ονομασία της πρώτης ημέρας μετά το Σάββατο ως Κυριακής (...) μας οδηγούν προς το α' μισό του Β' αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 123-124). «Η χρονική αφετηρία που θέσαμε για την ιστορία του Ευαγγελίου του Νικοδήμου δεν μετακινείται πέρα από τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 143). 
 
Το Απόκρυφο Κήρυγμα Πέτρου «τοποθετείται από τους ερευνητές στις αρχές του Β' αιώνα, με πατρίδα πιθανώς την Αίγυπτο» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 14). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ιωάννη, «το σύνολο του έργου τοποθετείται από τους ερευνητές κατά τον 2ο αιώνα, μεταξύ των ετών 150 και 200. (...) Δεν έχει αναφορές στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 31-32). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, «χρονικά το έργο τοποθετείται στην περίοδο από το τελευταίο τρίτο του 2ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου, πάντως στην αρχική μορφή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 91). 
 
Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ανδρέου, «ο εγκρατιτικός χαρακτήρας του το φέρει χρονικά στην εποχή των άλλων απόκρυφων Πράξεων, με πιθανότερη την προέλευση του από τα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 201). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Θωμά, «η συγγραφή του τοποθετείται από τη σύγχρονη έρευνα κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 236). 
 
«Η Αποκάλυψη Πέτρου – ένα κείμενο που προέρχεται από το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα κατά την επικρατέστερη άποψη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 403). «Η απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. ενώ μερικοί μελετητές την τοποθετούν στα τέλη του 2ου» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 427). 
 
Όπως βλέπουμε, τα Απόκρυφα γράφτηκαν μετά τον 2ο αι. ενώ τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στη διάρκεια του 1ου αι. και αυτά μόνον εκφράζουν το αρχικό χριστιανικό κήρυγμα, ενώ τα Απόκρυφα είναι δογματικώς νοθευμένα. Και μόνη η σύγκριση των χρονολογιών συγγραφής της Καινής Διαθήκης και των διάφορων Απόκρυφων καταρρίπτει την άποψη ότι τα Απόκρυφα ήταν αρχικώς ίσης σημασίας και κύρους με τα γνωστά βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά επειδή τα Απόκρυφα γράφτηκαν «βεβιασμένα και άτεχνα» αυτό είχε ως συνέπεια «πολλά να πεταχθούν αργότερα στην άκρη από την Εκκλησία ως αποτυχημένα (ο επίσημος χαρακτηρισμός πάντως είναι "απόκρυφα")» (Βλ. Ρασσιά, Μια ιστορία αγάπης, τ. Α', σ. 56)˙ άποψη η οποία, προερχόμενη από κάποιον πανάσχετο με το Χριστιανισμό, αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο έγινε κατ' ουσίαν ο κανόνας.
 

Αναζητηση

Αναγνώστες