Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 6ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

77. Διάφορες αντιρρήσεις των νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού.

α') «Γνωρίζουμε πλέον ότι τα λεγόμενα "Ευαγγέλια", δεν αποτελούν ιστορικά κείμενα, αλλά κατά την ιουδαϊκή μέθοδο του "midrash" (αμφισήμαντου όρου που ταυτόχρονα σημαίνει "εξήγηση" αλλά και "παρέμβαση", μια μέθοδος συνεχούς αναπροσαρμογής παλαιότερων μύθων ώστε να ταιριάζουν με τα εκάστοτε νέα δεδομένα) (...)» (Βλ. Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, β’ έκδοση, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, 2005, τ. Α’, σ. 56).


ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «(Οι συγγραφείς της Κ. Διαθήκης) έχουν ωρισμένας αρχάς τας οποίας τηρούν πάντοτε εις απόλυτον βαθμόν και αποκλειστικώς μόνον αυτοί μεταξύ όλων των συγγραφέων της γης και των αιώνων. Εντεύθεν αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσίαν και ενέργειαν του ενός Αγίου Πνεύματος. Χρυσούς κανών των θεοπνεύστων ιστορικών είνε ότι γράφουν α) απαθώς, και β) όχι αποκαλυπτικώς˙ ενώ αντιθέτως κανών των διδασκάλων ή προφητών είνε ότι γράφουν α) συμπαθώς, και β) αποκαλυπτικώς.

Εξετάζοντες τους ιστορικούς (τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις) ερχόμεθα κατ' αρχήν εις το πρώτον γνώρισμά των. Ουδέποτε ουδαμού εις τα ιστορικά βιβλία θα εύρη κανείς μίαν έκφρασιν, ένα επίθετον, ή έστω ένα υπονοούμενον, εκ του οποίου να συνάγεται ότι ο ευαγγελιστής προσωπικώς διάκειται ευμενώς ή δυσμενώς προς το Α πρόσωπον, και επαινεί ή κατακρίνει την Α ενέργειαν. Άλλο θέμα αν τα ιστορούμενα πρόσωπα φαίνονται εκ των λόγων των τί φρονούν˙ ο ευαγγελιστής ιστορικός παραμένει απολύτως ψυχρός, απρόσωπος, αφανής, αν και εκθέτει τα γεγονότα με τόσην ζωηρότητα και σαφήνειαν, ώστε να συμπάσχωμεν ως αναγνώσται με τα πρόσωπα της ιστορίας. Βλέπει κανείς πολλάκις εις τα ιστορικά βιβλία, ότι ο Ιησούς αποκαλεί τους φαρισαίους υποκριτάς και τον Ηρώδην αλώπεκα, ο Παύλος τον Ελύμαν υιόν διαβόλου, ο Παύλος και ο Βαρνάβας να παροξύνωνται προς αλλήλους, ο Ιησούς να λέγη τα "ουαί" ή να επιπλήττη τους μαθητάς, αλλά ουδέποτε θα συλλάβη ευαγγελιστήν να χαρακτηρίζη αυτός ως ιστορικός ένα πρόσωπον ή μίαν κατάστασιν έστω και με ένα υπονοούμενον. Επίσης βλέπομεν πολλάκις τους ευαγγελιστάς να αποκαλύπτουν περιγραφικώς μίαν βαθυτέραν αιτίαν ενός γεγονότος, π.χ. το ότι ο Ιούδας ήτο κλέπτης του κοινού ταμείου των μαθητών, το ότι οι φαρισαίοι "διεπρίοντο" από φθόνον εναντίον του Χριστού και των μαθητών, το ότι ο Φήλιξ ήλπιζεν ότι θα δωροδοκηθή υπό του Παύλου, δια να τον απολύση, αλλά ουδέποτε θα εύρη κανείς ίχνος των συναισθημάτων του ιστορικού έναντι αυτών των καταστάσεων. Εκ των πολλών δειγμάτων της ιστορικής αυτής απαθείας αναφέρω ακόμη δύο πολύ χαρακτηριστικά. Οι απόστολοι επίστευον ακραδάντως ότι ο Ιησούς, ο από Ναζαρέτ, είνε ο Χριστός που αναμένει ο Ισραήλ και αυτός είνε ο Κύριος και ο Γιαχβέ. Και εδίδαξαν ότι αυτό είνε το μεγαλύτερον παράπτωμα, το να μη αναγνωρίση και ομολογήση κανείς τον Ιησούν ως Χριστόν και Κύριον. Εν τούτοις ως ιστορικοί, όταν αναφέρουν αφηγηματικώς τον Κύριον προ της αναστάσεως, τον ονομάζουν πάντοτε απλώς "ο Ιησούς", ουδέποτε ο Κύριος ή ο Χριστός, παρά μόνον όταν θέλουν να παρεμβληθούν αυτοί ως πρόσωπα δια να δώσουν μίαν επεξήγησιν, ή όταν αφηγούνται πώς τον απεκάλουν οι ίδιοι εις ευθύν λόγον. Π.χ. ο Ιωάννης γράφει˙ "Eὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ˙ Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν˙ ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός˙ καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς Ἰησοῦν˙ ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Σὺ εἶ Σίμων... Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν...» (Ιω. 1, 42-44). Ο Ματθαίος λέγει˙ "Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων˙ Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χείρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων˙ Θέλω, καθαρίσθητι" (Μτθ. 8, 2-3). Δηλαδή εις μεν τα διαλογικά και επεξηγηματικά μέρη τον λέγουν Χριστόν και Κύριον, δεικνύοντες τι είναι και τι επίστευον και αυτοί τότε και τώρα, εις δε τα αφηγηματικά τον λέγουν απλώς Ιησούν, όπως εφαίνετο, αποφεύγοντες να προκαταλάβουν τον αναγνώστην ή κατηχούμενον έστω και δι' αυτού του ανεπαισθήτου τρόπου. Το δεύτερον δείγμα ιστορικής απαθείας, που θέλω να αναφέρω, είνε ότι εις τα αφηγηματικά μέρη των ιστορικών βιβλίων ουδέποτε χρησιμοποιείται κοσμητικόν επίθετον, καλόν ή κακόν, αλλά μόνον χαρακτηριστικά και περιγραφικά. Αυτό το γνώρισμα της ιστορικής απαθείας λείπει όχι μόνον από τους σπουδαίους θύραθεν ιστορικούς, όπως ο Θουκιδίδης, αλλά και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από τους αγιωτέρους ιστορικούς˙ λείπει δε πολύ περισσότερον από τους συγγραφείς των αποκρύφων, οι οποίοι και δι' αυτού του τρόπου συλλαμβάνονται ως κιβδηλοποιοί.

Το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης είνε, καθώς ελέχθη, ότι ουδέποτε ιστορούν κάτι που να εγνώσθη εις τον ιστορικόν εξ αποκαλύψεως. Ο ευαγγελιστής γνωρίζει τα πάντα ανθρωπίνως. Άλλο το αν αφηγείται σημεία και αποκαλύψεις˙ τα διηγείται ως τρίτον πρόσωπον που τα έμαθεν από τους δεξαμένους την αποκάλυψιν ανθρωπίνως ή τα είδεν ως απλούς θεατής όχι μόνον αυτός αλλά και πλήθος ανθρώπων. Ουδέποτε δηλαδή θα εύρη τις εις τα ιστορικά βιβλία μίαν πληροφορίαν, την οποίαν ο ευαγγελιστής δεν θα ήτο δυνατόν να την πληροφορηθή ανθρωπίνως και όχι υπερφυσικώς, ασχέτως αν η πληροφορία είνε μία αποκάλυψις προς τα ιστορούμενα πρόσωπα. Την αποκάλυψιν βλέπουν τα ιστορούμενα πρόσωπα και όχι τα ιστορίαν γράφοντα. Ο Ζαχαρίας και η Μαριάμ είδον τον ευαγγελιζόμενον άγγελον, ο Ιησούς επειράσθη από τον σατανάν εις μίαν σφαίραν υπερφυσικών γεγονότων, ο Παύλος είδε το όραμα προ της Δαμασκού, αλλά ο Ματθαίος και ο Λουκάς έμαθαν όλα αυτά τα γεγονότα ανθρωπίνως από την Μαριάμ, τον Ιησούν, τον Παύλον. Δεν υπάρχει γεγονός της ζωής του Κυρίου ή του Παύλου ή άλλου τινός, το οποίον αυτοί ουδέποτε διηγήθησαν εις τους μαθητάς των, αλλά ο Ματθαίος ή ο Λουκάς το επληροφορήθησαν δι' οράματος, και με μόνην πηγήν το όραμα το εξιστόρησαν. Και όσα σημεία διηγούνται ως αυτόπται, τα διηγούνται, διότι τα είδον ανθρωπίνως όπως και το πλήθος και οι άπιστοι φαρισαίοι˙ είδον τον τέως τυφλόν να βλέπη και τον τέως παράλυτον να περιπατή. Αυτό δεν είνε αποκάλυψις αλλά θέαμα ανθρωπίνως δυνατόν δια τον απλώς θεώμενον. Μία πλευρά αυτού του ιστορικού γνωρίσματος είνε και το ότι οι συγγραφείς όλοι της Κ. Διαθήκης ουδέποτε συμπληρώνουν την αρχαίαν ιεράν ιστορίαν. Ουδέποτε δηλαδή διηγούνται ή αναφέρουν ένα ιστορικόν γεγονός ή ένα όνομα της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίον δεν ανέφερεν ο Μωυσής ή οι λοιποί συγγραφείς της Π. Διαθήκης. Ας είνε θεόπνευστοι, ας δίδουν εις τα αρχαία γεγονότα αποκαλυπτικάς ερμηνείας˙ γεγονότα και ονόματα ακατάγραφα ουδέποτε αναφέρουν. (Άλλο θέμα αν αναφέρουν στοιχεία και όνόματα απολεσθέντων ή φθαρέντων χωρίων της Π. Διαθήκης). Και αυτό το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών της Βίβλου διέφυγε την προσοχήν των αποκρυπτογράφων, οι οποίοι έχουν πρωτεύουσαν πηγήν της ιστορίας των την προσωπικήν αποκάλυψιν, εφ' ώ και συλλαμβάνονται επ' αυτοφώρω ψευδόμενοι» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 92-95).

β') «Τα Ευαγγέλια (...) δεν είναι βέβαια τόσο αρχαία, όσο τα θέλουν οι θεολόγοι και οι θρήσκοι. Τα χειρόγραφά τους, τα πιο παλιά που σωθήκανε ώς τις μέρες μας φτάνουν ώς τα 350. Πάπυροι πιο αρχαιότεροι δεν υπάρχουν. Η δικαιολογία των θεολόγων ότι τάχατες οι αρχαιότεροι πάπυροι καταστραφήκανε από την πολυκαιρία δεν έχει επιστημονική αξία, γιατί είναι πασίγνωστο πως από εκατοντάδες πολλές χρόνια πριν από το χριστιανισμό σωθήκανε διατηρημένοι καλά πολλοί πάπυροι: αιγυπτιακοί, ρωμαϊκοί και ελληνικοί. Αν λοιπόν δεν υπάχουνε αρχαιότερα χειρόγραφα η αιτία είναι άλλη. Ο χριστιανισμός δεν αναπτύχθηκε κανονικά. Είχε τις εσωτερικές και εξωτερικές διαφωνίες και φαγωμάρες του» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 271-272).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι πάπυροι που διασωθήκανε πριν το 330 και περιέχουν τα Ευαγγέλια είναι λίγοι διότι: 1) οι Χριστιανοί ήταν λίγοι ώς το 330, άρα χρειάζονταν λίγα αντίγραφα των Γραφών συγκριτικά με τους πολυπληθείς μελετητές του Πλάτωνα, που χρειάζονταν πολλά αντίγραφα, 2) οι συνεχείς διωγμοί (π.χ. Δέκιου, Διοκλητιανού) εξαφανίζανε μεγάλο μέρος των χριστιανικών παπύρων, 3) οι Χριστιανοί δεν είχαν ο καθένας του κι από μια Καινή Διαθήκη στο σπίτι τους, εκείνο τον καιρό. Μαζεύονταν στην Εκκλησία. 4) Έχουμε εξηγήσει ότι οι πάπυροι των εξωχριστιανικών συγγραφέων στον καιρό του Κωνστάντιου κινδύνευαν με εξαφάνιση, αλλά πρόλαβε ο Κωνστάντιος και διέταξε την αντιγραφή τους. Αν αυτοί οι πάπυροι, με έργα τόσο διάσημα, κινδύνεψαν – και θα είχαν εξαφανιστεί, αν δεν αντιγράφονταν, το ίδιο και χειρότερο μπορεί να υποθέσει κανείς για τα χριστιανικά συγγράμματα.

Αντίθετα, οι αρχαίοι πάπυροι που διασώθηκαν οφείλουν τη διάσωσή τους στο ότι αντιγράφονταν πολλές φορές. Έτσι υπήρχε πολύ περισσότερη πιθανότητα να διασωθεί ένα από τα χιλιάδες ή εκατοντάδες αντίγραφα, παρά ένα από τα λίγες δεκάδες χριστιανικά αντίγραφα. Και φυσικά, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί – με τι στοιχεία θα το έκανε; – ότι οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τους παλιούς παπύρους, μετά το 330. Απλώς, άρχισαν να αντιγράφουν σε νέους πάπυρους αφήνοντας να φθαρούν οι παλιοί, και διόλου δεν σκέφτηκαν μήπως κανείς θα τους κατηγορήσει για εσκεμμένη καταστροφή των παλιών. Κανένα συμπέρασμα ούτε «άλλη αιτία» δεν υποκρύπτεται πίσω από την ανυπαρξία πολλών παπύρων πριν το 330.

«Μαρτυρούν την Κ. Διαθήκη (...) διάφορα παπύρινα αποσπάσματα του Β' αιώνος εν οίς διασώζονται τεμάχια ή και βιβλία ολόκληρα της Κ. Διαθήκης. (...) Της Κ. Διαθήκης διεσώθησαν και αποσπάσματα και ένα βιβλίο ολόκληρον επί παπύρων του Β' αιώνος. Ο πάπυρος 46 περιέχει εκτεταμένα αποσπάσματα εκ των Επιστολών προς Ρωμαίους, Εβραίους, Α'’-Β'’ Θεσσαλονικείς, με την σειράν που τας αναφέρω. Προφανώς ο πάπυρος αυτός ήτο ο Γ' τόμος της Κ. Διαθήκης, δηλαδή αι Επιστολαί του Παύλου. Εκ του ότι μάλιστα περιέχει και την προς Εβραίους, φαίνεται ότι περιείχε και τας 14, και όχι μόνον 13, ούτε μόνο τας 10 που εδέχοντο ο Κέρδων και ο Μαρκίων. Ο πάπυρος είνε σύγχρονος ή και αρχαιότερος των δύο αιρετικών τούτων (σημ.: περί του 140). Επομένως είναι σαθρά η άποψις πολλών νεωτέρων προτεσταντών ότι ο Μαρκίων ήτο ο πρώτος όστις έκανε συλλογήν βιβλίων της Κ. Διαθήκης και δη των Επιστολών του Παύλου και ότι εξ αυτού έλαβε την αφορμήν και η Εκκλησία κατά τα τέλη του Β' αιώνος να συλλέξη και αυτή βιβλία και να καταρτίση Κανόνα.

Ο πάπυρος 52, των ετών 100-125 μ.Χ., διασώζει τεμάχιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, οι πάπυροι 64 και 77 τεμάχια του κατά Ματθαίον, ο δε πάπυρος 66 είνε ολόκληρον το κατά Ιωάννην, το αρχαιότερον ακέραιον χειρόγραφον της Κ. Διαθήκης. Αυτοί είνε οι πάπυροι του Β' αιώνος. Εκ των πολυαρίθμων του Γ' αιώνος αναφέρω μόνον τον 72 όστις περιέχει ακεραίας τας Επιστολάς Β' Πέτρου και Ιούδα και δύο ψαλμούς» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 17 και 27).

Παραθέσαμε τις παραπάνω πληροφορίες, ώστε να δείξουμε ότι τα αντιχριστιανικά επιχειρήματα της «αρνητικής κριτικής» όχι μόνο προέρχονται εκ της σιωπής, αλλά και συνεχώς καταρρίπτονται και είναι ανάξια προσοχής. Καταλαβαίνει κανείς ότι από τους αντιχριστιανούς λείπει η μετριοφροσύνη και περισσεύει ο φανατισμός.

γ') «Για το ζήτημα αν οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι δεν έχουμε να πούμε παρά μόνο τούτο: Αν αυτό ήταν σωστό, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο ένα Ευαγγέλιο και να μην υπάρχουν τόσες διαφωνίες και αντιφάσεις στα γραφόμενά τους. (...) Ή οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι, και σαν τέτοιοι δεν έπρεπε να ιστορούν διαφορετικά τη ζωή και τη δράση του Ιησού, ή δεν ήταν, οπότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως από τη μια μεριά πήραν ο καθένας τις πληροφορίες του, και από την άλλη πως γύρω στην προσωπικότητα και την πολιτική δράση του Ναζωραίου υπήρχαν αντιφατικές παραδόσεις και γνώμες που συντελέσανε στον να δημιουργηθούν ένα σωρό θρύλοι και μύθοι» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 238).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θεόπνευστο δεν σημαίνει αλάθητο. Θεόπνευστο σημαίνει ότι στα θέματα (ιστορικά ή δογματικά) που άπτονται την θεϊκή αποστολή υπάρχει αλάθητο, ενώ στα άλλα μπορεί και να μην υπάρχει. Το έχουμε πει και για την Π.Δ., αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τους άσχετους. Επιπλέον κάθε Ευαγγελιστής παίρνει από αλλού τις πληροφορίες του. Ο Ματθαίος ήταν απόστολος άρα αυτόπτης μάρτυρας, ο Μάρκος από τον απόστολο Πέτρο, ο Λουκάς από την Παναγία, ο Ιωάννης ήταν επίσης απόστολος. Διαφορετικές πληροφορίες σε δευτερεύοντα θέματα δεν βλάπτουν την αξίωση για θεοπνευστία των Ευαγγελίων. Αλλιώς τα θυμόταν ορισμένα πράγματα ο Ματθαίος, αλλιώς ο Πέτρος, αλλιώς η Παναγία, αλλιώς ο Ιωάννης˙ μετά από 3-4 δεκαετίες, ήταν αναμενόμενο, επιπλέον, να διαφέρουν στα λόγια. Για παράδειγμα ο αυτόπτης μάρτυρας Ματθαίος γράφει «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (Κατά Ματθαίον 5, 3), ενώ ο Λουκάς, που δεν ήταν αυτόπτης γράφει «μακάριοι οι πτωχοί» (Κατά Λουκάν 6, 20). Στα κύρια ζητήματα όμως, της θεότητας και της ανάστασης του Ιησού, έχουν την ίδια άποψη. Το αν ήταν καλύβα ή σπηλιά ο τόπος της γέννησης του Ιησού δεν έχει σημασία θεολογικώς. Το αν όμως γεννήθηκε από παρθένα (αν διαφωνούσαν μεταξύ τους στο ζήτημα αυτό οι Ευαγγελιστές) έχει θεολογική σημασία.

Όσο για την εξίσωση «θεόπνευστο=άρα έπρεπε να είναι ένα κι όχι πολλά», αυτή η τόσο παράλογη άποψη παραγνωρίζει ότι τα Ευαγγέλια δεν αντιγράφονταν (για τον λόγο ότι οι Χριστιανοί ήταν λίγοι τον 1ο αι.) τόσο πολύ, ώστε να κυκλοφορεί μόνο ένα σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο και το ότι το καθένα Ευαγγέλιο απευθυνόταν σε διαφορετικό κοινό, σε διαφορετικό έτος, σε διαφορετική περιοχή. Όταν π.χ. ο Λουκάς γράφει το Ευαγγέλιο, που είναι επιστολή προς έναν πρώην εθνικό, νυν Χριστιανό, που ζητούσε πληροφορίες για τον Ιησού, δε θα του έ‘λεγε «περίμενε να μου φέρουν την επιστολή του Ματθαίου»˙ δεν ήταν διδακτορική διατριβή, ώστε να απαιτούνται χρόνια για την συγγραφή.

δ') "Γιατί να απορριφθούν τα Γνωστικά ευαγγέλια ως μη αυθεντικώς χριστιανικά και να θεωρηθούν μόνο τα τέσσερα της Κ.Δ.;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: διότι – πέρα απ' το ότι πολλά είναι μεταγενέστερα των τεσσάρων της Κ.Δ., που γράφτηκαν κατά τον 1ο μ.Χ. αι. – υπάρχουν, όπως διαφαίνεται πολλές διαφορές ανάμεσα στα γνωστικά και στα αυθεντικά ευαγγέλια της Κ.Δ., αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης του Χριστιανισμού και του κόσμου. Ο Γνωστικισμός και τα Γνωστικά «ευαγγέλια» υποτιμούν την γυναίκα (θεωρούσαν την «διαίρεση» μεταξύ άντρα-γυναίκας ως κακό), θεωρούν τον κόσμο φυλακή, την ζωή ματαιότητα, απαξιώνουν το σώμα κι έχουν πανθεϊστικές τάσεις και μεγάλες θεολογικές διαφορές και έχουν πλήθος φανταστικών ψευδοϋπερφυσικών γεγονότων.

Έτσι, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά, ο μικρός Ιησούς ξεραίνει το γιο του Γραμματέα Άννα (παρ. 3), θανατώνει ένα παιδί που σκόνταψε πάνω του (παρ. 4), τυφλώνει τους γονείς που διαμαρτύρονται στον Ιωσήφ (παρ. 5), και (στη συριακή παραλλαγή) λέει «όταν θα φτάσω στο αποκορύφωμα της δόξας, θα παραμερίσω ό,τι έχω από τη δική σας φύση». Εδώ βλέπουμε έναν Ιησού εκδικητικό κι έναν Ιησού που δηλώνει ότι «στο αποκορύφωμα» της δόξας του θα διώξει την ανθρώπινη φύση˙ δηλαδή ακριβώς τα αντίθετα από τα Ευαγγέλια που τονίζουν την ενσάρκωση του Λόγου και δεν εμφανίζουν έναν εκδικητικό Ιησού. Στο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου, ο Ιησούς μιλά και περπατά τρεις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του (παρ. 18), τον προσκυνούν τα λιοντάρια (παρ. 35) και χωρίζει τον Ιορδάνη ώστε να διαβεί αυτός μετά λιοντάρια (παρ. 36), στην ίδια ηλικία. Στο Γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά διαβάζουμε (1): «Και είπε (ο Ιησούς)˙ όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί το θάνατο», άποψη που είναι εντελώς αντίθετη με τη ρήση του Χριστού ότι μόνο όποιος κάνει το θέλημα του θα σωθεί, (14): «Ο Ιησούς τους είπε˙ Εάν νηστεύετε, διαπράττετε αμαρτία στον εαυτό σας˙ και εάν προσεύχεσθε, θα κατακριθείτε», πράγματα ενάντια στα όσα λέει η Κ.Δ., (22): «Ο Ιησούς είπε (...) κι όταν το αρσενικό και το θηλυκό τα κάνετε ένα, ώστε το αρσενικό να μην είναι αρσενικό και το θηλυκό να μην είναι θηλυκό, τότε θα εισέλθετε στη βασιλεία», αναίρεση της διήγησης της Γένεσης, (114): «Ο Σίμων Πέτρος είπε σε αυτόν˙ ας φύγει από μας η Μαριάμ, γιατί οι γυναίκες δεν είναι άξιες της ζωής. Ο Ιησούς είπε˙ Να, θα την ελκύσω, ώστε να την κάνω άνδρα, για να γίνει και αυτή πνεύμα ζωντανό όμοιο με εσάς τους άνδρες˙ γιατί κάθε γυναίκα που θα γίνει άνδρας θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών», πράγματα σαφέστατα υποτιμητικά – και διαφορετικά από τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης – για τις γυναίκες, αφού σημαίνουν ότι η γυναίκα πρέπει να αρνηθεί το φύλο της, δηλαδή τη φύση της, για να σωθεί.

Αντίθετα, ο αυθεντικός Χριστιανισμός των Ευαγγελίων της Κ.Δ. έχει τελείως διαφορετική άποψη: η γυναίκα είναι πλάσμα του Θεού, καλή, ο κόσμος δεν είναι φυλακή, η ζωή και η ύπαρξη δεν είναι ματαιότητα ούτε κακό, το σώμα είναι καλό και θα αναστηθεί˙ όλα αυτά συμβαδίζουν και με την Π.Δ. Είναι προφανές ότι δεν γίνεται ο αρχικός Χριστιανισμός, οι απόστολοι, να είχε ταυτόχρονα και τις δύο απόψεις. Είχε τις απόψεις της Καινής Διαθήκης, διότι ο Γνωστικισμός εμφανίστηκε αργότερα. Ότι τα λεγόμενα «Απόκρυφα» γράφτηκαν πολύ μετά από τα βιβλία που αναγνωρίζει η Εκκλησία, είναι παραδεκτό: «τα βιβλία αυτά συντάχθηκαν μεταξύ του 2ου και του 4ου μ.Χ αι. από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, οι οποίοι με απομίμηση του τίτλου, του ονόματος του συγγραφέα, της μορφής και του περιεχομένου επεδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Απόκρυφα). «Τα περισσότερα γράφτηκαν στον δεύτερο αιώνα και τα υπόλοιπα στους μετέπειτα αιώνες» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λ. Απόκρυφα). 
 
Έτσι, για το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά: «οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν προς το β' μισό του 2ου αιώνα, ενώ η σημερινή του μορφή ανάγεται στον 3ο αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 302). 
 
Για το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου: «η ημερομηνία εμφάνισης του Πρωτοευαγγελίου του Ιακώβου, τοποθετείται από το 150 και έπειτα, σίγουρα όμως μέσα στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα, καθώς τον 3ο αιώνα γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 47). 
 
Για το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου: «οι πιο πρόσφατες χρονολογήσεις κυμαίνονται μεταξύ του α' μισού του Β' αιώνα, των μέσων του Β' αιώνα και του β' μισού του Β'’ αιώνα. (...) Νομίζουμε ότι η χριστιανική ορολογία του "Κύριος", "υιός του Θεού", "σωτήρ των ανθρώπων", σε αφηγηματική μορφή, γ' ενικού προσώπου, και όχι σε προσφωνήσεις, επίσης η ονομασία της πρώτης ημέρας μετά το Σάββατο ως Κυριακής (...) μας οδηγούν προς το α' μισό του Β' αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 123-124). «Η χρονική αφετηρία που θέσαμε για την ιστορία του Ευαγγελίου του Νικοδήμου δεν μετακινείται πέρα από τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 143). 
 
Το Απόκρυφο Κήρυγμα Πέτρου «τοποθετείται από τους ερευνητές στις αρχές του Β' αιώνα, με πατρίδα πιθανώς την Αίγυπτο» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 14). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ιωάννη, «το σύνολο του έργου τοποθετείται από τους ερευνητές κατά τον 2ο αιώνα, μεταξύ των ετών 150 και 200. (...) Δεν έχει αναφορές στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 31-32). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, «χρονικά το έργο τοποθετείται στην περίοδο από το τελευταίο τρίτο του 2ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου, πάντως στην αρχική μορφή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 91). 
 
Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ανδρέου, «ο εγκρατιτικός χαρακτήρας του το φέρει χρονικά στην εποχή των άλλων απόκρυφων Πράξεων, με πιθανότερη την προέλευση του από τα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 201). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Θωμά, «η συγγραφή του τοποθετείται από τη σύγχρονη έρευνα κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 236). 
 
«Η Αποκάλυψη Πέτρου – ένα κείμενο που προέρχεται από το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα κατά την επικρατέστερη άποψη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 403). «Η απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. ενώ μερικοί μελετητές την τοποθετούν στα τέλη του 2ου» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 427). 
 
Όπως βλέπουμε, τα Απόκρυφα γράφτηκαν μετά τον 2ο αι. ενώ τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στη διάρκεια του 1ου αι. και αυτά μόνον εκφράζουν το αρχικό χριστιανικό κήρυγμα, ενώ τα Απόκρυφα είναι δογματικώς νοθευμένα. Και μόνη η σύγκριση των χρονολογιών συγγραφής της Καινής Διαθήκης και των διάφορων Απόκρυφων καταρρίπτει την άποψη ότι τα Απόκρυφα ήταν αρχικώς ίσης σημασίας και κύρους με τα γνωστά βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά επειδή τα Απόκρυφα γράφτηκαν «βεβιασμένα και άτεχνα» αυτό είχε ως συνέπεια «πολλά να πεταχθούν αργότερα στην άκρη από την Εκκλησία ως αποτυχημένα (ο επίσημος χαρακτηρισμός πάντως είναι "απόκρυφα")» (Βλ. Ρασσιά, Μια ιστορία αγάπης, τ. Α', σ. 56)˙ άποψη η οποία, προερχόμενη από κάποιον πανάσχετο με το Χριστιανισμό, αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο έγινε κατ' ουσίαν ο κανόνας.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες