43. "Ότι πολλά αρχαιοελληνικά έθιμα του λαού μας διατηρήθηκαν εις πείσμα των απαγορεύσεων δείχνει ότι οι Έλληνες είναι υποταγμένοι στους χριστιανούς κατακτητές. Αλλά και όσα ακόμη διατηρούνται π.χ. Αναστενάρια διώκονται από την Εκκλησία".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
α') Ότι πολλά αρχαιοελληνικά έθιμα επιβιώνουν ή επιβίωναν μέχρι πρόσφατα δεν σημαίνει ό,τι οι Ν/Π νομίζουν, αλλά ότι κανείς δεν τα απαγόρευσε, τουλάχιστον τόσο ώστε να ατονήσουν ή να χαθούν. Αν ήθελε να χρησιμοποιήσει βία το βυζαντινό κράτος, θα είχαν εξαφανιστεί τα έθιμα. Αν το ίδιο ήθελε η Εκκλησία, θα πετύχαινε την εξαφάνισή τους. Διώκει τα αναστενάρια με τη βία η Εκκλησία; Κάλεσε την αστυνομία να διαλύσει τους εορτάζοντες; Απλώς τα καταδικάζει κι αφήνει καθέναν ελεύθερο να πράξει ό,τι θέλει.
β') Αυτό που δεν κατανοούν για το Χριστιανισμό οι Ν/Π, όντας πανάσχετοι, είναι ότι ο Χριστιανισμός έχει τη δύναμη και τη ζωτικότητα να αποδέχεται μια τελετή ή ένα έθιμο και να την μεταμορφώνει ως προς το περιεχόμενό της δίνοντάς της καινούργιο ή άλλο, έτσι ώστε η αποδοχή του να μην σημαίνει εκφυλισμό του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός δεν έφερε κάτι καινούργιο στις τελετουργικές πρακτικές, αλλά ακριβώς εδώ φαίνεται η δύναμή του, ότι δανείστηκε από τις υπάρχουσες χωρίς να πάθει τίποτε. Δεν πρόκειται φυσικά για «κλοπή», όπως θα ισχυριστούν τίποτε νεοπαγανιστές αυτοδιορισμένοι χωροφύλακες του ελληνικού πολιτισμού, αλλά για ελεύθερη επιλογή ενός πολιτιστικού αγαθού. Εάν π.χ. προσφέρονταν σταφύλια στη γιορτή ενός εθνικού θεού, ο Χριστιανισμός το αποδέχθηκε αλλάζοντας τον αποδέκτη. Ούτε αυτή η τακτική ήταν «ύπουλη» (για να μπερδευτούν οι ειδωλολάτρες), όπως θα ισχυριστούν τίποτε νεοπαγανιστές που θεωρούν τους εκχριστιανισμένους εθνικούς του 5ου ή του 6ου μ.Χ. αι. τόσο ηλίθιους, ώστε να πιστεύουν ότι αυτοί (οι Εθνικοί του 5ου αι.) δεν είχαν συναίσθηση του σε ποιον θεό έκαναν τις προσφορές! Ακόμη και πριν από λίγες δεκαετίες γίνονταν θυσίες βουβαλιών ή άλλων ζώων σε χριστιανικές γιορτές, δίχως να προκύψει σοβαρό ζήτημα, κι αυτό γιατί η θυσία αυτή είχε χάσει το ειδωλολατρικό της περιεχόμενο και νόημα και ήταν απλώς ένα τοπικό αβλαβές έθιμο. Ουδέποτε βλάφτηκε πρακτικά η Εκκλησία από αυτά τα έθιμα.
γ') Ασφαλώς αποτελεί μεγάλη νεοπαγανιστική απάτη ή ανοησία, να θεωρούνται κρυπτοπαγανιστές ή παγανιστές όλοι οι (νεο)Έλληνες που συμμετέχουν ή συμμετείχαν στα έθιμα αυτά τώρα ή τους προηγούμενους τελευταίους αιώνες. Όσοι συμμετείχαν ή συμμετέχουν σε τέτοια έθιμα και ακολουθούν τέτοιες πρακτικές ουδόλως έχουν ή είχαν μεράκι να λατρέψουν το Δία. Αυτό που ήθελαν ήταν να συνεχίσουν ένα έθιμο, που φυσικά, πάνω από μια χιλιετία, είχε πάψει να λογαριάζεται (από τον κόσμο που το συνέχιζε) ως ειδωλολατρικό ή σχετιζόμενο με τους «θεούς». Έχουν παρατηρηθεί πολλά ειδωλολατρικά έθιμα, όπως οιωνοσκοπία με χρήση οστού αρνιού ή τοποθέτηση χρημάτων σε νεκρούς. Τα έθιμα σαφώς έχουν ειδωλολατρική προέλευση, σαφώς καταδικάζονται από την Εκκλησία, αλλά για τον τελούντα το έθιμο δεν έχουν καμμία σχέση με τους «θεούς», των οποίων ακόμη και την «ύπαρξη» ασφαλώς αγνοεί.
δ') «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χριστιανικά λατρευτικά και άλλα λαϊκά έθιμα ανάγονται γενετικά σε προχριστιανικές παραδόσεις. Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποια νήματα που διαπερνούν τα βάθη της ιστορίας και της λαϊκής ψυχής συνδέουν μεταξύ τους τις μορφές της αρχέγονης θηλυκής θεότητας, της Αθηνάς ή της Κυβέλης με τη θεομητορική μορφή της Παναγίας, όπως συνδέουν την μορφή του Περσέα με αυτές του Άη Γιώργη και του Διγενή, ακόμα και τις μορφές του Ορφέα και του Διονύσου με τη θεανδρική μορφή του Ιησού Χριστού. Με λίγα λόγια, πολλά από τα σχήματα της εκκλησιαστικής και της ελληνικής δημοτικής παράδοσης ανάγονται πράγματι σε θεμελιώδη ψυχικά, πολιτιστικά αρχέτυπα, που χάνονται στα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας. Αν περιοριστούμε όμως στα θρησκειολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά κριτήρια, οι μορφολογικές ομοιότητες κινδυνεύουν να μάς παρασύρουν σε μια σύγχυση μεταξύ ψυχικού, πολιτιστικού και πνευματικού, οντολογικού επιπέδου. Επίσης, μια ανιστορική σύγκριση αφηρημένων τύπων και δομών μάς αποκρύβει την σημασία της προσωπικής και ιστορικής συγκυρίας, την προσωπική υπαρξιακή ταλάντευση και τα πνευματικά διλήμματα των συγκεκριμένων υπαρκτών προσώπων μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο και χρόνο. Έτσι με όλα αυτά, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μεγάλες πνευματικές ρήξεις και επαναστάσεις της ιστορίας συντελούνται παρά την φαινομενική συνέχεια των πολιτιστικών σχημάτων, και μόνο χάρη σε κάποιες ανεπαίσθητες πολλές φορές μετατοπίσεις στους συμβολισμούς των αρχετύπων. Χωρίς αυτόν τον μίτο, δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία πέτυχε σταδιακά τον εκχριστιανισμό των «Εθνών» και την πνευματική μετάπλαση των αρχαίων παραδόσεων. Χωρίς αυτήν την ερμηνευτική κατανόηση και διείσδυση στο πνευματικό, οντολογικό περιεχόμενο των δημοτικών μας παραδόσεων, δεν μένει παρά μια πνευματικώς «ουδέτερη» μορφολογία (ηθών, εθίμων και διαφόρων άλλων πολιτιστικών στοιχείων), που αφήνει περιθώριο για μια σειρά θρησκειολογίζουσες και κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις. Αν κανείς ξεπεράσει όλους αυτούς τους σκοπέλους και εισέλθει στο πνευματικό βάθος της παράδοσης, τότε καταλαβαίνει πόσο φτωχές είναι από πνευματική άποψη και γιατί δεν τελεσφορούν οι διάφορες προσπάθειες φολκλορικής αναβίωσής της, ή με άλλα λόγια, γιατί στερημένη απ' τον πνευματικό δυναμισμό της, η παράδοση αυτή δεν εκφράζει παρά έναν επιφανειακό και άγονο συναισθηματισμό» (Βασίλη Ξυδιά, «Οι «Έλληνες» ξανάρχονται», Σύναξη, τ. 69). Δεν υπάρχει δηλαδή ταυτότητα εθίμου και του παγανιστικού ήθους, όπως ισχυρίζονται οι Ν/Π που νομίζουν ότι τα δημοτικά έθιμα είναι... (μανία που έχουν με την ιδιοποίηση) δικά τους
ε') Το αστείο (τραγικό μάλλον, αν σκεφτεί κανείς πως μερικοί αρχαιολάτρες ήθελαν και θέλουν τον «επανελληνισμό» των νεοελλήνων, μέσω της «αποβυζαντινοποίησής» των) είναι πως για όσο καιρό (πριν ή μετά το 1821) οι Νεοέλληνες παρέμεναν βυζαντινοί και δεν είχαν εκδυτικιστεί, διατηρούσαν τα ελληνικά αρχαία έθιμα π.χ. πίστευαν στον ύπαρξη «κάτω κόσμου», τον Άδη, τον Χάρο, έκαναν ακόμα και προσφορές κεριών σε σχήμα φαλλού σε εκκλησίες (στη Μ.Ασία), σε αρκετές γιορτές τους τραγουδούσαν τραγούδια βωμόλοχα (στα χωριά), όπως ακριβώς οι αρχαίοι στις αρχαίες γιορτές, έβαζαν νόμισμα στο στόμα του νεκρού κ.ά., (εννοείται βέβαια πως η Εκκλησία καταδικάζει τέτοιου είδους έθιμα, όπως κεριά φαλλικά, άσματα με χυδαιολογίες, είτε είναι δημοτικά είτε άλλου είδους, νομίσματα στο στόμα νεκρών κλπ.) ενώ μόλις εκδυτικίστηκαν και έγιναν «απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων» και «αρχαιολάτρες», ξέχασαν όλη αυτή την ποικιλία αρχαιοελληνικών εθίμων. Κανείς δε μιλάει πια για «Άδη», ούτε για «Κάτω Κόσμο». Μιλάει για «παράδεισο» με θηλυπρεπή αγγελάκια κτλ. Κανείς δεν θα αποδεχόταν πια, δεν θα του φαίνεται τόσο αυθόρμητο, ένα δημοτικό τραγούδι του τύπου:
«Ο κάτω κόσμος ειν' κακός, γιατί δεν ξημερώνει / γιατί δεν κράζει ο πετεινός, δεν κελαδεί το αηδόνι
εκεί νερό δεν έχουσι και ρούχα δε φορούσι, / μόνο καπνό μαειρεύουσι και σκοτεινά δειπνούσι,»
είτε αρχαιολάτρης είναι είτε «ελληνοχριστιανός» ή
«Τίποτις δεν εσκιάχτηκα, μόνο το πρώτο βράδυ / που 'ταν τα φίδια σταυρωτά, και οι οχιές πλεγμένες
κι ένα φιδάκι κολοβό στα μάτια με κοιτάει. / -τί με κοιτάς φιδάκι μου άγρια και κακιωμένα; / -εγά θα φάω τα μάτια σου και τη γλυκιά σου γλώσσα / και στα ξανθά σου τα μαλλιά θα φτιάξω τη φωλιά σου».
Αντίθετα, θα λένε ανέκδοτα περί άγιου Πέτρου στην πύλη του παράδεισου. Δηλαδή, τα έθιμα αυτά, αν και παγανιστικά, ήταν πλέον συνδεδεμένα με την χριστιανική θρησκεία. Ουδόλως η ύπαρξή τους σήμαινε παγανιστική διάθεση. Αντιθέτως, μόλις οι πρόγονοι μας εκδυτικίστηκαν και το κράτος τους φόρεσε τον μανδύα της «Αρχαιοελληνικής συνείδησης», τα αρχαιοελληνικά έθιμα έσβησαν σταδιακά. Σε συνδυασμό με το γεγονός όπως απέδειξε ο Κακριδής ότι οι άμεσοι πρόγονοί μας (ο λαός) είχαν αρχαιοελληνικά έθιμα, χριστιανική πίστη και ρωμαίικη ελληνική συνείδηση, καταρρίπτεται το σαθρό επιχείρημα του νεοπαγανισμού περί ταύτισης δημοτικών εθίμων και παγανιστικής θρησκείας. Άλλο η απώτατη καταγωγή τους κι άλλο η εν συνεχεία αποσύνδεσή τους από αυτήν.
στ') Πάρα πολλά έθιμα εξαφανίστηκαν κατά τον 20ο αιώνα, λόγω του μοντέρνου τρόπου ζωής και της αστυφιλίας και όχι λόγω του Χριστιανισμού. Όπως είδαμε, πολλά αρχαία έθιμα, θρησκευτικά και μη, επιβίωσαν στον Χριστιανισμό. Ώς τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αγρότες, τα έθιμα διατηρούνταν. Αρκεί να διαβάσει κανείς λαογραφικά βιβλία από κάθε περιοχή της Ελλάδας κι από κάθε απλό χωριό, για να διαπιστώσει ότι πανάρχαια έθιμα υπήρχαν ώς τη δεκαετία του 1940-1950. Οι δεκάδες μαρτυρίες μέσα στα βιβλία αυτά, πως «μέχρι πρόσφατα» τα έθιμα αυτά υπήρχαν καθιστούν αβάσιμες τις κραυγές των νεοπαγανιστών ότι ο Χριστιανισμός εξαφάνισε δια πυρός και σιδήρου τα χιλιάδες αυτά έθιμα. Όταν ξενητεύτηκαν οι κάτοικοι της επαρχίας ή όταν ήρθαν στις πόλεις, ξέχασαν, όπως ήταν φυσιολογικό όλα τα έθιμα. Επιπλέον η τηλεόραση και ο εκδυτικισμός παρέσυραν τα πάντα. Τη στιγμή, λοιπόν, που παππούδες ή και γονείς ακόμη που γεννήθηκαν στα χωριά, θυμούνται τα έθιμα αυτά, είναι ανόητος ο ισχυρισμός ότι σήμερα δεν έχουμε έθιμα λόγω του Χριστιανισμού.
44. "Εξαιτίας του Χριστιανισμού οι Έλληνες έπαψαν να έχουν αποκλειστικά δικούς τους θεούς και αναγκάστηκαν να λατρεύουν μαζί με τα άλλα έθνη έναν θεό. Αυτό οδήγησε και στην παρακμή της Ελλάδας".
β') Αυτό που δεν κατανοούν για το Χριστιανισμό οι Ν/Π, όντας πανάσχετοι, είναι ότι ο Χριστιανισμός έχει τη δύναμη και τη ζωτικότητα να αποδέχεται μια τελετή ή ένα έθιμο και να την μεταμορφώνει ως προς το περιεχόμενό της δίνοντάς της καινούργιο ή άλλο, έτσι ώστε η αποδοχή του να μην σημαίνει εκφυλισμό του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός δεν έφερε κάτι καινούργιο στις τελετουργικές πρακτικές, αλλά ακριβώς εδώ φαίνεται η δύναμή του, ότι δανείστηκε από τις υπάρχουσες χωρίς να πάθει τίποτε. Δεν πρόκειται φυσικά για «κλοπή», όπως θα ισχυριστούν τίποτε νεοπαγανιστές αυτοδιορισμένοι χωροφύλακες του ελληνικού πολιτισμού, αλλά για ελεύθερη επιλογή ενός πολιτιστικού αγαθού. Εάν π.χ. προσφέρονταν σταφύλια στη γιορτή ενός εθνικού θεού, ο Χριστιανισμός το αποδέχθηκε αλλάζοντας τον αποδέκτη. Ούτε αυτή η τακτική ήταν «ύπουλη» (για να μπερδευτούν οι ειδωλολάτρες), όπως θα ισχυριστούν τίποτε νεοπαγανιστές που θεωρούν τους εκχριστιανισμένους εθνικούς του 5ου ή του 6ου μ.Χ. αι. τόσο ηλίθιους, ώστε να πιστεύουν ότι αυτοί (οι Εθνικοί του 5ου αι.) δεν είχαν συναίσθηση του σε ποιον θεό έκαναν τις προσφορές! Ακόμη και πριν από λίγες δεκαετίες γίνονταν θυσίες βουβαλιών ή άλλων ζώων σε χριστιανικές γιορτές, δίχως να προκύψει σοβαρό ζήτημα, κι αυτό γιατί η θυσία αυτή είχε χάσει το ειδωλολατρικό της περιεχόμενο και νόημα και ήταν απλώς ένα τοπικό αβλαβές έθιμο. Ουδέποτε βλάφτηκε πρακτικά η Εκκλησία από αυτά τα έθιμα.
γ') Ασφαλώς αποτελεί μεγάλη νεοπαγανιστική απάτη ή ανοησία, να θεωρούνται κρυπτοπαγανιστές ή παγανιστές όλοι οι (νεο)Έλληνες που συμμετέχουν ή συμμετείχαν στα έθιμα αυτά τώρα ή τους προηγούμενους τελευταίους αιώνες. Όσοι συμμετείχαν ή συμμετέχουν σε τέτοια έθιμα και ακολουθούν τέτοιες πρακτικές ουδόλως έχουν ή είχαν μεράκι να λατρέψουν το Δία. Αυτό που ήθελαν ήταν να συνεχίσουν ένα έθιμο, που φυσικά, πάνω από μια χιλιετία, είχε πάψει να λογαριάζεται (από τον κόσμο που το συνέχιζε) ως ειδωλολατρικό ή σχετιζόμενο με τους «θεούς». Έχουν παρατηρηθεί πολλά ειδωλολατρικά έθιμα, όπως οιωνοσκοπία με χρήση οστού αρνιού ή τοποθέτηση χρημάτων σε νεκρούς. Τα έθιμα σαφώς έχουν ειδωλολατρική προέλευση, σαφώς καταδικάζονται από την Εκκλησία, αλλά για τον τελούντα το έθιμο δεν έχουν καμμία σχέση με τους «θεούς», των οποίων ακόμη και την «ύπαρξη» ασφαλώς αγνοεί.
δ') «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χριστιανικά λατρευτικά και άλλα λαϊκά έθιμα ανάγονται γενετικά σε προχριστιανικές παραδόσεις. Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποια νήματα που διαπερνούν τα βάθη της ιστορίας και της λαϊκής ψυχής συνδέουν μεταξύ τους τις μορφές της αρχέγονης θηλυκής θεότητας, της Αθηνάς ή της Κυβέλης με τη θεομητορική μορφή της Παναγίας, όπως συνδέουν την μορφή του Περσέα με αυτές του Άη Γιώργη και του Διγενή, ακόμα και τις μορφές του Ορφέα και του Διονύσου με τη θεανδρική μορφή του Ιησού Χριστού. Με λίγα λόγια, πολλά από τα σχήματα της εκκλησιαστικής και της ελληνικής δημοτικής παράδοσης ανάγονται πράγματι σε θεμελιώδη ψυχικά, πολιτιστικά αρχέτυπα, που χάνονται στα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας. Αν περιοριστούμε όμως στα θρησκειολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά κριτήρια, οι μορφολογικές ομοιότητες κινδυνεύουν να μάς παρασύρουν σε μια σύγχυση μεταξύ ψυχικού, πολιτιστικού και πνευματικού, οντολογικού επιπέδου. Επίσης, μια ανιστορική σύγκριση αφηρημένων τύπων και δομών μάς αποκρύβει την σημασία της προσωπικής και ιστορικής συγκυρίας, την προσωπική υπαρξιακή ταλάντευση και τα πνευματικά διλήμματα των συγκεκριμένων υπαρκτών προσώπων μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο και χρόνο. Έτσι με όλα αυτά, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μεγάλες πνευματικές ρήξεις και επαναστάσεις της ιστορίας συντελούνται παρά την φαινομενική συνέχεια των πολιτιστικών σχημάτων, και μόνο χάρη σε κάποιες ανεπαίσθητες πολλές φορές μετατοπίσεις στους συμβολισμούς των αρχετύπων. Χωρίς αυτόν τον μίτο, δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία πέτυχε σταδιακά τον εκχριστιανισμό των «Εθνών» και την πνευματική μετάπλαση των αρχαίων παραδόσεων. Χωρίς αυτήν την ερμηνευτική κατανόηση και διείσδυση στο πνευματικό, οντολογικό περιεχόμενο των δημοτικών μας παραδόσεων, δεν μένει παρά μια πνευματικώς «ουδέτερη» μορφολογία (ηθών, εθίμων και διαφόρων άλλων πολιτιστικών στοιχείων), που αφήνει περιθώριο για μια σειρά θρησκειολογίζουσες και κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις. Αν κανείς ξεπεράσει όλους αυτούς τους σκοπέλους και εισέλθει στο πνευματικό βάθος της παράδοσης, τότε καταλαβαίνει πόσο φτωχές είναι από πνευματική άποψη και γιατί δεν τελεσφορούν οι διάφορες προσπάθειες φολκλορικής αναβίωσής της, ή με άλλα λόγια, γιατί στερημένη απ' τον πνευματικό δυναμισμό της, η παράδοση αυτή δεν εκφράζει παρά έναν επιφανειακό και άγονο συναισθηματισμό» (Βασίλη Ξυδιά, «Οι «Έλληνες» ξανάρχονται», Σύναξη, τ. 69). Δεν υπάρχει δηλαδή ταυτότητα εθίμου και του παγανιστικού ήθους, όπως ισχυρίζονται οι Ν/Π που νομίζουν ότι τα δημοτικά έθιμα είναι... (μανία που έχουν με την ιδιοποίηση) δικά τους
ε') Το αστείο (τραγικό μάλλον, αν σκεφτεί κανείς πως μερικοί αρχαιολάτρες ήθελαν και θέλουν τον «επανελληνισμό» των νεοελλήνων, μέσω της «αποβυζαντινοποίησής» των) είναι πως για όσο καιρό (πριν ή μετά το 1821) οι Νεοέλληνες παρέμεναν βυζαντινοί και δεν είχαν εκδυτικιστεί, διατηρούσαν τα ελληνικά αρχαία έθιμα π.χ. πίστευαν στον ύπαρξη «κάτω κόσμου», τον Άδη, τον Χάρο, έκαναν ακόμα και προσφορές κεριών σε σχήμα φαλλού σε εκκλησίες (στη Μ.Ασία), σε αρκετές γιορτές τους τραγουδούσαν τραγούδια βωμόλοχα (στα χωριά), όπως ακριβώς οι αρχαίοι στις αρχαίες γιορτές, έβαζαν νόμισμα στο στόμα του νεκρού κ.ά., (εννοείται βέβαια πως η Εκκλησία καταδικάζει τέτοιου είδους έθιμα, όπως κεριά φαλλικά, άσματα με χυδαιολογίες, είτε είναι δημοτικά είτε άλλου είδους, νομίσματα στο στόμα νεκρών κλπ.) ενώ μόλις εκδυτικίστηκαν και έγιναν «απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων» και «αρχαιολάτρες», ξέχασαν όλη αυτή την ποικιλία αρχαιοελληνικών εθίμων. Κανείς δε μιλάει πια για «Άδη», ούτε για «Κάτω Κόσμο». Μιλάει για «παράδεισο» με θηλυπρεπή αγγελάκια κτλ. Κανείς δεν θα αποδεχόταν πια, δεν θα του φαίνεται τόσο αυθόρμητο, ένα δημοτικό τραγούδι του τύπου:
«Ο κάτω κόσμος ειν' κακός, γιατί δεν ξημερώνει / γιατί δεν κράζει ο πετεινός, δεν κελαδεί το αηδόνι
εκεί νερό δεν έχουσι και ρούχα δε φορούσι, / μόνο καπνό μαειρεύουσι και σκοτεινά δειπνούσι,»
είτε αρχαιολάτρης είναι είτε «ελληνοχριστιανός» ή
«Τίποτις δεν εσκιάχτηκα, μόνο το πρώτο βράδυ / που 'ταν τα φίδια σταυρωτά, και οι οχιές πλεγμένες
κι ένα φιδάκι κολοβό στα μάτια με κοιτάει. / -τί με κοιτάς φιδάκι μου άγρια και κακιωμένα; / -εγά θα φάω τα μάτια σου και τη γλυκιά σου γλώσσα / και στα ξανθά σου τα μαλλιά θα φτιάξω τη φωλιά σου».
Αντίθετα, θα λένε ανέκδοτα περί άγιου Πέτρου στην πύλη του παράδεισου. Δηλαδή, τα έθιμα αυτά, αν και παγανιστικά, ήταν πλέον συνδεδεμένα με την χριστιανική θρησκεία. Ουδόλως η ύπαρξή τους σήμαινε παγανιστική διάθεση. Αντιθέτως, μόλις οι πρόγονοι μας εκδυτικίστηκαν και το κράτος τους φόρεσε τον μανδύα της «Αρχαιοελληνικής συνείδησης», τα αρχαιοελληνικά έθιμα έσβησαν σταδιακά. Σε συνδυασμό με το γεγονός όπως απέδειξε ο Κακριδής ότι οι άμεσοι πρόγονοί μας (ο λαός) είχαν αρχαιοελληνικά έθιμα, χριστιανική πίστη και ρωμαίικη ελληνική συνείδηση, καταρρίπτεται το σαθρό επιχείρημα του νεοπαγανισμού περί ταύτισης δημοτικών εθίμων και παγανιστικής θρησκείας. Άλλο η απώτατη καταγωγή τους κι άλλο η εν συνεχεία αποσύνδεσή τους από αυτήν.
στ') Πάρα πολλά έθιμα εξαφανίστηκαν κατά τον 20ο αιώνα, λόγω του μοντέρνου τρόπου ζωής και της αστυφιλίας και όχι λόγω του Χριστιανισμού. Όπως είδαμε, πολλά αρχαία έθιμα, θρησκευτικά και μη, επιβίωσαν στον Χριστιανισμό. Ώς τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αγρότες, τα έθιμα διατηρούνταν. Αρκεί να διαβάσει κανείς λαογραφικά βιβλία από κάθε περιοχή της Ελλάδας κι από κάθε απλό χωριό, για να διαπιστώσει ότι πανάρχαια έθιμα υπήρχαν ώς τη δεκαετία του 1940-1950. Οι δεκάδες μαρτυρίες μέσα στα βιβλία αυτά, πως «μέχρι πρόσφατα» τα έθιμα αυτά υπήρχαν καθιστούν αβάσιμες τις κραυγές των νεοπαγανιστών ότι ο Χριστιανισμός εξαφάνισε δια πυρός και σιδήρου τα χιλιάδες αυτά έθιμα. Όταν ξενητεύτηκαν οι κάτοικοι της επαρχίας ή όταν ήρθαν στις πόλεις, ξέχασαν, όπως ήταν φυσιολογικό όλα τα έθιμα. Επιπλέον η τηλεόραση και ο εκδυτικισμός παρέσυραν τα πάντα. Τη στιγμή, λοιπόν, που παππούδες ή και γονείς ακόμη που γεννήθηκαν στα χωριά, θυμούνται τα έθιμα αυτά, είναι ανόητος ο ισχυρισμός ότι σήμερα δεν έχουμε έθιμα λόγω του Χριστιανισμού.
44. "Εξαιτίας του Χριστιανισμού οι Έλληνες έπαψαν να έχουν αποκλειστικά δικούς τους θεούς και αναγκάστηκαν να λατρεύουν μαζί με τα άλλα έθνη έναν θεό. Αυτό οδήγησε και στην παρακμή της Ελλάδας".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διόλου δεν σταμάτησαν οι Έλληνες να είναι Έλληνες, όταν παράτησαν το Δία για χάρη του Μίθρα, του Όσιρι, της Κυβέλης και άλλων θεών. Εάν η εγκατάλειψη της προπατορικής και αρχικής θρησκείας συνιστά εθνική αυτοκτονία και αφελληνισμό, τότε γιατί οι Ν/Π δεν αποκαλούν τους ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. εν Ελλάδι πολλούς λάτρεις των μυριάδων ανατολικών θεοτήτων «προδότες», «αφελληνισμένους» ή «ηλίθιους»; Αφού η «Ελληνική Θρησκεία» είχε ξεφτίσει αντικαθιστάμενη ακόμα και στην κυρίως Ελλάδα από ξένες θεότητες κατά την Ελληνιστική εποχή, θα έπρεπε οι νεοπαγανιστές να κηρύξουν το τέλος του ελληνικού έθνους τρεις και δύο αιώνες ήδη προ Χριστού.
Ας αποφασίσουν λοιπόν οι νεοδωδεκαθεϊστές τι αποδέχονται: ότι η θρησκεία και το έθνος πάνε ες αεί μαζί ή ότι δεν πάνε; Αν νομίζουν πως δεν πάνε αναγκαστικά μαζί, τότε να πάψουν να νομίζουν πως η αποδοχή μιας νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, σήμανε το τέλος του ελληνικού έθνους και του ελληνικού πολιτισμού. Αν νομίζουν πως πάνε μαζί, τότε, εφόσον δεν θέλουν να βγάλουν «ανθέλληνες» ή «μη έλληνες» ή «εβραίους» ή «κρυπτοεβραίους» ή «μισοεβραίους» ή «εβραίους με ελληνική συνείδηση», ή «έλληνες με εβραϊκή συνείδηση», ή «παραπλανημένους» (είναι τόσο φαντασμένοι και που πιστεύουν πως μόνο οι ίδιοι έχουν εκλέξει ελεύθερα τη θρησκεία τους ή ότι στην αρχαία εποχή ο όχλος εξέλεγε προσωπικά κι ελεύθερα τη θρησκεία του. Γι' αυτό και έχουν αυτό το ύφος ψηλομύτηδων ελιτιστών: «εμείς τα ξέρουμε όλα, εσείς κοιμάστε, ζώα».) ή ό,τι άλλο φαντάζονται στα μυαλά τους για τα 10 εκατομμύρια πλην του εαυτού τους, τότε να δεχτούν την παρούσα ταύτιση.
Όντως η θρησκεία προσδίδει κάτι το ιερό στην ύπαρξη ενός λαού, αλλά τούτο δεν σημαίνει ούτε πως η θρησκεία αναγκαστικά πρέπει να παραμένει η ίδια ανά τους αιώνες, ούτε πως αποκλείεται να υπάρξει έθνος δίχως ο παράγων θρησκεία να είναι το ενοποιητικό στοιχείο του. Για παράδειγμα, η αρχαία παγανιστική θρησκεία των Ελλήνων ήταν ενοποιητικός παράγοντας του ελληνικού έθνους. Όταν αυτή από τον 4ο αιώνα π.Χ και μετά άρχισε να παρακμάζει, επειδή οι Έλληνες δεν της έδίναν πια τόση σημασία κι επειδή λάτρευαν άλλους θεούς, αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως εξαφανίστηκε το ελληνικό έθνος ή ο πολιτισμός του: απλώς σημαίνει πως η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ανεπαρκής πλέον να εξασφαλίσει την συνοχή των Ελλήνων. Απλώς σημαίνει ότι οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες την βρήκαν μη ικανοποιητική για τις πνευματικές τους ανάγκες. Όταν, μετά από μια περίοδο κοσμοπολιτισμού και παρόλους τους διωγμούς ο χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται και να επικρατεί στην ελληνόφωνο τμήμα της αυτοκρατορίας, αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον ότι το ενοποιό στοιχείο για τους Έλληνες θα ήταν αυτή η συγκεκριμένη θρησκεία και δεύτερο, και σημαντικότερο, ότι η θρησκεία αυτή ικανοποιούσε καλλίτερα τις πνευματικές τους ανάγκες απ' ό,τι οι ανατολικές παγανιστικές θεότητες ή το δωδεκάθεο (το οποίο είχε κατ' ουσίαν απορριφθεί χάριν των ανατολικών θεοτήτων, πολύ πριν εμφανιστεί και διαδοθεί ο Χριστιανισμός). (Να επισημάνουμε ότι ο Λούκιος Δομήτιος Αυρηλιανός το 270 μ.Χ. ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που ακολούθησε επισήμως τον μονοθεϊσμό. Προσπαθώντας να καθιερώσει την λατρεία ενός θεού, θέλησε να επιβάλλει ως κυρίαρχη θεότητα τον Ανίκητο Ήλιο, στη λατινική γλώσσα Sol Invictus, βάζοντας στο περιθώριο τις άλλες θεότητες που λάτρευαν οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, πολίτες ή δούλοι). Όμως, σήμερα, εφόσον η ιδέα του «έθνους» έχει αυτονομηθεί και εκκοσμικευθεί, το να γίνονται δεκτοί ως μέλη ενός έθνους άνθρωποι άθρησκοι ή άθεοι ή διάφορων θρησκειών καθόλου παράξενο δεν θεωρείται.
Το ότι η καινούργια θρησκεία (ο Χριστιανισμός) ήταν ταυτόχρονα και θρησκεία άλλων λαών καθόλου δεν σημαίνει έλλειψη «εθνικού χρώματος» στην πρόσληψη της θρησκείας αυτής από την κάθε λαότητα ή αποεθνικοποίηση. Άλλη εκκλησιαστική και δημοτική μουσική έχουν οι Ρώσσοι Ορθόδοξοι κι άλλη οι Έλληνες Ορθόδοξοι. Άλλη τεχνοτροπία έχουν στους ναούς τους ο κάθε λαός. Κατηγορούν οι νεοδωδεκαθεϊστές την Ορθοδοξία ότι απαγόρευσε τα ελληνικά έθιμα. Από πού συμπεραίνουν αυτό το πράγμα; Οι χιλιάδες χοροί και τα δεκάδες χιλιάδων δημοτικά τραγούδια γιατί παρέμειναν ζωντανά έως τις μέρες μας, αφού υποτίθεται πως η θρησκεία τα απαγόρευσε απηνώς; Αλλά, από την ιστορία βλέπουμε ότι λ.χ. η τέλεση των Παναθηναίων μαρτυρείται έως το 267 μ.Χ. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ΄, σ. 175). Τι έγινε μετά; Φταίει κι εδώ ο Χριστιανισμός;
Κανονικά θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα οι νεοπαγανιστές ισχυρίζονται, να μην υπάρχουν ελληνικοί χοροί και τραγούδια. Όμως μόνο τα έθιμα σχετικά με τις θυσίες στους παγανιστικούς θεούς απαγορεύτηκαν. Ο παράγων θρησκεία αφ' ενός προσαρμόστηκε στα διάφορα έθιμα των λαών, αφ' ετέρου ήδη από την ελληνιστική εποχή έπαψε να υποτάσσεται στο δόγμα «κάθε λαός και θρησκεία». Ήδη από τότε λάτρεις ενός θεού μπορούσαν να είναι άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων, αυτό φυσικά δε σήμαινε πως έχαναν την εντοπιότητά τους. Οι Έλληνες δεν αφελληνίστηκαν λατρεύοντας μαζί με τους Αιγύπτιους τον Σέραπι ή την Ίσιδα, ή με τους Πέρσες τον Μίθρα, ή μαζί με τους Σύριους την Κυβέλη.
Συνεπώς είναι ψέμμα ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού οι Έλληνες έπαυσαν να έχουν δικούς τους αποκλειστικά εθνικούς θεούς. Τρεις αιώνες πρό Χριστού είχε ήδη συμβεί αυτό. Τί συνέβη; Τώρα, μετά από 23 αιώνες το συνειδητοποίησαν αυτό οι νεοπαγανιστές; Πού ήταν τότε; Κοιμόντουσαν; Είχαν τρυπώσει σε καμμιά τρύπα της Ακρόπολης; Τώρα τους έπιασε το μεράκι να «μας διορθώσουν»;
Όντως η θρησκεία προσδίδει κάτι το ιερό στην ύπαρξη ενός λαού, αλλά τούτο δεν σημαίνει ούτε πως η θρησκεία αναγκαστικά πρέπει να παραμένει η ίδια ανά τους αιώνες, ούτε πως αποκλείεται να υπάρξει έθνος δίχως ο παράγων θρησκεία να είναι το ενοποιητικό στοιχείο του. Για παράδειγμα, η αρχαία παγανιστική θρησκεία των Ελλήνων ήταν ενοποιητικός παράγοντας του ελληνικού έθνους. Όταν αυτή από τον 4ο αιώνα π.Χ και μετά άρχισε να παρακμάζει, επειδή οι Έλληνες δεν της έδίναν πια τόση σημασία κι επειδή λάτρευαν άλλους θεούς, αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως εξαφανίστηκε το ελληνικό έθνος ή ο πολιτισμός του: απλώς σημαίνει πως η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ανεπαρκής πλέον να εξασφαλίσει την συνοχή των Ελλήνων. Απλώς σημαίνει ότι οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες την βρήκαν μη ικανοποιητική για τις πνευματικές τους ανάγκες. Όταν, μετά από μια περίοδο κοσμοπολιτισμού και παρόλους τους διωγμούς ο χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται και να επικρατεί στην ελληνόφωνο τμήμα της αυτοκρατορίας, αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον ότι το ενοποιό στοιχείο για τους Έλληνες θα ήταν αυτή η συγκεκριμένη θρησκεία και δεύτερο, και σημαντικότερο, ότι η θρησκεία αυτή ικανοποιούσε καλλίτερα τις πνευματικές τους ανάγκες απ' ό,τι οι ανατολικές παγανιστικές θεότητες ή το δωδεκάθεο (το οποίο είχε κατ' ουσίαν απορριφθεί χάριν των ανατολικών θεοτήτων, πολύ πριν εμφανιστεί και διαδοθεί ο Χριστιανισμός). (Να επισημάνουμε ότι ο Λούκιος Δομήτιος Αυρηλιανός το 270 μ.Χ. ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που ακολούθησε επισήμως τον μονοθεϊσμό. Προσπαθώντας να καθιερώσει την λατρεία ενός θεού, θέλησε να επιβάλλει ως κυρίαρχη θεότητα τον Ανίκητο Ήλιο, στη λατινική γλώσσα Sol Invictus, βάζοντας στο περιθώριο τις άλλες θεότητες που λάτρευαν οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, πολίτες ή δούλοι). Όμως, σήμερα, εφόσον η ιδέα του «έθνους» έχει αυτονομηθεί και εκκοσμικευθεί, το να γίνονται δεκτοί ως μέλη ενός έθνους άνθρωποι άθρησκοι ή άθεοι ή διάφορων θρησκειών καθόλου παράξενο δεν θεωρείται.
Το ότι η καινούργια θρησκεία (ο Χριστιανισμός) ήταν ταυτόχρονα και θρησκεία άλλων λαών καθόλου δεν σημαίνει έλλειψη «εθνικού χρώματος» στην πρόσληψη της θρησκείας αυτής από την κάθε λαότητα ή αποεθνικοποίηση. Άλλη εκκλησιαστική και δημοτική μουσική έχουν οι Ρώσσοι Ορθόδοξοι κι άλλη οι Έλληνες Ορθόδοξοι. Άλλη τεχνοτροπία έχουν στους ναούς τους ο κάθε λαός. Κατηγορούν οι νεοδωδεκαθεϊστές την Ορθοδοξία ότι απαγόρευσε τα ελληνικά έθιμα. Από πού συμπεραίνουν αυτό το πράγμα; Οι χιλιάδες χοροί και τα δεκάδες χιλιάδων δημοτικά τραγούδια γιατί παρέμειναν ζωντανά έως τις μέρες μας, αφού υποτίθεται πως η θρησκεία τα απαγόρευσε απηνώς; Αλλά, από την ιστορία βλέπουμε ότι λ.χ. η τέλεση των Παναθηναίων μαρτυρείται έως το 267 μ.Χ. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ΄, σ. 175). Τι έγινε μετά; Φταίει κι εδώ ο Χριστιανισμός;
Κανονικά θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα οι νεοπαγανιστές ισχυρίζονται, να μην υπάρχουν ελληνικοί χοροί και τραγούδια. Όμως μόνο τα έθιμα σχετικά με τις θυσίες στους παγανιστικούς θεούς απαγορεύτηκαν. Ο παράγων θρησκεία αφ' ενός προσαρμόστηκε στα διάφορα έθιμα των λαών, αφ' ετέρου ήδη από την ελληνιστική εποχή έπαψε να υποτάσσεται στο δόγμα «κάθε λαός και θρησκεία». Ήδη από τότε λάτρεις ενός θεού μπορούσαν να είναι άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων, αυτό φυσικά δε σήμαινε πως έχαναν την εντοπιότητά τους. Οι Έλληνες δεν αφελληνίστηκαν λατρεύοντας μαζί με τους Αιγύπτιους τον Σέραπι ή την Ίσιδα, ή με τους Πέρσες τον Μίθρα, ή μαζί με τους Σύριους την Κυβέλη.
Συνεπώς είναι ψέμμα ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού οι Έλληνες έπαυσαν να έχουν δικούς τους αποκλειστικά εθνικούς θεούς. Τρεις αιώνες πρό Χριστού είχε ήδη συμβεί αυτό. Τί συνέβη; Τώρα, μετά από 23 αιώνες το συνειδητοποίησαν αυτό οι νεοπαγανιστές; Πού ήταν τότε; Κοιμόντουσαν; Είχαν τρυπώσει σε καμμιά τρύπα της Ακρόπολης; Τώρα τους έπιασε το μεράκι να «μας διορθώσουν»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου