Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τρίτη 5 Απριλίου 2022

ΚΟΙΝΟΤΟΠΑ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, 10o.

35. "Η αρχαία θρησκεία των Ελλήνων δεν είχε θεό του Κακού για να τρομοκρατούνται οι άνθρωποι με το φόβο της Κόλασης, ούτε υπήρχε αμαρτία για να αυτο-βασανίζονται, σε αντίθεση με το Χριστιανισμό".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι ολύμπιοι θεοί στην ηθικοποιημένη τους μορφή έτειναν να καταστούν θρησκεία φόβου, τάση που αντικατοπτρίζεται στο θρησκευτικό λεξιλόγιο. Η αγάπη προς τον θεό, αντίθετα, λείπει από το αρχαιότερο ελληνικό λεξιλόγιο. Η λέξη φιλόθεος εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη. «Θα ήταν πολύ άτοπο» λέει ο Πλούταρχος στα Μεγάλα Ηθικά (1208b 30), «να πει κανείς πως αγαπά το Δία». Ο Αριστοτέλης είχε επίσης αποκλείσει την πιθανότητα φιλίας ανάμεσα στο θεό και στον άνθρωπο (Ηθικά Νικομάχεια 1159a, 5).

Ο Πορφύριος πίστευε πως οι «δαίμονες», κατώτερες οντότητες, θέλουν να γίνουν θεοί, και «η προεστώσα αυτών δύναμις» να πάρει τη θέση του θεού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 512). Δηλαδή υπήρχε δυαρχία.

Οι κακές ψυχές, σύμφωνα με τον Πορφύριο, γίνονται δαίμονες και υπηρετούν τον «προεστώτα» του κακού. Αυτές φέρνουν όλα τα κακά, εμπνέουν κακές σκέψεις και ολέθριες επιθυμίες (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 512). Ώστε υπάρχουν κακές υπερφυσικές οντότητες.

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι οι κακοί δαίμονες μας πλήττουν με επιδημίες, λιμούς, πολέμους, επαναστάσεις (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ’, σ. 514). Πώς είπαν οι αρχαιολάτρες εθνικιστές; Δεν πίστευαν οι ορθολογιστές ειδωλολάτρες, σαν τον Πλούταρχο στην ύπαρξη θεών του κακού;

«Ο Πλάτων σκιαγραφεί και τους αγρίους δούλους της κολάσεως που ως «πυρακτωμένοι τιμωροί και βασανιστές» ταλανίζουν τους αθέους» (παράθεμα από τον Πλούταρχο Περί του μη δειν δαν., 4) (J. Burckhardt, Οι Έλληνες και οι θεοί τους, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σ. 232).

Αντίθετα με όσα λένε οι νεοπαγανιστές χλευάζοντας την χριστιανική πίστη, στην αρχαιοελληνική θρησκεία την οποία θαυμάζουν υπήρχε Κρίση (από τους Ραδάμανθυ και Μίνωα), αιώνια τιμωρία (Τάρταρα) και μακαριότητα (Ηλύσια Πεδία). Το τραγελαφικό με την ειδωλολατρική θρησκεία είναι ότι, αντίθετα από τις νεοεποχίτικες δοξασίες των νεοπαγανιστών, έχει θεούς του κακού, δεν έχει όμως θεούς καλούς. Έχει αιμομίκτες, παιδεραστές, φονιάδες, ψεύτες, κλέφτες θεούς.

Η χριστιανική θρησκεία δεν έχει θεό του κακού. Ο διάβολος δεν είναι «ίσος» με το Θεό, δεν είναι θεός ο ίδιος ούτε υπάρχει αιωνίως, όπως ο Θεός. Δεν πρόκεται λοιπόν για εναν δεύτερο θεό, ούτε για δυισμό (όπως είναι στο Ζωροαστρισμό, όπου τόσο ο Αχούρα Μάσδα όσο και ο Αριμάν είναι θεοί, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους). Και οι αρχαίοι πίστευαν σε ένα είδος μεταθανάτιας δικαιοσύνης, όπου οι κακοί βασανίζονταν (π.χ. στον Πυριφλεγέθοντα ποταμό), ενώ οι καλοί περνούσαν ευχάριστα. Κριτής των νεκρών ήταν ο Μίνως, ο βασιλιάς της Κρήτης. Η διαφορά έγκειται πως η χριστιανική κόλαση δεν είναι τόπος σωματικών βασανιστηρίων – όπως στην αρχαία θρησκεία – και δεν είναι καν «τόπος». Είναι κατάσταση ψυχική-συνειδησιακή, την οποία διάλεξε ο κάθε ένας άνθρωπος, και είναι κατάσταση «απομάκρυνσης» από το Θεό, με την έννοια πως ένας τυφλός δεν μπορεί να δει τον ήλιο, αν και λάμπει, και υποφέρει. «Οι κολασμένοι δεν θέλουν και δεν μπορούν να δουν το Θεό. Η κόλαση καθίσταται αμεθεξία και ακοινωνησία μεταξύ Θεού και κολασμένων, και μεταξύ αυτών των ίδιων που έχουν στερηθεί τη μέθεξη στη χάρη του Θεού. Επομένως παράδεισος και κόλαση εξαρτώνται από τη βουλητική στάση του ανθρώπου. Εδώ βρίσκεται επίσης ένας βαθύς ανθρωπιστικός χαρακτήρας στη βυζαντινή θεολογία και φιλοσοφία. Εφόσον θέλει και αγαπά το Θεό και τους συνανθρώπους του ο κάθε άνθρωπος μπορεί να θεραπεύσει τα τραύματα της ύπαρξης του με τη ζωοποιό θεία ενέργεια, και έτσι να επικοινωνήσει με το Θεό και τους αδελφούς του» (Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικής - Βυζαντινής - Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναρά, σ. 549).

Όταν οι αρχαιολάτρες αναμασούν τα δυτικοευρωπαϊκά αιρετικά χριστιανικά ή αθεϊστικά κείμενα περί κόλασης και καζανιών, καλό είναι πότε πότε να διαβάζουν και κανένα βιβλίο Ορθόδοξο, έτσι για ποικιλία, για να δουν τί είναι η κόλαση:
 
Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, (Κατά Μανιχαίων P.G. 94, 1545 D – 1548 A, και 1573 C) «Καὶ τοῦτο δὲ εἰδέναι δεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς οὐ κολάζει τινὰ ἐν τῷ μέλλοντι, ἀλλ’ ἕκαστος ἑαυτὸν δεκτικὸν ποιεῖ τῆς μετοχῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔστι δὲ ἡ μὲν μετοχὴ τοῦ Θεοῦ τρυφή, ἡ δὲ ἀμεθεξία αὐτοῦ κόλασις». «...οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ ποθοῦντες Τὴν ἁμαρτίαν καὶ μὴ ἔχοντες τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, ὡς ὑπὸ πυρὸς καὶ σκώληκος κατεσθιόμενοι, κολάζονται μηδεμίαν παρηγορίαν ἔχοντες. Τί γάρ ἐστι κόλασις εἰ μὴ τοῦ ποθουμένου στέρησις;» (''Ο Θεός δεν κολάζει κανέναν στον μελλοντικό κόσμο, αλλά έκαστος κάνει τον εαυτό του συμμέτοχο της χάρης του Θεού. Είναι η συμμετοχή αυτή πνευματική άνεση και απόλαυση, η δε αμεθεξία, δηλ. η μή συμμετοχή είναι κολασμός''. ''οι ευρισκόμενοι αμετανόητοι αμαρτωλοί, μακρυά από την μέθεξη του Θεού, και ποθούντες την αμαρτία, αλλά επειδή δεν θα έχουν τις ύλες να πραγματοποιήσουν την αμαρτία - υλικό σώμα, τροφές, ηδονικά ποτά, χρήματα, κλπ - θα καίγονται από την επιθυμία που δεν θα μπορούν να την πραγματώσουν και θα αισθάνονται πνευματικώς ότι τρώγονται από σκώληκες αφού δεν θα βρίσκουν καμία παρηγορία. Τί άλλο είναι η κόλαση από το να στερείσαι αιωνίως αυτό που επιθυμείς;'')

Μάξιμου Ομολογητή, (Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά P.G. 90, 1264A) «Ὀργὴ Κυρίου ἐστὶν ἡ ἀνακωχὴ τῆς τῶν θείων χαρισμάτων χορηγίας».

Επειδή μερικοί συνεχώς χλευάζουν το Χριστιανισμό μιλώντας για «δούλους του Θεού» που κάνουν φοβισμένα ό,τι τους προστάζει, ώστε να μην καίγονται στα «καζάνια της κόλασης», φαίνεται ότι δεν έχουν διαβάσει τίποτα σχετικό με την άποψη της Εκκλησίας για τα κίνητρα της Χριστιανικής ζωής και μιλάνε για κάτι, για το οποίο δεν έχουν ιδέα. Υπάρχουν τρεις ''κατηγορίες'' Χριστιανών: οι δούλοι, οι μισθίοι και οι υιοί ή φίλοι του Θεού. Οι πρώτοι έχουν κίνητρο το φόβο, οι δεύτεροι την ιδιοτέλεια και οι τρίτοι την αγάπη. Φόβος, ιδιοτέλεια και αγάπη-φιλία είναι αυτά που διαμορφώνουν το ήθος και τη συμπεριφορά των τριών αυτών ''κατηγοριών''. (Ουσιαστικώς είναι τρεις διαφορετικές αφετηρίες του να κάνει κάποιος το θέλημα του Θεού. Ο δούλος είναι εκείνος που το κάνει από φόβο μην ζει κολαστικώς η ψυχή του μετά τον σωματικό θάνατο. Λόγω της φοβικής σχέσης που έχει ο ίδιος προς τον Θεό ονομάζεται δούλος διότι δεν μπορεί να δει ότι το καλό το κάνουμε για να μην λυπήσουμε τον Θεό προς τον οποίον πρέπει να αισθανόμαστε μόνο αγάπη. Ο δεύτερος κάνει το θέλημα του Θεού περιμένοντας να λάβει ως ανταμοιβή τον παράδεισο και γι' αυτό ονομάζεται μισθωτός δηλ. είναι σε πνευματική κατάσταση που κάνει το καλό αναμένοντας αμοιβή, τον παράδεισο. Ο τρίτος επειδή αγαπά, φιλεί τον Θεό Δημιουργό του και δεν θέλει να τον λυπήσει κάνοντας, λέγοντας ή σκεπτόμενος αντίθετα απ' το θέλημα του, ονομάζεται φίλος Θεού διότι βρίσκεται στην τέλεια πνευματική κατάσταση να θέλει ό,τι θέλει ο Θεός.)

Όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, (Περί του βίου Μωσέως P.G. 44, 429CD): «αυτή είναι η αληθινή τελειότητα, το να μήν αποφεύγουμε την κακία δουλοπρεπώς λόγω του φόβου της κόλασης, ούτε να κάνουμε το καλό έχοντας την ελπίδα του μισθού(...)» («Τοῦτο γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἡ τελειότης, τὸ μὴ δουλοπρεπῶς φόβῳ κολάσεως τοῦ κατὰ κακίαν βίου χωρίζεσθαι˙ μηδὲ τῇ τῶν μισθῶν ἐλπίδι τὸ ἀγαθὸν ἐνεργεῖν, πραγματευτικῇ τινι καὶ συναλλαγματικῇ διαθέσει κατεμπορευομένους τῆς ἐναρέτου ζωῆς˙ (...) μόνον ἡγεῖσθαι φοβερὸν τὸ τῆς φιλίας τοῦ Θεοῦ ἐκπεσεῖν»), ενώ ο Άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει (Επιστολή 4, 5 P.G. 78, 1053A): «Μία ἐστὶ περιστερὰ τελεία, ἡ τὸ καλὸν δι’ αὐτὸ τὸ καλὸν πράττουσα, τῶν ἄκρων ἁγίων σύνοδος˙ ἡ οὔτε διὰ μισθὸν οὔτε διὰ τιμωρίαν οὔτε διὰ πρόφασίν τινα βιοτικήν, ἀλλὰ διὰ τὸ τῷ Θεῷ φίλον, πράττουσα τὸ δέον».

«Η εικόνα του παραδείσου και της κόλασης στις αγιογραφίες μπορεί να παραμένει εξωτερικά με ειδωλολατρική μορφή, με σωματικές τιμωρίες κ.λ.π. (αφού οι πρώην εθνικοί και νυν Χριστιανοί με την ειδωλολατρία ήταν εξοικιωμένοι τόσες χιλιετίες), αλλά ταυτόχρονα η ερμηνεία του παραδείσου και της κόλασης είναι κατεξοχήν διαφορετική: δεν έχουν πια σχέση με αμοιβές και τιμωρίες. Παράδεισος και κόλαση δεν είναι ξεχωριστοί τόποι. Οι άνθρωποι απλώς έχουν αμεθεξία ή μέθεξη του Θεού» (Ν.Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αρχαίας Ελληνικης-Βυζαντινής-Δυτικοευρωπαϊκής, εκδ. Πουρναρά, σ. 548).

Μιλάμε ειδικότερα στο κεφ. 57 για τη φύση της αρχαίας θρησκείας. Είναι σημαντικό όμως ότι «αυτή η τόσο πολύπλοκη θρησκεία αποτελούσε πηγή τρόμου για τους Αρχαίους˙ εφόσον η πίστη και οι καλές προθέσεις μετρούσαν πολύ λίγο και ολόκληρη η θρησκεία βασιζόταν στη λεπτομερή εκτέλεση αμέτρητων κανόνων συμπεριφοράς, πρέπει να ζούσαν συνεχώς με το φόβο ότι είχαν κάνει κάποια παράλειψη, κάποια αμέλεια ή κάποιο λάθος, και δεν ήσαν ποτέ σίγουροι ότι δε θα προκαλέσουν το θυμό ή την έχθρα κάποιου θεού» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 248).

«Στους Ησίοδο, Σόλωνα, Θέογνη, Αισχύλο και Ηρόδοτο, και γενικά στην αρχαϊκή περίοδο η διδασκαλία περί ύπαρξης κακού, δικαιοσύνης και ερμηνείας της επίγειας ευτυχίας ενός εγκληματία εξηγούνταν έτσι: θα τιμωρηθούνται αντ' αυτού οι απόγονοί του μετά από ορισμένες γενιές. Δηλαδή πλήρης ανορθολογισμός, να πληρώνει το παιδί και ολόκληρη γενιά για τις αμαρτίες του κακού γονιού. Έτσι, η Πυθία λέει στον Κροίσο ότι έπρεπε να πληρώσει ό,τι είχε αρχίσει με το έγκλημα κάποιου δικού του προγόνου πέντε γενιές πριν. Ακόμα κι αργότερα, ο Βίωνας ο Βορυσθενίτης κι ο Πλούταρχος, υπερασπίζονται αυτή την άποψη. Οι Λοκροί, για να ξοφλήσουν το έγκλημα ενός μακρινού προγόνου, κάθε χρόνο έστελναν δύο θυγατέρες από τις ευγενείς οικογένειες να δολοφονούνται σε μακρινή χώρα» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 45). Αντίθετα με όλες αυτές τις ανορθολογικές ανοησίες, ο Θεός της Π.Δ. ρητά αναφέρει ότι η τιμωρία είναι αυστηρά προσωπική, και ότι δεν κληρονομείται στον απόγονο του εγκληματία. Τεράστια διαφορά. Για να μην μιλήσουμε και για τους Ορφικούς που προέβλεπαν μεταθανάτια τιμωρία των αμύητων στα ορφικά μυστήρια: «όποιος δεν είχε εξαγνιστεί σ' αυτή τη ζωή «θα κείτεται στη λάσπη» στην επόμενη» (M. Nilsson, Η Ελληνική λαϊκή θρησκεία, εκδ. «Η βιβλιοθήκη του φιλολόγου», σ. 113). Δηλαδή, το αν κάποιος θα τιμωρούνταν μετά θάνατο δεν εξαρτάται, σύμφωνα με τον ορφικό παραλογισμό, από τα εγκλήματα που διέπραξε ή τις αρετές του, αλλά από το εάν μυήθηκε ή όχι στα ορφικά μυστήρια. Τέτοιες ορφικές ανοησίες κατέκριναν οι σοβαροί φιλόσοφοι και οι πατέρες της Εκκλησίας.

«Οι Αθηναίοι, του ζητούσαν να μυηθεί [στα μυστήρια] και του έλεγαν ότι οι μυημένοι κατέχουν στον Άδη θέση ξεχωριστή˙ τότε [ο Διογένης] τούς είπε: είναι γελοίο να βρίσκονται ο Αγησίλαος και ο Επαμεινώνδας στα Τάρταρα και κάποιοι τιποτένιοι, επειδή μυήθηκαν, να βρίσκονται στους νήσους των Μακάρων» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 39). Αυτά λέει ο αρχαίος Έλληνας, ο Διογένης. Κι αφού τα λένε αρχαίοι Έλληνες, δεν μπορούν οι νεοπαγανιστές και οι αρχαιολάτρες να μας κατηγορούν ως «ανθέλληνες», επειδή θεωρούμε τα αρχαιοπαγανιστικά μυστήρια όπως τα θεωρούσε κι ο Διογένης.

«Στον «Φαίδρο», αιτία της μοιραίας πτώσης του ανθρώπου στη σωματική κατάσταση (ενσάρκωση) υπήρξε η αδυναμία και αδεξιότητα του ηνίοχου του δίφρου της ψυχής, δηλαδή του λογιστικού. Αντίθετα, ο «Τίμαιος αποδίδει τη σωματικότητα του ανθρώπου σε ένα νόμο της μοίρας. Στον «Τίμαιο» (41 e) θεωρεί την γήινη ύπαρξη της ψυχής αναγκαία συνέπεια ενός «νόμου ειμαρμένου»: ήταν εντολή της Ανάγκης να γεννηθούν τα σώματα και μέσα τους να φυτευτούν τα βιαία πάθη (42 e). Και στις δυο αυτές περιπτώσεις η θεότητα είναι σε αυτό εντελώς ανεύθυνη. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ένα πέσιμο από υπαιτιότητα της ίδιας της ψυχής, στη δεύτερη για ένα «νόμον ειμαρμένον», που σε τελική ανάλυση πρέπει να εξηγηθεί από την κακή ουσία της ύλης, μόλο που ο δημιουργός κατά τη δημιουργία του κόσμου την έπλασε όσο καλλίτερα μπορούσε («κατά δύναμιν». Τίμαιος 30 e), χωρίς όμως να κατορθώσει να αλλάξει την εσωτερική κακή φύση της.

Από αυτό το δρόμο έφτασε ο Πλάτων στην πανάρχαια θρησκευτική δοξασία ότι δύο δυνάμεις, η αρχή του καλού και του κακού παλεύουν μεταξύ τους ποια θα εξουσιάσει τον κόσμο. Έτσι μιλά στους «Νόμους» (X 896 e) για μια αγαθή και για μια πονηρή «ψυχή του κόσμου», από τις οποίες έρχεται στον κόσμο το καλό και το κακό. Αυτή την σκέψη την είχε και πρωτύτερα παρουσιάσει με μυθική μορφή (Πολιτεία 272 d): ο κόσμος διοικείται από το θεό όπως από ένα κυβερνήτη, αλλά η δική του «ειμαρμένη τε και σύμφυτος επιθυμία» (που αργότερα ο Πλάτων την παρέστησε ως πονηρή «ψυχή του κόσμου») τον φέρνει σε σύγχυση και αταξία, και έτσι συχνά διατρέχει τον κίνδυνο να διαλυθεί και να καταστραφεί˙ υπαίτια σε τούτο είναι η κακή του ποιότητα, η υλικότητα του (273 b)» (Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, εκδ. Δωδώνη, σ. 143, 144).

Ο Πλάτωνας δηλαδή έχει το δυισμό, από τη μία ο αδύναμος θεός, που έκανε ό,τι μπορούσε για να διαπλάσει (αφού δεν την δημιουργεί) την ύλη, αλλά δεν μπορεί, μη όντας ο δημιουργός της, να την φτιάξει καλή ουσιαστικώς, κι από την άλλη η ύλη, που είναι ισχυρότερη του θεού, ανεξάρτητη από αυτόν, και εμπεριέχει μια «αναγκαία» κακή «ειμαρμένη» και κακή ποιότητα. Ακριβώς επειδή ο πλατωνικός θεός δεν μπορεί να ελέγξει όσο χρειάζεται την ύλη και δεν είναι απολύτως ελεύθερος τόσο να δημιουργήσει την ύλη καλή κατά την ουσία της όσο και να την διαπλάσει καλώς, εμφανίζεται ο παραλογισμός, με το όνομα «ειμαρμένη», «ανάγκη να ενσαρκωθούν οι ψυχές» κλπ. Δηλαδή, είναι αναπόφευκτος ο δυισμός μεταξύ νοητού και ύλης, θεού και ύλης, και αναγκαίο το κακό, αφού η καθαρή ύλη εμπεριέχει κακή ποιότητα, αν όχι θετική, τουλάχιστον αρνητική, ως απουσία πνεύματος. Το κακό είναι ουσιαστική συνιστώσα του σύμπαντος.

Αντίθετα, στον Χριστιανισμό το κακό είναι παράσιτο και κακή, μετέπειτα αλλοίωση της ύλης-κόσμου, η οποία αρχικώς δημιουργήθηκε καλή. Δεν είναι συνιστώσα του κόσμου, ορατού ή αοράτου, που έπλασε ο Θεός. Ούτε αδύναμος ο Θεός είναι, ούτε υπάρχει κάποιος ισοδύναμος αντίπαλός του, ούτε η καθαρή ύλη δημιουργείται κακή.

Η διαφορά επιπλέον μεταξύ της πλατωνικής και της χριστιανικής ύλης έγκειται στο ότι αφ' ενός η πλατωνική ύλη είναι εκ φύσεως κακής ποιότητας και αιωνίως υπάρχουσα, ενώ η χριστιανική ύλη είναι εκ φύσεως δημιουργημένη «πολύ καλή» και όχι αιωνίως υπάρχουσα, αφ' ετέρου η τάση της πλατωνικής ύλης προς το κακό οφείλεται στην ίδια την φύση της, ενώ της χριστιανικής ύλης είναι ότι, ως κτιστή, δημιουργημένη ύλη, είναι ατελής, τρεπτή, μεταβαλλόμενη, αλλά όχι κακή εκ φύσεως, και κάθε κτιστό δημιούργημα επειδή είναι κτιστό, αν δεν προσκολλάται στο Θεό, ρέπει προς το μηδέν – ακριβώς επειδή δεν είναι ούτε τέλειο ούτε αιώνια αυθύπαρκτο–, δηλαδή προς εκεί από όπου προήλθε. (Στην Χριστιανική πίστη όταν μιλάμε για την ύλη σε σχέση με την κακία ή την αρετή μιλάμε μόνο για την ύλη που φέρει ο άνθρωπος, δηλ. το σώμα του. Σε άλλες ανθρώπινες ιδέες ή ύλη επειδή είναι άναρχη χρονικώς της προσδίδεται και ροπή προς το κακό ή το καλό, δηλ. μία πέτρα ενέχει μέσα της το κακό ή το καλό. Αυτό δεν ισχύει σαφώς διότι η πέτρα είναι ύλη άνευ ζωής.)

Στο τέλος, ο Πλάτωνας αναγκάζεται να οδηγηθεί στον παραλογισμό: κάθε ψυχή πριν μπει στο γήινο σώμα της, διαλέγει με κλήρο τον τρόπο βίου της (Πολιτεία 617d, e)!

Το ότι η κτίση πλάστηκε ατελής και τρεπτή (Η τρεπτότητα, μεταβλητότητα είναι συνέπεια της κτίσης εκ του μη όντος. Διότι, αφού ο Άκτιστος Θεός είναι τέλειος και άρα αμετάβλητος-άτρεπτος, συνεπάγεται πως η κτιστή, εκ του μηδενός, δηλαδή όχι εκ της θείας ουσίας, Δημιουργία είναι μεταβλητή, δηλαδή τρεπτή.) δεν είναι κάτι εξ αρχής κακό καθ' εαυτό, διότι η τρεπτότητα των όντων μπορεί να οδηγήσει και στην καλή αλλοίωση, δηλαδή στην πρόοδο και τελειοποίηση των κτιστών όντων, ανάλογα με την άσκηση της αυτεξούσιας προαίρεσης τους.

Γενικότερα, για την αρχαιοελληνική αντίληψη το κακό (η στέρηση του αγαθού) είναι πράγμα, είτε ως στόφα κατώτερη, είτε ως άμορφη ύλη στερημένη της νόησης και κεχωρισμένη αυτής. Ενώ για το χριστιανισμό τα πάντα (κτιστά νοητά και κτιστά υλικά, κτιστό αποκαλείται και το νοητό, για το Χριστιανισμό) είναι δημιουργημένα καλά, αλλά εξαιτίας της κτιστότητας (δηλ. της δημιουργίας από το μηδέν) και συνεπώς της τρεπτότητας (δηλ. της μεταβολής) μπορούν είτε να τελειοποιηθούν είτε να εκμηδενιστούν (ορθότερα αμαυρωθούν). Το κακό είναι παράσιτο του κόσμου αυτού κι όχι θεμελιώδης συνιστώσα του, όπως πιστεύουν οι οπαδοί της Ειμαρμένης. Γι' αυτό και δεν υπάρχει για την Ορθοδοξία «αρχή του κακού», και οι Πατέρες της Εκκλησίας καταπολέμησαν πνευματικώς την μανιχαϊστική και την γνωστική αντίληψη περί δύο αρχών, του καλού και του κακού. (Θεολογικώς η παραπάνω ανάλυση είναι άστοχη σε κάποια σημεία. Δεν τελειοποιείται ή αμαυρώνεται η ύλη, το κτιστό, λόγω της δημιουργίας εκ του μηδενός, αλλά λόγω της ρίξης που επέφερε ο άνθρωπος στην σχέση του με τον Δημιουργό, όταν επέλεξε να μην υπακούσει στο θέλημα του Κυρίου και να επαναστατήσει).
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες