Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Σάββατο 9 Απριλίου 2022

ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΠΛΗΞΙΑ, 4ο.

Όχι μόνο η σπαρτιατική νομοθεσία, την οποία οι Νεοπαγανιστές επαινούν ως πρότυπο, κατέστησε τους Αρχαίους Σπαρτιάτες ανίκανους να αυτοσυντηρηθούν και να παράξουν κουλτούρα ισάξια της αθηναϊκής, αλλά τούς έμαθε να περιφρονούν τη δουλειά και να υπερασπίζονται την οκνηρία! Το λακεδαιμονιακό κηφηναριό πολεμούσε τους εξωτερικούς εχθρούς, ενώ όταν δεν είχε πόλεμο έσφαζε τους Είλωτες, που του έδιναν το φαΐ στο στόμα. Όταν ένας Αθηναίος καταδικάστηκε επί αργία (οκνηρία), ένας Σπαρτιάτης που έτυχε να είναι στην Αθήνα εκείνη την εποχή απόρησε και θεώρησε πως ο καταδικασθείς θέλησε απλώς να ζει αξιοπρεπώς και ελεύθερα (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 24).

Να πως συμπεριφέρονταν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες στους Είλωτες (Φυσικά, και οι Έιλωτες, Έλληνες ήταν. Αλλά αυτό το «ξεχνούν» οι αρχαιοκεντρικοί. Ανέχονται την εμφύλια καταπίεση, μη τυχόν και σπιλωθεί η «αιώνια Σπάρτη»): «Οι Σπαρτιάτες, επιθυμώντας να ξεφορτωθούν τους πιο ισχυρούς από τους Είλωτες, έστειλαν χίλιους από αυτούς, τους πιο υπερήφανους, πιστεύοντας ότι θα εξολοθρευτούν στις μάχες. Έκαναν όμως και κάτι άλλο βίαιο και σκληρό, με το οποίο υπέθεταν ότι θα ταπεινώσουν τους Είλωτες. Κήρυξαν την απογραφή των Ειλώτων που είχαν κάνει κάτι καλό για την Σπάρτη, υποσχόμενοι ότι θα τους απελευθερώσουν, μετά από εξέταση. Τους δύο χιλιάδες που απογράφηκαν, οι Σπαρτιάτες έδωσαν εντολή στους ισχυρότερους πολίτες να τους σκοτώσουν, τον καθένα στο σπίτι του» (Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Δωδέκατη, 67, 3-4). Αυτό θα πει αρχαία σπαρτιατική φρίκη. Η γενοκτονία των αυτοχθόνων Ειλώτων από τους κατακτητές Δωριείς. Έσφαζαν ακόμα και τους συμπολεμιστές τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχει και ακόμη φρικτότερα περιστατικά:

«(...) Η ονομαζόμενη από αυτούς [Σπαρτιάτες] κρυπτεία (...) συνίσταται στο εξής: Οι άρχοντες από καιρού εις καιρόν έστελναν έξω σε διάφορα μέρη της χώρας, τους θεωρούμενους ως πλέον ευφυείς από τους νέους, οι οποίοι είχαν μαζί τους εγχειρίδια, τα αναγκαία τρόφιμα και τίποτε άλλο. Αυτοί κατά τη διάρκεια της ημέρας διασπειρόμενοι σε τόπους κρυφούς κρύβονταν και αναπαύονταν. Τη νύχτα κατέβαιναν στους δρόμους και όσους από τους Είλωτες συλλάμβαναν, τους έσφαζαν. Πολλές φορές, πετριτρέχοντας και τους αγρούς, έσφαζαν και τους ρωμαλεώτερους και ανδρειώτερους από εκείνους. Έτσι κι ο Θουκιδίδης στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου διηγείται (4, 80) ότι όσοι εξελέγησαν από τους Σπαρτιάτες για να ελευθερωθούν, λόγω ανδραγαθίας στεφανώθηκαν, γιατί έγιναν ελεύθεροι, και περιήλθαν τους ναούς των θεών, αλλά λίγο μετά όλοι εξαφανίστηκαν, περισσότεροι από δύο χιλιάδες, ώστε ούτε αμέσως τότε ούτε μετά μπορούσε κανείς να πει με πιο τρόπο δολοφονήθηκαν. Ο Αριστοτέλης μάλιστα λέει, ότι οι έφοροι ευθύς μόλις εκλέγονται, κηρύττουν τον πόλεμο κατά των Ειλώτων, ώστε να θεωρείται νόμιμο να τους σφάζουν» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 28).

Τουλάχιστον οι Λακεδαιμόνιοι δεν χρησιμοποιούσαν φούρνους, όπως οι Ναζί, που θαύμαζαν τη σπαρτιατική ευγονική και το πολίτευμα της Λακεδαιμονίας. Θα αξίζει να θαυμάσουμε όμως την γενοκτονία των Ελλήνων αυτοχθόνων από μια δράκα Δωριέων. Μια γενοκτονία, για την οποία ποτέ δεν θα μιλήσουν οι νεοπαγανιστές. Να τι έκαναν στους άοπλους Είλωτες οι γενναίοι παλικαράδες Λακεδαιμόνιοι, για να διασκεδάζουν μαζί τους, όταν δεν τους κατέσφαζαν: «Τους ανάγκαζαν να πίνουν πολύ άκρατο οίνο και τους περιέφεραν μετά στα συσσίτια. (...) Τους διέταζαν να ψάλλουν τραγούδια και να χορεύουν χορούς απρεπείς και γελοίους και να μην κάνουν τίποτε από όσα αρμόζουν σε ελεύθερους» (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 28). Είναι ίσως η πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου και συνεχούς εξευτελισμού του άμαχου πληθυσμού. Όπως οι Τούρκοι χλεύαζαν τους ραγιάδες Έλληνες με χίλιες δυο καθημερινές γελοιοποιήσεις και εξευτελισμούς, έτσι και οι Λακεδαιμόνιοι τους Είλωτες Έλληνες. Γι' αυτό ισχύει ότι στη Σπάρτη «ο δούλος είναι υπερβολικά δούλος» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 28).

«Στους Είλωτες επέβαλαν κάθε προσβλητική δουλειά που συντελούσε σε κάθε είδους ταπείνωση. Όρισαν ως υποχρεωτικό ότι ο καθένας θα έπρεπε να φορεί ένα σκούφο από δέρμα σκύλου και ένα δερμάτινο χιτώνιο, και ότι έπρπε να υφίσταται ένα ορισμένο αριθμό χτυπημάτων κάθε χρόνο, χωρίς να υποπέσει σε κανένα παράπτωμα, για να μην ξεχάσουν ποτέ ότι είναι δούλοι. Επιπλέον, αν κανείς ξεπερνούσε την εμφάνιση που ταίριαζε σε έναν δούλο, του επέβαλαν την θανατική ποινή, με ένα πρόστιμο στους κυρίους αν αυτοί δεν προσπαθούσαν να σταματήσουν αυτούς που γίνονταν ισχυροί» (Μύρων (FgrHist 106 F2) = Αθήν. 657d). Αυτά μάς θυμίζουν τις απαγορεύσεις των Τούρκων στους Έλληνες να φοράνε πλούσια ρούχα και να χτίζουν πολυτελή σπίτια και εκκλησίες, γιατί έτσι ανατρεπόταν το καθεστώς δουλείας.

Όταν κάποιοι Είλωτες είχαν καθίσει ικέτες στο ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, οι Λακεδαιμόνιοι τους σήκωσαν με το ζόρι από εκεί κι αφού τους απομάκρυναν, τους έσφαξαν (Θουκιδίδης, 1, 128, 1). Ο Ισοκράτης διακηρύσσει: «οι Λακεδαιμόνιοι θανάτωσαν περισσότερους Έλληνες χωρίς δίκη από όσους δικάστηκαν στην Αθήνα από την ίδρυση της πόλης μας» (12, 66). Άλλωστε, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, «οι Λακεδαιμόνιοι εφόνευον ως εχθρούς όλους, όσους συνελάμβανον εις την θάλασσαν, και τους συμπολεμούντας μετά των Αθηναίων και τους ουδετέρους» (Θουκιδίδης, 2, 67, 4). Ακόμη και τους ουδέτερους Έλληνες έσφαζαν. Τους Είλωτες δε θα έ‘σφαζαν; Και βέβαια, το γεγονός ότι οι Δωριείς Σπαρτιάτες αρνήθηκαν πεισματικά επί δέκα αιώνες («Η ειλωτία διετηρήθη σχεδόν άνευ μεταβολής μέχρι της ρωμαϊκής κυριαρχίας», Στράβων, 8, 4, c365) να δώσουν το παραμικρό πολιτικό δικαίωμα και ισότητα στους αυτόχθονες (και Έλληνες βεβαίως!) κατοίκους της Λακεδαιμονίας, τους οποίους υποδούλωσαν, είναι ακόμη μια απόδειξη του στενοκέφαλου, αντιδημοκρατικού και ανθελληνικού φυλετισμού τους.

Είναι πέραν κάθε νοσηρής φαντασίας η νεοπαγανιστική άποψη ότι οι Είλωτες καλοπερνούσαν στην Αρχαία Σπάρτη. Αν καλοπερνούσαν, δεν θα έκαναν τόσες επαναστάσεις. Ακόμη και οι Περίοικοι (ντόπιοι, μη Δωριείς, των οποίων η κοινωνική-πολιτική θέση ήταν μεταξύ της θέσης των Ειλώτων και της θέσης των Λακεδαιμονίων) της Λακεδαιμονίας επαναστατούσαν μαζί με τους Είλωτες κατά της κατοχής του τόπου τους. (Θουκιδίδης, 1, 101). Φυσικά, ο Αριστοτέλης κατακρίνει το πολεμικό ιδεώδες της Λακεδαιμονίας: «Δεν πρέπει να θεωρούμε ευτυχισμένη μια πόλη ούτε να εγκωμιάζουμε τον νομοθέτη της, επειδή προετοίμασε τους κατοίκους της να κυριαρχήσουν πάνω στις γειτονικές πόλεις» (Πολιτικά, Η’, 13, 1333b 39).

Μια άλλη λανθασμένη αντίληψη (όχι μόνο νεοπαγανιστική) είναι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ιδιωτικούς δούλους, αλλά ότι οι μόνοι δούλοι ήταν οι Είλωτες, οι οποίοι ήταν κρατική περιουσία. Αυτή η αντίληψη οδήγησε και στην αφαίρεση από τα σχολικά βιβλία – προς μεγάλη χαρά των νεοπαγανιστών – μιας φανταστικής διήγησης για την ζωή ενός δούλου στην Λακεδαιμονία, ο οποίος πουλήθηκε. Η αλήθεια, δυστυχώς, κι εδώ είναι εναντίον της νεοπαγανιστικής «ολιγαρχολατρίας». «Εκφράστηκε αμφιβολία κατά πόσο οι Σπαρτιάτες είχαν οποιουσδήποτε άλλους δούλους από τους Είλωτες. (...) Αλλά υπάρχει κάποια μαρτυρία ότι υπήρχαν επίσης κι άλλοι δούλοι. Ένα χωρίο αναφέρει την υπεροχή των Σπαρτιατών έναντι της Αθήνας «στην ιδιοκτησία των δούλων, και άλλων και των ειλώτων» (Πλάτωνα, Αλκιβιάδης, 122d). Ένα άλλο χωρίο λέει ότι άφηναν την απόκτηση χρημάτων «στους δούλους και είλωτες» (Πλούταρχου Σύγκρ. Λυκ. Νουμ. 2, 7). (...) Υπάρχει επίσης η μαρτυρία πέντε επιγραφών από το ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο που χρονολογούνται από το β'’ μισό του 5ου αι. ή το α' μισό του 4ου αι.» Η πρώτη επιγραφή λέει: (IG 5(1) 1228) «ἀνέθεκε τοῖ Πασοιδᾶ[νι] Θεάρες Κλεογένε. ἔφορος Δαίοχος. ἐπάκο Ἀρίο(ν), Λύον». Δηλαδή: «Ο Θεάρης αφιέρωσε τον Κλεογένη στον Ποσειδώνα. Έφορος Δαίοχος. Μάρτυρες: Αρίονας, Λύωνας». Αυτό ερμηνεύεται πάρα πολύ εύκολα ότι σημαίνει πως ο Θεάρης ελευθέρωσε το δούλο του Κλεογένη τη χρονιά που ο Δαίοχος ήταν ο κύριος έφορος στη Σπάρτη. Δεν μπορεί να είναι η απελευθέρωση ενός είλωτα, επειδή οι είλωτες μπορούσαν να ελευθερωθούν μόνο από την πολιτεία, όχι από ιδιώτη. Ο Θεάρης μπορούσε να είναι είτε ένας Σπαρτιάτης είτε ένας περίοικος, αλλά ο Gartledge Sparta 179, φαίνεται ότι δεν έχει ισχυρό επιχείρημα όταν λέγει ότι οι επιγραφές αυτές «πρέπει να αποδοθούν στους Περιοίκους», και το ονομάτισμα του Σπαρτιάτη εφόρου κάνει πιο πιθανό το γεγονός ότι ο Θεάρης ήταν Σπαρτιάτης. Θα έπρεπε επομένως να δεχτούμε ότι οι Σπαρτιάτες είχαν προσωπικούς δούλους επιπλέον από τους είλωτες, αν και όχι αναγκαία σε μεγάλους αριθμούς. Μπορεί να συνελήφθησαν στον πόλεμο, να αγοράστηκαν από δουλεμπόρους, ή να ήταν απόγονοι δούλων που αποχτήθηκαν με αυτούς τους τρόπους. Πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για οικιακές υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τη νομική θέση των δούλων αυτών, αλλά ίσως ήταν όπως εκείνη των δούλων αλλού» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 66-67). Άλλωστε, ο Θουκιδίδης, μιλώντας για μια αποτυχημένη επανάσταση Ειλωτών και μερικών Περιοίκων στα μέσα του 5ου αι, στην Ιθώμη της Μεσσηνίας (1, 101, 2), μας λέει ότι αυτοί παραδόθηκαν στους Σπαρτιάτες, υπό τον όρο ότι θα εγκατέλειπαν την Πελοπόννησο και δε θα επέστρεφαν ποτέ, αλλιώς «αν κανείς συλλαμβανόταν [από Λακεδαιμόνιο, προφανώς], θα γινόταν δούλος αυτού που θα τον συλλάμβανε» (Θουκ., 1, 103, 1). Θα περίμενε κανείς ότι η ποινή για έναν είλωτα που θα συλλαμβανόταν να είναι κάτι χειρότερο από το να γίνει απλώς είλωτας πάλι.

Η λογική της Λακεδαιμονίας όσον αφορά την τεκνογονία ήταν εξίσου απάνθρωπη. Θεωρούσε ο Λυκούργος τους νόμους των άλλων Ελλήνων ανόητους, διότι ενώ για τα θηλυκά ζώα έψαχναν να βρουν καλούς επιβήτορες, ώστε να προκύψουν καλοί απόγονοι ράτσας, δεν έκαναν το ίδιο και για τις γυναίκες. Φυσικά, ανόητη και μισάνθρωπη είναι μόνο η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα ζώο σαν τα άλλα, πουλερικό ή σκύλος ή άλογο και πρέπει να τον διαμορφώνουμε όπως τα ζώα ή να τον κλείνουμε σε ανθρωποτροφείο, για λόγους ευγονικής. Το κάλλιστο δυνατό, για τους οπαδούς μιας τέτοιας αντιλήψεως περί ανθρώπου, είναι να κλωσσούνταν από μηχανές και να εκτρέφονταν σε εκτροφεία οι «καλοί πολεμιστές».

Μια ακόμη προσπάθεια ωραιοποίησης της Λακεδαιμονίας, είναι η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι οι αρχαίοι Σπαρτάτες δεν είχαν μέρος όπου πετούσαν τα καχεκτικά παιδιά τους. Ο πολύς κόσμος κακώς πιστεύει ότι το μέρος αυτό λεγόταν Καιάδας. Κι οι νεοπαγανιστές εθνικιστές βασιζόμενοι σε αυτή την ανακρίβεια ή μάλλον το μπέρδεμα, «αποδεικνύουν» ότι δεν είχαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τέτοιο βάρβαρο θεσμό, κι άρα όλα είναι συνωμοσία κατά του σπαρτιατικού πνεύματος κ.λπ. κ.λπ. (οι γνωστές βλακώδεις θεωρίες περί συνωμοσίας). Όμως τόπος που έρριχναν τα παιδιά τους οι αρχαίοι Σπαρτιάτες υπήρχε και λεγόταν «Αποθέτες» (στον «Καιάδα» έριχναν τους Είλωτες). Συγκεκριμένα, γράφει ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 16): «Το γεννημένο παιδί (...) αν όμως ήταν ασθενικό και κακόμορφο, το έστελναν στις λεγόμενες Αποθέτες, βαραθρώδη τόπο πλησίον του Ταϋγέτου, διότι φρονούσαν, ότι παιδί που δεν είχε ευθύς εξαρχής γεννηθεί υγιές ούτε εύρωστο, ήταν συμφερότερο και για το ίδιο και για την πόλη να μη ζεί». Οι νεοπαγανιστές εθνικιστές ισχυρίζονται ότι η απόθεση των καχεκτικών βρεφών δεν σήμαινε ρίξιμο από γκρεμό, αλλά απλώς ότι τα άφηναν σ' έναν τόπο και από εκεί τα έπαιρναν οι Είλωτες. Το κείμενο, όμως, κάνει λόγο για «βαραθρώδη τόπο» κι όχι απλώς για «τόπο». Δηλαδή τα πέταγαν σε χαράδρα. Επιπλέον, το κείμενο λέει ότι «είναι συμφερότερο και για το ίδιο το παιδί να μη ζει». Δηλαδή, δεν το έδιωχναν απλώς από την κοινότητα˙ αλλά το εξόντωναν ακόμη και «για το δικό του το καλό». Εξ άλλου, θα ήταν απίθανο οι Λακεδαιμόνιοι να ενίσχυαν τον τεράστιο πληθυσμό των υπόδουλων Ειλώτων, δίνοντάς τους επιπλέον μικρά σπαρτιατόπουλα. Άλλωστε η πρακτική της απόθεσης-δολοφονίας βρεφών ήταν πανελλήνια˙ γιατί να μη την έχει και η Σπάρτη; Ευτυχώς για τους ίδιους τους Λάκωνες, αυτοί εκχριστιανίστηκαν γρήγορα και έπαψαν να μαστιγώνονται και να φονεύονται τα Σπαρτιατόπουλα στο βωμό της Ορθίας Άρτεμης και στα βάραθρα του Ταΰγετου αντίστοιχα, κι έτσι οι Σπαρτιάτες γλίτωσαν από το φόρο αίματος σε «θεούς» και Καιάδες, ενώ παράλληλα τα αδέρφια τους, οι Έλληνες Είλωτες, έπαψαν να είναι κρατική ιδιοκτησία και να σφάζονται άδικα.

Υπάρχει, όπως έχει διαπιστώσει ο άγγλος φιλόσοφος Ράσσελ, μια διαχρονική, ανα τους αιώνες «Εταιρία Φίλων της Λακεδαιμονίας». Όμως, επειδή της εταιρίας αυτής διαπρεπή μέλη υπήρξαν δικτάτορες, ναζί, φασίστες, οπαδοί του «φυσικού» (ολιγαρχικού, αριστοκρατικού) τρόπου ζωής, και γνήσιοι αντιδημοκράτες, η σωστή ονομασία θα έπρεπε να είναι «Συμμορία Φίλων της Λακεδαιμονίας». Και ο δικτάτορας Ιω. Μεταξάς, θαύμαζε το πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης˙ αυτός, υποστήριζε ως πρότυπο αρχαιοελληνικό, όχι την δημοκρατική Αθήνα, αλλά την ολιγαρχική Σπάρτη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μεταξάς: «οι νέοι παρασύρονται εις την πλάνην ότι αι Αρχαίαι Αθήναι ήσαν ο φορεύς των αρχαίων ιδανικών του πολιτισμού, της επιστήμης και της πολιτικής επικρατήσεως. Αι αρχαίαι Αθήναι, ασφαλώς δεν αποτέλεσαν το πολιτικόν ιδεώδες της αρχαίας Ελλάδος... θα έπρεπε λοιπόν να στραφώμεν όλοι μας όσον αφορά τα πολιτικά εθνικά ιδεώδη προς την αρχαίαν Σπάρτην» (Πηγή: Ιστορία Γ'’ Λυκείου, ΟΕΔΒ 1992). Όταν ο Λυκούργος ρωτήθηκε από κάποιον ξένο, γιατί δεν έκανε δημοκρατία στη Σπάρτη, του απάντησε «να κάνεις εσύ δημοκρατία στο σπίτι σου» (Πλούταρχου, Λυκούργος, 19). Δεν είναι σίγουρο αν ήταν ο Λυκούργος που έδωσε τέτοια απάντηση, πάντως, για να πίστευαν ότι την έδωσε ο Λυκούργος, θα ήταν σύνηθες επιχείρημα στη Λακεδαίμονα. Ωστόσο, δε θέλει πολλή σκέψη, για να εννοήσουμε ότι το επιχείρημα «κάνε εσύ πρώτα δημοκρατία στο σπίτι σου και μετά ζήτα δημοκρατικό πολίτευμα» είναι επιχείρημα χουντικού του καφενείου. Οι πολίτες δεν είναι ανήλικα παιδάκια που έχουν ανάγκη προστασίας του σοφού «πατερούλη» του έθνους, λαού. Όμως οι Ν/Π αυτό το πολίτευμα και αυτήν την νοοτροπία υπερασπίζονται υπερασπιζόμενοι το αρχαίο σπαρτιατικό πολίτευμα. Η εξιδανίκευση του Λυκούργειου πολιτεύματος από τους Έλληνες φασίστες δεν εκπλήσσει κανέναν˙ είναι πραγματικά εκπληκτικό όμως ότι την ίδια ακριβώς εξιδανίκευση κάνουν συμπαρατασσόμενοι με τους Ναζί – και νεοπαγανιστές που παριστάνουν τους «αντιεξουσιαστές». Ίσως λόγω του αρρωστημένου τοπικισμού τους. Διότι, μόνο άρρωστο πνευματικά, τοπικιστή θα αποκαλούσαμε όποιον υπερασπίζεται ανεξαιρέτως όλες τις πράξεις και τα ήθη, νόμους των αρχαίων κατοίκων του τόπου όπου ζει, απλώς και μόνο επειδή κατοικεί στον ίδιο τόπο με αυτούς. Πώς θα αποκαλούσαμε π.χ. έναν Έλληνα που θα υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν διέπραξε καμία αδικία ή έναν Τούρκο, που απλώς επειδή τυγχάνει Τούρκος, υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες πως η Τουρκία διέπραξε γενοκτονία κατά των Αρμενίων, συνιστούν «αντιτουρκική συνωμοσία»; Φασίστα. Πόση ελευθερία είχε ο Λακεδαιμόνιος, που μάθαινε χαρούμενος να ζει σαν ρομποτάκι, μας το περιγράφει σε ένα τρομερό απόσπασμα ο φιλολακεδαιμόνιος (γι' αυτό και προτιμήσαμε την περιγραφή του της Αρχαίας Σπάρτης) Πλούταρχος: «Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ζει όπως ήθελε, αλλά ζούσε διαρκώς στην πόλη σαν σε στρατόπεδο» (Λυκούργος, 24). Αυτήν τη ζωή θέλουν για τους Νεοέλληνες οι νεοπαγανιστές. Αυτόν τον τρόπο ζωής θέλουν οι Ν/Π να θαυμάζουμε.

«Οι Σπαρτιάτες δεν γνώριζαν τίποτα από τη νεότερη θεωρία ότι το δικαστικό σώμα πρέπει να είναι χωριστό από τους εκτελεστικούς αξιωματούχους. Οι κύριοι δικαστές ήταν ταυτόχρονα οι ίδιοι με τους κυριότερους αξιωματούχους της κυβέρνησης: οι δύο βασιλείς, οι είκοσι οκτώ γέροντες και οι πέντε έφοροι» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 179). Δηλαδή, η «άμεση δημοκρατία της Λακεδαιμονίας», όπως μας την περιγράφουν οι νεοπαγανιστές, ήταν ένα καθεστώς, όπου όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στην κυβέρνηση.

Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο για την ολιγαρχία της Λακεδαιμονίας, την οποία μερικοί νεοπαγανιστές προσπαθούν να παραστήσουν ως άμεση δημοκρατία. Σε αντίθεση με την πραγματική άμεση δημοκρατία της Αθήνας, όπου όλοι είχαν δικαίωμα λόγου, στην ολιγαρχία της Λακεδαιμονίας ο λαός δεν είχε λόγο. Μόνο η γερουσία, οι βασιλείς και οι έφοροι μπορούσαν να μιλήσουν. Ο λαός αποφάσιζε απλώς με ένα «ναι» ή ένα «όχι» στις έτοιμες προτάσεις. Λες και ήταν ανώριμοι, δεν τους επιτρεπόταν να δίνουν τις δικές τους προτάσεις. Αν τυχόν ο λαός τολμούσε να αλλάξει, κατά τη γνώμη του, μια πρόταση νόμου των εφόρων, τότε η κυρίαρχη ολιγαρχία διέλυε την συνέλευση. Αλλά, για να περάσει μια πρόταση νόμου στην συνέλευση των πολιτών, έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτή από τη Γερουσία, αφού είχε προταθεί από τους Εφόρους. Αν π.χ. η Γερουσία αρνείτο να εγκρίνει την πρόταση, οι πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα να συζητήσουν ή να εγκρίνουν την απόφαση. Άμεση Δημοκρατία; «Μόνο ένας έφορος μπορούσε να προτείνει νόμο (...) Η σπαρτιατική Γερουσία είχε τη δύναμη να αποφασίζει κατά πόσον ένας νόμος που προτεινόταν θα περνούσε στη συνέλευση των πολιτών» (Douglas M. MacDowell, Σπαρτιατικό δίκαιο, εκδ. Παπαδήμα, σ. 24, 25). Δηλαδή, οι απλοί πολίτες, ακόμη κι αν ήταν άξιοι, δεν είχαν το δικαίωμα να προτείνουν έναν νόμο. Τόσο αμεσοδημοκρατική ήταν η Λακεδαιμονία. Ο Πλούταρχος (Άγης, 11, 1) γράφει για τη Γερουσία, ότι η δύναμή τους ήταν πως κατ' ουσίαν προαποφάσιζαν: «τοὺς γέροντας, οἷς τὸ κράτος ἦν ἐν τῷ προβουλεύειν». Στην Αθήνα, όμως, ο καθένας μπορούσε να προτείνει νόμο κι ο λαός αποφάσιζε για όλα, δίχως «πατερούληδες».

Κυριολεκτικά στην αρχαιότητα κανείς δεν ήξερε ποιος κυβερνούσε στη Σπάρτη. Άλλοτε κυβερνούσε ένας από τους δύο βασιλιάδες˙ άλλοτε κάποιος ισχυρός στρατηγός˙ άλλοτε κάποιος από τους πέντε εφόρους. Την μια χρονιά επικρατούσε ειρηνόφιλος έφορος, ο οποίος έκανε συνθήκη ειρήνης με την Αθήνα, και την επόμενη φιλοπόλεμος έφορος, ο οποίος ξανάρχιζε τον πόλεμο (έτσι τα λέει ο Θουκιδίδης). Γραπτοί νόμοι δεν υπήρχαν, ο Λυκούργος απαγόρευσε να γραφούν οι νόμοι (Πλούτ., Λυκούργος, 13), με αποτέλεσμα οι 28 της γερουσίας, οι 5 έφοροι, οι 2 βασιλιάδες, να παλεύουν συνεχώς για την εξουσία. Μια φορά τους κυβέρνησε κι ο φυγόδικος Αλκιβιάδης, που στέλνοντας τον βασιλιά σε εκστρατεία κοιμόταν με μια βασίλισσα τους, και τους έσπειρε κι ένα διάδοχο, για τον οποίο αυτή καυχιόταν δημόσια ότι είναι του Αλκιβιάδη (Πλούταρχου, Αγησίλαος, 3, 1-3).

Η γερουσία αναδεικνύονταν με το εξής πρωτότυπο σύστημα: μαζευόταν ο λαός σε συνέλευση, κλείνονταν πέντε άντρες σε ένα κτίριο δίπλα στο λαό, και περνούσαν χωριστά ένας ένας μπροστά από το λαό οι υποψήφιοι γερουσιαστές, δίχως οι κλεισμένοι στο κτίριο άντρες να γνωρίζουν ποιος περνούσε πρώτος, ποιος δεύτερος κ.ο.κ. Ο λαός ζητοκραύγαζε τον κάθε υποψήφιο, άλλον περισσότερο κι άλλον λιγότερο. «Οι κλεισμένοι λοιπόν άνθρωποι εκράτουν πίνακες και εσημείωνον για τον καθένα χωριστά το μέγεθος της κραυγής, χωρίς να γνωρίζουν δια ποίον είναι. Δι' όποιον εγίνετο περισσότερα και μεγαλυτέρα κραυγή, αυτόν ανηγόρευον γερουσιαστήν» (Πλούτ., Λυκούργος, 26). Είναι φανερό πόσο παιδαριώδες σύστημα εκλογής ήταν αυτό, αφού στην εκλογή έπαιζε ρόλο το αν οι πληρωμένοι υποστηρικτές του ενός ή του άλλου υποψήφιου ήταν πιο φωνακλάδες από τους υπόλοιπους (ίσως κραυγάζοντας και κάποιες λέξεις-συνθηματικά που θα τις άκουγαν οι πιθανόν πληρωμένοι κριτές), ή το αν συνωστίζονταν πιο κοντά στο οίκημα οι φωνακλάδες του ενός ή του άλλου υποψήφιου, και ένα σωρό άλλες παρόμοιες απάτες που μπορούσαν να γίνουν. Ο Αριστοτέλης γράφει για τον τρόπο ανάδειξης της γερουσίας (Πολιτικά, Β’, 9, 1271a 9-10): «Παιδαριώδης είναι και ο τρόπος που κρίνουν την εκλογή της γερουσίας», ενώ για την εκλογή των εφόρων λέει (Πολιτικά, Β’, 9, 1270b 28-29): «Ο τρόπος απονομής του αξιώματος είναι παιδαριώδης, έπρεπε να εκλέγονται απ' όλο το λαό, και όχι όπως γίνεται τώρα».

Είναι μεγάλο το λάθος των νεοπαγανιστών που συγκρίνουν Αρχαία Αθήνα και Λακεδαίμονα. Τα μόνα δείγματα ενός αρχαϊκού πολιτισμού, διόλου ανώτερα από τα αντίστοιχα άλλων πόλεων τα επέδειξε η Αρχαία Σπάρτη μόνο τον 7ο και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Μετά, τίποτα. Σε μια εποχή, κατά την οποία στην Αθήνα ζούσαν και δίδασκαν Επίκουρος, Ζήνωνας, Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Πρόδικος, Σωκράτης, Αριστοτέλης, στην Αρχαία Σπάρτη πόσοι φιλόσοφοι υπήρχαν; Υπάρχει Σπαρτιάτης αρχιτέκτων ισάξιος του Φειδία; Υπάρχει Σπαρτιάτης τραγικός ισάξιος του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη; Υπάρχει Σπαρτιάτης αντάξιος του Αριστοφάνη; Υπάρχει Σπαρτιάτης ιστοριογράφος αντάξιος του Θουκιδίδη; Είναι από μόνες τους αστείες οι ερωτήσεις αυτές˙ διότι το σωστό ερώτημα είναι, αν υπάρχουν καν Σπαρτιάτες τραγικοί, Σπαρτιάτες φιλόσοφοι, Σπαρτιάτες ιστοριογράφοι, Σπαρτιάτες αρχιτέκτονες, ώστε να συγκριθούν με τους Αθηναίους. Δεν υπάρχουν. Σε τριάντα εννιά (39) γνωστούς Αθηναίους γλύπτες αντιστοιχούν μόλις δύο (2) Σπαρτιάτες. Για οκτώ γνωστούς Αθηναίους ζωγράφους δεν υπάρχει κανένας Σπαρτιάτης ζωγράφος. «Γνήσιες θεατρικές παραστάσεις ποτέ δεν ήταν σε υπόληψη στην Σπάρτη, όπως φαίνεται από την περιφρόνηση που εκδήλωσε ο Αγησίλαος προς φημισμένους υποκριτές (Πλουτ. Αγησ. 21)· επομένως το θέατρο που αναφέρεται επί Αγησίλαου χρησίμευε κυρίως για δημόσιες συγκεντρώσεις και για πάνδημες γιορτές. Οι χοροί των γυμνοπαιδιών αναφέρεται πως γίνονταν στο θέατρο (Αγ. 29, Ηροδ., 6, 67) και το αγώνισμα της σφαίρας αναφέρεται πως γινόταν στο θέατρο (Λουκ., Ανάχ., 38)». Η Αρχαία Αθήνα και το ανώτερο πολίτευμά της, ήταν η αιτία που μπόρεσε το ελληνικό ταλέντο να φανερώσει την πρωτοτυπία του στην αρχιτεκτονική, την ιστοριογραφία, την τραγωδία, την φιλοσοφία. Είναι, πράγματι, λάθος να παρουσιάζεται η ύπαρξη φιλολακώνων Αθηναίων και φιλολακώνων φιλοσόφων που εκθεσίασαν το πολίτευμα της Σπάρτης ως απόδειξη ότι το πολίτευμα της Αρχαίας Σπάρτης ήταν καλλίτερο. Το αντίθετο μάλλον αποδεικνύεται. Διότι, αυτοί οι φιλολάκωνες φιλόσοφοι είναι «προϊόν» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Εάν ζούσαν στην Σπάρτη, δεν θα είχαν γίνει ποτέ αυτό που έγιναν. Θα ήταν άσημοι στρατιώτες ή, το πολύ πολύ, Έφοροι (τρομερή η προσφορά των Εφόρων στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Όλος ο Δυτικός κόσμος τούς Εφόρους θαυμάζει). Ούτε φιλόσοφοι, ούτε τραγικοί, ούτε ιστοριογράφοι, ούτε αρχιτέκτονες. Μόνο στην Αθήνα υπήρχαν οι συνθήκες εκείνες που επέτρεπαν στον καθένα, ακόμη και σε φιλολάκωνες, να εκφραστεί και να αξιοποιήσει το ταλέντο του στις τέχνες και τον πολιτισμό. Είναι, πραγματικά, κρίμα που ο περσόδουλος Σπαρτιατισμός νίκησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν η Ελλάδα, εάν τα ιδανικά της Δημοκρατίας, της Ισηγορίας, του Διαλόγου είχαν κυριαρχήσει παντού. Δεν εξιδανικεύουμε, φυσικά, την Αθηναϊκή Ηγεμονία˙ δια της βίας κατέληξε να κυριαρχεί η Αθήνα. Αλλά τουλάχιστον, αυτή άφησε έναν Παρθενώνα, τους φιλοσόφους και τους τραγικούς. Η Σπαρτιατική ηγεμονία, τι άφησε;

Φυσικά, δέσμιοι τέτοιων νομοθεσιών, οι Λακεδαιμόνιοι μάθαιναν να μην ανέχονται ούτε την κριτική για την απίστευτα οπισθοδρομική αντίληψή τους. Είναι προφανώς ένδειξη της δημοκρατίας και της «πειθαρχημένης ελευθερίας», που είχαν. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι: «Τον Αρχίλοχο τον ποιητή, όταν πήγε στη Σπάρτη, τον έδιωξαν στη στιγμή, επειδή έμαθαν πως στο ποίημά του είχε γράψει πως είναι καλύτερο να πετάει κανείς τα όπλα παρά να πεθαίνει:

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται ἣν παρὰ θάμνωι, / ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων˙

αὐτὸν δ’ ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπίς ἐκείνη; / ἐρρέτω˙ ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.

[Κάποιος Σάιος χαίρεται με την ασπίδα μου που σε θάμνο, / όπλο αψεγάδιαστο, την πέταξα, χωρίς να θέλω˙ / τον εαυτό μου έσωσα. Τί με νοιάζει για την ασπίδα εκείνη; / Να πάει στα κομμάτια. Και πάλι καλλίτερη θα αποκτήσω]» (Πλούταρχου, Ηθικά [Παλαιά Λακ. επιτηδ.], 239b).

Τί άλλο θα μπορούσε να είχε συμβεί, αφού απαγορευόταν από τους νόμους του Λυκούργου, στους Σπαρτιάτες να ταξιδεύουν και να έρχονται ξένοι στην Σπάρτη; «Ξέρω καλά ακόμη ότι στο παρελθόν έδιωχναν τους ξένους από την πόλη και δεν επέτρεπαν να ταξιδεύουν [οι Σπαρτιάτες] έξω από την πόλη τους» (Ξενοφώντα, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 14, 4). Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε, τάχα για να μην φέρουν κακές συνήθειες στην Σπάρτη οι ξένοι που θα την επισκέπτονταν ή οι Σπαρτιάτες που θα επέστρεφαν από ταξίδια. Φαίνεται πόσο παράλογο είναι το μέτρο. Με την ίδια τη λογική της απαγόρευσης ταξιδιών, μπορεί να κατακριθεί ο Λυκούργος, ότι εισήγαγε στη Σπάρτη ό,τι πιο κακό από το εξωτερικό. Ο ίδιος ο Λυκούργος, προτού νομοθετήσει στους Σπαρτιάτες, είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες έξω από την Λακεδαιμονία, στις οποίες είδε κι έμαθε πολλά, τα οποία μετέφερε στη Σπάρτη. Δηλαδή οι πολλοί Σπαρτιάτες δεν είχαν το δικαίωμα να δουν και να κρίνουν, όπως έκανε ο Λυκούργος, ταξιδεύοντας. Άρα δεν θεσπίστηκε το μέτρο αυτό, τάχα για να μην φέρουν κακές συνήθειες στη Σπάρτη, αλλά για να μην ανοίξουν τα μάτια των απλών Σπαρτιατών και αντιληφθούν πόσο οπισθοδρομικό ήταν το πολίτευμά τους. Διότι, τα ταξίδια, το εμπόριο και η ελεύθερη επικοινωνία με άλλους λαούς –όλα όσα απαγόρευσε ο Λυκούργος– οδηγούν τον καθένα να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες˙ όχι απαραίτητα για κακό, όπως προπαγάνδιζαν οι φιλολακεδαιμόνιοι αρχαιόπληκτοι. Αλλά ο Λυκούργος, αφού ταξίδεψε, ήθελε οι Λακεδαιμόνιοι να μην έχουν την ευκαιρία να γίνουν ευρυμαθείς μέσω της συναναστροφής με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο. Δεν ήθελε, οι Σπαρτιάτες να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης με αυτόν. Ήθελε η άρχουσα τάξη της Λακεδαιμονίας να επιβάλει την δική της ερμηνεία και οπτική του κόσμου στα στρατιωτάκια της, γι' αυτό τους απαγόρευσε τα πάντα. (Ακριβώς όπως σκέπτονταν και απαγόρευαν οι πρώην κομμουνιστικές δικτατορίες στους πολίτες τους, κι ακόμα εφαρμόζει η κομμουνιστική Βόρεια Κορέα)

Γι' αυτόν το λόγο «η αρετή δεν πρέπει να εφαρμόζεται όπως την εφαρμόζει η πόλη των Σπαρτιατών», λέει (Πολιτικά, Η’, 13 (1334a 40)) ο Αριστοτέλης. Φυσικά, αυτό το αποδεικνύει καλύτερα η ιστορία. Όσες φορές κάποιος Λακεδαιμόνιος έζησε για λίγο ελεύθερος έξω από την «ιδανική» Λακωνία, έπεφτε με τα μούτρα στο φαΐ, στο χρυσάφι, στα πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα. Φαίνεται τι αποτέλεσμα είχε η διαπαιδαγώγηση του Λυκούργου˙ πόσο ψεύτικη ήταν στην πραγματικότητα, επικρατώντας στις ψυχές των Λακεδαιμονίων μόνο δια της πνευματικής και της σωματικής (οι μαστιγοφόροι που αναφέρει ο Ξενοφώντας, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 2, 2) τρομοκρατίας επί των εφήβων και των πολιτών.

Και ο Πλάτων κατακρίνει την Αρχαία Σπάρτη, όσο φιλολακεδαιμόνιος κι αν ήταν. Στο Πολιτεία Η’, 544cd αναφέρει τα πολιτεύματα που αποτελούν εκφυλισμό της ιδανικής «Πολιτείας», και όσο πάει τόσο πιο εκφυλισμένα είναι. Το πρώτο από αυτά, το αμέσως μετά την ιδανική Πολιτεία, είναι το πολίτευμα που υπάρχει στην Κρήτη και τη Λακωνική. Ο Πλάτων περιγράφει επικριτικά τι συμβαίνει σε αυτού του είδους το πολίτευμα, το τιμοκρατικό, όπως ο ίδιος το ονομάζει: «Συμβιβάστηκαν να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη και τις κατοικίες, να υποδουλώσουν εκείνους που φρουρούσαν πριν και που ως ελεύθερους τους θεωρούσαν φίλους και τροφούς των, να τους κάνουν τώρα περιοίκους και δούλους των» (Πολιτεία 547bc) και «Δικά της χαρακτηριστικά [η τιμοκρατική πολιτεία] θα έχει το φόβο να υψώνη στα ανώτατα αξιώματα τους σοφούς, επειδή δεν θα βρίσκει πια μέσα στην κοινωνία τέτοιους ανθρώπους μονομερείς και αποκλειστικούς, αλλά μεικτούς, την τάση να κλίνει προς ανθρώπους περισσότερο ορμητικούς, γεννημένους μάλλον για τον πόλεμο παρά για την ειρήνη» (Πολιτεία 547e) και «Οι άνθρωποι αυτού του είδους [σημ:= του Σπαρτιατικού πολιτεύματος] θα είναι επομένως άπληστοι στα υλικά αγαθά, όπως συμβαίνει στις ολιγαρχίες, και με μανία θα λατρεύουν στα κρυφά το χρυσό και τον άργυρο, αφού θα έχουν δικά τους ταμεία και θησαυροφυλάκια» (Πολιτεία 548a) και «πρέπει να είναι πιο αυθάδης και κάπως πιο άμουσος, αν και θα αγαπά τη μουσική· θα αγαπά επίσης τους λόγους και τα ακροάματα, αλλά ο ίδιος δεν θα έχη καμιά ρητορική ιδιοφυΐα. Προς τους δούλους θα είναι σκληρός (...) προς τους άρχοντες πάρα πολύ υπάκουος (548e-549a).

Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σαφώς δέσμιοι θρησκευτικών προκαταλήψεων. Δύο φορές σε διάστημα ενός χρόνου εξεστράτευσαν κατά γειτονικής χώρας, αλλά επειδή οι θυσίες για την διάβαση των συνόρων της Λακωνίας δεν ήταν ευνοϊκές, γύρισαν πίσω (Θουκιδίδης, 5, 54, 2˙ 5, 55,3).

Είναι λάθος να θεωρούμε την Λακεδαιμονία ως το κατ' εξοχήν κέντρο της «Δωρικότητας». Πιο καθαρόαιμες δωρικές περιοχές ήταν το Άργος και η Λοκρίδα. Ακόμη και η διάλεκτος των Λακεδαιμόνιων δεν είναι η καθαρή δωρική της Λοκρίδας ή του Άργους. Εκείνα τα σιόρ (=θεός) και σιώ και κάποιοι άλλο γλωσσικοί τύποι και η προφορά ''σ'' αντί ''θ'' κάθε άλλο παρά δωρικά στοιχεία είναι. Η Αθήνα, με τους δωρικού ρυθμού ναούς του Παρθενώνα, του Θησείου και πολλών άλλων ναών, με τους πολίτες της που κυκλοφορούσαν συνεχώς οπλισμένοι μέχρι λίγα χρόνια πριν τον Θουκιδίδη (Θουκ., 1, 6, 3), ήταν πιο δωρική. Το όνομα Λακεδαιμόνιος οπωσδήποτε δείχνει προδωρική θρησκεία˙ σημαίνει «δαιμονισμένος κράχτης», πρόπολος οργιαστικού θεού σε κατάσταση μανίας, οργιαστού που κραυγάζει (λακεῖν) σαν μανιακός για το θεό του. Ο θεός αυτός είναι ο προδωρικός θεός Υάκινθος.

Οι σημερινοί κάτοικοι της Λακωνίας δεν είναι ασφαλώς όλοι απόγονοι των ελεύθερων Αρχαίων Σπαρτιατών (που ήταν μικρό ποσοστό των κατοίκων της Λακεδαιμονίας). Πόσοι και πόσοι σημερινοί Λάκωνες κατάγονται από τους Είλωτες. Ή από τους περίοικους, που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Πού το ξέρει καθείς πόθεν κατάγεται; Μπορεί κι οι αρχαιολάτρες υπερασπιστές του Λυκούργειου πολιτεύματος να είναι απόγονοι Ειλώτων ή Περίοικων. Και να αγανακτούν που λέγεται η αλήθεια για τους Αρχαίους Σπαρτιάτες. Η υπεράσπιση της Αρχαίας Σπάρτης λοιπόν, από αρχαιολάτρες που μπορεί να είχαν προγόνους-θύματα της καταπίεσης της Αρχαίας Σπάρτης, είναι φαιδρός νεο-τοπικισμός και σοβινισμός.

Εννοείται, ότι διόλου δεν υποτιμάται ο ηρωισμός, η ανδρεία και η περιφρόνηση προς το θάνατο που είχε ο αρχαίος Σπαρτιάτης. Άλλο πράγμα αυτή κι άλλο ο θαυμασμός για το πολίτευμα της Σπάρτης. Άλλο πράγμα να θαυμάζουμε τους 300 των Θερμοπυλών κι άλλο να επαινούμε άκριτα το πολίτευμα της Λακεδαιμονίας. Ανδρεία και ηρωισμό ειχαν και οι δημοκράτες αρχαίοι Αθηναίοι όμως. Άλλο πράγμα το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να καταστρέψουν την Αθήνα, μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, κι άλλο πράγμα να εκθεσιάζεται το πολίτευμα της Σπάρτης. Είναι πάντως κρίμα, που το τόσο άξιο ανθρώπινο σύνολο των Λακεδαιμόνιων, με την εξυπνάδα και ευστροφία που διέθετε, χαραμίστηκε και κατέληξε ένα αιώνιο στρατόπεδο. Θα μπορούσε να είχε γίνει ανώτερη κι από την Αθήνα πολιτισμικά, η Λακεδαιμονία, ωστόσο το πολίτευμά της φίμωσε τόσους έξυπνους και δραστήριους ανθρώπους. Άνθρωποι σαν τον σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, τον σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη, τον σπαρτιάτη βασιλιά Νάβι ξεπάστρεψαν (ο δεύτερος) τους εφόρους καταργώντας το αξίωμά τους (που ο Λυκούργος όρισε) και απελευθερώνοντας, εξισώνοντας πολιτικά τους είλωτες (ο τρίτος), είναι άξιοι αιώνιας τιμής, διότι τσάκισαν την αρρώστεια του ρατσισμού (δουλεία ειλώτων), της ολιγαρχίας (κυριαρχία εφόρων) και του μιλιταρισμού (ο Νάβις εγκαθιστούσε τη δημοκρατία σε όσες πόλεις επιβαλόταν), με μια λέξη το λυκούργειο πολίτευμα. Είναι κυριολεκτικά η πραγματικά ένδοξη περίοδος της ιστορίας της Λακεδαιμονίας – σε αντίθεση με ό,τι λένε οι νεοπαγανιστές. Σε καμμία περίπτωση δεν είναι σωστό το κάψιμο των χλωρών με τα ξερά.

Ο κύριος λόγος που οι νεοπαγανιστές ισχυρίζονται πως η αρχαία Σπάρτη αδικείται είναι ο σοβινισμός. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν σώνει και καλά όλη την Αρχαιότητα να την παρουσιάζουν ως άψογη και τέλεια. Πράγμα που μόνο ανιστόρητοι το δέχονται. Να προσθέσουμε, ότι όλη αυτή η θεωρία περί συνωμοσίας πρώτον είναι αγαπητή σε ακραίους κύκλους και δεύτερον είναι σαφέστατα όχι μόνο ιστορικώς αβάσιμη αλλά και δείχνει παιδαριώδη κοσμοαντίληψη και σκέψη. 

Πηγή: ierosolymitissa.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες