Η θεωρία της εξιλέωσης αποτελεί νοθεία της πίστεως, καθώς παρουσιάζει έναν Θεό κατασκευασμένο κατά τα ανθρώπινα μέτρα, και εξετάζει την αμαρτία επιφανειακά ως ποινική και νομική παράβαση του Νόμου του Θεού και όχι ως αστοχία προς την θέωση και αποτέλεσμα της φθοράς της ανθρώπινης φύσης που έφερε η αυτονόμηση των πρωτοπλάστων, όπως πραγματικά είναι.
Προκειμένου να καταλάβει κανείς πλήθος θεμάτων της Χριστιανικής πίστης, όπως για παράδειγμα τι είναι η αμαρτία, τι είναι ο θάνατος, γιατί βαπτιζόμαστε, ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου, γιατί ενανθρώπησε ο Θεός Λόγος και όχι ένα κτίσμα κλπ, πρέπει να κατανοήσει ορθά τι περιγράφουν τα τρία πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως, και ειδικά να κατανοήσει τι συνέβη στο τρίτο της κεφάλαιο. Όλα αυτά τα ωραία πράγματα αναλύονται με πανεπιστημιακές μελέτες και διατριβές, όπως του μακαριστού π. Ι. Ρωμανίδη, με τίτλο «Το προπατορικό αμάρτημα». Δεν θα εστιάσουμε σε αυτά με κάθε λεπτομέρεια όμως. Υπάρχουν οι ειδικοί που έχουν ασχοληθεί και αναλύσει το θέμα μέσα από την Πατερική Ορθόδοξη Παράδοση. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε επιγραμματικά, και θα παρουσιάσουμε ορισμένα στοιχεία που δείχνουν ότι η δυτική αυτή θεώρηση, πέραν του ότι είναι νοθεία της πίστεως, είναι επίσης και βλάσφημη. Και δυστυχώς, την έχει υιοθετήσει τόσο ο Παπισμός, όσο και τα «τέκνα» του, οι Προτεσταντικές ομάδες.
Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», αναφέρει για την σχετική διδασκαλία, την οποία πρωτοανέπτυξε ο Άνσελμος (+ 1109):
«[..] υποστήριξε ότι ο άνθρωπος, επειδή με την αμαρτία του προσέβαλε τον Θεό, όφειλε να εκπληρώσει το χρέος του μόνο προς τον Θεό, για να του προσφέρει την αναγκαία ικανοποίηση (satisfactio). Ο άνθρωπος όμως οφείλει πάντοτε υπακοή στον Θεό και δεν διαθέτει τη δύναμη από μόνος του να θεραπεύσει μια παλαιότερη παρακοή. Συνεπώς, την ικανοποίηση αυτή μπορούσε να προσφέρει μόνο ένας θεάνθρωπος, ο οποίος θα ήταν τέλειος άνθρωπος και θα είχε, ως τέλειος Θεός, τη δύναμη να προσφέρει κάτι το άπειρο. Ο θεάνθρωπος όχι μόνο κάλυψε με τη θυσία του σταυρού την ικανοποίηση του Θεού, αλλά και προσέφερε στους ανθρώπους και την ανταμοιβή της αιώνιας ευλογίας του Θεού. Η όλη νοοτροπία του έργου έχει επηρεασθεί από τα πρότυπα λειτουργίας της φεουδαρχικής κοινωνίας της Δύσεως, αλλά η όλη θεολογική επιχειρηματολογία της διαλεκτικής μεθόδου κατέστησε το έργο μοναδικό στη σχολαστική παράδοση» (Β’ Τόμος, σελ. 464).
Είναι φανερό ότι ο Θεός παρουσιάζεται με πάθη, όπως τον θυμό, και η θυσία του Κυρίου ως προσφορά εξιλέωσης για τον Θεό. Θύμωσε ο παντοδύναμος θεός διότι ο αδύνατος άνθρωπος τον πρόσβαλε αφού δεν τον υπάκουσε. Έτσι λοιπόν ο θεός που διψούσε για την ‘’αποκατάστασή’’ του θιγομένου εγωισμού του, απαιτούσε μια τέλεια προσφορά που δεν ήταν άλλη παρά ο αναμάρτητος Υιός του, ο οποίος πεθαίνοντας στον σταυρό, από την μία κατεύνασε τον θυμό και από την άλλη έδωσε ως δώρο την νομική δικαίωση. Όλα αυτά βέβαια, μακράν απέχουν από την Ευαγγελική αλήθεια όπως διαφυλάχτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, θυμίζοντας περισσότερο αρχαίους ειδωλολατρικούς μύθους, παρά την αποκάλυψη του ζώντος Θεού.
Ο αρχ. Βασίλειος Στεφανίδης στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», αναφέρει:
«Η θεία δικαιοσύνη απήτει ικανοποίησιν, την οποίαν ο άνθρωπος δεν ηδύνατο να τελέση, ήτο άρα, ανάγκη να τελέση αυτήν ο θεάνθρωπος. Δια της διδασκαλίας ταύτης πρώτος ο Άνσελμος την υπό του Τερτυλλιανού καθορισθείσαν νομικήν σχέσιν του ανθρώπου και του Θεού εν τω μυστηρίω της εξομολογήσεως και της μετανοίας μετέφερεν επί της σχέσεως του Χριστού και του Θεού εν τω ζητήματι του σωτηριώδους έργου του Χριστού» (6η Έκδοση, σελ. 547).
Η διδασκαλία αυτή της ''εξιλεώσεως'' ήταν άγνωστη στην Εκκλησία επί 1000 περίπου χρόνια, και πρωτοεμφανίστηκε από τον δυτικό Άνσελμο. Ο Τερτυλλιανός δεν είχε αναφέρει τίποτα σχετικά, αν και αυτός έβλεπε τα πράγματα υπό το νομικό πρίσμα, μη όντας γνήσιος φορέας της Παραδόσεως, κάτι που φαίνεται και από την μετέπειτα αποστασία του στο αιρετικό κίνημα του Μοντανού. Ο Άνσελμος απλά πήρε την θεωρία του Τερτυλλιανού που αφορούσε το μυστήριο της εξομολόγησης, και την προσάρμοσε σε μια νέα θεωρία δική του, όσον αφορά το θέμα του έργου του Χριστού πάνω στον Σταυρό.
Πως όμως θα ήταν δυνατό ο Θεός να ζητά από εμάς να συγχωρούμε χωρίς να περιμένουμε ‘’εξιλέωση’’ από τους άλλους αλλά να τους συγχωρούμε με ένα απλό ‘’συγνώμη’’, και ο ίδιος να απαιτεί την θυσία ενός αναμάρτητου; «Και αν επτάκις της ημέρας αμαρτήση εις σε, και επτάκις της ημέρας επιστρέψη προς σε, λέγων, Μετανοώ, θέλεις συγχωρήση αυτόν» (Κατά Λουκά, 17:4).
Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να συγχωρεθεί λέγοντας απλά «μετανοώ»; Από εδώ φαίνεται ότι το θέμα της σωτηρίας δεν είναι νομικό αλλά οντολογικό. Η πτώση των πρωτόπλαστων δεν ήταν νομικού χαρακτήρα, αλλά οντολογικού. Η πτώση τους στέρησε την χάρη του Αγίου Πνεύματος με την οποία θα οδηγούνταν στην ομοίωσή τους με τον Θεό. Η αστοχία τους συνίστατο στην αυτονόμησή τους από την πηγή της Ζωής. Χωρίς τον Θεό όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει τον σκοπό για τον οποίο πλάστηκε. Για αυτό και δεν κληρονομούμε από τους προπάτορές μας την ευθύνη της πτώησης (μια ευθύνη για την οποία εμείς δεν ευθυνόμαστε), αλλά την φθορά και τον θάνατο. Για αυτό και ενανθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού, προκειμένου να μας επαναφέρει, και να μας ανοίξει και πάλι τον δρόμο για την ομοίωσή μας με τον Τριαδικό Θεό. Η σωτηρία δεν είναι η νομική απαλλαγή από την ενοχή και η ικανοποίηση του θεού, αλλά η νίκη κατά της φθοράς και του θανάτου που μας χάρισε ο Χριστός. Ενανθρώπησε ο Θεός Λόγος προκειμένου να ενώσει κατά χάρη την ανθρωπότητα με τον Θεό. Η σωτηρία είναι θεραπεία!
Ο Ματθαίος Γκάλλατιν, ο οποίος πέρασε από πολλές ομάδες του Προτεσταντισμού αλλά και από τον Παπισμό και τελικά κατέληξε στην Ορθόδοξη Πίστη, γράφει όταν του αποκαλύφθηκε αυτή η μεγάλη αλήθεια:
«Η ανακάλυψη αυτή ήταν τόσο όμορφη που η καρδιά μου κυριολεκτικά σκίρτησε από συγκίνηση. Για τα πρώτα χίλια χρόνια, διάβασα, η χριστιανική Εκκλησία δεν δίδασκε ότι η θυσία του Χριστού είχε στόχο την ικανοποίηση της υπόληψης του Θεού. Αντ’ αυτού, δίδασκε ότι ο θάνατος του Ιησού ήταν το ακριβό τίμημα που πλήρωσε εκουσίως ο Υιός του Θεού για να ελευθερώσει τα αγαπημένα Του δημιουργήματα από τη δυναστεία του θανάτου. Με την θυσία του Χριστού οι πιστοί ελευθερώθηκαν από τα δεσμά του θανάτου και από τις επιβουλές του διαβόλου [..] η ερμηνεία αυτή φωτίζει το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής με τη θεία ευσπλαχνία. Αποκαλύπτει έναν σωτήρα Θεό και όχι έναν Θεό θυμωμένο για την κηλίδωση της υπόληψής Του, που απαιτεί πληρωμή για αυτό» (Διψώντας για τον Θεό, σελ. 95).
Ο π. Ι. Ρωμανίδης εξηγεί Πατερικά, σε τι συνίσταται η πτώση:
«Οι Πατέρες λένε ότι κατά την πτώσι του άνθρωπου εσκοτίσθηκε ο νους του ανθρώπου. Εσκοτίσθη ο νους του Αδάμ. Δεν ασχολούνται οι Πατέρες με τον Αδάμ ως Αδάμ, άλλα με τον νουν του Αδάμ, ο οποίος Αδάμ αρρώστησε, επειδή εσκοτίσθηκε ο νους του. Οι Πατέρες μιλάνε για ασύνετον νουν. Παντού στην Πατερική γραμματεία το θέμα της πτώσεως είναι ο σκοτασμός του νοός του ανθρώπου [..] Αλλά εμείς πως ξέρομε ότι ο νους του Αδάμ σκοτίσθηκε; Απλούστατα, διότι γνωρίζομε ότι εμείς οι ίδιοι τώρα έχομε εσκοτισμένον νουν. Και αυτός ο εσκοτισμένος νους θέλει θεραπεία . Η δε θεραπεία συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Έχει δηλαδή δύο φάσεις. Η θέωσις είναι πλήρης θεραπεία. Αλλά τι σημαίνει εσκοτισμένος νους; Σημαίνει ότι η νοερά ενέργεια της καρδιάς του ανθρώπου δεν ενεργεί σωστά. Η νοερά ενέργεια αρχίζει να ενεργή σωστά μόνον όταν ο άνθρωπος περάση από κάθαρσι και φθάση στον φωτισμό. Μετά την πτώσι, ο νους είναι σκοτισμένος. Γιατί; Διότι είναι γεμάτος από λογισμούς και έχει σκοτισθή από αυτούς τους λογισμούς. Πότε συμβαίνει αυτό, το να σκοτισθή ο νους από τους λογισμούς; Συμβαίνει όταν οι λογισμοί της διανοίας κατεβούν στην καρδιά και γίνουν λογισμοί του νοός. Όταν γίνει σύγχυσις λογισμών μεταξύ λογικής και νοός. Υπάρχουν δηλαδή λογισμοί στον νουν, που δεν πρέπει να υπάρχουν εκεί, διότι ανήκουν στην λογική (στην διάνοια). O νους πρέπει να είναι τελείως άδειος από λογισμούς, ώστε να μπορεί να έλθη στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιο να κατοικήση και να παραμείνη μέσα του» (Πατερική Θεολογία, κεφ. 8).
Ο αρχ. Π. Μπρούσαλης, αναφέρει σχετικά από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης:
«Αλλά ο άνθρωπος δεν πλάστηκε, για να ζει αποκομμένος από τον Δημιουργό του, πεσμένος στην αμαρτία. Ένιωθε βέβαια την ανάγκη και ήθελε να ανορθωθεί από την πτώση του. Δεν είχε όμως τη δύναμη, δεν έβρισκε τον τρόπο. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ο τρόπος και η δύναμη για την ανόρθωση. Ποιος διέθετε τη δύναμη; Ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί τον τρόπο της ανόρθωσης; Μόνο ο Δημιουργός: ''Τω εξ αρχής δεδωκότι την ζωήν μόνω δυνατόν ην και πρέπον άμα και απολομένην ανακαλέσασθαι’’. Από την πίστη και τη διδασκαλία της Εκκλησίας διδασκόμαστε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, και πάλι από την πίστη μαθαίνουμε ότι τον ανορθώνει από την πτώση και τον σώζει» (Εισαγωγή στην θεολογία του Γρ. Νύσσης, σελ. 19-20).
Στο ίδιο έργο, γράφει επίσης:
«Όπως ακριβώς η αρχή του θανάτου ξεκίνησε από ένα, τον Αδάμ, και απλώθηκε σ’ όλο το ανθρώπινο γένος, έτσι και ‘’η αρχή της αναστάσεως δι’ ενός (του Χριστού) διατείνει επί πάσαν την ανθρωπότητα’’» (σελ. 24).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει στο λόγο του «Εις το Πάσχα» συνοψίζοντας με λίγα λόγια την ουσία της θεολογίας για την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου:
«Διατί τάχα θα ευχαριστούσε το αίμα του Μονογενούς τον Πατέρα, ο οποίος δεν δέχτηκε ούτε τον Ισαάκ, όταν του είχε προσφερθεί ως θυσία από τον πατέρα του, αλλά άλλαξε την θυσία και τοποθέτησε κριάρι εις την θέση του λογικού θύματος; Είναι επομένως φανερό ότι το λαμβάνει μεν ο Πατήρ, χωρίς να το ζητήσει ούτε και να το έχει ανάγκη, αλλά δια να εκπληρωθεί το σχέδιο της σωτηρίας και επειδή έπρεπε να αγιασθεί ο άνθρωπος από την ανθρώπινη φύση του Θεού, για να μας ελευθερώσει ο ίδιος, αφού κατανίκησε με την βία τον τύραννο και για να μας επαναφέρει κοντά του με την μεσιτεία του Υιού, ο οποίος έδωσε το αίμα του για να μας σώσει προς τιμή του Πατρός, εις τον οποίο φαίνεται ότι παραχωρεί τα πάντα» (ΕΠΕ, 5, σελ. 201).
Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είχε χαρακτήρα νομικό υπό την έννοια ότι έπαθε για να εξιλεωθούμε εμείς με τον θάνατο ενός αναμάρτητου, αλλά έπρεπε να προσληφθεί η ανθρώπινη φύση που νοσούσε, προκειμένου να θεραπευτεί και έτσι να ανοίξει και πάλι ο δρόμος προς την ομοίωση του Θεού που διεκόπη εξ αιτίας της αυτονόμησης των πρωτοπλάστων που δέχτηκαν την αυτοθέωση που τους πρότεινε ο διάβολος δια του όφεως. Δεν είναι επομένως, ότι απλά συγχωρούμαστε για τις παραβάσεις μας, αλλά θεραπευόμαστε οντολογικά.
Αυτήν την Αγιογραφική αλήθεια εκφράζουν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Να μερικά ελάχιστα παραδείγματα:
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει αλλού:
«Αυτός εισέρχεται εις την ίδια την εικόνα του, ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχή πνευματική προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζοντας έτσι το όμοιο με το όμοιό του» (ΕΠΕ 5, σελ. 59).
Γράφει ο πατρολόγος Στυλιανός Παπαδόπουλος για την θεολογία του Μ. Αθανασίου για την πτώση:
«Την κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει ο Αθανάσιος επιστροφή στο ''κατά φύσιν’’, το οποίο ταυτίζει με το ''ουκ ον’’, δηλαδή με το μηδέν, από το οποίο προήλθαν οι άνθρωποι. Έτσι αμαρτία, πτώση, θάνατος, κακό, ειδωλολατρία, ταυτίζονται· ''η γαρ παράβασις της εντολής εις το κατά φύσιν αυτούς επέστρεφεν, ίνα, ώσπερ ουκ όντες γεγόνασιν, ούτω και την εις το είναι φθοράν υπομείνωσι τω χρόνω εικότως’’» (Β’ Τόμος, σελ. 267).
Ενώ στην σελίδα 268, γράφει ο καθηγητής:
«Η εικόνα στον άνθρωπο γίνεται τόπος υποδοχής της επεμβάσεως του Θεού [..] Την επέμβαση συνιστά η ενανθρώπηση του ίδιου του θείου Λόγου, του Υιού του Πατέρα: ''ο Θεός ελεήσας πάλιν το γένος το ανθρώπινον, άτε δη αγαθός ων, ουκ αφήκεν αυτούς ερήμους της εαυτού γνώσεως, ίνα μη ανόνητον έχωσι και το είναι’’. ''Τι έδει γενέσθαι, αλλ’ η το κατ’ εικόνα πάλιν ανανεώσαι, ίνα δι’ αυτού πάλιν Αυτόν γνώναι δυνηθώσιν οι άνθρωποι; [..] Ο Θεός πλέον δεν διδάσκει με κραυγές και νεφέλες, όπως στην Π. Δ, αλλά φανερώνει την αλήθεια γινόμενος άνθρωπος, προσλαμβάνοντας το φθαρτό κτίσμα, ανακαινίζοντας και ενώνοντας την θεία εικόνα στον άνθρωπο με την ίδια την αλήθεια, δηλαδή θεώνοντας ολόκληρο τον άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού ''ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν’’».
Ο δε θάνατος του Χριστού δεν αναφέρεται ως ''θυσία’’ που είχε ανάγκη ο Θεός Πατέρας, αλλά έγινε προκειμένου να αναορθώσει την ανθρώπινη φύση, να αναστηθεί και να πατήσει τον θάνατο με τον θάνατο του και την ανάστασή Του. ‘’Θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος’’.
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά ακόμα χωρία, αλλά χάριν συντομίας, θα αρκεστούμε σε ένα ακόμα χωρίο, αυτή την φορά από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Στο έργο του «Περί της ενανθρωπίσεως του Μονογενούς», γράφει:
«Επειδή δηλαδή με την παράβαση του Αδάμ είχε επικρατήσει σε όλους η αμαρτία, έφυγε το Άγιο Πνεύμα, και για τον λόγο αυτό επικράτησε το κακό. Έπρεπε λοιπόν και πάλι με την ευσπλαχνία του Θεού, για να επανέλθει η ανθρωπότητα στην αρχική της κατάσταση, να καταστεί άξια του αγίου Πνεύματος. Ενανθρώπησε λοιπόν ο Μονογενής Λόγος του Θεού, και εμφανίστηκε στους γήινους με γήινο σώμα, και έγινε ελεύθερος από κάθε αμαρτία, ώστε με αυτόν και μόνο η ανθρώπινη φύση, στεφανωμένη με τα καυχήματα της αναμαρτησίας, να δεχτεί πλουσιοπάροχα το Άγιο Πνεύμα, και έτσι να αναμορφωθεί προς τον Θεό με τον αγιασμό» (ΕΠΕ 10, σελ. 105).
Μετά από αυτά, καταλαβαίνουμε πόσο ρηχή, πνευματικά φτωχή, πλανεμένη και βλάσφημη είναι η θεωρία των δυτικών.
Πηγή: exprotestant.blogspot.gr