Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

«Ἄν κάποιος σέ πικράνει σέ ὁ,τιδήποτε, νά μήν πεῖς τό παραμικρό» (Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς)


Ἔλεγε ἀκόμα, πώς ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ στόν ταπεινό, ἀμέσως καταφεύγει στήν προσευχή, καί ὅλους τούς θεωρεῖ σάν εὐεργέτες. Ἐμεῖς ξεφύγαμε ἀπό τό δρόμο τῆς ἀλήθειας καί ἀπό τίς ὑποδείξεις τῶν ἁγίων, καί θέλουμε νά χαράξουμε μόνοι τό δρόμο μας, σύμφωνα μέ τά πονηρά μας θελήματα.

Τί εἶναι τάχα εὐκολότερο, ἀπό τό ν’ ἀκούσουμε ἕναν ἅγιο καί πρακτικό δάσκαλο, τόν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ, πού λέει: «πρόσεχε μέ ἀκρίβεια τόν ἑαυτό σου, ὥστε, ἄν κάποιος σέ πικράνει σέ ὁ,τιδήποτε, νά μήν πεῖς τό παραμικρό. Σώπαινε, μέχρι νά ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, καί τότε βοήθησε τόν ἀδελφό πού σ’ ἔθλιψε».

Πραγματικά, ὅποιος ποθεῖ τόν ἴσιο δρόμο, κάθε φορά πού ταράζεται, μαλώνει τόν ἑαυτό του καί τόν ἐλέγχει ἀδιάκοπα, λέγοντας: Τί μανιάζεις, ψυχή μου; Τί ταράζεσαι σάν τούς ἐπιληπτικούς; Αὐτό ἀκριβῶς δείχνει πώς εἶσαι ἄρρωστη. Ἄν δέν ἤσουν, δέν θά πονοῦσες. Γιατί, ἀντί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτό σου, τά βάζεις μέ τόν ἀδελφό σου, πού σοῦ φανέρωσε τήν ἀρρώστεια σου στήν πράξη καί σ’ ὅλη της τή σοβαρότητα; Μάθε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «ὅς λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Ἄκουσέ Τον νά λέει, αὐτό πού καί ἔμπρακτα ἔδειξε: «Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τάς δέ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων». Κι’ ἐσύ, ἄθλια ψυχή, γιά μιά βρισιά καί προσβολή ἤ περιφρόνηση καί ἀντιπάθεια ἤ κοροϊδία ἤ συκοφαντία, κάθεσαι καί πλέκεις χίλιους δυό λογισμούς, κι’ ἐπιβουλεύεσαι ἔτσι τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό, ὅπως οἱ δαίμονες.
Ἀλήθεια σέ μιά τέτοια ψυχή τί περισσότερο μπορεῖ νά κάνει ἕνας δαίμονας, ἀπ’ ὅ, τι κάνει ἡ ἴδια στόν ἑαυτό της;

Τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ τόν βλέπουμε. Γιά τά πάθη Του, πού ὑπέμεινε γιά μᾶς, διαβάζουμε κάθε μέρα. Ἐμεῖς ὅμως δέν ἀνεχόμαστε οὔτε μιά προσβολή! Πραγματικά ξεφύγαμε ἀπό τόν ἴσιο δρόμο. Ἔλεγε ἐπίσης, πώς ἀκόμα κι’ ἄν ζήσει κανείς τόσα χρόνια, ὅσα ἔζησε ὁ Μαθουσάλας, δέν τραβήξει ὅμως αὐτό τόν ἴσιο δρόμο πού τράβηξαν ὅλοι οἱ ἅγιοι – ἐννοῶ τό δρόμο τῆς ἀτιμίας καί τῆς ζημίας καί τῆς γενναιόψυχης ὑπομονῆς – , ὄχι πολύ, μά οὔτε λίγο δέν προκειται νά προκόψει. Τό μόνο πού θά ξοδεύει, τά χρόνια του ἄσκοπα.

Ἔλεγε ἀκόμα: Ὅταν ἤμουν μέ τή μακαρία Διονυσία, κάποιος ἀδελφός τῆς ζήτησε κάτι σάν εὐλογία. Κι’ ἐκείνη τοῦ ἔδωσε ὅσο ἔπρεπε. Ἐπειδή ὅμως δέν τοῦ ἔδωσε ὅσο ἐκεῖνος ἤθελε, ἄρχισε νά τήν προσβάλλει καί νά ξεστομίζει ἄπρεπα λόγια καί γι’ αὐτήν καί γιά μένα. Σάν τόν ἄκουσε ἐκείνη, δαγκώθηκε κι’ ἔψαχνε εὐκαιρία γιά νά τοῦ κάνει κακό. Μόλις λοιπόν τό ἔμαθα ἐγώ τῆς εἶπα: Τί πᾶς νά κάνεις; Νά ἐπιβουλευθεῖς τόν ἑαυτό σου; Θά διώξεις ἀπό τήν ψυχή σου κάθε ἀρετή. Μήπως τάχα ὑπομένεις ἰσάξια μ’ ἐκεῖνα πού ὑπόμεινε ὁ Χριστός γιά σένα; Τό ξέρω γερόντισσα, ὅτι σκόρπισες χρήματα σά νἄταν κοπριά. Ἄν ὅμως δέν ἀποκτήσεις τήν πραότητα, εἶσαι σάν τό σιδερά, πού χτυπάει ἕνα κομμάτι σίδερο, ἀλλά σκεῦος δέν κατασκευάζει.

Τῆς ἔλεγα ἀκόμα: Ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος λέει: «Χρειάζομαι πραότητα, γιατί μ’ αὐτήν καταλύεται ὅλη ἡ δύναμη τοῦ ἄρχοντα τοῦ αἰώνα τούτου». Ἀπόδειξη τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἀταραξία. Γιατί συμβαίνει καμιά φορά, ἐνῶ καταφρονεῖ κανείς πολλά κεντηνάρια, νά κολλάει σ’ ἕνα βελονάκι, καί ἡ προσκόλληση του σ’ αὐτό νά τοῦ προκαλεῖ ταραχή. Δίνει δηλαδή στό βελονάκι ἐκεῖνο τήν ἀξία ἑνός κεντηναρίου. Καί γίνεται δοῦλος στό βελονάκι ἤ στό κουκούλι ἤ στό μαντήλι ἤ στό βιβλίο. Ἔτσι παύει νά εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καλά λοιπόν εἶπε κάποιος ἀπό τούς σοφούς, πώς ὅσα πάθη ἔχει ἡ ψυχή, τόσους καί ἀφέντες. Καί ὁ Κύριος: «Ὅπου ὁ θησαυρός σου ἐκεῖ ἐσται ἡ καρδία σου». Καί ὁ Ἀπόστολος ἐπίσης : «ᾧ τις ἤττηται, τούτῳ καί δεδούλωται».

Σάν ἄκουσε ὅλα ταῦτα ἡ Διονυσία, μέ κοίταξε μέ θαυμασμό καί εἶπε: Νά βρεῖς τό Θεό πού ποθεῖς!

Τέλος καί τῷ Θεῶ δόξα!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Πηγή: hristospanagia1.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες