Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 3ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών.

75. "Η ύπαρξη του λεγόμενου Ιησού είναι ένας μύθος. Οι ελάχιστες εξωχριστιανικές μαρτυρίες για την ύπαρξή του είναι χαλκευμένες από τους Χριστιανούς, πολλές φορές και προκλητικά. Υπάρχουν δεκάδες ιστορικών προσώπων που έζησαν και άφησαν συγγραφικό έργο εκείνη την εποχή, αλλά δεν έγραψαν τίποτε για τον Ιησού. Όλη αυτή η ιδεολογία κατασκευάστηκε στο μύθο ενός ανύπαρκτου ανθρώπου".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1) Είναι εύκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα, γιατί δεν έγραψαν για τον Χριστό τόσοι πολλοί εθνικοί της εποχής του, όσους τουλάχιστον θα περιμέναμε να γράψουν. Ο Χριστιανισμός είναι εδώ και δεκαέξι αιώνες τόσο γνωστός σε όλους, τόσο διαδεδομένος, ώστε κανείς καταλήγει ασυναίσθητα να νομίζει ότι θα έπρεπε και τον πρώτο αιώνα να είναι το ίδιο σημαντικός για τους μορφωμένους παγανιστές του πρώτου αιώνα μ.Χ., ώστε να ασχοληθούν μαζί του.

Ο Ιησούς ήταν Ιουδαίος. Δηλαδή γεννήθηκε και έζησε σε μια γωνιά της αυτοκρατορίας και ανήκε σε ένα έθνος που το περιφρονούσαν οι εθνικοί για τη θρησκεία και τα έθιμά του. Γιατί να ασχοληθούν οι εθνικοί συγγραφείς με έναν από τους δεκάδες «μεσσίες» και προφήτες που ξεπρόβαλαν από ένα ειδεχθές μή παγανιστικό έθνος στα σύνορα της τεράστιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και μάλιστα με έναν «μεσσία» που δικάστηκε και καταδικάστηκε από το ρωμαϊκό δίκαιο να πεθάνει ατιμωτικά; Υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέροντες και τίμιοι άνδρες, (κατά την άποψη των εθνικών) για να γράψουν γι' αυτούς. Ποιος θα έδινε σημασία σε κάποιον θανατοποινίτη; Η Ιουδαία, όντας άκρο της αυτοκρατορίας, ήταν ουσιαστικά ένα μέρος που κανείς εθνικός δεν ήθελε να πάει και να γνωρίσει. Κι αν πήγαινε εκεί, θα έχανε τον καιρό του με έναν απ' τους δεκάδες «μεσσίες»; Αφού δεν υπήρχε στην Παλαιστίνη του 30 μ.Χ. κανείς εθνικός ιστορικός ή λόγιος, του οποίου το έργο να διεσώθη, δεν πρέπει να ξαφνιάζει η απουσία απευθείας λατινικών μαρτυριών.

Ο Ιησούς ήταν φτωχός, δεν ταξίδεψε στη Ρώμη, δεν έγραψε κανένα έργο, δεν έστειλε επιστολές στον αυτοκράτορα ή τη σύγκλητο. Γιατί να ασχοληθεί κάποιος λόγιος μαζί του; Μήπως όλοι οι απλοί άνθρωποι που δεν έκαναν όλ' αυτά, την ίδια εποχή, δεν υπήρξαν;

Στην εποχή εκείνη οι επικοινωνίες δεν ήταν όπως αυτές τις εποχής μας. Αλλά και πάλι, αν λ.χ. ένας βουδιστής καλόγερος έκανε θαύματα για δύο χρόνια στο Θιβέτ, είναι αμφίβολο αν θα τον προέβαλαν τα ΜΜΕ, εκτός κι αν δεν είχαν τίποτε άλλο να γεμίσει το δελτίο ειδήσεών τους. Τον πρώτο αιώνα τα πράγματα ήταν χειρότερα και ένα νέο έκανε μήνες να φτάσει στη Ρώμη. Αλλά, όπως είπαμε, κανείς δεν ενδιαφερόταν να καταγράψει τίποτε, για έναν ακόμη εκτελεσθέντα προφήτη, ενός ασήμαντου και εχθρικού για τους Ρωμαίους έθνους.

Ας δούμε μερικούς λόγιους του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο Πετρώνιος έγραψε το «Σατυρικόν». Μια σάτυρα με θέμα το «γεύμα του Τριμάλχιου». Θα έπρεπε να γράψει και μια άλλη για τον Μυστικό Δείπνο; Ο Αρριανός έγραψε για τον Αλέξανδρο και τους Πέρσες. Ξέχασε να αναφέρει τους τρεις μάγους. Ο Πτολεμαίος τον 2ο μ.Χ. αιώνα ήταν αστρονόμος. Ξέχασε να αναφέρει το αστέρι της Βηθλεέμ. Δεν έγραψε κανείς ιστορία της Παλαιστίνης, ώστε να ασχοληθεί.

Δεν έχει νόημα λοιπόν να θεωρήσουμε την απουσία πολλών εξωχριστιανικών πηγών για την ύπαρξη του Ιησού ως απόδειξη ότι αυτός δεν υπήρξε.

2) Τα εξωχριστιανικά γραπτά του πρώτου αιώνα μ.Χ. που διασώζονται είναι τα εξής (Blaiklock, E. M. Jesus Christ: Man or Myth? Nashville: Thomas Nelson Publishers, 1984, σ. 13-16):

α’) μια ιστορία της Ρώμης από κάποιον Vellius Paterculus, βετεράνο αξιωματούχο του Τιβέριου, που εκδόθηκε το 30 μ.Χ., όταν ο Χριστός άρχισε να κηρύττει.

β') Μια επιγραφή που αναφέρει τον Πιλάτο.

γ') Παραμύθια γραμμένα από έναν μακεδόνα απελεύθερο, τον Φαίδρο, στη δεκαετία του 40 μ.Χ.

δ’) Στις δεκαετίες του 50 και του 60, έργα και ποιήματα του Σενέκα, ένα ποίημα από τον ανηψιό του Λουκιανό, ένα βιβλίο γεωπονικής από κάποιον Columella, συνταξιούχο στρατιώτη, αποσπάσματα από το Σατυρικόν του Πετρώνιου, μερικές σειρές από το έργο ενός λατίνου κωμικού, του Persius, η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου, αποσπάσματα από σχόλια στον Κικέρωνα από κάποιον Asconius Pedianus, και μια ιστορία του Μεγαλέξανδρου από τον Quinus Qurtius.

ε') Στις δεκαετίες του 70 και του 80, ορισμένα ποιήματα και επιγράμματα του Μαρτιάλη (γεν. 45 μ.Χ.), έργα του Τάκιτου για τη ρητορική και του Ιώσηπου (Κατά Απιώνος, Ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου).

στ') Τέλος, τη δεκαετία του 90 έχουμε ποιήματα του Statius, δώδεκα βιβλία του Quintillian περί ρητορικής, μια βιογραφία του Τάκιτου για τον πεθερό του, Agricola, και ένα έργο του για την Γερμανία.

Από όλα αυτά, μόνο ο Σενέκας ίσως να έγραφε για τον Ιησού. Αλλά δεδομένων των προβλημάτων του με τον Νέρωνα, ο οποίος τον θανάτωσε το 65 μ.Χ. είναι αμφίβολο αν είχε τον χρόνο ή τη διάθεση να ασχοληθεί με την Παλαιστίνη και τον Ιησού, ακόμη κι αν είχε κάτι ακουστά.

3) Ανυπαρξία αποδείξεων δεν σημαίνει απόδειξη ανυπαρξίας. Όχι με την έννοια ότι πρέπει να αποδείξουν κάποιοι πως δεν υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, αλλά με την έννοια ότι είναι φυσιολογικό οι εξωχριστιανικές αναφορές να είναι ελάχιστες.

4) Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί πώς ο Πόντιος Πιλάτος δεν έκανε κάποια αναφορά στη Ρώμη για το περιστατικό της σταύρωσης του Ιησού; Η απάντηση είναι ότι καμμιά αναφορά κανενός Ρωμαίου διοικητή της Ιουδαίας επί οποιουδήποτε θέματος δεν έχει διασωθεί. Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατείχαν την Παλαιστίνη; Ελάχιστες αναφορές από διοικητές επαρχιών διασώζονται σήμερα.

5) Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες εξωχριστιανικές μαρτυρίες. Αυτές είναι λίγες. Δηλαδή, θα έπρεπε να απορρίψουμε την μαρτυρία των λίγων εξ αιτίας της σιωπής των πολλών, σιωπής που οφείλεται είτε στην απώλεια του έργου τους είτε στην αδιαφορία τους για την Ιουδαία; Αυτό θα ήταν παράλογο. Μοιάζει με την ιστορία ενός κατηγορούμενου, στου οποίου την δίκη κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι τον είδαν να διαπράττει το έγκλημα, ενώ η υπεράσπιση έφερε δεκατέσσερεις μάρτυρες, οι οποίοι είπαν ότι δεν είδαν τον κατηγορούμενο να διαπράττει το έγκλημα. Φυσικά ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε!

6) Οι σημερινοί αρνητές της ύπαρξης του Χριστού αρνούνται αυτό που ακόμη και οι αντιχριστιανοί λόγιοι του δεύτερου και τρίτου αιώνα δέχονταν ως δεδομένο, την ύπαρξη του Χριστού. Ούτε ο Πορφύριος, ούτε ο Κέλσος, ούτε καν ο Ιουλιανός θεώρησαν σοβαρό να ασχοληθούν με το αν υπήρξε ο Χριστός, αλλά δέχτηκαν ότι υπήρξε. Ο Πορφύριος δέχεται ότι υπήρξε, απλώς ότι οι Χριστιανοί κάνουν λάθος που τον θεωρούν Θεό. Ο Κέλσος προσπαθεί να «αποδείξει» ότι ο Ιησούς δεν είναι υιός του Θεού, αλλά γιος ενός ρωμαίου στρατιώτη. Δεν θα ήταν διόλου εκπληκτικό, αν οι δυο αυτοί λόγιοι αρνούνταν ότι υπήρξε ο Ιησούς˙ θα ήταν πολύ εύκολο, όντας αντιχριστιανοί να αρνηθούν την ύπαρξη του Χριστού, προκειμένου να δώσουν το «χαριστικό χτύπημα» στη χριστιανική πίστη. Όμως δεν την αρνούνται, και μάλιστα προσπαθούν να αποδείξουν πως ήταν απλός άνθρωπος.

7) Υπάρχουν οι εξής εξωχριστιανικές μαρτυρίες για τον Ιησού.

I. στο έργο του Ιώσηπου (36-98 μ.Χ.) Ιουδαϊκή αρχαιολογία, βιβλίο 20, 200:

«Σαν τέτοιος που ήταν ο (αρχιερέας) Άνανος, πίστεψε, ότι τώρα που ο μεν Φήστος πέθανε, ο δε Αλβίνος βρισκόταν ακόμη στο δρόμο (για την Παλαιστίνη), βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Συγκαλεί λοιπόν συνέδριο κριτών και στήνει μπροστά τους τον αδερφό του Ιησού του λεγομένου Χριστού, Ιάκωβος το όνομά του, και μερικούς άλλους˙ και με την κατηγορία ότι παρανόμησαν τούς παρέδωσε να λιθοβοληθούν.»

Στοιχεία που συνηγορούν ότι είναι αυθεντικό το κείμενο:

α') Η αναφορά αυτή του Ιώσηπου βρίσκεται σε ΚΑΘΕ χειρόγραφο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας που διασώζεται σήμερα (John P. Meier, A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991, σ. 57). Επίσης, το περιεχόμενο, το λεξιλόγιο, το ύφος του αποσπάσματος είναι ανάλογα του Ιώσηπου.

β’') Δεν χρησιμοποιείται κανένα χριστιανικό επίθετο του Ιακώβου, όπως το «Δίκαιος», που χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ συχνά γι' αυτόν στη χριστιανική γραμματεία (Ηγήσιππος, Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ωριγένης, Ευσέβιος, άγιος Ιερώνυμος κ.ά.). Ακόμη και ο τρόπος της θανάτωσης του Ιακώβου που αναφέρει ο Ιώσηπος διαφέρει από τον τρόπο που αναφέρει ο Χριστιανός Ηγήσιππος, ότι τον σκότωσαν ρίχνοντας τον από τη στέγη του Ναού (John P. Meier, A Marginal Jew: Rethinking the Historical Jesus. New York: Doubleday, 1991, σ. 57). Ένας χριστιανός παραποιητής θα το έβρισκε πιο εύκολο να επαναλάβει τα λόγια ενός χριστιανού ιστοριογράφου.

γ'’) Ο συγγραφέας δεν δίνει στο απόσπασμα αυτό καμμιά έμφαση ούτε στο Χριστό ούτε στον Ιάκωβο, αλλά στον αρχιερέα Άνανο. Ένας χριστιανός δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ένας Χριστιανός θα επαινούσε και θα δόξαζε τον Ιησού ή τον Ιάκωβο.

δ’') Εάν ο Ιάκωβος που αναφέρει ο Ιώσηπος δεν ήταν ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Χριστού, θα ήταν παράξενο που ο συγγραφέας δεν δίνει άλλες πληροφορίες για το τί είχε ο Άνανος εναντίον του Ιακώβου. Η αιτία της έχθρας του Ιουδαίου αρχιερέα για τον αδελφό ενός (όπως πίστευε) ψευδομεσσία, κατανοείται εύκολα από τον αναγνώστη.

ε'’) Ο Ιώσηπος στο έργο του αναφέρει πάνω από μια ντουζίνα ανθρώπους με το όνομα Ιησούς. Έτσι, ο Ιώσηπος αναγκάζεται να δίνει πληροφορίες για τον κάθε Ιησού. Αυτό κάνει και στη περίπτωση αυτή («του λεγομένου Χριστού»). Υπάρχει ένας ακόμη Ιησούς και στο τέλος της παραγράφου. (Ο Ιώσηπος κανέναν άλλον Ιησού, δεν ονομάζει Ιησού τον λεγόμενο Χριστό, άρα αναφέρεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίον ομολόγησε ως Χριστό, ο απόστολος Πέτρος και οι υπόλοιποι αποστόλοι και μαθητές, τον Υιό του Θεού και Θεό Λόγο. Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί με το όνομα Ιησούς, οι οποίοι είχαν άλλα αναγνωριστικά ονόματα, κι ας εμφανίζονταν ως μεσσίες. Μόνο ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε για τον εαυτό του ότι είναι Θεός, Υιός του Θεού Πατρός, και μόνο Εκείνος είπε για τον εαυτό του ότι είναι ο απεσταλμένος απ' τον Πατέρα, Χριστός, για να σώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Οι υπόλοιποι υποστήριζαν ότι είναι αυτό που περίμεναν οι Εβραίοι, έναν πολιτικό ηγέτη που θα τους ελευθέρωνε από την Ρώμη και τον ονόμαζαν προφήτη-μεσσία που θα γινόταν βασιλιάς του επιγείου βασιλείου του Ισραήλ. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ονόμασε ποτέ τον εαυτό του προφήτη ή απελευθερωτή από την Ρώμη. Ονόμασε τον εαυτό του Χριστό γιατί ήταν, και οι Χριστιανοί έτσι τον ανέφεραν, γι' αυτό ο Ιώσηπος λέει ''Ιησού του λεγομένου Χριστού''.)

στ’') Το πιο σημαντικό: Ο Ωριγένης (περ. 185-253 μ.Χ.) κάνει τρεις αναφορές στην αναφορά του Ιώσηπου στον Ιάκωβο (Εις τον Ματθαίον 10, 17˙ Κατά Κέλσου, 1, 47 και 2, 13). Άρα το απόσπασμα σίγουρα υπήρχε πριν από το 3ο αιώνα. Και να μην ξεχνάμε πως όταν ζούσε ο Ωριγένης συνέβαιναν απανωτοί διωγμοί κατά των Χριστιανών, οι οποίοι ήταν μια κυνηγημένη μειονότητα, που δεν είχε δυνατότητα να μεταποιεί ελληνικές, ρωμαϊκές, και ιουδαϊκές πηγές. Επίσης, ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 23) αναφέρει το απόσπασμα του Ιώσηπου καθώς και ο άγιος Ιερώνυμος (De Viris Illustribus, 2).

Οι αντιρρήσεις για την αυθεντικότητα του παραπάνω κειμένου είναι οι εξής:

α') «Δεν αναφέρονται τα ονόματα των υπολοίπων που υποτίθεται εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο (θυμηθείτε ότι ο Ιώσηπος είναι λεπτομερέστατος στο έργο του). Γενικά η παράγραφος δείχνει να είναι «γραμμένη στο πόδι και φευγαλέα». Από μόνη της, η παράγραφος δεν στέκεται, καθώς η ιστορική αναφορά σ' ένα σημαντικό πρόσωπο είναι πάντοτε ευθεία κι όχι έμμεση. Φαντασθείτε για παράδειγμα, ένας ιστορικός να έκανε αναφορά όχι άμεσα στον Ναπολέοντα, αλλά έμμεσα μέσω της Ιωσηφίνας.»

Απάντηση: Ο Ιάκωβος ήταν ο αρχηγός της πρώτης Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, αδελφός του Ιησού. Οι άλλοι θα ήταν απλώς προσηλυτισμένοι απλοί Χριστιανοί, που συγκριτικά με τον αδελφό του ιδρυτή της θρησκείας τους και αρχηγό της εκκλησίας, ήταν περιττό να αναφερθούν. Η ιστορική αναφορά στον Ιησού είναι έμμεση και όχι ευθεία, όπως όταν πρόκειται για σημαντικά ιστορικά πρόσωπα, απλούστατα διότι ο Ιώσηπος όντας Ιουδαίος (δηλ. άπιστος στο κήρυγμα του Χριστού) και φιλορωμαίος (δηλαδή συνεργάτης αυτών που θανάτωσαν ως εγκληματία τον Ιησού) ΔΕΝ θεωρούσε σημαντικό, δηλαδή άξιο αναφοράς, πρόσωπο τον Ιησού. Δεν τον ενδιέφερε ο Ιησούς, δεν ήταν άλλωστε το θέμα της ιστορίας του, δεν τον θεωρούσε σημαντικό πρόσωπο, και γι' αυτό κάνει έμμεση αναφορά. Εξάλλου, το βιβλίο δεν είναι μελέτη για το Χριστιανισμό ή τον Ιησού. Αν δεν υπήρχε το περιστατικό με τον Ιάκωβο, δεν θα ανέφερε τον Ιησού στο κεφάλαιο αυτό ο Ιώσηπος.

β') «Ναι μεν μπορεί να μην χρησιμοποιείται για τον Ιάκωβο κανένας χαρακτηρισμός από αυτούς που οι Χριστιανοί του προσέδιδαν, αλλά αυτό απλώς σημαίνει ότι οι χριστιανοί παραποιητές είχαν συνείδηση του ότι ένας ευσεβής Ιουδαίος δεν θα μπορούσε να αναφέρει τον Ιησού ως «τον Χριστό»˙ έτσι, αυτοί εργάστηκαν παραποιώντας το έχοντας κατά νου περισσότερο την αληθοφάνεια παρά την πίστη τους».

Απάντηση: Μέγα λάθος. Σε οποιαδήποτε χριστιανική παραποίηση γίνεται, φαίνεται καταφανώς ότι οι παραποιητές είχαν περισσότερο ως κίνητρο την ευσέβεια παρά την ανάγκη να παραστήσουν την παραποίηση ως αληθοφανή. Αυτό φαίνεται σε πολλά κείμενα, αλλά και στο ίδιο το βιβλίο του Ιώσηπου. Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Ιώσηπος φέρεται να αναφέρει τον Ιησού ως «τον Κύριο». Αν ένας παραποιητής είχε προσθέσει τέτοιον χαρακτηρισμό για τον Ιησού σε ένα εδάφιο, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ο Ιώσηπος ήταν πιστός Ιουδαίος, τότε είναι σίγουρο πως ο ίδιος (ή κάποιος άλλος) παραποιητής θα ήταν εξ ίσου απρόσεκτος, και θα ξαναέκανε το ίδιο λάθος, να αποκαλέσει τον Ιάκωβο «αδελφό του Χριστού» αντί «αδελφό του λεγόμενου Χριστού».

γ') «Υπάρχει απόδειξη χριστιανικής παραποίησης. Η φράση «..Ιησού, του λεγόμενου Χριστού» είναι η ίδια με αυτήν του Κατά Ματθαίον 1, 16, «...Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός».

Απάντηση: Το πώς γράφει ο Ιώσηπος πρέπει να συγκριθεί με τα υπόλοιπα τμήματα του έργου του κι όχι με το Κατά Ματθαίον. Στο Κατά Απιώνος, 2, 34, όπου μιλά για την Αλεξάνδρεια ως «όχι τον γενέθλιο τόπο, αλλά τον λεγόμενο (= μη αληθινό) γενέθλιο τόπο του Απίωνος». Ακόμη κι άν το επίθετο λεγόμενος δεν περιείχε υποτιμητική χροιά, δύσκολα κατανοείται γιατί ένας χριστιανός παραποιητής θα έμενε ευχαριστημένος από ένα αμφιλεγόμενο και ασαφές ως προς το νόημα επίθετο («λεγόμενος»), με το οποίο τόσο ελάχιστα δείχνει την αφοσίωσή του στο Χριστό. Άλλωστε υπάρχουν παραδείγματα και στο ίδιο το Κατά Ματθαίον, π.χ. στο 27, 22 ο Πιλάτος λέει «...Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν», που το επίθετο λεγόμενος έχει υποτιμητική χροιά (ο σκεπτικιστής Πιλάτος ασφαλώς δεν πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός. Γι' αυτό τον λέει λεγόμενον = όχι αληθινό Χριστό.). Έτσι, δεν είναι απαραίτητα σωστό πως το «Ιησού του λεγόμενου Χριστού» του Ιώσηπου είναι επαινετικός χαρακτηρισμός, δηλαδή παραποίηση από Χριστιανό. Μπορεί απλώς ο Ιώσηπος χρησιμοποιώντας το λεγόμενος είτε να χρησιμοποιεί την προσωνυμία του Ιησού («Χριστός»), όπως άκουσε το πλήθος να τον ονομάζει είτε να γράφει λεγόμενος με την υποτιμητική έννοια (= μή αληθινός) που δίνεται και στο ίδιο το Κατά Ματθαίον. Ένας Χριστιανός παραποιητής που θα ήθελε να δηλώσει ότι ο Ιησούς είναι οπωσδήποτε ο αληθινός Χριστός (δηλ. ο Μεσσίας) δεν θα χρησιμοποιούσε το ασαφές επίθετο «λεγόμενος», διότι αυτό θα μπορούσε να κατανοηθεί δυσφημιστικά για τον Ιησού, δηλαδή ο λεγόμενος, ο μή αληθινός Χριστός. Τέλος, το επίθετο «Χριστός» μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να δηλώσει τον συγκεκριμένο Ιησού, τον Ιησού Χριστό, όπως άκουσε ο Ιώσηπος να τον αποκαλούν, δηλαδή ως όνομα κι όχι ως τίτλος, όχι για να υποδηλώσει τον αληθινό Μεσσία.

δ') «Είναι δείγμα χριστιανικής παραποίησης ότι ο Ιησούς αναφέρεται πρώτος, ενώ ο Ιάκωβος δεύτερος. Μόνο ένας Χριστιανός θα έδινε την πρωτιά στον Ιησού».

Απάντηση: Λάθος. Γιατί να μην έδινε ο Ιώσηπος την μορφή που έδωσε στο κείμενο, απλώς και μόνο επειδή ο Ιησούς ήταν γνωστότερος στο ευρύ κοινό από τον Ιάκωβο; Εάν η αναφορά αντιστρεφόταν και το κείμενο έγραφε «...και στήνει μπροστά στο συνέδριο των κριτών τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιησού, του λεγόμενου Χριστού, και μερικούς άλλους˙ και με την κατηγορία ότι παρανόμησαν...», τότε αυτή η μορφή θα δυσχέραινε την κατανόησή του, διότι δεν θα γινόταν σαφές εάν ο Ιώσηπος εννοεί πως ο Ιάκωβος εκτός από αδελφός του Ιησού ήταν αδελφός και των άλλων ή εάν ήταν ο Ιάκωβος και οι άλλοι που παρουσιάστηκαν μπροστά στους κριτές. Ίσως αυτό εύκολα γίνεται κατανοητό, αλλά πάντως, εφόσον ο Ιησούς ήταν πιο γνωστός στους αναγνώστες από τον Ιάκωβο, αφού ο Ιάκωβος αναφέρεται σε σχέση με αυτόν κι όχι το αντίθετο, ήταν και λογικότερο να αναφερθεί πρώτος. Όπως και να ‘χει, ο τρόπος έκφρασης «ο αδελφός του γνωστότερου Χ, ο λιγότερο γνωστός Ψ» δεν είναι καθόλου παράξενος.

ε') «Εάν ο Ιώσηπος πράγματι πίστευε πως ο Ιησούς υπήρξε, δεν θα τον ανέφερε μόνο μια φορά, αλλά θα έλεγε και κάτι περισσότερο, κάπου αλλού στο έργο του αυτό ή σε άλλο.»

Απάντηση: Φυσικά κάνει λόγο για τον Ιησού και σε άλλο απόσπασμα, το αποκαλούμενο Testimonium Flavianum, από το έργο του Ιουδαϊκή αρχαιολογία 18, 3, 3:

«Περίπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο, καθώς είχε πετύχει θαυμαστά κατορθώματα και ήταν ο δάσκαλος πολλών ανθρώπων που διψούσαν για καινοτομίες. Πήρε με το μέρος του πολλούς από τους Εβραίους, αλλά και πολλούς από τους Έλληνες. Ήταν ο Μεσσίας. Όταν ο Πιλάτος τον κατεδίκασε στον σταυρό, μετά από κατηγορία των αρχών μας (των Ιουδαίων), αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν σταμάτησαν να είναι προσκολλημένοι σε αυτόν. Την τρίτη ημέρα εμφανίσθηκε σε αυτούς επανερχόμενος στη ζωή, καθώς οι ιερές προφητείες είχαν προείπει για αυτό και για μυριάδες άλλα θαυμαστά πράγματα που αφορούσαν αυτόν. Και η φυλή (ομάδα) των χριστιανών, όπως ονομάσθηκαν μετά απ' αυτόν, δεν έχει εξαφανισθεί μέχρι σήμερα».

Αυτό που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε είναι, για ποιο λόγο ο Ιώσηπος θα έγραφε περισσότερα για τον Ιησού. Τη στιγμή που ο Ιώσηπος προκειμένου για την περίοδο δέκα χρόνων γύρω από τον θάνατο του Ιησού αφιερώνει μόνο μια σελίδα στην Ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου και έξι σελίδες στην Ιουδαϊκή αρχαιολογία, θα ήταν παράξενο να αφιερώσει περισσότερες σελίδες για τον Ιησού από αυτές που αφιερώνει.

Ασφαλώς το παραπάνω απόσπασμα βρίθει επαίνων για τον Ιησού. Όμως θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, απλώς και μόνο επειδή ο Ιώσηπος δεν δεχόταν πως ο Ιησούς δεν ήταν θεός, δεν σημαίνει πως δεν παραδεχόταν ότι ίσως ήταν καλός άνθρωπος με κάποιες αρετές. Εδώ ακόμα και οι παγανιστές αντιχριστιανοί, όπως ο Πορφύριος, τον παραδέχονται για ενάρετο αρνούμενοι να δεχτούν την θεϊκότητά του. Γιατί να μην είναι παρόμοια η στάση του Ιώσηπου; Σίγουρα δεν τον παραδέχεται για Θεό. Αλλά από το σημείο αυτό, να μην τον παραδέχεται, μέχρι του σημείου να μην βρίσκει τίποτε θετικό σε αυτόν υπάρχει ένα ενδιάμεσο διάστημα, όπου μπορεί κάποιος πιστός Ιουδαίος να τοποθετηθεί, χωρίς να κατηγορηθεί ότι προδίδει τον ιουδαϊσμό του. Με άλλα λόγια, η αναφορά θετικών στοιχείων από τον Ιώσηπο δεν συνιστά απαραίτητα χριστιανική παραποίηση-προσθήκη. Μόνο όταν υπάρχουν χριστιανικοί χαρακτηρισμοί και έπαινοι που θα έκανε μόνο κάποιος που τον λογάριαζε Θεό, τότε μόνο έχουμε προσθήκη-παραποίηση.

Αυτό που προκύπτει είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να υπήρξε πλήρης παραποίηση του κειμένου ή προσθήκη ολόκληρου του κειμένου από Χριστιανούς αντιγραφείς, απλά επειδή υπάρχουν θετικές αναφορές στον Ιησού. Δεδομένου του τρόπου αντιγραφής των χειρογράφων κατά τον Μεσαίωνα (ένας διάβαζε φωναχτά και οι άλλοι αντέγραφαν), δύσκολα επιβεβαιώνεται μια πλήρης παραποίηση κειμένου.

Η απαρχή του τμήματος αυτού είναι χαρακτηριστικός τρόπος γραφής του Ιώσηπου. Βέβαια μπορεί κανείς να πει ότι αντέγραψαν το ύφος του, χωρίς αυτό να αποδεικνύεται. Η περιγραφή «σοφός άνδρας» δεν αντιτίθεται στον ιουδαϊσμό του Ιώσηπου, που απλώς θα αρνείτο τη θεϊκότητά του. Ο Ιώσηπος, ως φιλορωμαίος ασφαλώς θα εκτιμούσε την αντιμιλιταριστική στάση του Ιησού, που σε αντίθεση προς άλλους Ιουδαίους «μεσσίες»-κήρυκες της ένοπλης επανάστασης, δεν ήθελε εξέγερση κατά των Ρωμαίων κι έτσι θα είχε πιο ουδέτερη στάση από αυτήν των αντιχριστιανών Ιουδαίων. Η φράση «αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο» μάλλον υποδηλώνει παραποίηση, δίχως αυτό να μειώνει τα όσα είπαμε για την προηγούμενη φράση: κανείς Χριστιανός δεν θα αποκαλούσε τον Ιησού απλώς «σοφό»˙ άρα η πρώτη φράση είναι του Ιώσηπου. Η φράση «Πήρε με το μέρος ... και πολλούς από τους Έλληνες» δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρως χριστιανική προσθήκη, αφού τα Ευαγγέλια δεν παρουσιάζουν τον Ιησού να ασχολείται πολύ με τους εθνικούς. Έτσι, το κείμενο αυτό δεν είναι πλήρως παραποιημένο, δηλαδή ο Ιώσηπος όντως έγραψε και άλλα πράγματα για τον Ιησού.

στ') «Το παραπάνω απόσπασμα είναι νοηματικά άσχετο. Ο Ιώσηπος αναφέρει τα προβλήματα των Εβραίων και χωρίς το Testimonium το κείμενο θα είχε την κανονική του ροή. Άρα είναι προσθήκη.»

Απάντηση: Ο τρόπος γραφής του είναι ακριβώς τα μπαλώματα και οι συρραφές. Μια σύντομη περιγραφή του βιβλίου 18 από το 35 έως το 89 δείχνει: 18, 35 Άφιξη του Πιλάτου στην Ιουδαία. 18, 55-59 Ο Πιλάτος εισάγει αυτοκρατορικά αγάλματα στο Ναό, προκαλώντας αναστάτωση. 18, 60-62 ο Πιλάτος απαλλοτριώνει θησαυρούς του Ναού, για να χτίσει ένα υδραγωγείο. 18, 63-64 Testimonium Flavianum. 18, 65-80 Ένα γεγονός στη Ρώμη, άσχετο με τον Πιλάτο, σχετικά με την αποπλάνηση ενός οπαδού της Ίσιδας. 18, 81-84 μια αφήγηση για τέσσερεις Ιουδαίους αλήτες, άσχετη με τον Πιλάτο. 18, 85-87, ένα περιστατικό μεταξύ του Πιλάτου και των Σαμαρειτών. 18, 88-89, ο Πιλάτος απολύεται από τον αυτοκράτορα. Συνεπώς υπάρχουν πολλά σημεία όπου ο Ιώσηπος πλατειάζει και συρράφει άσχετες ιστορίες.

ζ') «Το απόσπασμα του Ιώσηπου, ακόμη και αληθές να ήταν, είναι ήδη πολύ μακριά χρονικά από τα γεγονότα˙ δεν μας λέει τίποτα!»

Απάντηση: Αν κρίναμε τα αρχαία κείμενα έτσι, τότε δεν ξέρουμε τίποτα για τον Αλέξανδρο, αφού η ζωή του από τον Αρριανό, γράφτηκε τρεις αιώνες μετά το θάνατο του. Ή πάλι, ό,τι ξέρουμε για τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.) θα ήταν ψέμματα, αφού προέρχεται από ιστορικούς που έζησαν πολύ μετά από αυτόν (π.χ. Τάκιτος (50-120), Σουητώνιος (117-160), Δίων Κάσσιος (-230) (Harris, Murray. 3 Crucial Questions About Jesus. Grand Rapids: Baker, 1994, σ. 26). Πράγματι, πολύ αφελές κι απελπισμένο επιχείρημα των αρνητών της ιστορικότητας του Χριστού.

η') «Ακόμη κι αν αυτά είναι αληθινά, γιατί ο Ιώσηπος δεν αναφέρει και το κύριο πιστεύω των Χριστιανών, την ανάσταση του Ιησού;»

Απάντηση: την αναφέρει έμμεσα, λέγοντας ότι «αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν σταμάτησαν να είναι προσκολλημένοι σε αυτόν.» Φυσικά, ως Ιουδαίος δε θα δεχόταν να πει ότι στα αλήθεια αναστήθηκε (είναι χριστιανική προσθήκη το ότι το λέει), διότι δεν το πίστευε ως αληθές.

ι') «Ο Ιώσηπος, ως φιλορωμαίος, θα έπρεπε να αποφεύγει να γράψει πράγματα κατά ενός Ρωμαίου διοικητή της Ιουδαίας. Γιατί να γράψει ότι ο Πιλάτος έκανε λάθος καταδικάζοντας έναν σοφό άνθρωπο, τον Ιησού; Άρα έχουμε προσθήκη χριστιανική». 
 
Απάντηση: Και πάλι λάθος! Όλο το κείμενο έχει αρνητική αναφορά στον Πιλάτο, δεν είναι απλώς το απόσπασμα του Testimonium όπου ο Πιλάτος εμμέσως κατακρίνεται. Το θέμα όμως είναι ότι ο Ιώσηπος μπορούσε να λέει ό,τι θέλει για τον Πιλάτο, υπό τον όρο να μην πει τίποτα κακό για τους Ρωμαίους πάτρωνες του. Μπορεί να κατακρίνει έμμεσα τον Πιλάτο, αλλά όχι τη Ρώμη ως κράτος ή τους φίλους του. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες