76. "Τα Ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστα, εγράφησαν πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιησού και επιπλέον σε κανένα από αυτά εκτός από το υστερότερο Κατά Ιωάννην δεν αναφέρεται ότι ο Ιησούς είναι θεός".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, επειδή μόνο από τότε και μετά τα μαρτυρούν εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφή των Ευαγγελίων σε μια εποχή, η οποία είναι προγενέστερη της εποχής στην οποία έζησαν οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που μαρτυρούν την ύπαρξη των Ευαγγελίων. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτός από απόλυτος είναι παράλογος για τρεις λόγους: πρώτον, θα σήμαινε ότι ο τάδε ή ο δείνα εκκλησιαστικός συγγραφέας, αμέσως μόλις «βγαίνει στην κυκλοφορία» μεταξύ των Χριστιανών ένα σύγγραμμα, το αποδέχεται πάραυτα ως έργο ενός εκ των αποστόλων. Δηλαδή, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως να προϋπάρχει παλαιότερη παράδοση κάποιων δεκαετιών ότι λ.χ. είναι του αποστόλου Ιωάννη, και ενώ υποτίθεται ότι πιο πριν δεν είχαν ακούσει τίποτε γι' αυτό, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. το αποδέχτηκαν ως έγκυρο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ χαμηλό βαθμό νοημοσύνης. Τουλάχιστον για τους εγγράμματους Χριστιανούς, θα ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο να συμβαίνει, διότι οι Χριστιανοί δέχονται την παράδοση. Δε θα γινόταν ξαφνικά να δεχτούν κάτι ως αυθεντικό, εάν δεν στηρίζονταν σε παλαιότερες μαρτυρίες του 1ου μ.Χ. αι. Δεύτερον, είναι άλλο πράγμα η ύπαρξη των Ευαγγελίων καθώς και η χρονολογία συγγραφής τους, κι άλλο πράγμα το πότε κάποιος μεταγενέστερος συγγραφέας τα αναφέρει. Η γενιά των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι Χριστιανοί που δεν είδαν τους αποστόλους και τους Ευαγγελιστές με τα μάτια τους. Οι προηγούμενοι Χριστιανοί, του τέλους του 1ου αι., έβλεπαν τους αποστόλους, συνεπώς θα ήξεραν εάν το τάδε σύγγραμμα είναι δικό τους. Επιπλέον έως τις αρχές του 2ου αι. δεν υπήρχαν εκκλησιαστικοί συγγραφείς (εκτός του Κλήμη, κι ούτε υπήρχε λόγος, αφού ζούσαν μεταξύ 50-80 μ.Χ. ... οι απόστολοι να υπάρξουν άλλοι, πλην των αποστόλων, Χριστιανοί συγγραφείς). Τρίτον, εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί, όπως και γενικότερα ο κόσμος, δεν ενδιαφέρονταν να αποδείξουν λ.χ. ότι «έχω δει το σύγγραμμα αυτό, είναι το Ευαγγέλιο του Μάρκου». Δεν υπήρχε τέτοια αμφισβήτηση και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος ανταπάντησης σε αμφισβήτηση και αμφισβητίες της εποχής. Ο Κλήμης Ρώμης (1ος αι.) παραθέτει, μεταξύ 92-94 μ.Χ., χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Εβραίους, την επιστολή Ιούδα, Ιακώβου, Α' και Β' Πέτρου. Ο ίδιος κατονομάζει την Α' Προς Κορινθίους. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας γράφοντας τις επτά Επιστολές του το 107 μ.Χ. παραθέτει χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, το Κατά Ιωάννην, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Ιακώβου, την Α' Πέτρου και την Αποκάλυψη. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, γράφοντας στα 108 μ.Χ. παραθέτει χωρία από τα συνοπτικά Ευαγγέλια, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' και Β' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Προς Φιλιππησίους, την Α' και Β' Προς Θεσσαλονικείς, την Α' και Β' Τιμόθεου, την Α' Πέτρου, την Α' και Β' Πέτρου, την Ιούδα. Αυτοί είναι συγγραφείς που γεννήθηκαν και έδρασαν πριν το 100 μ.Χ. Αργότερα τα βιβλία της Κ. Δ. μαρτυρούνται και κατονομάζονται, από πολύ περισσότερους. Εάν επρόκειτο για μη εκκλησιαστικά συγγράμματα, οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής θα δέχονταν αμέσως την μαρτυρία τόσων συγγραφέων. Ειδικά για τα βιβλία της Καινής Διαθήκης κάνουν αυτή την εξαίρεση. Ο λόγος; Από προκατάληψη. Επειδή είναι αθεϊστές, θέλουν με το στανιό να αποδείξουν κάτι, που ουδέποτε θα ζητούσαν να αποδείξουν για μη χριστιανικά βιβλία του 1ου μ.Χ. αι. Δεν υπαινισσόμαστε καμμιά «αντιχριστιανική συνωμοσία», αλλά οι προκαταλήψεις του καθενός παίζουν μεγάλο ρόλο στο να χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για ζητήματα γνησιότητας βιβλίων. Γενικότερα για τα Ευαγγέλια
α') «Δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια τους συγγραφείς τους, κι όταν το κάνουν αυτό, απλώς θα πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη».
Απάντηση: Τα ευαγγέλια προορίζονταν για ανάγνωση από πολλούς, το πλήθος των πιστών, κι όχι από έναν ιδιώτη. Τα ανώνυμα έργα έπαιρναν κάποιον τίτλο και κάποιον φανταστικό συγγραφέα κατά την αντιγραφή τους και τοποθέτησή τους στις βιβλιοθήκες. Έτσι, βιβλία που δεν ανέφεραν το συγγραφέα τους συχνά κατέληγαν να έχουν πολλούς διαφορετικούς τίτλους και πολλούς συγγραφείς, που δίνονταν από τους διάφορους αντιγραφείς σε διαφορετικές βιβλιοθήκες. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα αντίγραφο π.χ. του ευαγγελίου του Μάρκου που να είναι ακριβώς το ίδιο με το Κατά Μάρκον, αλλά να φέρει τον τίτλο «το κατά Ανδρέαν ευαγγέλιο».
β') «Δεν μπορούσε η πρώτη εκκλησία να ελέγξει την φαντασία των πιστών και των προσήλυτων, και έτσι δημιουργούνταν φανταστικές ιστορίες και φανταστικά ευαγγέλια, αλλοιώνοντας την αρχική παράδοση για τον Ιησού».
Απάντηση: Φυσικά και μπορούσε να ελέγξει. Όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σαμάρεια, η Εκκλησία έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Πράξεις Απ. 8, 14), προφανώς για να τους καθοδηγήσουν και να μην αρχίσουν να πιστεύουν ό,τι φαντάζονται. Το ίδιο έγινε και όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αντιόχεια˙ έστειλαν τον απόστολο Βαρνάβα (Πράξεις, 11, 22), για τον ίδιο λόγο. Δεν εκχριστιάνιζαν δηλαδή κάποιοι κάποιους και στη συνέχεια τους άφηναν να πιστεύουν ό,τι να 'ναι και συνεπώς να δημιουργήσουν μια διαφορετική παράδοση και μετά ένα διαφορετικό ευαγγέλιο.
Οι περισσότεροι φιλόλογοι αποδέχονται την ακρίβεια των κειμένων για άλλα αρχαία έργα, που βρίσκονται σε πολύ λιγότερα αντίγραφα, απ ό,τι η Καινή Διαθήκη. Αυτό είναι κάτι που το ξεχνούν, όσοι αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητα των κειμένων της Κ.Δ. Όταν πρόκειται για άλλα αρχαία συγγράμματα της ίδιας ή παλαιότερης εποχής, που έχουν διασωθεί σε πολύ λίγα αντίτυπα (π.χ. η Ιλιάδα βρίσκεται σε 643 αντίγραφα, ενώ η Κ.Δ. σε περίπου 24.633, που όλα διαφέρουν καθόλου ή ελάχιστα, σε σημεία που δεν επηρεάζουν τη χριστιανική θεολογία) ορισμένοι είναι πολύ πιο ελαστικοί και εύκολα αποδέχονται ότι είναι αυθεντικά.
Παρατίθενται χωρία: του Ματθαίου από τον Κλήμη Ρώμης (1ος αι.), τον Ιγνάτιο (φονεύτηκε το 110 μ.Χ.), τον Πολύκαρπο Σμύρνης (περί τα 108 μ.Χ.), του Μάρκου από τον Κλήμη Ρώμης, τον Ιγνάτιο, τον Πολύκαρπο, του Κατά Λουκάν από τους ίδιους, του Κατά Ιωάννην από τον Ιγνάτιο, των Πράξεων από τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στ. Ν. Σάκκου, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 23).
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, επειδή μόνο από τότε και μετά τα μαρτυρούν εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφή των Ευαγγελίων σε μια εποχή, η οποία είναι προγενέστερη της εποχής στην οποία έζησαν οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που μαρτυρούν την ύπαρξη των Ευαγγελίων. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτός από απόλυτος είναι παράλογος για τρεις λόγους: πρώτον, θα σήμαινε ότι ο τάδε ή ο δείνα εκκλησιαστικός συγγραφέας, αμέσως μόλις «βγαίνει στην κυκλοφορία» μεταξύ των Χριστιανών ένα σύγγραμμα, το αποδέχεται πάραυτα ως έργο ενός εκ των αποστόλων. Δηλαδή, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως να προϋπάρχει παλαιότερη παράδοση κάποιων δεκαετιών ότι λ.χ. είναι του αποστόλου Ιωάννη, και ενώ υποτίθεται ότι πιο πριν δεν είχαν ακούσει τίποτε γι' αυτό, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. το αποδέχτηκαν ως έγκυρο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ χαμηλό βαθμό νοημοσύνης. Τουλάχιστον για τους εγγράμματους Χριστιανούς, θα ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο να συμβαίνει, διότι οι Χριστιανοί δέχονται την παράδοση. Δε θα γινόταν ξαφνικά να δεχτούν κάτι ως αυθεντικό, εάν δεν στηρίζονταν σε παλαιότερες μαρτυρίες του 1ου μ.Χ. αι. Δεύτερον, είναι άλλο πράγμα η ύπαρξη των Ευαγγελίων καθώς και η χρονολογία συγγραφής τους, κι άλλο πράγμα το πότε κάποιος μεταγενέστερος συγγραφέας τα αναφέρει. Η γενιά των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι Χριστιανοί που δεν είδαν τους αποστόλους και τους Ευαγγελιστές με τα μάτια τους. Οι προηγούμενοι Χριστιανοί, του τέλους του 1ου αι., έβλεπαν τους αποστόλους, συνεπώς θα ήξεραν εάν το τάδε σύγγραμμα είναι δικό τους. Επιπλέον έως τις αρχές του 2ου αι. δεν υπήρχαν εκκλησιαστικοί συγγραφείς (εκτός του Κλήμη, κι ούτε υπήρχε λόγος, αφού ζούσαν μεταξύ 50-80 μ.Χ. ... οι απόστολοι να υπάρξουν άλλοι, πλην των αποστόλων, Χριστιανοί συγγραφείς). Τρίτον, εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί, όπως και γενικότερα ο κόσμος, δεν ενδιαφέρονταν να αποδείξουν λ.χ. ότι «έχω δει το σύγγραμμα αυτό, είναι το Ευαγγέλιο του Μάρκου». Δεν υπήρχε τέτοια αμφισβήτηση και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος ανταπάντησης σε αμφισβήτηση και αμφισβητίες της εποχής. Ο Κλήμης Ρώμης (1ος αι.) παραθέτει, μεταξύ 92-94 μ.Χ., χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Εβραίους, την επιστολή Ιούδα, Ιακώβου, Α' και Β' Πέτρου. Ο ίδιος κατονομάζει την Α' Προς Κορινθίους. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας γράφοντας τις επτά Επιστολές του το 107 μ.Χ. παραθέτει χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, το Κατά Ιωάννην, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Ιακώβου, την Α' Πέτρου και την Αποκάλυψη. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, γράφοντας στα 108 μ.Χ. παραθέτει χωρία από τα συνοπτικά Ευαγγέλια, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' και Β' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Προς Φιλιππησίους, την Α' και Β' Προς Θεσσαλονικείς, την Α' και Β' Τιμόθεου, την Α' Πέτρου, την Α' και Β' Πέτρου, την Ιούδα. Αυτοί είναι συγγραφείς που γεννήθηκαν και έδρασαν πριν το 100 μ.Χ. Αργότερα τα βιβλία της Κ. Δ. μαρτυρούνται και κατονομάζονται, από πολύ περισσότερους. Εάν επρόκειτο για μη εκκλησιαστικά συγγράμματα, οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής θα δέχονταν αμέσως την μαρτυρία τόσων συγγραφέων. Ειδικά για τα βιβλία της Καινής Διαθήκης κάνουν αυτή την εξαίρεση. Ο λόγος; Από προκατάληψη. Επειδή είναι αθεϊστές, θέλουν με το στανιό να αποδείξουν κάτι, που ουδέποτε θα ζητούσαν να αποδείξουν για μη χριστιανικά βιβλία του 1ου μ.Χ. αι. Δεν υπαινισσόμαστε καμμιά «αντιχριστιανική συνωμοσία», αλλά οι προκαταλήψεις του καθενός παίζουν μεγάλο ρόλο στο να χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για ζητήματα γνησιότητας βιβλίων. Γενικότερα για τα Ευαγγέλια
α') «Δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια τους συγγραφείς τους, κι όταν το κάνουν αυτό, απλώς θα πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη».
Απάντηση: Τα ευαγγέλια προορίζονταν για ανάγνωση από πολλούς, το πλήθος των πιστών, κι όχι από έναν ιδιώτη. Τα ανώνυμα έργα έπαιρναν κάποιον τίτλο και κάποιον φανταστικό συγγραφέα κατά την αντιγραφή τους και τοποθέτησή τους στις βιβλιοθήκες. Έτσι, βιβλία που δεν ανέφεραν το συγγραφέα τους συχνά κατέληγαν να έχουν πολλούς διαφορετικούς τίτλους και πολλούς συγγραφείς, που δίνονταν από τους διάφορους αντιγραφείς σε διαφορετικές βιβλιοθήκες. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα αντίγραφο π.χ. του ευαγγελίου του Μάρκου που να είναι ακριβώς το ίδιο με το Κατά Μάρκον, αλλά να φέρει τον τίτλο «το κατά Ανδρέαν ευαγγέλιο».
β') «Δεν μπορούσε η πρώτη εκκλησία να ελέγξει την φαντασία των πιστών και των προσήλυτων, και έτσι δημιουργούνταν φανταστικές ιστορίες και φανταστικά ευαγγέλια, αλλοιώνοντας την αρχική παράδοση για τον Ιησού».
Απάντηση: Φυσικά και μπορούσε να ελέγξει. Όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σαμάρεια, η Εκκλησία έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Πράξεις Απ. 8, 14), προφανώς για να τους καθοδηγήσουν και να μην αρχίσουν να πιστεύουν ό,τι φαντάζονται. Το ίδιο έγινε και όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αντιόχεια˙ έστειλαν τον απόστολο Βαρνάβα (Πράξεις, 11, 22), για τον ίδιο λόγο. Δεν εκχριστιάνιζαν δηλαδή κάποιοι κάποιους και στη συνέχεια τους άφηναν να πιστεύουν ό,τι να 'ναι και συνεπώς να δημιουργήσουν μια διαφορετική παράδοση και μετά ένα διαφορετικό ευαγγέλιο.
Οι περισσότεροι φιλόλογοι αποδέχονται την ακρίβεια των κειμένων για άλλα αρχαία έργα, που βρίσκονται σε πολύ λιγότερα αντίγραφα, απ ό,τι η Καινή Διαθήκη. Αυτό είναι κάτι που το ξεχνούν, όσοι αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητα των κειμένων της Κ.Δ. Όταν πρόκειται για άλλα αρχαία συγγράμματα της ίδιας ή παλαιότερης εποχής, που έχουν διασωθεί σε πολύ λίγα αντίτυπα (π.χ. η Ιλιάδα βρίσκεται σε 643 αντίγραφα, ενώ η Κ.Δ. σε περίπου 24.633, που όλα διαφέρουν καθόλου ή ελάχιστα, σε σημεία που δεν επηρεάζουν τη χριστιανική θεολογία) ορισμένοι είναι πολύ πιο ελαστικοί και εύκολα αποδέχονται ότι είναι αυθεντικά.
Παρατίθενται χωρία: του Ματθαίου από τον Κλήμη Ρώμης (1ος αι.), τον Ιγνάτιο (φονεύτηκε το 110 μ.Χ.), τον Πολύκαρπο Σμύρνης (περί τα 108 μ.Χ.), του Μάρκου από τον Κλήμη Ρώμης, τον Ιγνάτιο, τον Πολύκαρπο, του Κατά Λουκάν από τους ίδιους, του Κατά Ιωάννην από τον Ιγνάτιο, των Πράξεων από τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στ. Ν. Σάκκου, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 23).
Για το Κατά Ματθαίον:
«Ο Παπίας και ο Ειρηναίος μαρτυρούν ότι επί των ημερών των υπήρχεν η αναντίρρητος παράδοσις ότι συγγραφεύς του Ευαγγελίου τούτου είναι ο Ματθαίος. Υπάρχουν αι εξής ενδείξεις: α) ο Ματθαίος ελέγετο πρώτα Λευίς και ήτο τελώνης, άνθρωπος άδικος και αμαρτωλός. Όταν αναφέρουν την μετάνοιαν του, οι μεν άλλοι ευαγγελισταί, Μάρκος και Λουκάς, τον αναφέρουν με το παλαιόν τούτο όνομα, προφανώς εκ λεπτότητος, ο ίδιος δε μόνον λέγει το όνομα του με το οποίον είνε γνωστός εις όλην την Χριστιανοσύνην. β) Εις την περίπτωσιν του Ματθαίου οι μεν Λουκάς και Μάρκος γράφουν «Ματθαίος και Θωμάς» (Μρκ. 3, 18˙ Λκ. 6, 15), ο ίδιος δε γράφει «Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης» (Μτθ. 10, 3)˙ θέτει τον εαυτόν του δεύτερον και μόνος αυτός προσθέτει το ότι ήτο τελώνης, πράγμα ταπεινωτικόν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 97).
Για το Κατά Μάρκον
«Ήδη ο Παπίας (110-130 μ.Χ.) και ο Ειρηναίος αποδίδουν το Ευαγγέλιον τούτο εις τον Μάρκον, τον μόνον όστις εν τη Κ. Διαθήκη φέρει το όνομα τούτο. Εσωτερικαί ενδείξεις περί του προσώπου του ευαγγελιστού είνε αι εξής. α) Εις την σύλληψιν του Ιησού εν Γεθσημανή (Μρκ. 14, 51-52) αναφέρεται ότι «Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν». Αν ο νεανίσκος αυτός είναι ο Μάρκος και αποκρύπτη εις το Ευαγγέλιόν του το όνομά του επειδή είνε ο ίδιος συγγραφεύς, όπως κάνει και ο Ιωάννης, τότε έχομεν υπαινιγμόν περί του συγγραφέως. β) Αν συνδυασθούν αι ιδιάζουσαι εις το Ευαγγέλιον τούτο λεπτομέρειαι περί του Πέτρου με το γεγονός ότι τούτο εγράφη όταν ο Μάρκος ήτο διάκονος του Πέτρου, και περιέχει το κήρυγμα εκείνου, πάλιν έχομεν ένδειξιν περί του συγγραφέως. Εφ' όσον δεν υπάρχει μαρτυρία αναιρετική της αρχαιοτάτης παραδόσεως, ότι το Ευαγγέλιον τούτο εγράφη υπό του Μάρκου, δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως». (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 105). Στο Κατά Μάρκον ο Πέτρος αναφέρεται περισσότερες φορές, σχετικά, απ' ό,τι στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκάν, και του δίνεται μεγαλύτερη σημασία.
Το 1972, ο εξέχων Ισπανός παπυρολόγος Jose O'Callaghan ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ένα μικρό απόσπασμα του Κατά Μάρκον (το ΣΤ', 52-53) ανάμεσα στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας. Πέρα από το ερώτημα, πώς έφτασε αυτό στις σπηλιές των Εσσαίων, η πρόσφατη πιθανή χρονολόγηση του ελληνικού παπύρου 7Q5 ήταν εντυπωσιακή. Εφόσον οι οικισμοί και οι σπηλιές είχαν εγκαταληφθεί το 68 μ.Χ., όταν η ρωμαϊκή λεγεώνα Fratensis προέλασε στο Κουμράν, και μια που η ανάλυση έδειξε ότι ο πάπυρος ήταν του έτους 50 μ.Χ. (χρονολογία που οι επόμενες αναλύσεις επιβεβαίωσαν), φάνηκε ξαφνικά ένδειξη μέσω των παπύρων για την ύπαρξη αυτού του ευαγγελίου το έτος 50 μ.Χ.» (Carsten Peter Thiede, Rekindling the Word: In Search of Gospel Truth, Trinity Press: 1995, σ. 38-39).
Αντιρρήσεις:
α') «Ο Μάρκος κάνει γεωγραφικά λάθη, π.χ. στο 5, 1 γράφει «και ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στη χώρα των Γαδαρηνών». Δεν υπάρχει «χώρα», αλλά «πόλη». Αυτό δείχνει πως ο συγγραφέας δεν ήταν κάποιος που ζούσε στην Παλαιστίνη».
Απάντηση: και γι' αυτό, αλλά και για άλλα πιθανά λάθη, πρέπει να έχουμε υπ όψη ότι ο Μάρκος ήταν κάτοικος Ιερουσαλήμ (Πράξεις, 12, 12), δηλαδή αστός. Δεν θα πρεπε να περιμένουμε να γνωρίζει όλες τις ακριβείς ονομασίες τόσων και τόσων περιοχών της Παλαιστίνης! Μήπως κανείς Έλληνας, κάτοικος Αθηνών, γνωρίζει και τις λεπτομέρειες των τοπωνυμίων όλης της Ελλάδας; Ασφαλώς κι όχι. Ειδικότερα, το εν λόγω εδάφιο επιβεβαιώνει τα προηγούμενα. Ένας κάτοικος Ιερουσαλήμ, που δεν είχε ταξιδέψει και πολύ, θα αποκαλούσε την περιοχή γύρω από την πόλη των Γαδαρηνών ως «περιοχή των Γαδαρηνών». Δηλαδή, η αοριστία του συγκεκριμένου στίχου δεν συνεπάγεται ότι ένας μη Παλαιστίνιος το έγραψε. (Πόλη και χώρα ως λέξεις εννοούσαν το ίδιο πράγμα και στην Ελλάδα μέχρι και το 1970. Όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας, στα γύρωθεν χωριά, όταν ήταν να μεταβούν στην κεντρική πόλη, πχ Βέροια, Χανιά, Πάτρα, Ιωάννινα, Αθήνα, Σπάρτη, έλεγαν ''πάω στη χώρα'')
β') «Ο Ειρηναίος γράφει ότι ο Μάρκος παρέδωσε στους Χριστιανούς γραπτώς ό,τι κηρύχθηκε από τον Πέτρο, αφού πέθαναν και ο Πέτρος και ο Παύλος. Δηλαδή μετά το 64 με 67 μ.Χ.»
Απάντηση: και πάλι, το 64 με 67 μ.Χ. είναι πριν το 70 μ.Χ. και δεν χρειαζόταν και τόσα πολλά χρόνια για τη συγγραφή σαράντα σελίδων. Επιπλέον, είναι άλλο πράγμα το «παρέδωσε», που μπορεί να σημαίνει ότι είχε κρατήσει τις σημειώσεις του πριν ο Πέτρος πεθάνει και έπειτα, αφού ο Πέτρος πέθανε, τις συνέταξε και τις έδωσε στους υπόλοιπους Χριστιανούς, κι άλλο πράγμα το να «έγραψε» μετά το θάνατό τους, ό,τι θυμόταν αυτός. Το «παρέδωσε» δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι τις έγραψε μετά. Επιπλέον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ρώμη, ενώ ο Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός. Δηλαδή, δεν υπάρχει μία παράδοση.
γ') «Το αυθεντικό ευαγγέλιο του Κατά Μάρκον δεν έχει τα εδάφια από 6, 45 έως 8, 26, τα οποία προστέθηκαν κάπου μετά το 70 μ.Χ. αλλά πριν την δημιουργία του Κανόνα τον 4ο αιώνα».
Απάντηση: Το απόσπασμα του Κατά Μάρκον που χρονολογείται το 50 μ.Χ. περιέχεται στα εδάφια αυτά, είναι το κεφ. 6, στίχοι 52-53, άρα φαίνεται η αλήθεια. Ο παλαιότερος πάπυρος που περιέχει ολόκληρο το Κατά Μάρκον (p45) χρονολογείται στο 150 με 200 μ.Χ. και περιέχει αυτά τα εδάφια. Αν εφαρμόζαμε τέτοιες απόψεις στα εξωεκκλησιαστικά κείμενα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα «ομηρικά έπη» που διαθέτουμε σήμερα, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι διαφορετικά από αυτά που είχαν τον 1ο π.Χ. αι., απλώς επειδή δεν διαθέτουμε κάποιο αντίγραφο του 1ου π.Χ. αι. από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
δ') «Υπάρχει η κατακλείδα στο Κατά Μάρκον 16, 9-20), η οποία δεν βρίσκεται στα χειρόγραφα της αλεξανδρινής παράδοσης. Σε αυτήν παρουσιάζεται ο Ιησούς να εμφανίζεται στους μαθητές του και να τους λέει να κηρύξουν τον Χριστιανισμό».
Απάντηση: Η απουσία αυτής της κατακλείδας αναφέρεται από τους Ευσέβιο, Γρηγόριο Νύσσης, Βίκτωρα Αντιοχείας, Ιερώνυμο, και άλλους μεταγενέστερους. «Αλλά προ του Ιππολύτου οι Ιουστίνος, Τατιανός, και Ειρηναίος, και αυτός ο Ιππόλυτος γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την κατακλείδα. Βεβαίως το παν οφείλεται απλούστατα εις την κακήν ποιότητα του κειμένου της αλεξανδρινής παραδόσεως» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 110).
«Ο Παπίας και ο Ειρηναίος μαρτυρούν ότι επί των ημερών των υπήρχεν η αναντίρρητος παράδοσις ότι συγγραφεύς του Ευαγγελίου τούτου είναι ο Ματθαίος. Υπάρχουν αι εξής ενδείξεις: α) ο Ματθαίος ελέγετο πρώτα Λευίς και ήτο τελώνης, άνθρωπος άδικος και αμαρτωλός. Όταν αναφέρουν την μετάνοιαν του, οι μεν άλλοι ευαγγελισταί, Μάρκος και Λουκάς, τον αναφέρουν με το παλαιόν τούτο όνομα, προφανώς εκ λεπτότητος, ο ίδιος δε μόνον λέγει το όνομα του με το οποίον είνε γνωστός εις όλην την Χριστιανοσύνην. β) Εις την περίπτωσιν του Ματθαίου οι μεν Λουκάς και Μάρκος γράφουν «Ματθαίος και Θωμάς» (Μρκ. 3, 18˙ Λκ. 6, 15), ο ίδιος δε γράφει «Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης» (Μτθ. 10, 3)˙ θέτει τον εαυτόν του δεύτερον και μόνος αυτός προσθέτει το ότι ήτο τελώνης, πράγμα ταπεινωτικόν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 97).
Για το Κατά Μάρκον
«Ήδη ο Παπίας (110-130 μ.Χ.) και ο Ειρηναίος αποδίδουν το Ευαγγέλιον τούτο εις τον Μάρκον, τον μόνον όστις εν τη Κ. Διαθήκη φέρει το όνομα τούτο. Εσωτερικαί ενδείξεις περί του προσώπου του ευαγγελιστού είνε αι εξής. α) Εις την σύλληψιν του Ιησού εν Γεθσημανή (Μρκ. 14, 51-52) αναφέρεται ότι «Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν». Αν ο νεανίσκος αυτός είναι ο Μάρκος και αποκρύπτη εις το Ευαγγέλιόν του το όνομά του επειδή είνε ο ίδιος συγγραφεύς, όπως κάνει και ο Ιωάννης, τότε έχομεν υπαινιγμόν περί του συγγραφέως. β) Αν συνδυασθούν αι ιδιάζουσαι εις το Ευαγγέλιον τούτο λεπτομέρειαι περί του Πέτρου με το γεγονός ότι τούτο εγράφη όταν ο Μάρκος ήτο διάκονος του Πέτρου, και περιέχει το κήρυγμα εκείνου, πάλιν έχομεν ένδειξιν περί του συγγραφέως. Εφ' όσον δεν υπάρχει μαρτυρία αναιρετική της αρχαιοτάτης παραδόσεως, ότι το Ευαγγέλιον τούτο εγράφη υπό του Μάρκου, δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως». (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 105). Στο Κατά Μάρκον ο Πέτρος αναφέρεται περισσότερες φορές, σχετικά, απ' ό,τι στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκάν, και του δίνεται μεγαλύτερη σημασία.
Το 1972, ο εξέχων Ισπανός παπυρολόγος Jose O'Callaghan ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ένα μικρό απόσπασμα του Κατά Μάρκον (το ΣΤ', 52-53) ανάμεσα στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας. Πέρα από το ερώτημα, πώς έφτασε αυτό στις σπηλιές των Εσσαίων, η πρόσφατη πιθανή χρονολόγηση του ελληνικού παπύρου 7Q5 ήταν εντυπωσιακή. Εφόσον οι οικισμοί και οι σπηλιές είχαν εγκαταληφθεί το 68 μ.Χ., όταν η ρωμαϊκή λεγεώνα Fratensis προέλασε στο Κουμράν, και μια που η ανάλυση έδειξε ότι ο πάπυρος ήταν του έτους 50 μ.Χ. (χρονολογία που οι επόμενες αναλύσεις επιβεβαίωσαν), φάνηκε ξαφνικά ένδειξη μέσω των παπύρων για την ύπαρξη αυτού του ευαγγελίου το έτος 50 μ.Χ.» (Carsten Peter Thiede, Rekindling the Word: In Search of Gospel Truth, Trinity Press: 1995, σ. 38-39).
Αντιρρήσεις:
α') «Ο Μάρκος κάνει γεωγραφικά λάθη, π.χ. στο 5, 1 γράφει «και ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στη χώρα των Γαδαρηνών». Δεν υπάρχει «χώρα», αλλά «πόλη». Αυτό δείχνει πως ο συγγραφέας δεν ήταν κάποιος που ζούσε στην Παλαιστίνη».
Απάντηση: και γι' αυτό, αλλά και για άλλα πιθανά λάθη, πρέπει να έχουμε υπ όψη ότι ο Μάρκος ήταν κάτοικος Ιερουσαλήμ (Πράξεις, 12, 12), δηλαδή αστός. Δεν θα πρεπε να περιμένουμε να γνωρίζει όλες τις ακριβείς ονομασίες τόσων και τόσων περιοχών της Παλαιστίνης! Μήπως κανείς Έλληνας, κάτοικος Αθηνών, γνωρίζει και τις λεπτομέρειες των τοπωνυμίων όλης της Ελλάδας; Ασφαλώς κι όχι. Ειδικότερα, το εν λόγω εδάφιο επιβεβαιώνει τα προηγούμενα. Ένας κάτοικος Ιερουσαλήμ, που δεν είχε ταξιδέψει και πολύ, θα αποκαλούσε την περιοχή γύρω από την πόλη των Γαδαρηνών ως «περιοχή των Γαδαρηνών». Δηλαδή, η αοριστία του συγκεκριμένου στίχου δεν συνεπάγεται ότι ένας μη Παλαιστίνιος το έγραψε. (Πόλη και χώρα ως λέξεις εννοούσαν το ίδιο πράγμα και στην Ελλάδα μέχρι και το 1970. Όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας, στα γύρωθεν χωριά, όταν ήταν να μεταβούν στην κεντρική πόλη, πχ Βέροια, Χανιά, Πάτρα, Ιωάννινα, Αθήνα, Σπάρτη, έλεγαν ''πάω στη χώρα'')
β') «Ο Ειρηναίος γράφει ότι ο Μάρκος παρέδωσε στους Χριστιανούς γραπτώς ό,τι κηρύχθηκε από τον Πέτρο, αφού πέθαναν και ο Πέτρος και ο Παύλος. Δηλαδή μετά το 64 με 67 μ.Χ.»
Απάντηση: και πάλι, το 64 με 67 μ.Χ. είναι πριν το 70 μ.Χ. και δεν χρειαζόταν και τόσα πολλά χρόνια για τη συγγραφή σαράντα σελίδων. Επιπλέον, είναι άλλο πράγμα το «παρέδωσε», που μπορεί να σημαίνει ότι είχε κρατήσει τις σημειώσεις του πριν ο Πέτρος πεθάνει και έπειτα, αφού ο Πέτρος πέθανε, τις συνέταξε και τις έδωσε στους υπόλοιπους Χριστιανούς, κι άλλο πράγμα το να «έγραψε» μετά το θάνατό τους, ό,τι θυμόταν αυτός. Το «παρέδωσε» δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι τις έγραψε μετά. Επιπλέον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ρώμη, ενώ ο Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός. Δηλαδή, δεν υπάρχει μία παράδοση.
γ') «Το αυθεντικό ευαγγέλιο του Κατά Μάρκον δεν έχει τα εδάφια από 6, 45 έως 8, 26, τα οποία προστέθηκαν κάπου μετά το 70 μ.Χ. αλλά πριν την δημιουργία του Κανόνα τον 4ο αιώνα».
Απάντηση: Το απόσπασμα του Κατά Μάρκον που χρονολογείται το 50 μ.Χ. περιέχεται στα εδάφια αυτά, είναι το κεφ. 6, στίχοι 52-53, άρα φαίνεται η αλήθεια. Ο παλαιότερος πάπυρος που περιέχει ολόκληρο το Κατά Μάρκον (p45) χρονολογείται στο 150 με 200 μ.Χ. και περιέχει αυτά τα εδάφια. Αν εφαρμόζαμε τέτοιες απόψεις στα εξωεκκλησιαστικά κείμενα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα «ομηρικά έπη» που διαθέτουμε σήμερα, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι διαφορετικά από αυτά που είχαν τον 1ο π.Χ. αι., απλώς επειδή δεν διαθέτουμε κάποιο αντίγραφο του 1ου π.Χ. αι. από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
δ') «Υπάρχει η κατακλείδα στο Κατά Μάρκον 16, 9-20), η οποία δεν βρίσκεται στα χειρόγραφα της αλεξανδρινής παράδοσης. Σε αυτήν παρουσιάζεται ο Ιησούς να εμφανίζεται στους μαθητές του και να τους λέει να κηρύξουν τον Χριστιανισμό».
Απάντηση: Η απουσία αυτής της κατακλείδας αναφέρεται από τους Ευσέβιο, Γρηγόριο Νύσσης, Βίκτωρα Αντιοχείας, Ιερώνυμο, και άλλους μεταγενέστερους. «Αλλά προ του Ιππολύτου οι Ιουστίνος, Τατιανός, και Ειρηναίος, και αυτός ο Ιππόλυτος γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την κατακλείδα. Βεβαίως το παν οφείλεται απλούστατα εις την κακήν ποιότητα του κειμένου της αλεξανδρινής παραδόσεως» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 110).
Για το Κατά Λουκάν
«Η αρχαία εκκλησιαστική παράδοσις ομοφώνως αποδίδει το κατά Λουκάν επιγραφόμενον Ευαγγέλιον εις τον ιατρόν Λουκάν, μαθητήν του αποστόλου Παύλου» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100). Υπάρχουν οι αναφορές του Μαρκίωνα, που έβαλε ως αυθεντικό εννοείται το ευαγγέλιο του Λουκά στον κανόνα του περί το 140 μ.Χ., του Ιουστίνου του μάρτυρα, ότι ο Λουκάς συνέγραψε αναμνήσεις των αποστόλων, περί το 150 μ.Χ. και του Ειρηναίου, κατά το 180 μ.Χ. Επίσης, τα ελληνικά του είναι πολύ καλά, δεν φαίνεται να έχει ιουδαϊκές ρίζες, αφού έχει περιορισμένη γνώση της αραμαϊκής και της εβραϊκής.
«Εσωτερικώς δεν φαίνεται τίποτε άλλο παρά αι εξής ενδείξεις: α) Ηυξημένον ιατρικόν λεξιλόγιον εν συγκρίσει προς τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης. β) Ηυξημένη σχέσις προς τας Επιστολάς του Παύλου, όσον αφορά εις τας λέξεις και τα λεπτά νοήματα. γ) Το Ευαγγέλιον τούτο μαζί με τας Πράξεις των αποστόλων παρουσιάζονται ως δύο συνεχή βιβλία μιας ιστορίας, αποστελλόμενα εις δύο αποστολάς προς τον Χριστιανόν Θεόφιλον, και χαρακτηριζόμενα ως «πρώτος λόγος» και «δεύτερος λόγος» υπό του ιδίου συγγραφέως. Ώστε το εσωτερικώς βεβαιούμενον είνε ότι ο συγγραφεύς και των δύο είνε ένα πρόσωπον˙ αλλά και το εξωτερικώς βεβαιούμενων, ότι αυτός είνε ο Λουκάς, είνε πληροφορία της αυτής αξιοπιστίας (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100).
«Ο Λουκάς αναφέρεται ονομαστί εις τρεις Επιστολές του Παύλου (Κολ. 4, 4˙ Φλμ. 24˙ Β' Τιμ. 4, 10) και άνευ ονόματος εις τας υπ' αυτού γραφείσας Πράξεις» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 101). Οι Πράξεις σταματούν απότομα, με τον Παύλο να συλλαμβάνεται και να κρατείται φυλακισμένος από τους Ρωμαίους, το 66-68 μ.Χ. Εάν ο Λουκάς έγραφε μετά το 66-68 μ.Χ., δεν θα σταματούσε έτσι, αλλά θα συνέχιζε έως την εκτέλεση του Παύλου και λίγο μετά από αυτήν. Προκειμένου για το μαρτύριο του Στεφάνου ή του Ιακώβου, ο Λουκάς γράφει έως το τέλος και δεν σταματά, ενώ σταματά, χωρίς να πει για το τέλος του Παύλου. Αυτό σημαίνει ότι σταμάτησε να γράφει, άρα έγραφε πριν εκτελεστεί ο Παύλος. Επίσης, εάν είχε συγγραφεί μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, θα αναφερόταν η καταστροφή αυτή.
Αντιρρήσεις:
«Ο συγγραφέας του Κατά Λουκάν και των Πράξεων δεν έχει γνώση των επιστολών του Παύλου».
Απάντηση: αυτό δεν είναι παρά απόδειξη ότι το Κατά Λουκάν εγράφη ενόσω ο Παύλος ζούσε ακόμη και συνεπώς, γιατί να έχανε τον καιρό του ο Λουκάς αναφέροντας πράγματα που έλεγε στις ομιλίες του ο Παύλος; Επιπλέον, κάνοντας μια σύνοψη της ιστορίας, ο Λουκάς θα έκρινε ότι, αντί να συνοψίσει τα λεπτά επιχειρήματα που υπήρχαν στις επιστολές του Παύλου, με πιθανό αποτέλεσμα να τα διαστρεβλώσει, καλύτερα θα ήταν να αφήσει τις επιστολές, τις οποίες γνώριζε ότι υπήρχαν, να μιλήσουν μόνες τους.
Για το Κατά Ιωάννην
Ο Ειρηναίος έγραψε ότι, σύμφωνα με τον Πολύκαρπο «ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, έγραψε το ευαγγέλιο όταν κατοικούσε στην Έφεσσο της Ασίας». Για το χρόνο συγγραφής είναι κατατοπιστικό αυτό: στο 5, 2, για την θεραπεία του ασθενή από τον Χριστό, περιγράφει την δεξαμενή της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμα σε ενεστώτα χρόνο: «Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα κοντά εις την πύλην των Προβάτων μια δεξαμενή, η οποία ονομάζεται Εβραϊστί Βηθεσδά και η οποία έχει πέντε στοές». Όμως η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. Αν λοιπόν ο Ιωάννης έγραφε το Ευαγγέλιό του μετά το 70 μ.Χ. θα έγραφε «...υπήρχε μια δεξαμενή... είχε πέντε στοές». Ο ενεστώτας δηλώνει ότι τον χρόνο της συγγραφής υπήρχε ακόμη η δεξαμενή, άρα ο Ιωάννης γράφει πριν το 70 μ.Χ.
Η ίδια η ύπαρξη της κολυμβήθρας της Βηθεσδά (Bethesh-dathain, «ο τόπος των δύο διαχύσεων») αποδείχθηκε μετά από ανασκαφές στο ΒΑ τετράγωνο της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, στην συνοικία που ονομαζόταν Bezetha τον 1ο αι. μ.Χ., κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Βρέθηκαν δύο κολυμβήθρες που βρισκόταν η μια βόρεια κι η άλλη νότια και χωριζόταν από έναν βράχο. Προστεγάσματα με στύλους βρισκόταν, όπως φαίνεται στις τέσσερεις πλευρές και στα χωρίσματα (J. Jeremias, The Rediscovery of Bethesda, 1966).
Εσωτερικές μαρτυρίες ότι ο συγγραφέας είναι απ τους δώδεκα μαθητές και λέγεται Ιωάννης υπάρχουν: α) τόσο στην Αποκάλυψη (1, 1-2˙ 1, 4˙ 22, 8), όσο στην Α' Ιωάννου (1, 1), όσο και στο Κατά Ιωάννην (1, 14), κάνει λόγο τόσο για το όνομά του αλλά και τονίζει ότι ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του Χριστού, δηλαδή δεν του ανέφερε κάποιος τις πληροφορίες που παραθέτει. β) Η γλώσσα τόσο του Κατά Ιωάννην, όσο και της Αποκάλυψης και των Α', Β', Γ' επιστολών Ιωάννου, είναι πολύ όμοια και ιδιάζει έναντι της γλώσσας των άλλων βιβλίων της Κ. Διαθήκης. γ) Δεν κατονομάζει τον εαυτό του στο Κατά Ιωάννην, λόγω μετριοφροσύνης, όπως και άλλοι Ευαγγελιστές. Στα τρία πρώτα (συνοπτικά) Ευαγγέλια αναφέρονται οι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης (αδέρφια οι δύο τελευταίοι) ως οι πλέον αγαπητοί του Χριστού. Ο Ιωάννης αναφέρει μόνο τον Πέτρο, και μια φορά τους «Ζεβεδαίους» (21, 2), δηλαδή τον εαυτό του και τον Ιάκωβο, αλλά αναφέρει και έναν τρίτο με φράσεις όπως «Ὁ μαθητὴς ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» (19, 26), στο 20, 2 επίσης το ίδιο. Δεν μπορεί να είναι ο Ιάκωβος αυτός «διότι εσφάγη εις την αρχήν σχεδόν του χριστιανικού κηρύγματος» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 111). Άρα είναι ο Ιωάννης. Επιπλέον, ομόφωνα όλη η αρχαία παράδοση αποδίδει το Ευαγγέλιο αυτό στον μαθητή του Χριστού, Ιωάννη.
Αντιρρήσεις:
α') «Ο Ιωάννης, αν και Ιουδαίος, δεν φαίνεται να ξέρει και πολλά για τον Ιουδαϊσμό, αφού στο 18, 13 γράφει «και τον έφεραν πρώτα στον Άννα, διότι ήταν πεθερός του Καϊάφα, αρχιερέως του έτους εκείνου», σαν να νομίζει ότι κάθε έτος εκλεγόταν νέος αρχιερέας. Ίσως αυτό δείχνει ότι το Κατά Ιωάννη συνεγράφη πολύ αργότερα, από κάποιο πρώην Εθνικό».
Απάντηση: Δηλαδή αν λέγαμε «ενώ χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι, το έτος 2001, τότε που πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης...», θα σήμαινε ότι δεν γνωρίζουμε πως ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια; Όμως πάλι, με 28 αρχιερείς μεταξύ του 37 και 70 μ.Χ., δηλαδή για μέσο όρο 2,75 χρόνια για κάθε αρχιερέα, δεν φαίνεται και τόσο υπερβολικό το περιεχόμενο του κειμένου.
β') «Ο Ιωάννης μαρτύρησε πολύ νωρίς, για να γράψει ευαγγέλιο».
Απάντηση: υπάρχει μια παράδοση εκκλησιαστική ότι ο Ιωάννης και ο αδερφός του σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους. Πέραν του ότι οι κριτικοί διαλέγουν ό,τι τούς συμφέρει από την παράδοση, η ίδια αυτή η ιστορία λέει απλώς ότι ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους, όχι φονεύτηκαν μαζί.
γ') «Στις Πράξεις 4, 13 αναφέρεται ότι ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν αγράμματοι. Πώς έγραψε το ευαγγέλιο ο πρώτος;»
α') «Ο Ιωάννης, αν και Ιουδαίος, δεν φαίνεται να ξέρει και πολλά για τον Ιουδαϊσμό, αφού στο 18, 13 γράφει «και τον έφεραν πρώτα στον Άννα, διότι ήταν πεθερός του Καϊάφα, αρχιερέως του έτους εκείνου», σαν να νομίζει ότι κάθε έτος εκλεγόταν νέος αρχιερέας. Ίσως αυτό δείχνει ότι το Κατά Ιωάννη συνεγράφη πολύ αργότερα, από κάποιο πρώην Εθνικό».
Απάντηση: Δηλαδή αν λέγαμε «ενώ χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι, το έτος 2001, τότε που πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης...», θα σήμαινε ότι δεν γνωρίζουμε πως ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια; Όμως πάλι, με 28 αρχιερείς μεταξύ του 37 και 70 μ.Χ., δηλαδή για μέσο όρο 2,75 χρόνια για κάθε αρχιερέα, δεν φαίνεται και τόσο υπερβολικό το περιεχόμενο του κειμένου.
β') «Ο Ιωάννης μαρτύρησε πολύ νωρίς, για να γράψει ευαγγέλιο».
Απάντηση: υπάρχει μια παράδοση εκκλησιαστική ότι ο Ιωάννης και ο αδερφός του σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους. Πέραν του ότι οι κριτικοί διαλέγουν ό,τι τούς συμφέρει από την παράδοση, η ίδια αυτή η ιστορία λέει απλώς ότι ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους, όχι φονεύτηκαν μαζί.
γ') «Στις Πράξεις 4, 13 αναφέρεται ότι ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν αγράμματοι. Πώς έγραψε το ευαγγέλιο ο πρώτος;»
Απάντηση: απλώς σημαίνει ότι δεν έλαβαν εκπαίδευση από τους ραββίνους, ότι δεν είχαν υψηλή μόρφωση. Αλλά και πάλι, ο αναλφαβητισμός δεν είναι αθεράπευτη ασθένεια. Μπορεί αργότερα να έμαθαν. Ο Μακρυγιάννης, δηλαδή, που έμαθε γράμματα σε μεγάλη ηλικία, απλώς και μόνο για να γράψει τα απομνημονεύματά του, πώς τα κατάφερε;
δ') «Ο Ιωάννης αναφέρει εμφανίσεις του Ιησού και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία, ενώ από τα συνοπτικά ευαγγέλια, ο Ματθαίος μόνο στην Γαλιλαία και οι Λουκάς και Μάρκος μόνο στην Ιουδαία. Δηλαδή, υπήρχαν δύο παραδόσεις, η ιουδαϊκή και η γαλιλαϊκή και ο Ιωάννης, που έγραψε τελευταίος είναι συμπιλητής».
Απάντηση: Δεν ήταν πανταχού παρόντες οι Ευαγγελιστές, κι ο Ιωάννης ανήκε στον στενότερο κύκλο των μαθητών του Ιησού. Ο Χριστός είχε πει στους αποστόλους, μόλις τον θάψουν, να πάνε στη Γαλιλαία και να τον αναμένουν εκεί, αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν ούτε τήρησαν την εντολή του, ούτε πίστεψαν τις γυναίκες που μίλησαν για ανάσταση. Η εντολή αυτή έχει το νόημα της δοκιμασίας της πίστης των μαθητών. Έτσι αναγκάζεται να φανερωθεί ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, στους μαθητές. Έπειτα αυτοί πήγαν μετά στη Γαλιλαία, εκεί τους ξαναφανερώνεται ο Χριστός, κι έπειτα επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό της Πεντηκοστής (είχαν και οι Ιουδαίοι τέτοια γιορτή) πάλι εκεί εμφανίζεται. «Δια τούτο έχομεν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου πρώτα εν Ιερουσαλήμ, έπειτα εν Γαλιλαία, και τέλος πάλιν εν Ιερουσαλή. Εν Ιερουσαλήμ και Ιουδαία εμφανίζεται εις τας γυναίκας, τον Σίμωνα, τους προς Εμμαούς πορευομένους, τους δέκα (άνευ του Θωμά), τους ένδεκα (μετά του Θωμά)˙ εν Γαλιλαία εις την Τιβεριάδα, εις τους πεντακοσίους, κλπ.˙ εν Ιερουσαλήμ πάλιν όταν αναλαμβάνεται. Οι ευαγγελισταί εξ όλων αυτών των εμφανίσεων αναφέρουν όσας θέλουν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 130).
ε') «Οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς αναφέρουν ότι ο Ιησούς άρχισε το κήρυγμα του μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει παράλληλη δράση και των δύο, προτού δηλαδή συλληφθεί ο Βαπτιστής. Δηλαδή οι ευαγγελιστές διαφωνούν»
Απάντηση: δεν διαφωνούν. Ο Ματθαίος π.χ. λέει (4, 12-17) «Ακούσας δε (ο Ιησούς) ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ... Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν˙ Μετανοείτε». Ο Μάρκος (1, 14-15) «Μετά δε το παραδοθήναι Ιωάννην ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού». Ο Ιωάννης, δεν διαφωνεί, απλώς παραθέτει μια ενδιάμεση λεπτομέρεια: Λέει ότι (3, 22-25) «ύστερα από αυτά ήλθε ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την Ιουδαίαν και έμεινε εκεί μαζί τους και εβάπτιζε. Ο Ιωάννης επίσης βάπτιζε εις την Αινών πλησίον του Σαλείμ, διότι εκεί ήταν πολλά νερά και ήρχοντο και εβαπτίζοντο. Διότι ο Ιωάννης δεν είχε ακόμη ριφθή εις την φυλακήν.» και ύστερα γράφει (1, 1-3) «όταν ο Κύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει ότι ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητάς παρά ο Ιωάννης αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν εβάπτιζε αλλά οι μαθηταί του άφησε την Ιουδαίαν και επήγε πάλιν εις την Γαλιλαίαν». Δηλαδή, ο Ιωάννης στο ευαγγέλιό του αναφέρει την μετάβαση του Χριστού από την Ιουδαία στη Γαλιλαία ως δημόσιο πρόσωπο πλέον, γιατί την προηγούμενη φορά που ήταν εκεί ήταν ως ιδιώτης. Δεν λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια ότι ο Ιησούς κρυβόταν ή δεν έκανε θαύματα ή δεν φανέρωνε ότι είναι Θεός πριν ο Βαπτιστής συλληφθεί.
στ') «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιησούς γιόρτασε στα Ιεροσόλυμα τρία τουλάχιστον πάσχα (Κατά Ιωάννη 1, 13˙ 6, 4˙ 12, 1), ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο το πάσχα κατά το οποίο σταυρώθηκε. Άρα υπάρχει μεγάλη διαφορά στο χρόνο που δίδαξε ο Ιησούς, ανάμεσα στους τρεις και στον Ιωάννη».
δ') «Ο Ιωάννης αναφέρει εμφανίσεις του Ιησού και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία, ενώ από τα συνοπτικά ευαγγέλια, ο Ματθαίος μόνο στην Γαλιλαία και οι Λουκάς και Μάρκος μόνο στην Ιουδαία. Δηλαδή, υπήρχαν δύο παραδόσεις, η ιουδαϊκή και η γαλιλαϊκή και ο Ιωάννης, που έγραψε τελευταίος είναι συμπιλητής».
Απάντηση: Δεν ήταν πανταχού παρόντες οι Ευαγγελιστές, κι ο Ιωάννης ανήκε στον στενότερο κύκλο των μαθητών του Ιησού. Ο Χριστός είχε πει στους αποστόλους, μόλις τον θάψουν, να πάνε στη Γαλιλαία και να τον αναμένουν εκεί, αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν ούτε τήρησαν την εντολή του, ούτε πίστεψαν τις γυναίκες που μίλησαν για ανάσταση. Η εντολή αυτή έχει το νόημα της δοκιμασίας της πίστης των μαθητών. Έτσι αναγκάζεται να φανερωθεί ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, στους μαθητές. Έπειτα αυτοί πήγαν μετά στη Γαλιλαία, εκεί τους ξαναφανερώνεται ο Χριστός, κι έπειτα επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό της Πεντηκοστής (είχαν και οι Ιουδαίοι τέτοια γιορτή) πάλι εκεί εμφανίζεται. «Δια τούτο έχομεν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου πρώτα εν Ιερουσαλήμ, έπειτα εν Γαλιλαία, και τέλος πάλιν εν Ιερουσαλή. Εν Ιερουσαλήμ και Ιουδαία εμφανίζεται εις τας γυναίκας, τον Σίμωνα, τους προς Εμμαούς πορευομένους, τους δέκα (άνευ του Θωμά), τους ένδεκα (μετά του Θωμά)˙ εν Γαλιλαία εις την Τιβεριάδα, εις τους πεντακοσίους, κλπ.˙ εν Ιερουσαλήμ πάλιν όταν αναλαμβάνεται. Οι ευαγγελισταί εξ όλων αυτών των εμφανίσεων αναφέρουν όσας θέλουν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 130).
ε') «Οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς αναφέρουν ότι ο Ιησούς άρχισε το κήρυγμα του μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει παράλληλη δράση και των δύο, προτού δηλαδή συλληφθεί ο Βαπτιστής. Δηλαδή οι ευαγγελιστές διαφωνούν»
Απάντηση: δεν διαφωνούν. Ο Ματθαίος π.χ. λέει (4, 12-17) «Ακούσας δε (ο Ιησούς) ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ... Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν˙ Μετανοείτε». Ο Μάρκος (1, 14-15) «Μετά δε το παραδοθήναι Ιωάννην ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού». Ο Ιωάννης, δεν διαφωνεί, απλώς παραθέτει μια ενδιάμεση λεπτομέρεια: Λέει ότι (3, 22-25) «ύστερα από αυτά ήλθε ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την Ιουδαίαν και έμεινε εκεί μαζί τους και εβάπτιζε. Ο Ιωάννης επίσης βάπτιζε εις την Αινών πλησίον του Σαλείμ, διότι εκεί ήταν πολλά νερά και ήρχοντο και εβαπτίζοντο. Διότι ο Ιωάννης δεν είχε ακόμη ριφθή εις την φυλακήν.» και ύστερα γράφει (1, 1-3) «όταν ο Κύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει ότι ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητάς παρά ο Ιωάννης αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν εβάπτιζε αλλά οι μαθηταί του άφησε την Ιουδαίαν και επήγε πάλιν εις την Γαλιλαίαν». Δηλαδή, ο Ιωάννης στο ευαγγέλιό του αναφέρει την μετάβαση του Χριστού από την Ιουδαία στη Γαλιλαία ως δημόσιο πρόσωπο πλέον, γιατί την προηγούμενη φορά που ήταν εκεί ήταν ως ιδιώτης. Δεν λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια ότι ο Ιησούς κρυβόταν ή δεν έκανε θαύματα ή δεν φανέρωνε ότι είναι Θεός πριν ο Βαπτιστής συλληφθεί.
στ') «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιησούς γιόρτασε στα Ιεροσόλυμα τρία τουλάχιστον πάσχα (Κατά Ιωάννη 1, 13˙ 6, 4˙ 12, 1), ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο το πάσχα κατά το οποίο σταυρώθηκε. Άρα υπάρχει μεγάλη διαφορά στο χρόνο που δίδαξε ο Ιησούς, ανάμεσα στους τρεις και στον Ιωάννη».
Απάντηση: Στο Κατά Λουκάν (13, 7), ο Χριστός λέει «ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκήι ταύτηι, και ουχ ευρίσκω», καθαρή δήλωση ότι ο Χριστός, όταν φονεύτηκε, πραγματοποιούσε την τρίτη επίσημη πασχαλινή επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα.
ζ') «Διαφορετική ημερομηνία σταύρωσης του Ιησού δίνουν οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές και διαφορετική ο Ιωάννης»
Απάντηση: «Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί τοποθετούν το πάσχα, κατά το οποίον εφονεύθη ο Ιησούς, κατά μίαν ημέραν πρότερον ή ο Ιωάννης. Το ιουδαϊκόν πάσχα, εορτή ακίνητος, ήρχιζεν από την νύκτα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν και πρώτη αυτού ημέρα εθεωρείτο η 15, ήτις ελέγετο και πρώτη των αζύμων. Την διαφωνίαν αυτήν συμπεραίνει η αρνητική κριτική εκ των εξής στοιχείων. α) Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί λέγουν δια την πέμπτην, ημέραν του μυστικού δείπνου, ότι τότε ήτο «η πρώτη των αζύμων, ότε το πάσχα έθυον» (Μτθ. 26, 17˙ Μρκ. 14, 12) ή «η ημέρα των αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα» (Λκ. 22, 7). β) Οι μαθηταί κατά την πέμπτην ερωτούν τον Κύριον «Πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα;» και το ετοιμάζουν κατά τας οδηγίας του κατά την αυτήν ημέραν˙ «και ητοίμασαν το πάσχα» (Μτθ. 26, 19˙ Μρκ. 14, 16˙ Λκ. 22, 13). γ) Ο Κύριος, όταν κάθηνται να φάγουν το εσπέρας της αυτής ημέρας, λέγει˙ «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ υμών προ του με παθείν» (Λκ. 22, 15). δ) Ο Ιωάννης εξ ετέρου λέγει ότι «προ της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα... λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν κλπ.» (Ιω. 13, 1-5). ε) Κατά τον Ιωάννην, όταν ο Κύριος εν τω μυστικώ δείπνω απέστειλεν έξω τον προδότην Ιούδαν δια τελευταίαν φοράν, ωρισμένοι μαθηταί δεν ηννόησαν περί τίνος πρόκειται, αλλά ενόμισαν ότι εννοεί «Αγόρασον ών χρείαν έχομεν εις την εορτήν, ή τοις πτωχοίς ίνα τι δώ» (Ιω. 13, 29). ς) Ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει˙ «Άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον˙ ην δε πρωΐ˙ και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον, ίνα μη μιανθώσιν, αλλ ίνα φάγωσι το πάσχα» (Ιω. 18, 28). ζ) Πάλιν ο ίδιος λέγει˙ «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ήν˙ ήν γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου˙ ηρώτησαν τον Πιλάτον κλπ.» (Ιω. 19, 31). Επομένως τα πάθη του Χριστού και κατά τους τέσσερας έγιναν ως εξής˙ την πέμπτην δείπνος και σύλληψις, την νύκτα της πέμπτης δίκη παρά τοις αρχιερεύσι, την παρασκευήν δίκη παρά τω Πιλάτω, σταύρωσις, θάνατος, ταφή˙ αλλά το πάσχα κατά μεν τους τρεις πρώτους ήρχισεν από την νύκτα της πέμπτης προς παρασκευήν, οπότε η Παρασκευή ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα, κατά δε τον Ιωάννην από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον, οπότε, όπως και γράφει, το σάββατον ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα.
Εάν όμως παρατηρήση κανείς καλύτερον, και κατά τους τρεις πρώτους ευαγγελιστάς προϋποτίθεται ότι η νυξ της πέμπτης προς παρασκευήν και η Παρασκευή δεν ήσαν ούτε πάσχα, ούτε η μεγάλη ημέρα της πρώτης των αζύμων. Διότι την νύκτα της πέμπτης όλην μέχρι το πρωΐ οι αρχιερείς δικάζουν τον Ιησούν, το πρωΐ οδηγούν τον Ιησούν εις τον Πιλάτον, την μεσημβρίαν της παρασκευής σταυρώνουν τον Ιησούν, αγγαρεύουν τον Σίμωνα Κυρηναίον «ερχόμενον απ' αγρού», οι φαρισαίοι Ιωσήφ και Νικόδημος το εσπέρας σπεύδουν να θάψουν τον Ιησούν, πριν φθάση η ώρα του πάσχα. Επομένως όλα αυτά τα γεγονότα, αφ' ενός μεν τους αποδεικνύουν συμφώνως προς τον Ιωάννην, αφ' ετέρου δε δίδουν την ορθήν ερμηνείαν εις τας προεκταθείσας φράσει των, εκ των οποίων κακώς συνεπεράνθη ότι τοποθετούν το πάσχα την παρασκευήν. Έχει δε η ορθή ερμηνεία ως ακολούθως. Κατά τον μωσαϊκόν νόμον το πάσχα έχει πέντε ημέρας ετοιμασίας και επτά ημέρας εορτασμού. Αι ημέραι 10-14 Νισάν είνε ετοιμασία του προβάτου. Αι ημέραι 15-21 είνε το πάσχα˙ κατά τας επτά αυτάς οι Ιουδαίοι έτωγον άζυμα, πικρά χόρτα, και τον πασχάλιον αμνόν (Έξ 12,3 19˙ Β' Παρ. 35, 1-17). Η ακριβεστέρα ώρα ενάρξεως του πάσχα ήτο η έναρξις της νυκτός της 14 προς την 15 Νισάν. Κατά το έτος του θανάτου του Κυρίου ήτο η Πέμπτη 13 Νισάν, η Παρασκευή 14 Νισάν, το Σάββατον 15 Νισσάν και πρώτη ημέρα των αζύμων αρχομένη βεβαίως από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον. Οι τρεις ευαγγελισταί, όταν λέγουν «η πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε το πάσχα (= τον αμνόν) έθυον», εννοούν γενικώς και αορίστως «όταν έφθασε το πάσχα» και όχι ότι η Πέμπτη ήτο η πρώτη των αζύμων˙ όπως και ημείς σήμερον, λέγοντες «το πάσχα συνέβη αυτό», εννοούμεν και τας ημέρας της εβδομάδος των παθών και τας ημέρας της διακινησίμου. Πρόκειται περί τυπικής εκφράσεως και γενικού καθορισμού, και όχι περί ακριβούς καθορισμού ημερομηνίας. Όταν πάλιν λέγουν ότι «ητοίμασαν το πάσχα», δεν εννοούν ότι «έστρωσαν την πασχάλιον τράπεζαν», αλλά ότι επεράτωσαν τας κυριωτέρας ετοιμασίας δια το μετά δύο ημέρας αγόμενον πάσχα. Όταν κάθηνται μετά του Κυρίου να φάγουν τον δείπνον εκείνον κατά τον οποίον ο Κύριος παρέδωκε το αίμα του και την σάρκα του, ο δείπνος δεν ήτο πασχάλιος, δεν έτρωγον τον αμνόν και τα άζυμα. Ήτο από ιουδαϊκής πλευράς συνήθης δείπνος˙ άλλο αν από χριστιανικής ήτο ο πνευματικός πασχάλιος δείπνος. Ο Χριστός δηλαδή ακυρώνει το εβραϊκόν πάσχα της Π. Διαθήκης μίαν ημέραν προ της τελέσεώς του και προλαμβάνει να θύση το καινόν και αιώνιον πάσχα. Όταν ο Κύριος, ο οποίος ουδέποτε ως φαίνεται έφαγε μετά των μαθητών του το ιουδαϊκόν πάσχα, εξέφρασε τον διακαή του πόθον λέγων «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ' ημών προ του με παθείν», οι ευαγγελισταί δεν εννούν, ότι απήλαυσε την νοσταλγικήν αυτήν ανθρώπινην επιθυμίαν του˙ διότι όταν ήλθε η ώρα να φαγωθή το πάσχα, αυτός ήτο νεκρός εν τω τάφω˙ αφήνουν όμως να εννοηθή ότι η επιθυμία αυτή η τόσον αγνή και αγία εύρεν ως ανταπόκρισιν αντάξιαν εαυτής ένα άλλο πάσχα πνευματικόν και αιώνιον, το σώμα και το αίμα του επιθυμήσαντος Κυρίου, το οποίον όντως συνέφαγε μετά των μαθητών του «προ του αυτόν παθείν». Ώστε δεν διαφωνούν οι τέσσαρες ευαγγελισταί ως προς την ημερομηνίαν και ημέραν του ιουδαϊκού πάσχα» ( Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 127-129).
ζ') «Διαφορετική ημερομηνία σταύρωσης του Ιησού δίνουν οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές και διαφορετική ο Ιωάννης»
Απάντηση: «Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί τοποθετούν το πάσχα, κατά το οποίον εφονεύθη ο Ιησούς, κατά μίαν ημέραν πρότερον ή ο Ιωάννης. Το ιουδαϊκόν πάσχα, εορτή ακίνητος, ήρχιζεν από την νύκτα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν και πρώτη αυτού ημέρα εθεωρείτο η 15, ήτις ελέγετο και πρώτη των αζύμων. Την διαφωνίαν αυτήν συμπεραίνει η αρνητική κριτική εκ των εξής στοιχείων. α) Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί λέγουν δια την πέμπτην, ημέραν του μυστικού δείπνου, ότι τότε ήτο «η πρώτη των αζύμων, ότε το πάσχα έθυον» (Μτθ. 26, 17˙ Μρκ. 14, 12) ή «η ημέρα των αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα» (Λκ. 22, 7). β) Οι μαθηταί κατά την πέμπτην ερωτούν τον Κύριον «Πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα;» και το ετοιμάζουν κατά τας οδηγίας του κατά την αυτήν ημέραν˙ «και ητοίμασαν το πάσχα» (Μτθ. 26, 19˙ Μρκ. 14, 16˙ Λκ. 22, 13). γ) Ο Κύριος, όταν κάθηνται να φάγουν το εσπέρας της αυτής ημέρας, λέγει˙ «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ υμών προ του με παθείν» (Λκ. 22, 15). δ) Ο Ιωάννης εξ ετέρου λέγει ότι «προ της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα... λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν κλπ.» (Ιω. 13, 1-5). ε) Κατά τον Ιωάννην, όταν ο Κύριος εν τω μυστικώ δείπνω απέστειλεν έξω τον προδότην Ιούδαν δια τελευταίαν φοράν, ωρισμένοι μαθηταί δεν ηννόησαν περί τίνος πρόκειται, αλλά ενόμισαν ότι εννοεί «Αγόρασον ών χρείαν έχομεν εις την εορτήν, ή τοις πτωχοίς ίνα τι δώ» (Ιω. 13, 29). ς) Ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει˙ «Άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον˙ ην δε πρωΐ˙ και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον, ίνα μη μιανθώσιν, αλλ ίνα φάγωσι το πάσχα» (Ιω. 18, 28). ζ) Πάλιν ο ίδιος λέγει˙ «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ήν˙ ήν γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου˙ ηρώτησαν τον Πιλάτον κλπ.» (Ιω. 19, 31). Επομένως τα πάθη του Χριστού και κατά τους τέσσερας έγιναν ως εξής˙ την πέμπτην δείπνος και σύλληψις, την νύκτα της πέμπτης δίκη παρά τοις αρχιερεύσι, την παρασκευήν δίκη παρά τω Πιλάτω, σταύρωσις, θάνατος, ταφή˙ αλλά το πάσχα κατά μεν τους τρεις πρώτους ήρχισεν από την νύκτα της πέμπτης προς παρασκευήν, οπότε η Παρασκευή ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα, κατά δε τον Ιωάννην από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον, οπότε, όπως και γράφει, το σάββατον ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα.
Εάν όμως παρατηρήση κανείς καλύτερον, και κατά τους τρεις πρώτους ευαγγελιστάς προϋποτίθεται ότι η νυξ της πέμπτης προς παρασκευήν και η Παρασκευή δεν ήσαν ούτε πάσχα, ούτε η μεγάλη ημέρα της πρώτης των αζύμων. Διότι την νύκτα της πέμπτης όλην μέχρι το πρωΐ οι αρχιερείς δικάζουν τον Ιησούν, το πρωΐ οδηγούν τον Ιησούν εις τον Πιλάτον, την μεσημβρίαν της παρασκευής σταυρώνουν τον Ιησούν, αγγαρεύουν τον Σίμωνα Κυρηναίον «ερχόμενον απ' αγρού», οι φαρισαίοι Ιωσήφ και Νικόδημος το εσπέρας σπεύδουν να θάψουν τον Ιησούν, πριν φθάση η ώρα του πάσχα. Επομένως όλα αυτά τα γεγονότα, αφ' ενός μεν τους αποδεικνύουν συμφώνως προς τον Ιωάννην, αφ' ετέρου δε δίδουν την ορθήν ερμηνείαν εις τας προεκταθείσας φράσει των, εκ των οποίων κακώς συνεπεράνθη ότι τοποθετούν το πάσχα την παρασκευήν. Έχει δε η ορθή ερμηνεία ως ακολούθως. Κατά τον μωσαϊκόν νόμον το πάσχα έχει πέντε ημέρας ετοιμασίας και επτά ημέρας εορτασμού. Αι ημέραι 10-14 Νισάν είνε ετοιμασία του προβάτου. Αι ημέραι 15-21 είνε το πάσχα˙ κατά τας επτά αυτάς οι Ιουδαίοι έτωγον άζυμα, πικρά χόρτα, και τον πασχάλιον αμνόν (Έξ 12,3 19˙ Β' Παρ. 35, 1-17). Η ακριβεστέρα ώρα ενάρξεως του πάσχα ήτο η έναρξις της νυκτός της 14 προς την 15 Νισάν. Κατά το έτος του θανάτου του Κυρίου ήτο η Πέμπτη 13 Νισάν, η Παρασκευή 14 Νισάν, το Σάββατον 15 Νισσάν και πρώτη ημέρα των αζύμων αρχομένη βεβαίως από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον. Οι τρεις ευαγγελισταί, όταν λέγουν «η πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε το πάσχα (= τον αμνόν) έθυον», εννοούν γενικώς και αορίστως «όταν έφθασε το πάσχα» και όχι ότι η Πέμπτη ήτο η πρώτη των αζύμων˙ όπως και ημείς σήμερον, λέγοντες «το πάσχα συνέβη αυτό», εννοούμεν και τας ημέρας της εβδομάδος των παθών και τας ημέρας της διακινησίμου. Πρόκειται περί τυπικής εκφράσεως και γενικού καθορισμού, και όχι περί ακριβούς καθορισμού ημερομηνίας. Όταν πάλιν λέγουν ότι «ητοίμασαν το πάσχα», δεν εννοούν ότι «έστρωσαν την πασχάλιον τράπεζαν», αλλά ότι επεράτωσαν τας κυριωτέρας ετοιμασίας δια το μετά δύο ημέρας αγόμενον πάσχα. Όταν κάθηνται μετά του Κυρίου να φάγουν τον δείπνον εκείνον κατά τον οποίον ο Κύριος παρέδωκε το αίμα του και την σάρκα του, ο δείπνος δεν ήτο πασχάλιος, δεν έτρωγον τον αμνόν και τα άζυμα. Ήτο από ιουδαϊκής πλευράς συνήθης δείπνος˙ άλλο αν από χριστιανικής ήτο ο πνευματικός πασχάλιος δείπνος. Ο Χριστός δηλαδή ακυρώνει το εβραϊκόν πάσχα της Π. Διαθήκης μίαν ημέραν προ της τελέσεώς του και προλαμβάνει να θύση το καινόν και αιώνιον πάσχα. Όταν ο Κύριος, ο οποίος ουδέποτε ως φαίνεται έφαγε μετά των μαθητών του το ιουδαϊκόν πάσχα, εξέφρασε τον διακαή του πόθον λέγων «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ' ημών προ του με παθείν», οι ευαγγελισταί δεν εννούν, ότι απήλαυσε την νοσταλγικήν αυτήν ανθρώπινην επιθυμίαν του˙ διότι όταν ήλθε η ώρα να φαγωθή το πάσχα, αυτός ήτο νεκρός εν τω τάφω˙ αφήνουν όμως να εννοηθή ότι η επιθυμία αυτή η τόσον αγνή και αγία εύρεν ως ανταπόκρισιν αντάξιαν εαυτής ένα άλλο πάσχα πνευματικόν και αιώνιον, το σώμα και το αίμα του επιθυμήσαντος Κυρίου, το οποίον όντως συνέφαγε μετά των μαθητών του «προ του αυτόν παθείν». Ώστε δεν διαφωνούν οι τέσσαρες ευαγγελισταί ως προς την ημερομηνίαν και ημέραν του ιουδαϊκού πάσχα» ( Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 127-129).
Για τα τέσσερα Ευαγγέλια ο καθηγητής Στ. Σάκκος δίνει τις εξής χρονολογίες συγγραφής: Κατά Ματθαίον, 50-60 μ.Χ. (το αρχαιότερο των Ευαγγελίων). Κατά Λουκάν, 58-64 μ.Χ. Κατά Μάρκον 64-78 μ.Χ. Κατά Ιωάννην, 69-72 μ.Χ. Η αξιοπιστία των υπολοίπων βιβλίων της Κ.Δ. φαίνεται στη σύγκριση με μερικές απλές συγκρίσεις μεταξύ των εξωχριστιανικών πληροφοριών και των κειμένων των χριστιανικών κειμένων. Κάποια παραδείγματα:
- Στην πόλη της Εφέσου δίνεται ο τίτλος «Νεωκόρος», δηλαδή «φύλακας του ναού της Αρτέμιδας» (Πράξεις 19, 35). Έχει βρεθεί ελληνική επιγραφή που περιγράφει την πόλη ως «Νεώκορον της Αρτέμιδος».
- Οι δικαστές των Φιλίππων, ρωμαϊκής αποικίας, αποκαλούνται στις Πράξεις (16, 20 και 35) «στρατηγοί». Ο κανονικός τίτλος αυτών ήταν «άρχοντες», αλλά οι ίδιοι προτιμούσαν το «στρατηγοί», για λόγους μεγαλύτερης αίγλης. Πράγματι, για την λατινική αποικία της Κάπουα, ο Κικέρωνας γράφει «Παρόλο που ονομάζονται άρχοντες, στις άλλες αποικίες, αυτοί οι άνδρες θέλησαν να ονομάζονται στρατηγοί» (De Lege Agraria, 34).
- Ο ανώτερος Ρωμαίος άρχοντας της Μάλτας ονομάζεται πρώτος στις Πράξεις (28, 7), τίτλος που επιβεβαιώνεται τόσο σε ελληνικές όσο και σε λατινικές επιγραφές ως ακριβής τίτλος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Μάλτας.
- Στις Πράξεις 21, 27-34, διαβάζουμε πως, ενώ ο Παύλος ήταν στην Ιερουσαλήμ, διαδόθηκε μια φήμη ότι είχε εισάγει (πρώην) εθνικούς στον Ναό, στην εσωτερική αυλή, πράξη που συνεπαγόταν θανάτωση. Ύστερα από λίγο καταφτάνουν οι Ρωμαίοι κι ο Παύλος συλλαμβάνεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια προειδοποιητική επιγραφή των Ρωμαίων, που βρέθηκε το 1871 από τον C.S. Clermont-Ganneau, και βρίσκεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λέει τα εξής: «Κανένας ξένος δεν επιτρέπεται να περάσει τα όρια γύρω από το Ναό και την περίφραξή του. Όποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ας είναι προετοιμασμένος για τον επακόλουθο θάνατό του».
- Γράφοντας την επιστολή Προς Ρωμαίους από την Κόρινθο, όπου βρισκόταν το χειμώνα του 56-57 μ.Χ., ο Παύλος, αφού στέλνει χαιρετισμούς, γράφει «Ασπάζεται υμάς Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. 16, 23). Στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κόρινθο, το 1929, ο καθηγητής T.L. Shear βρήκε ένα πλακόστρωτο με την επιγραφή ERASTUS PRO: AED: S: P: STRAVIT («Ο Έραστος, έφορος δημοσίων κτιρίων, έφτιαξε αυτό το πλακόστρωτο με δικά του έξοδα»). Η μαρτυρία αυτή υποδηλώνει ότι το πλακόστρωτο υπήρχε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ., και κατά πάσα πιθανότητα οι δύο Έραστοι είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
- Αναφέρεται η εκδίωξη των Ιουδαίων της Ρώμης επί Καίσαρα Κλαυδίου (Πράξεις 18, 2). Ο Σουητώνιος (Κλαύδιος, 25, 4) αναφέρει την εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη, υπό του Κλαυδίου. Ο Ορόσιος (7, 6) αναφέρει ότι η εκδίωξη αυτή έγινε το ένατο έτος της βασιλείας του Κλαύδιου, δηλαδή το 49 μ.Χ.
- Αναφέρεται στις Πράξεις ο ανθύπατος Αχαΐας, Γαλλίων (Πράξεις 18, 12-17). «Τώ 1905 εις Δελφούς ευρέθησαν τέσσαρα εκ των τεμαχίων μιας μαρμαρίνης πλακός φερούσης ελληνιστί γεγραμμένην μίαν επιστολήν του Κλαυδίου προς τους Δελφούς˙ εις αυτήν αναφέρεται ο Ιούνιος Γαλλίων ως εν ενεργεία ανθύπατος της Αχαΐας. Η Αχαΐα ως συγκλητική επαρχία είχε ανθύπατον ενιαύσιον. (...) Εκ των τίτλων του Κλαυδίου, οι οποίοι ηυξάνοντο κατ' έτος, συνάγεται, ότι η επιστολή εγράφη τω 51 ή 52 μ.Χ.. Ο Παύλος εδικάσθη υπό του Γαλλίωνος εν Κορίνθω προς το τέλος της επί 3 εξάμηνα διαρκεσάσης εν τη πόλει ταύτη παραμονής του. Εξ αμφοτέρων των τεκμηρίων, της εκδιώξεως των Ιουδαίων από Ρώμης και της ηγεμονίας του Γαλλίωνος, φαίνεται ότι ο Παύλος ήτο εν Κορίνθω κατά τα έτη 49-51 ή 50-52 μ.Χ. Οπότε και αι προς Θεσσαλονικείς Επιστολαί εγράφησαν κατά τα έτη 49-50» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 78). Σύμφωνα με τον καθηγητή Στ. Σάκκο, τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης, μετά την Ανάσταση έχουν ως εξής:
- Στην πόλη της Εφέσου δίνεται ο τίτλος «Νεωκόρος», δηλαδή «φύλακας του ναού της Αρτέμιδας» (Πράξεις 19, 35). Έχει βρεθεί ελληνική επιγραφή που περιγράφει την πόλη ως «Νεώκορον της Αρτέμιδος».
- Οι δικαστές των Φιλίππων, ρωμαϊκής αποικίας, αποκαλούνται στις Πράξεις (16, 20 και 35) «στρατηγοί». Ο κανονικός τίτλος αυτών ήταν «άρχοντες», αλλά οι ίδιοι προτιμούσαν το «στρατηγοί», για λόγους μεγαλύτερης αίγλης. Πράγματι, για την λατινική αποικία της Κάπουα, ο Κικέρωνας γράφει «Παρόλο που ονομάζονται άρχοντες, στις άλλες αποικίες, αυτοί οι άνδρες θέλησαν να ονομάζονται στρατηγοί» (De Lege Agraria, 34).
- Ο ανώτερος Ρωμαίος άρχοντας της Μάλτας ονομάζεται πρώτος στις Πράξεις (28, 7), τίτλος που επιβεβαιώνεται τόσο σε ελληνικές όσο και σε λατινικές επιγραφές ως ακριβής τίτλος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Μάλτας.
- Στις Πράξεις 21, 27-34, διαβάζουμε πως, ενώ ο Παύλος ήταν στην Ιερουσαλήμ, διαδόθηκε μια φήμη ότι είχε εισάγει (πρώην) εθνικούς στον Ναό, στην εσωτερική αυλή, πράξη που συνεπαγόταν θανάτωση. Ύστερα από λίγο καταφτάνουν οι Ρωμαίοι κι ο Παύλος συλλαμβάνεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια προειδοποιητική επιγραφή των Ρωμαίων, που βρέθηκε το 1871 από τον C.S. Clermont-Ganneau, και βρίσκεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λέει τα εξής: «Κανένας ξένος δεν επιτρέπεται να περάσει τα όρια γύρω από το Ναό και την περίφραξή του. Όποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ας είναι προετοιμασμένος για τον επακόλουθο θάνατό του».
- Γράφοντας την επιστολή Προς Ρωμαίους από την Κόρινθο, όπου βρισκόταν το χειμώνα του 56-57 μ.Χ., ο Παύλος, αφού στέλνει χαιρετισμούς, γράφει «Ασπάζεται υμάς Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. 16, 23). Στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κόρινθο, το 1929, ο καθηγητής T.L. Shear βρήκε ένα πλακόστρωτο με την επιγραφή ERASTUS PRO: AED: S: P: STRAVIT («Ο Έραστος, έφορος δημοσίων κτιρίων, έφτιαξε αυτό το πλακόστρωτο με δικά του έξοδα»). Η μαρτυρία αυτή υποδηλώνει ότι το πλακόστρωτο υπήρχε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ., και κατά πάσα πιθανότητα οι δύο Έραστοι είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
- Αναφέρεται η εκδίωξη των Ιουδαίων της Ρώμης επί Καίσαρα Κλαυδίου (Πράξεις 18, 2). Ο Σουητώνιος (Κλαύδιος, 25, 4) αναφέρει την εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη, υπό του Κλαυδίου. Ο Ορόσιος (7, 6) αναφέρει ότι η εκδίωξη αυτή έγινε το ένατο έτος της βασιλείας του Κλαύδιου, δηλαδή το 49 μ.Χ.
- Αναφέρεται στις Πράξεις ο ανθύπατος Αχαΐας, Γαλλίων (Πράξεις 18, 12-17). «Τώ 1905 εις Δελφούς ευρέθησαν τέσσαρα εκ των τεμαχίων μιας μαρμαρίνης πλακός φερούσης ελληνιστί γεγραμμένην μίαν επιστολήν του Κλαυδίου προς τους Δελφούς˙ εις αυτήν αναφέρεται ο Ιούνιος Γαλλίων ως εν ενεργεία ανθύπατος της Αχαΐας. Η Αχαΐα ως συγκλητική επαρχία είχε ανθύπατον ενιαύσιον. (...) Εκ των τίτλων του Κλαυδίου, οι οποίοι ηυξάνοντο κατ' έτος, συνάγεται, ότι η επιστολή εγράφη τω 51 ή 52 μ.Χ.. Ο Παύλος εδικάσθη υπό του Γαλλίωνος εν Κορίνθω προς το τέλος της επί 3 εξάμηνα διαρκεσάσης εν τη πόλει ταύτη παραμονής του. Εξ αμφοτέρων των τεκμηρίων, της εκδιώξεως των Ιουδαίων από Ρώμης και της ηγεμονίας του Γαλλίωνος, φαίνεται ότι ο Παύλος ήτο εν Κορίνθω κατά τα έτη 49-51 ή 50-52 μ.Χ. Οπότε και αι προς Θεσσαλονικείς Επιστολαί εγράφησαν κατά τα έτη 49-50» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 78). Σύμφωνα με τον καθηγητή Στ. Σάκκο, τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης, μετά την Ανάσταση έχουν ως εξής:
Προαιτάτη χρονολογία
Βραδυτάτη χρονολογία
Θάνατος Στεφάνου
31-34
Επιστροφή Παύλου
32-35
Θάνατος Ιακώβου του Ζεβεδαίου
46-48
Πρώτη περιοδεία Παύλου-Βαρνάβα
46-48
48-49
Σύνοδος αποστόλων εν Ιεροσολύμοις
48-49
Δευτέρα περιοδεία Παύλου
48-51
49-52
Άφιξις Παύλου εις Κόρινθον
49-50
Τρίτη περιοδεία Παύλου
51-57
52-58
Σύλληψις Παύλου εν Ιεροσολύμοις
57-58
32-35
Θάνατος Ιακώβου του Ζεβεδαίου
46-48
Πρώτη περιοδεία Παύλου-Βαρνάβα
46-48
48-49
Σύνοδος αποστόλων εν Ιεροσολύμοις
48-49
Δευτέρα περιοδεία Παύλου
48-51
49-52
Άφιξις Παύλου εις Κόρινθον
49-50
Τρίτη περιοδεία Παύλου
51-57
52-58
Σύλληψις Παύλου εν Ιεροσολύμοις
57-58
Άφιξις δεσμίου Παύλου εις Ρώμην
60-61
Θάνατος Ιακώβου αδελφού Κυρίου
62-64
Άφιξις Πέτρου εις Βαβυλώνα Αιγύπτου
62-65
Αποφυλάκισις Παύλου
62-64
Τέταρτη περιοδεία Παύλου
62-66
64-68
Θάνατος Παύλου και Πέτρου
66-68
Άφιξις Ιωάννου εις Πάτμον
67-70
Θάνατος Ιωάννου
72-80
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου