67. "Το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό. Ήταν ένα ασιατικό κράτος, δεσποτικό, μια θεοκρατία , δίχως καμμιά φιλοσοφία και διανόηση, μισαλλόδοξο, και με έλλειψη ανοχής σε ο,τιδήποτε διαφορετικό".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τί είναι «ελληνικό»; Είναι μόνο η κλασσική εποχή; Γιατί η αντίληψη για την ελληνικότητα να είναι στατική; Αυτό που κάνουν, είναι να ορίζουν μια εποχή ως πραγματικά ελληνική και με βάση αυτήν να απορρίπτουν ή να παραδέχονται και τις υπόλοιπες που έρχονται. Ένας οργανισμός, ένα έθνος, μετεξελίσσεται, δεν παραμένει το ίδιο. Με την ίδια λογική, θα έπρεπε οι Έλληνες του 5ου π.Χ. αιώνα να ορίσουν ως πραγματικά ελληνικό την Μυκηναϊκή εποχή και να μη θεωρούν ελληνικό ό,τι δεν κατάγεται από αυτήν ή ό,τι δεν μοιάζει να έχει ρίζες στα Μυκηναϊκά χρόνια, ή πάλι θα έπρεπε οι Έλληνες της ελληνορωμαϊκής εποχής να ορίσουν την ελληνικότητα ως «όσα γίνονταν στους ελληνιστικούς χρόνους» και να απορρίπτουν ό,τι δεν ταίριαζε με αυτούς ή δεν είχε τις ρίζες του σ' αυτούς. Η λογική αυτή μοιάζει με τη αντίληψη για την ελληνικότητα που είχαν οι Γερμανοί ρατσιστές του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που έβλεπαν λ.χ. την ελληνιστική εποχή ως εποχή παρακμής, και παραδεχόντουσαν μόνο την κλασσική εποχή. Η ελληνικότητα μετεξελίσσεται.
Αν αφαιρέσει κανείς την θρησκεία, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η ελληνικότητα του πολιτισμού των βυζαντινών. Η μουσική τους είναι ελληνικότατη (π.χ. οι αρχαίες μουσικές κλίμακες, οι «τρόποι», είναι πανομοιότυποι με τις βυζαντινές μουσικές κλίμακες, τους «ήχους», μια και αυτό που έγινε ήταν η μετονομασία των τρόπων σε ήχους: ο Δώριος τρόπος μετονομάσθηκε Τέταρτος Ήχος, ο Λύδιος τρόπος Δέυτερος ήχος, ο Φρύγιος Τρίτος ήχος, κ.λ.π.), η ζωγραφική τους είναι ελληνιστικής άρα ελληνικής προέλευσης (οι ελληνιστικές ζωγραφιές του Φαγιούμ θεωρούνται ο πρόγονος της βυζαντινής εικονογραφίας, όσο για την κοσμική ζωγραφική ένα δείγμα της φαίνεται στα μωσαϊκά του Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχουμε ελληνιστικά μοτίβα και εικόνες) η γλυπτική τους ελληνική (λ.χ. τα τέσσερα άλογα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, που άλλοτε ήταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης), ήταν ο μόνος λαός που αδιάλειπτα μιλούσε ελληνικά και μελετούσε τα αρχαία κείμενα.
67a 1821 ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι επαναστάτες του 1821, στους οποίους όλοι οφείλουμε την ελευθερία μας, έλεγαν «οι ευσεβέστατοι ΗΜΩΝ αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως», και τέλος ο ορισμός του Έλληνα, από τους ίδιους, στα επαναστατικά συντάγματα: «Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι της Ελλάδας». Αν αυτό δεν είναι βυζαντινό, τότε τί άλλο είναι; Ιδού η απόδειξη πως οι Ελληνες του 1821 συνέχιζαν το Βυζάντιο και θεωρούσαν τους βυζαντινούς ως προγόνους τους:
- Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος της 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδαν».
- Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέγεται: «Ἄχρι της κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἠμῶν αὐτοκρατόρων».
- Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, κατά την εν Άστρει Β' Εθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δὲ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατὰ μὲν τὰ Ἐγκληματικὰ καὶ Πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως».
- Αρ. ΙΑ των Πρακτικών της Εθνικής Συνελεύσεως, εν Άστρει, 1 Απριλίου 1823: «[Διορίζεται επιτροπή για] νὰ ἐκθέσῃ τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αυτοκρατόρων».
- Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, 1827, όπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες [...] οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι [...] καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν» (Φώτη Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, σ. 144, 145, 146).
Στα 1824, εκδίδεται στη Βενετία η Κωνσταντινιάς, παλαιά τε και νεωτέρα˙ ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα «παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου». Στον πρόλογο της ο συγγραφέας γράφει «λείψανα και ερείπια ταύτης της θαυμασίας πόλεως, εις την οποίαν ίσταντο ποτέ τα σκήπτρα της Ανατολικής ημών Αυτοκρατορίας (...) Αυτά λοιπόν τα σεβαστά λείψανα, τα οποία η φιλότιμος χειρ των ημετέρων Αυτοκρατόρων ανήγειρε μεγαλοπρεπώς κατά διάφορας εποχάς». Βλέπουμε πως όχι μόνο οι Εθνοσυνελεύεις του 1821, αλλά και οι απανταχού Έλληνες είχαν, δίχως κανέναν κρατικό ελληνοχριστιανισμό να τους το επιβάλλει, συνείδηση ότι οι Βυζαντινοί είναι οι πρόγονοι τους, δεκαετίες πριν την δήθεν επιβολή της εθνοκρατικής ιδεολογίας του ελληνοχριστιανισμού.
Επομένως η άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν, ώς τον Παπαρηγόπουλο, ξένο για τους Έλληνες του 19ου αιώνα, κι ότι μόνο μετά το 1850 απετέλεσε τμήμα της ελληνικής ιδεολογίας, είναι προϊόν άγνοιας. Από την πρώτη εθνοσυνέλευση, από το πρώτο έτος της Επανάστασης οι Έλληνες γνώριζαν και ήταν περήφανοι («αείμνηστοι») ότι οι Βυζαντινοί ήταν οι πρόγονοι τους. Ο ισχυρισμός των Ν/Π ότι τάχα «το Βυζάντιο το εισήγαγε στην Ελλάδα ο Παπαρηγόπουλος» κι ότι δήθεν «αρχικά δεν υπήρχε καμμία σχέση των (απλών και μη) Ελλήνων με το Βυζάντιο, αλλά τάχα μετά παρεισέφρυσε και άλωσε το νεοελληνικό κράτος ο βυζαντινισμός», καθώς και η παχυλή άγνοια ορισμένων άλλων, δεν επαρκούν, για να να καταρρίψουν ή να αποκρύψουν την ιστορική αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι το οθωνικό κράτος από το 1833- ώς τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρηγόπουλο, επηρεασμένο από την Δύση αγνοούσε ή απέρριπτε το Βυζάντιο˙ όμως το ελληνικό κράτος προ του 1833, δίχως ξένες «Προστάτιδες Δυνάμεις», καθώς και οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή της Ελευθερίας τους, αναφέρθηκαν μέσα από επίσημα κείμενα του Ελληνικού κράτους στη σχέση τους με τους βυζαντινούς προγόνους τους.
Όπως και να έχει η θεωρία του «ελληνοχριστιανισμού» ή «ελληνορθοδοξίας» δεν είναι κρατικό κατασκεύασμα ούτε εκκλησιαστικό. Ούτε ο Ζαμπέλιος, ο οποίος την πρωτοδιατύπωσε, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που την ανέπτυξε και τεκμηρίωσε, είχαν ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Ειδικότερα ο δεύτερος διατυπώνει κατηγορίες εναντίον της Εκκλησίας ότι δεν επεδίωξε τον πλήρη εξελληνισμό των Σλάβων και αλλού εκφράζεται με αρκετή συμπάθεια υπέρ των Εικονομάχων.
Αλλά, αιώνες πριν το 1821, οι θρήνοι των απλών Ελλήνων για την Άλωση είναι απόδειξη. Άραγε θρηνούσαν την καταστροφή ενός κράτους, που σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές, τους κατέστρεφε; Ψεύτικοι ήταν οι θρήνοι; Φτιαχτοί από τους παπάδες μήπως; Τί άλλο παραλογισμό μπορεί κανείς να σκεφτεί; Το Βυζάντιο, για το οποίο έφτιαξαν τόσους θρήνους οι επώνυμοι κι ανώνυμοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, δεν είναι ελληνικό, ενώ η αρχαία Ελλάδα, για την υποταγή της οποίας στους Λατίνους δεν γνωρίζουμε κανέναν θρήνο που να έχει διασωθεί ή να έχει γραφτεί, είναι ελληνική. Ορισμένοι, είτε λόγω θρησκευτικού είτε λόγω ιδεολογικού φανατισμού, θέλουν να αρνηθούν το αυτονόητο, αυτό που δέχονταν οι Έλληνες.
Έγραψε ένας ανώνυμος κρητικός καλόγερος, στο περιθώριο ενός λειτουργικού βιβλίου, την ημέρα που μαθεύτηκε στην Κρήτη η Άλωση της Πόλης: «εις αυνγ (1453) Ιουνίου κθ (29) ημέρα Σαββάτω ήλθον από Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία κρητικά, του Σγούρου, Υαλινά και του Φιλομάτου λέγοντες ότι εις την κθ Μαΐου μηνός της αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη ώρα γ της ημέρας εισέβησαν οι αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φοσάτον του τούρκου Τζαλαλή Μεεμέτη. Και είπαν ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάτσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν ότι χείρον ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς και λυτρώσεται ημάς από της φοβεράς αυτού απειλής».
Και πιο πριν, τα δεκάδες ακριτικά τραγούδια που έπλασε ο ελληνικός λαός για τους δοξασμένους υπερασπιστές των συνόρων της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, τους Ακρίτες, τους Απελάτες, τους Μεγάλους Δομέστικους, τους Καπετάνω, τί δείχνουν; Άραγε θα τραγουδούσε ώς τις μέρες μας ο ελληνικός λαός, από την Ήπειρο ώς τον Πόντο και απ' τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη ώς τη Θράκη, τα κατορθώματα των υπερασπιστών της Ρωμανίας, εάν ο ελληνικός λαός ένοιωθε πως η Ρωμανία ήταν ξένο κράτος κι ο ίδιος βρισκόταν υπό μακραίωνη κατοχή; Γιατί δεν έπλασσε και αντίστοιχα εξυμνητικά έπη για τους Οθωμανούς ο ελληνικός λαός, αφού σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές Βυζάντιο και Οθωμανική αυτοκρατορία ταυτίζονται (!);
Αμφισβητείται η ελληνικότητα της Ρωμανίας, επειδή το κέντρο της δεν ήταν στην Ελλάδα. Αυτό το επιχείρημα, είτε δείχνει άγνοια του μετασχηματισμού της ελληνιστικής εποχής είτε απλώς συγχέει τα σημερινά όρια του ελληνισμού με τα όρια του ελληνισμού της εποχής εκείνης: η «πραγματική Ελλάδα» εκείνων των εποχών δεν ήταν πλέον μόνο το πιο νότιο τμήμα της Βαλκανικής, αλλά η Μικρά Ασία, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Συρία, η Θράκη. Γι' αυτό και το κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν κάπου εκτός ελληνικού κόσμου, αλλά στο κέντρο του, μεταξύ ευρωπαϊκού και μικρασιατικού ελληνισμού. Οι νεοπαγανιστές ισχυρίζονται το επιχείρημα ότι ο όρος «Βυζάντιο» χρησιμοποιήθηκε στην χώρα μας εξ επίτηδες, με σκοπό να δημιουργηθεί μια ανύπαρκτη συνείδηση συγγένειας των Νεοελλήνων με τους Ρωμαίους της Νέας Ρώμης. Το επιχείρημα καθ' εαυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Σε μια εποχή (19ος αι.) κατά την οποία ο απλός λαός χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του το «Ρωμηός» (λαϊκός όρος του «Ρωμαίος») εξίσου αν όχι συχνότερα από το «Έλληνας», η χρήση του «Βυζαντινός» προκειμένου να χαρακτηριστούν οι Ρωμηοί των Μέσων Χρόνων θα είχε ως αποτέλεσμα (και άρα θα επιβάλλονταν από τους εχθρούς του «Βυζαντίου») όχι την δημιουργία συνείδησης στον ρωμαίικο λαό του 19ου αι. ότι καταγόταν από τους Ρωμηούς της Νέας Ρώμης, αλλά αντίθετα: ότι υπήρξαν κάποιοι αλλόκοτοι «Βυζαντινοί», οι οποίοι δεν είχαν σχέση με αυτόν. Συνεπώς, αν κάποιοι και κάποια «κέντρα εξουσίας» είχαν συμφέρον να καλλιεργήσουν την συνείδηση συγγένειας μεταξύ των Ρωμαίων Νέας Ρώμης και των Ρωμηών του 19ου αι. δεν θα χρησιμοποιούσαν τον όρο «Βυζαντινός», αλλά τους αυθεντικούς όρους «Ρωμηός» και «Ρωμανία» που αποδεικνύουν αυτομάτως στην ύπαρξη καταγωγής των Νεοελλήνων του 19ου αι. από το «Βυζάντιο». Αντίθετα, οι αρχαιόπληκτοι διανοούμενοι του 19ου αι. στο οθωνικό ελληνοβαυαρικό κράτος επέλεξαν συνειδητά τον όρο «Βυζαντινός», ώστε να αποτρέψουν τον λαό να αντιληφθεί την πραγματική καταγωγή του και να ταυτιστεί με τους προγόνους του. Διότι, είναι προφανές ότι, άμα ο λαός που αυτοαποκαλούνταν Ρωμηός μάθαινε ότι υπήρξε κράτος των Ρωμηών ονόματι Ρωμανία κι όχι κάποιο αλλόκοτο «Βυζάντιο», αυτομάτως από το όνομα και μόνο θα συναισθανόταν απόγονος αυτών. Κι άμα αισθανόταν απόγονός τους, το κρατίδιο θα ζήταγε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μια Αυτοκρατορία αντί της Proper Greece, δηλαδή της περιοχής της αρχαίας Ελλάδας.
67a 1821 ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι επαναστάτες του 1821, στους οποίους όλοι οφείλουμε την ελευθερία μας, έλεγαν «οι ευσεβέστατοι ΗΜΩΝ αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως», και τέλος ο ορισμός του Έλληνα, από τους ίδιους, στα επαναστατικά συντάγματα: «Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι της Ελλάδας». Αν αυτό δεν είναι βυζαντινό, τότε τί άλλο είναι; Ιδού η απόδειξη πως οι Ελληνες του 1821 συνέχιζαν το Βυζάντιο και θεωρούσαν τους βυζαντινούς ως προγόνους τους:
- Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος της 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδαν».
- Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέγεται: «Ἄχρι της κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἠμῶν αὐτοκρατόρων».
- Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, κατά την εν Άστρει Β' Εθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δὲ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατὰ μὲν τὰ Ἐγκληματικὰ καὶ Πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως».
- Αρ. ΙΑ των Πρακτικών της Εθνικής Συνελεύσεως, εν Άστρει, 1 Απριλίου 1823: «[Διορίζεται επιτροπή για] νὰ ἐκθέσῃ τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αυτοκρατόρων».
- Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, 1827, όπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες [...] οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι [...] καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν» (Φώτη Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνος, εκδ. Καστανιώτη, σ. 144, 145, 146).
Στα 1824, εκδίδεται στη Βενετία η Κωνσταντινιάς, παλαιά τε και νεωτέρα˙ ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα «παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου». Στον πρόλογο της ο συγγραφέας γράφει «λείψανα και ερείπια ταύτης της θαυμασίας πόλεως, εις την οποίαν ίσταντο ποτέ τα σκήπτρα της Ανατολικής ημών Αυτοκρατορίας (...) Αυτά λοιπόν τα σεβαστά λείψανα, τα οποία η φιλότιμος χειρ των ημετέρων Αυτοκρατόρων ανήγειρε μεγαλοπρεπώς κατά διάφορας εποχάς». Βλέπουμε πως όχι μόνο οι Εθνοσυνελεύεις του 1821, αλλά και οι απανταχού Έλληνες είχαν, δίχως κανέναν κρατικό ελληνοχριστιανισμό να τους το επιβάλλει, συνείδηση ότι οι Βυζαντινοί είναι οι πρόγονοι τους, δεκαετίες πριν την δήθεν επιβολή της εθνοκρατικής ιδεολογίας του ελληνοχριστιανισμού.
Επομένως η άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν, ώς τον Παπαρηγόπουλο, ξένο για τους Έλληνες του 19ου αιώνα, κι ότι μόνο μετά το 1850 απετέλεσε τμήμα της ελληνικής ιδεολογίας, είναι προϊόν άγνοιας. Από την πρώτη εθνοσυνέλευση, από το πρώτο έτος της Επανάστασης οι Έλληνες γνώριζαν και ήταν περήφανοι («αείμνηστοι») ότι οι Βυζαντινοί ήταν οι πρόγονοι τους. Ο ισχυρισμός των Ν/Π ότι τάχα «το Βυζάντιο το εισήγαγε στην Ελλάδα ο Παπαρηγόπουλος» κι ότι δήθεν «αρχικά δεν υπήρχε καμμία σχέση των (απλών και μη) Ελλήνων με το Βυζάντιο, αλλά τάχα μετά παρεισέφρυσε και άλωσε το νεοελληνικό κράτος ο βυζαντινισμός», καθώς και η παχυλή άγνοια ορισμένων άλλων, δεν επαρκούν, για να να καταρρίψουν ή να αποκρύψουν την ιστορική αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι το οθωνικό κράτος από το 1833- ώς τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρηγόπουλο, επηρεασμένο από την Δύση αγνοούσε ή απέρριπτε το Βυζάντιο˙ όμως το ελληνικό κράτος προ του 1833, δίχως ξένες «Προστάτιδες Δυνάμεις», καθώς και οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή της Ελευθερίας τους, αναφέρθηκαν μέσα από επίσημα κείμενα του Ελληνικού κράτους στη σχέση τους με τους βυζαντινούς προγόνους τους.
Όπως και να έχει η θεωρία του «ελληνοχριστιανισμού» ή «ελληνορθοδοξίας» δεν είναι κρατικό κατασκεύασμα ούτε εκκλησιαστικό. Ούτε ο Ζαμπέλιος, ο οποίος την πρωτοδιατύπωσε, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που την ανέπτυξε και τεκμηρίωσε, είχαν ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Ειδικότερα ο δεύτερος διατυπώνει κατηγορίες εναντίον της Εκκλησίας ότι δεν επεδίωξε τον πλήρη εξελληνισμό των Σλάβων και αλλού εκφράζεται με αρκετή συμπάθεια υπέρ των Εικονομάχων.
Αλλά, αιώνες πριν το 1821, οι θρήνοι των απλών Ελλήνων για την Άλωση είναι απόδειξη. Άραγε θρηνούσαν την καταστροφή ενός κράτους, που σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές, τους κατέστρεφε; Ψεύτικοι ήταν οι θρήνοι; Φτιαχτοί από τους παπάδες μήπως; Τί άλλο παραλογισμό μπορεί κανείς να σκεφτεί; Το Βυζάντιο, για το οποίο έφτιαξαν τόσους θρήνους οι επώνυμοι κι ανώνυμοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, δεν είναι ελληνικό, ενώ η αρχαία Ελλάδα, για την υποταγή της οποίας στους Λατίνους δεν γνωρίζουμε κανέναν θρήνο που να έχει διασωθεί ή να έχει γραφτεί, είναι ελληνική. Ορισμένοι, είτε λόγω θρησκευτικού είτε λόγω ιδεολογικού φανατισμού, θέλουν να αρνηθούν το αυτονόητο, αυτό που δέχονταν οι Έλληνες.
Έγραψε ένας ανώνυμος κρητικός καλόγερος, στο περιθώριο ενός λειτουργικού βιβλίου, την ημέρα που μαθεύτηκε στην Κρήτη η Άλωση της Πόλης: «εις αυνγ (1453) Ιουνίου κθ (29) ημέρα Σαββάτω ήλθον από Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία κρητικά, του Σγούρου, Υαλινά και του Φιλομάτου λέγοντες ότι εις την κθ Μαΐου μηνός της αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη ώρα γ της ημέρας εισέβησαν οι αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φοσάτον του τούρκου Τζαλαλή Μεεμέτη. Και είπαν ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάτσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν ότι χείρον ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς και λυτρώσεται ημάς από της φοβεράς αυτού απειλής».
Και πιο πριν, τα δεκάδες ακριτικά τραγούδια που έπλασε ο ελληνικός λαός για τους δοξασμένους υπερασπιστές των συνόρων της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, τους Ακρίτες, τους Απελάτες, τους Μεγάλους Δομέστικους, τους Καπετάνω, τί δείχνουν; Άραγε θα τραγουδούσε ώς τις μέρες μας ο ελληνικός λαός, από την Ήπειρο ώς τον Πόντο και απ' τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη ώς τη Θράκη, τα κατορθώματα των υπερασπιστών της Ρωμανίας, εάν ο ελληνικός λαός ένοιωθε πως η Ρωμανία ήταν ξένο κράτος κι ο ίδιος βρισκόταν υπό μακραίωνη κατοχή; Γιατί δεν έπλασσε και αντίστοιχα εξυμνητικά έπη για τους Οθωμανούς ο ελληνικός λαός, αφού σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές Βυζάντιο και Οθωμανική αυτοκρατορία ταυτίζονται (!);
Αμφισβητείται η ελληνικότητα της Ρωμανίας, επειδή το κέντρο της δεν ήταν στην Ελλάδα. Αυτό το επιχείρημα, είτε δείχνει άγνοια του μετασχηματισμού της ελληνιστικής εποχής είτε απλώς συγχέει τα σημερινά όρια του ελληνισμού με τα όρια του ελληνισμού της εποχής εκείνης: η «πραγματική Ελλάδα» εκείνων των εποχών δεν ήταν πλέον μόνο το πιο νότιο τμήμα της Βαλκανικής, αλλά η Μικρά Ασία, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Συρία, η Θράκη. Γι' αυτό και το κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν κάπου εκτός ελληνικού κόσμου, αλλά στο κέντρο του, μεταξύ ευρωπαϊκού και μικρασιατικού ελληνισμού. Οι νεοπαγανιστές ισχυρίζονται το επιχείρημα ότι ο όρος «Βυζάντιο» χρησιμοποιήθηκε στην χώρα μας εξ επίτηδες, με σκοπό να δημιουργηθεί μια ανύπαρκτη συνείδηση συγγένειας των Νεοελλήνων με τους Ρωμαίους της Νέας Ρώμης. Το επιχείρημα καθ' εαυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Σε μια εποχή (19ος αι.) κατά την οποία ο απλός λαός χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του το «Ρωμηός» (λαϊκός όρος του «Ρωμαίος») εξίσου αν όχι συχνότερα από το «Έλληνας», η χρήση του «Βυζαντινός» προκειμένου να χαρακτηριστούν οι Ρωμηοί των Μέσων Χρόνων θα είχε ως αποτέλεσμα (και άρα θα επιβάλλονταν από τους εχθρούς του «Βυζαντίου») όχι την δημιουργία συνείδησης στον ρωμαίικο λαό του 19ου αι. ότι καταγόταν από τους Ρωμηούς της Νέας Ρώμης, αλλά αντίθετα: ότι υπήρξαν κάποιοι αλλόκοτοι «Βυζαντινοί», οι οποίοι δεν είχαν σχέση με αυτόν. Συνεπώς, αν κάποιοι και κάποια «κέντρα εξουσίας» είχαν συμφέρον να καλλιεργήσουν την συνείδηση συγγένειας μεταξύ των Ρωμαίων Νέας Ρώμης και των Ρωμηών του 19ου αι. δεν θα χρησιμοποιούσαν τον όρο «Βυζαντινός», αλλά τους αυθεντικούς όρους «Ρωμηός» και «Ρωμανία» που αποδεικνύουν αυτομάτως στην ύπαρξη καταγωγής των Νεοελλήνων του 19ου αι. από το «Βυζάντιο». Αντίθετα, οι αρχαιόπληκτοι διανοούμενοι του 19ου αι. στο οθωνικό ελληνοβαυαρικό κράτος επέλεξαν συνειδητά τον όρο «Βυζαντινός», ώστε να αποτρέψουν τον λαό να αντιληφθεί την πραγματική καταγωγή του και να ταυτιστεί με τους προγόνους του. Διότι, είναι προφανές ότι, άμα ο λαός που αυτοαποκαλούνταν Ρωμηός μάθαινε ότι υπήρξε κράτος των Ρωμηών ονόματι Ρωμανία κι όχι κάποιο αλλόκοτο «Βυζάντιο», αυτομάτως από το όνομα και μόνο θα συναισθανόταν απόγονος αυτών. Κι άμα αισθανόταν απόγονός τους, το κρατίδιο θα ζήταγε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μια Αυτοκρατορία αντί της Proper Greece, δηλαδή της περιοχής της αρχαίας Ελλάδας.
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου