67d ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Κατά τον ιστορικό Aug. Heisenberg «Βυζαντινό είναι το εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» (Staat und Gesselschaft des byz. Reiches, Die Kultur der Gegenwart, s. 364).
Ο ιστορικός D. Talbot Rice γράφει ότι «Το Βυζάντιο πρέπει πραγματικά να μελετηθεί σαν ένα κεφάλαιο της μακρόχρονης ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού στοχασμού» (Byzantines, 26).
Ο διάσημος ιστορικός Arnold Toynbee μιλά για «βυζαντινούς Έλληνες» και για «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό», και καταλήγει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ' όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική» (A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, σ.187).
Ο ιστορικός H. G. Beck γράφει: «Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 38).
Ο πιο μεγάλος βυζαντινολόγος του 20ού αιώνα, ο Sir Steven Ranciman, απαντώντας στην άποψη ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες, είπε: «Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους βυζαντινούς».
Ο ιστορικός L. Brιhier γράφει «Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» (Le dιvelopement des ιtudes d historie Byzantine, Reveu d Auvergne, τ. 18, σ. 34).
Ο ιστορικός Diehl επίσης θεωρεί τους Βυζαντινούς Έλληνες.
Ο ιστορικός D. Talbot Rice γράφει ότι «Το Βυζάντιο πρέπει πραγματικά να μελετηθεί σαν ένα κεφάλαιο της μακρόχρονης ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού στοχασμού» (Byzantines, 26).
Ο διάσημος ιστορικός Arnold Toynbee μιλά για «βυζαντινούς Έλληνες» και για «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό», και καταλήγει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ' όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική» (A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, σ.187).
Ο ιστορικός H. G. Beck γράφει: «Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους» (Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 38).
Ο πιο μεγάλος βυζαντινολόγος του 20ού αιώνα, ο Sir Steven Ranciman, απαντώντας στην άποψη ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες, είπε: «Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους βυζαντινούς».
Ο ιστορικός L. Brιhier γράφει «Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» (Le dιvelopement des ιtudes d historie Byzantine, Reveu d Auvergne, τ. 18, σ. 34).
Ο ιστορικός Diehl επίσης θεωρεί τους Βυζαντινούς Έλληνες.
Ο ιστορικός J. B. Bury γράφει: «Ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού» (History of the later roman empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian).
Βέβαια, τί σημασία έχουν οι γνώμες τόσων ιστορικών, όταν οι νεοπαγανιστές έχουν αντίθετη γνώμη; Καμμία απολύτως. Οι νεοπαγανιστές τα ξέρουν όλα και καλύτερα.
Ακόμη κι ο Ρ. Αποστολίδης (που κι αυτόν τον καπηλεύονται οι νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ) κάνει λόγο (στον πρόλογο της ιστορίας του Droysen) για «την λεγόμενη Ανατολική μετά, την Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία την μεστή ελληνισμού».
«Λαός κατακτημένος, μεταξύ άλλων λαών, αν και κατέχει προεξέχουσα θέση στην Ανατολή και ευνοείται από τους κατακτητές, γίνεται ο κυρίαρχος λαός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με θέληση να συνεχίσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο ελληνικός όμως χαρακτήρας της οποίας εδραιώνεται όλο και περισσότερο», γράφει ο Ν. Σβορώνος.
67e ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
Ο Ιωάννης Βατάτζης, Ρωμηός αυτοκράτορας της Νίκαιας (στο διάστημα κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη ήταν υπόδουλη στους Φράγγους), γράφει στην απαντητική του επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο μεταξύ άλλων τα εξής:
«Και ότι μεν από του ημετέρου γένους (= ελληνικού) η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. (...) Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως, ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας» (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αθηναίος, τομ' Α', σ. 469, υπό Ιωάν. Σακελλίωνα) (Αντ. Μηλιαράκη, Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, 1898, ανετύπωσαν οι βιβλιοπώλαι Δ. Ν. Καραβιάς, Ε. Κ. Λάζος, Αθήναι 1994, σ. 276, 277). Με άλλα λόγια, ο Ρωμηός αυτός Αυτοκράτορας του 13ου αι. δεν θεωρεί ότι ο τίτλος «αυτοκράτορας Ρωμαίων» υποδηλώνει μη ελληνική καταγωγή.
Ο Θεόδωρος ο Β' της Νίκαιας θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ονόμαζε την Μ. Ασία «Ελλάδα» και το κράτος του «Ελληνίδα επικράτειαν» κι έγραφε επιγραμματικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ού σβέννυται» (Κ. Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 157). Το κράτος επίσης λέγεται «ελληνικόν».
Η Άννα Κομνηνή υπερηφανεύεται ότι δεν είναι άμοιρη του «ελληνίζειν». Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε ομιλία του υπογραμμίζει την «δόξα της Ελληνικής παραδόσεως». Αλλά και οι λόγιοι έχουν πάντα γνώση του παρελθόντος μας. Ο Αγαθίας αναφέρει τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Ο Πισίδης προκειμένου να πληροφορήσει τους αναγνώστες των επών του για το μέγεθος της νίκης του Ηράκλειου κατά των Περσών, την συγκρίνει με τα κατορθώματα Αρχαίων Ελλήνων, του Αλεξάνδρου, του Φιλίππου, του Ξενοφώντα κ.ά. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης θρηνεί για την χαμένη δόξα της Αρχαίας Αθήνας.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταματά την Ιστορία του με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες, και ως αιτία του τερματισμού της διήγησής του έχει: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος». Οι βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων, που γράφει ο Χωνιάτης, δεν είναι άλλες από τις πράξεις των σταυροφόρων κατά των Ρωμηών. Ρωμηός και Έλλην ταυτίζονται. Ο Μάρκος Ευγενικός λέει «κορυφὴ μὲν γὰρ τῆς καθ ἡμᾶς οἰκουμένης ἡ Ἑλλάς, ὀφθαλμὸς δὲ ἡ τοῦ Πέλοπος».
Βέβαια, τί σημασία έχουν οι γνώμες τόσων ιστορικών, όταν οι νεοπαγανιστές έχουν αντίθετη γνώμη; Καμμία απολύτως. Οι νεοπαγανιστές τα ξέρουν όλα και καλύτερα.
Ακόμη κι ο Ρ. Αποστολίδης (που κι αυτόν τον καπηλεύονται οι νεοπαγανιστές του ΥΣΕΕ) κάνει λόγο (στον πρόλογο της ιστορίας του Droysen) για «την λεγόμενη Ανατολική μετά, την Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία την μεστή ελληνισμού».
«Λαός κατακτημένος, μεταξύ άλλων λαών, αν και κατέχει προεξέχουσα θέση στην Ανατολή και ευνοείται από τους κατακτητές, γίνεται ο κυρίαρχος λαός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με θέληση να συνεχίσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο ελληνικός όμως χαρακτήρας της οποίας εδραιώνεται όλο και περισσότερο», γράφει ο Ν. Σβορώνος.
67e ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
Ο Ιωάννης Βατάτζης, Ρωμηός αυτοκράτορας της Νίκαιας (στο διάστημα κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη ήταν υπόδουλη στους Φράγγους), γράφει στην απαντητική του επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο μεταξύ άλλων τα εξής:
«Και ότι μεν από του ημετέρου γένους (= ελληνικού) η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. (...) Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω, τους από γενών ελληνικών άρξαντας επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως, ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας» (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αθηναίος, τομ' Α', σ. 469, υπό Ιωάν. Σακελλίωνα) (Αντ. Μηλιαράκη, Ιστορία του βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, 1898, ανετύπωσαν οι βιβλιοπώλαι Δ. Ν. Καραβιάς, Ε. Κ. Λάζος, Αθήναι 1994, σ. 276, 277). Με άλλα λόγια, ο Ρωμηός αυτός Αυτοκράτορας του 13ου αι. δεν θεωρεί ότι ο τίτλος «αυτοκράτορας Ρωμαίων» υποδηλώνει μη ελληνική καταγωγή.
Ο Θεόδωρος ο Β' της Νίκαιας θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ονόμαζε την Μ. Ασία «Ελλάδα» και το κράτος του «Ελληνίδα επικράτειαν» κι έγραφε επιγραμματικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ού σβέννυται» (Κ. Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, εκδ. οίκος Κυρομάνος, σ. 157). Το κράτος επίσης λέγεται «ελληνικόν».
Η Άννα Κομνηνή υπερηφανεύεται ότι δεν είναι άμοιρη του «ελληνίζειν». Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε ομιλία του υπογραμμίζει την «δόξα της Ελληνικής παραδόσεως». Αλλά και οι λόγιοι έχουν πάντα γνώση του παρελθόντος μας. Ο Αγαθίας αναφέρει τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Ο Πισίδης προκειμένου να πληροφορήσει τους αναγνώστες των επών του για το μέγεθος της νίκης του Ηράκλειου κατά των Περσών, την συγκρίνει με τα κατορθώματα Αρχαίων Ελλήνων, του Αλεξάνδρου, του Φιλίππου, του Ξενοφώντα κ.ά. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης θρηνεί για την χαμένη δόξα της Αρχαίας Αθήνας.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταματά την Ιστορία του με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες, και ως αιτία του τερματισμού της διήγησής του έχει: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος». Οι βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων, που γράφει ο Χωνιάτης, δεν είναι άλλες από τις πράξεις των σταυροφόρων κατά των Ρωμηών. Ρωμηός και Έλλην ταυτίζονται. Ο Μάρκος Ευγενικός λέει «κορυφὴ μὲν γὰρ τῆς καθ ἡμᾶς οἰκουμένης ἡ Ἑλλάς, ὀφθαλμὸς δὲ ἡ τοῦ Πέλοπος».
67f ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ;
«Βασικό αλλά και πολύ δύσκολο πρόβλημα παραμένει η διάκριση των ανατολικών στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού, γιατί ο Ελληνισμός, σε μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά και ο Χριστιανισμός, ήδη κατά τις αρχές της βυζαντινής περιόδου, έφερναν μαζί τους μακρά παράδοση ανατολισμού, πράγμα που σημαίνει ότι ο λεγόμενος βυζαντινός ανατολισμός είναι, τις περισσότερες φορές, πολύ αρχαιότερος. Οπωσδήποτε, αποτελεί λάθος το να υπερτιμάται η σπουδαιότητα των ανατολικών ή άλλων στοιχείων στο βυζαντινό πολιτισμό», γράφει ο Τατάκης στο ''Η Βυζαντινή Φιλοσοφία'' (σ. 36), δείχνοντας με τα παραπάνω το προφανές: ότι ο Ελληνισμός ήταν ήδη προ αιώνων (από τον Αλέξανδρο) αναμεμιγμένος με την Ανατολή και έντονα επηρεασμένος από τον ανατολισμό, και δεν περίμενε το Βυζάντιο, για να «εξανατολιστεί» και να χάσει την «κλασσικότητά» του, όπως ισχυρίζονται οι καθαρολόγοι.
«Οι επιδράσεις της Ανατολής (επί του Βυζαντίου) εκδηλώθηκαν κυρίως σε εξωτερικά στοιχεία, σε θέματα ενδύσεως πρωτοκόλλου και αυλικής εθιμοτυπίας κι όχι στις πολιτικές ιδέες που ήταν όλες αποδεδειγμένα ελληνικής προέλευσης. Ακόμα και εκείνα τα στοιχεία της αυτοκρατορικής πρακτικής που φαίνονται εμπνευσμένα από την εγγύς Ανατολή, μεταδόθηκαν στο Βυζάντιο, όπως απέδειξε ο ιστορικός Alfldi μέσω της [προπορευόμενης χρονικά] ελληνορωμαϊκής παραδόσεως. Συνειδητά ή άμεσα δάνεια από την Ανατολή δεν υπήρξαν. Η καθιερωμένη «προσκύνησις» π.χ. του βυζαντινού αυτοκράτορος προερχόταν από την ελληνιστική βασιλεία μέσω του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού. Την ίδια εποχή, ακόμα και στην Ελλάδα δεν ήταν ασύνηθες να γονατίζουν οι πιστοί, και να προσκυνούν τους θεούς ή να προσπίπτουν ικέτες κ.ά. στα πόδια των ευεργετών τους και των ηγεμόνων τους, ως εκδήλωση υποταγής, ευγνωμοσύνης ή ικεσίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 312-313).
«Το άμεσο πρότυπο του μεσαιωνικού μονάρχη πρέπει χωρίς αμφιβολία να αζητηθεί στην ελληνορρωμαϊκή παράδοση, όπως κυρίως εξελίχθηκε στην θεωρία και την πράξη από την εποχή του Πλάτωνα, των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 313).
«Ακόμα και οι ερευνητές που αρνούνται την ιδέα μιας απόλυτης συνέχειας στο Βυζάντιο, θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της αρχαιότητας απ ό,τι στη Δύση» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβόστη, σ. 124).
«Είναι αδύνατον να προβληθή αντίρρηση για τη συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού. Μέσα στην αυτοκρατορία η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια τω διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν την ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων. Εκείνοι που θα ζητούσαν να επιβάλλουν την γνώμη ότι σε κάποια εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου υπάρχει κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, ότι κάτι το εντελώς νέο εμφανίστηκε, οφείλουν τουλάχιστο να παραδεχτούν ότι ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας δεν εγνώρισε τέτοια διακοπή. Διατηρήθηκε επίμονα ώς το τέλος της αυτοκρατορίας» (H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 23).
Έχουμε πει παραπάνω, ότι η απόρριψη του ονόματος Έλληνας ως δηλωτικού της εθνικής καταγωγής περισσότερο σχετίζεται με την ίδια την προέλευση της αυτοκρατορίας, η οποία δημιουργήθηκε από τους Ρωμαίους κι όχι από τους Ελλαδικούς Έλληνες, παρά με το Χριστιανισμό. Θεωρείται ότι ο Χριστιανισμός έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στο συνειδησιακό διχασμό των Ελλήνων. Όμως, εκείνη την εποχή το δίλημμα ήταν συγκεκριμένο: αν ο Ελληνισμός προσχωρούσε στον Μιθραϊσμό και την θεουργία, την οποία προωθούσαν οι Νεοπλατωνικοί κι ο Ιουλιανός, δεν θα έμενε ούτε ίχνος ελληνικότητας μπροστά στον «περσισμό» και τον χαλδαϊσμό της νεοπλατωνικής-ιουλιανικής κοσμοθεωρίας (να υπενθυμίσουμε, πως κυρίαρχη τάση του Νεοπλατωνισμού ήταν η θεουργική του Σύριου Ιάμβλιχου κι όχι εκείνη του Πορφύριου). Ο Παγανισμός (ως το αντίθετο του Χριστιανισμού) εκείνης της εποχής ήταν ασιατικός, περσικός και βαβυλωνιακός. Ήταν απείρως αν-ελληνικότερος του Χριστιανισμού. Είναι απίθανο οι Πέρσες λόγιοι με τη θρησκεία τους να διέσωζαν τον ελληνισμό, τη στιγμή που η ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Περσία ήταν σε συνεχείς διαμάχες. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε, ότι στον 4ο αι. δεν υπήρχε ως σκέψη, στο παγανιστικό στρατόπεδο, μόνο πρόγραμμα «εξελληνισμού». Υπήρχε και πρόγραμμα εκλατινισμού, ο οποίος παράλληλα με τον εκπερσισμό και τη θεουργία, θα απέφεραν το οριστικό πλήγμα στη συνέχεια του ελληνισμού. Στο επιτελείο, δηλαδή, του Ιουλιανού, υπήρχαν και ελληνιστές, αλλά υπήρχαν και αυτοί που επιθυμούσαν τον εκλατινισμό της Ανατολής. Ο Χριστιανισμός με τη χρήση της ελληνικής και την γνώση της φιλοσοφίας απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη. Απέναντι στους γίγαντες λάτρεις της ελληνικής γλώσσας και σκέψεις, Άγιο Γρηγόριο Νανζιανζηνό και Άγιο Βασίλειο Μέγα, τί Έλληνες είχε να επιδείξει η Ιουλιανική θρησκεία; Τον αγύρτη αστρολόγο Μάξιμο; Το ρήγμα, λοιπόν, οφείλεται απλώς στην ίδια την ρωμαϊκή κατάκτηση του 2ο π.Χ. αι., για την οποία, στο κάτω-κάτω, φταίει ο παγανιστικός ελληνισμός˙ αλλά χάρη στο Χριστιανισμό, ο οποίος απέτρεψε τόσο τον εκλατινισμό, αφού οι περισσότεροι Πατέρες περιφρονούσαν τα λατινικ, όσο και τον περσισμό-χαλδαϊσμό (μιθραϊσμός-βαβυλωνιακή θεουργία), το μόνο «ρήγμα» ήταν η αλλαγή του εθνικού ονόματος. Κι αυτό, όμως, το καινούργιο όνομα, κατέληξε αποκλειστικά ελληνικό. Καλύτερα, λοιπόν, «Ρωμαίος» ελληνόφωνος, με ελληνική παιδεία, ελληνικό πολιτισμό κι έναν Χριστιανισμό εξηγημένο με ελληνικές κατηγορίες, εν τέλει Έλληνας δίχως ζυγό Ιταλών, παρά «Ρωμαίος», με λατινική γλώσσα Ιρανική θρησκεία και βαβυλωνιακή θεουργία.
Υπάρχει, βέβαια, και το επιχείρημα, ότι ναι μεν διάβαζαν τα αρχαία κείμενα οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι, ναι μεν τα συντηρούσαν, τα αντέγραφαν, αλλά δεν τα έβλεπαν ως δικά τους˙ τα έβλεπαν ως «θύραθεν», ως κάτι ξένο, που το θεωρούν καλό και το συντηρούν και μόνο μετά τον 11ο αι. τα θεωρούν δικά τους. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι σωστό. Ήδη ο Ιουστίνος τον 2ο αι. λέγοντας «όσα καλά είπε ο Πλάτωνας είναι δικά μας», απορρίπτει μια τέτοια θεώρηση. Ειδικότερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αντιτάχθηκε σφόδρα στον Ιουλιανό, αναφορικά με την μονοπώληση της ελληνικότητας από τον δεύτερο. «Δικό σου είναι το ελληνίζειν;», τον ρωτάει. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας «ελληνορθόδοξης» συνείδησης ήδη από τον 4ο αι. Άλλο πράγμα, λέει ο Γρηγόριος, ο ελληνικός λόγος κι άλλο πράγμα η ειδωλολατρία. Κι εφόσον ο Γρηγόριος θεωρεί δικό του τον ελληνικό λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί μη Έλληνας, απλώς επειδή είναι Χριστιανός. Η θέση ότι δεν είναι ανάγκη ούτε το όνομα Έλλην να υπάρχει ως εθνικό ούτε η ειδωλολατρία, δεν είναι ούτε προϊόν κάποιας γερμανικής αντικειμενικής-«ρομαντικής» αντίληψης περί έθνους ούτε προσπάθεια οικειοποίησης ξένου αγαθού ούτε πρωτοδιατυπωμένη από εμάς άποψη. Είναι θέση ιστορικά διατυπωμένη και πραγματωμένη από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Φώτιο, τον Παλαιολόγο, τις εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του 1821. Δεν ήρθε κανένας «ελληνοχριστιανισμός» ως κρατική ιδεολογία του ελλαδικού κράτους να τα δημιουργήσει αυτά (το αντίθετο έγινε: τα διέστρεψε). Ας αφαιρέσουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία από το Βυζάντιο όσοι λένε πως δεν ήταν ελληνικό. Μπορούν να φανταστούν πώς θα ήταν, τί θα ήταν; Μετά από όλα αυτά, είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ένα ασιατικό κράτος. Ήταν ένα κράτος όπου η ρωμαϊκή κρατική κουλτούρα, ο χριστιανισμός, και η ελληνική παιδεία και πολιτισμός, ενώθηκαν για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία.
«Βασικό αλλά και πολύ δύσκολο πρόβλημα παραμένει η διάκριση των ανατολικών στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού, γιατί ο Ελληνισμός, σε μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά και ο Χριστιανισμός, ήδη κατά τις αρχές της βυζαντινής περιόδου, έφερναν μαζί τους μακρά παράδοση ανατολισμού, πράγμα που σημαίνει ότι ο λεγόμενος βυζαντινός ανατολισμός είναι, τις περισσότερες φορές, πολύ αρχαιότερος. Οπωσδήποτε, αποτελεί λάθος το να υπερτιμάται η σπουδαιότητα των ανατολικών ή άλλων στοιχείων στο βυζαντινό πολιτισμό», γράφει ο Τατάκης στο ''Η Βυζαντινή Φιλοσοφία'' (σ. 36), δείχνοντας με τα παραπάνω το προφανές: ότι ο Ελληνισμός ήταν ήδη προ αιώνων (από τον Αλέξανδρο) αναμεμιγμένος με την Ανατολή και έντονα επηρεασμένος από τον ανατολισμό, και δεν περίμενε το Βυζάντιο, για να «εξανατολιστεί» και να χάσει την «κλασσικότητά» του, όπως ισχυρίζονται οι καθαρολόγοι.
«Οι επιδράσεις της Ανατολής (επί του Βυζαντίου) εκδηλώθηκαν κυρίως σε εξωτερικά στοιχεία, σε θέματα ενδύσεως πρωτοκόλλου και αυλικής εθιμοτυπίας κι όχι στις πολιτικές ιδέες που ήταν όλες αποδεδειγμένα ελληνικής προέλευσης. Ακόμα και εκείνα τα στοιχεία της αυτοκρατορικής πρακτικής που φαίνονται εμπνευσμένα από την εγγύς Ανατολή, μεταδόθηκαν στο Βυζάντιο, όπως απέδειξε ο ιστορικός Alfldi μέσω της [προπορευόμενης χρονικά] ελληνορωμαϊκής παραδόσεως. Συνειδητά ή άμεσα δάνεια από την Ανατολή δεν υπήρξαν. Η καθιερωμένη «προσκύνησις» π.χ. του βυζαντινού αυτοκράτορος προερχόταν από την ελληνιστική βασιλεία μέσω του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού. Την ίδια εποχή, ακόμα και στην Ελλάδα δεν ήταν ασύνηθες να γονατίζουν οι πιστοί, και να προσκυνούν τους θεούς ή να προσπίπτουν ικέτες κ.ά. στα πόδια των ευεργετών τους και των ηγεμόνων τους, ως εκδήλωση υποταγής, ευγνωμοσύνης ή ικεσίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 312-313).
«Το άμεσο πρότυπο του μεσαιωνικού μονάρχη πρέπει χωρίς αμφιβολία να αζητηθεί στην ελληνορρωμαϊκή παράδοση, όπως κυρίως εξελίχθηκε στην θεωρία και την πράξη από την εποχή του Πλάτωνα, των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 313).
«Ακόμα και οι ερευνητές που αρνούνται την ιδέα μιας απόλυτης συνέχειας στο Βυζάντιο, θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της αρχαιότητας απ ό,τι στη Δύση» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβόστη, σ. 124).
«Είναι αδύνατον να προβληθή αντίρρηση για τη συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού. Μέσα στην αυτοκρατορία η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια τω διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν την ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων. Εκείνοι που θα ζητούσαν να επιβάλλουν την γνώμη ότι σε κάποια εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου υπάρχει κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, ότι κάτι το εντελώς νέο εμφανίστηκε, οφείλουν τουλάχιστο να παραδεχτούν ότι ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας δεν εγνώρισε τέτοια διακοπή. Διατηρήθηκε επίμονα ώς το τέλος της αυτοκρατορίας» (H. Baynes-H.St.L.B. Moss, Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, σ. 23).
Έχουμε πει παραπάνω, ότι η απόρριψη του ονόματος Έλληνας ως δηλωτικού της εθνικής καταγωγής περισσότερο σχετίζεται με την ίδια την προέλευση της αυτοκρατορίας, η οποία δημιουργήθηκε από τους Ρωμαίους κι όχι από τους Ελλαδικούς Έλληνες, παρά με το Χριστιανισμό. Θεωρείται ότι ο Χριστιανισμός έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στο συνειδησιακό διχασμό των Ελλήνων. Όμως, εκείνη την εποχή το δίλημμα ήταν συγκεκριμένο: αν ο Ελληνισμός προσχωρούσε στον Μιθραϊσμό και την θεουργία, την οποία προωθούσαν οι Νεοπλατωνικοί κι ο Ιουλιανός, δεν θα έμενε ούτε ίχνος ελληνικότητας μπροστά στον «περσισμό» και τον χαλδαϊσμό της νεοπλατωνικής-ιουλιανικής κοσμοθεωρίας (να υπενθυμίσουμε, πως κυρίαρχη τάση του Νεοπλατωνισμού ήταν η θεουργική του Σύριου Ιάμβλιχου κι όχι εκείνη του Πορφύριου). Ο Παγανισμός (ως το αντίθετο του Χριστιανισμού) εκείνης της εποχής ήταν ασιατικός, περσικός και βαβυλωνιακός. Ήταν απείρως αν-ελληνικότερος του Χριστιανισμού. Είναι απίθανο οι Πέρσες λόγιοι με τη θρησκεία τους να διέσωζαν τον ελληνισμό, τη στιγμή που η ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Περσία ήταν σε συνεχείς διαμάχες. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε, ότι στον 4ο αι. δεν υπήρχε ως σκέψη, στο παγανιστικό στρατόπεδο, μόνο πρόγραμμα «εξελληνισμού». Υπήρχε και πρόγραμμα εκλατινισμού, ο οποίος παράλληλα με τον εκπερσισμό και τη θεουργία, θα απέφεραν το οριστικό πλήγμα στη συνέχεια του ελληνισμού. Στο επιτελείο, δηλαδή, του Ιουλιανού, υπήρχαν και ελληνιστές, αλλά υπήρχαν και αυτοί που επιθυμούσαν τον εκλατινισμό της Ανατολής. Ο Χριστιανισμός με τη χρήση της ελληνικής και την γνώση της φιλοσοφίας απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη. Απέναντι στους γίγαντες λάτρεις της ελληνικής γλώσσας και σκέψεις, Άγιο Γρηγόριο Νανζιανζηνό και Άγιο Βασίλειο Μέγα, τί Έλληνες είχε να επιδείξει η Ιουλιανική θρησκεία; Τον αγύρτη αστρολόγο Μάξιμο; Το ρήγμα, λοιπόν, οφείλεται απλώς στην ίδια την ρωμαϊκή κατάκτηση του 2ο π.Χ. αι., για την οποία, στο κάτω-κάτω, φταίει ο παγανιστικός ελληνισμός˙ αλλά χάρη στο Χριστιανισμό, ο οποίος απέτρεψε τόσο τον εκλατινισμό, αφού οι περισσότεροι Πατέρες περιφρονούσαν τα λατινικ, όσο και τον περσισμό-χαλδαϊσμό (μιθραϊσμός-βαβυλωνιακή θεουργία), το μόνο «ρήγμα» ήταν η αλλαγή του εθνικού ονόματος. Κι αυτό, όμως, το καινούργιο όνομα, κατέληξε αποκλειστικά ελληνικό. Καλύτερα, λοιπόν, «Ρωμαίος» ελληνόφωνος, με ελληνική παιδεία, ελληνικό πολιτισμό κι έναν Χριστιανισμό εξηγημένο με ελληνικές κατηγορίες, εν τέλει Έλληνας δίχως ζυγό Ιταλών, παρά «Ρωμαίος», με λατινική γλώσσα Ιρανική θρησκεία και βαβυλωνιακή θεουργία.
Υπάρχει, βέβαια, και το επιχείρημα, ότι ναι μεν διάβαζαν τα αρχαία κείμενα οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι, ναι μεν τα συντηρούσαν, τα αντέγραφαν, αλλά δεν τα έβλεπαν ως δικά τους˙ τα έβλεπαν ως «θύραθεν», ως κάτι ξένο, που το θεωρούν καλό και το συντηρούν και μόνο μετά τον 11ο αι. τα θεωρούν δικά τους. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι σωστό. Ήδη ο Ιουστίνος τον 2ο αι. λέγοντας «όσα καλά είπε ο Πλάτωνας είναι δικά μας», απορρίπτει μια τέτοια θεώρηση. Ειδικότερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αντιτάχθηκε σφόδρα στον Ιουλιανό, αναφορικά με την μονοπώληση της ελληνικότητας από τον δεύτερο. «Δικό σου είναι το ελληνίζειν;», τον ρωτάει. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας «ελληνορθόδοξης» συνείδησης ήδη από τον 4ο αι. Άλλο πράγμα, λέει ο Γρηγόριος, ο ελληνικός λόγος κι άλλο πράγμα η ειδωλολατρία. Κι εφόσον ο Γρηγόριος θεωρεί δικό του τον ελληνικό λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί μη Έλληνας, απλώς επειδή είναι Χριστιανός. Η θέση ότι δεν είναι ανάγκη ούτε το όνομα Έλλην να υπάρχει ως εθνικό ούτε η ειδωλολατρία, δεν είναι ούτε προϊόν κάποιας γερμανικής αντικειμενικής-«ρομαντικής» αντίληψης περί έθνους ούτε προσπάθεια οικειοποίησης ξένου αγαθού ούτε πρωτοδιατυπωμένη από εμάς άποψη. Είναι θέση ιστορικά διατυπωμένη και πραγματωμένη από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Φώτιο, τον Παλαιολόγο, τις εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του 1821. Δεν ήρθε κανένας «ελληνοχριστιανισμός» ως κρατική ιδεολογία του ελλαδικού κράτους να τα δημιουργήσει αυτά (το αντίθετο έγινε: τα διέστρεψε). Ας αφαιρέσουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία από το Βυζάντιο όσοι λένε πως δεν ήταν ελληνικό. Μπορούν να φανταστούν πώς θα ήταν, τί θα ήταν; Μετά από όλα αυτά, είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ένα ασιατικό κράτος. Ήταν ένα κράτος όπου η ρωμαϊκή κρατική κουλτούρα, ο χριστιανισμός, και η ελληνική παιδεία και πολιτισμός, ενώθηκαν για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Πηγή: ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου