«Ω αδελφοί μου αγαπητοί, από πόση οδύνη και λύπη είναι η ψυχή μου γεμάτη, διότι, ενώ εγώ θέλω να διηγηθώ τα θαυμάσια της χειρός του Χριστού και το ανέκφραστο κάλλος της, για να πληροφορηθείτε και να μάθετε την μεγαλοσύνη της και ζητήσετε να τον λάβετε μέσα σας, δεν βλέπω όμως μερικούς από σας να προσέχουν με πόθο και θέρμη στα λεγόμενα ή να επιθυμούν ν’ απολαύσουν τέτοια δόξα. Γι’ αυτό μένω εντελώς άφωνος, μη μπορώντας να ειπώ ή να εξηγήσω σε κάποιον την δόξα του Χριστού και Θεού μας, την οποία χαρίζει σε όσους την ζητούν με όλη την ψυχή τους. Αλλά πόση είναι η κατάπληξή μου και πόση η μεγαλοσύνη των δωρεών του Θεού, διότι εγκατέλειψε τα σοφά του κόσμου και τα ισχυρά και τα πλούσια, και από την πολλή και ανέκφραστη αγαθότητά του εξέλεξε τα ασθενή του κόσμου και τα μωρά και τα πτωχά. Ποιος είναι ικανός να τον ευχαριστήσει επάξια γι’ αυτό και μόνο; Διότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι κατά κάποιον τρόπο σιχαίνονται τους ασθενείς και πτωχούς και ο επίγειος βασιλεύς δεν ανέχεται να τους βλέπει, οι άρχοντες τους αποστρέφονται, οι πλούσιοι τους περιφρονούν και συναντώντας τους, τους προσπερνούν, σαν να μη είναι τίποτε, και κανείς δεν θεωρεί ευτύχημα το να συναναστρέφεται με αυτούς· ο Θεός όμως, που υπηρετείται από μύριες και αναρίθμητες δυνάμεις, που συγκρατεί τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεως του, που έχει μεγαλοπρέπεια αβάστακτη σ’ όλα, δεν απαξίωσε να γίνει πατέρας και φίλος και αδελφός αυτών των απορριφθένων, αλλά και θέλησε να σαρκωθεί, και να καταστήσει εμάς κοινωνούς της δόξας και της βασιλείας του. Ω, πόσος είναι ο πλούτος της πολλής αγαθότητός του! Ω, πόσο ανέκφραστη είναι η συγκατάβαση του Δεσπότη μας και Θεού!
Γιατί δεν προστρέχουμε, αδελφοί, στον εύσπλαχνο Θεό, που τόσο μας αγάπησε; Γιατί δεν παραδίδουμε τη ζωή μας σε θάνατο χάριν του αποθανόντος για μας Χριστού και Θεού; Γιατί είμαστε δειλοί και φοβούμαστε την έξοδο από το σώμα; Μήπως δηλαδή πρόκειται να λάβει ή να κρατήσει ο άδης τις ψυχές εκείνων που ελπίζουν στον Χριστό; Μήπως εξουσιάζει ο θάνατος τις ψυχές που είναι σφραγισμένες με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και το αίμα του Χριστού; Μήπως τολμά ο νοητός λύκος να αντικρύσει τη σφραγίδα του αρχιποιμένος Χριστού με την οποία σφραγίζει τα πρόβατά του; Ασφαλώς όχι, αδελφοί πιστοί και θεόφρονες. Όσοι λοιπόν είσθε ασφράγιστοι, τρέξατε· όσοι είσθε ασημείωτοι, σπεύσατε να σημειωθείτε με το σημείο του Πνεύματος. Και ποιος είναι ο ασφράγιστος; Εκείνος που φοβείται τον θάνατο. Ποιος ο ασημείωτος; Εκείνος που δεν γνωρίζει ακριβώς το είδος της σφραγίδας· διότι αυτός που διδάχτηκε για το εκτύπωμα, αποκτώντας θάρρος που στηρίζεται στην πίστη, αποκτά ελπίδα που δεν ντροπιάζει.
Ας ζητήσουμε λοιπόν τον Χριστό, τον οποίο ενδυθήκαμε με το θείο βάπτισμα και εκδυθήκαμε με τις πονηρές πράξεις. Αφού αγιαστήκαμε, χωρίς να έχουμε συναίσθηση, κατά τον χρόνο που ήμασταν νήπιοι ακόμη και στην σκέψη και στην ηλικία, μολύναμε τους εαυτούς μας κατά την νεότητα, για να μη είπω ότι μολύναμε τις ψυχές και τα σώματά μας καθημερινά με την παράβαση των εντολών. Για αυτό λοιπόν ας ανακαλέσουμε πάλι τους εαυτούς μας δια της σωτηρίου μετανοίας, εκτελώντας και πράττοντας όλα όσα είναι ευάρεστα στον Χριστό, ώστε, σφραγιζόμενοι από αυτόν, να ζήσωμε στο εξής άφοβοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ας λάβουμε έλεος από το χέρι του και ας γίνουμε άξιοι της γνώσεως του μυστηρίου του Χριστού· γνώση εννοώ όχι την παραδιδομένη μόνο στο λόγο και στην ακοή, αλλά εκείνη που την βλέπει κανείς στα έργα και στις πράξεις».
(Β’ Κατηχητικός λόγος του αγίου Συμεών, Φ. ΕΠΕ 19 Γ, σελ. 319 -321).
Γιατί δεν προστρέχουμε, αδελφοί, στον εύσπλαχνο Θεό, που τόσο μας αγάπησε; Γιατί δεν παραδίδουμε τη ζωή μας σε θάνατο χάριν του αποθανόντος για μας Χριστού και Θεού; Γιατί είμαστε δειλοί και φοβούμαστε την έξοδο από το σώμα; Μήπως δηλαδή πρόκειται να λάβει ή να κρατήσει ο άδης τις ψυχές εκείνων που ελπίζουν στον Χριστό; Μήπως εξουσιάζει ο θάνατος τις ψυχές που είναι σφραγισμένες με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και το αίμα του Χριστού; Μήπως τολμά ο νοητός λύκος να αντικρύσει τη σφραγίδα του αρχιποιμένος Χριστού με την οποία σφραγίζει τα πρόβατά του; Ασφαλώς όχι, αδελφοί πιστοί και θεόφρονες. Όσοι λοιπόν είσθε ασφράγιστοι, τρέξατε· όσοι είσθε ασημείωτοι, σπεύσατε να σημειωθείτε με το σημείο του Πνεύματος. Και ποιος είναι ο ασφράγιστος; Εκείνος που φοβείται τον θάνατο. Ποιος ο ασημείωτος; Εκείνος που δεν γνωρίζει ακριβώς το είδος της σφραγίδας· διότι αυτός που διδάχτηκε για το εκτύπωμα, αποκτώντας θάρρος που στηρίζεται στην πίστη, αποκτά ελπίδα που δεν ντροπιάζει.
Ας ζητήσουμε λοιπόν τον Χριστό, τον οποίο ενδυθήκαμε με το θείο βάπτισμα και εκδυθήκαμε με τις πονηρές πράξεις. Αφού αγιαστήκαμε, χωρίς να έχουμε συναίσθηση, κατά τον χρόνο που ήμασταν νήπιοι ακόμη και στην σκέψη και στην ηλικία, μολύναμε τους εαυτούς μας κατά την νεότητα, για να μη είπω ότι μολύναμε τις ψυχές και τα σώματά μας καθημερινά με την παράβαση των εντολών. Για αυτό λοιπόν ας ανακαλέσουμε πάλι τους εαυτούς μας δια της σωτηρίου μετανοίας, εκτελώντας και πράττοντας όλα όσα είναι ευάρεστα στον Χριστό, ώστε, σφραγιζόμενοι από αυτόν, να ζήσωμε στο εξής άφοβοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ας λάβουμε έλεος από το χέρι του και ας γίνουμε άξιοι της γνώσεως του μυστηρίου του Χριστού· γνώση εννοώ όχι την παραδιδομένη μόνο στο λόγο και στην ακοή, αλλά εκείνη που την βλέπει κανείς στα έργα και στις πράξεις».
(Β’ Κατηχητικός λόγος του αγίου Συμεών, Φ. ΕΠΕ 19 Γ, σελ. 319 -321).
Πηγή: exprotestant.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου