Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.
"...το γένος των ανθρώπων είναι γεμάτον από πολλήν σύγχυσιν, και ότι πολλοί είναι εκείνοι που κάθε ημέραν αδικούνται, υβρίζονται, εκβιάζονται, βλάπτονται, οι αδύνατοι από τους δυνατωτέρους και οι πτωχοί από τους πλουσίους· και όπως δεν ημπορούμεν να μετρήσωμεν τα κύματα της θαλάσσης, έτσι δεν ημπορούμεν και να μετρήσωμεν το πλήθος των κατατρεγμένων, των υβριζομένων, των αδικουμένων και ούτε η απειλή των νόμων, ούτε ο φόβος των δικαστηρίων, ούτε τίποτε άλλο σταματά αυτόν τον όλεθρον και αυτήν την ασθένειαν, αλλά καθημερινώς αυξάνεται το κακόν, και από παντού πληθύνονται οι αναστεναγμοί και οι θρήνοι και τα δάκρυα των αδικουμένων. "
"...πολλοί από τους πλέον ανοήτους και δυστυχισμένους, ..., κατηγορούν την πρόνοιαν του Θεού, βλέποντες τον μεν σώφρονα άνθρωπον πολλάκις να τον διασύρουν, να τον προσβάλλουν, να τον καταπιέζουν, τον δε θρασύν και αδιάντροπον και άτιμον και γόνον ατίμων να πλουτίζη και να περιβάλλεται με δύναμιν και να γίνεται επίφοβος εις πολλούς, και να προξενή αναρίθμητα δεινά εις τους δικαίους..."
"κανείς από τους αδικουμένους δεν αδικείται από κάποιον άλλον, παρά μόνον από τον ίδιον τον εαυτόν του."
"τί είναι αδικία και εκ ποίων πραγμάτων συνίσταται, και τί είναι ανθρωπίνη αρετή, και τί είναι εκείνο που την βλάπτει, και τί είναι εκείνο που φαίνεται ότι την βλάπτει, ενώ δεν την βλάπτει"
"τί είναι εκείνο το οποίον βλάπτει το γένος των ανθρώπων, και τί είναι εκείνο που βλάπτει την αρετήν του ανθρώπου."
"πώς είναι δυνατόν, να αδικούν πολλοί και κανείς να μη αδικήται;"
Περί του ότι κανείς δεν ημπορεί να βλάψη εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτό του.
1. Γνωρίζω ότι ο λόγος αυτός θα φανή καινούργιος και παράδοξος εις τους παχυλοτέρους, και εις εκείνους οι οποίοι είναι προσηλωμένοι εις τα γήινα και μένουν με το στόμα ανοικτόν ενώπιον των παρόντων, και είναι δούλοι των σωματικών ηδονών, ενώ διά τας πνευματικάς δεν ενδιαφέρονται πολύ· και θα γελάσουν πολύ και θα με κατηγορήσουν ότι από την αρχήν της ομιλίας μου λέγω απίθανα πράγματα. Όμως δεν θα απομακρυνθώ από την υπόσχεσίν μου, αλλά και διά τούτο ακριβώς θα βαδίσω με πολλήν προθυμίαν εις τας αποδείξεις τας οποίας υπεσχέθην. Διότι αν θελήσουν όσοι διάκεινται έτσι να μη θορυβούν, να μη ατακτούν, αλλά να περιμένουν το τέλος του λόγου, γνωρίζω καλά ότι θα συμφωνήσουν μαζί μου, και θα κατηγορήσουν τους εαυτούς των ότι ηπατήθησαν τον προηγούμενον καιρόν, και θα αλλάξουν γνώμην, και θα απολογηθούν, και θα ζητήσουν συγγνώμην διά εκείνα τα πράγματα που είχαν εσφαλμένην γνώμην, και θα μου οφείλουν πολλήν ευγνωμοσύνην, όπως οι ασθενείς εις τους ιατρούς, όταν θεραπευθούν από τα νοσήματα τα οποία κυριεύουν το σώμα των. Και μη μου αναφέρης την γνώμην που έχεις τώρα, αλλά περίμενε να ακούσης την επιχειρηματολογίαν των λόγων μου και τότε θα ημπορέσης να εκφέρης αμερόληπτον γνώμην και καθόλου δεν θα σφάλης από άγνοιαν εις την κρίσιν της αληθείας.
Επειδή και όσοι έχουν τοποθετηθή δικασταί αυτών των κοσμικών πραγμάτων, δεν ανέχονται, ακόμη και αν ιδούν τον πρώτον ρήτορα να ομιλή ορμητικά και να γεμίζη τα πάντα με την ευφράδειάν του, να εκφέρουν γνώμην, πριν ακούσουν με υπομονήν και τον άλλον που ίσταται πλησίον του· αλλά και αν ακόμα μυρίας φοράς φαίνεται να ομιλή δίκαια ο πρώτος, διατηρούν την ακοήν των ανέπαφον και διά τον δεύτερον. Επειδή αυτή ακριβώς είναι η αρετή των δικαστών, αφού μάθουν με πάσαν ακρίβειαν τους ισχυρισμούς των διαδίκων, τότε να εκφέρουν την γνώμην των. Επειδή λοιπόν και τώρα αντί ρήτορος υπάρχει η κοινή γνώμη των πολλών από πριν, η οποία διά μακρού χρόνου ερριζώθη εις τας διανοίας των πολλών, και ωσάν ρήτωρ ρητορεύει εις ολόκληρον την οικουμένην και λέγει ότι όλα έχουν γίνει άνω κάτω, ότι το γένος των ανθρώπων είναι γεμάτον από πολλήν σύγχυσιν, και ότι πολλοί είναι εκείνοι που κάθε ημέραν αδικούνται, υβρίζονται, εκβιάζονται, βλάπτονται, οι αδύνατοι από τους δυνατωτέρους και οι πτωχοί από τους πλουσίους· και όπως δεν ημπορούμεν να μετρήσωμεν τα κύματα της θαλάσσης, έτσι δεν ημπορούμεν και να μετρήσωμεν το πλήθος των κατατρεγμένων, των υβριζομένων, των αδικουμένων και ούτε η απειλή των νόμων, ούτε ο φόβος των δικαστηρίων, ούτε τίποτε άλλο σταματά αυτόν τον όλεθρον και αυτήν την ασθένειαν, αλλά καθημερινώς αυξάνεται το κακόν, και από παντού πληθύνονται οι αναστεναγμοί και οι θρήνοι και τα δάκρυα των αδικουμένων. Και οι δικασταί ακόμη που ετάχθησαν διά να διορθώνουν τα τοιούτου είδους πράγματα, αυτοί επαυξάνουν την συμφοράν και επιδεινώνουν την ασθένειαν· και διά τούτο πολλοί από τους πλέον ανοήτους και δυστυχισμένους, καταλαμβανόμενοι από κάποιαν καινούργιαν παραφροσύνην, κατηγορούν την πρόνοιαν του Θεού, βλέποντες τον μεν σώφρονα άνθρωπον πολλάκις να τον διασύρουν, να τον προσβάλλουν, να τον καταπιέζουν, τον δε θρασύν και αδιάντροπον και άτιμον και γόνον ατίμων να πλουτίζη και να περιβάλλεται με δύναμιν και να γίνεται επίφοβος εις πολλούς, και να προξενή αναρίθμητα δεινά εις τους δικαίους και αυτά να γίνωνται και εις τας πόλεις και εις τους αγρούς και εις τας ερημίας και εις την ξηράν και εις την θάλασσαν. Κατ’ ανάγκην λοιπόν ο λόγος μου αυτός έρχεται, διά να σταθή αντίθετος προς όσα ελέχθησαν, και επιχειρεί αγώνα καινούργιον, όπως είπα εις την αρχήν της ομιλίας μου, παράδοξον, χρήσιμον όμως και αληθινόν, και εις εκείνους που θέλουν να προσέχουν και να πείθωνται ωφέλιμον· διότι υπόσχεται να δείξη (αλλά μη θορυβήσθε) ότι κανείς από τους αδικουμένους δεν αδικείται από κάποιον άλλον, παρά μόνον από τον ίδιον τον εαυτόν του.
2. Και διά να γίνωνται τα λόγια μου σαφέστερα, εμπρός ας εξετάσωμεν τί είναι αδικία και εκ ποίων πραγμάτων συνίσταται, και τί είναι ανθρωπίνη αρετή, και τί είναι εκείνο που την βλάπτει, και τί είναι εκείνο που φαίνεται ότι την βλάπτει, ενώ δεν την βλάπτει. Παραδείγματος χάριν (διότι με παραδείγματα πρέπει να διασαφηνίσω τον λόγον) κάθε πράγμα έχει κάτι που το βλάπτει· ο σίδηρος την σκωρίαν, το μαλλί τον σκόρον, αι αγέλαι των προβάτων τους λύκους. Και βλάβη του καλού οίνου είναι το να αλλοιωθή και να γίνη όξινος· του μέλιτος δε το να χάση την σύμφυτον γλυκύτητά του και να γίνη πικρός χυμός. Βλάπτουν δε και τα σπαρτά η ερυσίβη [είδος νόσου των φυτών και των καρπών, ιδίως του σίτου και της κριθής, στάχτη, καπνιά, συρίκι, μπάστρα, σιναπίδι] και η ξηρασία, και τον καρπόν των αμπέλων και τα φύλλα και τα κλήματα και άλλα δένδρα, η κάμπη, και τα σώματα των αλόγων αι διάφοροι ασθένειαι· και διά να μη μακρυγορήσωμεν αναφέροντες όλα, αναφέρω ότι και την σάρκα την ιδικήν μας την βλάπτουν πυρετοί και παραλύσεις και πλήθος άλλων νοσημάτων.
Όπως λοιπόν κάθε ένα από αυτά έχει εκείνο το οποίον βλάπτει την αρετήν του, εμπρός ας εξετάσωμεν τί είναι εκείνο το οποίον βλάπτει το γένος των ανθρώπων, και τί είναι εκείνο που βλάπτει την αρετήν του ανθρώπου. Αλλοι μεν νομίζουν κάποια άλλα, πολλά. Διότι πρέπει να αναφέρωμεν και τας πεπλανημένας γνώμας, και αφού τας αναιρέσωμεν κατόπιν να παρουσιάσωμεν εκείνην που πραγματικώς βλάπτει τας αρετάς μας, και να αποδείξωμεν, ότι αυτήν την αδικίαν κανείς δεν ημπορεί να μας την προξενήση ούτε να μας φέρη αυτήν την βλάβην, αν εμείς οι ίδιοι δεν προδώσωμεν τους εαυτούς μας. Οι πολλοί επειδή έχουν πεπλανημένας γνώμας, άλλα νομίζουν ότι είναι αυτά τα οποία βλάπτουν την αρετήν μας, και άλλοι μεν νομίζουν ότι είναι η φτώχεια, άλλοι δε η σωματική ασθένεια, άλλοι η χρηματική ζημία, άλλοι η συκοφαντία, άλλοι ο θάνατος, και δι’ αυτά συνεχώς θρηνούν και οδύρονται· και λυπούνται δι’ όσους υφίστανται αυτά, και δακρύζουν, και έκπληκτοι μεταξύ τους λέγουν· τί έπαθεν ο τάδε; Διά μιας έχασε την περιουσίαν του όλην. Αλλος πάλιν λέγει περί άλλου· ο τάδε περιέπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν και τον έχουν ξεγράψει οι ιατροί που τον επισκέπτονται. Και άλλος μεν θρηνεί και οδύρεται διά τους φυλακισμένους, άλλος δε δι’ εκείνους που εξεδιώχθησαν από την πατρίδα των και εξωρίσθησαν, άλλος δι’ εκείνους που εστερήθησαν την ελευθερίαν των, άλλος δι’ εκείνους που συνελήφθησαν υπό των εχθρών και έγιναν αιχμάλωτοι, άλλος δι’ αυτόν που επνίγη ή που εκάη, άλλος δι’ αυτόν που ετάφη κάτω από την οικίαν του, κανείς όμως δεν θρηνεί δι’ αυτούς που ζουν εις την αμαρτίαν. Αλλά πολλάς φοράς μακαρίζουν αυτούς δι’ εκείνο που είναι πολύ λυπηρόν και αίτιον όλων των κακών.
Εμπρός λοιπόν (αλλ’ όπως σας παρεκάλεσα εξ αρχής μη θορυβήτε) ας αποδείξωμεν ότι τίποτε από όλα αυτά που ελέχθησαν δεν αδικεί τον νηφάλιον άνθρωπον, ούτε ημπορεί να βλάψη την αρετήν του. Διότι, ειπέ μου, αυτόν ο οποίος έχασεν όλα τα υπάρχοντά του, από τον οποίον αφηρέθησαν τα πάντα, ή από τους συκοφάντας, ή από τους ληστάς, ή και υπό υπηρετών κακούργων, τον έβλαψεν αυτή η ζημία ως προς την αρετήν του; Μάλλον δε, αν θέλετε, πρώτον ας περιγράψωμεν τί είναι αρετή του ανθρώπου, αφού ασχοληθώμεν προηγουμένως με άλλα ζητήματα, διά να κάνωμεν τον λόγον μας σαφέστερον και ευκολοκατανόητον εις τους πολλούς.
3. Τί είναι λοιπόν αρετή ίππου; Μήπως το να έχη χρυσούν χαλινόν και χρυσά λουριά, και σέλλα από μεταξωτά υφάσματα και ποικίλα και χρυσοΰφαντα επιστρώματα, και προμετωπίδας στολισμένας με πολυτίμους λίθους, και χαίτην πλεγμένην με χρυσά σχοινιά· ή το να είναι γρήγορος και σταθερός, και να βαδίζη κανονικά, και να έχη όνυχας αρμόζοντας εις γενναίον ίππον, και να έχη δύναμιν που απαιτείται διά μακρυνά ταξίδια, διά πολέμους, και να ημπορή και εις την παράταξιν να δεικνύη επιβλητικόν παράστημα, και κατά την φυγήν να σώζη τον ιππέα; Δεν είναι φανερόν ότι αυτά είναι αρετή του ίππου, και όχι εκείνα; Και ακόμη των όνων και των ημιόνων ποιά θα έλεγες ότι είναι η αρετή των; Δεν είναι το να ημπορούν με ευκολίαν να σηκώνουν βάρη, και με ευκολίαν να διαβαίνουν τους δρόμους και να έχουν πόδια στερεά σαν την πέτραν; Μήπως θα ειπούμεν ότι ο εξωτερικός των στολισμός συμβάλλει κατά τι προς την αρετήν των; Καθόλου. Ποίαν άμπελον θα θαυμάσωμεν; Εκείνην της οποίας κυματίζουν τα φύλλα και τα κλήματα ή εκείνην που είναι κατάφορτος από καρπούς; Και ποία θα ειπώμεν ότι είναι η αρετή της ελαίας; Όταν έχη μεγάλους κλάδους και πυκνόν το φύλλωμα ή όταν παρουσιάζη άφθονον τον καρπόν της και παντού διασκορπισμένον;
Έτσι λοιπόν ας κάνωμεν και επί των ανθρώπων· ας εξετάσωμεν ακριβώς την αρετήν του ανθρώπου, και ας θεωρήσωμεν βλάβην μόνον εκείνην η οποία βλάπτει αυτήν. Ποία λοιπόν είναι η αρετή του ανθρώπου; Όχι τα χρήματα διά να φοβηθής την πτωχείαν· ούτε η υγεία του σώματος διά να φοβηθής την ασθένειαν· ούτε η εκτίμησις των πολλών διά να αποφύγης την κακήν φήμην· ούτε το να ζη κανείς όπως τύχη, διά να σου προξενή φόβον ο θάνατος· ούτε η ελευθερία διά να αποφεύγης την δουλείαν· αλλά η ακριβής εμμονή εις την αληθινήν πίστιν και ο ορθός τρόπος ζωής. Αυτά δε ούτε ο διάβολος θα ημπορέση να τα αφαιρέση, αν αυτός που τα κατέχει τα διαφυλάττη με την πρέπουσαν προσοχήν· και αυτά τα γνωρίζει ο πονηρότατος και άγριος εκείνος δαίμων. Διότι δι’ αυτήν την αιτίαν αφήρει και την περιουσίαν του Ιώβ, όχι διά να τον κάμη πτωχόν, αλλά διά να τον εξαναγκάση να ειπή κάποιαν βλασφημίαν· και κατέκοπτε το σώμα του, όχι διά να το κάνη ασθενές, αλλά διά να καταβάλη την αρετήν της ψυχής. Αφού όμως εχρησιμοποίησεν όλους τους δόλους του και τον έκαμεν από πλούσιον πτωχόν (αυτό δηλαδή που φαίνεται εις όλους μας πιο φρικτόν από όλα), από πολύτεκνον άτεκνον, αφού έσχισεν όλον το σώμα του χειρότερα από όσα κάνουν οι δήμιοι στα δικαστήρια (διότι δεν τρυπούν οι όνυχες εκείνων τας πλευράς αυτών που πίπτουν εις τα χέρια των, όσον κατεξέσχισαν την σάρκα εκείνου τα στόματα των σκωλήκων), και τον περιέβαλε με κακήν φήμην (διότι οι φίλοι του παρουσία του έλεγον εις αυτόν, δεν ετιμωρήθης τόσον όσον άξιζαν τα αμαρτήματά σου, και επέρριπτον εις αυτόν πολλάς κατηγορίας), και τον εξώρισεν όχι απλώς από την πόλιν και από την οικίαν του, διά να τον μεταφέρη εις άλλην πόλιν, αλλά αφού έδωσεν εις αυτόν ωσάν πόλιν και ωσάν οικίαν την κοπριάν, όχι μόνον δεν τον κατέστρεψεν, αλλά και τον παρουσίασε λαμπρότερον εξ αιτίας εκείνων που εσκέφθη εναντίον του. Αυτός όμως όχι μόνον δεν εστερήθη κάτι από την περιουσίαν του, αν και του αφήρεσαν τόσα, αλλά και μεγαλύτερον τον πλούτον της αρετής του έκαμεν εξ αιτίας αυτού. Καθόσον μετά ταύτα απήλαυσε μεγαλυτέραν παρρησίαν, επειδή ηγωνίσθη δυνατώτερον αγώνα. Αν δε αυτός ο οποίος έπαθε τόσα και δεν ηδικήθη καθόλου, αν και έπαθεν αυτά όχι από άνθρωπον, αλλά από δαίμονα που είναι πονηρότερος από όλους τους ανθρώπους, ποιός θα έχη δικαιολογίαν από αυτούς οι οποίοι λέγουν ότι ο τάδε με ηδίκησε και με έβλαψε; Διότι εάν ο διάβολος, ο οποίος είναι γεμάτος από τόσην κακίαν, αφού εχρησιμοποίησεν όλα τα όργανά του, και αφού έρριψε τα βέλη του, και όσα κακά υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων, με μεγάλη υπερβολή τα έφερε και τα άδειασεν εις την οικίαν και εις το σώμα του δικαίου, καθόλου δεν ηδίκησε τον άνθρωπον, αλλά όπως είπα, τον ωφέλησε περισσότερον· πώς θα ημπορέσουν μερικοί να κατηγορήσουν τον τάδε και τον τάδε, ότι ηδικήθησαν από αυτούς και όχι από τον εαυτόν των;
4. Τί λοιπόν, λέγουν μερικοί, τον Αδάμ δεν τον ηδίκησε και τον υπεσκέλισε και τον εξεδίωξεν από τον παράδεισον; Όχι αυτός αλλά η απερισκεψία του αδικηθέντος και το ότι δεν ήτο συνετός και εν εγρηγόρσει. Διότι αυτός που μετεχειρίσθη τόσους και τέτοιου είδους δόλους και δεν ημπόρεσε να κατανικήση τον Ιώβ πώς θα ημπορούσε να κυριεύση τον Αδάμ με ολιγώτερα μέσα, εάν εκείνος εξ αιτίας της απερισκεψίας του δεν επρόδιδε τον εαυτόν του; Τί λοιπόν; Αυτός που έπεσεν εις τους συκοφάντας και έχασε την περιουσίαν του και από τον οποίον αφηρέθησαν όλα όσα είχε και εξεδιώχθη από την πατρικήν γην, και επάλαισε με την μεγαλυτέραν φτώχειαν, δεν ηδικήθη; Όχι μόνον δεν είχε αδικηθή αλλά και εκέρδισεν επειδή ήτο συνετός. Διότι, ειπέ μου, εις τί παρέβλαψε τούτο τους αποστόλους; Δεν επάλαιον συνεχώς με την πείναν, την δίψαν και την γυμνότητα; Αλλά δι’ αυτό ακριβώς ήσαν και τόσον πολύ λαμπροί και ονομαστοί και εδέχθησαν πολλήν βοήθειαν από τον Θεόν. Εις τί εζημίωσε τον Λάζαρον η ασθένεια και αι πληγαί και η φτώχεια και η εγκατάλειψις από τους ιδικούς του; Μήπως εξ αιτίας αυτών δεν επλέχθησαν δι’ αυτόν περισσότεροι στέφανοι; Τί έβλαψε τον Ιωσήφ το ότι απέκτησε κακήν φήμην και εις την χώραν του και εις την ξένην χώραν; Διότι και μοιχός και πόρνος ενομίζετο ότι είναι· εις τί τον έβλαψεν η δουλεία; εις τί δε το ότι εστερήθη την πατρίδα του; Δεν τον θαυμάζομεν και δεν εκπληττόμεθα δι’ αυτά περισσότερον; Και διατί αναφέρω την μετάβασιν εις την ξένην χώραν, την πτωχείαν, την κακήν φήμην και την δουλείαν; Διότι ο ίδιος ο θάνατος τί εζημίωσε τον Αβελ, ο οποίος έγινε και κατά τρόπον βίαιον και πρόωρον και ετολμήθη από χέρια αδελφικά; Δεν εγκωμιάζεται διά τούτο εις όλα τα μέρη της οικουμένης; Βλέπεις λοιπόν ότι ο λόγος απέδειξε περισσότερα από όσα υπέσχετο; Διότι όχι μόνον απέδειξεν ότι κανείς δεν αδικείται από κανένα αλλά και ότι περισσότερον κερδίζουν όσοι προσέχουν τους εαυτούς των.
Τότε διά ποιόν λόγον, λέγει, υπάρχουν τιμωρίαι και κολάσεις; Διατί υπάρχει γέεννα; Διατί υπάρχουν τόσαι απειλαί, εάν κανείς ούτε αδικήται ούτε αδική; Τί λέγεις; Διατί συγχέεις τα πράγματα; Διότι εγώ δεν είπα ότι κανείς δεν αδικεί, αλλ’ ότι κανείς δεν αδικείται. Και πώς είναι δυνατόν, λέγουν, να αδικούν πολλοί και κανείς να μη αδικήται; Έτσι ακριβώς όπως σας το εδίδαξα τώρα. Διότι και τον Ιωσήφ τον ηδίκησαν οι αδελφοί του, αυτός όμως δεν ηδικήθη· και εναντίον του Αβελ εσκέφθη κακόν ο Κάιν, αυτός δε δεν έπαθε κανένα κακόν. Διά τούτο υπάρχουν τιμωρίαι και κολάσεις. Διότι ο Θεός δεν καταργεί τας τιμωρίας εξ αιτίας της αρετής των πασχόντων, αλλά επιβάλλει τας τιμωρίας ένεκα της κακίας των πανούργων ανθρώπων. Διότι αν γίνωνται ενδοξότεροι όσοι υποφέρουν από τους κακοβούλους αυτό δεν οφείλεται εις την πρόθεσιν των κακοβούλων, αλλά εις την καρτερίαν εκείνων που πάσχουν. Διά τούτο δι’ εκείνους μεν τακτοποιούνται και προετοιμάζονται τα βραβεία της αρετής των, δι’ αυτούς δε αι τιμωρίαι της πονηριάς των. Σου αφήρεσαν τα χρήματα; Λέγε, «γυμνός εβγήκα από την κοιλίαν της μητρός μου, γυμνός και θα απέλθω» (Α’ Τιμ. 6, 7). Και πρόσθεσε εκείνο το αποστολικόν· «Δεν εφέραμεν τίποτε εις τον κόσμον και είναι φανερόν ότι δεν ημπορούμεν ούτε να πάρωμεν τίποτε μαζί μας». Σε εκακολόγησαν και σε περιέλουσαν με αναριθμήτους ύβρεις ωρισμένοι; Να ενθυμηθής τον λόγον εκείνον που λέγει· «Αλλοίμονον εις εσάς όταν όλοι οι άνθρωποι λέγουν καλά λόγια δι’ εσάς» (Λουκά 6, 26)· και «Να χαίρετε τότε και να αγαλλιάσθε, όταν λέγουν εναντίον σας λόγια κακά» (Ματθ. 5, 11). Σε εξώρισαν μακρυά; Σκέψου ότι δεν έχεις εδώ πατρίδα, και αν θέλης να σκεφθής βαθύτερα, έχεις εντολήν να θεωρής όλην την γην ως ξένην. Μήπως περιέπεσες εις βαρείαν ασθένειαν; Ειπέ εκείνο το αποστολικόν· «Όσον ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, τόσον ο εσωτερικός ανακαινίζεται ημέρα με την ημέραν» (Β’ Κορ. 4, 16). Μήπως υπέστη κανείς βίαιον θάνατον; Σκέψου τον Ιωάννην και την κεφαλήν του που απεκόπη εις το δεσμωτήριον και μετεφέρθη επί δίσκου και εδόθη ως αμοιβή εις τον χορόν της πόρνης. Σκέψου τας αμοιβάς που σε περιμένουν· διότι όλα αυτά τα παθήματα, όταν άδικα γίνωνται από κάποιον εναντίον άλλου, και τα αμαρτήματα λύνουν και την δικαιοσύνην φέρουν. Τόσον μεγάλο είναι το μέγεθος της ωφελείας εις αυτούς που τα υποφέρουν με γενναιότητα.
5. Όταν λοιπόν ούτε χρηματική ζημία, ούτε αι συκοφαντίαι και κατηγορίαι, ούτε η εξορία, ούτε αι ασθένειαι και αι δοκιμασίαι, ούτε αυτό που φαίνεται ότι είναι φοβερώτερον όλων, δηλαδή ο θάνατος, βλάπτουν τους πάσχοντας, μάλλον δε και τους ωφελούν περισσότερον, από πού ημπορείς να μου δείξης κάποιον αδικούμενον, όταν εξ όλων όσα ανεφέραμεν δεν αδικήται; Διότι εγώ θα προσπαθήσω να αποδείξω το αντίθετον, ότι δηλαδή αυτοί που περισσότερον αδικούνται και προσβάλλονται και πάσχουν τα ανεπανόρθωτα είναι εκείνοι οι οποίοι διαπράττουν αυτά. Διότι ποίος ημπορούσε να γίνη αθλιώτερος από τον Κάιν, ο οποίος έδειξεν αυτήν την συμπεριφοράν προς τον αδελφόν του; Τί δε ελεεινότερον από την γυναίκα του Φιλίππου, η οποία απεκεφάλισε τον Ιωάννην; Τί δε από τους αδελφούς του Ιωσήφ, οι οποίοι τον έδιωξαν και τον επώλησαν εις ξένην γην; Τί δε από τον διάβολον, ο οποίος επροξένησε τόσα κακά εις τον Ιώβ; Διότι όχι μόνον διά τα άλλα, αλλά και δι’ αυτά θα τιμωρηθή όχι με τας συνήθεις τιμωρίας. Είδες λοιπόν πώς και εδώ ο λόγος απέδειξε περισσότερα από όσα υπεσχέθη; Ότι όχι μόνον καμμίαν ζημίαν δεν παθαίνουν οι υβριζόμενοι από τους εχθρούς των, αλλά και το κάθε τι στρέφεται εναντίον της κεφαλής των κακοβούλων; Διότι επειδή ούτε ο πλούτος, ούτε το να είσαι ελεύθερος, ούτε το να κατοικής εις την πατρίδα σου, ούτε τα άλλα όσα ανέφερα, είναι αρεταί του άνθρώπου, αλλά τα κατορθώματα της ψυχής· είναι εύλογον λοιπόν όταν η βλάβη επέρχεται εις αυτά να μη ζημιώνεται καθόλου η αρετή του ανθρώπου. Τί λοιπόν συμβαίνει αν ζημιωθή κανείς εις αυτήν την φιλοσοφίαν της ψυχής; Ούτε και εδώ αν ζημιωθή, ζημιώνεται από κανένα άλλον, αλλά μόνος του και από τον εαυτόν του.
Πώς μόνος του και από τον εαυτόν του, λέγει; Όταν μαστιγωθή από κάποιον, ή του αφαιρεθή η περιουσία του, η υποστή κάποιαν άλλην φοβεράν προσβολήν, και εκφέρη κάποιαν βλασφημίαν, εζημιώθη μεν και μάλιστα πολύ, όχι όμως από εκείνον που τον ηδίκησεν, αλλά εξ αιτίας της ιδικής του μικροψυχίας. Αυτό δηλαδή που είπα προηγουμένως θα ειπώ και τώρα, ότι δηλαδή κανείς άνθρωπος, ακόμη και αν είναι απείρους φοράς πονηρότερος από τον πονηρόν εκείνον δαίμονα που μας εχθρεύεται διαρκώς, δεν θα ημπορούσε να προσβάλη κάποιον κατά χειρότερον και σκληρότερον τρόπον· και όμως ο φοβερός αυτός δαίμων δεν ημπόρεσε να υπερισχύση και να καταβάλη τον προ του νόμου, τον προ της χάριτος (εννοεί εδώ τον Ιώβ), αν και έρριψεν εναντίον του από παντού τόσα και τόσον πικρά βέλη. Είναι τόσον μεγάλη η ανωτερότητα της ψυχής.
Και ο Παύλος; Δεν έπαθε τόσα δεινά, τα οποία δεν είναι εύκολον ούτε να απαριθμήσωμεν; Εφυλακίσθη, εδέθη με αλυσίδας, εσύρετο και περιεφέρετο, εμαστιγώνετο από τους Ιουδαίους, ελιθοβολείτο, ετραυματίζετο το σώμα του όχι μόνον με μάστιγα, αλλά και με ράβδους, εναυάγει, έπιπτε πολλάς φοράς εις τα χέρια ληστών, επολεμείτο από τους ιδικούς του, από τους εχθρούς και από τους γνωρίμους εδέχετο κτυπήματα συνεχώς, υφίστατο αναριθμήτους κατατρεγμούς, επάλαιε με την πείναν και την γυμνότητα, και υπέμενεν άλλας πυκνάς και συνεχείς κακάς περιστάσεις και θλίψεις· και διατί να λέγωμεν πολλά; Καθημερινώς απέθνησκε· και όμως ενώ υφίστατο τόσα πολλά και τοιούτου είδους κακά, όχι μόνον δεν είπε καμμίαν βλασφημίαν, αλλά αντιθέτως εχαίρετο δι’ αυτά και εκαυχάτο· και αλλού μεν λέγει, «Χαίρομαι διά τα παθήματά μου», αλλού δε πάλιν, «Όχι μόνον αυτό, αλλά και καυχώμεθα διά τας θλίψεις». Αν λοιπόν, ενώ έπασχε τόσα πολλά, έχαιρε και εκαυχάτο, ποίαν συγγνώμην θα έχης εσύ και ποίαν απολογίαν, ο οποίος το ελάχιστον αυτών δεν υπομένεις και όμως βλασφημείς;
6. Αλλά αδικούμαι, λέγει, κατ’ άλλον τρόπον, και αν ακόμη δεν βλασφημήσω, διότι όταν μου αφαιρεθούν τα χρήματα, λέγει, γίνομαι άχρηστος διά την ελεημοσύνην. Αυτά είναι δικαιολογία και πρόφασις. Διότι αν διά τούτο λυπήσαι, γνώριζε καλά ότι η πενία δεν γίνεται εμπόδιον διά την ελεημοσύνην. Διότι και αν ακόμη είσαι απείρους φοράς πτωχός, δεν είσαι πτωχότερος από εκείνην που είχε μίαν φούχταν αλεύρου μόνον, και από την άλλην που είχε μόνον δύο οβολούς, και αι οποίαι προσέφεραν ολόκληρον την περιουσίαν των εις αυτούς που είχον ανάγκην και εθαυμάσθησαν πάρα πολύ· και η τόση πενία των δεν έγινεν εμπόδιον εις τόσον μεγάλην φιλανθρωπίαν, αλλά η ελεημοσύνη των δύο λεπτών έγινε τόσον πλούσια και αξιόλογος ώστε επεσκίασεν όλους τους πλουσίους, και υπερέβαλεν εκείνους οι οποίοι προσέφεραν πολλούς στατήρας, με τον πλούτον της προθέσεως και με την μεγάλην αξίαν της προθυμίας. Ώστε λοιπόν ούτε εδώ αδικήσαι, αλλά και περισσότερον κερδίζεις, καθόσον με ολίγην εισφοράν λαμβάνεις λαμπροτέρους στεφάνους από εκείνους οι οποίοι καταθέτουν πολλά.
Αλλ’ επειδή, αν και αυτά τα έχομεν ειπεί αναριθμήτους φοράς, αι φιλοσώματοι ψυχαί, αι οποίαι ευχαρίστως κυλίονται εις τα βιοτικά, και ηδυπαθώς απολαμβάνουν τα πράγματα της παρούσης ζωής, δεν θα απεφάσιζον εύκολα να απομακρυνθούν από τα άνθη που σαπίζουν (διότι τέτοια είναι τα ευχάριστα της ζωής αυτής) ούτε δέχονται να αφήσουν τας σκιάς· αλλ’ οι μεν λογικοί προσηλώνονται και εις εκείνα και εις αυτά, οι δε ελεεινότεροι και αθλιώτεροι περισσότερον μεν εις εκείνα, ελάχιστα δε εις αυτά, εμπρός, ας αφαιρέσωμεν τα φαιδρά και επιφανή προσωπεία της αισχράς και ασχήμου μορφής των πραγμάτων αυτών, και ας δείξωμεν την αηδίαν της γυναίκας, η οποία ζη σαν εταίρα. Διότι κάτι τέτοιο είναι η τοιούτου είδους ζωή, η οποία δίδει την προσοχήν της εις την απόλαυσιν, τον πλούτον και την δύναμιν· γεμάτη αισχρότητα, ασχημίαν και πολλήν εντροπήν, πλημμυρισμένη από αηδίαν, βάρος και πικρίαν. Αλλωστε αυτό είναι κυρίως που στερεί τους κυριευμένους απ’ αυτήν την ζωήν από κάθε συγγνώμην, ότι ενώ η ζωή αυτή είναι πλημμυρισμένη από αηδίαν και πολλήν πικρίαν, είναι εις αυτούς επιθυμητή και περιζήτητος, αν και είναι γεμάτη από αναρίθμητα κακά, κινδύνους, αίματα, κρημνούς, σκοπέλους, και φόνους, και φόβους, και τρόμους, και φθόνον, και βασκανίαν, και επιβουλήν, και φροντίδα διαρκή και μέριμναν και δεν έχει κανένα κέρδος, ούτε αποφέρει κανένα όφελος εκ των τόσων κακών, παρά κόλασιν και τιμωρίαν και διαρκείς βασάνους. Και ενώ είναι τέτοια η ζωή, φαίνεται εις τους πολλούς, αξιοζήλευτος και περιζήτητος, πράγμα το οποίον προέρχεται εκ της μωρίας των κυριευθέντων από αυτήν, και όχι από την αξίαν του πράγματος. Επειδή και τα μικρά παιδιά θαυμάζουν και σαστίζουν με τα παιχνιδάκια, όσα πράγματα όμως ταιριάζουν εις τους μεγάλους δεν ημπορούν να τα νοιώσουν καθόλου. Αλλ’ εκείνα μεν συγχωρούνται διά το μικρόν της ηλικίας των· αυτοί όμως δεν ημπορούν να απολογηθούν, διότι ενώ ευρίσκονται εις ώριμον ηλικίαν, έχουν γνώμην παιδικήν και συμπεριφέρονται περισσότερον ανόητα και από εκείνα.
Ειπέ μου, διατί είναι αξιοζήλευτος ο πλούτος; Είναι ανάγκη να αρχίσωμεν από εδώ σαν προοίμιον, διότι φαίνεται εις τους πολλούς που είναι άρρωστοι από την βαρείαν αυτήν ασθένειαν ότι είναι πολυτιμότερος από την υγείαν και την ζωήν, και από τον έπαινον των πολλών, και από την καλήν υπόληψιν, και από την πατρίδα, και από τους γνωστούς, και από τους φίλους, και από τους συγγενείς, και από όλα τα άλλα. Και υψώθη λοιπόν η φωτιά αυτή μέχρι τα σύννεφα, και εκυρίευσε γην και θάλασσαν η κάμινος αυτή. Και δεν υπάρχει κανείς που να σβήση την φλόγα αυτήν· αυτοί δε που την συνδαυλίζουν είναι όλοι αυτοί που εκυριεύθησαν από το πάθος, και αυτοί που δεν εκυριεύθησαν ακόμη, διά να κυριευθούν. Και ημπορεί να ιδή κανείς και άνδρα και γυναίκα και δούλον και ελεύθερον και πλούσιον και πτωχόν να μεταφέρη κατά την δύναμίν του δεμάτια και να προσφέρη πολλήν τροφήν εις την φλόγα αυτήν ημέρα και νύκτα· τα δε φορτία δεν είναι από ξύλα, ούτε από φρύγανα (διότι δεν είναι τέτοιου είδους η φλόγα), αλλά από ψυχάς και σώματα, αδικίας και παρανομίας. Διότι από αυτά ανάβει το είδος της φλόγας αυτής. Διότι και οι πλούσιοι πουθενά δεν σταματούν την ανόητον αυτήν επιθυμίαν, και αν ακόμη αποκτήσουν ολόκληρον την οικουμένην και οι πτωχοί βιάζονται να φθάσουν εκείνους, και κάποια λύσσα αθεράπευτος και μανία ακατάσχετος και ασθένεια αδιόρθωτος κυριεύει τας ψυχάς όλων. Και αυτός ο έρωτας νικά κάθε άλλον έρωτα και τον ωθεί και τον εκβάλλει από την ψυχήν. Και ούτε λόγος φιλίας υπάρχει, ούτε συγγενείας· και διατί λέγω φιλίας και συγγενείας; ούτε γυναικός ούτε παιδιών, από τα οποία τί αγαπητότερον ημπορεί να γίνη εις τους άνδρας; Αλλά όλα ρίπτονται κάτω και καταπατούνται, όταν η ωμή και απάνθρωπος αυτή κυρία κυριεύση τας ψυχάς όλων όσων κυριευθούν. Διότι ωσάν κυρία των απάνθρωπος, και ωσάν σκληρός τύραννος, και ωσάν βάναυσος βάρβαρος και ωσάν πόρνη κοινή και πολυδάπανος, καταντροπιάζει και κατατυραννεί, και καταδικάζει με αναρίθμητους κινδύνους και τιμωρίας όσους επροτίμησαν να την υπηρετήσουν και ενώ είναι φοβερά και αμείλικτος, άγρια και σκληρή, και έχει πρόσωπον βαρβάρου, μάλλον δε θηριώδες, και από λύκον και λέοντα αγριώτερον, φαίνεται ότι είναι ευγενική και ποθητή και γλυκυτέρα από το μέλι εις όσους αιχμαλωτισθούν από αυτήν. Και χαλκεύει εναντίον των κάθε ημέραν ξίφη και όπλα και ανασκάπτει βάραθρα, και τους οδηγεί εις κρημνούς και εις σκοπέλους και πλέκει άπειρα δίκτυα τιμωρίας εναντίον των και φαίνεται ωσάν να κάμη αυτούς αξιοζηλεύτους, τόσον εις αυτούς τους ίδιους που έχουν κυριευθή, όσον και εις εκείνους που επιθυμούν να κυριευθούν. Και όπως ο χοίρος που κυλίεται εις τον αύλακα και εις τον βόρβορον ευχαριστείται και απολαμβάνει, και όπως οι κάνθαροι που ανακατεύουν συνεχώς την κοπριάν, έτσι λοιπόν και όσοι εκυριεύθησαν από την φιλαργυρίαν είναι περισσότερον δυστυχισμένοι και από αυτά τα ζώα. Διότι αυτή η αηδία είναι μεγαλυτέρα και βρωμερώτερος ο βούρκος· διότι ενώ διέρχωνται την ζωήν των μέσα εις το πάθος αυτό, νομίζουν ότι αποκομίζουν από αυτό πολλήν ηδονήν· αυτό δε οφείλεται όχι εις την φύσιν του πράγματος, αλλά εις την μεγάλην μωρίαν της αρρώστου ψυχής. Αυτό δε είναι χειρότερον από την αλογίαν των ζώων εκείνων. Όπως λοιπόν εις τον βούρκον και την κοπριάν, αιτία δεν είναι η κοπριά και ο βούρκος, αλλά η αλογία των ζώων που έχουν πέσει μέσα, έτσι να σκεφθής σχετικά και με τους ανθρώπους.
7. Και πώς ημπορούμεν να θεραπεύσωμεν αυτούς που ευρίσκονται εις αυτήν την κατάστασιν; Αν ήθελαν να ανοίξουν τα αυτιά τους, να καθαρίσουν τον νουν τους και να δεχθούν τα λεγόμενα. Διότι τα μεν άλογα ζώα να τα μετατωπίση κανείς και να τα απομακρύνη από την ακάθαρτον διαμονήν των δεν είναι δυνατόν· διότι στερούνται λογισμού· το δε ημερώτερον τούτο γένος, το οποίον έχει προικισθή με σκέψιν και λόγον, εννοώ τον άνθρωπον, αν θέλη, είναι εύκολον και μάλιστα πολύ εύκολον να τον απαλλάξης από τον βόρβορον εκείνον και την δυσωδίαν και από την κοπριάν και από την αηδίαν. Διά ποιόν λόγον, άνθρωπε, σου φαίνεται ότι ο πλούτος είναι πολυπόθητος; Διά την απόλαυσιν που απορρέει από τα τραπέζια; Διά την τιμήν και την περιποίησιν που παρέχει με τους υπηρέτας; Διά το ότι ημπορεί και τους αδικούντας να αντιμετωπίζη και να είναι εις όλους φοβερός; Διότι δεν θα ημπορούσες να αναφέρης άλλας αιτίας, παρά την ηδονήν, και την κολακείαν, τον φόβον και την τιμωρίαν· διότι ο πλούτος ούτε σοφώτερον, ούτε φρονιμώτερον, ούτε καλύτερον, ούτε συνετώτερον συνηθίζει να κάνη τον άνθρωπον, ούτε χρηστόν, ούτε φιλάνθρωπον, ούτε δυνατώτερον από την οργήν, ούτε καλύτερον από την κοιλίαν, ούτε ανώτερον από τας ηδονάς· δεν μαθαίνει τον άνθρωπον να είναι μετριοπαθής, ούτε τον διδάσκει να είναι συνεσταλμένος, ούτε κάποιο άλλο μέρος της αρετής εισάγει και φυτεύει εις την ψυχήν. Ούτε ημπορείς να ειπής διατί είναι εις εσένα αυτός περισσότερον περιζήτητος και περισσότερον ποθητός από τους άλλους. Διότι όχι μόνον δεν γνωρίζει να φυτεύη ή να καλλιεργήση κανένα από τα αγαθά, αλλά και αν ακόμη τα εύρη συγκεντρωμένα, τα βλάπτει, τα εμποδίζει, τα καταξηραίνει· μερικά δε και τα ξεριζώνει και φυτεύει τα αντίθετα αυτών, ακολασίαν άμετρον, θυμόν άκαιρον, οργήν άδικον, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν, μωρίαν. Αλλ’ ας μη ομιλήσω περί αυτών· διότι αυτοί που έχουν κυριευθή από την ασθένειαν αυτήν δεν ανέχονται να ακούσουν περί αρετής και κακίας, επειδή είναι όλοι παραδεδομένοι εις την ηδονήν και δουλεύουν εις αυτήν, δεν ανέχονται να βλέπουν ότι κατηγορούνται και συγχρόνως ελέγχονται.
Εμπρός λοιπόν ας αφήσωμεν ως εδώ τον λόγον διά το θέμα αυτό, και ας φέρωμεν τα υπόλοιπα εις το μέσον, και ας ίδωμεν αν έχη κάποιαν ηδονήν ο πλούτος, κάποιαν τιμήν· διότι εγώ βλέπω τελείως το αντίθετον. Και αν θέλετε ας εξετάσωμεν πρώτον τας τραπέζας των πλουσίων και των πτωχών, και ας ερωτήσωμεν αυτούς που γευματίζουν, ποιοί είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την καθαράν και γνησίαν ηδονήν; Αυτοί οι οποίοι περνούν την ημέραν των εξαπλωμένοι επάνω εις κλίνην και συνδέουν τα βραδυνά δείπνα με τα μεσημβρινά, και τρώγουν μέχρι σκασμού, και ανάβουν τας αισθήσεις, και με το υπέρογκον φορτίον των τροφών κάνουν το πλοίον να βυθίζεται και να πλημμυρίζη, και καταπνίγουν την ψυχήν εις το ναυάγιον του σώματος και επινοούν δεσμά διά τα πόδια, τα χέρια και την γλώσσαν, και περισφίγγουν όλον το σώμα των με τα δεσμά της μέθης και της ακολασίας τα οποία είναι χειρότερα από τα δεσμά σιδηράς αλυσίδας, και δεν έχουν ύπνον ήσυχον και καθαρόν, και ούτε είναι απαλλαγμένοι από όνειρα φοβερά και είναι πιο δυστυχισμένοι από τους τρελλούς, και εισάγουν μέσα εις την ψυχήν των δαίμονα αδιάντροπον, και γίνονται περίγελως εις τους υπηρέτας των, μάλλον δε και τραγωδία και δακρύων αφορμή εις τους καλυτέρους εξ αυτών, και δεν γνωρίζουν κανένα από τους παρόντας, ούτε ημπορούν να ακούσουν και να είπουν κάτι, αλλά ορμητικά οδηγούνται από τα ανάκλιντρα εις την κλίνην; ή εκείνοι που προσέχουν και επαγρυπνούν και αναλόγως της ανάγκης κανονίζουν το μέτρον και πλέουν γαλήνια εις την ζωήν των και ωσάν το καλύτερον καρύκευμα εις τας τροφάς και εις τα ποτά έχουν την πείναν και την δίψαν; Διότι τίποτε δεν φέρει τόσην ηδονήν και υγείαν, όσην το να εγγίζη κανείς την τράπεζαν όταν πεινά και διψά και να γνωρίζη ωσάν χόρτασμα μόνον την ανάγκην και να μη υπερβαίνη τα όριά της, ούτε να εισάγη εις το σώμα του βάρος μεγαλύτερον από ό,τι ημπορεί να σηκώση.
8. Και αν απιστής εις τον λόγον μου παρατήρησε καλά τα σώματα και των δύο, και την ψυχήν εκάστου. Δεν είναι τα σώματα εκείνων που διαιτώνται με εγκράτειαν (διότι μη μου αναφέρης αυτό που σπανίως συμβαίνει, και αν υπάρχουν ασθενείς από κάποιαν άλλην περίστασιν, αλλά συμπέρανε από όσα πάντοτε και συνεχώς συμβαίνουν), δεν είναι τα σώματα των διαιτωμένων με εγκράτειαν εύρωστα και αι αισθήσεις των δυναμωμέναι, επιτελούσαι το έργον των με πολλήν ευκολίαν; των δε άλλων πλαδαρά και περισσότερον μαλακά από τον κηρόν και πολιορκούμενα από πλήθος νοσημάτων; Διότι και ποδάγραι τους καταλαμβάνουν, και τρέμουλα αδικαιολόγητος, και γήρας πρόωρον, και πονοκέφαλοι, και πρηξίματα, και στομαχικοί διαταραχαί, και έλλειψις ορέξεως, και διαρκώς έχουν ανάγκην ιατρών και συνεχών φαρμάκων και καθημερινής θεραπείας. Λοιπόν ειπέ μου, είναι αυτά ίδιον της ηδονής; Και ποιός από τους γνωρίζοντας τα πράγματα θα ειπή τί είναι ηδονή; Διότι η ηδονή γίνεται τότε όταν προηγηθή η επιθυμία και μετά ακολουθήση η απόλαυσις· αν όμως υπάρχη απόλαυσις, επιθυμία δε πουθενά δεν φαίνεται, η ηδονή φεύγει και εξαφανίζεται. Διά τούτο ακριβώς και οι ασθενείς, αν και έχουν ενώπιόν των εξαίρετα φαγητά, αισθάνονται ναυτίαν, και φαίνονται να ενοχλούνται καθώς τα τρώγουν επειδή λείπει απ’ αυτούς η όρεξις η οποία κάνει την απόλαυσιν γλυκυτάτην. Διότι ούτε τα τρόφιμα αυτά καθ’ εαυτά, ούτε τα ποτά, αλλά η όρεξις των εσθιόντων έχει την δύναμιν και γεννά την επιθυμίαν, και προξενεί την ευχαρίστησιν.
Διά τούτο και κάποιος σοφός άνδρας, ο οποίος εγνώριζε τα περί της ηδονής ακριβώς και ήξευρε να φιλοσοφή περί τούτων, έλεγεν· «ο υπερχορτασμένος με τροφήν απαξιοί την κηρήθραν», δεικνύων ότι η ηδονή έγκειται όχι εις την φύσιν της τραπέζης, αλλά εις την διάθεσιν των ανθρώπων που τρώγουν. Διά τούτο και ο προφήτης απαριθμών τα θαύματα που έγιναν εις την έρημον και εις την Αίγυπτον μεταξύ των άλλων είπε και τούτο ότι «εχόρτασεν αυτούς με μέλι εκ πέτρας». Αν και πουθενά δεν φαίνεται ότι η πέτρα ανέβλυσε μέλι δι’ αυτούς· τί λοιπόν σημαίνει το λεχθέν; Επειδή ήσαν κουρασμένοι από τον πολύν κόπον και την οδοιπορίαν και ήσαν κυριευμένοι από μεγάλην δίψαν, έπιπτον εις τα ψυχρά ύδατα, έχοντες αντί μεγάλου ορεκτικού την δίψαν, διά να παραστήση την ηδονήν εκείνων των πηγών είπε το νερό μέλι, όχι επειδή πράγματι έγινε μέλι, αλλά επειδή η ηδονή του νερού συνηγωνίζετο την γλυκύτητα του μέλιτος, επειδή προσέπεσαν εις αυτό διψώντες αυτοί οι οποίοι απήλαυσαν αυτό. Αφού λοιπόν αυτά έτσι έχουν, και κανείς δεν δύναται να αντιλέγη ακόμη καί αν είναι υπερβολικά αναίσθητος, δεν είναι ολοφάνερον ότι και ότι εις τα τραπέζια των πλουσίων η αηδία, η βδελυγμία και ο μολυσμός; Καθώς είπεν ο σοφός εκείνος άνδρας «και αυτά που έχουν γλυκύτητα φαίνεται ότι παρενοχλούν».
9. Αλλά θα ειπή κάποιος ότι ο πλούτος παρέχει τιμήν εις όσους τον έχουν, και τους κάνει ικανούς να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς με ευκολίαν. Διά τούτο λοιπόν, ειπέ μου, σας φαίνεται ποθητός και περιζήτητος, διά το ότι τρέφει εντός μας τα χειρότερα πάθη, οδηγεί εις έξαψιν την οργήν και μεγαλοποιεί τας πομφόλυγας της δοξομανίας, και προτρέπει και παρακινεί προς την υπερηφάνειαν; Όμως δι’ αυτό κυρίως πρέπει να τον αποφεύγωμεν υποχρεωτικώς, διότι εισάγει εντός μας μερικά θηρία άγρια και φοβερά, και μας στερεί της πραγματικά μεγαλυτέρας από όλας τιμής, και μας χαρίζει την αντίθετον φήμην, δίδων εις αυτήν χρώμα εκείνης και έτσι την παρουσιάζει εις τους απατημένους, και τους πείθει να νομίζουν ότι αυτή είναι εκείνη, ενώ εις την πραγματικότητα δεν είναι, αλλά μόνον κατά την όψιν φαίνεται ότι είναι. Όπως δηλαδή τα κάλλη των πορνών γυναικών, τα οποία γίνονται με φκιασίδια και με βαφάς και στερούνται της ωραιότητος, την δε αισχράν και άσχημον όψιν κάμνουν να φαίνεται καλή και ωραία εις αυτούς που απατούν, ενώ δεν είναι έτσι ακριβώς και ο πλούτος διά της βίας παρουσιάζει την κολακείαν ως τιμήν.
Μη βλέπης όσους επαίνους γίνονται φανερά διά φόβον και καλόπιασμα, διότι αυτά είναι τα χρώματα και αι σκιαί· αλλά εξέτασε την συνείδησιν του καθενός από αυτού του είδους τους κόλακας, και θα ιδής μέσα να σε καταδικάζουν αναρίθμητοι κατήγοροι, να σε αποστρέφωνται και να σε μισούν χειρότερα και από τους μεγαλυτέρους εχθρούς και αντιπάλους σου. Και αν κάποτε το προσωπείον που εδημιούργησεν αυτός ο φόβος ημπορούσε να το αφανίση και να το φανερώση κάποια μεταβολή των πραγμάτων, τότε θα ιδής καλά, όπως ακριβώς εάν άφηνεν ο ήλιος εις τα πρόσωπα εκείνα θερμοτέραν ακτίνα, ότι καθ’ όλον τον προηγούμενον καιρόν ευρίσκεσο εις την μεγαλυτέραν περιφρόνησιν εκείνων οι οποίοι σε επεριποιούντο, και ενόμιζες ότι σε εξετίμων εκείνοι οι οποίοι τόσον πολύ σε εμίσουν και σε περιέλουον κατά διάνοιαν με αναριθμήτους ύβρεις και επεθύμουν να σε ίδουν εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς. Διότι τίποτε άλλο δεν ημπορεί τόσον να γεννήση την εκτίμησιν, όσον η αρετή, εκτίμησιν όμως όχι καταναγκασμένην, όχι πλαστήν, ούτε κρυμμένην με προσωπείον απάτης, αλλά αληθινήν και γνησίαν που από καμμίαν δύσκολον περίστασιν δεν ανατρέπεται.
10. Αλλά θέλεις να εκδικηθής αυτούς που σε αδικούν; Και δι’ αυτόν λοιπόν κυρίως τον λόγον, όπως προ ολίγου ανέφερα, πρέπει να αποφεύγεται ο πλούτος. Διότι σε ωθεί να βυθίζης το ξίφος εις τον εαυτόν σου και καθιστά βαρυτάτας τας ευθύνας σου εις την άλλην ζωήν και τας τιμωρίας ανυποφόρους. Διότι τόσον μεγάλο κακόν είναι το να ανταποδίδης το κακόν, ώστε και την φιλανθρωπίαν του Θεού διώχνει, και την συγχώρησιν που έχει δοθή διά τα αμέτρητα αμαρτήματα την καθιστά άκυρον. Διότι αυτός που έλαβε την άφεσιν διά το χρέος των μυρίων ταλάντων, και που εδέχθη τόσην δωρεάν μόνον με την παράκλησίν του, επειδή εζήτει εκατόν δηνάρια οφειλόμενα εις αυτόν από τον σύνδουλόν του, ήτοι, επειδή εζητούσε να τιμωρηθή αυτός που τον ηδίκησε, προεκάλεσε την καταδίκην εναντίον του εαυτού του εξ αιτίας του πάθους που επέδειξεν εις τον συνάνθρωπόν του· και διά τίποτε άλλο, παρά μόνο δι’ αυτό παρεδόθη εις τους βασανιστάς και εκακοποιήθη και διετάσσετο να επιστρέψη τα μύρια τάλαντα. Δεν έτυχε καμίας συγγνώμης, ούτε απολογίας, αλλά υπέφερε φοβερά και διετάχθη να επιστρέψη ολόκληρον το χρέος, το οποίον προηγουμένως η φιλανθρωπία του Θεού του είχε χαρίσει. Διά τούτο λοιπόν, ειπέ μου, είναι περιζήτητος ο πλούτος εις σε, επειδή σε οδηγεί εύκολα εις τοιαύτην αμαρτίαν; Ακριβώς λοιπόν δι’ αυτόν τον λόγον πρέπει να τον αποστρέφεσαι ως εχθρόν και αντίπαλον και γεμάτον από πολλούς φόνους.
Αλλά η πτωχεία, λέγει, κάποιος, μας κάνει να δυσφορούμεν, και πολλάς φοράς να εκστομίζωμεν βλασφημίας και να υποφέρωμεν πράγματα δουλοπρεπή. Όχι η πτωχεία, αλλ’ η μικροψυχία· καθόσον και ο Λάζαρος ήτο πτωχός, και μάλιστα πολύ πτωχός· και μαζί με την πτωχείαν είχε και ασθένειαν πικροτέραν από κάθε πτωχείαν, η οποία έκανε και αυτήν την πτωχείαν βαρυτέραν και μαζί με την ασθένειαν ήτο έρημος προστασίας και εστερείτο θεραπείας και περιποιήσεως πράγματα που έκαναν την πτωχείαν και την ασθένειαν πικροτέραν. Διότι το κάθε ένα απ’ αυτά και μόνον του είναι οδυνηρόν, όταν δε δεν υπάρχουν και αυτοί που θα τον περιποιηθούν, το κακόν γίνεται μεγαλύτερον, η φλόγα φοβερωτέρα, η οδύνη πικροτέρα, ο χειμών αγριώτερος, η τρικυμία σφοδροτέρα, η κάμινος φλογωδεστέρα. Και αν ήθελε κάποιος να εξετάση με προσοχήν, μαζί με αυτά υπήρχε και ένα άλλο τέταρτον κακόν, η αφθονία και η καλοζωία του πλουσίου γείτονός του. Και αν θέλης να εύρωμεν και κάποιο άλλο πέμπτον κακόν, το οποίον του υπέκαιε την φλόγα, και τούτο θα το ιδής καλώς εις αυτόν. Διότι όχι μόνον έζη τρυφηλώς ο πλούσιος εκείνος, αλλά και διά δευτέραν και τρίτην φοράν και ακόμη πολλάς φοράς την ημέραν τον έβλεπε να ζη με πολυτέλειαν διότι εκείτο εις την είσοδόν του, φοβερόν θέαμα ελεεινής τραγωδίας, που ημπορούσε να κατασυγκινήση και πέτρινον ψυχήν μόνον που θα τον έβλεπε· και όμως ούτε αυτό έκαμε τον απάνθρωπον εκείνον εις το να βοηθήση την πτωχείαν εκείνην· αλλά εκείνος μεν παρέθετε συβαριτικήν τράπεζαν, και είχε πλήρη τα ποτήρια, και οίνον που εχύνετο άφθονος, και λαμπρά στρατόπεδα μαγείρων και συντρόφους και κόλακας το πρωί, και παρέας από τραγουδιστάς, κεραστάς, γελωτοποιούς· και επερνούσε την ζωήν του αναζητών κάθε είδος ασωτίας, και εις την μέθην και την κραιπάλην, και εις την ενδυμασίαν και εις τα φαγοπότια και εις άλλας πολλάς απολαύσεις. Αυτόν δε, ενώ τον έβλεπε καθημερινώς να υποφέρη από άγριαν πείναν και ασθένειαν πικροτάτην, να βασανίζεται από τόσας πληγάς, να είναι εντελώς απομονωμένος και να έχη όλα τα βάσανα τα οποία φέρνουν αυτά που ανέφερα, ουδέποτε τον εσκέπτετο· και ενώ οι περί αυτόν παράσιτοι και οι κόλακες έτρωγαν πέραν του δέοντος, ο πτωχός, ο τόσον πτωχός, και ο ευρισκόμενος εις τόσα κακά, ούτε ψίχουλα απελάμβανεν από το τραπέζι εκείνο, αν και τα επιθυμούσε τόσον πολύ. Και όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν τον έβλαψε, δεν είπε λέξιν πικράν, δεν εξεστόμισε λόγον βλάσφημον· αλλ’ όπως ο χρυσός εις την πλέον δυνατήν φωτιάν καθαρίζεται και γίνεται περισσότερον λαμπρός, έτσι ακριβώς και εκείνος ενοχλούμενος υπό των παθημάτων εκείνων που ήτο ανώτερος από όλα, ακόμα και από την ταραχήν που προξενείται εις τους πολλούς εξ αιτίας αυτής της καταστάσεώς του. Διότι αν απλώς οι πτωχοί όταν βλέπουν τους πλουσίους, λυώνουν από τον φθόνον και βασανίζωνται από την ζήλειαν και θεωρούν τον βίον των αβίωτον, και τούτο ενώ διαθέτουν επαρκή τα αναγκαία τρόφιμα και έχουν θεράποντας, ο πτωχός αυτός, που ήτο πτωχότερος όλων, και όχι μόνον πτωχός αλλά και ασθενής, και δεν είχε κανένα προστάτην και παρήγορον, αλλ’ έκειτο εις το μέσον της πόλεως ως εις εσχάτην ερημίαν και έλυωνεν από άγρια πείνα, και έβλεπεν ότι όλα τα αγαθά έτρεχαν εις εκείνον αφθονώτατα σαν από πηγάς, και δεν απελάμβανε καμμίαν ανθρωπίνην παρηγορίαν, εις δε τας γλώσσας των σκύλων ήτο αφημένος ωσάν καθημερινή τράπεζα (διότι τόσον αδύνατον και παραλυμένον ήτο το σώμα του, ώστε να μη ημπορή να διώξη ούτε εκείνους), τί δεν θα έπασχεν αν δεν ήτο τόσον γενναίος και πιστός; Βλέπεις λοιπόν ότι όποιος δεν αδικεί τον εαυτόν του, και αν ακόμη αδικήται από όλους, δεν πάσχει κανένα κακόν; διότι θα επαναλάβω πάλιν τον ίδιον λόγον.
11. Διότι τί επροξένησε η ασθένεια εις τον πτωχόν Λάζαρον; Τί η έλλειψις των προστατών; Τί η έφοδος των σκύλων; Τί η γειτονεία του προς τον κακόν πλούσιον; Και εις τί εζημίωσε τον αθλητήν τούτον η μεγάλη πολυτέλεια και υπερηφάνεια και η ηθική φαυλότης εκείνου; Μήπως τον κατέστησεν ασθενέστερον διά τους υπέρ της αρετής αγώνας; Και τί έβλαψε την ψυχικήν του δύναμιν; Πουθενά τίποτε· μάλιστα δε τα τόσα πολλά δεινά και η σκληρότης του πλουσίου εκείνου τον εδυνάμωσαν περισσότερον και έγιναν αφορμή εις αυτόν δι’ αναριθμήτους στεφάνους, και προσέθεσαν εις αυτόν βραβεία και αύξησιν μισθού και αιτίαν διά μεγαλυτέρας αμοιβάς. Διότι δεν εστεφανώνετο μόνον διά την πτωχείαν του, ούτε διά την πείναν, ούτε διά τας πληγάς, ούτε διά τας γλώσσας των σκύλων· αλλά διά το ότι ενώ είχε τοιούτον γείτονα, και ενώ κάθε ημέραν εβλέπετο από αυτόν, και περιεφρονείτο διαρκώς, με γενναιότητα και με πολλήν καρτερίαν υπέμεινε τον πειρασμόν τούτον, ο οποίος όχι ολίγον, αλλά πάρα πολύ έκαιε την πενίαν του και την ασθένειάν του και την εγκατάλειψίν του.
Και τί έπαθεν ο μακάριος Παύλος, ειπέ μου; Τίποτε δεν με εμποδίζει να ξανααναφέρω τον άνδρα. Μήπως δεν εδέχθη αδιάκοπον βροχήν από δοκιμασίας; Εις τί λοιπόν εβλάβη εκ τούτου; Μήπως δεν εστεφανώνετο πολύ περισσότερον εκ τούτων, εκ του ότι ελιμοκτόνει, εκ του ότι υπέφερεν από το κρύο και την γυμνότητα, εκ του ότι πολλάς φοράς επληγώνετο με μαστίγια, εκ του ότι ελιθοβολείτο, εκ του ότι εναυάγει; Αλλ’ εκείνος ήτο Παύλος, λέγει κάποιος, και εκλεκτός του Χριστού. Και όμως και ο Ιούδας ήτο εις των δώδεκα, και εκλεκτός και αυτός του Χριστού· αλλ’ ούτε το ότι ήτο εις των δώδεκα, ούτε η κλήσις τον ωφέλησεν, επειδή δεν είχε διάθεσιν ρέπουσαν προς την αρετήν. Αλλ’ ο μεν Παύλος, αν και επάλαιε προς την πείναν, αν και εστερείτο της αναγκαίας τροφής, αν και έπασχε τόσα κάθε ημέραν, με πολλήν προθυμίαν έτρεχε την οδόν η οποία ωδήγει εις τον ουρανόν. Εκείνος δε, αν και προ αυτού εκλήθη, αν και απήλαυσε τα αυτά με εκείνον, αν και εμυήθη εις την ανωτάτην φιλοσοφίαν, αν και μετέσχεν εις τράπεζαν ιεράν και εις τα φοβερώτατα εκείνα δείπνα και έλαβε τόσην χάριν, ώστε και νεκρούς να εγείρη και λεπρούς να καθαρίζη και δαίμονας να εκδιώκη και ήκουσε πολλάς φοράς τους περί ακτημοσύνης λόγους, και επί τόσον χρόνον συνανεστράφη με τον ίδιον τον Χριστόν, και έγινε ταμίας των χρημάτων των πτωχών, διά να έχη με αυτό παρηγορίαν εις το πάθος του (διότι ήτο κλέπτης), ούτε ύστερα από όλα αυτά εβελτιώθη, αν και απήλαυσε τόσην επιείκειαν από τον Σωτήρα. Επειδή δηλαδή εγνώριζεν ο Χριστός ότι ήταν φιλάργυρος και θα κατεστρέφετο εξ αιτίας της υπερβολικής του αγάπης προς τα χρήματα, όχι μόνον δεν τον ετιμώρησε τότε διά τούτο, αλλά διά να καταπραΰνη το πάθος του, ενεπιστεύθη εις αυτόν και τα χρήματα των πτωχών διά να ημπορέση να χορτάση την φιλοχρηματίαν του και να μη καταπέση εις το φρικτόν εκείνο βάραθρον, προλαμβάνων έτσι διά του μικροτέρου κακού το μεγαλύτερον.
12. Έτσι λοιπόν εις όλας τας περιπτώσεις εκείνον ο οποίος δεν θέλει να αδική τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα ημπορέση να τον αδικήση· εκείνον δε ο οποίος δεν θέλει να προσέχη και να προσφέρη μόνος του ό,τι ημπορεί, κανείς ποτέ δεν θα τον ωφελήση. Διά τούτο προς χάριν σου και η θαυμασία ιστορία των Γραφών, ωσάν εις κάποιαν εικόνα υψηλήν και μεγάλην και πολύ πλατείαν, ανέγραψε τους βίους των παλαιών, και επεξέτεινε την διήγησιν από του Αδάμ μέχρι της παρουσίας του Χριστού· και σου δεικνύει τους νικημένους και τους στεφανωμένους, διά να σε διδάξη δι’ όλων αυτών, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικείται από τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα ημπορέση να αδικήση, και αν ακόμη ολόκληρος η οικουμένη εγείρη εναντίον του σκληρόν πόλεμον. Διότι ούτε δυσκολία πραγμάτων, ούτε αλλαγαί περιστάσεων, ούτε αρχόντων απειλαί, ούτε βροχαί από κατατρεγμούς, ούτε πλήθος από συμφοράς, ούτε όλος ο συρφετός όλων των ανθρωπίνων κακών αν συγκεντρωθή, ημπορεί να μετακινήση καθόλου τον γενναίον, τον πρόθυμον, τον προσεκτικόν όπως πάλιν τον ράθυμον και αμελή και προδομένον από τον ίδιον τον εαυτόν του, και αν ακόμα τον περιβάλλουν αναρίθμητοι φροντίδες του, δεν τον κάνουν καθόλου καλύτερον. Αυτό μας εφανέρωσε και η παραβολή περί των ανθρώπων εκείνων εκ των οποίων ο μεν έκτισε την οικίαν του επί της πέτρας, ο δε επί της άμμου· και τούτο ελέχθη όχι διά να εννοήσωμεν άμμον και πέτραν, ούτε οικοδομήν λίθων, και οροφήν, ούτε ποταμούς και βροχήν και ανέμους σφοδρούς που προσβάλλουν τας οικοδομάς, αλλά διά να εκλάβωμεν αυτά ως αναφερόμενα εις την αρετήν και την κακίαν, και να ίδωμεν έτσι, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν τον αδικεί κανείς. Λοιπόν ούτε η βροχή, αν και έπεσε ραγδαίως, ούτε οι ποταμοί που προσέπιπτον με πολλήν ορμήν, ούτε οι άγριοι που εκτύπησαν με μεγάλην δύναμιν εσάλευσαν την οικίαν εκείνην· αλλ’ έμεινε και ακατάβλητος και ακίνητος· διά να μάθης, ότι εκείνον ο οποίος δεν προδίδει τον εαυτόν του, ουδεμία δοκιμασία δύναται να βλάψη. Η δε οικία του άλλου κατέρρεεν ευκόλως, όχι βέβαια εξ αιτίας της προσβολής των εναντίον της στοιχείων (διότι αν συνέβαινεν αυτό εξ αιτίας τούτου και η άλλη το ίδιον θα υφίστατο) αλλά εξ αιτίας της ιδικής του ανοησίας. Διότι δεν έπεσεν η οικία επειδή εφύσησεν άνεμος, αλλά επειδή ήτο κτισμένη επάνω εις την άμμον, δηλαδή επί της ραθυμίας και της πονηρίας. Διότι και πριν να έλθη και να την πλήξη η θύελλα εκείνη, δεν ήτο στερεά και ήτο έτοιμη να πέση. Διότι αι οικοδομαί αυταί και τίποτε αν δεν τας ενοχλή, καταπίπτουν αυτομάτως, επειδή υποχωρούν τα θεμέλιά τους και φθείρονται από παντού. Και όπως αι μεν αράχναι αυτομάτως διασπώνται, χωρίς κανείς να τας βλάπτη, το δε διαμάντι και όταν ακόμη κτυπιέται μένει αδιάλυτον, έτσι ακριβώς και όσοι δεν αδικούν τους εαυτούς των, και αν προσβάλλωνται από μυρίους, γίνονται ισχυρότεροι· όσοι δε προδίδουν τους εαυτούς των, και αν δεν τους ενοχλή κανείς, μόνοι τους πίπτουν και διαλύονται και χάνονται. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας εχάθη, όχι μόνον χωρίς να τον ενοχλήση κανείς πειρασμός, αλλά και ενώ απήλαυε πολλήν καλωσύνην.
13. Θέλεις να σου αποδείξω ότι αυτό ισχύει και επί ολοκλήρων λαών; Πόσης προνοίας έτυχεν ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν εχρησιμοποιείτο όλη η ορατή κτίσις προς υπηρεσίαν αυτών; και δεν εδίδετο εις αυτούς ένας νέος και παράξενος τρόπος ζωής; Διότι, χωρίς να πηγαίνουν εις αγοράν ελάμβανον ό,τι είχαν ανάγκην, χωρίς να δώσουν χρήματα· ούτε αυλάκια άνοιγαν, ούτε το άροτρον έσυρον, ούτε την γην έσκαπτον, ούτε σπόρους έρριπταν, ούτε είχαν ανάγκην βροχών και ανέμων και των εποχών του έτους, ούτε της ακτίνος του ηλίου, ούτε της πορείας της σελήνης, ούτε του αέρος της φύσεως, ούτε κανένα άλλο από αυτά· δεν έκαναν αλώνι, ούτε έτριβαν καρπόν, ούτε είχαν ανάγκην ανέμου προς χωρισμόν του σίτου από τα άχυρα, ούτε εγύριζαν χερόμυλον, ούτε έκτιζαν φούρνον, ούτε έφεραν μέσα εις το σπίτι ξύλα και φωτιάν, ούτε εχρειάζοντο αρτοποιητικήν τέχνην, ούτε μετεχειρίζοντο δικέλλαν, ούτε ακόνιζαν δρεπάνι, ούτε είχαν ανάγκην από κάποιαν άλλην τέχνην, την υφαντικήν, εννοώ, και την οικοδομικήν και την υποδηματοποιίαν· αλλά το παν εις αυτούς ήταν ο λόγος του Θεού. Και είχαν τράπεζαν στρωμένην, χωρίς ιδρώτας και κόπους. Τέτοιο ήταν το μάννα· φρέσκο και νωπό και δεν παρείχεν εις αυτούς καμμίαν δυσκολίαν και ούτε εβασάνιζεν αυτούς με κόπον. Και τα ενδύματά των, και τα υποδήματα, και τα ίδια τα σώματά των ελησμόνησαν την ασθένειάν των, διότι εις χρόνον τόσον μεγάλον ούτε εκείνα ετρίβοντο, ούτε τα πόδια των εσκλήρυναν παρά τας τόσας πορείας. Ουδεμίαν ενθύμησιν είχον δι’ ιατρούς και φάρμακα και την άλλην θεραπευτικήν φροντίδα· τόσον έλειπεν από αυτούς κάθε ασθένεια. «Διότι εξήγαγεν αυτούς με άργυρον και χρυσόν», λέγει, «και εις τας φυλάς των δεν υπήρχε κανείς ασθενής». Αλλά ωσάν να είχον αφήσει τον κόσμον αυτόν, και να είχον μετοικήσει εις άλλην καλυτέραν οικουμένην έτσι έτρωγον, έτσι έπινον και ούτε η ακτίνα του ηλίου όταν εγίνετο θερμοτέρα έκαιε τα κεφάλια τους, διότι ημπόδιζε την φλόγα μία νεφέλη, η οποία αιωρείται επάνω από αυτούς και εγίνετο κινουμένη στέγη δι’ όλον εκείνο το πλήθος. Αλλά ούτε κατά την διάρκειαν της νυκτός είχον ανάγκην από λαμπάδα, η οποία να διαχωρίζη το σκότος, αλλά είχον άσβεστον πηγήν φωτός την στήλην του πυρός, η οποία εκάλυπτε δύο ανάγκας, και τους εφώτιζε και τους κατηύθυνεν εις την πορείαν των. Διότι δεν ήταν μόνον φωτεινή, αλλά και από κάθε οδηγόν ακριβέστερον κατηύθυνεν εις την έρημον εκείνην το αναρίθμητον εκείνο πλήθος. Και εβάδιζαν όχι μόνον εις την ξηράν, αλλά και εις την θάλασσαν, ως να ήτο ξηρά· και περιεφρόνουν τας συνθήκας της φύσεως, διέβαινον το άγριον εκείνο πέλαγος, ωσάν να επερπατούσαν ανάμεσα από στερεάν πέτραν και ασφαλές έδαφος· και όταν μεν υπεβάσταζεν αυτούς το στοιχείον εκείνο ήτο ωσάν γη στερεά, και πεδιάδες ομαλαί, και αγροί· όταν όμως εδέχετο τους εχθρούς των, ενήργει ως θάλασσα· και εις αυτούς μεν έγινεν όχημα, εις τους αντιπάλους των όμως τάφος· τους μεν μετέφερε με ευκολίαν, τους δε κατέπνιγε με μεγάλην αγριότητα. Και η άτακτος ροή των υδάτων, εδείκνυε τάξιν και υπακοήν ανθρώπων λογικών και πολύ φρονίμων, και έκανεν άλλοτε μεν τον προστάτην, άλλοτε δε τον δήμιον, και εις μίαν και την αυτήν ημέραν εφανέρωνεν όλα μαζί τα αντίθετα. Και τί να ειπή κανείς διά τας πέτρας, αι οποίαι ανέβλυσαν ποταμούς υδάτων; Και τί διά τα νέφη των πτηνών, τα οποία με το πλήθος των εσκέπασαν ολόκληρον την γην; Και τί διά τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον; Και τί διά τα παράδοξα συμβάντα εις την έρημον; Τί διά τα τρόπαια και τας νίκας που εγίνοντο χωρίς αίμα; Διότι ενικούσαν τους αντιπάλους των ωσάν να εχόρευαν και όχι ωσάν να επολεμούσαν. Και τους μεν κυριάρχους τους ενίκησαν χωρίς όπλα, τους δε μετά την αναχώρησίν τους από την Αίγυπτον μαχομένους εναντίον τους, ενικούσαν με σαλπίσματα και ύμνους· και ήσαν χορός μάλλον παρά πόλεμος τα γινόμενα, μυσταγωγία μάλλον παρά μάχη. Διότι όλα αυτά τα τόσον μεγάλα έγιναν όχι μόνον διά τούτο, διά να τους δώση αυτά που εχρειάζοντο, αλλά και διά να διατηρήσουν με μεγαλυτέραν ακρίβειαν την διδασκαλίαν της θεογνωσίας, την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ο Μωυσής· και από παντού ηκούοντο φωναί, αι οποίαι εμαρτύρουν τον Κύριον. Καθόσον και η θάλασσα εφώναζε τούτο, μεταβαλλομένη άλλοτε μεν εις ξηράν, άλλοτε δε πάλιν εις θάλασσαν· και τα νερά του Νείλου άφηναν την ιδίαν φωνήν με το να μεταβάλλωνται εις αίμα· και οι βάτραχοι, και το στρατόπεδον εκείνο των ακρίδων, και η κάμπη, και η ερυσίβη αυτά έλεγον εις όλον τον λαόν· και τα εν τη ερήμω θαύματα, το μάννα, η στήλη του πυρός, η νεφέλη, τα ορτύκια, όλα τα άλλα έγιναν ωσάν βιβλίον τότε εις αυτούς και ωσάν γράμματα ανεξίτηλα, τα οποία καθημερινά διετηρούντο εις την μνήμην των έναυλα, και ηχούσαν εις την διάνοιάν των.
Όμως ύστερα από τόσην και τέτοιαν φροντίδα δι’ αυτούς, μετά τας ανεκφράστους εκείνας ευεργεσίας προς αυτούς, μετά το μέγεθος των θαυμάτων, μετά την ανείπωτον προστασίαν, μετά την διαρκή διδασκαλίαν, μετά την κατήχησιν την από των λόγων, μετά την παραίνεσιν την από των έργων, μετά τας λαμπράς νίκας, μετά τα τρόπαια τα παράδοξα, μετά την αφθονίαν των τραπεζών, μετά την περίσσειαν των υδάτων εκείνων, μετά την μεγάλην δόξαν με την οποίαν περιεβλήθησαν εις ολόκληρον τον κόσμον, επειδή ήσαν αγνώμονες και αναίσθητοι; προσεκύνησαν μόσχον, και ελάτρευαν κεφαλήν βοός, και ήθελαν να τα αναγνωρίσουν θεούς, αν και είχαν εις την μνήμην τους προσφάτους τας εις την Αίγυπτον ευεργεσίας του Θεού, και αν και απελάμβανον και άλλα πολλά ακόμη.
14. Ο λαός δε των Νινευϊτών, που ήτο βάρβαρος και αλλόφυλος, αν και εις τίποτε από τα παραπάνω δεν είχε μετάσχει, ούτε μικρόν, ούτε μεγάλον, ούτε λόγους, ούτε θαύματα, ούτε έργα, ούτε διδασκαλίας, επειδή είδε κάποιον άνθρωπον να σώζεται από ναυάγιον, ο οποίος ουδέποτε προηγουμένως συνανεστράφη μαζί τους, αλλά τότε διά πρώτην φοράν εμφανίζεται εις αυτούς, να παρουσιάζεται και να λέγη, «ακόμη τρείς ημέρες και θα καταστραφή η Νινευή», τόσον ήλλαξαν και έγιναν καλύτεροι εξ αιτίας των ολίγων αυτών λέξεων και αφού απέβαλον την προηγουμένην κακίαν εβάδισαν προς την αρετήν διά της μετανοίας, ώστε να ανακαλέσουν την απόφασιν του Θεού και να στερεώσουν την πόλιν που εσείετο, και να απομακρύνουν την θεόπεμπτον οργήν, και να απαλλαγούν από κάθε κακόν. Διότι «είδεν ο Θεός», λέγει, «ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από τον πονηρόν του δρόμον που ακολουθούσε και επέστρεψεν εις τον Κύριον».
Πώς απεμακρύνθη, ειπέ μου; Και όμως ήταν μεγάλη η κακία των, απερίγραπτος η πονηριά των, δυσκολοθεράπευτοι αι πληγαί των· και αυτό ακριβώς εννούσεν ο προφήτης όταν έλεγεν· «ανέβη η κακία των μέχρι τον ουρανόν», φανερώνουν με την απόστασιν αυτήν το μέγεθος της κακίας των. Όμως την τόσον μεγάλην κακίαν, που τόσον εκορυφώθη και υψώθη, ώστε να φθάση μέχρι και του ουρανού, αυτήν εις τρεις ημέρας, εις χρόνον συντομώτατον, με ολίγας λέξεις, τας οποίας ήκουσαν από έναν άνθρωπον άγνωστον, ξένον, ναυαγόν, τόσον την εξάλειψαν τόσον την εξαφάνισαν, τόσον την εκλώτσησαν, ώστε να αξιωθούν να ακούσουν τέτοιους λόγους, ότι «είδεν ο Θεός ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από την πονηράν οδόν που εβάδιζε και τους απήλλαξεν από την κακίαν την οποίαν είπεν ότι θα κάνη εις αυτούς ο Θεός». Βλέπεις ότι ο φρόνιμος και προσεκτικός όχι μόνον καθόλου δεν ζημιώνεται από τους ανθρώπους, αλλά και ανατρέπει και την θεόσταλτον οργήν; Εκείνος όμως που προδίδει μόνος του τον εαυτόν του και τον καταζημιώνει, και αν ακόμα απολαύη αναριθμήτους ευεργεσίας, δεν κερδίζει τίποτε μεγάλο; Έτσι λοιπόν, ούτε τα τόσα θαύματα ωφέλησαν τους Ισραηλίτας καθόλου, ούτε εζημίωσε τους Νινευίτας η μη συμμετοχή εις αυτά· επειδή όμως αυτοί ήσαν ευγνώμονες, άρπαξαν την μικράν ευκαιρίαν, έγιναν καλύτεροι, αν και ήσαν βάρβαροι και αλλόφυλοι και δεν είχαν ακούσει κανένα θείον χρησμόν και κατοικούσαν πολύ μακρυά από την Παλαιστίνην.
15. Ειπέ μου, έβλαψαν την αρετήν των τριών νέων, τα επελθόντα εις αυτούς δεινά; Ενώ ακόμη ήσαν νέοι, νεώτατοι, εις ηλικίαν ανώριμον, δεν υπέμειναν την φοβεράν εκείνην τιμωρίαν και αιχμαλωσίαν, και δεν εξωρίσθησαν εις την μακρυνήν εκείνην εξορίαν, και εχωρίσθησαν από την πατρίδα και την οικίαν των, και από τον ναόν και τον βωμόν, και από τας θυσίας και τας προσφοράς και τας σπονδάς, και από αυτάς τας ψαλμωδίας ελθόντες εις ξένην γην; Διότι δεν ήταν απηγορευμένη εις αυτούς μόνον η οικία των, αλλά και πολλοί τρόποι της λατρείας των. Δεν παρεδόθησαν σε βαρβαρικά χέρια, και εις λύκους μάλλον παρά εις ανθρώπους, και το χειρότερον, μεταφερθέντες εις τόσον μακράν και βάρβαρον χώραν, και εις αιχμαλωσίαν φοβερωτάτην, ούτε διδάσκαλον είχον, ούτε προφήτην, ούτε άρχοντα; Διότι «δεν υπάρχει», λέγει, «άρχων ούτε προφήτης και ηγούμενος, ούτε τόπος διά να καρποφορήσωμεν ενώπιον του και να εύρωμεν έλεος». Αλλά και εις βασιλικήν οικίαν εισήχθησαν, ωσάν εις κάποιον σκόπελον και κρημνόν, και ωσάν εις πέλαγος γεμάτον από υφάλους και βράχους, χωρίς κυβερνήτην και καπετάνιον, και ναύτας, και πανιά, αναγκαζόμενοι να διαπλέουν την φοβεράν εκείνην θάλασσαν και ήσαν εγκεκλεισμένοι εις τα βασιλικά ανάκτορα ως εις δεσμωτήριον. Διότι επειδή εγνώριζον να φιλοσοφούν και ήσαν ανώτεροι των βιοτικών πραγμάτων, και περιεφρόνησαν όλην την ανθρωπίνην ματαιοδοξίαν και έκαναν έτσι ελαφρά τα φτερά τους και εθεώρουν την παραμονήν των εις την βασιλικήν οικίαν ως ένα ακόμη κακόν επί πλέον. Διότι εάν μεν ήσαν έξω και εις ιδιωτικήν οικίαν θα απελάμβανον περισσοτέραν ελευθερίαν εισαχθέντες δε εις το δεσμωτήριον εκείνο (διότι ενόμιζαν ότι όλη εκείνη η πολυτέλεια δεν ήταν καθόλου καλυτέρα από δεσμωτήριον, και κρημνούς και σκοπέλους) υπέμειναν αμέσως μεγάλην δυσκολίαν. Διότι ο μεν βασιλεύς τους διέταξε να συμμετέχουν εις την τράπεζάν του, την συβαριτικήν εκείνην, και ακάθαρτον και βέβηλον, εις αυτούς όμως επειδή τούτο ήτο απηγορευμένον από τον νόμον τους εφαίνετο χειρότερον από τον θάνατον και μόνοι ωσάν αρνία εν μέσω τόσων λύκων είχον αποκλεισθή. Και έπρεπεν ή να λειώνουν από την πείναν, μάλλον δε και να αποθάνουν, ή να τρώγουν από φαγητά απηγορευμένα. Τί κάνουν λοιπόν οι νέοι, οι ορφανοί, οι αιχμάλωτοι, οι ξένοι, οι δούλοι των διατασσόντων αυτά; Δεν εθεώρησαν αρκετήν απολογίαν των την ανάγκην, ούτε την τυραννικήν εξουσίαν του άρχοντος της πόλεως· αλλά σκέπτονται τα πάντα και κάνουν τα πάντα, ώστε να αποφύγουν την αμαρτίαν, αν και από παντού ήσαν αναγκασμένοι να την διαπράξουν. Διότι ούτε με χρήματα ημπορούσαν να πείθουν· πώς θα το έκαναν αυτό αφού ήσαν αιχμάλωτοι; ούτε με φιλίαν και συναναστροφήν· πώς θα το έκαναν αυτό οι ξένοι; ούτε με την δύναμιν να νικήσουν· διότι πώς θα το κατώρθωναν αυτό οι δούλοι; ούτε να υπερισχύσουν με το πλήθος· πώς θα το έκαναν αυτό οι τρεις μόνοι;
Έρχονται λοιπόν και πείθουν με λόγους τον αξιωματούχον εκείνον, ο οποίος είχε αυτήν την εξουσίαν. Επειδή λοιπόν τον ευρήκαν περίφοβον και τρέμοντα και ανησυχούντα σφοδρώς περί της σωτηρίας του, και φόβος αφόρητος συνεκλόνιζε την ψυχήν του· διότι «φοβούμαι εγώ», λέγει, «τον κύριόν μου τον βασιλέα μήπως ιδή κάποτε τα πρόσωπά σας σκυθρωπά περισσότερον από τα παιδιά της ηλικίας σας και με φονεύση ο βασιλεύς»· αφού τον απήλλαξαν από τον φόβον αυτόν, τον πείθουν να δώση εις αυτούς την χάριν. Και επειδή όλα όσα ημπορούσαν να κάνουν τα έκαναν, και ο Θεός εισέφερε το ιδικόν του. Διότι δεν ήτο κατόρθωμα μόνον του Θεού αυτά που επρόκειτο να λάβουν εκείνοι ως ανταμοιβήν, αλλά η αρχή και ο πρόλογος προήλθεν από την γνώμην εκείνων και με την γενναιότητα και την ανδρείαν απέσπασαν την βοήθειαν του Θεού και επέτυχαν εκείνο το οποίον επιμόνως ήθελαν.
16. Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν θα ημπορέση να τον ζημιώση κανείς άλλος; Να λοιπόν και νεότης, και αιχμαλωσία, και ορφάνια και εξορία και απομόνωσις και έλλειψις προστασίας, και φοβερόν διάταγμα και μεγάλος φόβος θανάτου πολιορκών την σκέψιν του ευνούχου, και πενία και ολιγότης, και παραμονή εν μέσω βαρβάρων, και το ότι είχον κυρίους τους εχθρούς των, και το ότι ήσαν παραδεδομένοι εις αυτάς τας βασιλικάς χείρας, και ο χωρισμός από όλους τους οικείους τους, και από ιερείς και προφήτας και η αποξένωσις από όλους τους άλλους, οι οποίοι τους εκυβερνούσαν, και η στέρησις από σπονδάς και θυσίας, και η έλλειψις ναού και ύμνων, και τίποτε απ’ αυτά δεν τους έβλαψεν αλλά τότε ηυτύχησαν περισσότερον, παρά όταν εχαίροντο αυτά εις την πατρίδα των.
Και αφού επέτυχαν πρώτα αυτό το κατόρθωμα, και εφόρεσαν λαμπρόν στέφανον, και ετήρησαν τον νόμον εις την ξένην χώραν, και κατεπάτησαν τυραννικόν διάταγμα, και ενίκησαν τον φόβον του τρισαθλίου, και δεν εζημιώθησαν εις τίποτε από πουθενά, ωσάν να ευρίσκοντο εις την πατρίδα των και να απήλαυον όλα εκείνα, έτσι επέτυχον εύκολα αυτό το έργον, και εκαλούντο πάλιν εις άλλους αγώνας. Και πάλιν ήσαν οι ίδιοι και ήρχιζαν αγώνα φοβερώτερον του προηγουμένου, και άναβε δι’ αυτούς κάμινος, και παρετάσσετο εναντίον των βαρβαρικόν στρατόπεδον μαζί με τον Βασιλέα· και εκινείτο όλη η περσική δύναμις και τα πάντα εμηχανώντο προς εξαπάτησιν και εκβιασμόν αυτών· και διάφορα είδη μουσικής, και τιμωρίαι ποικίλαι, και απειλαί, και η θέα από παντού ήτο φοβερά, και τα λόγια φοβερώτερα από την θέαν· αλλ’ όμως επειδή δεν επρόδωσαν τους εαυτούς των, αλλά έκαναν κάθε τι που εξηρτάτο από αυτούς ποτέ εις τίποτε δεν εζημιώθησαν· αλλά και εφόρεσαν στεφάνους λαμπροτέρους από ό,τι προηγουμένως. Τους έδεσε λοιπόν ο Ναβουχοδονόσορ και τους έβαλε μέσα εις την κάμινον, όμως δεν τους έβλαψεν, αλλά και περισσότερον τους ωφέλησε και τους έκαμεν ενδοξοτέρους. Και ενώ δεν είχαν ούτε ναόν (θα ειπώ πάλι τα ίδια), ούτε θυσιαστήριον, ούτε πατρίδα, ούτε ιερείς, ούτε προφήτας, ευρισκόμενοι εις ξένην και βάρβαρον χώραν, εις το μέσον της καμίνου, μεταξύ ολοκλήρου εκείνου του στρατεύματος, και ενώ έβλεπεν όλα αυτά ο βασιλεύς, ο οποίος και τα υποκινούσεν, έστησαν λαμπρόν τρόπαιον και εσημείωσαν περιφανή νίκην, ψάλλοντες την θαυμασίαν εκείνην και παράξενον ψαλμωδίαν, η οποία ψάλλεται έκτοτε μέχρι και σήμερα εις όλα τα μέρη της οικουμένης, και θα ψάλλεται και εις τας μετά ταύτα γενεάς. Έτσι λοιπόν όταν κανείς δεν αδική τον εαυτόν του, εις τίποτε δεν θα ημπορέσουν οι άλλοι να τον βλάψουν· διότι δεν θα παύσω να επαναλαμβάνω τούτο συνεχώς. Καθόσον εάν αιχμαλωσία, και δουλεία, και απομόνωσις, και εξορία, και στέρησις όλων των οικείων, και θάνατος, και εμπρησμός, και τόσος στρατός, και τόσον ωμός τύραννος, δεν ημπόρεσαν τρεις παίδας νέους αιχμαλώτους, δούλους, ξένους, ευρισκομένους εις ξένην γην, ουδόλως να βλάψουν εις την αρετήν των, αλλά μεγαλυτέραν αντιθέτως έδωκεν εις αυτούς παρρησίαν η εναντίον τους επιβουλή· τί θα ημπορέση τότε να βλάψη τον προσεκτικόν άνθρωπον; Τίποτε, έστω και αν έχη έχθραν του ολόκληρον την οικουμένην. «Αλλ’ ο Θεός τότε», λέγει, «εβοήθησεν αυτούς και τους ήρπαξε μέσα από την φλόγα». Βεβαίως· και συ αν κάνης κάθε τι που εξαρτάται από εσένα, οπωσδήποτε θα επακολουθήση η βοήθεια από τον Θεόν.
17. Πλην όμως εγώ θαυμάζω και μακαρίζω τους παίδας εκείνους, και λέγω ότι είναι άξιοι μιμήσεως, όχι διά το ότι κατεπάτησαν την φλόγα, και ενίκησαν την ενέργειαν του πυρός· αλλά διά το ότι εδέθησαν υπέρ των αληθινών δογμάτων, και ερρίφθησαν εις κάμινον, και παρεδόθησαν εις το πυρ. Εδώ ακριβώς ωλοκληρώθη η νίκη τους, και όταν ερρίφθησαν εις την κάμινον εστεφανώθησαν με στεφάνους, που και πριν να το φανερώσουν τα πράγματα ήρχισαν να πλέκωνται από τα λόγια εκείνα που με πολύ θάρρος και ελευθεροστομίαν έλεγαν, όταν ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως· «Δεν έχομεν ανάγκην διά να αποκριθώμεν εις αυτά. Διότι υπάρχει ο Θεός μας εις τους ουρανούς, τον οποίον λατρεύομεν, και είναι ικανός να μας βγάλη μέσα από την φωτιάν της καιομένης καμίνου και να μας γλυτώση, βασιλεύ, από τα χέρια σου. Και εάν δεν γίνη αυτό να γνωρίζης, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύομεν, και την εικόνα που έστησες την χρυσή, δεν την προσκυνούμεν». Από αυτά τα λόγια τους ανακηρύττω νικητάς· από αυτά τα λόγια ήρπασαν το βραβείον της νίκης, έτρεξαν διά τον λαμπρόν στέφανον του μαρτυρίου, δεικνύοντες εμπράκτως την πίστιν των όπως την εφανέρωσαν με τα λόγια. Αν δε όταν τους έρριψαν εις την κάμινον, η φωτιά εσεβάσθη τα σώματά των και έλυσε τα δεσμά των και τους άφησεν εκεί κάτω να βαδίζουν ελεύθερα, ελησμόνησε την δύναμίν της και έγινεν η αναμμένη κάμινος πηγή δροσερών υδάτων, τούτο το θαύμα προήρχετο από την χάριν του Θεού και από την άνωθεν θαυματουργίαν.
Ώστε αυτοί ήσαν αθληταί και πριν να γίνουν αυτά, διότι μόλις ερρίφθησαν εις την φλόγαν, και το τρόπαιον έστησαν, και την νίκην εκέρδισαν, και τον στέφανον εφόρεσαν, και εις τους ουρανούς και επί γης ανεκηρύχθησαν, και τίποτε δεν έλειπε εις αυτούς προς επιτυχίαν. Τί λοιπόν θα είχες να είπης εις αυτά; Εξωρίσθης και εκ της πατρίδος σου εξεδιώχθης; Να οι νέοι αυτοί. Υπέστης αιχμαλωσίαν και περιήλθες κάτω από βαρβάρους άρχοντας; Αλλά και τούτο θα ιδής ότι συνέβη εις αυτούς. Δεν έχεις κανένα εκεί κοντά σου να σε βοηθή και να σε συμβουλεύη και να σε διδάσκη; Και από αυτήν την φροντίδα εστερήθησαν αυτοί. Σε έδεσαν; Σε έκαυσαν; Απέθανες; Διότι τίποτε χειρότερον από αυτά δεν ημπορείς να μου αναφέρης. Αλλά να ότι και αυτοί, αν και επέρασαν όλα αυτά, έγιναν λαμπρότεροι με το καθένα από αυτά, περισσότερον περιφανείς, και απέκτησαν μεγαλύτερα κέρδη εις τους ουρανούς.
Και οι μεν Ιουδαίοι αν και είχον ναόν και θυσιαστήριον και κιβωτόν και τα χερουβίμ, και το ιλαστήριον, και το καταπέτασμα και το άπειρον πλήθος των ιερέων, και τας καθημερινάς λατρείας, και τας θυσίας τας εωθινάς, τας εσπερινάς, και ήκουαν αδιακόπως τους προφήτας τους ζώντας, τους τεθνεώτας, των οποίων τα λόγια ηχούσαν μέσα εις τα αυτιά των, και έφεραν μαζί των την ανάμνησιν από τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον, εις την έρημον, όλα τα άλλα, και τα έφεραν εις τας χείρας των και τα είχαν γραμμένα εις τους παραστάτας των θυρών, και εχαίροντο τόσον διά τα θαύματα που έγιναν τότε, και όλην την άλλην φροντίδα, όχι μόνον καθόλου δεν ωφελήθησαν, αλλά και εζημιώθησαν, διότι έστησαν είδωλα μέσα εις αυτόν τον ναόν, και έσφαξαν τους υιούς και τας θυγατέρας των κάτω από τα δένδρα, και εις ολόκληρον σχεδόν την Παλαιστίνην έκαναν τας παρανόμους και καταραμένας εκείνας θυσίας, και ετόλμησαν άλλα αναρίθμητα περισσότερον άτοπα. Αυτοί όμως αν και διέμειναν εις το μέσον βαρβάρου, ξένης και εχθρικής χώρας, εις κατοικίαν τυραννικήν, στερημένοι από κάθε φροντίδα, απαγόμενοι, καιόμενοι, όχι μόνον καθόλου δεν εζημιώθησαν από αυτά, ούτε ολίγον, ούτε πολύ, αλλά και περισσότερον έλαμψαν.
Γνωρίζοντες λοιπόν αυτά και συγκεντρώνοντες από την Θεόπνευστον και θείαν Γραφήν τα όμοια προς αυτά (διότι πολλά είναι δυνατόν να εύρη κανείς τέτοια παραδείγματα και εις διάφορα άλλα πρόσωπα), ας μη νομίζωμεν ότι, όταν αμαρτάνωμεν, μας αρκούν προς απολογίαν δυσκολία καιρών ή περιστάσεων, ή ανάγκη και βία και τυραννική εξουσία των αρχόντων. Ό,τι είπα εις την αρχήν, εις αυτό τώρα θα τελειώσω τον λόγον, ότι αν κανείς ζημιώνεται και αδικήται, υφίσταται τούτο οπωσδήποτε από τον εαυτόν του, όχι από τους άλλους, έστω και αν είναι αναρίθμητοι αυτοί που τον αδικούν και τον βλάπτουν. Διότι, αν δεν πάθη τούτο από τον εαυτόν του, όλοι μαζί όσοι κατοικούν εις ολόκληρον την γην και την θάλασσαν και αν τον κτυπήσουν, ούτε κατ’ ελάχιστον δεν θα ημπορέσουν να βλάψουν αυτόν που γρηγορεί και νήφει εν Κυρίω.
Ας προσέχωμεν λοιπόν, σας παρακαλώ, και ας αγρυπνούμεν πάντοτε, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα όλα όσα προκαλούν λύπην, διά να επιτύχωμεν τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά διά του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: ΕΠΕ «ΕΡΓΑ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ», Τ.31, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)
Επειδή και όσοι έχουν τοποθετηθή δικασταί αυτών των κοσμικών πραγμάτων, δεν ανέχονται, ακόμη και αν ιδούν τον πρώτον ρήτορα να ομιλή ορμητικά και να γεμίζη τα πάντα με την ευφράδειάν του, να εκφέρουν γνώμην, πριν ακούσουν με υπομονήν και τον άλλον που ίσταται πλησίον του· αλλά και αν ακόμα μυρίας φοράς φαίνεται να ομιλή δίκαια ο πρώτος, διατηρούν την ακοήν των ανέπαφον και διά τον δεύτερον. Επειδή αυτή ακριβώς είναι η αρετή των δικαστών, αφού μάθουν με πάσαν ακρίβειαν τους ισχυρισμούς των διαδίκων, τότε να εκφέρουν την γνώμην των. Επειδή λοιπόν και τώρα αντί ρήτορος υπάρχει η κοινή γνώμη των πολλών από πριν, η οποία διά μακρού χρόνου ερριζώθη εις τας διανοίας των πολλών, και ωσάν ρήτωρ ρητορεύει εις ολόκληρον την οικουμένην και λέγει ότι όλα έχουν γίνει άνω κάτω, ότι το γένος των ανθρώπων είναι γεμάτον από πολλήν σύγχυσιν, και ότι πολλοί είναι εκείνοι που κάθε ημέραν αδικούνται, υβρίζονται, εκβιάζονται, βλάπτονται, οι αδύνατοι από τους δυνατωτέρους και οι πτωχοί από τους πλουσίους· και όπως δεν ημπορούμεν να μετρήσωμεν τα κύματα της θαλάσσης, έτσι δεν ημπορούμεν και να μετρήσωμεν το πλήθος των κατατρεγμένων, των υβριζομένων, των αδικουμένων και ούτε η απειλή των νόμων, ούτε ο φόβος των δικαστηρίων, ούτε τίποτε άλλο σταματά αυτόν τον όλεθρον και αυτήν την ασθένειαν, αλλά καθημερινώς αυξάνεται το κακόν, και από παντού πληθύνονται οι αναστεναγμοί και οι θρήνοι και τα δάκρυα των αδικουμένων. Και οι δικασταί ακόμη που ετάχθησαν διά να διορθώνουν τα τοιούτου είδους πράγματα, αυτοί επαυξάνουν την συμφοράν και επιδεινώνουν την ασθένειαν· και διά τούτο πολλοί από τους πλέον ανοήτους και δυστυχισμένους, καταλαμβανόμενοι από κάποιαν καινούργιαν παραφροσύνην, κατηγορούν την πρόνοιαν του Θεού, βλέποντες τον μεν σώφρονα άνθρωπον πολλάκις να τον διασύρουν, να τον προσβάλλουν, να τον καταπιέζουν, τον δε θρασύν και αδιάντροπον και άτιμον και γόνον ατίμων να πλουτίζη και να περιβάλλεται με δύναμιν και να γίνεται επίφοβος εις πολλούς, και να προξενή αναρίθμητα δεινά εις τους δικαίους και αυτά να γίνωνται και εις τας πόλεις και εις τους αγρούς και εις τας ερημίας και εις την ξηράν και εις την θάλασσαν. Κατ’ ανάγκην λοιπόν ο λόγος μου αυτός έρχεται, διά να σταθή αντίθετος προς όσα ελέχθησαν, και επιχειρεί αγώνα καινούργιον, όπως είπα εις την αρχήν της ομιλίας μου, παράδοξον, χρήσιμον όμως και αληθινόν, και εις εκείνους που θέλουν να προσέχουν και να πείθωνται ωφέλιμον· διότι υπόσχεται να δείξη (αλλά μη θορυβήσθε) ότι κανείς από τους αδικουμένους δεν αδικείται από κάποιον άλλον, παρά μόνον από τον ίδιον τον εαυτόν του.
2. Και διά να γίνωνται τα λόγια μου σαφέστερα, εμπρός ας εξετάσωμεν τί είναι αδικία και εκ ποίων πραγμάτων συνίσταται, και τί είναι ανθρωπίνη αρετή, και τί είναι εκείνο που την βλάπτει, και τί είναι εκείνο που φαίνεται ότι την βλάπτει, ενώ δεν την βλάπτει. Παραδείγματος χάριν (διότι με παραδείγματα πρέπει να διασαφηνίσω τον λόγον) κάθε πράγμα έχει κάτι που το βλάπτει· ο σίδηρος την σκωρίαν, το μαλλί τον σκόρον, αι αγέλαι των προβάτων τους λύκους. Και βλάβη του καλού οίνου είναι το να αλλοιωθή και να γίνη όξινος· του μέλιτος δε το να χάση την σύμφυτον γλυκύτητά του και να γίνη πικρός χυμός. Βλάπτουν δε και τα σπαρτά η ερυσίβη [είδος νόσου των φυτών και των καρπών, ιδίως του σίτου και της κριθής, στάχτη, καπνιά, συρίκι, μπάστρα, σιναπίδι] και η ξηρασία, και τον καρπόν των αμπέλων και τα φύλλα και τα κλήματα και άλλα δένδρα, η κάμπη, και τα σώματα των αλόγων αι διάφοροι ασθένειαι· και διά να μη μακρυγορήσωμεν αναφέροντες όλα, αναφέρω ότι και την σάρκα την ιδικήν μας την βλάπτουν πυρετοί και παραλύσεις και πλήθος άλλων νοσημάτων.
Όπως λοιπόν κάθε ένα από αυτά έχει εκείνο το οποίον βλάπτει την αρετήν του, εμπρός ας εξετάσωμεν τί είναι εκείνο το οποίον βλάπτει το γένος των ανθρώπων, και τί είναι εκείνο που βλάπτει την αρετήν του ανθρώπου. Αλλοι μεν νομίζουν κάποια άλλα, πολλά. Διότι πρέπει να αναφέρωμεν και τας πεπλανημένας γνώμας, και αφού τας αναιρέσωμεν κατόπιν να παρουσιάσωμεν εκείνην που πραγματικώς βλάπτει τας αρετάς μας, και να αποδείξωμεν, ότι αυτήν την αδικίαν κανείς δεν ημπορεί να μας την προξενήση ούτε να μας φέρη αυτήν την βλάβην, αν εμείς οι ίδιοι δεν προδώσωμεν τους εαυτούς μας. Οι πολλοί επειδή έχουν πεπλανημένας γνώμας, άλλα νομίζουν ότι είναι αυτά τα οποία βλάπτουν την αρετήν μας, και άλλοι μεν νομίζουν ότι είναι η φτώχεια, άλλοι δε η σωματική ασθένεια, άλλοι η χρηματική ζημία, άλλοι η συκοφαντία, άλλοι ο θάνατος, και δι’ αυτά συνεχώς θρηνούν και οδύρονται· και λυπούνται δι’ όσους υφίστανται αυτά, και δακρύζουν, και έκπληκτοι μεταξύ τους λέγουν· τί έπαθεν ο τάδε; Διά μιας έχασε την περιουσίαν του όλην. Αλλος πάλιν λέγει περί άλλου· ο τάδε περιέπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν και τον έχουν ξεγράψει οι ιατροί που τον επισκέπτονται. Και άλλος μεν θρηνεί και οδύρεται διά τους φυλακισμένους, άλλος δε δι’ εκείνους που εξεδιώχθησαν από την πατρίδα των και εξωρίσθησαν, άλλος δι’ εκείνους που εστερήθησαν την ελευθερίαν των, άλλος δι’ εκείνους που συνελήφθησαν υπό των εχθρών και έγιναν αιχμάλωτοι, άλλος δι’ αυτόν που επνίγη ή που εκάη, άλλος δι’ αυτόν που ετάφη κάτω από την οικίαν του, κανείς όμως δεν θρηνεί δι’ αυτούς που ζουν εις την αμαρτίαν. Αλλά πολλάς φοράς μακαρίζουν αυτούς δι’ εκείνο που είναι πολύ λυπηρόν και αίτιον όλων των κακών.
Εμπρός λοιπόν (αλλ’ όπως σας παρεκάλεσα εξ αρχής μη θορυβήτε) ας αποδείξωμεν ότι τίποτε από όλα αυτά που ελέχθησαν δεν αδικεί τον νηφάλιον άνθρωπον, ούτε ημπορεί να βλάψη την αρετήν του. Διότι, ειπέ μου, αυτόν ο οποίος έχασεν όλα τα υπάρχοντά του, από τον οποίον αφηρέθησαν τα πάντα, ή από τους συκοφάντας, ή από τους ληστάς, ή και υπό υπηρετών κακούργων, τον έβλαψεν αυτή η ζημία ως προς την αρετήν του; Μάλλον δε, αν θέλετε, πρώτον ας περιγράψωμεν τί είναι αρετή του ανθρώπου, αφού ασχοληθώμεν προηγουμένως με άλλα ζητήματα, διά να κάνωμεν τον λόγον μας σαφέστερον και ευκολοκατανόητον εις τους πολλούς.
3. Τί είναι λοιπόν αρετή ίππου; Μήπως το να έχη χρυσούν χαλινόν και χρυσά λουριά, και σέλλα από μεταξωτά υφάσματα και ποικίλα και χρυσοΰφαντα επιστρώματα, και προμετωπίδας στολισμένας με πολυτίμους λίθους, και χαίτην πλεγμένην με χρυσά σχοινιά· ή το να είναι γρήγορος και σταθερός, και να βαδίζη κανονικά, και να έχη όνυχας αρμόζοντας εις γενναίον ίππον, και να έχη δύναμιν που απαιτείται διά μακρυνά ταξίδια, διά πολέμους, και να ημπορή και εις την παράταξιν να δεικνύη επιβλητικόν παράστημα, και κατά την φυγήν να σώζη τον ιππέα; Δεν είναι φανερόν ότι αυτά είναι αρετή του ίππου, και όχι εκείνα; Και ακόμη των όνων και των ημιόνων ποιά θα έλεγες ότι είναι η αρετή των; Δεν είναι το να ημπορούν με ευκολίαν να σηκώνουν βάρη, και με ευκολίαν να διαβαίνουν τους δρόμους και να έχουν πόδια στερεά σαν την πέτραν; Μήπως θα ειπούμεν ότι ο εξωτερικός των στολισμός συμβάλλει κατά τι προς την αρετήν των; Καθόλου. Ποίαν άμπελον θα θαυμάσωμεν; Εκείνην της οποίας κυματίζουν τα φύλλα και τα κλήματα ή εκείνην που είναι κατάφορτος από καρπούς; Και ποία θα ειπώμεν ότι είναι η αρετή της ελαίας; Όταν έχη μεγάλους κλάδους και πυκνόν το φύλλωμα ή όταν παρουσιάζη άφθονον τον καρπόν της και παντού διασκορπισμένον;
Έτσι λοιπόν ας κάνωμεν και επί των ανθρώπων· ας εξετάσωμεν ακριβώς την αρετήν του ανθρώπου, και ας θεωρήσωμεν βλάβην μόνον εκείνην η οποία βλάπτει αυτήν. Ποία λοιπόν είναι η αρετή του ανθρώπου; Όχι τα χρήματα διά να φοβηθής την πτωχείαν· ούτε η υγεία του σώματος διά να φοβηθής την ασθένειαν· ούτε η εκτίμησις των πολλών διά να αποφύγης την κακήν φήμην· ούτε το να ζη κανείς όπως τύχη, διά να σου προξενή φόβον ο θάνατος· ούτε η ελευθερία διά να αποφεύγης την δουλείαν· αλλά η ακριβής εμμονή εις την αληθινήν πίστιν και ο ορθός τρόπος ζωής. Αυτά δε ούτε ο διάβολος θα ημπορέση να τα αφαιρέση, αν αυτός που τα κατέχει τα διαφυλάττη με την πρέπουσαν προσοχήν· και αυτά τα γνωρίζει ο πονηρότατος και άγριος εκείνος δαίμων. Διότι δι’ αυτήν την αιτίαν αφήρει και την περιουσίαν του Ιώβ, όχι διά να τον κάμη πτωχόν, αλλά διά να τον εξαναγκάση να ειπή κάποιαν βλασφημίαν· και κατέκοπτε το σώμα του, όχι διά να το κάνη ασθενές, αλλά διά να καταβάλη την αρετήν της ψυχής. Αφού όμως εχρησιμοποίησεν όλους τους δόλους του και τον έκαμεν από πλούσιον πτωχόν (αυτό δηλαδή που φαίνεται εις όλους μας πιο φρικτόν από όλα), από πολύτεκνον άτεκνον, αφού έσχισεν όλον το σώμα του χειρότερα από όσα κάνουν οι δήμιοι στα δικαστήρια (διότι δεν τρυπούν οι όνυχες εκείνων τας πλευράς αυτών που πίπτουν εις τα χέρια των, όσον κατεξέσχισαν την σάρκα εκείνου τα στόματα των σκωλήκων), και τον περιέβαλε με κακήν φήμην (διότι οι φίλοι του παρουσία του έλεγον εις αυτόν, δεν ετιμωρήθης τόσον όσον άξιζαν τα αμαρτήματά σου, και επέρριπτον εις αυτόν πολλάς κατηγορίας), και τον εξώρισεν όχι απλώς από την πόλιν και από την οικίαν του, διά να τον μεταφέρη εις άλλην πόλιν, αλλά αφού έδωσεν εις αυτόν ωσάν πόλιν και ωσάν οικίαν την κοπριάν, όχι μόνον δεν τον κατέστρεψεν, αλλά και τον παρουσίασε λαμπρότερον εξ αιτίας εκείνων που εσκέφθη εναντίον του. Αυτός όμως όχι μόνον δεν εστερήθη κάτι από την περιουσίαν του, αν και του αφήρεσαν τόσα, αλλά και μεγαλύτερον τον πλούτον της αρετής του έκαμεν εξ αιτίας αυτού. Καθόσον μετά ταύτα απήλαυσε μεγαλυτέραν παρρησίαν, επειδή ηγωνίσθη δυνατώτερον αγώνα. Αν δε αυτός ο οποίος έπαθε τόσα και δεν ηδικήθη καθόλου, αν και έπαθεν αυτά όχι από άνθρωπον, αλλά από δαίμονα που είναι πονηρότερος από όλους τους ανθρώπους, ποιός θα έχη δικαιολογίαν από αυτούς οι οποίοι λέγουν ότι ο τάδε με ηδίκησε και με έβλαψε; Διότι εάν ο διάβολος, ο οποίος είναι γεμάτος από τόσην κακίαν, αφού εχρησιμοποίησεν όλα τα όργανά του, και αφού έρριψε τα βέλη του, και όσα κακά υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων, με μεγάλη υπερβολή τα έφερε και τα άδειασεν εις την οικίαν και εις το σώμα του δικαίου, καθόλου δεν ηδίκησε τον άνθρωπον, αλλά όπως είπα, τον ωφέλησε περισσότερον· πώς θα ημπορέσουν μερικοί να κατηγορήσουν τον τάδε και τον τάδε, ότι ηδικήθησαν από αυτούς και όχι από τον εαυτόν των;
4. Τί λοιπόν, λέγουν μερικοί, τον Αδάμ δεν τον ηδίκησε και τον υπεσκέλισε και τον εξεδίωξεν από τον παράδεισον; Όχι αυτός αλλά η απερισκεψία του αδικηθέντος και το ότι δεν ήτο συνετός και εν εγρηγόρσει. Διότι αυτός που μετεχειρίσθη τόσους και τέτοιου είδους δόλους και δεν ημπόρεσε να κατανικήση τον Ιώβ πώς θα ημπορούσε να κυριεύση τον Αδάμ με ολιγώτερα μέσα, εάν εκείνος εξ αιτίας της απερισκεψίας του δεν επρόδιδε τον εαυτόν του; Τί λοιπόν; Αυτός που έπεσεν εις τους συκοφάντας και έχασε την περιουσίαν του και από τον οποίον αφηρέθησαν όλα όσα είχε και εξεδιώχθη από την πατρικήν γην, και επάλαισε με την μεγαλυτέραν φτώχειαν, δεν ηδικήθη; Όχι μόνον δεν είχε αδικηθή αλλά και εκέρδισεν επειδή ήτο συνετός. Διότι, ειπέ μου, εις τί παρέβλαψε τούτο τους αποστόλους; Δεν επάλαιον συνεχώς με την πείναν, την δίψαν και την γυμνότητα; Αλλά δι’ αυτό ακριβώς ήσαν και τόσον πολύ λαμπροί και ονομαστοί και εδέχθησαν πολλήν βοήθειαν από τον Θεόν. Εις τί εζημίωσε τον Λάζαρον η ασθένεια και αι πληγαί και η φτώχεια και η εγκατάλειψις από τους ιδικούς του; Μήπως εξ αιτίας αυτών δεν επλέχθησαν δι’ αυτόν περισσότεροι στέφανοι; Τί έβλαψε τον Ιωσήφ το ότι απέκτησε κακήν φήμην και εις την χώραν του και εις την ξένην χώραν; Διότι και μοιχός και πόρνος ενομίζετο ότι είναι· εις τί τον έβλαψεν η δουλεία; εις τί δε το ότι εστερήθη την πατρίδα του; Δεν τον θαυμάζομεν και δεν εκπληττόμεθα δι’ αυτά περισσότερον; Και διατί αναφέρω την μετάβασιν εις την ξένην χώραν, την πτωχείαν, την κακήν φήμην και την δουλείαν; Διότι ο ίδιος ο θάνατος τί εζημίωσε τον Αβελ, ο οποίος έγινε και κατά τρόπον βίαιον και πρόωρον και ετολμήθη από χέρια αδελφικά; Δεν εγκωμιάζεται διά τούτο εις όλα τα μέρη της οικουμένης; Βλέπεις λοιπόν ότι ο λόγος απέδειξε περισσότερα από όσα υπέσχετο; Διότι όχι μόνον απέδειξεν ότι κανείς δεν αδικείται από κανένα αλλά και ότι περισσότερον κερδίζουν όσοι προσέχουν τους εαυτούς των.
Τότε διά ποιόν λόγον, λέγει, υπάρχουν τιμωρίαι και κολάσεις; Διατί υπάρχει γέεννα; Διατί υπάρχουν τόσαι απειλαί, εάν κανείς ούτε αδικήται ούτε αδική; Τί λέγεις; Διατί συγχέεις τα πράγματα; Διότι εγώ δεν είπα ότι κανείς δεν αδικεί, αλλ’ ότι κανείς δεν αδικείται. Και πώς είναι δυνατόν, λέγουν, να αδικούν πολλοί και κανείς να μη αδικήται; Έτσι ακριβώς όπως σας το εδίδαξα τώρα. Διότι και τον Ιωσήφ τον ηδίκησαν οι αδελφοί του, αυτός όμως δεν ηδικήθη· και εναντίον του Αβελ εσκέφθη κακόν ο Κάιν, αυτός δε δεν έπαθε κανένα κακόν. Διά τούτο υπάρχουν τιμωρίαι και κολάσεις. Διότι ο Θεός δεν καταργεί τας τιμωρίας εξ αιτίας της αρετής των πασχόντων, αλλά επιβάλλει τας τιμωρίας ένεκα της κακίας των πανούργων ανθρώπων. Διότι αν γίνωνται ενδοξότεροι όσοι υποφέρουν από τους κακοβούλους αυτό δεν οφείλεται εις την πρόθεσιν των κακοβούλων, αλλά εις την καρτερίαν εκείνων που πάσχουν. Διά τούτο δι’ εκείνους μεν τακτοποιούνται και προετοιμάζονται τα βραβεία της αρετής των, δι’ αυτούς δε αι τιμωρίαι της πονηριάς των. Σου αφήρεσαν τα χρήματα; Λέγε, «γυμνός εβγήκα από την κοιλίαν της μητρός μου, γυμνός και θα απέλθω» (Α’ Τιμ. 6, 7). Και πρόσθεσε εκείνο το αποστολικόν· «Δεν εφέραμεν τίποτε εις τον κόσμον και είναι φανερόν ότι δεν ημπορούμεν ούτε να πάρωμεν τίποτε μαζί μας». Σε εκακολόγησαν και σε περιέλουσαν με αναριθμήτους ύβρεις ωρισμένοι; Να ενθυμηθής τον λόγον εκείνον που λέγει· «Αλλοίμονον εις εσάς όταν όλοι οι άνθρωποι λέγουν καλά λόγια δι’ εσάς» (Λουκά 6, 26)· και «Να χαίρετε τότε και να αγαλλιάσθε, όταν λέγουν εναντίον σας λόγια κακά» (Ματθ. 5, 11). Σε εξώρισαν μακρυά; Σκέψου ότι δεν έχεις εδώ πατρίδα, και αν θέλης να σκεφθής βαθύτερα, έχεις εντολήν να θεωρής όλην την γην ως ξένην. Μήπως περιέπεσες εις βαρείαν ασθένειαν; Ειπέ εκείνο το αποστολικόν· «Όσον ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, τόσον ο εσωτερικός ανακαινίζεται ημέρα με την ημέραν» (Β’ Κορ. 4, 16). Μήπως υπέστη κανείς βίαιον θάνατον; Σκέψου τον Ιωάννην και την κεφαλήν του που απεκόπη εις το δεσμωτήριον και μετεφέρθη επί δίσκου και εδόθη ως αμοιβή εις τον χορόν της πόρνης. Σκέψου τας αμοιβάς που σε περιμένουν· διότι όλα αυτά τα παθήματα, όταν άδικα γίνωνται από κάποιον εναντίον άλλου, και τα αμαρτήματα λύνουν και την δικαιοσύνην φέρουν. Τόσον μεγάλο είναι το μέγεθος της ωφελείας εις αυτούς που τα υποφέρουν με γενναιότητα.
5. Όταν λοιπόν ούτε χρηματική ζημία, ούτε αι συκοφαντίαι και κατηγορίαι, ούτε η εξορία, ούτε αι ασθένειαι και αι δοκιμασίαι, ούτε αυτό που φαίνεται ότι είναι φοβερώτερον όλων, δηλαδή ο θάνατος, βλάπτουν τους πάσχοντας, μάλλον δε και τους ωφελούν περισσότερον, από πού ημπορείς να μου δείξης κάποιον αδικούμενον, όταν εξ όλων όσα ανεφέραμεν δεν αδικήται; Διότι εγώ θα προσπαθήσω να αποδείξω το αντίθετον, ότι δηλαδή αυτοί που περισσότερον αδικούνται και προσβάλλονται και πάσχουν τα ανεπανόρθωτα είναι εκείνοι οι οποίοι διαπράττουν αυτά. Διότι ποίος ημπορούσε να γίνη αθλιώτερος από τον Κάιν, ο οποίος έδειξεν αυτήν την συμπεριφοράν προς τον αδελφόν του; Τί δε ελεεινότερον από την γυναίκα του Φιλίππου, η οποία απεκεφάλισε τον Ιωάννην; Τί δε από τους αδελφούς του Ιωσήφ, οι οποίοι τον έδιωξαν και τον επώλησαν εις ξένην γην; Τί δε από τον διάβολον, ο οποίος επροξένησε τόσα κακά εις τον Ιώβ; Διότι όχι μόνον διά τα άλλα, αλλά και δι’ αυτά θα τιμωρηθή όχι με τας συνήθεις τιμωρίας. Είδες λοιπόν πώς και εδώ ο λόγος απέδειξε περισσότερα από όσα υπεσχέθη; Ότι όχι μόνον καμμίαν ζημίαν δεν παθαίνουν οι υβριζόμενοι από τους εχθρούς των, αλλά και το κάθε τι στρέφεται εναντίον της κεφαλής των κακοβούλων; Διότι επειδή ούτε ο πλούτος, ούτε το να είσαι ελεύθερος, ούτε το να κατοικής εις την πατρίδα σου, ούτε τα άλλα όσα ανέφερα, είναι αρεταί του άνθρώπου, αλλά τα κατορθώματα της ψυχής· είναι εύλογον λοιπόν όταν η βλάβη επέρχεται εις αυτά να μη ζημιώνεται καθόλου η αρετή του ανθρώπου. Τί λοιπόν συμβαίνει αν ζημιωθή κανείς εις αυτήν την φιλοσοφίαν της ψυχής; Ούτε και εδώ αν ζημιωθή, ζημιώνεται από κανένα άλλον, αλλά μόνος του και από τον εαυτόν του.
Πώς μόνος του και από τον εαυτόν του, λέγει; Όταν μαστιγωθή από κάποιον, ή του αφαιρεθή η περιουσία του, η υποστή κάποιαν άλλην φοβεράν προσβολήν, και εκφέρη κάποιαν βλασφημίαν, εζημιώθη μεν και μάλιστα πολύ, όχι όμως από εκείνον που τον ηδίκησεν, αλλά εξ αιτίας της ιδικής του μικροψυχίας. Αυτό δηλαδή που είπα προηγουμένως θα ειπώ και τώρα, ότι δηλαδή κανείς άνθρωπος, ακόμη και αν είναι απείρους φοράς πονηρότερος από τον πονηρόν εκείνον δαίμονα που μας εχθρεύεται διαρκώς, δεν θα ημπορούσε να προσβάλη κάποιον κατά χειρότερον και σκληρότερον τρόπον· και όμως ο φοβερός αυτός δαίμων δεν ημπόρεσε να υπερισχύση και να καταβάλη τον προ του νόμου, τον προ της χάριτος (εννοεί εδώ τον Ιώβ), αν και έρριψεν εναντίον του από παντού τόσα και τόσον πικρά βέλη. Είναι τόσον μεγάλη η ανωτερότητα της ψυχής.
Και ο Παύλος; Δεν έπαθε τόσα δεινά, τα οποία δεν είναι εύκολον ούτε να απαριθμήσωμεν; Εφυλακίσθη, εδέθη με αλυσίδας, εσύρετο και περιεφέρετο, εμαστιγώνετο από τους Ιουδαίους, ελιθοβολείτο, ετραυματίζετο το σώμα του όχι μόνον με μάστιγα, αλλά και με ράβδους, εναυάγει, έπιπτε πολλάς φοράς εις τα χέρια ληστών, επολεμείτο από τους ιδικούς του, από τους εχθρούς και από τους γνωρίμους εδέχετο κτυπήματα συνεχώς, υφίστατο αναριθμήτους κατατρεγμούς, επάλαιε με την πείναν και την γυμνότητα, και υπέμενεν άλλας πυκνάς και συνεχείς κακάς περιστάσεις και θλίψεις· και διατί να λέγωμεν πολλά; Καθημερινώς απέθνησκε· και όμως ενώ υφίστατο τόσα πολλά και τοιούτου είδους κακά, όχι μόνον δεν είπε καμμίαν βλασφημίαν, αλλά αντιθέτως εχαίρετο δι’ αυτά και εκαυχάτο· και αλλού μεν λέγει, «Χαίρομαι διά τα παθήματά μου», αλλού δε πάλιν, «Όχι μόνον αυτό, αλλά και καυχώμεθα διά τας θλίψεις». Αν λοιπόν, ενώ έπασχε τόσα πολλά, έχαιρε και εκαυχάτο, ποίαν συγγνώμην θα έχης εσύ και ποίαν απολογίαν, ο οποίος το ελάχιστον αυτών δεν υπομένεις και όμως βλασφημείς;
6. Αλλά αδικούμαι, λέγει, κατ’ άλλον τρόπον, και αν ακόμη δεν βλασφημήσω, διότι όταν μου αφαιρεθούν τα χρήματα, λέγει, γίνομαι άχρηστος διά την ελεημοσύνην. Αυτά είναι δικαιολογία και πρόφασις. Διότι αν διά τούτο λυπήσαι, γνώριζε καλά ότι η πενία δεν γίνεται εμπόδιον διά την ελεημοσύνην. Διότι και αν ακόμη είσαι απείρους φοράς πτωχός, δεν είσαι πτωχότερος από εκείνην που είχε μίαν φούχταν αλεύρου μόνον, και από την άλλην που είχε μόνον δύο οβολούς, και αι οποίαι προσέφεραν ολόκληρον την περιουσίαν των εις αυτούς που είχον ανάγκην και εθαυμάσθησαν πάρα πολύ· και η τόση πενία των δεν έγινεν εμπόδιον εις τόσον μεγάλην φιλανθρωπίαν, αλλά η ελεημοσύνη των δύο λεπτών έγινε τόσον πλούσια και αξιόλογος ώστε επεσκίασεν όλους τους πλουσίους, και υπερέβαλεν εκείνους οι οποίοι προσέφεραν πολλούς στατήρας, με τον πλούτον της προθέσεως και με την μεγάλην αξίαν της προθυμίας. Ώστε λοιπόν ούτε εδώ αδικήσαι, αλλά και περισσότερον κερδίζεις, καθόσον με ολίγην εισφοράν λαμβάνεις λαμπροτέρους στεφάνους από εκείνους οι οποίοι καταθέτουν πολλά.
Αλλ’ επειδή, αν και αυτά τα έχομεν ειπεί αναριθμήτους φοράς, αι φιλοσώματοι ψυχαί, αι οποίαι ευχαρίστως κυλίονται εις τα βιοτικά, και ηδυπαθώς απολαμβάνουν τα πράγματα της παρούσης ζωής, δεν θα απεφάσιζον εύκολα να απομακρυνθούν από τα άνθη που σαπίζουν (διότι τέτοια είναι τα ευχάριστα της ζωής αυτής) ούτε δέχονται να αφήσουν τας σκιάς· αλλ’ οι μεν λογικοί προσηλώνονται και εις εκείνα και εις αυτά, οι δε ελεεινότεροι και αθλιώτεροι περισσότερον μεν εις εκείνα, ελάχιστα δε εις αυτά, εμπρός, ας αφαιρέσωμεν τα φαιδρά και επιφανή προσωπεία της αισχράς και ασχήμου μορφής των πραγμάτων αυτών, και ας δείξωμεν την αηδίαν της γυναίκας, η οποία ζη σαν εταίρα. Διότι κάτι τέτοιο είναι η τοιούτου είδους ζωή, η οποία δίδει την προσοχήν της εις την απόλαυσιν, τον πλούτον και την δύναμιν· γεμάτη αισχρότητα, ασχημίαν και πολλήν εντροπήν, πλημμυρισμένη από αηδίαν, βάρος και πικρίαν. Αλλωστε αυτό είναι κυρίως που στερεί τους κυριευμένους απ’ αυτήν την ζωήν από κάθε συγγνώμην, ότι ενώ η ζωή αυτή είναι πλημμυρισμένη από αηδίαν και πολλήν πικρίαν, είναι εις αυτούς επιθυμητή και περιζήτητος, αν και είναι γεμάτη από αναρίθμητα κακά, κινδύνους, αίματα, κρημνούς, σκοπέλους, και φόνους, και φόβους, και τρόμους, και φθόνον, και βασκανίαν, και επιβουλήν, και φροντίδα διαρκή και μέριμναν και δεν έχει κανένα κέρδος, ούτε αποφέρει κανένα όφελος εκ των τόσων κακών, παρά κόλασιν και τιμωρίαν και διαρκείς βασάνους. Και ενώ είναι τέτοια η ζωή, φαίνεται εις τους πολλούς, αξιοζήλευτος και περιζήτητος, πράγμα το οποίον προέρχεται εκ της μωρίας των κυριευθέντων από αυτήν, και όχι από την αξίαν του πράγματος. Επειδή και τα μικρά παιδιά θαυμάζουν και σαστίζουν με τα παιχνιδάκια, όσα πράγματα όμως ταιριάζουν εις τους μεγάλους δεν ημπορούν να τα νοιώσουν καθόλου. Αλλ’ εκείνα μεν συγχωρούνται διά το μικρόν της ηλικίας των· αυτοί όμως δεν ημπορούν να απολογηθούν, διότι ενώ ευρίσκονται εις ώριμον ηλικίαν, έχουν γνώμην παιδικήν και συμπεριφέρονται περισσότερον ανόητα και από εκείνα.
Ειπέ μου, διατί είναι αξιοζήλευτος ο πλούτος; Είναι ανάγκη να αρχίσωμεν από εδώ σαν προοίμιον, διότι φαίνεται εις τους πολλούς που είναι άρρωστοι από την βαρείαν αυτήν ασθένειαν ότι είναι πολυτιμότερος από την υγείαν και την ζωήν, και από τον έπαινον των πολλών, και από την καλήν υπόληψιν, και από την πατρίδα, και από τους γνωστούς, και από τους φίλους, και από τους συγγενείς, και από όλα τα άλλα. Και υψώθη λοιπόν η φωτιά αυτή μέχρι τα σύννεφα, και εκυρίευσε γην και θάλασσαν η κάμινος αυτή. Και δεν υπάρχει κανείς που να σβήση την φλόγα αυτήν· αυτοί δε που την συνδαυλίζουν είναι όλοι αυτοί που εκυριεύθησαν από το πάθος, και αυτοί που δεν εκυριεύθησαν ακόμη, διά να κυριευθούν. Και ημπορεί να ιδή κανείς και άνδρα και γυναίκα και δούλον και ελεύθερον και πλούσιον και πτωχόν να μεταφέρη κατά την δύναμίν του δεμάτια και να προσφέρη πολλήν τροφήν εις την φλόγα αυτήν ημέρα και νύκτα· τα δε φορτία δεν είναι από ξύλα, ούτε από φρύγανα (διότι δεν είναι τέτοιου είδους η φλόγα), αλλά από ψυχάς και σώματα, αδικίας και παρανομίας. Διότι από αυτά ανάβει το είδος της φλόγας αυτής. Διότι και οι πλούσιοι πουθενά δεν σταματούν την ανόητον αυτήν επιθυμίαν, και αν ακόμη αποκτήσουν ολόκληρον την οικουμένην και οι πτωχοί βιάζονται να φθάσουν εκείνους, και κάποια λύσσα αθεράπευτος και μανία ακατάσχετος και ασθένεια αδιόρθωτος κυριεύει τας ψυχάς όλων. Και αυτός ο έρωτας νικά κάθε άλλον έρωτα και τον ωθεί και τον εκβάλλει από την ψυχήν. Και ούτε λόγος φιλίας υπάρχει, ούτε συγγενείας· και διατί λέγω φιλίας και συγγενείας; ούτε γυναικός ούτε παιδιών, από τα οποία τί αγαπητότερον ημπορεί να γίνη εις τους άνδρας; Αλλά όλα ρίπτονται κάτω και καταπατούνται, όταν η ωμή και απάνθρωπος αυτή κυρία κυριεύση τας ψυχάς όλων όσων κυριευθούν. Διότι ωσάν κυρία των απάνθρωπος, και ωσάν σκληρός τύραννος, και ωσάν βάναυσος βάρβαρος και ωσάν πόρνη κοινή και πολυδάπανος, καταντροπιάζει και κατατυραννεί, και καταδικάζει με αναρίθμητους κινδύνους και τιμωρίας όσους επροτίμησαν να την υπηρετήσουν και ενώ είναι φοβερά και αμείλικτος, άγρια και σκληρή, και έχει πρόσωπον βαρβάρου, μάλλον δε θηριώδες, και από λύκον και λέοντα αγριώτερον, φαίνεται ότι είναι ευγενική και ποθητή και γλυκυτέρα από το μέλι εις όσους αιχμαλωτισθούν από αυτήν. Και χαλκεύει εναντίον των κάθε ημέραν ξίφη και όπλα και ανασκάπτει βάραθρα, και τους οδηγεί εις κρημνούς και εις σκοπέλους και πλέκει άπειρα δίκτυα τιμωρίας εναντίον των και φαίνεται ωσάν να κάμη αυτούς αξιοζηλεύτους, τόσον εις αυτούς τους ίδιους που έχουν κυριευθή, όσον και εις εκείνους που επιθυμούν να κυριευθούν. Και όπως ο χοίρος που κυλίεται εις τον αύλακα και εις τον βόρβορον ευχαριστείται και απολαμβάνει, και όπως οι κάνθαροι που ανακατεύουν συνεχώς την κοπριάν, έτσι λοιπόν και όσοι εκυριεύθησαν από την φιλαργυρίαν είναι περισσότερον δυστυχισμένοι και από αυτά τα ζώα. Διότι αυτή η αηδία είναι μεγαλυτέρα και βρωμερώτερος ο βούρκος· διότι ενώ διέρχωνται την ζωήν των μέσα εις το πάθος αυτό, νομίζουν ότι αποκομίζουν από αυτό πολλήν ηδονήν· αυτό δε οφείλεται όχι εις την φύσιν του πράγματος, αλλά εις την μεγάλην μωρίαν της αρρώστου ψυχής. Αυτό δε είναι χειρότερον από την αλογίαν των ζώων εκείνων. Όπως λοιπόν εις τον βούρκον και την κοπριάν, αιτία δεν είναι η κοπριά και ο βούρκος, αλλά η αλογία των ζώων που έχουν πέσει μέσα, έτσι να σκεφθής σχετικά και με τους ανθρώπους.
7. Και πώς ημπορούμεν να θεραπεύσωμεν αυτούς που ευρίσκονται εις αυτήν την κατάστασιν; Αν ήθελαν να ανοίξουν τα αυτιά τους, να καθαρίσουν τον νουν τους και να δεχθούν τα λεγόμενα. Διότι τα μεν άλογα ζώα να τα μετατωπίση κανείς και να τα απομακρύνη από την ακάθαρτον διαμονήν των δεν είναι δυνατόν· διότι στερούνται λογισμού· το δε ημερώτερον τούτο γένος, το οποίον έχει προικισθή με σκέψιν και λόγον, εννοώ τον άνθρωπον, αν θέλη, είναι εύκολον και μάλιστα πολύ εύκολον να τον απαλλάξης από τον βόρβορον εκείνον και την δυσωδίαν και από την κοπριάν και από την αηδίαν. Διά ποιόν λόγον, άνθρωπε, σου φαίνεται ότι ο πλούτος είναι πολυπόθητος; Διά την απόλαυσιν που απορρέει από τα τραπέζια; Διά την τιμήν και την περιποίησιν που παρέχει με τους υπηρέτας; Διά το ότι ημπορεί και τους αδικούντας να αντιμετωπίζη και να είναι εις όλους φοβερός; Διότι δεν θα ημπορούσες να αναφέρης άλλας αιτίας, παρά την ηδονήν, και την κολακείαν, τον φόβον και την τιμωρίαν· διότι ο πλούτος ούτε σοφώτερον, ούτε φρονιμώτερον, ούτε καλύτερον, ούτε συνετώτερον συνηθίζει να κάνη τον άνθρωπον, ούτε χρηστόν, ούτε φιλάνθρωπον, ούτε δυνατώτερον από την οργήν, ούτε καλύτερον από την κοιλίαν, ούτε ανώτερον από τας ηδονάς· δεν μαθαίνει τον άνθρωπον να είναι μετριοπαθής, ούτε τον διδάσκει να είναι συνεσταλμένος, ούτε κάποιο άλλο μέρος της αρετής εισάγει και φυτεύει εις την ψυχήν. Ούτε ημπορείς να ειπής διατί είναι εις εσένα αυτός περισσότερον περιζήτητος και περισσότερον ποθητός από τους άλλους. Διότι όχι μόνον δεν γνωρίζει να φυτεύη ή να καλλιεργήση κανένα από τα αγαθά, αλλά και αν ακόμη τα εύρη συγκεντρωμένα, τα βλάπτει, τα εμποδίζει, τα καταξηραίνει· μερικά δε και τα ξεριζώνει και φυτεύει τα αντίθετα αυτών, ακολασίαν άμετρον, θυμόν άκαιρον, οργήν άδικον, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν, μωρίαν. Αλλ’ ας μη ομιλήσω περί αυτών· διότι αυτοί που έχουν κυριευθή από την ασθένειαν αυτήν δεν ανέχονται να ακούσουν περί αρετής και κακίας, επειδή είναι όλοι παραδεδομένοι εις την ηδονήν και δουλεύουν εις αυτήν, δεν ανέχονται να βλέπουν ότι κατηγορούνται και συγχρόνως ελέγχονται.
Εμπρός λοιπόν ας αφήσωμεν ως εδώ τον λόγον διά το θέμα αυτό, και ας φέρωμεν τα υπόλοιπα εις το μέσον, και ας ίδωμεν αν έχη κάποιαν ηδονήν ο πλούτος, κάποιαν τιμήν· διότι εγώ βλέπω τελείως το αντίθετον. Και αν θέλετε ας εξετάσωμεν πρώτον τας τραπέζας των πλουσίων και των πτωχών, και ας ερωτήσωμεν αυτούς που γευματίζουν, ποιοί είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την καθαράν και γνησίαν ηδονήν; Αυτοί οι οποίοι περνούν την ημέραν των εξαπλωμένοι επάνω εις κλίνην και συνδέουν τα βραδυνά δείπνα με τα μεσημβρινά, και τρώγουν μέχρι σκασμού, και ανάβουν τας αισθήσεις, και με το υπέρογκον φορτίον των τροφών κάνουν το πλοίον να βυθίζεται και να πλημμυρίζη, και καταπνίγουν την ψυχήν εις το ναυάγιον του σώματος και επινοούν δεσμά διά τα πόδια, τα χέρια και την γλώσσαν, και περισφίγγουν όλον το σώμα των με τα δεσμά της μέθης και της ακολασίας τα οποία είναι χειρότερα από τα δεσμά σιδηράς αλυσίδας, και δεν έχουν ύπνον ήσυχον και καθαρόν, και ούτε είναι απαλλαγμένοι από όνειρα φοβερά και είναι πιο δυστυχισμένοι από τους τρελλούς, και εισάγουν μέσα εις την ψυχήν των δαίμονα αδιάντροπον, και γίνονται περίγελως εις τους υπηρέτας των, μάλλον δε και τραγωδία και δακρύων αφορμή εις τους καλυτέρους εξ αυτών, και δεν γνωρίζουν κανένα από τους παρόντας, ούτε ημπορούν να ακούσουν και να είπουν κάτι, αλλά ορμητικά οδηγούνται από τα ανάκλιντρα εις την κλίνην; ή εκείνοι που προσέχουν και επαγρυπνούν και αναλόγως της ανάγκης κανονίζουν το μέτρον και πλέουν γαλήνια εις την ζωήν των και ωσάν το καλύτερον καρύκευμα εις τας τροφάς και εις τα ποτά έχουν την πείναν και την δίψαν; Διότι τίποτε δεν φέρει τόσην ηδονήν και υγείαν, όσην το να εγγίζη κανείς την τράπεζαν όταν πεινά και διψά και να γνωρίζη ωσάν χόρτασμα μόνον την ανάγκην και να μη υπερβαίνη τα όριά της, ούτε να εισάγη εις το σώμα του βάρος μεγαλύτερον από ό,τι ημπορεί να σηκώση.
8. Και αν απιστής εις τον λόγον μου παρατήρησε καλά τα σώματα και των δύο, και την ψυχήν εκάστου. Δεν είναι τα σώματα εκείνων που διαιτώνται με εγκράτειαν (διότι μη μου αναφέρης αυτό που σπανίως συμβαίνει, και αν υπάρχουν ασθενείς από κάποιαν άλλην περίστασιν, αλλά συμπέρανε από όσα πάντοτε και συνεχώς συμβαίνουν), δεν είναι τα σώματα των διαιτωμένων με εγκράτειαν εύρωστα και αι αισθήσεις των δυναμωμέναι, επιτελούσαι το έργον των με πολλήν ευκολίαν; των δε άλλων πλαδαρά και περισσότερον μαλακά από τον κηρόν και πολιορκούμενα από πλήθος νοσημάτων; Διότι και ποδάγραι τους καταλαμβάνουν, και τρέμουλα αδικαιολόγητος, και γήρας πρόωρον, και πονοκέφαλοι, και πρηξίματα, και στομαχικοί διαταραχαί, και έλλειψις ορέξεως, και διαρκώς έχουν ανάγκην ιατρών και συνεχών φαρμάκων και καθημερινής θεραπείας. Λοιπόν ειπέ μου, είναι αυτά ίδιον της ηδονής; Και ποιός από τους γνωρίζοντας τα πράγματα θα ειπή τί είναι ηδονή; Διότι η ηδονή γίνεται τότε όταν προηγηθή η επιθυμία και μετά ακολουθήση η απόλαυσις· αν όμως υπάρχη απόλαυσις, επιθυμία δε πουθενά δεν φαίνεται, η ηδονή φεύγει και εξαφανίζεται. Διά τούτο ακριβώς και οι ασθενείς, αν και έχουν ενώπιόν των εξαίρετα φαγητά, αισθάνονται ναυτίαν, και φαίνονται να ενοχλούνται καθώς τα τρώγουν επειδή λείπει απ’ αυτούς η όρεξις η οποία κάνει την απόλαυσιν γλυκυτάτην. Διότι ούτε τα τρόφιμα αυτά καθ’ εαυτά, ούτε τα ποτά, αλλά η όρεξις των εσθιόντων έχει την δύναμιν και γεννά την επιθυμίαν, και προξενεί την ευχαρίστησιν.
Διά τούτο και κάποιος σοφός άνδρας, ο οποίος εγνώριζε τα περί της ηδονής ακριβώς και ήξευρε να φιλοσοφή περί τούτων, έλεγεν· «ο υπερχορτασμένος με τροφήν απαξιοί την κηρήθραν», δεικνύων ότι η ηδονή έγκειται όχι εις την φύσιν της τραπέζης, αλλά εις την διάθεσιν των ανθρώπων που τρώγουν. Διά τούτο και ο προφήτης απαριθμών τα θαύματα που έγιναν εις την έρημον και εις την Αίγυπτον μεταξύ των άλλων είπε και τούτο ότι «εχόρτασεν αυτούς με μέλι εκ πέτρας». Αν και πουθενά δεν φαίνεται ότι η πέτρα ανέβλυσε μέλι δι’ αυτούς· τί λοιπόν σημαίνει το λεχθέν; Επειδή ήσαν κουρασμένοι από τον πολύν κόπον και την οδοιπορίαν και ήσαν κυριευμένοι από μεγάλην δίψαν, έπιπτον εις τα ψυχρά ύδατα, έχοντες αντί μεγάλου ορεκτικού την δίψαν, διά να παραστήση την ηδονήν εκείνων των πηγών είπε το νερό μέλι, όχι επειδή πράγματι έγινε μέλι, αλλά επειδή η ηδονή του νερού συνηγωνίζετο την γλυκύτητα του μέλιτος, επειδή προσέπεσαν εις αυτό διψώντες αυτοί οι οποίοι απήλαυσαν αυτό. Αφού λοιπόν αυτά έτσι έχουν, και κανείς δεν δύναται να αντιλέγη ακόμη καί αν είναι υπερβολικά αναίσθητος, δεν είναι ολοφάνερον ότι και ότι εις τα τραπέζια των πλουσίων η αηδία, η βδελυγμία και ο μολυσμός; Καθώς είπεν ο σοφός εκείνος άνδρας «και αυτά που έχουν γλυκύτητα φαίνεται ότι παρενοχλούν».
9. Αλλά θα ειπή κάποιος ότι ο πλούτος παρέχει τιμήν εις όσους τον έχουν, και τους κάνει ικανούς να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς με ευκολίαν. Διά τούτο λοιπόν, ειπέ μου, σας φαίνεται ποθητός και περιζήτητος, διά το ότι τρέφει εντός μας τα χειρότερα πάθη, οδηγεί εις έξαψιν την οργήν και μεγαλοποιεί τας πομφόλυγας της δοξομανίας, και προτρέπει και παρακινεί προς την υπερηφάνειαν; Όμως δι’ αυτό κυρίως πρέπει να τον αποφεύγωμεν υποχρεωτικώς, διότι εισάγει εντός μας μερικά θηρία άγρια και φοβερά, και μας στερεί της πραγματικά μεγαλυτέρας από όλας τιμής, και μας χαρίζει την αντίθετον φήμην, δίδων εις αυτήν χρώμα εκείνης και έτσι την παρουσιάζει εις τους απατημένους, και τους πείθει να νομίζουν ότι αυτή είναι εκείνη, ενώ εις την πραγματικότητα δεν είναι, αλλά μόνον κατά την όψιν φαίνεται ότι είναι. Όπως δηλαδή τα κάλλη των πορνών γυναικών, τα οποία γίνονται με φκιασίδια και με βαφάς και στερούνται της ωραιότητος, την δε αισχράν και άσχημον όψιν κάμνουν να φαίνεται καλή και ωραία εις αυτούς που απατούν, ενώ δεν είναι έτσι ακριβώς και ο πλούτος διά της βίας παρουσιάζει την κολακείαν ως τιμήν.
Μη βλέπης όσους επαίνους γίνονται φανερά διά φόβον και καλόπιασμα, διότι αυτά είναι τα χρώματα και αι σκιαί· αλλά εξέτασε την συνείδησιν του καθενός από αυτού του είδους τους κόλακας, και θα ιδής μέσα να σε καταδικάζουν αναρίθμητοι κατήγοροι, να σε αποστρέφωνται και να σε μισούν χειρότερα και από τους μεγαλυτέρους εχθρούς και αντιπάλους σου. Και αν κάποτε το προσωπείον που εδημιούργησεν αυτός ο φόβος ημπορούσε να το αφανίση και να το φανερώση κάποια μεταβολή των πραγμάτων, τότε θα ιδής καλά, όπως ακριβώς εάν άφηνεν ο ήλιος εις τα πρόσωπα εκείνα θερμοτέραν ακτίνα, ότι καθ’ όλον τον προηγούμενον καιρόν ευρίσκεσο εις την μεγαλυτέραν περιφρόνησιν εκείνων οι οποίοι σε επεριποιούντο, και ενόμιζες ότι σε εξετίμων εκείνοι οι οποίοι τόσον πολύ σε εμίσουν και σε περιέλουον κατά διάνοιαν με αναριθμήτους ύβρεις και επεθύμουν να σε ίδουν εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς. Διότι τίποτε άλλο δεν ημπορεί τόσον να γεννήση την εκτίμησιν, όσον η αρετή, εκτίμησιν όμως όχι καταναγκασμένην, όχι πλαστήν, ούτε κρυμμένην με προσωπείον απάτης, αλλά αληθινήν και γνησίαν που από καμμίαν δύσκολον περίστασιν δεν ανατρέπεται.
10. Αλλά θέλεις να εκδικηθής αυτούς που σε αδικούν; Και δι’ αυτόν λοιπόν κυρίως τον λόγον, όπως προ ολίγου ανέφερα, πρέπει να αποφεύγεται ο πλούτος. Διότι σε ωθεί να βυθίζης το ξίφος εις τον εαυτόν σου και καθιστά βαρυτάτας τας ευθύνας σου εις την άλλην ζωήν και τας τιμωρίας ανυποφόρους. Διότι τόσον μεγάλο κακόν είναι το να ανταποδίδης το κακόν, ώστε και την φιλανθρωπίαν του Θεού διώχνει, και την συγχώρησιν που έχει δοθή διά τα αμέτρητα αμαρτήματα την καθιστά άκυρον. Διότι αυτός που έλαβε την άφεσιν διά το χρέος των μυρίων ταλάντων, και που εδέχθη τόσην δωρεάν μόνον με την παράκλησίν του, επειδή εζήτει εκατόν δηνάρια οφειλόμενα εις αυτόν από τον σύνδουλόν του, ήτοι, επειδή εζητούσε να τιμωρηθή αυτός που τον ηδίκησε, προεκάλεσε την καταδίκην εναντίον του εαυτού του εξ αιτίας του πάθους που επέδειξεν εις τον συνάνθρωπόν του· και διά τίποτε άλλο, παρά μόνο δι’ αυτό παρεδόθη εις τους βασανιστάς και εκακοποιήθη και διετάσσετο να επιστρέψη τα μύρια τάλαντα. Δεν έτυχε καμίας συγγνώμης, ούτε απολογίας, αλλά υπέφερε φοβερά και διετάχθη να επιστρέψη ολόκληρον το χρέος, το οποίον προηγουμένως η φιλανθρωπία του Θεού του είχε χαρίσει. Διά τούτο λοιπόν, ειπέ μου, είναι περιζήτητος ο πλούτος εις σε, επειδή σε οδηγεί εύκολα εις τοιαύτην αμαρτίαν; Ακριβώς λοιπόν δι’ αυτόν τον λόγον πρέπει να τον αποστρέφεσαι ως εχθρόν και αντίπαλον και γεμάτον από πολλούς φόνους.
Αλλά η πτωχεία, λέγει, κάποιος, μας κάνει να δυσφορούμεν, και πολλάς φοράς να εκστομίζωμεν βλασφημίας και να υποφέρωμεν πράγματα δουλοπρεπή. Όχι η πτωχεία, αλλ’ η μικροψυχία· καθόσον και ο Λάζαρος ήτο πτωχός, και μάλιστα πολύ πτωχός· και μαζί με την πτωχείαν είχε και ασθένειαν πικροτέραν από κάθε πτωχείαν, η οποία έκανε και αυτήν την πτωχείαν βαρυτέραν και μαζί με την ασθένειαν ήτο έρημος προστασίας και εστερείτο θεραπείας και περιποιήσεως πράγματα που έκαναν την πτωχείαν και την ασθένειαν πικροτέραν. Διότι το κάθε ένα απ’ αυτά και μόνον του είναι οδυνηρόν, όταν δε δεν υπάρχουν και αυτοί που θα τον περιποιηθούν, το κακόν γίνεται μεγαλύτερον, η φλόγα φοβερωτέρα, η οδύνη πικροτέρα, ο χειμών αγριώτερος, η τρικυμία σφοδροτέρα, η κάμινος φλογωδεστέρα. Και αν ήθελε κάποιος να εξετάση με προσοχήν, μαζί με αυτά υπήρχε και ένα άλλο τέταρτον κακόν, η αφθονία και η καλοζωία του πλουσίου γείτονός του. Και αν θέλης να εύρωμεν και κάποιο άλλο πέμπτον κακόν, το οποίον του υπέκαιε την φλόγα, και τούτο θα το ιδής καλώς εις αυτόν. Διότι όχι μόνον έζη τρυφηλώς ο πλούσιος εκείνος, αλλά και διά δευτέραν και τρίτην φοράν και ακόμη πολλάς φοράς την ημέραν τον έβλεπε να ζη με πολυτέλειαν διότι εκείτο εις την είσοδόν του, φοβερόν θέαμα ελεεινής τραγωδίας, που ημπορούσε να κατασυγκινήση και πέτρινον ψυχήν μόνον που θα τον έβλεπε· και όμως ούτε αυτό έκαμε τον απάνθρωπον εκείνον εις το να βοηθήση την πτωχείαν εκείνην· αλλά εκείνος μεν παρέθετε συβαριτικήν τράπεζαν, και είχε πλήρη τα ποτήρια, και οίνον που εχύνετο άφθονος, και λαμπρά στρατόπεδα μαγείρων και συντρόφους και κόλακας το πρωί, και παρέας από τραγουδιστάς, κεραστάς, γελωτοποιούς· και επερνούσε την ζωήν του αναζητών κάθε είδος ασωτίας, και εις την μέθην και την κραιπάλην, και εις την ενδυμασίαν και εις τα φαγοπότια και εις άλλας πολλάς απολαύσεις. Αυτόν δε, ενώ τον έβλεπε καθημερινώς να υποφέρη από άγριαν πείναν και ασθένειαν πικροτάτην, να βασανίζεται από τόσας πληγάς, να είναι εντελώς απομονωμένος και να έχη όλα τα βάσανα τα οποία φέρνουν αυτά που ανέφερα, ουδέποτε τον εσκέπτετο· και ενώ οι περί αυτόν παράσιτοι και οι κόλακες έτρωγαν πέραν του δέοντος, ο πτωχός, ο τόσον πτωχός, και ο ευρισκόμενος εις τόσα κακά, ούτε ψίχουλα απελάμβανεν από το τραπέζι εκείνο, αν και τα επιθυμούσε τόσον πολύ. Και όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν τον έβλαψε, δεν είπε λέξιν πικράν, δεν εξεστόμισε λόγον βλάσφημον· αλλ’ όπως ο χρυσός εις την πλέον δυνατήν φωτιάν καθαρίζεται και γίνεται περισσότερον λαμπρός, έτσι ακριβώς και εκείνος ενοχλούμενος υπό των παθημάτων εκείνων που ήτο ανώτερος από όλα, ακόμα και από την ταραχήν που προξενείται εις τους πολλούς εξ αιτίας αυτής της καταστάσεώς του. Διότι αν απλώς οι πτωχοί όταν βλέπουν τους πλουσίους, λυώνουν από τον φθόνον και βασανίζωνται από την ζήλειαν και θεωρούν τον βίον των αβίωτον, και τούτο ενώ διαθέτουν επαρκή τα αναγκαία τρόφιμα και έχουν θεράποντας, ο πτωχός αυτός, που ήτο πτωχότερος όλων, και όχι μόνον πτωχός αλλά και ασθενής, και δεν είχε κανένα προστάτην και παρήγορον, αλλ’ έκειτο εις το μέσον της πόλεως ως εις εσχάτην ερημίαν και έλυωνεν από άγρια πείνα, και έβλεπεν ότι όλα τα αγαθά έτρεχαν εις εκείνον αφθονώτατα σαν από πηγάς, και δεν απελάμβανε καμμίαν ανθρωπίνην παρηγορίαν, εις δε τας γλώσσας των σκύλων ήτο αφημένος ωσάν καθημερινή τράπεζα (διότι τόσον αδύνατον και παραλυμένον ήτο το σώμα του, ώστε να μη ημπορή να διώξη ούτε εκείνους), τί δεν θα έπασχεν αν δεν ήτο τόσον γενναίος και πιστός; Βλέπεις λοιπόν ότι όποιος δεν αδικεί τον εαυτόν του, και αν ακόμη αδικήται από όλους, δεν πάσχει κανένα κακόν; διότι θα επαναλάβω πάλιν τον ίδιον λόγον.
11. Διότι τί επροξένησε η ασθένεια εις τον πτωχόν Λάζαρον; Τί η έλλειψις των προστατών; Τί η έφοδος των σκύλων; Τί η γειτονεία του προς τον κακόν πλούσιον; Και εις τί εζημίωσε τον αθλητήν τούτον η μεγάλη πολυτέλεια και υπερηφάνεια και η ηθική φαυλότης εκείνου; Μήπως τον κατέστησεν ασθενέστερον διά τους υπέρ της αρετής αγώνας; Και τί έβλαψε την ψυχικήν του δύναμιν; Πουθενά τίποτε· μάλιστα δε τα τόσα πολλά δεινά και η σκληρότης του πλουσίου εκείνου τον εδυνάμωσαν περισσότερον και έγιναν αφορμή εις αυτόν δι’ αναριθμήτους στεφάνους, και προσέθεσαν εις αυτόν βραβεία και αύξησιν μισθού και αιτίαν διά μεγαλυτέρας αμοιβάς. Διότι δεν εστεφανώνετο μόνον διά την πτωχείαν του, ούτε διά την πείναν, ούτε διά τας πληγάς, ούτε διά τας γλώσσας των σκύλων· αλλά διά το ότι ενώ είχε τοιούτον γείτονα, και ενώ κάθε ημέραν εβλέπετο από αυτόν, και περιεφρονείτο διαρκώς, με γενναιότητα και με πολλήν καρτερίαν υπέμεινε τον πειρασμόν τούτον, ο οποίος όχι ολίγον, αλλά πάρα πολύ έκαιε την πενίαν του και την ασθένειάν του και την εγκατάλειψίν του.
Και τί έπαθεν ο μακάριος Παύλος, ειπέ μου; Τίποτε δεν με εμποδίζει να ξανααναφέρω τον άνδρα. Μήπως δεν εδέχθη αδιάκοπον βροχήν από δοκιμασίας; Εις τί λοιπόν εβλάβη εκ τούτου; Μήπως δεν εστεφανώνετο πολύ περισσότερον εκ τούτων, εκ του ότι ελιμοκτόνει, εκ του ότι υπέφερεν από το κρύο και την γυμνότητα, εκ του ότι πολλάς φοράς επληγώνετο με μαστίγια, εκ του ότι ελιθοβολείτο, εκ του ότι εναυάγει; Αλλ’ εκείνος ήτο Παύλος, λέγει κάποιος, και εκλεκτός του Χριστού. Και όμως και ο Ιούδας ήτο εις των δώδεκα, και εκλεκτός και αυτός του Χριστού· αλλ’ ούτε το ότι ήτο εις των δώδεκα, ούτε η κλήσις τον ωφέλησεν, επειδή δεν είχε διάθεσιν ρέπουσαν προς την αρετήν. Αλλ’ ο μεν Παύλος, αν και επάλαιε προς την πείναν, αν και εστερείτο της αναγκαίας τροφής, αν και έπασχε τόσα κάθε ημέραν, με πολλήν προθυμίαν έτρεχε την οδόν η οποία ωδήγει εις τον ουρανόν. Εκείνος δε, αν και προ αυτού εκλήθη, αν και απήλαυσε τα αυτά με εκείνον, αν και εμυήθη εις την ανωτάτην φιλοσοφίαν, αν και μετέσχεν εις τράπεζαν ιεράν και εις τα φοβερώτατα εκείνα δείπνα και έλαβε τόσην χάριν, ώστε και νεκρούς να εγείρη και λεπρούς να καθαρίζη και δαίμονας να εκδιώκη και ήκουσε πολλάς φοράς τους περί ακτημοσύνης λόγους, και επί τόσον χρόνον συνανεστράφη με τον ίδιον τον Χριστόν, και έγινε ταμίας των χρημάτων των πτωχών, διά να έχη με αυτό παρηγορίαν εις το πάθος του (διότι ήτο κλέπτης), ούτε ύστερα από όλα αυτά εβελτιώθη, αν και απήλαυσε τόσην επιείκειαν από τον Σωτήρα. Επειδή δηλαδή εγνώριζεν ο Χριστός ότι ήταν φιλάργυρος και θα κατεστρέφετο εξ αιτίας της υπερβολικής του αγάπης προς τα χρήματα, όχι μόνον δεν τον ετιμώρησε τότε διά τούτο, αλλά διά να καταπραΰνη το πάθος του, ενεπιστεύθη εις αυτόν και τα χρήματα των πτωχών διά να ημπορέση να χορτάση την φιλοχρηματίαν του και να μη καταπέση εις το φρικτόν εκείνο βάραθρον, προλαμβάνων έτσι διά του μικροτέρου κακού το μεγαλύτερον.
12. Έτσι λοιπόν εις όλας τας περιπτώσεις εκείνον ο οποίος δεν θέλει να αδική τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα ημπορέση να τον αδικήση· εκείνον δε ο οποίος δεν θέλει να προσέχη και να προσφέρη μόνος του ό,τι ημπορεί, κανείς ποτέ δεν θα τον ωφελήση. Διά τούτο προς χάριν σου και η θαυμασία ιστορία των Γραφών, ωσάν εις κάποιαν εικόνα υψηλήν και μεγάλην και πολύ πλατείαν, ανέγραψε τους βίους των παλαιών, και επεξέτεινε την διήγησιν από του Αδάμ μέχρι της παρουσίας του Χριστού· και σου δεικνύει τους νικημένους και τους στεφανωμένους, διά να σε διδάξη δι’ όλων αυτών, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικείται από τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα ημπορέση να αδικήση, και αν ακόμη ολόκληρος η οικουμένη εγείρη εναντίον του σκληρόν πόλεμον. Διότι ούτε δυσκολία πραγμάτων, ούτε αλλαγαί περιστάσεων, ούτε αρχόντων απειλαί, ούτε βροχαί από κατατρεγμούς, ούτε πλήθος από συμφοράς, ούτε όλος ο συρφετός όλων των ανθρωπίνων κακών αν συγκεντρωθή, ημπορεί να μετακινήση καθόλου τον γενναίον, τον πρόθυμον, τον προσεκτικόν όπως πάλιν τον ράθυμον και αμελή και προδομένον από τον ίδιον τον εαυτόν του, και αν ακόμα τον περιβάλλουν αναρίθμητοι φροντίδες του, δεν τον κάνουν καθόλου καλύτερον. Αυτό μας εφανέρωσε και η παραβολή περί των ανθρώπων εκείνων εκ των οποίων ο μεν έκτισε την οικίαν του επί της πέτρας, ο δε επί της άμμου· και τούτο ελέχθη όχι διά να εννοήσωμεν άμμον και πέτραν, ούτε οικοδομήν λίθων, και οροφήν, ούτε ποταμούς και βροχήν και ανέμους σφοδρούς που προσβάλλουν τας οικοδομάς, αλλά διά να εκλάβωμεν αυτά ως αναφερόμενα εις την αρετήν και την κακίαν, και να ίδωμεν έτσι, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν τον αδικεί κανείς. Λοιπόν ούτε η βροχή, αν και έπεσε ραγδαίως, ούτε οι ποταμοί που προσέπιπτον με πολλήν ορμήν, ούτε οι άγριοι που εκτύπησαν με μεγάλην δύναμιν εσάλευσαν την οικίαν εκείνην· αλλ’ έμεινε και ακατάβλητος και ακίνητος· διά να μάθης, ότι εκείνον ο οποίος δεν προδίδει τον εαυτόν του, ουδεμία δοκιμασία δύναται να βλάψη. Η δε οικία του άλλου κατέρρεεν ευκόλως, όχι βέβαια εξ αιτίας της προσβολής των εναντίον της στοιχείων (διότι αν συνέβαινεν αυτό εξ αιτίας τούτου και η άλλη το ίδιον θα υφίστατο) αλλά εξ αιτίας της ιδικής του ανοησίας. Διότι δεν έπεσεν η οικία επειδή εφύσησεν άνεμος, αλλά επειδή ήτο κτισμένη επάνω εις την άμμον, δηλαδή επί της ραθυμίας και της πονηρίας. Διότι και πριν να έλθη και να την πλήξη η θύελλα εκείνη, δεν ήτο στερεά και ήτο έτοιμη να πέση. Διότι αι οικοδομαί αυταί και τίποτε αν δεν τας ενοχλή, καταπίπτουν αυτομάτως, επειδή υποχωρούν τα θεμέλιά τους και φθείρονται από παντού. Και όπως αι μεν αράχναι αυτομάτως διασπώνται, χωρίς κανείς να τας βλάπτη, το δε διαμάντι και όταν ακόμη κτυπιέται μένει αδιάλυτον, έτσι ακριβώς και όσοι δεν αδικούν τους εαυτούς των, και αν προσβάλλωνται από μυρίους, γίνονται ισχυρότεροι· όσοι δε προδίδουν τους εαυτούς των, και αν δεν τους ενοχλή κανείς, μόνοι τους πίπτουν και διαλύονται και χάνονται. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας εχάθη, όχι μόνον χωρίς να τον ενοχλήση κανείς πειρασμός, αλλά και ενώ απήλαυε πολλήν καλωσύνην.
13. Θέλεις να σου αποδείξω ότι αυτό ισχύει και επί ολοκλήρων λαών; Πόσης προνοίας έτυχεν ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν εχρησιμοποιείτο όλη η ορατή κτίσις προς υπηρεσίαν αυτών; και δεν εδίδετο εις αυτούς ένας νέος και παράξενος τρόπος ζωής; Διότι, χωρίς να πηγαίνουν εις αγοράν ελάμβανον ό,τι είχαν ανάγκην, χωρίς να δώσουν χρήματα· ούτε αυλάκια άνοιγαν, ούτε το άροτρον έσυρον, ούτε την γην έσκαπτον, ούτε σπόρους έρριπταν, ούτε είχαν ανάγκην βροχών και ανέμων και των εποχών του έτους, ούτε της ακτίνος του ηλίου, ούτε της πορείας της σελήνης, ούτε του αέρος της φύσεως, ούτε κανένα άλλο από αυτά· δεν έκαναν αλώνι, ούτε έτριβαν καρπόν, ούτε είχαν ανάγκην ανέμου προς χωρισμόν του σίτου από τα άχυρα, ούτε εγύριζαν χερόμυλον, ούτε έκτιζαν φούρνον, ούτε έφεραν μέσα εις το σπίτι ξύλα και φωτιάν, ούτε εχρειάζοντο αρτοποιητικήν τέχνην, ούτε μετεχειρίζοντο δικέλλαν, ούτε ακόνιζαν δρεπάνι, ούτε είχαν ανάγκην από κάποιαν άλλην τέχνην, την υφαντικήν, εννοώ, και την οικοδομικήν και την υποδηματοποιίαν· αλλά το παν εις αυτούς ήταν ο λόγος του Θεού. Και είχαν τράπεζαν στρωμένην, χωρίς ιδρώτας και κόπους. Τέτοιο ήταν το μάννα· φρέσκο και νωπό και δεν παρείχεν εις αυτούς καμμίαν δυσκολίαν και ούτε εβασάνιζεν αυτούς με κόπον. Και τα ενδύματά των, και τα υποδήματα, και τα ίδια τα σώματά των ελησμόνησαν την ασθένειάν των, διότι εις χρόνον τόσον μεγάλον ούτε εκείνα ετρίβοντο, ούτε τα πόδια των εσκλήρυναν παρά τας τόσας πορείας. Ουδεμίαν ενθύμησιν είχον δι’ ιατρούς και φάρμακα και την άλλην θεραπευτικήν φροντίδα· τόσον έλειπεν από αυτούς κάθε ασθένεια. «Διότι εξήγαγεν αυτούς με άργυρον και χρυσόν», λέγει, «και εις τας φυλάς των δεν υπήρχε κανείς ασθενής». Αλλά ωσάν να είχον αφήσει τον κόσμον αυτόν, και να είχον μετοικήσει εις άλλην καλυτέραν οικουμένην έτσι έτρωγον, έτσι έπινον και ούτε η ακτίνα του ηλίου όταν εγίνετο θερμοτέρα έκαιε τα κεφάλια τους, διότι ημπόδιζε την φλόγα μία νεφέλη, η οποία αιωρείται επάνω από αυτούς και εγίνετο κινουμένη στέγη δι’ όλον εκείνο το πλήθος. Αλλά ούτε κατά την διάρκειαν της νυκτός είχον ανάγκην από λαμπάδα, η οποία να διαχωρίζη το σκότος, αλλά είχον άσβεστον πηγήν φωτός την στήλην του πυρός, η οποία εκάλυπτε δύο ανάγκας, και τους εφώτιζε και τους κατηύθυνεν εις την πορείαν των. Διότι δεν ήταν μόνον φωτεινή, αλλά και από κάθε οδηγόν ακριβέστερον κατηύθυνεν εις την έρημον εκείνην το αναρίθμητον εκείνο πλήθος. Και εβάδιζαν όχι μόνον εις την ξηράν, αλλά και εις την θάλασσαν, ως να ήτο ξηρά· και περιεφρόνουν τας συνθήκας της φύσεως, διέβαινον το άγριον εκείνο πέλαγος, ωσάν να επερπατούσαν ανάμεσα από στερεάν πέτραν και ασφαλές έδαφος· και όταν μεν υπεβάσταζεν αυτούς το στοιχείον εκείνο ήτο ωσάν γη στερεά, και πεδιάδες ομαλαί, και αγροί· όταν όμως εδέχετο τους εχθρούς των, ενήργει ως θάλασσα· και εις αυτούς μεν έγινεν όχημα, εις τους αντιπάλους των όμως τάφος· τους μεν μετέφερε με ευκολίαν, τους δε κατέπνιγε με μεγάλην αγριότητα. Και η άτακτος ροή των υδάτων, εδείκνυε τάξιν και υπακοήν ανθρώπων λογικών και πολύ φρονίμων, και έκανεν άλλοτε μεν τον προστάτην, άλλοτε δε τον δήμιον, και εις μίαν και την αυτήν ημέραν εφανέρωνεν όλα μαζί τα αντίθετα. Και τί να ειπή κανείς διά τας πέτρας, αι οποίαι ανέβλυσαν ποταμούς υδάτων; Και τί διά τα νέφη των πτηνών, τα οποία με το πλήθος των εσκέπασαν ολόκληρον την γην; Και τί διά τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον; Και τί διά τα παράδοξα συμβάντα εις την έρημον; Τί διά τα τρόπαια και τας νίκας που εγίνοντο χωρίς αίμα; Διότι ενικούσαν τους αντιπάλους των ωσάν να εχόρευαν και όχι ωσάν να επολεμούσαν. Και τους μεν κυριάρχους τους ενίκησαν χωρίς όπλα, τους δε μετά την αναχώρησίν τους από την Αίγυπτον μαχομένους εναντίον τους, ενικούσαν με σαλπίσματα και ύμνους· και ήσαν χορός μάλλον παρά πόλεμος τα γινόμενα, μυσταγωγία μάλλον παρά μάχη. Διότι όλα αυτά τα τόσον μεγάλα έγιναν όχι μόνον διά τούτο, διά να τους δώση αυτά που εχρειάζοντο, αλλά και διά να διατηρήσουν με μεγαλυτέραν ακρίβειαν την διδασκαλίαν της θεογνωσίας, την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ο Μωυσής· και από παντού ηκούοντο φωναί, αι οποίαι εμαρτύρουν τον Κύριον. Καθόσον και η θάλασσα εφώναζε τούτο, μεταβαλλομένη άλλοτε μεν εις ξηράν, άλλοτε δε πάλιν εις θάλασσαν· και τα νερά του Νείλου άφηναν την ιδίαν φωνήν με το να μεταβάλλωνται εις αίμα· και οι βάτραχοι, και το στρατόπεδον εκείνο των ακρίδων, και η κάμπη, και η ερυσίβη αυτά έλεγον εις όλον τον λαόν· και τα εν τη ερήμω θαύματα, το μάννα, η στήλη του πυρός, η νεφέλη, τα ορτύκια, όλα τα άλλα έγιναν ωσάν βιβλίον τότε εις αυτούς και ωσάν γράμματα ανεξίτηλα, τα οποία καθημερινά διετηρούντο εις την μνήμην των έναυλα, και ηχούσαν εις την διάνοιάν των.
Όμως ύστερα από τόσην και τέτοιαν φροντίδα δι’ αυτούς, μετά τας ανεκφράστους εκείνας ευεργεσίας προς αυτούς, μετά το μέγεθος των θαυμάτων, μετά την ανείπωτον προστασίαν, μετά την διαρκή διδασκαλίαν, μετά την κατήχησιν την από των λόγων, μετά την παραίνεσιν την από των έργων, μετά τας λαμπράς νίκας, μετά τα τρόπαια τα παράδοξα, μετά την αφθονίαν των τραπεζών, μετά την περίσσειαν των υδάτων εκείνων, μετά την μεγάλην δόξαν με την οποίαν περιεβλήθησαν εις ολόκληρον τον κόσμον, επειδή ήσαν αγνώμονες και αναίσθητοι; προσεκύνησαν μόσχον, και ελάτρευαν κεφαλήν βοός, και ήθελαν να τα αναγνωρίσουν θεούς, αν και είχαν εις την μνήμην τους προσφάτους τας εις την Αίγυπτον ευεργεσίας του Θεού, και αν και απελάμβανον και άλλα πολλά ακόμη.
14. Ο λαός δε των Νινευϊτών, που ήτο βάρβαρος και αλλόφυλος, αν και εις τίποτε από τα παραπάνω δεν είχε μετάσχει, ούτε μικρόν, ούτε μεγάλον, ούτε λόγους, ούτε θαύματα, ούτε έργα, ούτε διδασκαλίας, επειδή είδε κάποιον άνθρωπον να σώζεται από ναυάγιον, ο οποίος ουδέποτε προηγουμένως συνανεστράφη μαζί τους, αλλά τότε διά πρώτην φοράν εμφανίζεται εις αυτούς, να παρουσιάζεται και να λέγη, «ακόμη τρείς ημέρες και θα καταστραφή η Νινευή», τόσον ήλλαξαν και έγιναν καλύτεροι εξ αιτίας των ολίγων αυτών λέξεων και αφού απέβαλον την προηγουμένην κακίαν εβάδισαν προς την αρετήν διά της μετανοίας, ώστε να ανακαλέσουν την απόφασιν του Θεού και να στερεώσουν την πόλιν που εσείετο, και να απομακρύνουν την θεόπεμπτον οργήν, και να απαλλαγούν από κάθε κακόν. Διότι «είδεν ο Θεός», λέγει, «ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από τον πονηρόν του δρόμον που ακολουθούσε και επέστρεψεν εις τον Κύριον».
Πώς απεμακρύνθη, ειπέ μου; Και όμως ήταν μεγάλη η κακία των, απερίγραπτος η πονηριά των, δυσκολοθεράπευτοι αι πληγαί των· και αυτό ακριβώς εννούσεν ο προφήτης όταν έλεγεν· «ανέβη η κακία των μέχρι τον ουρανόν», φανερώνουν με την απόστασιν αυτήν το μέγεθος της κακίας των. Όμως την τόσον μεγάλην κακίαν, που τόσον εκορυφώθη και υψώθη, ώστε να φθάση μέχρι και του ουρανού, αυτήν εις τρεις ημέρας, εις χρόνον συντομώτατον, με ολίγας λέξεις, τας οποίας ήκουσαν από έναν άνθρωπον άγνωστον, ξένον, ναυαγόν, τόσον την εξάλειψαν τόσον την εξαφάνισαν, τόσον την εκλώτσησαν, ώστε να αξιωθούν να ακούσουν τέτοιους λόγους, ότι «είδεν ο Θεός ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από την πονηράν οδόν που εβάδιζε και τους απήλλαξεν από την κακίαν την οποίαν είπεν ότι θα κάνη εις αυτούς ο Θεός». Βλέπεις ότι ο φρόνιμος και προσεκτικός όχι μόνον καθόλου δεν ζημιώνεται από τους ανθρώπους, αλλά και ανατρέπει και την θεόσταλτον οργήν; Εκείνος όμως που προδίδει μόνος του τον εαυτόν του και τον καταζημιώνει, και αν ακόμα απολαύη αναριθμήτους ευεργεσίας, δεν κερδίζει τίποτε μεγάλο; Έτσι λοιπόν, ούτε τα τόσα θαύματα ωφέλησαν τους Ισραηλίτας καθόλου, ούτε εζημίωσε τους Νινευίτας η μη συμμετοχή εις αυτά· επειδή όμως αυτοί ήσαν ευγνώμονες, άρπαξαν την μικράν ευκαιρίαν, έγιναν καλύτεροι, αν και ήσαν βάρβαροι και αλλόφυλοι και δεν είχαν ακούσει κανένα θείον χρησμόν και κατοικούσαν πολύ μακρυά από την Παλαιστίνην.
15. Ειπέ μου, έβλαψαν την αρετήν των τριών νέων, τα επελθόντα εις αυτούς δεινά; Ενώ ακόμη ήσαν νέοι, νεώτατοι, εις ηλικίαν ανώριμον, δεν υπέμειναν την φοβεράν εκείνην τιμωρίαν και αιχμαλωσίαν, και δεν εξωρίσθησαν εις την μακρυνήν εκείνην εξορίαν, και εχωρίσθησαν από την πατρίδα και την οικίαν των, και από τον ναόν και τον βωμόν, και από τας θυσίας και τας προσφοράς και τας σπονδάς, και από αυτάς τας ψαλμωδίας ελθόντες εις ξένην γην; Διότι δεν ήταν απηγορευμένη εις αυτούς μόνον η οικία των, αλλά και πολλοί τρόποι της λατρείας των. Δεν παρεδόθησαν σε βαρβαρικά χέρια, και εις λύκους μάλλον παρά εις ανθρώπους, και το χειρότερον, μεταφερθέντες εις τόσον μακράν και βάρβαρον χώραν, και εις αιχμαλωσίαν φοβερωτάτην, ούτε διδάσκαλον είχον, ούτε προφήτην, ούτε άρχοντα; Διότι «δεν υπάρχει», λέγει, «άρχων ούτε προφήτης και ηγούμενος, ούτε τόπος διά να καρποφορήσωμεν ενώπιον του και να εύρωμεν έλεος». Αλλά και εις βασιλικήν οικίαν εισήχθησαν, ωσάν εις κάποιον σκόπελον και κρημνόν, και ωσάν εις πέλαγος γεμάτον από υφάλους και βράχους, χωρίς κυβερνήτην και καπετάνιον, και ναύτας, και πανιά, αναγκαζόμενοι να διαπλέουν την φοβεράν εκείνην θάλασσαν και ήσαν εγκεκλεισμένοι εις τα βασιλικά ανάκτορα ως εις δεσμωτήριον. Διότι επειδή εγνώριζον να φιλοσοφούν και ήσαν ανώτεροι των βιοτικών πραγμάτων, και περιεφρόνησαν όλην την ανθρωπίνην ματαιοδοξίαν και έκαναν έτσι ελαφρά τα φτερά τους και εθεώρουν την παραμονήν των εις την βασιλικήν οικίαν ως ένα ακόμη κακόν επί πλέον. Διότι εάν μεν ήσαν έξω και εις ιδιωτικήν οικίαν θα απελάμβανον περισσοτέραν ελευθερίαν εισαχθέντες δε εις το δεσμωτήριον εκείνο (διότι ενόμιζαν ότι όλη εκείνη η πολυτέλεια δεν ήταν καθόλου καλυτέρα από δεσμωτήριον, και κρημνούς και σκοπέλους) υπέμειναν αμέσως μεγάλην δυσκολίαν. Διότι ο μεν βασιλεύς τους διέταξε να συμμετέχουν εις την τράπεζάν του, την συβαριτικήν εκείνην, και ακάθαρτον και βέβηλον, εις αυτούς όμως επειδή τούτο ήτο απηγορευμένον από τον νόμον τους εφαίνετο χειρότερον από τον θάνατον και μόνοι ωσάν αρνία εν μέσω τόσων λύκων είχον αποκλεισθή. Και έπρεπεν ή να λειώνουν από την πείναν, μάλλον δε και να αποθάνουν, ή να τρώγουν από φαγητά απηγορευμένα. Τί κάνουν λοιπόν οι νέοι, οι ορφανοί, οι αιχμάλωτοι, οι ξένοι, οι δούλοι των διατασσόντων αυτά; Δεν εθεώρησαν αρκετήν απολογίαν των την ανάγκην, ούτε την τυραννικήν εξουσίαν του άρχοντος της πόλεως· αλλά σκέπτονται τα πάντα και κάνουν τα πάντα, ώστε να αποφύγουν την αμαρτίαν, αν και από παντού ήσαν αναγκασμένοι να την διαπράξουν. Διότι ούτε με χρήματα ημπορούσαν να πείθουν· πώς θα το έκαναν αυτό αφού ήσαν αιχμάλωτοι; ούτε με φιλίαν και συναναστροφήν· πώς θα το έκαναν αυτό οι ξένοι; ούτε με την δύναμιν να νικήσουν· διότι πώς θα το κατώρθωναν αυτό οι δούλοι; ούτε να υπερισχύσουν με το πλήθος· πώς θα το έκαναν αυτό οι τρεις μόνοι;
Έρχονται λοιπόν και πείθουν με λόγους τον αξιωματούχον εκείνον, ο οποίος είχε αυτήν την εξουσίαν. Επειδή λοιπόν τον ευρήκαν περίφοβον και τρέμοντα και ανησυχούντα σφοδρώς περί της σωτηρίας του, και φόβος αφόρητος συνεκλόνιζε την ψυχήν του· διότι «φοβούμαι εγώ», λέγει, «τον κύριόν μου τον βασιλέα μήπως ιδή κάποτε τα πρόσωπά σας σκυθρωπά περισσότερον από τα παιδιά της ηλικίας σας και με φονεύση ο βασιλεύς»· αφού τον απήλλαξαν από τον φόβον αυτόν, τον πείθουν να δώση εις αυτούς την χάριν. Και επειδή όλα όσα ημπορούσαν να κάνουν τα έκαναν, και ο Θεός εισέφερε το ιδικόν του. Διότι δεν ήτο κατόρθωμα μόνον του Θεού αυτά που επρόκειτο να λάβουν εκείνοι ως ανταμοιβήν, αλλά η αρχή και ο πρόλογος προήλθεν από την γνώμην εκείνων και με την γενναιότητα και την ανδρείαν απέσπασαν την βοήθειαν του Θεού και επέτυχαν εκείνο το οποίον επιμόνως ήθελαν.
16. Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν θα ημπορέση να τον ζημιώση κανείς άλλος; Να λοιπόν και νεότης, και αιχμαλωσία, και ορφάνια και εξορία και απομόνωσις και έλλειψις προστασίας, και φοβερόν διάταγμα και μεγάλος φόβος θανάτου πολιορκών την σκέψιν του ευνούχου, και πενία και ολιγότης, και παραμονή εν μέσω βαρβάρων, και το ότι είχον κυρίους τους εχθρούς των, και το ότι ήσαν παραδεδομένοι εις αυτάς τας βασιλικάς χείρας, και ο χωρισμός από όλους τους οικείους τους, και από ιερείς και προφήτας και η αποξένωσις από όλους τους άλλους, οι οποίοι τους εκυβερνούσαν, και η στέρησις από σπονδάς και θυσίας, και η έλλειψις ναού και ύμνων, και τίποτε απ’ αυτά δεν τους έβλαψεν αλλά τότε ηυτύχησαν περισσότερον, παρά όταν εχαίροντο αυτά εις την πατρίδα των.
Και αφού επέτυχαν πρώτα αυτό το κατόρθωμα, και εφόρεσαν λαμπρόν στέφανον, και ετήρησαν τον νόμον εις την ξένην χώραν, και κατεπάτησαν τυραννικόν διάταγμα, και ενίκησαν τον φόβον του τρισαθλίου, και δεν εζημιώθησαν εις τίποτε από πουθενά, ωσάν να ευρίσκοντο εις την πατρίδα των και να απήλαυον όλα εκείνα, έτσι επέτυχον εύκολα αυτό το έργον, και εκαλούντο πάλιν εις άλλους αγώνας. Και πάλιν ήσαν οι ίδιοι και ήρχιζαν αγώνα φοβερώτερον του προηγουμένου, και άναβε δι’ αυτούς κάμινος, και παρετάσσετο εναντίον των βαρβαρικόν στρατόπεδον μαζί με τον Βασιλέα· και εκινείτο όλη η περσική δύναμις και τα πάντα εμηχανώντο προς εξαπάτησιν και εκβιασμόν αυτών· και διάφορα είδη μουσικής, και τιμωρίαι ποικίλαι, και απειλαί, και η θέα από παντού ήτο φοβερά, και τα λόγια φοβερώτερα από την θέαν· αλλ’ όμως επειδή δεν επρόδωσαν τους εαυτούς των, αλλά έκαναν κάθε τι που εξηρτάτο από αυτούς ποτέ εις τίποτε δεν εζημιώθησαν· αλλά και εφόρεσαν στεφάνους λαμπροτέρους από ό,τι προηγουμένως. Τους έδεσε λοιπόν ο Ναβουχοδονόσορ και τους έβαλε μέσα εις την κάμινον, όμως δεν τους έβλαψεν, αλλά και περισσότερον τους ωφέλησε και τους έκαμεν ενδοξοτέρους. Και ενώ δεν είχαν ούτε ναόν (θα ειπώ πάλι τα ίδια), ούτε θυσιαστήριον, ούτε πατρίδα, ούτε ιερείς, ούτε προφήτας, ευρισκόμενοι εις ξένην και βάρβαρον χώραν, εις το μέσον της καμίνου, μεταξύ ολοκλήρου εκείνου του στρατεύματος, και ενώ έβλεπεν όλα αυτά ο βασιλεύς, ο οποίος και τα υποκινούσεν, έστησαν λαμπρόν τρόπαιον και εσημείωσαν περιφανή νίκην, ψάλλοντες την θαυμασίαν εκείνην και παράξενον ψαλμωδίαν, η οποία ψάλλεται έκτοτε μέχρι και σήμερα εις όλα τα μέρη της οικουμένης, και θα ψάλλεται και εις τας μετά ταύτα γενεάς. Έτσι λοιπόν όταν κανείς δεν αδική τον εαυτόν του, εις τίποτε δεν θα ημπορέσουν οι άλλοι να τον βλάψουν· διότι δεν θα παύσω να επαναλαμβάνω τούτο συνεχώς. Καθόσον εάν αιχμαλωσία, και δουλεία, και απομόνωσις, και εξορία, και στέρησις όλων των οικείων, και θάνατος, και εμπρησμός, και τόσος στρατός, και τόσον ωμός τύραννος, δεν ημπόρεσαν τρεις παίδας νέους αιχμαλώτους, δούλους, ξένους, ευρισκομένους εις ξένην γην, ουδόλως να βλάψουν εις την αρετήν των, αλλά μεγαλυτέραν αντιθέτως έδωκεν εις αυτούς παρρησίαν η εναντίον τους επιβουλή· τί θα ημπορέση τότε να βλάψη τον προσεκτικόν άνθρωπον; Τίποτε, έστω και αν έχη έχθραν του ολόκληρον την οικουμένην. «Αλλ’ ο Θεός τότε», λέγει, «εβοήθησεν αυτούς και τους ήρπαξε μέσα από την φλόγα». Βεβαίως· και συ αν κάνης κάθε τι που εξαρτάται από εσένα, οπωσδήποτε θα επακολουθήση η βοήθεια από τον Θεόν.
17. Πλην όμως εγώ θαυμάζω και μακαρίζω τους παίδας εκείνους, και λέγω ότι είναι άξιοι μιμήσεως, όχι διά το ότι κατεπάτησαν την φλόγα, και ενίκησαν την ενέργειαν του πυρός· αλλά διά το ότι εδέθησαν υπέρ των αληθινών δογμάτων, και ερρίφθησαν εις κάμινον, και παρεδόθησαν εις το πυρ. Εδώ ακριβώς ωλοκληρώθη η νίκη τους, και όταν ερρίφθησαν εις την κάμινον εστεφανώθησαν με στεφάνους, που και πριν να το φανερώσουν τα πράγματα ήρχισαν να πλέκωνται από τα λόγια εκείνα που με πολύ θάρρος και ελευθεροστομίαν έλεγαν, όταν ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως· «Δεν έχομεν ανάγκην διά να αποκριθώμεν εις αυτά. Διότι υπάρχει ο Θεός μας εις τους ουρανούς, τον οποίον λατρεύομεν, και είναι ικανός να μας βγάλη μέσα από την φωτιάν της καιομένης καμίνου και να μας γλυτώση, βασιλεύ, από τα χέρια σου. Και εάν δεν γίνη αυτό να γνωρίζης, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύομεν, και την εικόνα που έστησες την χρυσή, δεν την προσκυνούμεν». Από αυτά τα λόγια τους ανακηρύττω νικητάς· από αυτά τα λόγια ήρπασαν το βραβείον της νίκης, έτρεξαν διά τον λαμπρόν στέφανον του μαρτυρίου, δεικνύοντες εμπράκτως την πίστιν των όπως την εφανέρωσαν με τα λόγια. Αν δε όταν τους έρριψαν εις την κάμινον, η φωτιά εσεβάσθη τα σώματά των και έλυσε τα δεσμά των και τους άφησεν εκεί κάτω να βαδίζουν ελεύθερα, ελησμόνησε την δύναμίν της και έγινεν η αναμμένη κάμινος πηγή δροσερών υδάτων, τούτο το θαύμα προήρχετο από την χάριν του Θεού και από την άνωθεν θαυματουργίαν.
Ώστε αυτοί ήσαν αθληταί και πριν να γίνουν αυτά, διότι μόλις ερρίφθησαν εις την φλόγαν, και το τρόπαιον έστησαν, και την νίκην εκέρδισαν, και τον στέφανον εφόρεσαν, και εις τους ουρανούς και επί γης ανεκηρύχθησαν, και τίποτε δεν έλειπε εις αυτούς προς επιτυχίαν. Τί λοιπόν θα είχες να είπης εις αυτά; Εξωρίσθης και εκ της πατρίδος σου εξεδιώχθης; Να οι νέοι αυτοί. Υπέστης αιχμαλωσίαν και περιήλθες κάτω από βαρβάρους άρχοντας; Αλλά και τούτο θα ιδής ότι συνέβη εις αυτούς. Δεν έχεις κανένα εκεί κοντά σου να σε βοηθή και να σε συμβουλεύη και να σε διδάσκη; Και από αυτήν την φροντίδα εστερήθησαν αυτοί. Σε έδεσαν; Σε έκαυσαν; Απέθανες; Διότι τίποτε χειρότερον από αυτά δεν ημπορείς να μου αναφέρης. Αλλά να ότι και αυτοί, αν και επέρασαν όλα αυτά, έγιναν λαμπρότεροι με το καθένα από αυτά, περισσότερον περιφανείς, και απέκτησαν μεγαλύτερα κέρδη εις τους ουρανούς.
Και οι μεν Ιουδαίοι αν και είχον ναόν και θυσιαστήριον και κιβωτόν και τα χερουβίμ, και το ιλαστήριον, και το καταπέτασμα και το άπειρον πλήθος των ιερέων, και τας καθημερινάς λατρείας, και τας θυσίας τας εωθινάς, τας εσπερινάς, και ήκουαν αδιακόπως τους προφήτας τους ζώντας, τους τεθνεώτας, των οποίων τα λόγια ηχούσαν μέσα εις τα αυτιά των, και έφεραν μαζί των την ανάμνησιν από τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον, εις την έρημον, όλα τα άλλα, και τα έφεραν εις τας χείρας των και τα είχαν γραμμένα εις τους παραστάτας των θυρών, και εχαίροντο τόσον διά τα θαύματα που έγιναν τότε, και όλην την άλλην φροντίδα, όχι μόνον καθόλου δεν ωφελήθησαν, αλλά και εζημιώθησαν, διότι έστησαν είδωλα μέσα εις αυτόν τον ναόν, και έσφαξαν τους υιούς και τας θυγατέρας των κάτω από τα δένδρα, και εις ολόκληρον σχεδόν την Παλαιστίνην έκαναν τας παρανόμους και καταραμένας εκείνας θυσίας, και ετόλμησαν άλλα αναρίθμητα περισσότερον άτοπα. Αυτοί όμως αν και διέμειναν εις το μέσον βαρβάρου, ξένης και εχθρικής χώρας, εις κατοικίαν τυραννικήν, στερημένοι από κάθε φροντίδα, απαγόμενοι, καιόμενοι, όχι μόνον καθόλου δεν εζημιώθησαν από αυτά, ούτε ολίγον, ούτε πολύ, αλλά και περισσότερον έλαμψαν.
Γνωρίζοντες λοιπόν αυτά και συγκεντρώνοντες από την Θεόπνευστον και θείαν Γραφήν τα όμοια προς αυτά (διότι πολλά είναι δυνατόν να εύρη κανείς τέτοια παραδείγματα και εις διάφορα άλλα πρόσωπα), ας μη νομίζωμεν ότι, όταν αμαρτάνωμεν, μας αρκούν προς απολογίαν δυσκολία καιρών ή περιστάσεων, ή ανάγκη και βία και τυραννική εξουσία των αρχόντων. Ό,τι είπα εις την αρχήν, εις αυτό τώρα θα τελειώσω τον λόγον, ότι αν κανείς ζημιώνεται και αδικήται, υφίσταται τούτο οπωσδήποτε από τον εαυτόν του, όχι από τους άλλους, έστω και αν είναι αναρίθμητοι αυτοί που τον αδικούν και τον βλάπτουν. Διότι, αν δεν πάθη τούτο από τον εαυτόν του, όλοι μαζί όσοι κατοικούν εις ολόκληρον την γην και την θάλασσαν και αν τον κτυπήσουν, ούτε κατ’ ελάχιστον δεν θα ημπορέσουν να βλάψουν αυτόν που γρηγορεί και νήφει εν Κυρίω.
Ας προσέχωμεν λοιπόν, σας παρακαλώ, και ας αγρυπνούμεν πάντοτε, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα όλα όσα προκαλούν λύπην, διά να επιτύχωμεν τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά διά του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: ΕΠΕ «ΕΡΓΑ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ», Τ.31, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)
Πηγή: alopsis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου