Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Αφιέρωμα σε έναν αγνό ήρωα του 1821.

 
Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος) είναι μια εξέχουσα και ηρωϊκή φυσιογνωμία του επαναστατικού αγώνα του '21. Ανηψιός του Θ.Κολοκοτρώνη ήταν ευρύτερα γνωστός σαν δεξί του χέρι. Η δημώδης μούσα μάλιστα έλεγε: “Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης”.

Γεννήθηκε το 1787 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (Αναστασίτσα) Μεσσηνίας, αλλά καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα της Φαλαισίας (του Ν. Αρκαδίας). Ο πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας και η μητέρα του η Σοφία Καρούτσου, αδερφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Λόγω της καταγωγής του υπέγραφε με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο χωριό του πατέρα του. Σε ηλικία ένδεκα χρόνων ακολούθησε τον πατέρα του στο κλέφτικο. Στη συνέχεια εντάχθηκε σαν "μπουλουξής"στο σώμα του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Μάλιστα παντρεύτηκε την κόρη του Ζαχαριά, Αγγελίνα. Το 1805, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε το θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με την συνθήκη Τίλσιτ. Στις 18 Οκτωβρίου 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον φιλικό Η. Χρυσοσπάθη, ενώ βρίσκονταν στην Καλαμάτα. Λίγο αργότερα, συμμετείχε στην εκστρατεία της Φιλικής Εταιρίας για την προετοιμασία του λαού και του επερχόμενο αγώνα, περιοδεύοντας για ένα διάστημα στην Πελοπόννησο μαζί με τον Αναγνωσταρά και τον Δ. Πλαπούτα.

Η συμμετοχή του στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν πλουσιότατη. Ήταν από τους πρώτους που συμμετείχε στην επανάσταση, απο τις πρώτες στιγμές της. Πήρε μέρος και πρωταγωνίστησε σε πολλές μεγάλες και νικηφόρες μάχες: Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Άγιονόρι, Άγιος Σώστης κ.λ.π. Οι κύριες στιγμές όμως που ανέδειξαν την πολεμική του αρετή και ηρωϊσμό, και που συγχρόνως στάθηκαν αποφασιστικές για την επανάσταση, ήταν οι νηκηφόρες μάχες στα Δολιανά (18 Μαΐου Ι821) και στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822).

Με την έκρηξη της επανάστασης, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου 1821. Αμέσως μετά κατευθύνθηκε στην Τριπολιτσά για πάρει μέρος στην πολιορκία της. Στις 12-13 Μαΐου επικεφαλής 800 ανδρών συμμετείχε στη νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821). Στα Δολιανά, λίγες μέρες μετά τη νίκη στο Βαλέτσι, ενώ με 200 άνδρες κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μεγάλη Τουρκική δύναμη (6.000 ανδρών περίπου) υπό τον Κεχαγιάμπεη. Εκεί μαχόμενος ηρωϊκά κατάφερε να προξενήσει μεγάλη πανωλεθρία στους Τούρκους, που άφησαν στο πεδίο της μάχης 300 νεκρούς και όλα τα πυροβόλα τους! Μετά τη μάχη αυτή προήχθη σε στρατηγό και ονομάσθηκε "Τουρκοφάγος". (200 Έλληνες εναντίον 6.000 Τούρκων, δίκαιη αναλογία!)

Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Κολοκοτρώνη να διευθύνει την πολιορκία του Ναυπλίου, για να φύγει λίγο αργότερα στην Ανατολική Στερεά, όπου οι επαναστάτες των Αθηνών τον εξέλεξαν αρχηγό τους. Επειδή αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Μαυρομιχαλαίων, έφυγε για την Λειβαδειά, όπου μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο συμμετείχε στην προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης. Μάλιστα με τον Ανδρούτσο έγιναν αδελφοποιητοί. Λίγο αργότερα επέστρεψε στην Πελοπόννησο και έλαβε υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη ενεργό μέρος στην συνεχιζόμενη πολιορκία της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Ας σημειωθεί ότι κατά την άλωση της πόλης ήταν από τους λίγους που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη διανομή των λαφύρων.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1821 συμμετείχε στην ανεπιτυχή πολιορκία του Ναυπλίου όπου κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί. Τον Απρίλιο του 1822, επικεφαλής 700 ανδρών, ανέβηκε πάλι στην Ανατολική Στερεά και πολέμησε μαζί με τον Ανδρούτσο στη Στυλίδα και την Αγία Μαρίνα. Το καλοκαίρι του 1822 στα Δερβενάκια συμμετείχε με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς στη συντριβή της εκστρατείας του Δράμαλη. Αρχικά συμμετείχε στην απόκρουση των Τούρκων στα Μεγάλα Δερβένια (26 Ιουλίου 1822), όπου διασκόρπισε την εκεί φρουρά. Η συμβολή του όμως υπήρξε ιδιαίτερα αποφασιστική αμέσως μετά στον Άγιο Σώστη, όπου πιάνοντας τα στενά της χαράδρας, κατάφερε να εξολοθρεύσει μεγάλο μέρος του στρατού του που οπισθοχωρούσε. Οι Τούρκοι άφησαν εκεί περισσότερους από 3.000 νεκρούς! Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή του και στη μάχη στο Αγιονόρι (ή Αϊνόρι), δύο ημέρες αργότερα, όπου οι Τούρκοι είχαν πάνω από 600 νεκρούς.

Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που άρχισαν το 1823 τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη, εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Ωστόσο επέδειξε συνετή στάση, αποφεύγοντας να πάρει μέρος στις μάχες και κάνοντας πολλές συμφιλιωτικές παρεμβάσεις. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου αφού πέρασε στην υπηρεσία του Δ. Μακρή, κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.
 
Στη συνέχεια, μετά την χορήγηση αμνηστίας κατά την εισβολή του Ιμπραήμ, επέστρεψε στην Πελοπόννησο όπου, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, συμμετείχε σε πολλές μάχες κατά του Αιγυπτιακού στρατού. Παράλληλα αρνήθηκε να υπογράψει το "Ψήφισμα της Υποτέλειας" το οποίο προέβλεπε την αναγνώριση της Μεγάλης Βρετανίας σαν μοναδικής προστάτιδας δύναμης της Ελλάδας. Το 1826 ακολούθησε τον Γ. Καραϊσκάκη με 800 αγωνιστές στην εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά και συμμετείχε στη νικηφόρα μάχη στην Αράχοβα (Νοέμβριος 1826). Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στο Ναύπλιο, αφού αρρώστησε βαριά από πλευρίτιδα. Αμέσως μετά την ανάρρωσή του, συνέχισε μαζί με τον Κολοκοτρώνη την αντίσταση κατά του Ιμπραήμ, συμμετέχοντες σε αρκετές μάχες. Στην Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας διορίστηκε αρχηγός της Φρουράς. Κατόπιν πήγε πάλι στην Αττική για να πολεμήσει στο πλευρό του Καραϊσκάκη κατά του Κιουταχή. Μετά την ήττα των Ελλήνων στο Φάληρο (24 Απριλίου1827) επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να αντιμετωπίσει το στρατό του Ιμπραήμ στην Μεσσηνία.

Μετά την απελευθέρωση προσχώρησε στη ρωσόφιλη παράταξη (στο κόμμα των Ναπαίων). Ωστόσο, αγωνίστηκε αταλάντευτα για τη δικαίωση των αγωνιστών και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του λαού από τις ξένες επεμβάσεις. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια ήταν από τους στενούς συνεργάτες του και τον υποστήριξε σ' όλο το διάστημα της αντιπολίτευσης εναντίον του. Έλαβε μάλιστα μέρος στην Δ' Εθνοσυνέλευση του 'Αργους το 1829, σαν πληρεξούσιος του Λεονταριού (Αρκαδίας).

Κατά τη Βαυαροκρατία, δεν συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές διαμάχες, είχε όμως εκδηλώσει σαφώς την αντίθεσή του προς τους Βαυαρούς. Έτσι, μετά την άφιξη του 'Όθωνος έζησε απομονωμένος για να υποστεί πολλές διώξεις στη συνέχεια... Μετά την εκδήλωση του αντικυβερνητικού κινήματος στη Μεσσηνία τον Αύγουστο του 1834, συνελήφθη και φυλακίστηκε για λίγο από την βαυαρική Αντιβασιλεία. 
 
Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συμομωσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής που είχε σαν στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι και στη συνέχεια δικάστηκε στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε. Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τον φυλάκισε στην Αίγινα. Στο μεταξύ λόγω των ταλαιπωριών και φυλακίσεων η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Μάλιστα στη δίκη του είχε προσαχθεί καθιστός από αδυναμία. Τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 αμνηστεύτηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός.

Μετά την ελευθέρωσή του ο Νικηταράς αποτραβήχτηκε με την οικογένεια του στον Πειραιά, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στα χρόνια αυτά ευτύχησε να τύχει κάποιας αναγνώρισης... Μετά την Επανάσταση του 1843 ονομάστηκε υποστράτηγος, ενώ μετά την συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1847 διορίστηκε γερουσιαστής, θέση που του επέφερε μια πενιχρή σύνταξη. Υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Τερστέτη και Σούτσο.

Με την γυναίκα του Αγγελίνα είχαν αποκτήσει έναν γιο, τον Γιάννη και δύο κόρες. Ο Γιάννης έγινε στρατιωτικός, ενώ η μία από τις κόρες είχε ήδη τρελαθεί από την λύπη της βλέποντας τον πατέρα της σε κακή κατάσταση, μετά τον εκτοπισμό του στην Αίγινα... Ο Νικήτας Σταματελόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, στον Πειραιά. Λησμονημένος, τυφλός και πάμφτωχος.

Όλη η πορεία και δράση του Νικηταρά κατά την επανάσταση αλλά και μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίζεται από ανιδιοτέλεια, τόλμη γενναιότητα αλλά και μετριοφροσύνη: «εις τους κινδύνους πρώτος, τη διανομήν των λαφύρων φεύγων». Χαρακτηρισικό είναι, ότι το μοναδικό του λάφυρο από τον αγώνα ήταν ένα δαμασκηνό σπαθί που πείστηκε να πάρει από τα πλούσια λάφυρα μετά τη μάχη στα Δερβενάκια. Αλλά κι αυτό το προσέφερε σ' έναν έρανο της προσωρινής κυβέρνησης στην Ύδρα, για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του ελληνικού στόλου για τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου. Για τις αρετές του αυτές έλαβε πολλά προσωνύμια. Η λαϊκή μούσα, μετά τις πρώτες του νικηφόρες μάχες του, τον είχε ονόμασει «Τουρκοπελέκα». Τον έλεγαν επίσης «Νέο Αχιλλέα», σαν γοργοπόδαρος που ήταν, και τέλος Νικηταρά. Πέραν αυτών κέρδισε και την ποιητική καταξίωση με την επίκληση «Πού 'σαι και συ Νικηταρά, που 'χουν τα πόδια σου φτερά».

Μπορεί (και) ο Νικηταράς να μη δικαιώθηκε στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως δικαιωθεί για πάντα - και θα ζει - στη λαϊκή συνείδηση. Και η φυσιογνωμία του θα καταλαμβάνει μια χρυσή και ανεξίτηλη σελίδα της νεώτερης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.
 
Πηγή: arcadia.ceid.upatras.gr 
 
(Σχόλιο Εγκολπίου: Ο Νικηταράς είναι ο αγαπημένος μας ήρωας από την εθνική επανάσταση του 1821. Θα προσθέσουμε κάποιες λεπτομέρειες στην ως άνω σύντομη βιογραφία του. 
 
Η κόρη του έχασε τα λογικά της όταν είδε τον αγαπημένο της πατέρα, του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, αιματοβαμμένο και αδύνατο από τα μαρτύρια που υπέστη κατά την άδικη φυλάκιση του. Εκεί τον χτυπούσαν ενώ τον είχαν δεμένο και τον άφηναν στο κελλί έγκλειστο να αιμοραγεί. Τα ρούχα του είχαν ποτίσει από το αίμα και έτσι εμφανίστηκε στο σπίτι του όταν τον αποφυλάκισαν. Δεν είχε την πολυτέλεια να αλλάξει. Όταν άνοιξε την πόρτα η κόρη του και τον είδε στην φρικτή αυτή κατάσταση με ξερά αίματα στα γένια του, τα ρούχα του, τα χέρια, έχασε κάθε επαφή με την πραγματικότητα και ξεκίνησε να τραγουδά, ''πως του πάνε του πατέρα μας τα κόκκινα''. Την εκλεισαν σε ίδρυμα και απεβίωσε εκεί μετά από αρκετά χρόνια, χωρίς να σταματήσει το τραγούδι της. Αυτό ήταν το δώρο ξένων και Ελλήνων στον Νικηταρά.
 
Ο λόγος που τυφλώθηκε ο Νικηταράς, ήταν το ζάχαρο το οποίο είχε πριν φυλακιστεί ή απέκτησε κατά την φυλάκιση του. Όπως και να είναι, η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε κατά πολύ από την φροντίδα των δημίων του. Η άδεια επαιτείας που του δόθηκε μετά την αποφυλάκιση του, ήταν για κάθε Παρασκευή να έχει το δικαίωμα να ζητιανεύει έξω από τον Ναό της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά. 
 
Ο μέγας αυτός Ήρωας και απελευθερωτής της Πατρίδος μας να στέκεται σχεδόν τυφλός και να ζητιανεύει. Αυτή είναι η άλλη πλευρά των Ελλήνων δυστυχώς. Ας δούμε όμως το ήθος αυτού του Εθνομάρτυρα από ένα γεγονός.)

Αναφέρεται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο αναδεικνύει το ήθος αυτού του ήρωα και στον αντίποδα την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του κράτους.
 
Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε, χάριν μια θέσης γερουσιαστή που του εδόθη, δεν έφτανε «ούτε για ζήτω». Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε(!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή!

Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλη από την κυβέρνηση του στο σημείο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
 
- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
 
- Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
 
- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; επέμενε ο ξένος.
 
- Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.

Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.

Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». 
 
Πηγή: pare-dose.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες