Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 11ο. Συκοφαντιών συνέχεια για το Βυζάντιο...

70. "Οι μοναχοί με τα μοναστήρια τους αποτέλεσαν μάστιγα. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες κλείνονταν σε αυτά κατά τη βυζαντινή εποχή, με αποτέλεσμα την καταστροφή της οικονομίας και την ελάττωση του πληθυσμού, πράγμα που επέφερε την παρακμή του Βυζαντίου. Υπολογίζεται ότι την εποχή της άλωσης υπήρχαν 500 χιλιάδες καλόγεροι που δεν έπραξαν τίποτα για να σωθεί το κράτος τους. Τα μοναστήρια άρπαζαν τα χωράφια των φτωχών αποκτώντας περιουσίες αμύθητες. Στο τέλος οι καλόγεροι δεν δίσταζαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους, για να διαφυλάξουν αυτήν την περιουσία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Γερμανός Βυζαντινολόγος H.-G. Beck, που διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, πρόεδρος του Γερμανικού Κέντρου Μελετών της Βενετίας, αντιπρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Σπουδών, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου, της Βιέννης, του Λονδίνου, των Βρυξελλών και την Αθηνών, δίνει κάποια ικανοποιητικά στοιχεία για τον βυζαντινό μοναχισμό και την επίδρασή του στη Ρωμανία στο βιβλίο του, ''Η Βυζαντινή Χιλιετία'':

«Κάθε φορά που κάποιος αναλαμβάνει να παρουσιάσει στον σημερινό θεατή την βυζαντινή ζωή, ο μοναχισμός αποτελεί ένα από τα πιο γραφικά στοιχεία του σκηνικού. Ο «σκηνοθέτης» ξεκινά από πολύ παλιά και θεωρεί την γενίκευση, βασική υφολογική αρχή. Σύμφωνα με μερικούς, ο «εκκλησιαστικός μηχανισμός» περιέρχεται ήδη τον 6ο αιώνα στα χέρια των μοναχών, το μοναστικό κίνημα εκπορθεί και τα «πανεπιστήμια», το Βυζάντιο «καλογεροκρατείται» από τον 6ο κιόλας αιώνα. Για αποδείξεις ούτε κουβέντα. Άλλοι καταφεύγουν στη στατιστική, συγκεντρώνουν τους πάντες που φόρεσαν κάποτε, έστω και για λίγες μέρες, το ράσο και καταλήγουν έτσι σε εντυπωσιακούς αριθμούς και σε μια εξίσου εντυπωσιακή «δημογραφική κρίση» (σ. 285).

«Αλλά, όταν διαβάζουμε τους βίους των μοναχών, μάς δημιουργείται η εντύπωση ότι πολλοί διάλεξαν την ζωή του καλόγερου σχετικά αργά, αφού παντρεύτηκαν και άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα, ότι μάλιστα υπήρχε ένα σημαντικό στρώμα που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε με την έκφραση «συνταξιούχοι που έγιναν καλόγεροι». Παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, που προηγουμένως είχε αποκτήσει φήμη στην Κωνσταντινούπολη ως σχολάρχης, και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που πριν μπει σε μοναστήρι ήταν παντρεμένος και είχε διατελέσει κρατικός λειτουργός».

«Αριθμητικά σημαντική πρέπει να ήταν επίσης η κατηγορία των Βυζαντινών που καλογέρεψαν λίγο πριν πεθάνουν, για να εξασφαλίσουν την τελευταία στιγμή την σωτηρία της ψυχής τους.

Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα μοναχών, για τους οποίους το μοναστήρι ήταν καταφύγιο και πρόσφερε ασφάλεια από εξωτερικές, ολότελα υλικές σκοτούρες, όπως η φορολογία, η στρατιωτική θητεία κτλ. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την ομάδα Βυζαντινών που ζητούσαν άσυλο στα μοναστήρια έπαιζαν οι αυτοκράτορες, οι ανώτεροι αξιωματούχοι και τα μέλη της αριστοκρατίας. Όχι λίγοι από αυτούς είχαν εκθρονιστεί και ανατραπεί. Αποσύρονταν λοιπόν σε ένα μοναστήρι, εκούσια ή αναγκαστικά, για να αποφύγουν μια χειρότερη τύχη» (σ. 287).

«Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μόνα τους: δεν έχει νόημα να συμπεριλάβουμε σε μια στατιστική των βυζαντινών μοναχών και της δύναμής τους, τούς λαϊκούς που «προσηλυτίστηκαν» την τελευταία στιγμή» (σ. 288).

Για τους τεράστιους αριθμούς μοναχών:

«Ας μην ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τους μεγάλους αριθμούς μοναχών, που υπολόγισαν μερικοί μελετητές. Κατά βάθος, οι αριθμοί αυτοί είναι το ίδιο επισφαλείς όσο και τα άλλα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν το βυζαντινό πληθυσμό και τα διάφορα στρώματά του. Αν όμως κάνουμε μια σύγκριση με την μεσαιωνική Δύση, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εντύπωση ότι στην τελευταία ο τρόπος ζωής, η παιδεία, η αρχιτεκτονική, η τέχνη και η βιοτεχνία επηρεάζονται από τους μοναχούς περισσότερο από όσο στην Ανατολή. Στην Ανατολή η μορφωτική και πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και με κανένα τρόπο δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του Κλήρου, πολύ λιγότερο των μοναχών. Δεν υπήρξε κανένα καινούργιο πολιτισμικό ξεκίνημα. (σ. 291) Η Βυζαντινή κοινωνία θεωρούσε ότι η κοινωνική υπηρεσία που πρόσφερε ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής. Αυτό της αρκούσε, σε γενικές γραμμές» (σ. 298).

Για την «αρπαχτικότητα» των μοναστηριών:

«Δεν ήταν περισσότερο αδίσταχτα από τους μεγαλόσχημους κοσμικούς, δηλαδή έχουμε να κάνουμε μάλλον με ένα γενικό πρόβλημα της αγροτικής ιστορίας του Βυζαντίου και λιγότερο με το ερώτημα κατά πόσο δέχονταν κριτική τα θεωρητικά ιδεώδη του μοναχισμού» (σ. 300).

Για τις παρεκτροπές κάποιων μοναχών:

«Αν όμως πλάι σε εκείνους που με το ράσο και την μακριά γενειάδα τους καταγίνονταν με ευτελείς εγκόσμιες ασχολίες, χιλιάδες άλλοι έμειναν ανώνυμοι και πέρασαν από την ιστορία χωρίς να αφήσουν τα αποτυπώματά τους, τότε ίσως σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος είναι ότι πήραν στα σοβαρά το ιδανικό της απάρνησης του κόσμου, όπως και αν το κρίνουμε εμείς εκ των υστέρων, δηλαδή έμειναν πιστοί στον εαυτό τους. Παρ' όλη την κριτική, ο ιστορικός πρέπει κι εδώ να τηρήσει την παλιά αρχή ότι «η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου» (σ. 304).

Για τα αποτελέσματα του ασπασμού από πολλούς του μοναχικού βίου στην αύξηση του πληθυσμού:

«Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η ραγδαία αύξηση των μοναστικών κοινοτήτων προξένησε δημογραφική κρίση στο Βυζάντιο, γιατί οι Βυζαντινοί που γίνονταν καλόγεροι δεν άφησαν απογόνους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι στρατιές των μοναχών ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες και έφεραν μεγάλη ελάττωση του παραγωγικού πληθυσμού. Δεν είναι εύκολο να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά με την αριθμητική ακρίβεια: οι πενηνταπέντε γίνονται εύκολα εκατό και οι εκατό εξίσου εύκολα χίλιοι. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι οι μεγάλοι αριθμοί μοναχών που αναφέρονται κάθε τόσο προέρχονται συνήθως από το στόμα εγκωμιαστών του μοναχισμού, που θέλουν έτσι να εξυμνήσουν την τεράστια επιτυχία του μοναστικού κινήματος. Δημογραφική κρίση; Ξέρουμε ότι υπήρξαν πράγματι τέτοιες κρίσεις, π.χ. στην Κωνσταντινούπολη του 6ου και του 8ου αιώνα. Αλλά οι πηγές, από όσο γνωρίζω, αποδίδουν αυτές τις κρίσεις στην πανώλη και όχι στο μοναχισμό, (σ. 312). Επιπρόσθετα, είναι πολύ πιθανό ότι πολλοί Βυζαντινοί κλείνονταν σε μοναστήρι μόνο όταν είχαν πια εκπληρώσει το «χρέος» τους απέναντι στις απαιτήσεις της δημογραφικής πολιτικής του κράτους.» (σ. 313).

Για τις περιουσίες των μοναστηριών:

«Μου είναι ακατανόητο πώς ξέρουν μερικοί συγγραφείς ότι ήδη τον 7ο και τον 8ο αιώνα το ένα τρίτο του συνόλου της γης ήταν ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών. Οι πρώτες πληροφορίες, που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα, για την ύπαρξη σημαντικής έγγειας ιδιοκτησίας των μοναστηριών τοποθετούνται μόλις στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Αλλά και εδώ λείπουν οποιαδήποτε αριθμητικά δεδομένα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οικονομετρικά. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι σε ολόκληρη την ιστορία τους προβάλλουν μικρότερη αντίσταση στα έκτακτα κρατικά μέτρα για τον προσπορισμό χρημάτων από όσο η ιδιωτική οικονομία» (σ. 313). Συνιστά, βέβαια, νεοπαγανιστική εφεύρεση ο ισχυρισμός ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από την καταλήστευση των περιουσιών των εθνικών. Ο Μ. Κωνσταντίνος και οι επόμενοι αυτοκράτορες, όταν έκαναν δωρεές στην Εκκλησία, απλώς ουσιαστικά τής επέστρεφαν την περιουσία που οι παγανιστές αυτοκράτορες άρπαζαν και δήμευαν κατά τους Διωγμούς έως το 324. Η εκκλησιαστική περιουσία, όπως λέει κι ο Μπεκ, μόνο μετά τον 9ο αιώνα, – όταν δεν υπήρχαν σαφώς εθνικοί για να τους ληστέψει, έχει καταμετρηθεί και συνεπώς καμμία τέτοια κατηγορία δεν ευσταθεί. Οι αρχαίοι ναοί ανήκαν στο κράτος. Δεν ήταν περιουσίες ιδιόκτητες.

Για την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η αύξηση της μοναστηριακής περιουσίας:

«Μπορεί πράγματι να πιστοποιηθεί ότι στο πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη. (...) Αλλά σε ό,τι αφορά την οικονομική ζημιά, διαπιστώνω μια αντίφαση. Από την μία μεριά οι μελετητές τονίζουν, πιθανότατα με το δίκιο τους, την απληστία των μοναστηριών, που πολλαπλασίαζαν την έγγεια ιδιοκτησία τους με κάθε μέσο, και από την άλλη δηλώνουν ότι τα μοναστήρια παραμελούσαν την γη τόσο πολύ ώστε άλλοτε εύφορα εδάφη μετατρέπονταν σε ερημότοπους. Έτσι, σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές, τα μοναστήρια οδήγησαν την γεωργία στην καταστροφή. Θεωρητικά, βέβαια, μπορούμε να φανταστούμε ότι μαζεύει κανείς οικόπεδα και κτήματα μόνο για να τα μαζέψει, για να τα κατέχει, χωρίς να ενδιαφέρεται να τα καλλιεργήσει. Αν όμως κοιτάξουμε τα επίσημα έγγραφα, θα δούμε καθαρά ότι μαζί με την γή το μοναστήρι αποκτούσε και τους ανθρώπους που την καλλιεργούσαν έως εκείνη την στιγμή, ως ιδιοκτήτες της ή ακόμη συχνότερα, ως πάροικοι ενός άλλου κυρίου. Η απόκτηση μιας τέτοιας έκτασης γης έφερνε στο μοναστήρι, αυτόματα, και την εργατική δύναμη των παροίκων, επομένως το προϊόν της γής. Και από τα έγγραφα που προαναφέραμε προκύπτει σαφέστατα ότι τα μοναστήρια δεν ήταν διατεθειμένα να αδιαφορήσουν γι' αυτό το προϊόν ή ακόμη περισσότερο, να παραιτηθούν από αυτό το όφελος των παροίκων. Τα μοναστήρια ήξεραν τη δουλειά τους, και το πλεόνασμα του προϊόντος κατέληγε σίγουρα στην αγορά, δηλαδή έμπαινε στο οικονομικό κύκλωμα της Αυτοκρατορίας. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η αποδοτικότητα των μοναστηριακών γαιών ήταν μικρότερη ή ότι ωφελούσε λιγότερο την γενική κυκλοφορία των αγαθών από όσο η αποδοτικότητα των γαιών που ανήκαν σε προνοιαρίους και άλλους μεγαλοκτήμονες. Οπωσδήποτε, δεν πιστεύω ότι η οικτρή οικονομική κατάσταση του Βυζαντίου στα ύστερα χρόνια οφείλεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, στα μοναστήρια. Από τον 12ο αιώνα, αλλά προπαντός τον 13ο, η Βενετία και άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, αποσπούσαν από τους αυτοκράτορες τόσα προνόμια, ώστε ακόμα και η απαλλοτρίωση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας δεν θα μπορούσε να καλλιτερέψει πολύ την κατάσταση» (σ. 315).

Κατηγορούν τα μοναστήρια ότι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, την εποχή της οθωμανικής εξάπλωσης, για να γλιτώσουν την περιουσία τους. Αλλά αυτό το έπρατταν και πόλεις π.χ. τα Ιωάννινα, όταν έβλεπαν ότι η αντίσταση ήταν μάταιη και οδηγούσε σε σφαγή και εξανδραποδισμό (περίπτωση άλωσης της Θεσσαλονίκης). Δεν είναι συμπεριφορά αποκλειστικά ή κύρια των μοναστηριών. Επιπλέον, στα μοναστήρια αυτά υπήρχαν και υπάρχουν χιλιάδες θησαυροί και αρχαία χειρόγραφα. Αν τα μοναστήρια και οι άοπλοι μοναχοί έκαναν πως αντιστέκονταν σε έναν στρατό που ούτε ο ρωμαίικος στρατός μπόρεσε να αντιμετωπίσει, το πιθανότερο είναι ότι θα σφάζονταν και τα μοναστήρια θα καίγονταν, μαζί με τους ανεκτίμητους θησαυρούς τους και τα αρχαιοελληνικά έγγραφα.

Κατηγορούνται επίσης τα μοναστήρια για την μεγάλη περιουσία που απέκτησαν κατά την Τουρκοκρατία. Αυτές οι κατηγορίες είναι αβάσιμες. Οι Τούρκοι είχαν συνήθειο να αρπάζουν όλα τα χωράφια των Ελλήνων, εκτός από αυτά της Εκκλησίας, διότι σέβονταν τον ιερό τους χαρακτήρα («βακούφια»). Οι Έλληνες, λοιπόν, προκειμένου να αποφύγουν την διαρπαγή των κτημάτων τους από τους μπέηδες και τους πασάδες, έκαναν συμφωνία με την Εκκλησία να χαρίζουν σε αυτήν τα κτήματά τους, με τον όρο να τα εκμεταλλεύονται αυτοί και τα παιδιά τους. Εάν δεν το έπρατταν αυτό οι χωρικοί ή εάν οι Τούρκοι άρπαζαν ακόμη και τα εκκλησιαστικά κτήματα, τότε δεν θα απέμενε κανένας Έλληνας με δική του κτηματική περιουσία, με ανυπολόγιστες συνέπειες, όπως για παράδειγμα την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος στη Δ. Ευρώπη και την ολοκληρωτική ερήμωση της Ελλάδας. Όσο για την σημερινή εκκλησιαστική περιουσία, η αλήθεια είναι ότι τους δύο τελευταίους αιώνες το κράτος έχει αρπάξει δια της βίας μέγιστο τμήμα της. Γι' αυτό και έχει συμφωνήσει με την Εκκλησία να μισθοδοτεί επ' άπειρον τους κληρικούς, αντί να πληρώσει για την αξία της διαρπαγείσας περιουσίας. Αυτό είναι ανεξάρτητο του χωρισμού ή μη Εκκλησίας-Κράτους και αποστομώνει όσους επιτήδειους ισχυρίζονται ότι... υπάρχει «παπαδόσημο» ή ότι οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι υποχρεώνονται να πληρώνουν τους λειτουργούς μίας θρησκείας στην οποία ίσως δεν πιστεύουν (Περισσότερα για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας: http://www.oodegr.com/oode/koinwnia/perius1.htm ).

Αλλά και κατά την επανάσταση του 1821 ο ρόλος των μοναστηριών ήταν ευεργετικός. Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Εκεί [στα μοναστήρια] ήταν και οι τζεμπιχανέδες [πυρομαχικά] μας και όλα τα αναγκαία του πολέμου˙ ότι ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι˙ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν [νόμιζαν] ότ' είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ' είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι» (Απομνημονεύματα, Μακρυγιάννη, εκδ. Πέλλα, σ. 368). Σε ανταμοιβή της εθνικής προσφοράς των μοναστηριών το 1821, το βαυαρικό Ελληνικό κράτος έκλεισε τα 412 από τα 546 μοναστήρια της ελληνικής επικράτειας. Ύστερα απ' αυτό, περιμένουμε από τους νεοπαγανιστές να τιμήσουν το μεγάλο βασιλιά Όθωνα και την Αντιβασιλεία. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες