Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 9ο. Συκοφαντιών συνέχεια για το Βυζάντιο...

68. "Οι Έλληνες δεινοπάθησαν από τους Βυζαντινούς."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εξ ονόματος ποίων Ελλήνων μιλούν οι νεοπαγανιστές; Αυτή η γενίκευση που κάνουν οι νεοπαγανιστές – επειδή το επίκεντρο της Αυτοκρατορίας ήταν η Θράκη, η Μακεδονία, η Μικρά Ασία, δηλαδή η βόρεια κι όχι η νότια Ελλάδα, λένε ότι οι Έλληνες παραμελήθηκαν από το Βυζάντιο – είναι παράλογη. Η αντίληψη αυτή παραγνωρίζει τον ελληνιστικό μετασχηματισμό. «Ελλάδα» πλέον δεν ήταν η Σπάρτη κι η Αθήνα μόνο. Ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, η Μικρά Ασία. Όσοι σκέφτονται την εποχή εκείνη με τα σημερινά δεδομένα και τα σημερινά όρια της Ελλάδας, είναι φυσικό να υποθέσουν ότι ο Ελληνισμός παραμελήθηκε.

Την Άλωση της Πόλης, το τέλος της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας το θρήνησαν όλοι οι πρόγονοι μας, Κύπριοι και Μωραϊτες, Κρήτες και Πόντιοι, Βόρειοι και Νότιοι. Kι ο Κωνσταντίνος ΙΑ' στο Μωριά στέφθηκε αυτοκράτορας όλων, νότιων και βόρειων και ανατολικών και δυτικών. Κι ο νότιος Έλληνας Κολοκοτρώνης «βασιλιά μας» τον ονομάζει τον Ρωμιό αυτοκράτορα, το Σούλι και την Μάνη ως κάστρα του βασιλιά (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 68), και στην (μισητή για τους νεοπαγανανιστές) Κωνσταντινούπολη στόχευε να φτάσουν οι Έλληνες και θεωρούσε δεδομένο ότι θα έφταναν οι Έλληνες αν δεν υπήρχε ο διχασμός (Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 104). Και σε όλες, εξαρχής, τις εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του '21 οι νότιοι Έλληνες ήταν αυτοί που αποκαλούσαν τους Ρωμιούς Αυτοκράτορες «αειμνήστους ημών Χριστιανούς αυτοκράτορες της Ελλάδος». «ΗΜΩΝ».

68a ΡΩΜΗΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ

Ας δούμε πόσο έβλαψαν οι κακοί Βυζαντινοί τους Έλληνες της σημερινής Ελλάδας.

«Ο Μ. Κωνσταντίνος όχι μόνο, όπως είδαμε, ήθελε να ονομάζεται στρατηγός των Αθηνών, αλλά αύξησε και τα προνόμια των επικεφαλής των σχολών και των δασκάλων τους και τους δασκάλους αυτούς τούς απάλλαξε από πολλούς φόρους. (...) Έστελνε επίσης, για να μοιραστεί, στο δήμο των Αθηναίων αξιόλογη ποσότητα σιταριού κάθε χρόνο» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8, 3). Στον Αθηναίο Νεοπλατωνικό, τον Νικάνορα, ο οποίος είχε την αρχή του δαδούχου στην Ελευσίνα, έδωσε τους αναγκαίους πόρους, ώστε να κάνει ο Νικάνορας ταξίδι στην Αίγυπτο για μελέτες (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 92). Και φυσικά, θα ήταν εντελώς απίθανο, από την μια ο Κωνσταντίνος να βοηθά τον Νικάνορα κι από την άλλη να σκοτώνει τον Σώπατρο για θρησκευτικούς λόγους. Επίσης, ο Κωνσταντίνος, στη μάχη κατά του Λικίνιου χρησιμοποίησε τον ελληνικό στόλο, που ελλιμενιζόταν στον Πειραιά. Ο Κωνσταντίνος έφτιαξε τειχισμένο τεχνητό λιμάνι για τη Θεσσαλονίκη, στα Ν.Δ. της πόλης.

«Ἀλλὰ καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Κωνσταντίνου ἐπέδειξαν πολλαχῶς τὴν πρὸς τὰς Ἀθήνας καὶ τὸ ἐν αὐταῖς πανεπιστήμιον, εὔνοιαν αὑτῶν. Τὸν περιώνυμον σοφιστὴν Προαιρέσιον, οὗ καὶ αὐτοὶ οἱ Ρωμαῖοι ἔστησαν δημοσίᾳ ἀνδριάντα, ἐτίμα ὁ αὐτοκράτωρ Κώνστας τοσοῦτον, ὥστ’ ἐξ ἀγάπης πρὸς αὐτὸν ἐδώρησε εἰς τοὺς Ἀθηναίους τοὺς ἔκ τινων νήσων πόρους» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 93).

Ο «ανθέλληνας» Θεοδόσιος Α' έχτισε τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Αυτά την κατέστησαν την δεύτερη πιο καλά οχυρωμένη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη, απρόσβλητη από τις επιθέσεις Βουλγάρων και Σλάβων.

Ο «ανθέλληνας» Θεοδόσιος Β' με την προτροπή της Αθηναίας γυναίκας του, Αθηναΐδας, ελάττωσε τους φόρους των Αθηναίων και στο πανεπιστήμιο που ίδρυσε, οι ελληνικές έδρες ήταν ισάριθμες των λατινικών. Ένας γάμος, δηλαδή, επιτάχυνε την επικράτηση της ελληνικής, εμποδίζοντας τον εκλατινισμό της Ανατολής.

Περνάμε στον ''μισέλληνα Ιουστινιανό''. Αυτός τείχισε την πόλη Εύροια στην Ήπειρο (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ', α’, 40). Έχτισε διπλές επάλξεις στα οχυρά φρούρια των Θερμοπυλών, οχύρωσε και τείχισε τις εκεί διαβάσεις εγκαθιστώντας φρουρές (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ'’, β’, 4˙ 7˙ 14). Έχτισε ισχυρά τείχη για τις πόλεις Σάκκο, Υπάρη, Κοράκιο, Ούνο, Βαλέες, Λεοντάρι, στην Στερεά Ελλάδα (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ', β’ 16). Ανακαίνισε οχυρά στην Ηρακλειάδα, κοντά στο Σπερχειό (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ'’, β’, 22). Τείχισε τον Ισθμό, εγκατέστησε εκεί φρουρές και έκτισε φρούρια (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ', β’, 27-28). Έχτισε μια οχυρωμένη πόλη στη θέση της σημερινής Καστοριάς (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ', γ’, 4). Ανακαίνισε τους περιβόλους των τειχών Εχινού, Θηβών, Φαρσάλων, και όλων των πόλεων της Θεσσαλίας, όπως της Δημητριάδας, της Τρίκης (Τρικάλων) (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ'’, γ’, 5). Έχτισε ισχυρότατα τείχη στη Λάρισα και στην Καισάρεια, στην Δ. Μακεδονία επί του Αλιάκμονα (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ', γ’, 10). Στις εκβολές του Αξιού έκτισε φρούριο (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ'’, γ’, 30). Στην Ήπειρο, ο Ιουστινιανός έχτισε 13 νέα φρούρια κι ανακαίνισε 23 παλιά. Στην Μακεδονία ανακαινίστηκαν 46 φρούρια, ενώ στη Θεσσαλία 7 (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ', δ’, 2). Σύνολο, 89 φρούρια που έκτισε στην Ελλάδα για την προστασία της, ο ανθέλληνας Ιουστινιανός. Επίσης, ο Ιουστινιανός ανέκτισε τα τείχη της Κορίνθου, των Πλαταιών και της Αθήνας, τα οποία είχαν ερειπωθεί από τον καιρό των γοτθικών επιδρομών του 3ου αιώνα, και κατέστησε οχυρώτερα τα τείχη της Ακρόπολης (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, σ. 140). «Για όλα αυτά τα μέρη (της Ελλάδας) ο βασιλιάς έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον. (...) ο βασιλιάς Ιουστινιανός βοήθησε όλες τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν μέσα στα τείχη των Θερμοπυλών να νοιώθουν ασφαλείς, αφού ανακαίνισε όλους τους περιβόλους» (Προκόπιου Περί Κτισμάτων, Δ'’, δ’, 1, 23). Φυσικά, όλα αυτά που λέει ο Προκόπιος είναι αρχαιολογικώς επαληθευμένα και δεν αποτελούν – όπως αποτελούν οι λοιδωρίες κατά της Θεοδώρας φαντασία και κολακεία.

Η Θήβα στη βυζαντινή εποχή ήταν κέντρο επεξεργασίας μεταξιού, πράγμα που της έδινε πολύ πλούτο. Τόσο παρηκμασμένη ήταν. Στην Κόρινθο μαρτυρούνται χαρτοποιοί (επεξεργαστές περγαμηνής), δηλαδή κατασκευαστές του υλικού, στο οποίο αντιγράφονταν τα αρχαία κλασσικά έργα (Κων/νος Πορφυρογέννητος, Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν, κεφ 52, 11, σ. 256). Γίνεται, στον τόπο εκείνο να υπήρχαν περγαμηνές αλλά όχι αρχαία αντίγραφα; Επίσης στην Κόρινθο έχουμε μαρτυρίες (A. Bon, Le Pιloponnese byzantin Jusqu’en, σ. 131) για εργαστήρια υαλουργίας. Επί Βυζαντίου ιδρύονται πόλεις όπως η Άρτα, ο Μυστράς, η Μονεμβασιά.

Ο Ρωμαίικος στρατός επί Ρωμανού Β' πέταξε έξω από την Κρήτη τους Άραβες κατακτητές της, απελευθερώνοντάς την και επανελληνίζοντας την με νέους κατοίκους, απόγονοι των οποίων είναι οι σημερινοί Κρητικοί. Επί αιώνες οι Αυτοκράτορες πολεμούσαν τους Βούλγαρους ώστε αυτοί να μην υποδουλώσουν την Μακεδονία και την Θράκη (π.χ. αρκεί να θυμίσουμε την εκστρατεία του αυτοκράτορα Σταυράκιου κατά των Σλαύων της Πελοποννήσου το 783, τον Νικηφόρο Α' στα 805-6 να καταστέλλει εξέγερση Σλάβων ή τη μάχη του Νικηφόρου Ουρανού το 997 στον Σπερχειό κατά των Βουλγάρων, όπου ο Ρωμηός στρατηγός κόντεψε να φονεύσει τον Σαμουήλ). Τό ίδιο έκαναν και με τους Σλαύους που είχαν κατέβει στη νότια Ελλάδα, έκαναν εκστρατείες και τους καθυπέταξαν κι όποτε αυτοί επαναστατούσαν, έστελναν στρατό. Επιπλέον, μετέφεραν Έλληνες Μικρασιάτες στην Ελλάδα μεταφέροντας τους Σλαύους στην Μικρά Ασία, ώστε να εξελληνιστούν οι Σλαύοι και να ελαττωθεί η παρουσία τους στην Ελλάδα. Ο Λέων στα ''Τακτικά'' του γράφει για την μέθοδο των αυτοκρατόρων: «Ταῦτα [τα σλαυικά φύλα] ὁ ἡμέτερος ἐν θείᾳ τῇ λήξει γενόμενος πατὴρ καὶ αὐτοκράτωρ Ρωμαίων Βασίλειος τῶν ἀρχαίων ἠθῶν ἔπεισαι μεταστῆναι καὶ γραικώσας καὶ ἄρχουσι κατὰ τὸν ρωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας καὶ βαπτίσματι τιμῆσαι». Δηλαδή, τους υπέτασσαν στην ρωμαϊκή εξουσία, τους βάφτιζαν και τους εξελλήνιζαν γλωσσικά. Είναι άξιο παρατήρησης, ότι η πολιτική ανεκτικότητας των Ρωμηών Ελλήνων αυτοκρατόρων προς τους Σλαύους και την γλώσσα τους δεν αφορούσε παρά μόνο τη βόρεια χερσόνησο του Αίμου. Οι αυτοκράτορες δεν επέτρεψαν την σλαυική γλώσσα από τη Μακεδονία και κάτω, αλλά με γλωσσικό εξελληνισμό και με μετακινήσεις πληθυσμών απέτρεψαν οι ελληνικές χώρες να γίνουν όπως οι βόρειες βαλκανικές. Την περιοχή της Ελλάδας, την ήθελαν ελληνική. Εάν οι Αυτοκράτορες δεν θεωρούσαν ομοεθνείς, δικούς τους, τους Έλληνες, θα αδιαφορούσαν για την εθνολογική σύσταση της Ελλάδας. Με νύχια και με δόντια κρατούσαν οι Ρωμηοί πρόγονοι μας την Κάτω Ιταλία, και όσο την κατείχαν τα ελληνικά εκεί επικρατούσαν, ενώ όταν υποδουλώθηκε στους Νορμανδούς εν τέλει εκλατινίστηκαν οι κάτοικοί της.

Πάντως, δύο Αθηναίες αυτοκράτειρες, η Ευδοξία-Αθηναΐδα και η Ειρήνη (που βασίλευσε μόνη της, άρα ούτε το επιχείρημα πως δεν υπήρξε αυτοκράτορας από την σημερινή Ελλάδα, ισχύει), η πρώτη προωθώντας τα ελληνικά εις βάρος των λατινικών και η δεύτερη προωθώντας την εικονοφιλία εις βάρος της ασιατικής εικονομαχίας, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην υπόθεση της ελληνικότητας της Ρωμανίας ως κράτους (Άλλες Ελληνίδες σύζυγοι Αυτοκρατόρων ήταν η Θεοφανώ, σύζυγος του Σταυράκιου, η Θέκλα, θυγατέρα του Θεόφιλου, η Θεοδώρα, χήρα του Θεόφιλου, η Ευσεβία, Θεσσαλονικιά, σύζυγος του Κωνστάντιου Β'’, η Κύπρια Θεοδώρα).

Η πλήρης άγνοια της διττής σημασίας των ονομάτων οδηγεί τους Ν/Π στη διάπραξη ξεκαρδιστικών λαθών, που παύουν να είναι ξεκαρδιστικά όταν αυτοί αρχίζουν τις ύβρεις. Το όνομα «Βυζάντιο» ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από τους «Βυζαντινούς» ως δηλωτικό του κράτους τους. Οι συγγραφείς όλοι της «βυζαντινής» εποχής όταν γράφουν «Βυζάντιο» εννοούν την Κωνσταντινούπολη. Ηταν τόσο ανθέλληνες μάλλον, που χρησιμοποιούν το αρχαιοελληνικό αντί του ρωμαϊκού ονόματος. Γράφει λοιπόν ο αρχαιολάτρης Στέφανος Μυτιληναίος στο Δαυλό (τ. 243): «Για τους επαναστάτες Έλληνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταυτιζόταν με το Βυζάντιο.» Ως απόδειξη γι' αυτό φέρνει τη φράση της Β' Εθνοσυνέλευσης (1823) «ο κρότος των ημετέρων όπλων, αντηχήσας, διετάραξε το Βυζάντιον». Πού να γνωρίζει ο αρχαιολάτρης ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες και οι λόγιοι τους εξακολουθούσαν την συνήθεια των «Βυζαντινών» προγόνων τους και των λογίων του «Βυζαντίου» να επιμένουν να δίνουν σε πόλεις και λαούς τις αρχαιοελληνικές ονομασίες («Πέρσες» σήμαινε Τούρκοι, «Κέλτες» σήμαινε Φράγκοι, «Σκύθες» σήμαινε Ρώς. Η Άννα Κομνηνή π.χ. γράφει «Η Επίδαμνος, που έχει επικρατήσει να την ονομάζουν Δυρράχειο»). Συνεπώς «Βυζάντιο», προτού καθιερωθεί να σημαίνει την Ρωμανία, σήμαινε την Κωνσταντινούπολη, και «βυζαντινός στόλος» τον εκ Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στόλο. Αλήθεια, πώς γίνεται να ταύτιζαν οι επαναστάτες Έλληνες του 1821 το κράτος «Βυζάντιο» με την Οθωμανική αυτοκρατορία, και ταυτόχρονα (δες Κεφ. 67), σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις εξ αρχής έως τέλους, και στη δεύτερη να αποδέχονται τους νόμους των «ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων»; Το όνομα «Βυζαντινός» είχε λοιπόν διττή σημασία, εκτός κι αν ισχυριστούν οι αρχαιολάτρες που έγραψαν τέτοια απίστευτα πράγματα, ότι οι Επαναστάτες του 1821 αυθύς εξαρχής από την Α'’ Εθνοσυνέλευση όρισαν ως ελληνικούς νόμους, τους νόμους των Τούρκων κατακτητών τους!

68b ΕΙΝΑΙ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ;

Υπάρχει μια αντίληψη, ότι οι Τούρκοι είναι οι κληρονόμοι του Βυζαντίου, τόσο από πλευράς διοικητικών μεθόδων, όσο και από πλευράς νοοτροπίας. Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι σωστό.

1. Αν οι Τούρκοι παρέλαβαν κάποια στοιχεία από το βυζαντινό διοικητικό σύστημα, όταν κατέλαβαν την Πόλη, αυτό οφείλεται στην απουσία αντίστοιχου τουρκικού διοικητικού συστήματος. Όσον καιρό οι Τούρκοι ήταν νομάδες, δεν χρειάζονταν διοικητικό σύστημα απαραίτητο για την διοίκηση μιας αυτοκρατορίας. Όταν έγιναν αυτοκρατορία,
χρειάζονταν ένα σοβαρό διοικητικό σύστημα. Το πιο κοντινό σε αυτούς παράδειγμα, αφού οι περισσότεροι Τούρκοι ήταν εξισλαμισμένοι Μικρασιάτες, ήταν το βυζαντινό. Δεν σημαίνει, όμως αυτό, ότι οι Τούρκοι είναι οι κληρονόμοι του Βυζαντίου.

2. Το νομικό σύστημα της Ρωμανίας ήταν το εξελληνισμένο ρωμαϊκό δίκαιο, η συνέχεια του ρωμαϊκού δικαίου. Αντιθέτως, η νομοθεσία των Οθωμανών δεν ήταν καμμία άλλη από την Σαρία, τον ισλαμικό νόμο.

3. Η Ρωμανία ήταν ένα κοσμικό κράτος, δίχως καμμία θεοκρατία, όπως δείξαμε. Αντίθετα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο κληρονόμος του Χαλιφάτου (οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την κυριότητα του Χαλιφάτου μόλις το 1924) και είχαν θεοκρατία. Ο Σουλτάνος ήταν και Χαλίφης, σύμφωνα με την ισλαμική θεοκρατία. Οι νόμοι έπρεπε να είναι σύμφωνοι με το Ισλάμ και να εγκρίνονται από τους ειδικούς μουσουλμάνους κληρικούς.

4. Πέραν αυτών, οι Τούρκοι ποτέ δεν μίλησαν ούτε έμαθαν ελληνικά. Το όνομα Τούρκοι ποτέ δεν σήμαινε κάποιον λαό που είχε ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά. Οι Οθωμανοί δίωξαν την ελληνική και κατάφεραν να εκτουρκίσουν γλωσσικά την Μ. Ασία, σε αντίθεση με τους «Ρωμαίους» που σεβάστηκαν την ελληνική, εξελληνίστηκαν, και επέβαλαν τα ελληνικά. Ήταν η Μ. Ασία που εκτουρκίστηκε κι όχι οι Τούρκοι που εξελληνίστηκαν.

5. Το ιερό βιβλίο της θρησκείας τους δεν γράφτηκε στα ελληνικά ούτε μεταφράστηκε, παρά μόνο στις μέρες μας, σε αυτά.

6. Οι Τούρκοι δεν διδάσκονταν ποτέ στα σχολεία και τα πανεπιστήμιά τους, κατά την Οθωμανική περίοδο, τις αρχαίες τραγωδίες, τους αρχαίους φιλόσοφους, τους αρχαίους ποιητές.

7. Οι Τούρκοι δεν είχαν αρχαία αγάλματα να κοσμούν τα παλάτια τους, τον Ιππόδρομο, τις πλατείες και τις οδούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Βυζαντινοί είχαν. Με άλλα λόγια, δεν είχαν καμμία σχέση με το αρχαιοελληνικό πνεύμα και πολιτισμό.

8. Κατά την αλλαγή της θρησκείας από παγανιστική σε χριστιανική δεν άλλαξε ούτε το έθνος (δεν ήρθε κάποιο νέο έθνος να επιβάλλει την αλλαγή αυτή) ούτε το κράτος (δεν δημιουργήθηκε νέο κράτος, το οποίο να κατέκτησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), ενώ αντίθετα, η περίοδος της αλλαγής από χριστιανική σε ισλαμική θρησκεία συνοδεύτηκε από αλλαγή τόσο του έθνους (ήρθε ένα νέο έθνος, οι Τούρκοι, που επέβαλε το Ισλάμ), όσο και του κράτους (το κράτος των Οσμανών κατέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εισβάλλοντας σε αυτήν˙ ούτε ενώθηκε μαζί της ούτε την διαδέχτηκε μέσω συνθήκης)

9. Αντίθετα από τους Ρωμηούς διανοούμενους του Βυζαντίου, οι οποίοι στους τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας είχαν επαναφέρει το όνομα «Έλληνας» ως δηλωτικό της καταγωγής των ίδιων και των κατοίκων της, οι Τούρκοι διανοούμενοι ποτέ δεν επανέφεραν το όνομα «χριστιανός» ή το «Ρωμηός» (ούτε, φυσικά, το «Έλληνας») ως δηλωτικό της θρησκευτικής και εθνικής καταγωγής των ίδιων και των κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξης της. Οι Οθωμανοί κατέλυσαν την ελληνορωμαϊκή Οικουμένη, δεν την συνέχισαν. Δεν έχουν (όπως και οι επηρεασμένοι από την Δύση και τους Τάταρους, Ρώσσοι, οι δίχως καμμία επαφή με την ελληνορωμαϊκότητα του Βυζαντίου, τους οποίους κάποιοι ταυτίζουν με το Βυζάντιο, ώστε να αποδώσουν στο τελευταίο τα κουσούρια της Τσαρικής Ρωσίας) καμμία «ελληνορωμαϊκότητα» δεν είχαν σε καμμία περίοδο. Πώς θα μπορούσαν να την συνεχίσουν την στιγμή που οι ασυγκρίτως ανώτεροι πνευματικά Άραβες Μουσουλμάνοι εξαράβισαν και αφελλήνισαν γλωσσικώς την Μ. Ανατολή;

10. Όπως και να ‘χει, η Ρωμανία ήταν Ορθόδοξη, ελληνική και (τυπικά) ρωμαϊκή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ούτε Ορθόδοξη, ούτε ελληνική, ούτε ρωμαϊκή ήταν˙ οι Οθωμανοί αγνοούσαν την «ελληνορωμαϊκότητα», μισούσαν την Ορθοδοξία, αφελλήνισαν και εκτούρκισαν την ελληνίδα Μικρά Ασία. Ρωμανία και Οθωμανικό κράτος είναι τα άκρως αντίθετα.

11. Κάνουν λόγο για τον... φιλελληνισμό του Μωάμεθ του Πορθητή. Αυτός είχε μητέρα Ελληνίδα και ήταν κάπως μορφωμένος. Ήξερε ότι έχει υπηκόους (και) Έλληνες. Αλλά σε καμμία περίπτωση δεν σκέφτηκε να ανακηρύξει το κράτος του ελληνικό και χριστιανικό, δηλαδή να συνεχίζει την Ρωμανία όπως αυτή υπήρχε επί 1000 χρόνια (ελληνική-ορθόδοξη-ρωμαϊκή). Ούτε ελληνικό-ισλαμικό, ούτε τουρκικό-χριστιανικό, ούτε φυσικά ελληνικό-χριστιανικό, σκέφτηκε ο Πορθητής να φτιάξει το κράτος του. Το έθνος και την θρησκεία του πατέρα του ακολούθησε, όχι της μητέρας του. Οι υπόλοιποι Σουλτάνοι δεν είχαν καμμία ιδέα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η συνήθης άποψη, ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι το Βυζάντιο εξισλαμισμένο, είτε αυτό έγινε ενσυνείδητα είτε ασυνείδητα για τους Οθωμανούς, είναι αφελής, αντιεπιστημονική, και συχνά κακοήθης και αρχαιολατρική πονηριά. Οι Τούρκοι και οι Οθωμανοί ακούν Ρωμανία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία και φρίττουν˙ διότι ξέρουν ότι είναι οι κατακτητές της, οι εχθροί αυτής και των απογόνων της. Αλλιώς θα μας θεωρούσαν «αδέρφια» κι όχι «αγνώμονες ραγιάδες» που «είχαμε το θράσσος να πάμε να πάρουμε πίσω την Πόλη». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες