14e ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΕΘΝΙΚΩΝ
Οι Νεοπαγανιστές τονίζουν με έμφαση τις καταστροφές αρχαίων ναών λόγω των διατάξεων του Θεοδοσίου Α. Όμως αυτές οι κατά του παγανισμού απαγορευτικές διατάξεις του Θεοδόσιου Α, που πρωτοεκδόθηκαν το 391, εφαρμόστηκαν κυρίως στην επαρχία Ανατολής (κυρίως στην Αίγυπτο) και ελάχιστα στην Ελλάδα, η οποία ήταν τμήμα της επαρχίας Ιλλυρικού.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός F. Gregorovius ότι από τα έδικτα του Θεοδόσιου Α, η Ελλάδα έπαθε τα λιγότερα, συγκριτικά με όλη την υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κι ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε ειρηνικά στην Αθήνα. Πολλοί ονομαστοί αρχαίοι ναοί στον ελλαδικό χώρο έπεσαν πολύ αργότερα, από σεισμούς και άλλες θεομηνίες κι όχι από βανδαλισμούς: «Ἐκ τοῦ τοιούτου βανδηλισμοῦ [που έγινε βάσει των εδίκτων του Θεοδόσιου] ἥκιστα παςῶν τῶν χωρῶν ἔπαθεν ἡ ἀρχαία Ἑλλάς. Κυρίως δ αἱ Ἀθῆναι ἔμειναν ἀπηλλαγμέναι καταστροφῶν. Οὐδὲν τῶν μεγάλων ἱερῶν τῶν ἐν Ἀθήναις ὀνομαστῶν κατέπεσε τότε. (...) Ὁ Χριστιανισμὸς ἀνεδείχθη ἴσως ἐν Ἀθήναις εὐλαβέστερος πρὸς τὰ μνημεῖα τῆς ἀρχαίας τέχνης ἢ ἀλλαχοῦ ἐν ταῖς πόλεσι τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐξαιρουμένων ἐνίων καταστροφῶν καλλιτεχνημάτων καὶ ἱερῶν, πρὸς ἃ εἶχε μετ ἰδιαζούσης ἐμμονῆς συμφυῆ ἡ ἀρχαία πίστις, ἡ νικῶσα θρησκεία φαίνεται λαβοῦσα κατοχὴν τῶν Ἀθηνῶν ἐν εἰρήνῃ (...) Οἱ ἀρχαῖοι ναοὶ τῶν Ἀθηνῶν οἱ μεταβληθέντες εἰς ἐκκληςίας, ἐν οἷς αὐτόχρημα οἱ λαμπρότατοι, δεικνύουσιν ἀκόμη καὶ τὴν σήμερον ὁπόσον μεγάλην εὐλάβειαν ἐπέδειξαν οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ τὴν εἰς ἐκκληςίας μετασκευὴν αὐτῶν (...) Ἡ καταστροφὴ τοῦ Ὀλυμπίειου δὲν δύναται νἀποδοθῇ εἰς τὸν βανδηλισμὸν Βυζαντίνου ἀνθυπάτου ἢ εἰς τὸν εὐσεβῆ ζῆλον ἐπισκόπου τινός. Τὸ γιγάντειον κτίριον τοῦ ἐκ τῶν χρόνων τοῦ Ἀδριανοῦ Ὀλυμπιεῖον μόνον ὑπὸ θεομηνίας εἶνε πιθανὸν ὅτι κατεθρυμματίσθη (...) Πολλοὶ δὲ ναοὶ κατεστράφησαν ὑπὸ σεισμῶν, καὶ δὴ ἐν ἐπιγενεστέρῳ χρόνῳ [ὁ τοῦ Διὸς ἐν Ὁλυμπίᾳ τὸν ἕκτον αἰῶνα καὶ] ὁ ὀνομαστὸς ἐν Κυζίκῳ μετὰ τὸν ἑνδέκατον αἰῶνα ὑπερμεσοῦντα» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 97, 128, 133).
Όσο για τον Αλάριχο, ο Gregorovius αναφέρει ότι είναι υπερβολή να πιστεύουμε ότι ο Αλάριχος είχε σκοπό να καταστρέψει τα ιερά. Πράγμα λογικό, αφού ο Αλάριχος το πλιάτσικο μόνο είχε κατά νου: «Οὐδεὶς ἱστορικὸς μαρτυρεῖ, ὅτι ὁ βασιλεὺς τῶν βαρβάρων ἐξηκόντισε τὸν πυρσὸν τοῦ ἐμπρησμοῦ εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Δήμητρος. (...) Ὑπερβάλλουσι δεινῶς τὰ πράγματα οἱ θεωροῦντες αὐτοὺς προβάντας ἐξεπίτηδες εὶς σκόπιμον καταστροφὴν τῶν ἱερῶν, ἀνάγοντες δ εἰς τὸν Ἀλάριχον τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν ἐθνικῶν θεῶν τῶν Ἑλλήνων» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 101, 103).
Γράφει ο Gregorovius: «Αἱ Ἀθῆναι ἔπαθον κατὰ τὴν ὑπὸ τῶν Οὐσιγότθων κατάκτησιν προφανῶς ὀλιγώτερα ἢ ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Δεξίππου. Καὶ αὐτοὶ δ ἐκεῖνοι οἱ ἱστορικοὶ οἱ ποιούμενοι λόγον περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς πόλης οὐδὲν λέγουσι περὶ δῃώσεως αὐτῆς» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 105).
Ο Gregorovius αμφισβητεί τις ασυναρτησίες των Νεοπαγανιστών, πως τάχα οι «Βυζαντινοί» σκόπευαν στην καταστροφή της αρχαίας Ελλάδας και γι' αυτό συνέβη η εκστρατεία του Αλάριχου. Τονίζει ακόμη ο Γερμανός ιστορικός, ότι οι λόγοι που άργησε να αντιδράσει η εξουσία κατά του Αλάριχου ήταν, πρώτον η δολοφονία του Ρουφίνου, η οποία αποδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους, και δεύτερον η δυσπιστία του Αυτοκράτορα προς τον Στηλίχων, φοβόταν ότι κι αυτός θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο, αντί να τον καταδιώξει: «Ὁ Στηλίχων εἶχε σπεύσει μετὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς στρατιᾶς ἀπὸ τῶν Μεδιολάνων [Μιλάνο] εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀκολουθήσει τοὺς Γότθους διὰ τῆς Πίνδου, ἀλλ ὁ φιλύποπτος Ἀρκάδιος ἐκέλευσεν αὐτὸν νὰ ἐγκαταλίπῃ τὰς χώρας τοῦ ἀνατολικοῦ ῥωμαϊκοῦ κράτους. (...) Ἡ δὲ τεραστία καταστροφὴ ἡ ἐπακολουθήσα ἀπ ἐναντίας τότ ἐν Ἑλλάδι δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀποτέλεσμα τῆς παρὰ Ρουφίνου προδοσίας, ὅσῳ μᾶλλον τῆς ἀνικανότητος τῶν Βυζαντίνων περὶ τὸ πολιτεύεσθαι καὶ τοῦ ἀμάχου αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων. Αὐτὸς δ ο Ρουφίνος ἔπεσεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ 27 Νοεμβρίου 395 ὑπὸ τοῦ ξίφους τοῦ Γαϊνᾶ˙ ὁ δὲ φόνος αὐτοῦ παρέλυσε πρὸς ὥραν τὴν δύναμιν τῆς κυβερνήσεως, καθ ὂν χρόνον ὁ Ἀλάριχος ἀπ ἐναντίας διέβαινε τὰς Θερμοπύλας» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 99).
«Οι εν Κωνσταντινουπόλει φοβηθέντες υπέδειξαν στον Αλάριχο να κάμει τας επιδρομάς του προς το Ιλλυρικόν, το οποίον έπρεπε κατά τον Στιλίχωνα να ανήκει εις την Δύσιν. Τούτο ηνάγκασε τον Στιλίχωνα να έλθει εις το Ιλλυρικό, χωρίς όμως να προβεί εις οριστικόν αγώνα (...). Οι εν Κωνσταντινουπόλει ήσαν απησχολημένοι με τους Ούννους, οι οποίοι είχαν εισβάλει δια του Καυκάσου εις την Μικράν Ασίαν, και δεν έσπευσαν εγκαίρως να κτυπήσουν τον Αλάριχον» (Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τύποις Αθ. Α. Παπασπύρου, Αθήνα 1939, σ. 74, 75).
Με άλλα λόγια, οι ισχυρισμοί των Νεοπαγανιστών ότι δήθεν οι Βυζαντινοί ήθελαν την καταστροφή της Ελλάδας κι ότι αδιαφόρησαν για την λεηλασία του Αλάριχου είναι απολύτως αβάσιμοι και κακόβουλοι. Το κράτος είχε παραλύσει με τη δολοφονία του «πρωθυπουργού» Ρουφίνου κι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος απομάκρυνε τον Γότθο Στηλίχωνα μόνο επειδή υποψιαζόταν πως ο τελευταίος θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο. Όταν πείστηκε ότι αυτό δε θα γινόταν, διέταξε τον Στηλίχωνα να κυνηγήσει και να διώξει τον Αλάριχο.
Επίσης βλέπουμε ότι η κυβέρνηση ουδόλως αδιαφόρησε για την επιδρομή του Αλάριχου, αλλά εξαιτίας της ταυτόχρονης εισβολής των Ούννων στην Μικρασία, δεν μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας σε δύο μέτωπα. Γι αυτό, οι ευφυέστατοι διπλωμάτες έπεισαν τον Αλάριχο να πάει προς το Ιλλυρικό (Όχι προς την «Ελλάδα» όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, διότι το «Ιλλυρικό» περιελάμβανε κι άλλες περιοχές εκτός από την Ελλάδα, τουλάχιστον ίσες σε έκταση με αυτήν), ώστε να προκληθεί διαμάχη μεταξύ Στιλίχωνα και Αλάριχου για την κατοχή του και να αλληλοεξουδετερωθούν. Όμως, φαίνεται πως ο μεν Στιλίχωνας φοβόταν να εμπλακεί σε σύγκρουση με τον Αλάριχο, η δε κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αμέσως μετά υποψιάστηκε ότι οι δύο Γότθοι ίσως συμμαχούσαν. Πάντως, παρ' όλη την αδυναμία του κράτους εκείνη την στιγμή, και παρ' όλη την παρουσία Ούννων, Γότθων του Αλάριχου και Γότθων του Στιλίχωνα στα εδάφη της, η Ρωμανία κατόρθωνε κι εξουδετέρωνε ένα έναν τους ξένους. Είναι ανόητος, λοιπόν, ο ισχυρισμός, ότι οι «Βυζαντινοί» έστειλαν τον Αλάριχο στην Ελλάδα με εντολή να την καταστρέψει.
Τέλος, ο F. Gregorovius αναφέρει ότι παρ' όλη την καταστροφή που επέφερε ο Αλάριχος, πολλές ένδοξες αρχαιότητες στην Πελοπόννησο είχαν διασωθεί: «Ἂν δὲ μετὰ τὴν γοτθικὴν δῄωσιν ἤθελεν ἐπισκεφθῇ τὰς χώρας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος δεύτερός τις Παυσανίας, θὰ ἤθελε μὲν εὕρει νέα ἐρείπια πρὸς ἀναγραφήν, ἀλλὰ καὶ παρατηρήσει μετ εὐχαριστήσεως, ὅτι πολλαὶ ἔνδοξαι ἀρχαιότητες, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Πελοποννήσῳ εἶχον διασωθῇ. Καὶ περὶ αὐτῆς δὲ τῆς Ὀλυμπίας δύναται νὰ λεχθῇ τοῦτο» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 107).
Φυσικά, οι αναφορές των ειδωλολατρών ιστορικών σε «μοναχούς» που συνόδευαν τον Αλάριχο αφορούν τους αρειανιστές κι όχι τους ορθόδοξους καλόγερους. Διότι, όχι μόνο υπήρχε και αιρετικός μοναχισμός, αλλά επιπλέον δεν ήταν δυνατό, να δέχεται για συμμάχους, ο Αλάριχος, τους αντιπάλους του, τους Ορθόδοξους μοναχούς.
Είναι λάθος να υπερτονίζεται η χριστιανική (που ούτε κι αυτό ισχύει βέβαια˙ αιρετικοί αρειανοί ήταν, όχι χριστιανοί) ιδιότητα των Γότθων του 4ου μ.Χ. αιώνα, για να ερμηνευθούν οι καταστροφές και οι λεηλασίες που διέπραξαν στην Ελλάδα. Οι Γότθοι επέδραμαν κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και της Ελλάδας συγκεκριμένα) όχι μόνο αφού εκχριστιανίστηκαν, αλλά και πολύ πιο πριν, όταν ήταν ακόμη παγανιστές. Στον 3ο αι. μ.Χ. είχαν επεδράμει πολλές φορές κατά της Ελλάδας. Έτσι:
-Το 253 μ.Χ. οι Γότθοι φτάνουν στην Έφεσσο.
-Το 254 επέδραμαν εναντίον της Ελλάδας.
-Το 262 ερημώθηκε η Ιωνία και οι γειτονικές περιοχές
-το 256 η Βιθυνία και η βορειοδυτική Μικρά Ασία λεηλατήθηκαν.
-το 267 οι Γότθοι λεηλατούν τη Δυτική Μ. Ασία, την Έφεσσο, την Νικομήδεια, την Τροία˙ κυριεύουν και λαφυραγωγούν το Άργος, το Βυζάντιο, την Κύζικο και την Κόρινθο, κυριεύουν τον Πειραιά και την Αθήνα και καίνε βιβλιοθήκες οι Παγανιστές Γότθοι καθώς και τον Παρθενώνα, του οποίου η στέγη καταρρέει.
Συμπέρασμα: οι Γότθοι ήταν βάρβαροι επιδρομείς, είτε ήταν Παγανιστές είτε Χριστιανοί. Η Ελλάδα τους προσείλκυε, λόγω του πλούτου της, ανεξαρτήτως της θρησκείας που αυτοί ακολουθούσαν. Δεν είναι λογικό να αποδωθεί η τάση τους για επιδρομές κατά της Ελλάδας στην αιρετική (δήθεν χριστιανική) τους πίστη, γιατί αν αποδιδόταν, τότε με την ίδια λογική, για τις επιδρομές του 3ου αι. θα ευθυνόταν η παγανιστική τους θρησκεία. Κι άρα τα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών στρέφονται εναντίον τους.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος έλεγε στους υπηκόους του «πηγαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά και τελέστε τις τελετές κατά τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 1 και 2, νόμοι του 319 και 320 μ.Χ.)
«Γινόταν διάκριση μεταξύ της νόμιμης μαγείας, που έχει ως αντικείμενο την υγεία και τις σοδειές, και της παράνομης, που στοχεύει στο θάνατο ή την αποπλάνηση κάποιου (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 3, του έτους 319 μ.Χ.). Άλλωστε τέτοιοι περιορισμοί απηχούν όντως το δίκαιο της Δωδεκαδέλτου και τη νομοθεσία της πρώιμης Αυτοκρατορίας» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 45).
Για τα όσα λέει ο Λιβάνιος σχετικά με τους νόμους του Κωνστάντιου, ο Παπαρηγόπουλος σχολιάζει: «Αλλά ότι ο Λιβάνιος λέει υπερβολές και ότι ούτε εκείνοι οι ρητοί νόμοι (του Κωνστάντιου) εκτελέστηκαν, συμπεραίνεται από τη συνεχή επανάληψή τους και από πολλές άλλες αναμφισβήτητες μαρτυρίες και γεγονότα. Επίσης ο εθνικός (συγγραφέας) Σύμμαχος βεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος, που το 353 εξέδωσε το νόμο 4, όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη μετά από 4 χρόνια (357), διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων και γενικά επέτρεψε ο ίδιος την λατρεία» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8,3).
«Η πολιτική που χάραξε ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος με τους αντιπαγανιστικούς νόμους του 356-357 έμελλε να μείνει νεκρό γράμμα ώς τον Θεοδόσιο» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 54).
Τι λέει ο Gibbon, από την «Ιστορία της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»: «...Υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι το επίσημο έδικτο [σημ. :των Αυτοκρατόρων Κωνστάντιου και Κώνστα κατά των Εθνικών] είτε εγράφη δίχως να δημοσιευθεί, είτε εδημοσιεύθη δίχως να εκτελεστεί. Η μαρτυρία των γεγονότων και τα μνημεία που ακόμη είναι σε ύπαρξη, αποδεικνύουν την δημόσια εξάσκηση της παγανιστικής λατρείας καθ όλη τη βασιλεία των γιών του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή καθώς και στη Δύση, στις πόλεις καθώς και στην επαρχία, μεγάλος αριθμός ναών παρέμεινε σεβαστός, ή τουλάχιστον διασώθηκαν˙ και το ευσεβές πλήθος ακόμα απολάμβανε την πολυτέλεια των θυσιών, των τελετών και των πομπών, με την άδεια ή την συγκατάθεση της δημόσιας αρχής. Τέσσερα περίπου χρόνια μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία του φοβερού έδικτού του, ο Κωνστάντιος επεσκέφθη τα τεμένη της Ρώμης και η εντιμότητα της συμπεριφοράς του συνιστάται απο έναν παγανιστή ρήτορα ως ένα παράδειγμα άξιο μίμησης από τους επόμενους ηγεμόνες. «Ο αυτοκράτωρ», λέει ο Σύμμαχος, «επέτρεψε να μείνουν άθικτα τα προνόμια των Εστιάδων. Εγγυήθηκε τη καθορισμένη παροχή για να παράσχει τα έξοδα των δημόσιων τελετών και θυσιών. Και παρ' όλο που ασπάζεται μια άλλη θρησκεία, ποτέ δε σκέφτηκε να στερήσει την αυτοκρατορία από την ιερή λατρεία της αρχαιότητας» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. 1, p. 399).
Ο Σύμμαχος (επιστολή, Migne, 18, 391) επαινεί τον Κωνστάντιο ότι επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων, απένειμε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους και έδωσε επιχορηγήσεις σε εθνικούς ναούς και αγώνες.
Ο Κωνστάντιος μερίμνησε και για την εκλογή εθνικού πρωθιερέως της Αφρικής με ειδικό νόμο του (C. Th., XII, 1, 46), το έτος 358. Έτος διωγμών, κατά τους Νεοπαγανιστές.
Επίσης, ο Κωνστάντιος επεκύρωσε τα δικαιώματα των ποντιφήκων επί της επιθεώρησης των ιερών θεσμών, με νόμο (C. Th., IX, 17, 2) το έτος 349.
«Η εφαρμογή των νόμων (του Κωνστάντιου) έγινε σε περιορισμένο βαθμό. Οι εθνικοί εν πολλοίς διέσωζαν τη λατρεία τους με πλάγια μέσα, τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι εθνικοί συμμαχούσαν με τους αρειανούς, για να αποκτήσουν την εύνοια του αρειανόφρονα Κωνστάντιου και να διατηρήσουν τη λατρεία τους: «Ἕλληνες μὲν οὖν ὥσπερ ὠνούμενοι τῇ ὑπογραφῇ (έγγραφο, με το οποίο μετά το 355 δέχονταν «ὃν ἂν ἀποστείλῃ βασιλεὺς») τὴν τῶν εἰδώλων ἀσυλίαν» γράφει ο Μέγας Αθανάσιος (επιστολή προς Μοναχούς, 55)» (Βασ. Κ. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4η έκδοση 1978, εκδ. Αστήρ, σ. 146). Με άλλα λόγια, ο Λιβάνιος διαψεύδεται από πλήθος ιστορικών.
«Πολλοί νεώτεροι ειδικοί διατείνονται ότι ο Θεοδόσιος υπέβαλλε αυτούς που παραβίαζαν τον αντιπαγανιστικό αυτό νόμο σε «αυστηρότατες ποινές». Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι διόλου σαφές αν ο παραπάνω νόμος όριζε σκληρότερες ποινές, από την επιβολή προστίμου και την δήμευση της περιουσίας. (...) Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Ονώριος και ο Θεοδόσιος Β' (γιοί του Θεοδόσιου Α') επενέβησαν για να προστατεύσουν τους νομοταγείς Εθνικούς από κακοποιήσεις από μέρους των φανατικών χριστιανών και απαίτησαν σύμφωνα με νόμο να καταβάλλεται διπλάσια αποζημίωση για κλοπή περιουσιών» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ.345).
Codex Theodosianus XVI.10.24 (8 Ιουνίου 423 μ.Χ.) Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, Έπαρχο Πραιτορίου: «(...) Ιδιαιτέρως διατάσσουμε τους πραγματικούς χριστιανούς και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι, να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει η Εκκλησία και τολμήσουν να απλώνουν βίαιο χέρι επάνω στους εβραίους και εθνικούς που ζουν ήσυχα και δεν επιχειρούν ενάντια στην τάξη και στους νόμους Μας. Γιατί αν τέτοιοι χριστιανοί φερθούν βίαια εναντίον φιλήσυχων ανθρώπων που ζουν με ασφάλεια, ή λεηλατήσουν τα αγαθά των, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν εις διπλούν, τριπλούν ή και ακόμη τετραπλούν αυτά που έκλεψαν. Επίσης, οι διοικητές των επαρχιών, το προσωπικό τους και οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών ας ενημερωθούν ότι δεν θα επιτρέψουν να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα. Αλλιώς, θα τιμωρηθούν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο με αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα».
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός F. Gregorovius ότι από τα έδικτα του Θεοδόσιου Α, η Ελλάδα έπαθε τα λιγότερα, συγκριτικά με όλη την υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κι ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε ειρηνικά στην Αθήνα. Πολλοί ονομαστοί αρχαίοι ναοί στον ελλαδικό χώρο έπεσαν πολύ αργότερα, από σεισμούς και άλλες θεομηνίες κι όχι από βανδαλισμούς: «Ἐκ τοῦ τοιούτου βανδηλισμοῦ [που έγινε βάσει των εδίκτων του Θεοδόσιου] ἥκιστα παςῶν τῶν χωρῶν ἔπαθεν ἡ ἀρχαία Ἑλλάς. Κυρίως δ αἱ Ἀθῆναι ἔμειναν ἀπηλλαγμέναι καταστροφῶν. Οὐδὲν τῶν μεγάλων ἱερῶν τῶν ἐν Ἀθήναις ὀνομαστῶν κατέπεσε τότε. (...) Ὁ Χριστιανισμὸς ἀνεδείχθη ἴσως ἐν Ἀθήναις εὐλαβέστερος πρὸς τὰ μνημεῖα τῆς ἀρχαίας τέχνης ἢ ἀλλαχοῦ ἐν ταῖς πόλεσι τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐξαιρουμένων ἐνίων καταστροφῶν καλλιτεχνημάτων καὶ ἱερῶν, πρὸς ἃ εἶχε μετ ἰδιαζούσης ἐμμονῆς συμφυῆ ἡ ἀρχαία πίστις, ἡ νικῶσα θρησκεία φαίνεται λαβοῦσα κατοχὴν τῶν Ἀθηνῶν ἐν εἰρήνῃ (...) Οἱ ἀρχαῖοι ναοὶ τῶν Ἀθηνῶν οἱ μεταβληθέντες εἰς ἐκκληςίας, ἐν οἷς αὐτόχρημα οἱ λαμπρότατοι, δεικνύουσιν ἀκόμη καὶ τὴν σήμερον ὁπόσον μεγάλην εὐλάβειαν ἐπέδειξαν οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ τὴν εἰς ἐκκληςίας μετασκευὴν αὐτῶν (...) Ἡ καταστροφὴ τοῦ Ὀλυμπίειου δὲν δύναται νἀποδοθῇ εἰς τὸν βανδηλισμὸν Βυζαντίνου ἀνθυπάτου ἢ εἰς τὸν εὐσεβῆ ζῆλον ἐπισκόπου τινός. Τὸ γιγάντειον κτίριον τοῦ ἐκ τῶν χρόνων τοῦ Ἀδριανοῦ Ὀλυμπιεῖον μόνον ὑπὸ θεομηνίας εἶνε πιθανὸν ὅτι κατεθρυμματίσθη (...) Πολλοὶ δὲ ναοὶ κατεστράφησαν ὑπὸ σεισμῶν, καὶ δὴ ἐν ἐπιγενεστέρῳ χρόνῳ [ὁ τοῦ Διὸς ἐν Ὁλυμπίᾳ τὸν ἕκτον αἰῶνα καὶ] ὁ ὀνομαστὸς ἐν Κυζίκῳ μετὰ τὸν ἑνδέκατον αἰῶνα ὑπερμεσοῦντα» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 97, 128, 133).
Όσο για τον Αλάριχο, ο Gregorovius αναφέρει ότι είναι υπερβολή να πιστεύουμε ότι ο Αλάριχος είχε σκοπό να καταστρέψει τα ιερά. Πράγμα λογικό, αφού ο Αλάριχος το πλιάτσικο μόνο είχε κατά νου: «Οὐδεὶς ἱστορικὸς μαρτυρεῖ, ὅτι ὁ βασιλεὺς τῶν βαρβάρων ἐξηκόντισε τὸν πυρσὸν τοῦ ἐμπρησμοῦ εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Δήμητρος. (...) Ὑπερβάλλουσι δεινῶς τὰ πράγματα οἱ θεωροῦντες αὐτοὺς προβάντας ἐξεπίτηδες εὶς σκόπιμον καταστροφὴν τῶν ἱερῶν, ἀνάγοντες δ εἰς τὸν Ἀλάριχον τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν ἐθνικῶν θεῶν τῶν Ἑλλήνων» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 101, 103).
Γράφει ο Gregorovius: «Αἱ Ἀθῆναι ἔπαθον κατὰ τὴν ὑπὸ τῶν Οὐσιγότθων κατάκτησιν προφανῶς ὀλιγώτερα ἢ ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Δεξίππου. Καὶ αὐτοὶ δ ἐκεῖνοι οἱ ἱστορικοὶ οἱ ποιούμενοι λόγον περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς πόλης οὐδὲν λέγουσι περὶ δῃώσεως αὐτῆς» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 105).
Ο Gregorovius αμφισβητεί τις ασυναρτησίες των Νεοπαγανιστών, πως τάχα οι «Βυζαντινοί» σκόπευαν στην καταστροφή της αρχαίας Ελλάδας και γι' αυτό συνέβη η εκστρατεία του Αλάριχου. Τονίζει ακόμη ο Γερμανός ιστορικός, ότι οι λόγοι που άργησε να αντιδράσει η εξουσία κατά του Αλάριχου ήταν, πρώτον η δολοφονία του Ρουφίνου, η οποία αποδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους, και δεύτερον η δυσπιστία του Αυτοκράτορα προς τον Στηλίχων, φοβόταν ότι κι αυτός θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο, αντί να τον καταδιώξει: «Ὁ Στηλίχων εἶχε σπεύσει μετὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς στρατιᾶς ἀπὸ τῶν Μεδιολάνων [Μιλάνο] εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀκολουθήσει τοὺς Γότθους διὰ τῆς Πίνδου, ἀλλ ὁ φιλύποπτος Ἀρκάδιος ἐκέλευσεν αὐτὸν νὰ ἐγκαταλίπῃ τὰς χώρας τοῦ ἀνατολικοῦ ῥωμαϊκοῦ κράτους. (...) Ἡ δὲ τεραστία καταστροφὴ ἡ ἐπακολουθήσα ἀπ ἐναντίας τότ ἐν Ἑλλάδι δὲν ὑπῆρξε τόσον ἀποτέλεσμα τῆς παρὰ Ρουφίνου προδοσίας, ὅσῳ μᾶλλον τῆς ἀνικανότητος τῶν Βυζαντίνων περὶ τὸ πολιτεύεσθαι καὶ τοῦ ἀμάχου αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων. Αὐτὸς δ ο Ρουφίνος ἔπεσεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῇ 27 Νοεμβρίου 395 ὑπὸ τοῦ ξίφους τοῦ Γαϊνᾶ˙ ὁ δὲ φόνος αὐτοῦ παρέλυσε πρὸς ὥραν τὴν δύναμιν τῆς κυβερνήσεως, καθ ὂν χρόνον ὁ Ἀλάριχος ἀπ ἐναντίας διέβαινε τὰς Θερμοπύλας» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 99).
«Οι εν Κωνσταντινουπόλει φοβηθέντες υπέδειξαν στον Αλάριχο να κάμει τας επιδρομάς του προς το Ιλλυρικόν, το οποίον έπρεπε κατά τον Στιλίχωνα να ανήκει εις την Δύσιν. Τούτο ηνάγκασε τον Στιλίχωνα να έλθει εις το Ιλλυρικό, χωρίς όμως να προβεί εις οριστικόν αγώνα (...). Οι εν Κωνσταντινουπόλει ήσαν απησχολημένοι με τους Ούννους, οι οποίοι είχαν εισβάλει δια του Καυκάσου εις την Μικράν Ασίαν, και δεν έσπευσαν εγκαίρως να κτυπήσουν τον Αλάριχον» (Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τύποις Αθ. Α. Παπασπύρου, Αθήνα 1939, σ. 74, 75).
Με άλλα λόγια, οι ισχυρισμοί των Νεοπαγανιστών ότι δήθεν οι Βυζαντινοί ήθελαν την καταστροφή της Ελλάδας κι ότι αδιαφόρησαν για την λεηλασία του Αλάριχου είναι απολύτως αβάσιμοι και κακόβουλοι. Το κράτος είχε παραλύσει με τη δολοφονία του «πρωθυπουργού» Ρουφίνου κι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος απομάκρυνε τον Γότθο Στηλίχωνα μόνο επειδή υποψιαζόταν πως ο τελευταίος θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο. Όταν πείστηκε ότι αυτό δε θα γινόταν, διέταξε τον Στηλίχωνα να κυνηγήσει και να διώξει τον Αλάριχο.
Επίσης βλέπουμε ότι η κυβέρνηση ουδόλως αδιαφόρησε για την επιδρομή του Αλάριχου, αλλά εξαιτίας της ταυτόχρονης εισβολής των Ούννων στην Μικρασία, δεν μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας σε δύο μέτωπα. Γι αυτό, οι ευφυέστατοι διπλωμάτες έπεισαν τον Αλάριχο να πάει προς το Ιλλυρικό (Όχι προς την «Ελλάδα» όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, διότι το «Ιλλυρικό» περιελάμβανε κι άλλες περιοχές εκτός από την Ελλάδα, τουλάχιστον ίσες σε έκταση με αυτήν), ώστε να προκληθεί διαμάχη μεταξύ Στιλίχωνα και Αλάριχου για την κατοχή του και να αλληλοεξουδετερωθούν. Όμως, φαίνεται πως ο μεν Στιλίχωνας φοβόταν να εμπλακεί σε σύγκρουση με τον Αλάριχο, η δε κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αμέσως μετά υποψιάστηκε ότι οι δύο Γότθοι ίσως συμμαχούσαν. Πάντως, παρ' όλη την αδυναμία του κράτους εκείνη την στιγμή, και παρ' όλη την παρουσία Ούννων, Γότθων του Αλάριχου και Γότθων του Στιλίχωνα στα εδάφη της, η Ρωμανία κατόρθωνε κι εξουδετέρωνε ένα έναν τους ξένους. Είναι ανόητος, λοιπόν, ο ισχυρισμός, ότι οι «Βυζαντινοί» έστειλαν τον Αλάριχο στην Ελλάδα με εντολή να την καταστρέψει.
Τέλος, ο F. Gregorovius αναφέρει ότι παρ' όλη την καταστροφή που επέφερε ο Αλάριχος, πολλές ένδοξες αρχαιότητες στην Πελοπόννησο είχαν διασωθεί: «Ἂν δὲ μετὰ τὴν γοτθικὴν δῄωσιν ἤθελεν ἐπισκεφθῇ τὰς χώρας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος δεύτερός τις Παυσανίας, θὰ ἤθελε μὲν εὕρει νέα ἐρείπια πρὸς ἀναγραφήν, ἀλλὰ καὶ παρατηρήσει μετ εὐχαριστήσεως, ὅτι πολλαὶ ἔνδοξαι ἀρχαιότητες, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Πελοποννήσῳ εἶχον διασωθῇ. Καὶ περὶ αὐτῆς δὲ τῆς Ὀλυμπίας δύναται νὰ λεχθῇ τοῦτο» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 107).
Φυσικά, οι αναφορές των ειδωλολατρών ιστορικών σε «μοναχούς» που συνόδευαν τον Αλάριχο αφορούν τους αρειανιστές κι όχι τους ορθόδοξους καλόγερους. Διότι, όχι μόνο υπήρχε και αιρετικός μοναχισμός, αλλά επιπλέον δεν ήταν δυνατό, να δέχεται για συμμάχους, ο Αλάριχος, τους αντιπάλους του, τους Ορθόδοξους μοναχούς.
Είναι λάθος να υπερτονίζεται η χριστιανική (που ούτε κι αυτό ισχύει βέβαια˙ αιρετικοί αρειανοί ήταν, όχι χριστιανοί) ιδιότητα των Γότθων του 4ου μ.Χ. αιώνα, για να ερμηνευθούν οι καταστροφές και οι λεηλασίες που διέπραξαν στην Ελλάδα. Οι Γότθοι επέδραμαν κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και της Ελλάδας συγκεκριμένα) όχι μόνο αφού εκχριστιανίστηκαν, αλλά και πολύ πιο πριν, όταν ήταν ακόμη παγανιστές. Στον 3ο αι. μ.Χ. είχαν επεδράμει πολλές φορές κατά της Ελλάδας. Έτσι:
-Το 253 μ.Χ. οι Γότθοι φτάνουν στην Έφεσσο.
-Το 254 επέδραμαν εναντίον της Ελλάδας.
-Το 262 ερημώθηκε η Ιωνία και οι γειτονικές περιοχές
-το 256 η Βιθυνία και η βορειοδυτική Μικρά Ασία λεηλατήθηκαν.
-το 267 οι Γότθοι λεηλατούν τη Δυτική Μ. Ασία, την Έφεσσο, την Νικομήδεια, την Τροία˙ κυριεύουν και λαφυραγωγούν το Άργος, το Βυζάντιο, την Κύζικο και την Κόρινθο, κυριεύουν τον Πειραιά και την Αθήνα και καίνε βιβλιοθήκες οι Παγανιστές Γότθοι καθώς και τον Παρθενώνα, του οποίου η στέγη καταρρέει.
Συμπέρασμα: οι Γότθοι ήταν βάρβαροι επιδρομείς, είτε ήταν Παγανιστές είτε Χριστιανοί. Η Ελλάδα τους προσείλκυε, λόγω του πλούτου της, ανεξαρτήτως της θρησκείας που αυτοί ακολουθούσαν. Δεν είναι λογικό να αποδωθεί η τάση τους για επιδρομές κατά της Ελλάδας στην αιρετική (δήθεν χριστιανική) τους πίστη, γιατί αν αποδιδόταν, τότε με την ίδια λογική, για τις επιδρομές του 3ου αι. θα ευθυνόταν η παγανιστική τους θρησκεία. Κι άρα τα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών στρέφονται εναντίον τους.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος έλεγε στους υπηκόους του «πηγαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά και τελέστε τις τελετές κατά τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 1 και 2, νόμοι του 319 και 320 μ.Χ.)
«Γινόταν διάκριση μεταξύ της νόμιμης μαγείας, που έχει ως αντικείμενο την υγεία και τις σοδειές, και της παράνομης, που στοχεύει στο θάνατο ή την αποπλάνηση κάποιου (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 3, του έτους 319 μ.Χ.). Άλλωστε τέτοιοι περιορισμοί απηχούν όντως το δίκαιο της Δωδεκαδέλτου και τη νομοθεσία της πρώιμης Αυτοκρατορίας» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 45).
Για τα όσα λέει ο Λιβάνιος σχετικά με τους νόμους του Κωνστάντιου, ο Παπαρηγόπουλος σχολιάζει: «Αλλά ότι ο Λιβάνιος λέει υπερβολές και ότι ούτε εκείνοι οι ρητοί νόμοι (του Κωνστάντιου) εκτελέστηκαν, συμπεραίνεται από τη συνεχή επανάληψή τους και από πολλές άλλες αναμφισβήτητες μαρτυρίες και γεγονότα. Επίσης ο εθνικός (συγγραφέας) Σύμμαχος βεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος, που το 353 εξέδωσε το νόμο 4, όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη μετά από 4 χρόνια (357), διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων και γενικά επέτρεψε ο ίδιος την λατρεία» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8,3).
«Η πολιτική που χάραξε ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος με τους αντιπαγανιστικούς νόμους του 356-357 έμελλε να μείνει νεκρό γράμμα ώς τον Θεοδόσιο» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 54).
Τι λέει ο Gibbon, από την «Ιστορία της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»: «...Υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι το επίσημο έδικτο [σημ. :των Αυτοκρατόρων Κωνστάντιου και Κώνστα κατά των Εθνικών] είτε εγράφη δίχως να δημοσιευθεί, είτε εδημοσιεύθη δίχως να εκτελεστεί. Η μαρτυρία των γεγονότων και τα μνημεία που ακόμη είναι σε ύπαρξη, αποδεικνύουν την δημόσια εξάσκηση της παγανιστικής λατρείας καθ όλη τη βασιλεία των γιών του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή καθώς και στη Δύση, στις πόλεις καθώς και στην επαρχία, μεγάλος αριθμός ναών παρέμεινε σεβαστός, ή τουλάχιστον διασώθηκαν˙ και το ευσεβές πλήθος ακόμα απολάμβανε την πολυτέλεια των θυσιών, των τελετών και των πομπών, με την άδεια ή την συγκατάθεση της δημόσιας αρχής. Τέσσερα περίπου χρόνια μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία του φοβερού έδικτού του, ο Κωνστάντιος επεσκέφθη τα τεμένη της Ρώμης και η εντιμότητα της συμπεριφοράς του συνιστάται απο έναν παγανιστή ρήτορα ως ένα παράδειγμα άξιο μίμησης από τους επόμενους ηγεμόνες. «Ο αυτοκράτωρ», λέει ο Σύμμαχος, «επέτρεψε να μείνουν άθικτα τα προνόμια των Εστιάδων. Εγγυήθηκε τη καθορισμένη παροχή για να παράσχει τα έξοδα των δημόσιων τελετών και θυσιών. Και παρ' όλο που ασπάζεται μια άλλη θρησκεία, ποτέ δε σκέφτηκε να στερήσει την αυτοκρατορία από την ιερή λατρεία της αρχαιότητας» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. 1, p. 399).
Ο Σύμμαχος (επιστολή, Migne, 18, 391) επαινεί τον Κωνστάντιο ότι επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων, απένειμε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους και έδωσε επιχορηγήσεις σε εθνικούς ναούς και αγώνες.
Ο Κωνστάντιος μερίμνησε και για την εκλογή εθνικού πρωθιερέως της Αφρικής με ειδικό νόμο του (C. Th., XII, 1, 46), το έτος 358. Έτος διωγμών, κατά τους Νεοπαγανιστές.
Επίσης, ο Κωνστάντιος επεκύρωσε τα δικαιώματα των ποντιφήκων επί της επιθεώρησης των ιερών θεσμών, με νόμο (C. Th., IX, 17, 2) το έτος 349.
«Η εφαρμογή των νόμων (του Κωνστάντιου) έγινε σε περιορισμένο βαθμό. Οι εθνικοί εν πολλοίς διέσωζαν τη λατρεία τους με πλάγια μέσα, τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι εθνικοί συμμαχούσαν με τους αρειανούς, για να αποκτήσουν την εύνοια του αρειανόφρονα Κωνστάντιου και να διατηρήσουν τη λατρεία τους: «Ἕλληνες μὲν οὖν ὥσπερ ὠνούμενοι τῇ ὑπογραφῇ (έγγραφο, με το οποίο μετά το 355 δέχονταν «ὃν ἂν ἀποστείλῃ βασιλεὺς») τὴν τῶν εἰδώλων ἀσυλίαν» γράφει ο Μέγας Αθανάσιος (επιστολή προς Μοναχούς, 55)» (Βασ. Κ. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4η έκδοση 1978, εκδ. Αστήρ, σ. 146). Με άλλα λόγια, ο Λιβάνιος διαψεύδεται από πλήθος ιστορικών.
«Πολλοί νεώτεροι ειδικοί διατείνονται ότι ο Θεοδόσιος υπέβαλλε αυτούς που παραβίαζαν τον αντιπαγανιστικό αυτό νόμο σε «αυστηρότατες ποινές». Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι διόλου σαφές αν ο παραπάνω νόμος όριζε σκληρότερες ποινές, από την επιβολή προστίμου και την δήμευση της περιουσίας. (...) Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Ονώριος και ο Θεοδόσιος Β' (γιοί του Θεοδόσιου Α') επενέβησαν για να προστατεύσουν τους νομοταγείς Εθνικούς από κακοποιήσεις από μέρους των φανατικών χριστιανών και απαίτησαν σύμφωνα με νόμο να καταβάλλεται διπλάσια αποζημίωση για κλοπή περιουσιών» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ.345).
Codex Theodosianus XVI.10.24 (8 Ιουνίου 423 μ.Χ.) Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, Έπαρχο Πραιτορίου: «(...) Ιδιαιτέρως διατάσσουμε τους πραγματικούς χριστιανούς και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι, να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει η Εκκλησία και τολμήσουν να απλώνουν βίαιο χέρι επάνω στους εβραίους και εθνικούς που ζουν ήσυχα και δεν επιχειρούν ενάντια στην τάξη και στους νόμους Μας. Γιατί αν τέτοιοι χριστιανοί φερθούν βίαια εναντίον φιλήσυχων ανθρώπων που ζουν με ασφάλεια, ή λεηλατήσουν τα αγαθά των, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν εις διπλούν, τριπλούν ή και ακόμη τετραπλούν αυτά που έκλεψαν. Επίσης, οι διοικητές των επαρχιών, το προσωπικό τους και οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών ας ενημερωθούν ότι δεν θα επιτρέψουν να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα. Αλλιώς, θα τιμωρηθούν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο με αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα».
Πηγή: www.ierosolymitissa.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου