Πρό τῆς ελεύσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἰς τόν ἐπίγειόν κόσμον μας, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἠξεύραμεν μόνον τόν θάνατον.καί ὁ θάνατος ἡμᾶς. Κάθε τί τό ἀνθρώπινον ἦτο διαπεποτισμένον μέ τόν θάνατον, αἰχμαλωτισμένον καί κατανικημένον ἀπ᾽ αὐτόν. Ὁ θάνατος μᾶς ἦτο πλησιέστερος καί ἀπό τόν ἑαυτόν μας καί περισσότερον πραγματικός ἀπό ἡμᾶς τούς ἰδίους. δυνατώτερος, ἀσυγκρίτως δυνατώτερος, ἀπό κάθε ἄνθρωπον χωριστά καί ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους μαζί. Ἡ γῆ ἦτο μία φρικαλέα φυλακή τοῦ θανάτου καί ἡμεῖς ἀνίσχυροι δέσμιοι καί δοῦλοι του (πρβλ. Ἑβρ. 2, 14-15). Μόνον μέ τήν ἔλευσιν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ «ἡ ζωή ἐφανερώθη». ἐφανερώθη «ἡ ζωή ἡ αἰώνιος» εἰς τούς ἀπηλπισμένους θνητούς, τούς ἀθλίους δούλους τοῦ θανάτου, ἡμᾶς (πρβλ. 1 Ἰωάνν. 1, 2). Αὐτήν τήν «ζωήν αἰώνιον» «ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν». αὐτήν ἡμεῖς οἱ χριστιανοί «μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν» πρός πάντας (1 Ἰωάνν. 1, 1-2). Διότι ζῶντες ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Σωτῆρα Χριστόν, ζῶμεν ἤδη ἐδῶ εἰς τήν γῆν τήν αἰωνίαν ζωήν (πρβλ. 1 Ἰωάνν. 1, 3). Ἀπό προσωπικήν μας ἐμπειρίαν τό γνωρίζομεν: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος». Διά τοῦτο καί ἦλθεν Αὐτός εἰς τόν κόσμον: διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἀληθινόν Θεόν καί ἐν Αὐτῷ τήν αἰωνίαν ζωήν (1 Ἰωάνν. 5, 11).
Εἰς τοῦτο καί μόνον ἔγκειται ἡ ἀληθινή, ἡ πραγματική φιλανθρωπία: «ὅτι τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾽ Αὐτοῦ» (1 Ἰωάνν. 4, 9) καί ἐν Αὐτῷ τήν αἰωνίαν ζωήν. Δι᾽ αὐτό «ὁ ἔχων τόν Υἱόν ἔχει τήν ζωήν. ὁ μή ἔχων τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τήν ζωήν οὐκ ἔχει» (1 Ἰωάνν. 5, 12), ἀλλ᾽ εὑρίσκεται ὅλος ἐν τῷ θανάτῳ. Ἡ μόνη ἀληθινή ζωή μας, εἶναι ἡ ζωή ἐν τῷ μόνῳ ἀληθινῷ Θεῷ καί Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐπειδή εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου αἰωνία καί ἰσχυροτέρα τοῦ θανάτου. Διότι, πῶς δύναται νά ὀνομασθῆ ζωή ἐκείνη, πού εἶναι μολυσμένη ἀπό τόν θάνατον καί τελειώνει εἰς τόν θάνατον; Ὅπως τό μέλι, ὅταν ἀναμιχθῆ μέ τό δηλητήριον δέν εἶναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται ὅλον εἰς δηλητήριον, ἔτσι καί ἡ ζωή, ἡ ὁποία τελειώνει μέ τόν θάνατον, δέν εἶναι πλέον ζωή.
Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ δέν ἔχει ὅρια καί τέλος. Διότι, διά νά ἀποκτήσωμεν ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι τήν αἰωνίαν ζωήν, τήν ἐν Αὐτῷ καί νά τήν ζήσωμεν, δέν μᾶς ζητεῖται οὔτε μόρφωσις, οὔτε δόξα, οὔτε πλοῦτος, οὔτε τίποτε ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἠμπορεῖ κάποιος ἀπό ἡμᾶς νά μή ἔχη, ἀλλ᾽ ἀπαιτεῖται ἐκεῖνο μόνον, τό ὁποῖον δύναται καθένας μας νά ἔχη: ἡ πίστις εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Διά τοῦτο Αὐτός – ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος – ἀνήγγειλε εἰς τό ἀνθρώπινον γένος τό θαυμαστόν εὐαγγέλιον: «Οὕτω ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον… Ὁ πιστεύων εἰς τόν Υἱόν ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάνν. 3, 16, 36). Ἀπό ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον γένος, μόνος ὁ Χριστός, ὡς μόνος ἀληθινός Θεός, πού δίδει εἰς τόν ἄνθρωπον ἐκεῖνο τό ὁποῖον κανείς ἐκ τῶν ἀγγέλων ἤ τῶν ἀνθρώπων δέν δύναται νά δώσῃ, Αὐτός μόνος εἶχε τήν ἐξουσίαν καί τό κῦρος νά δηλώσῃ: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάνν. 6, 47) καί «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Ἰωάνν. 5, 24) ἀκόμη καί εἰς αὐτήν τήν ζωήν.
Ἡ πίστις εἰς τόν Χριστόν «ἑνώνει τόν ἄνθρωπον μέ τόν αἰώνιον Κύριον, ὁ Ὁποῖος κατά τό μέτρον τῆς πίστεως τοῦ ἀνθρώπου πληροῖ τήν ψυχήν του μέ τήν αἰωνίαν ζωήν καί τότε αἰσθάνεται καί κατανοεῖ τόν ἑαυτόν του ὡς αἰώνιον. Αὐτό γίνεται τόσον περισσότερον, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ζῆ κατ᾽ αὐτήν τήν πίστιν, ἡ ὁποία ἁγιάζει βαθμηδόν τήν ψυχήν του, τήν καρδίαν του, τήν συνείδησίν του, ὅλον τό εἶναι του μέ τάς θείας ἐνεργείας τῆς χάριτος. Ἀνάλογα πρός τήν πίστιν τοῦ ἀνθρώπου αὐξάνει καί ὁ ἁγιασμός τῆς φύσεώς του. καθώς γίνεται ἁγιώτερος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ὁλονέν καί περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας. ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν τῆς ἰδικῆς του καί τῆς τῶν πάντων αἰωνιότητος. Πράγματι, ἡ ἀληθινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ τήν πίστιν του εἰς τόν Χριστόν, ἡ ὁποία πίστις παραδίδει εἰς τόν Κύριον ὅλην τήν ψυχήν, ὅλην τήν καρδίαν, ὅλον τόν νοῦν, ὅλην τήν δύναμίν του, – Αὐτός δέ ἁγιάζει, μεταμορφώνει καί θεώνει ὅλα αὐτά βαθμιαίως. Δι᾽ αὐτοῦ τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς μεταμορφώσεως καί θεώσεως, διαχέει ὁ Κύριος εἰς τόν ἄνθρωπον τάς θείας ἐνεργείας τῆς χάριτος, αἱ ὁποῖαι τοῦ δίδουν τήν παντοδύναμον αἴσθησιν καί ἐπίγνωσιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας καί αἰωνιότητος. Πραγματικῶς: Ἡ ζωή μας εἶναι τόσον ζωή, ὅσον εἶναι ζωή ἐν Χριστῷ. Πόσον δέ εἶναι ἐν τῷ Χριστῷ; Αὐτό φανερώνεται ἀπό τήν ἁγιότητά της. ὅσον περισσότερον ἁγία ἡ ζωή, τόσον περισσότερον ἀθάνατος καί αἰωνία.
Τό ἀντίθετον πρός αὐτό συμβαίνει μέ τόν θάνατον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Θάνατος εἶναι ἡ «ἀποτελεσθεῖσα» ἁμαρτία (Ἰακ. 1, 15). ἡ «ἀποτελεσθεῖσα» ἁμαρτία εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεόν, εἰς τόν Ὁποῖον καί μόνον εὑρίσκεται ἡ ζωή καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Εὐαγγελική, θεία ἀλήθεια εἶναι: Ἡ ἁγιότης εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἁμαρτωλότης θάνατος. ἡ εὐσέβεια εἶναι ζωή, ἡ ἀσέβεια θάνατος. ἡ πίστις εἶναι ζωή, ἡ ἀπιστία θάνατος. ὁ Θεός εἶναι ζωή, ὁ διάβολος εἶναι θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι χωρισμός ἀπό τόν Θεόν, ἡ δέ ζωή ἐπιστροφή πρός τόν Θεόν καί ζωή ἐν τῷ Θεῷ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστις: ἡ ἀναζωοποίησις τῆς ψυχῆς ἀπό τήν νέκραν, ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις τῆς ψυχῆς: «νεκρός ἦν, καί ἀνέζησε» (Λουκ. 15, 24). Αὐτήν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν τῆς ψυχῆς, τήν ἔζησεν ὁ ἄνθρωπος διά πρώτην φοράν μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν. καί τήν ζῇ διαρκῶς εἰς τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν Του, διότι ὁ Θεάνθρωπος ὅλος εὑρίσκεται εἰς αὐτήν, μεταδίδων Ἑαυτόν εἰς ὅλους τούς πιστούς διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Ὅπου εἶναι Αὐτός, ἐκεῖ πλέον δέν ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ἐκεῖ ζῇ ἤδη τήν αἰωνίαν ζωήν. Μέ τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ ἡμεῖς «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν»1.
Ἡ ἀληθινή ζωή ἐπί τῆς γῆς ἀρχίζει ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, διότι εἶναι ζωή πού δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρωπίνη ζωή δέν εἶναι ἄλλο παρά ἕνα ἀργόν ψυχομάχημα, πού καταλήγει ἀναπόφευκτα εἰς τόν θάνατον. Ἀλλά ἀληθινή ζωή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Καί μία τοιαύτη ζωή ἔγινε δυνατότης ἐπάνω εἰς τήν γῆν, μόνον διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ζωή εἶναι ἀληθινή ζωή μόνον ἐν τῷ Θεῷ. Διότι αὐτή εἶναι ἁγία ζωή καί ὡς ἐκ τούτου ἀθάνατος ζωή. Ὅπως μέσα εἰς τήν ἁμαρτίαν εὑρίσκεται ὁ θάνατος, οὕτω καί εἰς τήν ἁγιότητα ἡ ἀθανασία. Μόνον διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν ὁ ἄνθρωπος ζῇ τό περισσότερον ἀποφασιστικόν θαῦμα τῆς ὑπάρξεώς του: τήν μετάβασιν ἀπό τόν θάνατον εἰς τήν ἀθανασίαν, ἀπό τό πεπερασμένον εἰς τήν αἰωνιότητα, ἀπό τόν ᾅδην εἰς τόν παράδεισον. Μόνον τότε εὑρίσκει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτόν του, τόν ἀληθινόν, τόν αἰώνιον ἑαυτόν του: «ἀπολωλώς ἦν, καί εὑρέθη», διότι – «νεκρός ἦν, καί ἀνέζησε» (Λουκ. 15, 24).
Τί εἶναι οἱ χριστιανοί; Οἱ χριστιανοί εἶναι χριστοφόροι, καί ἑπομένως φορεῖς καί κάτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς. τοῦτο δέ κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς των καί κατά τό μέτρον τῆς ἁγιότητός των, ἡ ὁποία εἶναι καρπός τῆς πίστεως. Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ περισσότερον τέλειοι χριστιανοί, διότι ἔχουν ἁγιασθῆ εἰς τόν μέγιστον, κατά τό δυνατόν, βαθμόν διά τῆς ἀσκήσεως τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα καί αἰωνίως ζῶντα Κύριον Ἰησοῦν. Πράγματι, αὐτοί εἶναι οἱ μοναδικοί καί ἀληθινοί ἀθάνατοι μέσα εἰς τό ἀνθρώπινον γένος, διότι μέ ὅλον τό εἶναι των ζοῦν ἐν τῷ Ἀναστάντι καί διά τόν Ἀναστάντα Χριστόν, καί οὐδείς θάνατος ἔχει ἐξουσίαν ἐπάνω των. Ἡ ζωή των ὁλόκληρος εἶναι ἐκ τοῦ Χριστοῦ, καί δι᾽ αὐτό ὅλη εἶναι χριστο-ζωή. ἡ σκέψις των εἶναι χριστο-σκέψις. ἡ αἴσθησίς των χριστο-αἴσθησις. Ὅ,τι εἶναι ἰδικόν των εἶναι πρῶτα τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν ἰδικόν των. Ἄν εἶναι ἡ ψυχή, αὐτή εἶναι πρῶτα τοῦ Χριστοῦ καί μετά ἰδική των. Εἰς αὐτούς δέν εἶναι αὐτοί, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός Κύριος2.
Δι᾽ αὐτό οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον. Ἤ ἀκριβέστερον, εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ παρατεινομένη διά τῶν ἁγίων. ἡ ζωή τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος δι᾽ αὐτό καί ἔγινεν ἄνθρωπος, διά νά μᾶς δώσῃ καί μεταδώσῃ («παραδώσῃ») ὡς ἄνθρωπος τήν θείαν ζωήν Του. διά νά ἁγιάσῃ καί ἀπαθανατίσῃ καί αἰωνοποιήσῃ μέ τήν ζωήν Του ὡς Θεός, τήν ἰδικήν μας ἀνθρωπίνην ζωήν ἐπί τῆς γῆς. «Ὅ τε γάρ ἁγιάζων καί οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνός πάντες» (Ἑβρ. 2, 11). Ὅλα αὐτά τά κατέστησε δυνατά καί πραγματοποιήσιμα διά τόν ἀνθρώπινον κόσμον ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀπό τότε πού ἔγινεν ἀνθρωπος καί «κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος», δηλαδή ἔγινε κοινωνός τῆς ἀνθρωπίνης μας φύσεως καί τοιουτοτρόπως ἀδελφός τῶν ἀνθρώπων, ἀδελφός κατά σάρκα καί αἷμα (πρβλ. Ἑβρ. 2, 14, 17). Γενόμενος ἄνθρωπος ἀλλά παραμένων Θεός, ὁ Θεάνθρωπος ἔζη τήν ἁγίαν, ἀναμάρτητον, θεανθρωπίνην ζωήν ἐπί τῆς γῆς καί διά τῆς ζωῆς Του, τοῦ θανάτου Του καί τῆς ἀναστάσεώς Του, κατήργησε τόν διάβολον καί τό κράτος τοῦ θανάτου. Τοιουτοτρόπως ἔδωσε καί δίδει συνεχῶς εἰς ὅλους ὅσοι πιστεύουν εἰς Αὐτόν τάς ἐνεργείας τῆς χάριτος, διά νά καταργοῦν καί αὐτοί τόν διάβολον καί κάθε θάνατον καί κάθε πειρασμόν (πρβλ. Ἑβρ. 2, 14, 15, 18). Αὐτή ἡ θεανδρική ζωή ὑπάρχει ὅλη εἰς τό θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ – τήν Ἐκκλησίαν – καί βιοῦται συνεχῶς ἀπό αὐτήν, καί ἀπό τό ἐπίγειον –ἐπουράνιον πλήρωμά της καί ἀπό τά ἐπί μέρους μέλη της, κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς των. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα αὐτή ἡ ζωή τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ὁποία διοχετεύεται εἰς τούς ἀκολουθοῦντας Αὐτόν καί βιοῦται ἀπό αὐτούς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Του. Διότι, ἀκόμη καί τό κάθε τι αὐτῆς τῆς ζωῆς ἔρχεται πάντοτε ἐκ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ἡ ζωή (Ἰωάνν. 14, 6. 1, 4), ζωή ἄπειρος καί ἀτελεύτητος καί αἰωνία, πού μέ τήν θείαν δύναμίν της ἀνιστᾷ ἀπό κάθε θάνατον καί νικᾷ ὅλους τούς θανάτους. Ὅπως ἀκριβῶς λέγει τό παναληθές Εὐαγγέλιον τοῦ Παναληθοῦς Κυρίου: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (Ἰωάνν. 11, 35). Ὁ θαυμαστός Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὅλος «ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή», κατοικεῖ μέ ὅλον τό εἶναι Του, ὡς θεανθρωπίνη πραγματικότης, εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του. Δι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει τέλος εἰς τήν διάρκειαν τῆς πραγματικότητος αὐτῆς. Ἡ ζωή Του συνεχίζεται εἰς ὅλους τούς αἰῶνας. κάθε χριστιανός εἶναι σύσσωμος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 3, 6), καί δι᾽ αὐτό εἶναι χριστιανός διότι ζῇ τήν θεανθρωπίνην ζωήν αὐτοῦ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὀργανικόν κύτταρόν του.
Τί εἶναι ὁ χριστιανός; Ὁ χριστιανός εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ζῇ διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν τῷ Χριστῷ. Διά τοῦτο ἡ θεία ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ λέγει: «Περιπατεῖτε ἀξίως τοῦ Κυρίου» (Κολ. 1, 10), ζῆτε, δηλαδή, ἀξίως τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐσαρκώθη καί παρέμεινε ὡς Θεάνθρωπος ὅλος εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, ἡ ὁποία δι᾽ Αὐτοῦ ζῇ καί ὑπάρχει αἰωνίως. Τότε ζῇ κανείς «ἀξίως τοῦ Θεοῦ», ὅταν ζῇ κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦτο εἶναι αὐτονόητον νά ὑπάρχῃ καί ἡ ἑπομένη εὐαγγελική ἐντολή: «Ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε» (Φιλ. 1, 27).
Ἡ ζωή κατά τό Εὐαγγέλιον, ἡ ἁγία ζωή, ἡ θεία ζωή – αὐτή εἶναι ἡ φυσική καί κανονική ζωή διά τούς χριστιανούς. Διότι οἱ χριστιανοί κατά τήν κλῆσιν των εἶναι ἅγιοι. Αὐτή ἡ καλή ἀγγελία καί ἐντολή ἀκούεται μέσα ἀπό ὁλόκληρον τό Εὐαγγέλιον τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τό νά ἁγιασθῶμεν ὁλοτελεῖς, καί κατά τήν ψυχήν καί κατά τό σῶμα, αὐτή εἶναι ἡ κλῆσις μας (πρβλ. 1 Θεσ. 5, 22-23). Καί τοῦτο δέν ἀποτελεῖ θαῦμα, ἀλλά κανόνα, τόν κανόνα τῆς πίστεως, τήν φύσιν καί τήν λογικήν τῆς εὐαγγελικῆς πίστεως. Εἶναι πρόδηλος καί σαφής ἡ ἐντολή τοῦ θείου Εὐαγγελίου: «Κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε» (1 Πετρ. 1, 15). Τοῦτο δέ σημαίνει: Κατά τόν Χριστόν = τόν Ἅγιον, ὁ Ὁποῖος σαρκωθείς καί ἐνανθρωπήσας ἔδειξεν ἐν Ἑαυτῷ τήν ἀπολύτως ἁγίαν ζωήν, καί ὡς τοιοῦτος δίδει ἐντολήν εἰς τούς ἀνθρώπους: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (1 Πετρ. 1, 16). Αὐτός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐντέλλεται αὐτά, διότι γενόμενος ἄνθρωπος, δίδει δι᾽ Ἑαυτοῦ ὡς Ἁγίου, πάσας τάς θείας δυνάμεις («ἐνεργείας») εἰς τούς ἀνθρώπους τάς ἀναγκαίας «πρός ζωήν καί εὐσέβειαν» εἰς αὐτόν τόν κόσμον (πρβλ. 2 Πετρ. 2, 3). Καί οἱ χριστιανοί, ἑνούμενοι πνευματικῶς καί κατά χάριν διά τῆς πίστεως μέ τόν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, λαμβάνουν ἀπό Αὐτόν αὐτάς τάς θείας δυνάμεις διά νά ζήσουν τήν ζωήν τήν ἁγίαν.
Ζῶντες ἐν Χριστῷ οἱ ἅγιοι κάνουν τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ, διότι δι᾽ Αὐτοῦ γίνονται ὄχι μόνον δυνατοί ἀλλά καί παντοδύναμοι: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4, 13). Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον γίνεται πραγματικότης ὁ λόγος τῆς Αὐτοαληθείας, τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν θά κάνουν ἔργα τά ἰδικά Του καί ἀκόμη μεγαλύτερα: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάνν. 14, 12). Καί ὄντως ἡ σκιά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου θεραπεύει τούς ἀρρώστους. ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀθηναῖος μέ τόν λόγον του μετακινεῖ τό ὄρος καί πάλιν τό σταματᾶ… Ὅταν ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος, τότε ἡ Θεία Ζωή ἔγινε καί τοῦ ἀνθρώπου ζωή. ἡ Θεία Δύναμις ἔγινε καί δύναμις τοῦ ἀνθρώπου. ἡ Θεία Ἀλήθεια καί τοῦ ἀνθρώπου ἀλήθεια καί ἡ Θεία Δικαιοσύνη καί τοῦ ἀνθρώπου δικαιοσύνη. ὅλα τά τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν καί τοῦ ἀνθρώπου.
Τί εἶναι «Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων»; – Εἶναι τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα κάνουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον τά κάνουν διά τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ζῆ ἐν αὐτοῖς καί ἐνεργεῖ δι᾽ αὐτῶν. Καί ἡ ζωή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων τί εἶναι; – Ἡ βιώσις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ζωή μεταδίδεται μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, εἰς ὅλους τούς πιστούς ἀκολούθους Του καί συνεχίζεται ἐσαεί δι᾽ αὐτῶν μέσῳ τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν.
Οἱ δέ «Βίοι τῶν Ἁγίων» τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά ἕνα εἶδος συνεχίσεως τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Μέσα εἰς αὐτούς τούς «Βίους» συναντᾶ κανείς τό ἴδιον Εὐαγγέλιον, τήν ἰδίαν ζωήν, τήν ἰδίαν ἀλήθειαν, τήν ἰδίαν δικαιοσύνην, τήν ἰδίαν ἀγάπην, τήν ἰδίαν πίστιν, τήν ἰδίαν αἰωνιότητα, τήν ἰδίαν «δύναμιν ἐξ ὕψους», τόν ἴδιον Θεόν καί Κύριον. Διότι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8): ὁ αὐτός δι᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων, διαμοιράζων τά ἴδια χαρίσματα καί τάς ἰδίας θείας ἐνεργείας εἰς ὅλους τούς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν. Αὐτή ἡ συνέχισις ὅλων τῶν θείων δυνάμεων καί ζωοποιῶν ἐνεργειῶν, τῶν παραμενουσῶν καί παρατεινομένων εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ διά μέσου τῶν αἰώνων καί ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν, ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τήν ζῶσαν Ἱεράν Παράδοσιν. Ἡ ἁγία αὐτή Παράδοσις συνεχίζεται ἀδιακόπως ὡς ζωή χαρισματική εἰς ὅλους τούς χριστιανούς, μέσα εἰς τούς ὁποίους διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν ζῆ ἐν χάριτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὅλος παρών εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, οὕτως ὥστε νά εἶναι αὐτή τό πλήρωμά Του. «Τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου (Ἐφ. 1, 23). Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό ὑπερτέλειον πλήρωμα τῆς Θεότητος: «ὅτι ἐν Αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2, 9). Οἱ δέ χριστιανοί πρέπει, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, νά πληρωθοῦν «εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 3, 19). Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» ἐμφανίζουν ἀκριβῶς αὐτά τά πρόσωπα, τά πεπληρωμένα διά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρόσωπα χριστοφόρα, ἅγια, εἰς τά ὁποῖα διαφυλάσσεται καί διά τῶν ὁποίων μεταδίδεται ἡ ἁγία παράδοσις αὐτῆς τῆς ἐν χάριτι ζωῆς. Διαφυλάσσεται καί μεταδίδεται διά τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας των. Διότι οἱ βίοι τῶν ἁγίων δέν εἶναι ἄλλο, παρά αἱ εὐαγγελικαί θεῖαι ἀλήθειαι μεταφερθεῖσαι εἰς τήν ἀνθρωπίνην ζωήν μας διά τῆς χάριτος καί τῶν ἀσκήσεων. Δέν ὑπάρχει εὐαγγελική ἀλήθεια, ἡ ὁποία νά μή ἠμπορῇ νά μεταβληθῇ εἰς ζωήν. Ὅλαι αἱ ἀλήθειαι αὐταί ἐδόθησαν ἀπό τόν Χριστόν δι᾽ ἕνα σκοπόν: διά νά γίνουν ζωή μας, πραγματικότης μας, κτῆμα ἰδικόν μας, χαρά μας. Καί οἱ ἅγιοι, ὅλοι των μέχρις ἑνός, ζοῦν αὐτάς τάς θείας ἀληθείας ὡς τό κέντρον τῆς ζωῆς των καί ὡς τήν οὐσίαν τοῦ εἶναι των. Ἀκριβῶς, δι᾽ αὐτό «οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων» ἀποτελοῦν ἀπόδειξιν καί μαρτυρίαν ὅτι ἡ καταγωγή μας εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. ὅτι ἡμεῖς δέν εἴμεθα ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ἐκ τοῦ ἄλλου. ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος μόνον ἐν τῷ Θεῷ. ὅτι ζῶμεν ἐπί τῆς γῆς διά τοῦ οὐρανοῦ. ὅτι «ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3, 20) καί ὅτι ὁ σκοπός μας εἶναι νά οὐρανώσωμεν τόν ἑαυτόν μας, τρεφόμενοι μέ τόν «οὐράνιον ἄρτον», τόν καταβάντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τήν γῆν (πρβλ. Ἰωάνν. 6, 33, 35, 51). Ὁ οὐράνιος αὐτός ἄρτος κατέβη εἰς τήν γῆν διά νά μᾶς τρέφῃ μέ τήν αἰωνίαν Θείαν Ἀλήθειαν, μέ τήν αἰωνίαν Θείαν ἀγαθότητα, τήν αἰωνίαν Θείαν Δικαιοσύνην, τήν αἰωνίαν Θείαν Ἀγάπην, τήν αἰωνίαν Θείαν Ζωήν, – διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διά τῆς ζωῆς μας ἐν τῷ μόνῳ ἀληθινῷ Θεῷ καί Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ (πρβλ. Ἰωάνν. 6, 50-51, 53-57). Μέ ἄλλους λόγους, ἡ κλῆσις μας εἶναι: νά πληρωθῶμεν μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, μέ τάς θείας καί ζωοποιούς ἐνεργείας Του, νά φθάσωμεν εἰς τήν ἐνχρίστωσιν καί χριστοποίησίν μας. Ἐάν ἐργάζεσαι δι᾽ αὐτό, τότε εὑρίσκεσαι ἤδη εἰς τόν οὐρανόν, παρ᾽ ὅλον ὅτι περιπατεῖς ἐπί τῆς γῆς. εἶσαι ἤδη ὅλος ἐν τῷ Θεῷ, μολονότι τό εἶναι σου παραμένει εἰς τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος χριστοποιούμενος ξεπερνᾷ τόν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον, τόν ξεπερνᾷ διά τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Θεανθρώπου, ἐν τῷ Ὁποίῳ ἐδόθη ὁ τέλειος τύπος τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ πλήρους, τοῦ θεοειδοῦς ὄντως ἀνθρώπου. Ἐν Αὐτῷ ἀκόμη ἐδόθησαν παντοδύναμοι θεῖαι ἐνέργειαι διά τῶν ὁποίων ἀνυψώνεται ὁ ἄνθρωπος ὑπεράνω κάθε ἁμαρτίας, κάθε θανάτου, κάθε κολάσεως. καί τοῦτο, μόνον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν» (Ματθ. 16, 18), διότι ἐν αὐτῇ ζῇ ὅλος ὁ θαυμαστός Θεάνθρωπος Κύριος μέ ὅλας Του τάς θείας δυνάμεις, τάς ἐνεργείας, τάς ἀληθείας, τάς πραγματικότητας, τάς τελειότητας, τάς ζωάς καί τάς αἰωνιότητας.
Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» εἶναι ἱεραί μαρτυρίαι περί τῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς τήν πραγματικότητα, αὐτοί δέν εἶναι ἄλλο παρά αἱ ἴδιαι αἱ μαρτυρίαι τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων συνεχιζόμεναι διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἐπειδή καί οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἄλλο, παρά μάρτυρες ἅγιοι, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού εἶναι οἱ πρωτομάρτυρες. Τίνος μάρτυρες; – Τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Αὐτοῦ: Τοῦ σταυρωθέντος, τοῦ ἀναστάντος, τοῦ ἀναληφθέντος, τοῦ αἰωνίως ζῶντος. μάρτυρες τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, τό ὁποῖον συνεχίζει νά γράφεται ἀδιάκοπα μέ τά ἅγια εὐαγγελικά ἔργα, ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν. Διότι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ αὐτός εἰς τούς αἰῶνας, θαυματουργεῖ συνεχῶς μέ τήν ἰδίαν θείαν δύναμιν, διά τῶν ἁγίων μαρτύρων του. Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἅγιοι μάρτυρες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῆς θεανθρωπίνης Του οἰκονομίας τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου (Πρβλ. Πράξ. 1,8,22. 2, 32. 3, 15. 4, 33. 5, 32. 10, 39, 41-42. 13, 31. 22, 15. 26, 16. Ἰωάνν. 21, 24-25. Λουκ. 24, 48.). καί οἱ βίοι αὐτῶν ἀποτελοῦν τάς ζωντανάς καί αἰωνίας μαρτυρίας περί τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Σωτῆρος, ὡς νέας ζωῆς, ζωῆς κεχαριτωμένης, ζωῆς ἁγίας, θείας, θεανδρικῆς καί ἑπομένως ζωῆς θαυματουργικῆς καί ἀληθινῆς, ὅπως εἶναι θαυματουργική καί ἀληθινή ἡ ἰδία ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Καί οἱ χριστιανοί; – Εἶναι οἱ ἄνθρωποι, διά τῶν ὁποίων συνεχίζεται ἡ ἁγία θεανθρωπίνη ζωή τοῦ Χριστοῦ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὅλοι τους ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ = τήν Ἐκκλησίαν, καί εἶναι σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καί μέλη μεταξύ των (1 Κορ. 12, 27, 12-14. 10, 17. Ρωμ. 12, 5. Ἐφ. 3, 6.). Ὁ ποταμός τῆς ἀθανάτου θείας ζωῆς ἄρχισε νά ρέη, νά κυλᾶ ἀκατάπαυστα ἀπό τόν Θεάνθρωπον Χριστόν. καί οἱ χριστιανοί εἰσέρχονται δι᾽ αὐτοῦ εἰς τήν αἰωνίαν ζωήν. Οἱ χριστιανοί εἶναι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ συνεχιζόμενον διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὅλα εἶναι συνηθισμένα, ὅπως καί εἰς τό εὐαγγέλιον, ἀλλά καί ὅλα εἶναι παράδοξα, ὅπως εἰς τό Εὐαγγέλιον. ἐν τούτοις καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις εἶναι ὅλα πραγματικά καί ἀληθινά, κατά ἕνα μοναδικόν τρόπον. Ἀληθινά δέ καί πραγματικά κατά τήν ἰδίαν θεανθρωπίνην ἀλήθειαν καί τήν ἰδίαν θεανδρικήν πραγματικότητα, καί μεμαρτυρημένα μέ τήν ἰδίαν ἁγίαν δύναμιν – θείαν καί ἀνθρωπίνην – κατά τρόπον θεϊκῶς καί ἀνθρωπίνως τέλειον.
Λοιπόν, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»; – Ἰδού, εὑρισκόμεθα εἰς χῶρον οὐράνιον, διότι ἡ γῆ γίνεται οὐρανός διά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ὅτι εὑρισκόμεθα μεταξύ τῶν ἐν σώματι ἀγγέλων, μεταξύ τῶν χριστοφόρων. Ὅπου δέ εἶναι αὐτοί, ἐκεῖ καί ὅλος ὁ Κύριος ὁ Θεός, ἐν αὐτοῖς καί μεθ᾽ αὐτῶν καί ἐν μέσῳ αὐτῶν («ὁ Θεός ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», «Θεός ἐν μέσῳ θεῶν»). ἐκεῖ καί ὅλη ἡ αἰωνία Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὅλη ἡ αἰωνία Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ὅλη ἡ αἰωνία Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὅλη ἡ αἰωνία Ζωή τοῦ Θεοῦ.
Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»! – Ἰδού εὑρισκόμεθα εἰς τόν παράδεισον, ὅπου φυτρώνει καί αὐξάνει ὅ,τι τό θεῖον, τό ἅγιον, τό ἀθάνατον, τό αἰώνιον, τό δίκαιον, τό ἀληθινόν, τό εὐαγγελικόν. Διότι εἰς κάθε ἕνα ἅγιον ἤνθησε διά τοῦ Σταυροῦ τό δένδρον τῆς ζωῆς, τῆς αἰωνίας, θείας καί ἀθανάτου ζωῆς, καί ἐκαρποφόρησε πολλούς καρπούς. Ὁ δέ Σταυρός εἰσάγει εἰς τόν παράδεισον, εἰσάγει καί ἡμᾶς μετά τόν ληστήν, ὁ ὁποῖος, πρός ἐνθάρρυνσίν μας, εἰσῆλθεν πρῶτος εἰς τόν παράδεισον μετά τόν Πανάγιον Θεῖον Σταυροφόρον, τόν Χριστόν. εἰσῆλθε δέ μέ τόν σταυρόν τῆς μετανοίας.
Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»! – Ἰδού εὑρισκόμεθα εἰς τήν αἰωνιότητα.χρόνος δέν ὑπάρχει πλέον: «Χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Ἀποκ. 10, 7), διότι εἰς τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ βασιλεύει ἡ αἰωνία Θεία Ἀλήθεια, ἡ αἰωνία Θεία Δικαιοσύνη, ἡ αἰωνία θεία Ἀγάπη, ἡ αἰωνία Θεία Ζωή. Καί «ὁ θάνατος οὐκ ἔστι ἔτι» εἰς αὐτούς, διότι ὅλον τό εἶναί των εἶναι γεμᾶτον ἐκ τῶν ἀναστασίμων θείων δυνάμεων τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, τοῦ μοναδικοῦ Νικητοῦ τοῦ θανάτου καί ὅλων τῶν θανάτων εἰς ὅλους τούς κόσμους. Δέν ὑπάρχει θάνατος δι᾽ αὐτούς – τούς ἁγίους ἀνθρώπους, διότι ὅλον τό εἶναί των εἶναι πεπληρωμένον ἀπό τόν Μόνον Ἀθάνατον – τόν Ὑπεραθάνατον Κύριον καί Θεόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. Εὑρισκόμενοι μεταξύ αὐτῶν ἡμεῖς ἐπάνω εἰς τήν γῆν, εὑρισκόμεθα μεταξύ τῶν μοναδικά ἀληθινῶν ἀθανάτων, οἱ ὁποῖοι ἐνίκησαν κάθε ᾅδην. Ὅταν εἴμεθα μέ αὐτούς κανένα εἶδος θανάτου δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς βλάψῃ, διότι οἱ ἅγιοι εἶναι σάν ἀλεξικέραυνα τοῦ θανάτου.
Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῆς γῆς ζοῦν τάς ἁγίας, αἰωνίας, θείας ἀληθείας. Δι᾽ αὐτό καί οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» ἀποτελοῦν εἰς τήν πραγματικότητα τήν ἐφηρμοσμένην Δογματικήν, ἐπειδή ἔχουν βιωθῆ ἀπό αὐτούς ὅλαι αἱ ἅγιαι καί αἰώνιαι δογματικαί ἀλήθειαι, εἰς ὁλόκληρον τήν ζωογόνον καί δημιουργικήν δύναμίν των. Εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» καταδεικνύεται κατά τόν πλέον ὀφθαλμοφανῆ τρόπον, ὅτι τά δόγματα δέν εἶναι μόνον ὀντολογικαί ἀλήθειαι καθ᾽ ἑαυτάς καί δι᾽ ἑαυτάς, ἀλλ᾽ ὅτι τό κάθε δόγμα εἶναι πηγή τῆς αἰωνίου ζωῆς καί τῆς ἁγίας πνευματικότητος, σύμφωνα μέ τό παναληθές Εὐαγγέλιον τοῦ μοναδικοῦ καί ἀναντικατάστατου Σωτῆρος καί Κυρίου: «Τά ρήματά μου πνεῦμά ἐστι καί ζωή ἐστι» (Ἰωάν. 6, 63). Διότι, κάθε «ρῆμα Κυρίου, κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ, προχέει μίαν δύναμιν σωστικήν, ἁγιαστικήν, ἡ ὁποία χαριτώνει, ζωοποιεῖ καί μεταμορφώνει.
Ἄνευ τῆς ἁγίας δογματικῆς ἀληθείας περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν θά εἴχομεν τάς θείας ἐνεργείας ἀπό τήν Ἁγίαν Τριάδα, τάς ὁποίας ἀντλοῦμεν διά τῆς ὀρθῆς πίστεως, καί αἱ ὁποῖαι μᾶς ζωοποιοῦν, μᾶς ἁγιάζουν, μᾶς σώζουν καί μᾶς θεώνουν. Ἄνευ τῆς ἁγίας ἀληθείας περί τοῦ Θεανθρώπου, δέν ὑπάρχει σωτηρία διά τόν ἄνθρωπον, διότι ἀπό τήν ἀλήθειαν αὐτήν, ὅταν τήν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, πηγάζει ἡ θεία δύναμις, πού σώζει ἀπό τήν ἁμαρτίαν, ἀπό τόν θάνατον, ἀπό τόν διάβολον. Καί αὐτή ἡ δογματική ἀλήθεια περί τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ μήπως δέν ἔχει μαρτυρηθῆ σαφέστατα καί ἐμπειρικώτατα εἰς τούς βίους ἀναριθμήτων ἁγίων; Ἐπειδή, δι᾽ αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι, διότι ζοῦν ὅλον τόν Θεάνθρωπον Κύριον Ἰησοῦν ὡς τήν ψυχήν τῆς ψυχῆς των, ὡς τήν συνείδησιν τῆς συνειδήσεώς των, τόν νοῦν τοῦ νοῦ των, τήν ὕπαρξιν τῆς ὑπάρξεώς των, τήν ζωήν τῆς ζωῆς των. Τοιουτοτρόπως κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς βροντοφωνεῖ μαζί μέ τόν θεῖον Ἀπόστολον τήν ἀλήθειαν: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). – Ἐμβαθύνατε εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων: Ἰδού, ἀπό ὅλους αὐτούς ἀκτινοβολεῖ ἡ χαρισματική, ἡ ζωοποιός καί σωστική δύναμις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία τούς ὡδήγησεν ἀπό ἄσκησιν εἰς ἄσκησιν, ἀπό ἀρετήν εἰς ἀρετήν, ἀπό νίκην κατά τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν νίκην κατά τοῦ θανάτου, ἀπό τήν νίκην κατά τοῦ θανάτου εἰς τήν νίκην κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτή τούς εἰσάγει εἰς τήν πνευματικήν χαράν, ὅπου δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός, ἀλλά «εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14, 17). χαρά καί εἰρήνη ἀπό τήν κερδισμένην νίκην ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας, κάθε πάθους, κάθε θανάτου, κάθε πονηροῦ πνεύματος. Ὅλα αὐτά ἀναμφιβόλως, μαρτυροῦν βιωματικῶς καί ἐμπειρικῶς τό ἀληθές τοῦ ἁγίου δόγματος περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ὄντως «τιμιωτέρας τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρας ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Αὐτό τό δόγμα τό φυλάσσουν εἰς τήν καρδίαν των οἱ ἅγιοι διά τῆς πίστεως καί μέ φλογεράν ἀγάπην ζοῦν δι᾽ αὐτοῦ. – Ἐάν δέ πάλιν θέλετε μίαν ἤ δύο χιλιάδας ἀναμφισβητήτους μαρτυρίας περί τῆς ζωηφόρου καί ζωοποιοῦ δυνάμεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, πού νά εἶναι συγχρόνως καί ἐμπειρικαί ἀποδείξεις τῆς ἀληθείας τοῦ δόγματος τοῦ σωτηριώδους σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ξεκινήσατε μέ τήν πίστιν εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων». Θά ἰδῆτε τότε καί θά αἰσθανθῆτε ὁπωσδήποτε ὅτι δι᾽ ἕκαστον ἅγιον καί δι᾽ ὅλους μαζί, ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ ἀποτελεῖ τό ἀήττητον ὅπλον μέ τό ὁποῖον αὐτοί νικοῦν ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς τῆς σωτηρίας των. Θά ἰδῆτε, ἀκόμη, τόν Σταυρόν παντοῦ ἐντός των: εἰς τήν συνείδησίν των, εἰς τόν νοῦν των, εἰς τήν θέλησίν των, εἰς τό σῶμά των. θά τόν ἰδῆτε ὡς ἀστείρευτον πηγήν σωστικῶν καί ἁγιαστικῶν δυνάμεων πού τούς ὁδηγοῦν ἀσφαλῶς ἀπό τελειότητα εἰς τελειότητα, ἀπό χαράν εἰς χαράν, μέχρις ὅτου τούς φέρουν εἰς τήν αἰωνίαν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀνέκφραστος ἡδονή τῶν καθορόντων τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου τό κάλλος τό ἄρρητον».
Ἀλλά μέ τήν ἁγίαν ζωήν των καί μέ τά ἅγια πρόσωπά των οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ἐπιβεβαιώνουν κατά τρόπον πειστικόν καί ἀληθινόν καί ὅλα τά ἄλλα δόγματα, ὅπως: περί τῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς χάριτος, περί τῶν ἁγίων μυστηρίων, περί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, περί τοῦ ἀνθρώπου, περί τῆς ἁμαρτίας, περί τῶν ἱερῶν λειψάνων, περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, περί τῆς μελλούσης ζωῆς, περί ὅλων τῶν ἄλλων, πού ἀποτελοῦν τήν θεανθρωπίνην οἰκονομίαν τῆς σωτηρίας. Ναί, οἱ «βίοι τῶν Ἁγίων» εἶναι ἡ ἐμπειρική Δογματική. Εἶναι ἡ βιωματική Δογματική, Δογματική ἡ ὁποία ἔχει γίνει βίωμα μέσα εἰς τήν ἁγίαν ζωήν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων.
Ἐκτός αὐτῶν, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» περιέχουν καί ὅλην τήν ὀρθόδοξον Ἠθικήν, – τό ὀρθόδοξον ἦθος, εἰς ὁλόκληρον τήν λάμψιν τοῦ θεανθρωπίνου μεγαλείου του καί τῆς ἀκαταβλήτου δυνάμεώς του. Εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων ἀποδεικνύεται καί καταδεικνύεται κατά τρόπον πειστικόν καί πραγματικόν, ὅτι τά ἅγια μυστήρια εἶναι αἱ πηγαί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, αἱ δέ ἅγιαι ἀρεταί, καρποί τῶν ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐξ αὐτῶν γεννῶνται, δι᾽ αὐτῶν ἀναπτύσσονται καί τρέφονται καί ζοῦν, δι᾽ αὐτῶν τελειοποιοῦνται καί αἰωνίζονται. Ὅλοι οἱ θεῖοι ἠθικοί νόμοι πηγάζουν ἐκ τῶν ἁγίων μυστηρίων καί πραγματοποιοῦνται διά τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Δι᾽ αὐτό καί οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» ἀποτελοῦν τήν βιωματικήν Ἠθικήν, τήν ἐφηρμοσμένην Ἠθικήν. Ἐξ ἄλλου, αὐτοί πάλιν οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» βεβαιώνουν ἀναμφισβήτητα ὅτι ἡ Ἠθική δέν εἶναι ἄλλο, παρά μία ἐφηρμοσμένη Δογματική. Ὁλόκληρος ἡ ζωή τῶν ἁγίων συντίθεται ἀπό τά ἅγια μυστήρια καί τάς ἁγίας ἀρετάς, τά δέ ἅγια μυστήρια καί αἱ ἅγιαι ἀρεταί εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἐνεργοῦντος τά πάντα ἐν πᾶσι (1 Κορ. 12, 4, 6, 11).
Ἀλλά τί εἶναι ἀκόμη οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»; Ἡ μοναδική Παιδαγωγική τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι μέσα εἰς αὐτούς, κατά ἀναριθμήτους εὐαγγελικούς τρόπους, τελείως δοκιμασμένους διά τῆς μακραίωνος ἐμπειρίας, ἔχει καταδειχθῆ πῶς διαπλάσσεται καί οἰκοδομεῖται τό τέλειον ἀνθρώπινον πρόσωπον, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, καί πῶς αὐξάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 13), διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δέ ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τό παιδαγωγικόν ἰδεῶδες τοῦ Εὐαγγελίου, τό μόνον παιδαγωγικόν ἰδεῶδες τό ἄξιον ἑνός θεοειδοῦς ὄντος, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Τό ἰδανικόν αὐτό ἔθεσεν ἀλλά καί ἐπραγματοποίησε πρῶτος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, κατόπιν δέ Αὐτοῦ τό ἐπραγματοποίησαν καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ λοιποί ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Ἐν τούτοις ὅμως, ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί ἔξω ἀπό Αὐτόν, ὁποιονδήποτε καί ἄν εἶναι τό παιδαγωγικόν ἰδανικόν τοῦ ἀνθρώπου, αὐτός θά παραμένη διά παντός ἕνα ὄν ἀτελές, ἕνα ὄν θνητόν, ἕνα ὄν ἄθλιον καί τραγικόν, ἄξιον τῶν δακρύων ὅλων τῶν ὀφθαλμῶν, ὅσοι ὑπάρχουν εἰς τούς κόσμους τοῦ Θεοῦ.
Ἐάν θέλετε, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» εἶναι μιά ἰδιόμορφος ὀρθόδοξος Ἐγκυκλοπαιδεία. Εἰς αὐτούς δύναται νά εὕρη κανείς ὅλα ὅσα χρειάζονται εἰς μίαν ψυχήν πεινασμένην καί διψασμένην διά τήν αἰωνίαν Δικαιοσύνην καί αἰωνίαν Ἀλήθειαν μέσα εἰς αὐτόν τόν κόσμον. πεινασμένην καί διψασμένην διά τήν θείαν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Ἐάν διψᾶς τήν πίστιν, θά τήν εὕρης πλουσίαν εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» καί θά χορτάσῃς τήν ψυχήν σου μέ τροφήν διά τήν ὁποίαν ποτέ δέν θά ξαναπεινάσῃς. Ἐάν ποθῇς τήν ἀγάπην, τήν ἀλήθειαν, τήν δικαιοσύνην, τήν ἐλπίδα, τήν πραότητα, τήν ταπείνωσιν, τήν μετάνοιαν, τήν προσευχήν ἤ ὁποιανδήποτε ἀρετήν καί ἄσκησιν, εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» θά εὕρῃς ἕνα πλῆθος ἁγίων διδασκάλων διά κάθε ἄσκησιν καί θά λάβῃς τήν βοήθειαν τῆς χάριτος διά κάθε ἀρετήν. Ἐάν περνᾶς μαρτύρια διά τήν πίστιν σου εἰς τόν Χριστόν, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σέ παρηγορήσουν καί θά σέ ἐνθαρρύνουν, θά σέ ἐνδυναμώσουν καί θά σέ ἀναπτερώσουν, ὥστε τά μαρτύριά σου νά μεταβληθοῦν εἰς χαράν. Εἶσαι εἰς ὁποιονδήποτε πειρασμόν; Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σέ βοηθήσουν νά τόν νικήσῃς καί τώρα καί πάντοτε. Ἐάν πάλιν εὑρίσκεσαι εἰς κίνδυνον ἀπό τούς ἀοράτους ἐχθρούς τῆς σωτηρίας σου, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σέ ὁπλίσουν μέ τήν «πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 6, 11, 13) καί σύ θά τούς πολεμήσῃς καί θά τούς διαλύσῃς ὅλους, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς ὅλην σου τήν ζωήν. Ἐάν ἐξ ἄλλου εὑρίσκεσαι ἐν μέσῳ ὁρατῶν ἐχθρῶν καί διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σοῦ δώσουν τό θάρρος καί τήν δύναμιν τῆς ὁμολογίας, διά νά ὁμολογῇς ἄνευ φόβου τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί Κύριον εἰς ὅλους τούς κόσμους, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. θά στέκης διά τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου Του ἀκλόνητος μέχρι θανάτου, ὁποιουδήποτε θανάτου, καί θά αἰσθανθῇς τόν ἑαυτόν σου δυνατώτερον ἀπό κάθε θάνατον καί ἀπό κάθε ἐχθρόν τοῦ Χριστοῦ. Ὑποφέρων διά τόν Χριστόν, θά ἀλαλάζῃς ἀπό χαράν, αἰσθανόμενος μέ ὅλον σου τό εἶναι, ὅτι ἡ ζωή σου εὑρίσκεται εἰς τούς οὐρανούς, πέραν ὅλων τῶν θανάτων, κρυμμένη σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ (Κολ. 3, 3).
Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» δείχνουν πολυαρίθμους ἀλλά πάντοτε βεβαίους δρόμους σωτηρίας, φωτισμοῦ, ἁγιασμοῦ, μεταμορφώσεως, χριστοποιήσεως, θεώσεως. δείχνουν ὅλους τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἡ ἀνθρωπίνη φύσις κατανικᾷ τήν ἁμαρτίαν, τήν κάθε ἁμαρτίαν. πῶς νικᾷ τό πάθος, τό κάθε πάθος. πῶς νικᾷ τόν θάνατον, τόν κάθε θάνατον. πῶς νικᾷ τόν δαίμονα, τόν κάθε δαίμονα. Ἐδῶ εὑρίσκεται φάρμακον διά κάθε ἁμαρτίαν, καί διά κάθε πάθος θεραπεία, ἀπό κάθε θάνατον ἀνάστασις, καί ἀπό κάθε διάβολον ἀπελευθέρωσις, ἀπό ὅλα μαζί τά κακά ἡ σωτηρία. Δέν ὑπάρχει πάθος, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, πού νά μή ὑποδεικνύεται μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον νικᾶται, νεκρώνεται, ἐκριζώνεται. Εἰς αὐτούς φαίνεται ὁλοκάθαρα, ὅτι δέν ὑπάρχει πνευματικός θάνατος, ἐκ τοῦ ὁποίου δέν θά ἦτο δυνατή ἡ ἀνάστασις μέ τήν θείαν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος καί Ἀναληφθέντος Κυρίου Ἰησοῦ. δέν ὑπάρχει βάσανον ἤ θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ κακοπάθεια, τήν ὁποίαν ὁ Κύριος διά τήν εἰς Αὐτόν πίστιν νά μή μεταβάλλῃ βαθμηδόν ἤ διά μιᾶς εἰς μίαν ἤρεμον καί κατανυκτικήν χαράν. – Πῶς γίνεται κανείς ἀπό ἁμαρτωλός δίκαιος; Ἰδού, ὅτι ἔχομεν ἕνα πλῆθος ἀπό συγκλονιστικά παραδείγματα μέσα εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων! Πῶς δύναται κανείς ἀπό ληστής, πόρνος, μέθυσος, ἄσωτος, φονεύς, μοιχός, νά γίνῃ ἅγιος; Δι᾽ αὐτό θά εὕρωμεν πάμπολλα παραδείγματα ἐδῶ. Ἐπίσης – πῶς ἀπό ἕναν φίλαυτον, φιλόζωον, ἰδιοτελῆ, ἄπιστον, ἄθεον, ὑπερήφανον, φιλάργυρον, ἐμπαθῆ, ἕνα κακοῦργον, ἕνα διαφθαρμένον, ὀργίλον, πονηρόν, ὕπουλον, χαιρέκακον, φθονερόν, κενόδοξον, φιλόδοξον, κακοήθη, ἅρπαγα καί ἀνελεήμονα, πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά μᾶς τό δείξουν καί ἐξηγήσουν.
Ἀλλ᾽ ἐπίσης εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἔχομεν παρά πολλά καί θαυμαστά παραδείγματα διά τό πῶς ἕνας νέος γίνεται ἅγιος νέος, μία κόρη γίνεται ἁγία κόρη, πῶς ἕνας γέρος γίνεται ἅγιος γέρος, πῶς μία γερόντισσα γίνεται ἁγία γερόντισσα, πῶς ἕνα παιδί γίνεται ἅγιο παιδί, πῶς οἱ γονεῖς γίνονται ἅγιοι γονεῖς, πῶς ἕνας υἱός γίνεται ἅγιος υἱός, πῶς μία θυγατέρα γίνεται ἁγία θυγατέρα, πῶς μία οἰκογένεια γίνεται ἁγία οἰκογένεια, πῶς μία κοινωνία γίνεται ἁγία κοινωνία, πῶς ἕνας ἱερεύς γίνεται ἅγιος ἱερεύς, πῶς ἕνας ἐπίσκοπος γίνεται ἅγιος ἐπίσκοπος, πῶς ἕνας βοσκός γίνεται ἅγιος βοσκός, πῶς ἕνας γεωργός γίνεται ἅγιος γεωργός, πῶς ἕνας βασιλεύς γίνεται ἅγιος βασιλεύς, πῶς ἕνας ἐργάτης γίνεται ἅγιος ἐργάτης, πῶς ἕνας δικαστής γίνεται ἅγιος δικαστής, πῶς ἕνας δάσκαλος γίνεται ἅγιος δάσκαλος, πῶς ἕνας καθηγητής γίνεται ἅγιος καθηγητής, πῶς ἕνας στρατιώτης γίνεται ἅγιος στρατιώτης, πῶς ἕνας ἀξιωματικός γίνεται ἅγιος ἀξιωματικός, πῶς ἕνας κυβερνήτης γίνεται ἅγιος κυβερνήτης, πῶς ἕνας γραμματεύς γίνεται ἅγιος γραμματεύς, πῶς ἕνας ἔμπορος γίνεται ἅγιος ἔμπορος, πῶς ἕνας μοναχός γίνεται ἅγιος μοναχός, πῶς ἕνας οἰκοδόμος γίνεται ἅγιος οἰκοδόμος, πῶς ἕνας ἰατρός γίνεται ἅγιος ἰατρός, πῶς ἕνας τελώνης γίνεται ἅγιος τελώνης, πῶς ἕνας ἐπαγγελματίας γίνεται ἅγιος ἐπαγγελματίας, πῶς ἕνας φιλόσοφος γίνεται ἅγιος φιλόσοφος, πῶς ἕνας ἐπιστήμων γίνεται ἅγιος ἐπιστήμων, πῶς ἕνας πολιτικός γίνεται ἅγιος πολιτικός, πῶς ἕνας ὑπουργός γίνεται ἅγιος ὑπουργός, πῶς ἕνας πτωχός γίνεται ἅγιος πτωχός, πῶς ἕνας πλούσιος γίνεται ἅγιος πλούσιος, πῶς ἕνας δοῦλος γίνεται ἅγιος δοῦλος, πῶς ἕνας δεσπότης γίνεται ἅγιος δεσπότης, πῶς οἱ σύζυγοι γίνονται ἅγιοι σύζυγοι, πῶς ἕνας συγγραφεύς γίνεται ἅγιος συγγραφεύς, πῶς ἕνας καλλιτέχνης γίνεται ἅγιος καλλιτέχνης.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐδιάβασε τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» αἰσθάνεται καί καταλαβαίνει μέ ὅλην τήν ὕπαρξίν του, ὅτι μόνον «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. 3, 18) ἠμπορεῖ νά γνωρίσῃ Χριστόν τόν Θεόν, καί ὅλα τά ἐν Αὐτῷ καί περί Αὐτοῦ, καί ὅσα πηγάζουν ἀπ᾽ Αὐτόν (πρβλ. Ἐφ. 3, 18-19). Καί οἱ ἅγιοι; – Παίρνουν ἁγιότητα «ἐξ Ἑνός πάντες», ἀπό τόν Ἕνα τόν Μόνον Ἅγιον (πρβλ. Ἑβρ. 2, 11). Διά τάς χριστοποθήτους ἀσκήσεις των τούς δίνεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό μόνον πού γνωρίζει τά βάθη τοῦ Θεοῦ, τά βάθη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καί αὐτοί μᾶς ὁμιλοῦν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τό ἄρρητον μυστήριον τοῦ Χριστοῦ καί δι᾽ ὅλα τά ἀνέκφραστα δῶρα, πού ἐδόθησαν εἰς ἡμᾶς διά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α’ Κορ. 2, 9-12). Ναί τό «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» μόνον διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται καί μόνον εἰς τούς ἁγίους ἀνθρώπους (πρβλ. Ἐφ. 3, 3-5. Κολ. 1, 26). Δι᾽ αὐτό οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ περισσότερον τέλειοι καί οἱ γνησιώτεροι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας. Τώρα γνωρίζομεν ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων: ποιός εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶναι ὁ Θεός. ἀκόμη ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἤδη ἔχομεν ἀποβιβασθῆ εἰς τήν ἐπέκεινα οὐράνιον ὄχθην καί ἀντικρύζομεν ὅλον τόν κόσμον τῆς γῆς ἀπό τόν οὐρανόν. Καί κοιτάζοντες ἀπό τόν οὐρανόν, τί εἶναι ἐκεῖνο πού διακρίνομεν περισσότερον ἐπάνω εἰς τήν γῆν; – Δέν εἶναι οὔτε τά βουνά, οὔτε αἱ θάλασσαι, οὔτε αἱ πόλεις, οὔτε οἱ οὐρανοξύσται. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἡ θεοειδής ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ἥλιος ἐπί τῆς γῆς. Ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσοι εἶναι οἱ ἥλιοι ἐπί τῆς γῆς. Καί καθένας ἀπ᾽ αὐτούς τούς ἡλίους εἶναι ὁρατός ἀπό τόν οὐρανόν. Ἀγαπημένο θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ μικρούτσικη γῆ, ἕνα ἀστεράκι ἀπό τά πιό μικρά, νά χωράη δισεκατομμύρια ἡλίους! Μέσα ἀπό τό χωματένιο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λάμπει ὁ ἥλιος! Ὁ ἄνθρωπος! – Ἕνας μικρός θεός μέσα εἰς τήν λάσπην.
Εἶναι Εὐαγγέλιον, παναληθινόν Εὐαγγέλιον, – ὄχι ἰδικόν μου, ἀλλά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ – ὅτι: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μεγάλον μυστήριον, ἱερόν μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Τόσον μεγάλον καί τόσον ἱερόν, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος διά νά μᾶς ἑρμηνεύσῃ ὅλον τό βάθος τοῦ ἀνθρωπίνου μυστηρίου. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ παναλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος διά νά κάμῃ τόν ἄνθρωπον θεόν κατά χάριν. Αὐτήν τήν παναλήθειαν εὐαγγελίζονται βροντόφωνα οἱ ἀρχιστράτηγοι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου: ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ὁ Χρυσόστομος ὁ Παμμέγιστος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτούς ἀκολουθοῦν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, – ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός, γενόμενος ἐξ ἀμέτρου φιλανθρωπίας ἄνθρωπος, ἡγίασε τόν ἄνθρωπον, τόν ἐχριστοποίησε, τόν ἐθέωσε. Πολέμησε καί ἐνίκησε ἐν αὐτῷ καί δι᾽ αὐτόν κάθε τί ἄθεον καί ἀντίθεον: Τήν ἁμαρτίαν, τόν θάνατον καί τόν διάβολον.καί ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπον ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν, μέχρι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὅλα αὐτά ποῖοι τά μαρτυροῦν; Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπό τόν πρῶτον μεχρι τοῦ τελευταίου. Καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, μέ ὁλόκληρον τήν ζωήν του μαρτυρεῖ δι᾽ αὐτήν τήν ἀλήθειαν: Ὅτι μέσα εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὁ ἄνθρωπος διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν μεταμορφώνεται εἰς «θεόν κατά χάριν», εἰς κατά χάριν θεάνθρωπον. Ἡ μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου εἰς θεάνθρωπον κατά χάριν διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ μετάπλασίς του εἰς θεόν κατά χάριν, εἶναι, κατά τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων, τέχνη τεχνῶν, ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, φιλοσοφία φιλοσοφιῶν. Δι᾽ αὐτό οἱ ἅγιοι Διδάσκαλοί μας τήν κατά τό Εὐαγγέλιον ζωήν ὀνομάζουν ἀληθινήν φιλοσοφίαν, ἀληθινήν σοφίαν. Ὁ δέ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας ὀνομάζει τούς ἁγίους «φιλοσόφους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τώρα, ἀπό τούς «Βίους τῶν Ἁγίων γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὕπαρξις μέ τάς πλέον μεγάλας διαστάσεις: ἐκτείνεται ἀπό τόν διάβολον μέχρι τόν Θεόν, καί δύναται νά γίνῃ καί θεός κατά χάριν, καί διάβολος κατά τήν ἐλευθέραν βούλησίν του. Μέσα εἰς κάθε ἁμαρτίαν ὑπάρχει καί ὀλίγον τι τοῦ διαβόλου. Διά τῆς φιλαμαρτίας καί τῆς ἑκουσίας καί ἐπιμόνου παραμονῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν, ὁ ἄνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιεῖται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εἰς διαβολάνθρωπον καί δημιουργεῖ θεληματικῶς τήν κόλασιν διά τόν ἑαυτόν του. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή κόλασις. Ἀντιθέτως, μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ὁ ἄνθρωπος πληροῦται μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, ἐνδύεται τόν Χριστόν, καί μεταμορφώνεται βαθμιαίως εἰς ἄνθρωπον χριστοφόρον καί χριστοειδῆ, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 13. Πρβλ. Κολ. 1, 28). Γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, καί κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον ἀποκτᾶ μέσα εἰς τήν ψυχήν του τόν παράδεισον. Διότι κάθε μία ἁγία εὐαγγελική ἀρετή εἶναι μικρός παράδεισος διά τήν ψυχήν (Πρβλ. Ματθ. 5, 3-12. Λουκ. 6, 20-23. Ἰακ. 1, 25. Ἰωάνν. 13, 17).
Γίνεται ὁλοφάνερον ἀπό τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὅτι οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ὁλόκληρον τό μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἰδικόν μου καί τό ἰδικόν σου μυστήριον. διότι ἐγνώρισαν τό μυστήριον τοῦ Μόνου Τελείου Ἀνθρώπου, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, καί δι᾽ Αὐτοῦ ἔλυσαν τελείως καί τελεσιδίκως τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ταὐτοχρόνως ἔλυσαν τό πρόβλημα ὅλης τῆς κτίσεως. Διότι οὐσιαστικά ὅλα τά προβλήματα περιέχονται μέσα εἰς τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅλαι αἱ λύσεις εἰς τήν λύσιν τοῦ προβλήματος τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτός τοῦ Θεανθρώπου καί χωρίς τόν Θεάνθρωπον, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντοτε ὑπάνθρωπος καί μή ἄνθρωπος, δηλαδή δέν εἶναι ἄνθρωπος μέ τήν οὐσιαστική σημασίαν τοῦ ὅρου.
Ζήτησε νά εὕρῃς τόν ἑαυτόν σου μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων». θά τόν εὕρης ὁπωσδήποτε μέσα εἰς αὐτούς. Ἀκόμη θά εὕρῃς ἐκεῖ καί τά φάρμακα, μέ τά ὁποῖα ἠμπορεῖς νά τόν θεραπεύσῃς ἀπό ὅλας τάς πνευματικάς ἀρρωστίας καί νά τόν κάνῃς ὑγιῆ διά παντός. Ὑγιῆ καί εἰς τούς δύο κόσμους, εἰς τρόπον ὥστε νά μή ἠμπορέσῃ νά σέ βλάψῃ κανένας θάνατος. Θά εὕρης ἀκόμη μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων», ὅλα ὅσα χρειάζονται διά νά ζήσῃς καί εἰς τούς δύο κόσμους. ὅσα χρειάζονται εἰς ἐσέ, ὦ ἄνθρωπε, πού εἶσαι μία ἀθάνατος ὕπαρξις. μία αἰώνια ὕπαρξις, μία θεανθρωπίνη ὕπαρξις, ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε!
Ὑποσημειώσεις:
1. -. Κανών τοῦ Πάσχα, ᾠδή ζ’.
2. -. Πρβλ. Κολ. 3, 11. Γαλ. 2, 20. Πρβλ. τοῦ ἁγ. Συμεών Ν. Θεολόγου: «Χριστός τά πάντα ἀντί πάντων τούτοις γενήσεται» (Κατήχησις 2). Ἐπίσης τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ «Δι᾽ αὐτῆς γάρ (τῆς ἐν χάριτι ἑνώσεως) ὅλος μέν ὅλοις τοῖς ἀξίοις ὁ Θεός περιχωρεῖ, ὅλῳ δέ ὅλοι περιχωροῦσιν ὁλικῶς οἱ ἅγιοι τῷ Θεῷ, ὅλον ἀντιλαμβάνοντες ἑαυτῶν τόν Θεόν» (ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3, 1, 27).