Σύντομη βιογραφία.
Ο άγιος πατέρας μας Θεόδωρος έζησε στα χρόνια της βασιλείας τού Ηρακλείου και τού Κωνσταντίνου τού Πωγωνάτου, γύρω στο 660 μ.Χ. Πρώτα αγωνίστηκε τον ασκητικό βίο στη μονή τού αγίου Σάββα· ύστερα, με την ψήφο τού Θεού ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της πόλεως Εδέσσης. Έκανε πολλά θαύματα και όσο ζούσε και μετά το θάνατο, και με τις θείες διδασκαλίες του έκανε πολλούς μάρτυρες τού Χριστού και πολλούς να σωθούν και στις 19 Ιουλίου απήλθε στις αιώνιες μονές, όπως αναφέρεται στο βίο του που περιέχεται στο βιβλίο «Καλοκαιρινή». Δεν γνωρίζομε με ακρίβεια αν άφησε και άλλα συγγράμματα· όμως αυτά τα 100 κεφάλαια που φιλοπόνησε, εγκρίθηκαν να συμπεριληφθούν στη συλλογή των νηπτικών. Γιατί παρέχουν πλούσιο τον καρπό της ιερής νήψεως και της πνευματικής ωφέλειας σε κείνους που τα διαβάζουν με επιμέλεια. Και όσοι επιθυμείτε τη σωτηρία σας, ελάτε και θερίστε άφθονα.
Στο τέλος των κεφαλαίων αυτών έχει προστεθεί και το «Θεωρητικό» που επιγράφεται με το όνομα τού Θεοδώρου. Βλέποντας ότι αυτό ακολουθεί τον ίδιο νηπτικό χαρακτήρα και έχει την ίδια έκφραση τού λόγου με τα 100 κεφάλαια, όπως και από άλλα εύλογα σημάδια, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι είναι γνήσιο έργο τού ίδιου Θεοδώρου.
Στο τέλος των κεφαλαίων αυτών έχει προστεθεί και το «Θεωρητικό» που επιγράφεται με το όνομα τού Θεοδώρου. Βλέποντας ότι αυτό ακολουθεί τον ίδιο νηπτικό χαρακτήρα και έχει την ίδια έκφραση τού λόγου με τα 100 κεφάλαια, όπως και από άλλα εύλογα σημάδια, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι είναι γνήσιο έργο τού ίδιου Θεοδώρου.
Εισαγωγικά σχόλια.
Ο «Θεωρητικός», είναι λόγος ασκητικός μεν, αλλά κινείται σε υψηλά επίπεδα θεωρίας και θείου έρωτος. Ελέχθη ότι τα θέματα αυτά αναπτύχθηκαν τον δέκατο τέταρτο αιώνα και γι’ αυτό αμφισβητήθηκε η πατρότητα του «Θεωρητικού». Νομίζομε, ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί, γιατί μέχρι τον έβδομο αιώνα τα θέματα αυτά είχαν αναπτυχθεί όχι μονάχα από τους Καππαδόκες, τους Αλεξανδρινούς και τους ασκητικούς Πατέρες, αλλά πλούσιο υλικό και ιστορικούς ερεθισμούς πρόσφερε προ των Νεοπλατωνικών και αυτός ο Ιουδαίος Φίλων. Αφήνομε το πόσον επέδρασαν στους αγίους Πατέρες κατά τα μέσα του έκτου αιώνα τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, που έδωσαν μεγάλη ώθηση στον θεωρητικό βίο και στη φιλολογία περί θείου έρωτος.
Το «Θεωρητικό» είναι μια πλήρης έκθεση των προϋποθέσεων της θεώσεως, μέσα στην οποία σημαντική θέση κατέχει ο θεωρητικός τρόπος ζωής, ως συνεχής ανάταση του νου εις τα νοητά, φυσικά με προσευχή και τη λοιπή παραδοσιακή ασκητική αγωγή. Η θεωρία των νοητών οδηγεί εις τον έρωτά τους και επόμενους τα γήινα λησμονούνται. Χωρίς να πρόκειται για ένα πνευματικό μονοφυσιτισμό, η ψυχή νοεροποιούμενη ευρίσκει την απόλυτη μακαριότητά της στο χώρο των νοητών, όπου ο Χριστός, ο αγγελικός διάκοσμος και τα μακάρια πνεύματα, καταλαμπόμενα από τις ακτίνες του ακτίστου φωτός και πλέοντα στο κτιστό φως της πρεσβυτέρας κτίσεως.
Ο όσιος Θεόδωρος —εάν είναι αυτός ο πατήρ του «Θεωρητικού»—, γνωρίζει αρκετά την γραμματεία περί θείου φωτός, περί πνευματικής θεωρίας, περί της αξίας του νου και των φυσικών και υπερφυσικών κινήσεών του, καταφάσκει στις σωματικές αισθήσεις, αλλά συνιστά την υπέρβασή τους, αναλύει την ανθρωπολογική σύνθεση και τις δυνατότητες του πιστού, δίδει το προβάδισμα στην αγαθή βούληση για ανάβαση του νου στον Θεό και γενικώς, αναπτύσσει παραδοσιακώς την πατερική διδασκαλία για την πνευματική τελείωση.
Το «θεωρητικό» συνοψίζει βαθειές και πυκνές εμπειρίες και προϋποθέτει πλούσια χάρη, μεγάλο και ελλαμπόμενο νου και υψηλή θεολογική γνώση, και φαίνεται, ότι μάλλον έχει γραφεί στην περίοδο του μονασμού του παρά στον καιρό της ποιμαντικής του δράσεως, αφού είναι προορισμένο να διδάξει τους μοναχούς για τη θεωρητική ζωή, όχι βέβαια στην εκδοχή των φιλοσόφων.
Πόσο μεγάλος είναι ο αγώνας να σπάσει ο άνθρωπος τον γερό αυτό δεσμό και να ελευθερωθεί από τη λατρεία της ύλης και να αποκτήσει την έξη των καλών! Χρειάζεται πράγματι γενναία και ανδρεία ψυχή για να ξεμακρύνει από την ύλη. Εκείνο που φροντίζομε δεν είναι μόνο η κάθαρση από τα πάθη, γιατί αυτό δεν είναι κυρίως αρετή, αλλά προπαρασκευή αρετής. Χρειάζεται εκτός από την κάθαρση των κακών συνηθειών, και η απόκτηση των αρετών.
Κάθαρση της ψυχής είναι, για μεν το λογιστικό μέρος της, η απαλλαγή και τέλεια εξάλειψη των γήινων και ασταθών στοιχείων, εννοώ των βιοτικών φροντίδων και θορύβων και κακών κλίσεων, δηλαδή των αμαρτωλών συνηθειών για δε το επιθυμητικό, το να μη κινείται καθόλου προς την ύλη, μήτε να αποβλέπει στην αίσθηση, αλλά να είναι πειθήνιο στο λογικό. Για το θυμικό, ακολούθως, το να μην ταράζεται ποτέ για όσα συμβαίνουν. Μετά την κάθαρση αυτή και τη νέκρωση ή διόρθωση των χειρότερων δυνάμεων, χρειάζεται και η ανάβαση και η θέωση. Γιατί πρέπει, αφού αφήσει κανείς το κακό, να πράξει το αγαθό108, κι ακόμη να απαρνηθεί πρώτα τον εαυτό του και αφού σηκώσει το σταυρό του, να ακολουθεί τον Κύριο109 προς την υπέρτατη κατάσταση της θεώσεως.
Ποια είναι η ανάβαση και η θέωση; Για το νου, η τελειότατη γνώση των όντων και Εκείνου που είναι πάνω από τα όντα, όσο αυτό είναι εφικτό στην ανθρώπινη φύση. Για τη βούληση, η ολοκληρωτική και συνεχής τάση και κίνηση προς το Πρώτο Καλό. Για το θυμικό, η πολύ δραστήρια και πολύ πρακτική κίνηση προς το ποθητό, η ακούραστη και ανυποχώρητη, που δεν την ανακόπτει καμιά δυσκολία που παρουσιάζεται, αλλά προχωρεί παράφορα και χωρίς επιστροφή. Τόσο πιο σφοδρή πρέπει να είναι η προς τα καλά κίνηση της ψυχής, από την κίνηση προς τα κακά, όσο ανώτερα είναι τα νοητά κάλλη από τα αισθητά. Και τόσο μόνο να ενδιαφέρεται για τη σάρκα, όσο φτάνει για τη συντήρησή της και τον πορισμό των αναγκαίων για την ύπαρξη, ώστε να μην καταστραφεί βίαια το ζωντανό σώμα. Αυτά να τα αποφασίσει κανείς είναι ευκολότατο· να τα πράξει όμως, πολύ πιο κοπιαστικό. Γιατί δεν ξεριζώνονται χωρίς κόπο οι δυσκολοκίνητες εκείνες έξεις της ψυχής, ούτε βέβαια η απόκτηση της γνώσεως γίνεται χωρίς ιδρώτα. Αλλά και το να ατενίζει κανείς και να τείνει διαρκώς προς την μακάρια θεία φύση, κατορθώνεται με πολλούς κόπους και σε πολύ χρόνο, μέχρις ότου να συνηθίσει η βούληση να ακολουθεί αυτή την τάση. Και χρειάζεται πολλή αντίσταση του νου στην αίσθηση που τον τραβά προς τα κάτω, και αυτή είναι η πάλη και η μάχη προς το σώμα, η οποία δεν έχει διάλειμμα ως το θάνατο, και αν ακόμη φαίνεται ότι λιγόστεψε από το μαρασμό του θυμού και της επιθυμίας και την υποδούλωση της αισθήσεως στην υπέρτερη γνώση του νου.
Πρέπει όμως να σημειωθεί τούτο˙ ότι η ψυχή που δεν φωτίστηκε με το βάπτισμα, επειδή δεν είναι φυσικό να βοηθείται από το Θεό, ούτε να καθαρθεί γνήσια μπορεί, ούτε προς το θείο φως να υψωθεί, όπως είπαμε. Γιατί όσα ειπώθηκαν, πρέπει να θεωρούμε ότι ειπώθηκαν για τους πιστούς. Αλλά για μεγαλύτερη διασάφησή τους, πρέπει να πούμε λίγα για τη διαφορά της γνώσεως.
Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση. Και η δεύτερη θα γίνει φανερή από την πρώτη. Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις, όσο δηλαδή είναι εφικτό στην ψυχή που είναι δεμένη με την ύλη. Γιατί όπως έχει λεχθεί στα περί αισθήσεως και φαντασίας και νου, αμβλύνεται η ενέργεια του νου λόγω της ενώσεως και αναμίξεως με το σώμα. Ένεκα τούτου δεν μπορεί να έρθει σ' επαφή με τα νοερά, αλλά για να νοήσει έχει ανάγκη από τη φαντασία, της οποίας ο χαρακτήρας είναι εικονιστικός και ανήκει στην υλική διάσταση και την πυκνή υφή. Χρειάζονται λοιπόν στο νου που είναι μέσα σε σώμα, ανάλογες εικόνες για να μπορέσει να τα εννοήσει αυτά. Όση λοιπόν γνώση λάβει ένας τέτοιος νους με τη μέθοδο τη φυσική, που του είναι οικεία, αυτή τη γνώση τη λέμε φυσική.
Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη, όταν δηλαδή τα νοούμενα υπερβαίνουν τις δυνατότητες του νου που είναι ενωμένος με σώμα, ώστε να είναι γνώση που αρμόζει σε νου χωρίς σώμα. Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα.
Δεν διαιρείται κατ' αυτόν τον τρόπο μόνον η γνώση, αλλά και η αρετή. Άλλη είναι η αρετή που δεν υπερβαίνει τη φύση, η οποία και λέγεται φυσική, και άλλη η αρετή η οποία πραγματοποιείται από το Πρώτο Καλό και η οποία είναι πάνω από τη φυσική δύναμη και κατάσταση, και την οποία είναι πρέπον να ονομάσομε υπερφυσική. Και τη φυσική γνώση και αρετή μπορεί να την έχει και αφώτιστος (αβάπτιστος) άνθρωπος, ενώ την υπερφυσική, διόλου. Γιατί, πως να την έχει, αφού είναι αμέτοχος του αιτίου που την πραγματοποιεί; Ο φωτισμένος όμως μπορεί να τις έχει και τις δύο. Ή μάλλον την υπερφυσική αρετή δεν μπορεί διόλου να την αποκτήσει αν δεν αποκτήσει πρωτύτερα τη φυσική. Να μετέχει όμως στην υπερφυσική γνώση, χωρίς να έχει τη φυσική, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Αλλά πρέπει να γνωρίζομε και τούτο˙ ότι, όπως αίσθηση και φαντασία έχουν και τα άλογα ζώα, και τις έχει και ο άνθρωπος τις δυνάμεις αυτές, πολύ καλύτερες και υψηλότερες, έτσι και τις φυσικές αρετές και γνώσεις τις έχουν και οι δύο, αλλά απείρως καλύτερα και υψηλότερα τις έχει ο φωτισμένος από τον αφώτιστο.
Ακόμη η φυσική γνώση που αναφέρεται στις αρετές και τις αντίθετες με την αρετή συνήθειες, είναι και αυτή δύο ειδών η μία είναι ψιλό όνομα, όταν αυτός που φιλοσοφεί γι' αυτά, δεν έχει πείρα από τις καταστάσεις αυτές, και η οποία μερικές φορές διστάζει· η άλλη είναι έμπρακτη και —να πω έτσι— έμψυχη, όταν η γνώση βεβαιώνεται από την πείρα. Αυτή είναι σαφής και αξιόπιστη, χωρίς δισταγμό και αμφιβολία.
Έπειτα από αυτά, τέσσερα είναι εκείνα που εναντιώνονται στο νου σχετικά με την απόκτηση της αρετής.
Πρώτο, η συνήθεια των κακών έξεων, η οποία έχει λεχθεί ότι επιχειρεί να τον πείσει με τη μακρά συνήθεια να φέρεται προς τα γήινα.
Δεύτερο, η ενέργεια της αισθήσεως, η οποία φανερώνεται στα αισθητά κάλλη και σύρει μαζί της και το νου.
Τρίτο, η εξασθένηση της νοερής ενέργειας, την οποία έχει πάθει λόγω της ενώσεως του με το σώμα. Γιατί δεν ανταποκρίνεται ο νους στο νοητό όπως η δράση στο ορατό και γενικώς όπως η αίσθηση στο αισθητό· λέγοντας νου εννοώ το νου της ψυχής, η οποία βρίσκεται ακόμη στο σώμα. Επειδή οι άυλοι Νόες εντονότερα αντιλαμβάνονται τα νοητά από ό,τι τα ανθρώπινα μάτια τα ορατά. Αλλά όπως η ελαττωματική όραση δεν αποτυπώνει σαφή και καθαρά είδωλα από τα ορατά, αλλά συγκεχυμένα και ασαφή, έτσι και ο νους μας αντιλαμβάνεται τα νοητά. Καθώς δεν μπορεί να παρατηρεί καθαρά τα νοητά κάλλη, δεν μπορεί ούτε να τα ποθεί —γιατί κατά το μέτρο της γνώσεως είναι και το μέτρο της επιθυμίας—, και ταυτόχρονα παρασύρεται προς τα αισθητά κάλλη, γιατί τα βλέπει με μεγαλύτερη διαύγεια˙ επειδή είναι ανάγκη να είναι γεμάτος πάντοτε από ένα που του φαίνεται καλό, είτε είναι όντως καλό, είτε όχι.
Τέταρτο, ο επηρεασμός από τους ακάθαρτους και μισάνθρωπους δαίμονες, οι οποίοι στήνουν παγίδες —δεν μπορούμε να υπολογίσομε πόσες και ποιου είδους— αλλοίμονο, σε όλα τα σημεία του δρόμου, για τις ψυχές, με κάθε μέσο και τρόπο, με τις αισθήσεις, με τα λόγια, με το νου, με όλα όσα υπάρχουν, μπορούμε να πούμε. Από αυτούς, αν Εκείνος που σήκωσε στον ώμο Του το πλανώμενο πρόβατο110 δεν έκανε με την άπειρη φροντίδα Του ανώτερους εκείνους που βλέπουν προς Αυτόν, δεν θα διέφευγε ποτέ καμιά ψυχή.
Για να αποφύγομε λοιπόν όλα αυτά, χρειαζόμαστε τρία πράγματα.
Πρώτο και μέγιστο, να βλέπομε ολόψυχα προς το Θεό, και από Αυτόν να ζητούμε βοήθεια, αφού Του αναθέσομε όλη την ελπίδα μας, πιστεύοντας απολύτως ότι αν Εκείνος δεν βοηθήσει, αναπόφευκτα θα μας πάρουν αυτοί που τραβούν από το άλλο μέρος.
Δεύτερο, το οποίο νομίζω προξενεί και το πρώτο, είναι η συνεχής τροφή του νου με γνώση. Γνώση εννοώ τη θεωρία όλων των όντων, αισθητών και νοητών, πώς είναι αυτά καθ' εαυτά και πώς σχετίζονται με την πρώτη Αρχή, καθώς από αυτήν προέρχονται και σ' αυτήν αναφέρονται· και επιπλέον τη θεωρία τού Αιτίου των όντων όπως την αποκτούμε, όσο μας είναι δυνατό, γνωρίζοντας τις ενέργειες και τις ιδιότητες Του. Είναι πρόξενο πολλής καθάρσεως το να εξετάζομε με μεγάλη επιμέλεια τις φύσεις των όντων και αυτό μας απαλλάσσει από την εμπαθή προς αυτά διάθεση και την απάτη που είναι γύρω άπ' αυτά και μας ανυψώνει πάρα πολύ προς την Αρχή των όλων, και από τα ωραία και θαυμαστά και μεγάλα, μας κάνει να βλέπομε σαν σε καθρέφτη το Κάλλιστο και Θαυμαστότατο και Μέγιστο ή μάλλον Εκείνο που υπερβαίνει κάθε κάλλος και θαυμασιότητα και μέγεθος. Όταν πάντοτε η διάνοια ασχολείται με αυτά, δεν είναι δυνατό να μην ποθήσει το όντως αγαθό· γιατί αν έλκεται από αυτό που της είναι ξένο, πολύ περισσότερο θα πάει προς το οικείο. Και όταν τ' αγαπήσει αυτά η ψυχή, πως θα ανεχθεί να ασχολείται με επιμονή με τα γήινα και μ' εκείνα που την αποτραβούν από το αγαπώμενο; Άλλ’ ακόμη και αυτή η ζωή θα της φαίνεται δυσάρεστη γιατί αποτελεί εμπόδιο για τα καλά. Γιατί κι αν, όπως είπαμε, ο νους ο συνδεδεμένος με την ύλη θεωρεί αμυδρά τη νοητή καλλονή, ωστόσο τα νοητά αγαθά είναι τέτοια και τόσο μεγάλα, ώστε και μια μικρή σταλαγματιά και μια θαμπή φανέρωση τού ωκεάνιου εκείνου κάλλους, μπορεί να πείσει το νου να πετάξει πάνω άπ' όλα τα αισθητά και προς τα νοητά μόνο να στραφεί και να μη δέχεται να αποχωρεί από την απόλαυση τους, ο,τιδήποτε λυπηρό και αν τού συμβεί.
Τρίτο, πρέπει να υπάρχει επιπλέον η νέκρωση του σώματος που είναι συνδεδεμένο μαζί του. Αλλιώς είναι αδύνατο να δέχεται τις φανερώσεις εκείνες σαφείς και ευδιάκριτες. Το σώμα νεκρώνεται με τη νηστεία, την αγρυπνία, τη χαμαικοιτία, με σκληρά τα απαραίτητα ενδύματα, με τους πόνους και τους κόπους. Έτσι νεκρώνεται η σάρκα, ή μάλλον συσταυρώνεται με το Χριστό˙ και γίνεται λεπτή και καθαρή και ελαφρή και ευκίνητη και έτσι ακολουθεί εύκολα τις κινήσεις του νου και δεν εναντιώνεται, αλλά ανυψώνεται μαζί με το νου που πετά ψηλά· ώστε χωρίς τη νέκρωση αυτή, κάθε επιμέλεια είναι μάταιη.
Αυτή η σεβάσμια τριάδα, όταν συγκροτηθεί με την αρμονική συνύπαρξη των τριών που αναφέρθηκαν παραπάνω, γεννά μέσα στην ψυχή τον κύκλο των μακαρίων αρετών. Γιατί είναι αδύνατο σ’ εκείνους που είναι στολισμένοι με αυτά τα τρία, ή να βρεθεί ίχνος κακίας ή να απουσιάζει κάποια αρετή. Αλλά ίσως να θλίβει το λογικό η απόρριψη των χρημάτων, ή η περιφρόνηση της δόξας, γιατί έως ότου είναι η ψυχή δεμένη με αυτά, πληγώνεται από πολλά πάθη. Και εγώ βεβαιώνω επιμόνως ότι είναι αδύνατο να πετάξει ψηλά η ψυχή που είναι προσηλωμένη στον πλούτο και στη δόξα. Ούτε και είναι δυνατό να επιμένει σ' αυτά η ψυχή, όταν έχει αθληθεί αρκετά στα τρία που είπαμε, ώστε να της γίνουν συνήθεια. Γιατί αν η ψυχή γνωρίζει ότι τίποτε δεν είναι πραγματικά καλό, εκτός από τον ύψιστο Θεό κι είναι πεπεισμένη ότι από τα άλλα, όσο πιο όμοιο είναι κάτι με το Πρώτο Καλό, τόσο ωραιότερο είναι, πως θα αγαπήσει ή θα δεχτεί άργυρο ή χρυσό ή κάτι άλλο γήινο; Τα ίδια λέω και για τη δόξα.
Αλλά δεν εξαιρούνται από το λόγο και οι φροντίδες, οι οποίες κυρίως κρατούν κάτω τον άνθρωπο. Για ποιο πράγμα θα φροντίσει εκείνος που δεν παθαίνεται για κανένα γήινο και δεν στρέφεται σ' αυτά; Γιατί το νέφος των φροντίδων σχηματίζεται από τις αναθυμιάσεις, ας πούμε, των βασικών παθών, εννοώ τη φιληδονία, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία· ώστε ο ελεύθερος από τα πάθη αυτά, είναι και ξένος από φροντίδες. Αλλά ούτε η φρόνηση, που θεωρείται συμπλήρωμα της σοφίας και είναι η πιο ισχυρή δύναμη από όσες σηκώνουν τον άνθρωπο προς τα επάνω, λείπει άπ’ αυτά που είπαμε. Γιατί στη γνώση των αρετών συμπεριλαμβάνεται και η ακριβέστατη διάκριση του καλού και του κακού, για τα οποία απαιτείται προπαντός φρόνηση. Τους τρόπους της χρησιμοποιήσεως και της πάλης, θα διδάξει η πείρα και η εναντίον του σώματος πάλη.
Δε θα παραλείψομε να κάνομε λόγο και για το φόβο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο θείος έρωτας, τόσο μεγαλώνει μαζί και ο φόβος. Γιατί όση είναι η ελπίδα να επιτύχομε το Αγαθό (η οποία κεντά τους πληγωμένους από το θείο έρωτα περισσότερο από τις απειλές μυρίων κολάσεων, γιατί το να επιτύχομε το Αγαθό προξενεί μακαριότητα), τόσος είναι και ο φόβος να το χάσομε, πράγμα που είναι αθλιότατο. Για να συνεχιστεί ο λόγος μας, ας εξετάσομε το σκοπό. Γιατί θεωρείται ότι στο κάθε τι, ο σκοπός του είναι που καθορίζει και τη διαίρεση των επιμέρους στοιχείων και την διάταξη αυτών. Σκοπός λοιπόν της ζωής μας είναι η μακαριότητα, η οποία ταυτίζεται με τη βασιλεία των ουρανών ή του Θεού. Αυτό σημαίνει, όχι μόνο να βλέπομε την βασιλικότατη, ας πούμε, Τριάδα, αλλά επιπλέον να δεχόμαστε την έκχυση της θείας χάρης και να πάσχομε, κατά κάποιο τρόπο, τη θέωση· και ό,τι ελλιπές ή ατελές έχομε μέσα μας, να αναπληρώνεται και να τελειοποιείται με την έκχυση της χάρης. Και αυτό είναι η τροφή των νοερών υπάρξεων, η αναπλήρωση των ελλείψεων με αυτή την έκχυση της χάρης. Και είναι ένας κύκλος αιώνιος που αρχίζει από ένα σημείο και καταλήγει στο ίδιο. Γιατί όσο κανείς νοεί, τόσο και επιθυμεί˙ και όσο επιθυμεί, τόσο απολαμβάνει· και όσο απολαμβάνει, τόσο περισσότερο νοεί και αρχίζει πάλι την ακίνητη κίνηση, ή αλλιώς την ακίνητη ακινησία. Αυτός είναι ο σκοπός μας, όσο μας είναι εφικτό να εννοήσομε˙ ας εξετάσομε πως θα φτάσομε σ' αυτόν.
Στις λογικές ψυχές που είναι νοερές ουσίες και λίγο μόνο κατώτερες από τους αγγέλους, ο παρών βίος έχει δοθεί ως αγώνας και τόπος όπου γίνεται προσπάθεια για τη νίκη. Έπαθλο είναι η θεία κατάσταση που αναφέραμε, δώρο αντάξιο της θείας αγαθότητας και δικαιοσύνης, από τη μία, γιατί φαίνεται ότι από τους κόπους του κερδίζει κανείς αυτά τα αγαθά, κι από την άλλη, γιατί η αφθονοπάροχη θεία δύναμη υπερνικά κάθε κόπο. Άλλωστε και το να μπορεί κανείς και το να πράττει το αγαθό, είναι δώρο τού Θεού.
Ποιος λοιπόν είναι ο εδώ αγώνας; Η λογική ψυχή έχει ενωθεί με σώμα όμοιο με των ζώων, που έχει την ύπαρξη από τη γη και στρέφεται προς τα κάτω. Και έχει τόσο ενωθεί η ψυχή με το σώμα, ώστε να γίνει ένα από αυτά τα δύο τελείως αντίθετα, χωρίς μεταβολή —προς Θεού— ή σύγχυση των μερών, αλλά από τα δύο φυσικά μέρη να γίνει μία υπόσταση με δύο τέλειες φύσεις. Έτσι λοιπόν σύνθετος από δύο διαφορετικές φύσεις ο άνθρωπος, ενεργεί εκείνα που ανήκουν στην κάθε μία φύση. Και τού σώματος αρμόδιο είναι να αποβλέπει προς τα όμοιά του. Ο έρωτας αυτός προς τα όμοια είναι φυσικός στα όντα, γιατί δήθεν βοηθείται από αυτόν η ύπαρξή τους με τη συμβίωση και τη συναναστροφή με αυτά και η απόλαυση αυτών με την αίσθηση. Ακόμη επειδή είναι βαρύ το σώμα, αγαπά την άνεση. Στη ζωώδη φύση, αυτά είναι κατάλληλα και αγαπητά. Στη λογική όμως ψυχή, επειδή είναι νοερή ουσία, φυσικά και επιθυμητά είναι τα νοητά και η απόλαυσή τους μέσω της νοήσεως. Προπάντων ο έρωτας προς το Θεό είναι εκ φύσεως ριζωμένος μέσα της. Και θέλει να απολαμβάνει το Θεό και τα άλλα νοητά, δεν μπορεί όμως να το κάνει αυτό ανεμπόδιστα.
Ο πρώτος άνθρωπος (ο Αδάμ) μπορούσε ανεμπόδιστα να εννοεί και να απολαμβάνει τα νοητά με το νου, όπως και τα αισθητά με την αίσθηση. Είχε όμως χρέος να ασχολείται όχι με τα χειρότερα, αλλά με τα ανώτερα. Καθώς μπορούσε να κάνει και τα δύο, στο χέρι του ήταν να βρίσκεται είτε με τα νοητά μέσω του νου, είτε με τα αισθητά μέσω της αισθήσεως. Δε λέω ότι ο Αδάμ δεν έπρεπε να χρησιμοποιεί την αίσθηση (γιατί δεν έφερε μάταια το σώμα)· λέω ότι δεν έπρεπε να προσκολλάται στα αισθητά, αλλά βλέποντας την ομορφιά τους, να οδηγείται προς το Δημιουργό τους. Και στο εξής να απολαμβάνει το Θεό με θαυμασμό, έχοντας διπλές αφορμές να θαυμάζει τον Κτίστη. Όχι όμως να προσκολληθεί στα αισθητά και αυτά να θαυμάζει και όχι το Δημιουργό τους, παραμελώντας το νοητό κάλλος. Τέτοιος λοιπόν πλάστηκε ο Αδάμ. Αφού όμως έκανε κακή χρήση της αισθήσεως, θαύμαζε το -αισθητό κάλλος· του φάνηκε ο καρπός ωραίος στην δράση και καλός στη γεύση111, έφαγε άπ' αυτόν και άφησε την απόλαυση των νοητών. Γι' αυτό ο δίκαιος Κριτής, κρίνοντας τον ανάξιο, αφαίρεσε από αυτόν τη θεωρία εκείνων που καταφρόνησε, δηλαδή του Θεού και των όντων, και έβαλε σκότος για να του αποκρύψει τον εαυτό Του112 και τις άυλες ουσίες. Γιατί δεν έπρεπε να αφήνονται τα άγια στους βέβηλους. Και εκείνα τα οποία πόθησε, αυτά τού άφησε να απολαμβάνει, δηλαδή να ζει με την αίσθηση και με ελάχιστα ίχνη των θείων στο νου του.
Από τότε ο αγώνας μας για τα γήινα έγινε βαρύτερος, γιατί δεν έχομε την εξουσία να απολαμβάνομε τα νοητά, όπως τα αισθητά με την αίσθηση, αν και με το βάπτισμα βοηθούμαστε πάρα πολύ, επειδή καθαριζόμαστε και υψωνόμαστε. Αλλά, όσο είναι δυνατόν πρέπει να ασχολούμαστε με τα νοητά και όχι με τα αισθητά, και εκείνα να θαυμάζομε και να θέλομε. Από τα αισθητά, κανένα να μη θαυμάσομε καθ' εαυτό, ούτε να θελήσομε να απολαύσομε. Πραγματικά, καμιά αξία δε φαίνεται να έχουν σε σχέση προς τα νοητά. Όσο πιο θαυμαστή είναι η ουσία των νοητών από την ουσία των αισθητών, τόσο και το κάλλος των νοητών είναι πιο θαυμαστό από το κάλλος των αισθητών. Να ποθήσει κανείς τώρα πιο πολύ το χειρότερο από το ωραιότερο και το ατιμότερο από το τιμητικότερο, ποια παραφροσύνη δεν υπερβαίνει; Και αυτά για τα αισθητά και νοητά δημιουργήματα. Αλλά τι θα έλεγες όταν και από Εκείνον που είναι πάνω από αυτά, προτιμούμε την άμορφη και χωρίς κάλλος ύλη;
Αυτός λοιπόν είναι ο αγώνας, να προσέχομε τους εαυτούς μας με πολλή ακρίβεια, για να απολαμβάνομε πάντοτε τα νοητά, υψώνοντας προς αυτά το νου και την επιθυμία, και ποτέ να μην εξαπατηθούμε από τα αισθητά, ώστε να παρασυρθούμε από κάτι αισθητό μέσω της αισθήσεως και να το θαυμάσομε αυτό καθ' εαυτό. Αν είναι κάτι που πρέπει να χρησιμοποιήσομε και την αίσθηση, αυτό είναι για να αντιλαμβανόμαστε τον Κτίστη από τα κτίσματα, βλέποντας μέσα σ' αυτά Εκείνον, όπως βλέπομε μέσα στο νερό τον ήλιο. Επειδή υπάρχουν στα όντα εικόνες του Πρώτου Αιτίου όλων όσο είναι δυνατόν σ' αυτά. Αυτό λοιπόν είναι το κατόρθωμα. Ας σκεφτούμε πως θα το κατορθώσομε. Είπαμε λοιπόν ότι το σώμα επιθυμεί να απολαμβάνει τα συγγενή με αυτό, μέσω της αισθήσεως, πράγμα που είναι αντίθετο με την πρόθεση της ψυχής, και όσο πιο πολύ δυναμώνει το σώμα, τόσο περισσότερο επιθυμεί. Γι' αυτό ας φροντίσει η ψυχή να βάλει χαλινό σε όλες τις αισθήσεις, για να μην απολαύσομε τα αισθητά. Επειδή όταν είναι πιο ρωμαλέο το σώμα, περισσότερο ορμά˙ και περισσότερο ορμώντας, γίνεται ακράτητο· γι' αυτό η ψυχή, δύσκολα φροντίζει να το νεκρώσει με νηστείες, αγρυπνίες, ορθοστασίες, χαμαικοιτίες, αλουσία και με κάθε άλλη κακοπάθεια, ώστε να καταμαράνει τη δύναμή του για να το έχει ήμερο και πειθήνιο στις νοερές πράξεις της. Αυτό είναι που έχομε να κατορθώσομε. Επειδή όμως αυτά είναι ευκολότατο να τα υποσχεθούμε, δύσκολο όμως να τα εφαρμόσομε, και είναι πολύ περισσότερα τα σφάλματα από τα κατορθώματα ακόμη και αν προσέχει κανείς πάρα πολύ, γιατί συχνά η αίσθηση εξαπατά, γι’ αυτό έχει επινοηθεί και τρίτο φάρμακο, η προσευχή και τα δάκρυα.
Η προσευχή περιέχει ευχαριστία για όσα καλά μας έχουν δοθεί, και αίτηση συγχωρήσεως των αμαρτημάτων και ενισχυτικής δυνάμεως για το μέλλον γιατί χωρίς τη θεία βοήθεια, όπως προείπαμε, τίποτε δεν μπορεί να κατορθώσει η ψυχή. Επίσης, οδηγεί στην ένωση με τον ποθούμενο Θεό και την απόλαυσή Του, και την ολοκληρωτική κλίση της βουλήσεως προς Αυτόν το να πείσομε τη βούληση να επιθυμεί αυτά όσο το δυνατόν πιο πολύ, είναι το μεγαλύτερο μέρος του κατορθώματος. Και τα δάκρυα πάλι έχουν μεγάλη δύναμη. Γιατί εξιλεώνουν τον Κύριο για τα σφάλματά μας και μας καθαρίζουν από τις κηλίδες που αποκτήσαμε από την αισθητή ηδονή και δίνουν φτερά προς τον ουρανό στην επιθυμία μας. Και αυτά έτσι είναι. Το κατόρθωμα λοιπόν είναι η θεωρία των νοητών και ο τέλειος πόθος τους. Για να το πετύχομε αυτό, χρειάζεται η δουλαγώγηση τού σώματος, μέρη της οποίας είναι η νηστεία, η σωφροσύνη και άλλα, που γίνονται όλα γι' αυτό το σκοπό. Και για να πετύχομε αυτά, και μαζί μ' αυτά, χρειάζεται η προσευχή, και το καθένα από αυτά μοιράζεται σε πολλά μέρη· γιατί όπως αυτά χρειάζονται για άλλα, έτσι και γι' αυτά χρειάζονται άλλα.
Κανείς να μη νομίζει ότι η φιλοδοξία και η φιλαργυρία αφορούν στο σώμα. Μόνον η φιληδονία αφορά στο σώμα, η οποία βρήκε κατάλληλο φάρμακο την κακοπάθεια του σώματος. Οι άλλες δύο κακίες που είπαμε, είναι γεννήματα της άγνοιας. Γιατί η ψυχή υιοθετεί τα νόθα από έλλειψη εμπειρίας των πραγματικά καλών και από άγνοια των νοητών. Με τον πλούτο νομίζει ότι παρηγορεί τη φτώχεια· συγχρόνως όμως ο πλούτος επιδιώκεται για φιληδονία και για φιλοδοξία, και καθ’ εαυτόν, σαν να ήταν κάποιο καλό. Αυτό συμβαίνει από άγνοια των πραγματικά καλών. Η φιλοδοξία δεν οφείλεται στην ανάγκη του σώματος —γιατί δεν εξυπηρετεί διόλου το σώμα— αλλά στην απειρία και την άγνοια του Πρώτου Καλού και της αληθινής δόξας· αιτία αυτής και γενικά ρίζα όλων των κακών, είναι η άγνοια. Γιατί δεν γίνεται, εκείνος που εννόησε σωστά τη φύση των πραγμάτων, από που προήλθε το καθένα και που καταλήγει, κατόπιν να περιφρονήσει το σκοπό του και να στραφεί στα γήινα˙ γιατί η ψυχή δεν επιθυμεί εκείνο που φαινομενικά είναι καλό. Και αν τυραννείται από τη συνήθεια, μπορεί κάλλιστα να νικήσει και τη συνήθεια. Αλλά όταν ακόμη υπήρχε η συνήθεια, ξεγελιόταν από την άγνοια. Επομένως πρέπει να φροντίσει για το πρώτο-πρώτο αγαθό, και να αποκτήσει ορθή ιδέα περί των όντων, και ακολούθως να δώσει φτερά στη βούληση για να πετάξει προς το Πρώτο Αγαθό, να καταφρονήσει όλα τα παρόντα και να πληροφορηθεί για τη μεγάλη ματαιότητα τους. Γιατί, τι μας βοηθούν στο σκοπό μας;
Και για να συνοψίσω, ένα μόνο είναι το έργο της λογικής ψυχής μέσα στο σώμα, να επιθυμεί τον τελικό της σκοπό. Και. επειδή η ενέργεια της βουλήσεως, χωρίς νόηση, είναι ακίνητη, γι' αυτό προσλαμβάνομε τη νοερή ενέργεια. Η νόηση είναι είτε για χάρη της βουλήσεως, είτε και για τον εαυτό της και για τη βούληση· πράγμα που φαίνεται πιο σωστό. Γιατί η μακαριότητα, της οποίας όχι μόνον πρόξενος, αλλά και τύπος είναι η εδώ ζωή του αγωνιστή, έχει και τις δύο ενέργειες, και τη νόηση και τη βούληση, δηλαδή αγάπη και πνευματική ηδονή. Είτε λοιπόν και οι δύο ενέργειες, είτε η μία είναι η κυριότερη, ας φιλοσοφήσουν όσοι θέλουν. Προς το παρόν δεχόμαστε και τις δύο ενέργειες. Και τη μία την ονομάζομε θεωρία, ενώ την άλλη, πράξη. Και είναι αδύνατο να συναντάται η μία χωρίς την άλλη, όταν μιλάμε για τις υψηλότατες αυτές ενέργειες. Σ’ εκείνες που είναι χαμηλότερες και έρχονται ύστερα από αυτές, είναι ενδεχόμενο να συμβαίνει αυτό. Όσα εμποδίζουν τις ενέργειες αυτές ή οδηγούν στα αντίθετα, τα ονομάζομε κακίες. Όσα βοηθούν ή μας απαλλάσσουν από τα εμπόδια, τα ονομάζομε αρετές. Τις ενέργειες των αρετών τις ονομάζομε κατορθώματα. Τις ενέργειες των κακιών τις ονομάζομε παραπτώματα και αμαρτήματα. Χαρακτηριστικό κάθε ενέργειας, είτε προς το χειρότερο, είτε προς το καλύτερο, είναι ο τελικός σκοπός προς τον οποίον αποβλέπει όποιος ενεργεί, και ο οποίος είναι ενέργεια σύνθετη από νόηση και βούληση.
__________________________
108. Ψαλμ. 33, 15.
109. Ματθ. 16, 24.
110. Λουκ. 15, 5.
111. Γεν. 3, 6. 112. Β' Βασ. 22, 12.
108. Ψαλμ. 33, 15.
109. Ματθ. 16, 24.
110. Λουκ. 15, 5.
111. Γεν. 3, 6. 112. Β' Βασ. 22, 12.
Πηγή: aktines.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου