Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ποιός μου βεβαιώνει εμένα ότι ο Χριστός αναστήθηκε;

 Αγίου Νικολάου Αρχ/που Αχρίδος.
 
Μου το βεβαιώνει η συνείδησή μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.

Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.

Δεύτερον, ο νους μού λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.

Τρίτον, η βούληση μού λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασηστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.

Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες, που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάστασή Του Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού· μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φώς του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας, και ότι άκουσε τη φωνή Του, και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν την μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Και αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, ως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.

Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή, και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδησή τους, δονεί την ψυχή τους, και ευφραίνει την καρδιά τους.

Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και τους αντιπάλους του Χριστού. Μονο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων, και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων, και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.

Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές, που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στη ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού.

Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.

Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.

Αληθώς Ανέστη ο Χριστός.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. Εν πλω, 2008 σ. 70-72)

Πηγή:
alopsis.gr

Αιρετικοί θεολόγοι.

http://oodegr.co/oode/pateres1/nik_ahridos/eikones/ag_nikolaos_ahridos.jpg
 
Αγίου Νικολάου Αρχ/που Αχρίδος.
 
"Εκεί που ο Χριστός είναι περισσότερο απών, εκεί περισσεύει το χυδαίο και το βάρβαρο…"
 
Στην εποχή μας πάλι, όλες οι αιρετικές εκκλησίες οικοδόμησαν αμυντικά τείχη γύρω από το Ευαγγέλιο χρησιμοποιώντας τις επιστημονικές θεωρίες και υιοθετώντας πολλές από αυτές ως κάτι αυθεντικό. Μολονότι οι μεγαλύτεροι επιστήμονες του καιρού μας σταμάτησαν να θεωρούν και τη θετική ακόμα γνώση –για να μη μιλήσουμε για τις θεωρίες- ως κάτι το αυθεντικό.

Όπως οι στρατιώτες του Πιλάτου ενέδυσαν με φτηνή πορφύρα τον Κύριο Ιησού και ο Ηρώδης με λευκό ένδυμα, έτσι και οι θεολόγοι των αιρετικών περιέβαλαν τον Σωτήρα με το φτηνό ένδυμα της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας και της ψευδοεπιστήμης για να τον ενδύσουν δήθεν και να τον στολίσουν πιο όμορφα! Μα και στις δύο περιπτώσεις ο Χριστός είναι το ίδιο ονειδιζόμενος και ταπεινούμενος.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη στον κόσμο η οποία διατήρησε την πίστη στο Ευαγγέλιο σαν τη μόνη απόλυτη αλήθεια που δεν χρειάζεται υπεράσπιση μήτε και υποστήριξη από καμία φιλοσοφία ή κοσμική επιστήμη. Γι’ αυτό, όταν αναγινώσκουμε το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως· Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ως Μία Εκκλησία εννοούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι αιρετικοί θεολόγοι ονόμασαν περιφρονητικά την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «απολιθωμένη εκκλησία» (Harnack: das Wesen des Christenthums). Για ποιο λόγο; Επειδή, όπως λένε, τούτη η Εκκλησία «δεν πορεύεται κατά την εποχή της» ή «δεν προσαρμόζεται στους καιρούς»! Όμως, αυτή ακριβώς είναι η δόξα της Ορθοδοξίας, στο ότι αυτή δεν συμπορεύεται με την κάθε εποχή μήτε και προσαρμόζεται σε αυτήν ακολουθώντας την εντολή του Αποστόλου Παύλου: και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω (Ρμ. 12, 2).

Πώς μπορεί το αιώνιο να συμπορεύεται με το χρόνο; Πώς το απόλυτο να προσαρμοστεί με αυτό που παρέρχεται; Πώς η Βασιλεία των Ουρανών να συμφιλιωθεί με το βασίλειο του κόσμου και το ακριβό να φιλιώσει με το φτηνό; Εάν ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται (Α’ Ιω. 5, 19) πώς μπορούμε να περιορίσουμε το αιώνιο αγαθό και να το υποστηρίζουμε με τη βοήθεια του κακού, να ενισχύουμε το ουράνιο φως με τις καπνογόνες φλόγες που βγάζει το κάρβουνο και το πετρέλαιο;

Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι θεολόγοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι οποίοι βαδίζουν στα ίχνη των αιρετικών θεολόγων, θεωρώντας ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι αρκετά ισχυρό να συντηρηθεί και να αμυνθεί από μόνο του μέσα στην κοσμική θύελλα. Αυτοί τονώνονται από αιρετικές θεωρίες και αιρετικές μεθόδους. Είναι, με όλη τους την ψυχή, στο πλευρό των αιρετικών, εξωτερικά όμως παραμένουν συνδεδεμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο μόνον, όσο για να συντηρούνται. Είναι οι δήθεν γνήσιοι Βαλκάνιοι για τους οποίους, όλα όσα βρίσκονται πέρα από το φράχτη φαίνονται καλύτερα και σοφότερα από τα ενδότερα –ακόμα και η συμβιβαστική, ανάμεικτη θεολογία (η παγανοχριστολογία).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ως σύνολο απορρίπτει τέτοιους θεολόγους και δεν τους αναγνωρίζει ως δικούς της. Τους ανέχεται όμως για δύο λόγους: πρώτον, επειδή περιμένει να μετανοήσουν και ν’ αλλάξουν και δεύτερον, μην τυχόν αποβάλλοντάς τους κάμει το κακό χειρότερο δηλαδή τους ωθήσει στην αβυσσαλέα αγκάλη των αιρετικών. Έτσι, θα προκαλούσε την αριθμητική αύξηση των αιρετικών αλλά και θα οδηγούσε σε απώλεια τις ψυχές των άλλων. Τέτοιοι θεολόγοι, δεν είναι φορείς του ορθοδόξου φρονήματος και της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας αλλά πάσχοντα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος (Α’ Κορ. 12, 26). Φορείς του ορθοδόξου φρονήματος και της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας είναι ο λαός, ο μοναχισμός και οι ενοριακοί ιερείς.

Είπε ο ένδοξος Κύριός μας: δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω (Ιω. 5, 41). Η θέση των αιρετικών είναι ακριβώς αντίθετη με τη θέση του Σωτήρος του κόσμου. Αυτοί επιζητούν τη δόξα των ανθρώπων. Αυτοί φοβούνται τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και γαντζώνονται στους αποκαλούμενους «ενδόξους ανθρώπους» μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, για να στηρίξουν το Ευαγγέλιο και να γίνουν πιο ευάρεστοι στους ανθρώπους του κόσμου τούτου. Και απολογούνται γι’ αυτό λέγοντας: το κάνουμε για να τους κερδίσουμε! Ω! Πόσο έχουν εξαπατηθεί! Όσο περισσότερο κολακεύουν τον κόσμο –για να τραβήξουν δήθεν τον κόσμο στην εκκλησία- τόσο αυτός ο κολακευόμενος κόσμος φεύγει ακόμη πιο μακριά από αυτήν. Όσο περισσότερο καμώνονται τους «φωτισμένους», τους «αποπνευματοποιημένους» και τους «σύγχρονους», τόσο ο κόσμος τους περιφρονεί περισσότερο. Είναι στ’ αλήθεια αδύνατον να ευαρεστήσει κάποιος και Θεό και ανθρώπους. Εξάλλου κάθε έμπειρος Χριστιανός γνωρίζει ότι είναι σε κάποιο μέτρο εφικτό το να ευαρεστήσει κανείς το Θεό εν αληθεία και δικαιοσύνη ενώ τον κόσμο δεν είναι δυνατόν διόλου να τον ευαρεστήσει, ούτε με την αλήθεια ή το ψεύδος ούτε και με το δίκαιο ή την αδικία. Επειδή, ο Θεός είναι αιώνιος και αμετάβλητος ενώ ο κόσμος παροδικός και μεταβαλλόμενος.

Είπε ακόμα στους Εβραίους ο ένδοξος Κύριός μας: Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά μόνου του Θεού ου ζητείτε; (Ιω. 5, 44). Λόγος που αρμόζει απόλυτα στους αιρετικούς θεολόγους και εξηγεί με πληρότητα τη στάση τους ως ικανοποιητική κρίση του Θεού γι’ αυτούς. Αν επιζητούσαν τη δόξα που προέρχεται από Θεού τότε θα πίστευαν και στο Ευαγγέλιο του Θεού και δεν θα στρεφόταν μήτε δεξιά μήτε και αριστερά. Μα εκείνοι επιθυμούν τη δόξα και τον έπαινο των ανθρώπων και γι’ αυτό πασχίζουν, τη μαρτυρία του Θεού να την τεκμηριώσουν και υποστηρίξουν με μαρτυρίες ανθρώπινες. Τούτο είναι και εφάμαρτο και λανθασμένο. Θα ήταν τέτοιο ακόμη και τότε, όταν αυτοί δεν θα επιζητούσαν τη δόξα των ανθρώπων προσωπικά για τον εαυτό τους αλλά για την εκκλησία τους. Επειδή αποτελεί ύβρη για τον Ύψιστο, το να τεκμηριώνουμε τη μαρτυρία Του με ανθρώπινες μαρτυρίες, να αποδεικνύουν δηλαδή οι άνθρωποι εκείνο που ο Θεός λέει!

Ποιες είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας αιρετικής προσέγγισης του κόσμου; Καταστροφικές! Αλήθεια, καταστροφικές για το Ευαγγέλιο, καταστροφικές για τον κόσμο ολόκληρο, ατομικά και κοινωνικά, στους λαούς που είναι αιρετικοί. Καταστροφικές για την πίστη, τον πολιτισμό, την οικονομία, την πολιτική, το γάμο, για όλα και σε όλα. Γιατί η σχέση μας με το Χριστό, καθορίζει με μαθηματική ακρίβεια όλες τις άλλες σχέσεις μας με όλους και με όλα.

Ενώ ο Χριστός λέει: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν (Ιω. 15, 5), ο αιρετικός κόσμος με χίλιους τρόπους εκφράζει την ακόλουθη σκέψη: χωρίς το Χριστό μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Όλος ο σύγχρονος πολιτισμός είναι στραμμένος εναντίον του Χριστού. Όλες οι μοντέρνες επιστήμες συναγωνίζονται ποια θα καταφέρει το ισχυρότερο χτύπημα στη διδαχή του Χριστού. Είναι η επανάσταση των χυδαίων υπηρετριών εναντίον της κυρίας τους· είναι επανάσταση της κοσμικής επιστήμης εναντίον της ουράνιας επιστήμης του Χριστού. Όμως, όλη αυτή η επανάσταση καταλήγει στις μέρες μας σε αυτό που είναι γραμμένο, με τόση μάλιστα σαφήνεια: φάσκοντες είναι σοφοί, εμωράνθησαν (Ρμ. 1, 22).

Στ’ αλήθεια δεν ξέρει κανείς πού βρίσκεται η μεγαλύτερη παραφροσύνη του σύγχρονου κόσμου που έχει εκπέσει από το Χριστό: στην προσωπική ζωή του καθενός ή στο γάμο; στο σχολείο ή στην πολιτική; στις οικονομικές δομές ή στις νομικές διατάξεις; στον πόλεμο ή στην ειρήνη; Παντού βλέπει κανείς αυτό που ονομάζουμε χυδαίο και βάρβαρο. Εκεί που ο Χριστός είναι περισσότερο απών, εκεί περισσεύει το χυδαίο και το βάρβαρο. Το ψεύδος και η βία θριαμβεύουν.

Ας αισχύνονται οι αιρετικοί θεολόγοι και οι προϊστάμενοι των αιρετικών εκκλησιών που με τη βοήθεια του Χριστού αναδείχθηκαν κυρίαρχοι και ηγεμόνες όλων των λαών της γης. Έχουν κάθε λόγο να αισχύνονται. Γιατί σαν άλλοι ανόητοι Γαλάτες, ενώ άρχισαν με το πνεύμα τελειώνουν στη σάρκα – ώ ανόητοι Γαλάται… ούτως ανόητοί εστε; εναρξάμενοι πνεύματι νυν σαρκί επιτελείσθε; (Γαλ, 3. 1, 3). Αυτοί είναι οι κύριοι ένοχοι για το ότι οι λαοί τους ξέφυγαν από τον ορθό δρόμο και άρχισαν να χωλαίνουν και από τα δύο πόδια, προσκυνώντας πότε το Θεό στην Ιερουσαλήμ και πότε τους χρυσούς μόσχους στη Σαμάρεια.

Όπως κάποτε οι άπιστοι Εβραίοι καταπατούσαν τις εντολές του Θεού τη μία μετά την άλλη και πορευόταν κατά τις επιθυμίες του κόσμου και των καρδιών τους, το ίδιο έπραξαν τώρα και τούτοι με τη διδαχή του Χριστού, του κυρίαρχου όλων των διδαχών. Υπονόμευσαν και κατήργησαν το ένα δόγμα μετά το άλλο, εξαφάνισαν όλες τις ευαγγελικές εντολές, απέρριψαν τις αποστολικές και πατερικές διατάξεις, εξευτέλισαν όλους τους λόγους των Αγίων και τα ασκητικά παραδείγματα τα κατέστησαν μύθους.

Το ισχυρότερο πλήγμα που κατέφεραν στο Ευαγγέλιο οι αιρετικοί θεολόγοι είναι το ότι αμφισβήτησαν τη θεότητα του Μεσσία του κόσμου, κάποιοι μονάχα αμφιβάλλοντας ενώ κάποιοι άλλοι απορρίπτοντάς την ολοκληρωτικά. Ακολούθησε ολόκληρη σειρά άρνησης των πνευματικών αληθειών όπως η ύπαρξη των Αγγέλων και των Δαιμόνων, του Παραδείσου και της Κολάσεως, της αιωνίου δόξης των Αγίων και των Δικαίων, της νηστείας, της δυνάμεως του Σταυρού και της αξίας της προσευχής κ.ο.κ.

Με μια λέξη, οι αιρετικοί θεολόγοι ασχολήθηκαν με τις προσαρμογές και εξομοιώσεις ακόμα από το σχίσμα της Δύσης από την Ανατολή, μα πιο εντατικά τα τελευταία 150 έτη. Προσάρμοσαν τον ουρανό στη γη, το Χριστό στους άλλους «ιδρυτές θρησκειών» και το Χαρμόσυνο Άγγελμα στις άλλες θρησκείες· την ισραηλιτική, την μωαμεθανική και την παγανιστική. Όλα δήθεν στο όνομα της «ανεκτικότητας» και «προς όφελος της ειρήνης» μεταξύ ανθρώπων και λαών. Όμως, ακριβώς εδώ βρίσκεται η αρχή και η σύλληψη πολέμων και επαναστάσεων πρωτάκουστων στην ιστορία του κόσμου. Γιατί η αλήθεια με τίποτε δεν ανέχεται να ενωθεί με την ημιαλήθεια και το ψεύδος.

Η θεοσοφική άποψη ότι η αλήθεια βρίσκεται διασκορπισμένη σε όλες τις θρησκείες, φιλοσοφίες και μυστήρια, υπερίσχυε και στους αιρετικούς θεολόγους του δυτικού κόσμου. Έτσι, λένε, θα πρέπει και στο Χριστιανισμό να υπάρχει κάποια δόση αλήθειας όπως και στο Ισλάμ και στον Ινδουϊσμό ή στον Βραχμανισμό, στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, στη Ζεντ-Αβέστα, στις Τάντρες και Μάντρες του Θιβέτ. Αν ήταν έτσι, τότε η κιβωτός της ανθρωπότητας θα έπλεε δίχως ελπίδα μέσα στο σκοτεινό ωκεανό της ζωής, χωρίς πυξίδα και καπετάνιο.
 
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επισκόπου Αχρίδος 1956 "ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ")

Πηγή:
alopsis.gr

Η ακηδία.

Jean Claude Larchet

Η ακηδία είναι παραπλήσια της λύπης (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum), σε τέτοιο βαθμό που η ασκητική παράδοση της Δύσης της οποίας εμπνευστής είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, ενώνει τα δύο πάθη σ’ ένα μόνο (Moralium liber). Η ασκητική παράδοση της Ανατολής, ωστόσο, τα διακρίνει. Η λατινική γλώσσα δανείζεται τον όρο acedia από την ελληνική, ενώ ο γαλλικός όρος «acedie», που προέρχεται από τον λατινικό, δυσκολεύεται πραγματικά ν’ αποδώσει νόημα ταυτόχρονα απλό και πλήρες· οι λέξεις «οκνηρία» ή «ανία», με τις «οποίες συχνά αποδίδεται, εκφράζουν μόνο κατά ένα μέρος τη σύνθετη πραγματικότητα, που ο όρος υποδηλώνει [Σ.τ.μ.: Δεν υπάρχει, αντίθετα, πρόβλημα στην ελληνική γλώσσα, όπου οι λέξεις αδιαφορία, παραμέληση, ολιγωρία αποδίδουν επαρκώς το νόημα του όρου «ακηδία»]. Βέβαια, η ακηδία αντιστοιχεί σε κάποια κατάσταση οκνηρίας (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes) και ανίας, όπως επίσης στην κατάσταση της αηδίας, ανορεξίας, της αποστροφής, της ατονίας και εξίσου της αθυμίας, της αποθάρρυνσης (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα), της χαύνωσης, της αναισθησίας, της νωχέλειας, της νάρκωσης, της υπνηλίας (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes), της νωθρότητας· όλα αυτά αφορούν τόσο στο σώμα (ΑΡΣΕΝΙΟΣ, Επιστολή, ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) όσο και στην ψυχή (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Τέλος η ακηδία είναι δυνατόν να ωθήσει τον άνθρωπο στον ύπνο (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes), δίχως να είναι πραγματικά κουρασμένος (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Συναντάμε στην ακηδία αόριστη και γενικευμένη έλλειψη ικανοποίησης. Αφότου ο άνθρωπος βρεθεί κάτω από την επιρροή του συγκεκριμένου πάθους δεν έχει διάθεση για οτιδήποτε, βρίσκει καθετί ανούσιο και άχαρο, δεν αναμένει πλέον κάτι (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός).

Τότε η ακηδία προκαλεί στον άνθρωπο αστάθεια, τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα του (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum, Conlationes). Οι δυνάμεις του καθίστανται ευμετάβολες· ο νους του αδύνατος να συγκεντρωθεί σε κάτι, πετάει από το ένα θέμα στο άλλο. Κυρίως όταν είναι μόνος, υποφέρει να παραμένει στο χώρο που βρίσκεται: το πάθος τον σπρώχνει σε έξοδο απ’ αυτό τον χώρο (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes), σε μετακίνηση ή μετοίκηση και τελικά σε μετάβαση σε ένα ή διάφορα άλλα μέρη. Μερικές φορές ξεκινάει την περιπλάνηση ή την αλητεία (Η περιπλάνηση είναι δυνατόν ν’ αφορά τόσο στη φαντασία όσο και στην πραγματικότητα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum, Conlationes). Γενικά επιζητεί με κάθε τρόπο τις επαφές με τον άλλο (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum)· αυτές δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητες, αλλά με την παρότρυνση του πάθους του, αισθάνεται την ανάγκη και με τη βοήθεια «καλών» προφάσεων, τις δικαιολογεί (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum). Έτσι ξεκίνα και διατηρεί σχέσεις, συχνά χωρίς αξία και τιποτένιες, που τις τρέφει με μάταιες συζητήσεις (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes), στις οποίες γενικά εκδηλώνει ανωφελή περιέργεια (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes).

Είναι δυνατόν (να συμβεί) η ακηδία να εμπνεύσει στον υποχείριό της έντονη και μόνιμη αποστροφή για τον τόπο κατοικίας του (ΕΥΑΓΡΙΟΣ Λόγος πρακτικός, Αντιρρητικός, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum), να του δώσει κίνητρα, ώστε να είναι δυσαρεστημένος, να τον κάνει να πιστέψει ότι αλλού θα ήταν καλύτερα (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ De institutis coenobiorum, ΑΡΣΕΝΙΟΣ, Επιστολή). «Άγει δε αυτόν και εις επιθυμίαν τόπων ετέρων εν οις ραδίως τα προς την χρείαν έστιν ευρείν» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ Λόγος πρακτικός, Αντιρρητικός). Είναι επίσης δυνατόν η ακηδία να τον οδηγήσει σε σύγχυση στις δραστηριότητες ή τις πράξεις του, ιδιαίτερα στην εργασία για την οποία του δημιουργεί το αίσθημα της μη ικανοποίησης (ΕΥΑΓΡΙΟΣ Λόγος πρακτικός, Αντιρρητικός), και τότε τον οδηγεί στην αναζήτηση άλλων εργασιών κάνοντάς τον να πιστεύει ότι και πιο ενδιαφέρουσες θα είναι και περισσότερο ευτυχισμένο θα τον κάνουν…

Ανησυχία και άγχος συνοδεύουν όλες τις καταστάσεις, που συνδέονται με την ακηδία και πέρα από την αηδία και την έλλειψη όρεξης/διάθεσης, συνιστούν θεμελιώδη χαρακτήρα του πάθους (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum, Conlationes).

Ο δαίμονας της ακηδίας επιτίθεται ειδικότερα σ’ όσους αφιερώνονται στην πνευματική ζωή: θέλει να τους εκτρέψει από τις επιταγές του Αγίου Πνεύματος, να εμποδίσει με κάθε τρόπο τις δραστηριότητες που η ζωή αυτή περιλαμβάνει· επί πλέον επιδιώκει να τους αποσπάσει από την τήρηση και τη σταθερότητα των κανόνων της άσκησης που απαιτεί η πνευματική ζωή (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα), να τους διαλύσει τη σιωπή και την ακινησία που την ευνοούν (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum). Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος παρουσιάζει την ακηδία ως «πάρεσιν ψυχής και νοός έκλυσιν, ολιγωρίαν ασκήσεως» (Κλίμαξ). Κάνει τον πνευματικό άνθρωπο νωθρό και αδρανή, χωρίς κουράγιο για τα διακονήματα που πρέπει να εκτελέσει στο χώρο άσκησης, τον εμποδίζει να διαβιώνει εκεί και να επιμελείται αυτών (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum). Κάτω από την επιρροή του πάθους, ο νους του γίνεται αργός, άπραγος και αδύναμος για κάθε πνευματική δραστηριότητα (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum)· επιπλέον καθίσταται αδιάφορος για κάθε έργο του Θεού (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος), σταματά να επιθυμεί τα μέλλοντα αγαθά (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός) και φθάνει μέχρι και την υποτίμηση των πνευματικών αγαθών (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός). Όλοι οι Πατέρες βλέπουν στην ακηδία ένα από τα πρώτα εμπόδια της προσευχής (ΑΡΣΕΝΙΟΣ, Επιστολή, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος την ορίζει, -μεταξύ άλλων-, ως «ατονίαν ψαλμωδίας, εν προσευχή ασθενούσαν» (Κλίμαξ). Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος σημειώνει: «Τοις προκόψασιν εν ευχή ή και επιμελουμένοις ευχής, ο της ακηδίας μάλιστα δαίμων ως επί το πλείστον πολεμείν είωθεν» (Κεφάλαια διάφορα). Πολλοί παρατηρούν ότι ιδιαίτερα την ώρα της προσευχής, ο δαίμονας της ακηδίας γεννά αναισθησία και νάρκωση στην ψυχή και στο σώμα και οδηγεί τον άνθρωπο στον ύπνο: «Ψαλμωδίας μη παρούσης, ακηδία ου φαίνεται· και κανόνος τελεσθέντος οφθαλμοί διηνοίχθησαν», επισημαίνει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Επιπλέον διαπιστώνει, ότι κατά το χρόνο του κανόνα «και της ευχής καταλαβούσης, πάλιν το σώμα βεβάρηται· εν προσευχή σταθέντας, πάλιν τω ύπνω εβάπτισε και χάσμαις ακαίροις του στόματος τον στίχον διήρπασε», επομένως επιβεβαιώνει πώς κινείται πρακτικά ο δαίμονας της ακηδίας, σ’ όσους έχει κυριεύσει.

Είναι αλήθεια ότι η ακηδία προσβάλλει κατά προτίμηση, όσους πασχίζουν να ενταχθούν και ν’ ακολουθήσουν περιοδικό [Σ.τ.μ.: Επαναλαμβανόμενο σταθερά μέσα στο χρόνο (νυχθήμερο, εβδομάδα κ.λπ.)] πνευματικό πρόγραμμα· αυτοί μειώνουν για το συγκεκριμένο λόγο τις εξωτερικές δραστηριότητες και μετακινήσεις τους στις απολύτως αναγκαίες και αναζητούν την ησυχία και την ερημία στο μέγιστο βαθμό. Είναι ακόμη αλήθεια ότι όσο περισσότερο τακτικός γίνεται ο άνθρωπος στην πνευματική ζωή καί απομονώνεται για ν’ αφιερωθεί στην ησυχία με σκοπό την προσευχή, που τον ενώνει με το Θεό, τόσο περισσότερο προσβάλλεται από το πάθος αυτό, το φοβερό και τρομερό για τους ερημίτες. Ωστόσο, η ακηδία δεν αφήνει σε ησυχία και εκείνους, που ζουν εκτός πνευματικού προγράμματος ή κάθε αντίστοιχης δραστηριότητος. Όπως παρατηρεί ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, το πάθος τους προσβάλλει με διαφορετικές μορφές: «Οι εν τοις σωματικοίς έργοις διάγοντες έξωθεν τούτων εισί παντελώς. Άλλη ακηδία έρχεται αυτοίς» (ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Η ακηδία τώρα παίρνει τη μορφή ενός αισθήματος έλλειψης ικανοποίησης, σκοτεινού και συγκεχυμένου· επιπλέον παίρνει το σχήμα αηδίας, ανίας, ατονίας έναντι του ίδιου του εαυτού τους, της ύπαρξής τους (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ: “Το πνεύμα της ακηδίας υποβαθμίζει την πρόσκαιρη αυτή ζωή”, Λόγος ασκητικός), του περιβάλλοντός τους, του τόπου διαμονής, της εργασίας τους ή ακόμη οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητος (Αββάς ΠΟΙΜΗΝ: “Η ακηδία στήκει επί πάση αρχή” (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή). Εμφανίζουν λοιπόν αναιτιολόγητη ανησυχία, γενικευμένο άγχος και αγωνία είτε έκτακτη [Σ.τ.μ.: Εκδηλώνεται με μορφή επεισοδίων] είτε συνεχή. Γενικά έχουν, αντίστοιχα, καταληφθεί από αναισθησία, νάρκωση ψυχική και φυσική, διαρκή και συνεχή κόπωση χωρίς συγκεκριμένη αιτία και περιοδική ή μόνιμη υπνηλία τόσο της ψυχής όσο και του σώματος. Συχνά, παράλληλα, και για ν’ αντισταθμίσει κατά κάποιο τρόπο τις παραπάνω δυσάρεστες καταστάσεις, η ακηδία τους ωθεί σε πολλές περιττές δραστηριότητες και μετακινήσεις και σε άχρηστες και ανωφελείς σχέσεις και συναναστροφές· επιπλέον τους προτρέπει σ’ ο,τιδήποτε φαίνεται δυνατόν ώστε να δραπετεύσουν από την αγωνία και την ανία, ν’ αποδιώξουν τη μοναξιά και να υπεραναπληρώσουν το ανικανοποίητο που αισθάνονται. Ενώ τότε θέλουν και πιστεύουν συχνά ότι έτσι ικανοποιούνται και βρίσκονται σε καλή κατάσταση, στην πραγματικότητα οδηγούνται στην αποστροφή του εαυτού τους και του πνευματικού καθήκοντός τους, των αληθινών, φύσης και προορισμού τους, και συνεπώς κάθε πλήρους ικανοποίησης.

Σε όσους ζουν ασκητική ζωή, οι προσβολές του δαίμονα και οι εκδηλώσεις του πάθους, φθάνουν στη μέγιστη έντασή τους περί τη μεσημβρία. Ιδιαίτερα περί την έκτη ώρα (Δηλαδή τη μεσημβρία. Ο άγιος Ιωάννης Σιναΐτης τις τοποθετεί την ίδια ώρα, Κλίμαξ), γράφει ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός, [ο συγκεκριμένος εχθρός και αντίπαλος] ενοχλεί και ταράζει [τους ερημίτες], διεγείροντας σε συγκεκριμένους χρόνους, όπως ο πυρετός, που επανέρχεται περιοδικά, τη νοσούσα ψυχή τους, με τους καύσωνες, που ανάβει εκεί. Κάποιοι ασκητές δηλώνουν ότι αυτός είναι ο «δαίμων της μεσημβρίας», για τον οποίο κάνει λόγο ο 90ός ψαλμός (De institutis coenobiorum). Μεταξύ των ασκητών πρέπει να συμπεριλάβουμε τον Ευάγριο, που επιβεβαιώνει: «Ο της ακηδίας δαίμων, ος και μεσημβρινός καλείται […] εφίσταται μεν τω μοναχώ περί ώραν τετάρτην (δέκα το πρωί), κυκλοί δε την ψυχήν αυτού μέχρι ώρας όγδοης (δύο μετά το μεσημέρι)» (Λόγος πρακτικός, Στο τριακοστό έκτο κεφάλαιο ο Ευάγριος χρησιμοποιεί αποκλειστικά την συγκεκριμένη έκφραση “δαίμων της μεσημβρίας” για να δηλώσει την ακηδία).

Ό,τι διαφοροποιεί ουσιαστικά την ακηδία από τη λύπη, είναι ότι τίποτα σαφές και συγκεκριμένο δεν κινητοποιεί την πρώτη και ότι ο νους ταράσσεται χωρίς λόγο, όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός (De institutis coenobiorum). Η απουσία κινήτρου για την ακηδία δε συνεπάγεται και την απουσία γενεσιουργού αιτίας. Η δαιμονική αιτιολογία κυριαρχεί (βλέπε και: ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Κεφάλαια μεταφρασθέντα, NIL SORSKY, Regle), όπως δείχνουν και οι παραπάνω παρατηρήσεις. Ωστόσο για να μπορέσει να δράσει προϋποθέτει ευνοϊκό έδαφος. Το γεγονός ότι προσκολλούνται στην ηδονή και ότι βρίσκεται κάτω από την επιρροή της λύπης συνιστά μορφή ακηδίας, τη σημασία της οποίας υπογραμμίζει ο Άγιος Θαλάσσιος (Αγάπης εκατοντάς). «Ακηδία εστίν ολιγωρία ψυχής. Ολιγωρεί δε ψυχή φιληδονίαν νοσούσαν», αναφέρει ακόμη. Ο Άγιος Μακάριος από την πλευρά του, ενοχοποιεί την έλλειψη πίστης (ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Κεφάλαια μεταφρασθέντα). Και ο Άγιος Ισαάκ παρατηρεί ότι στον πνευματικό, «η ακηδία εκ του μετεωρισμού της διανοίας [πρόεισι]» (Λόγος).

Η προηγηθείσα των ταραχών που χαρακτηρίζουν την ακηδία, μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι οι Πατέρες τη θεωρούν ως νόσο της ψυχής (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum)· η θεώρηση αυτή επιβεβαιώνεται από τα πολλά παθολογικά αποτελέσματά της.

Το κυριότερο από αυτά είναι η γενικευμένη συσκότιση της ψυχής: η ακηδία σκοτίζει το νου (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα) και τον τυφλώνει, ενώ καλύπτει με ζόφο την ψυχή καθολοκληρία (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, De institutis coenobiorum, ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Τότε η ψυχή αδυνατεί να κατανοήσει τις ουσιαστικές αλήθειες. Η τραυματισμένη ψυχή είναι αληθινά νωθρή ως προς τη θεωρία των αρετών και την πλήρη θέαση των πνευματικών νοημάτων, διαπιστώνει ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός (De institutis coenobiorum). Η πιο σοβαρή συνέπεια του πάθους αυτού είναι ότι ο άνθρωπος αποστρέφεται και διατηρείται απομακρυσμένος από τη γνώση του Θεού (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ).

Οι Πατέρες διαπιστώνουν επιπλέον ότι η ακηδία, που συνιστά παράλυση της ψυχής (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), και έκλυση του νου (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), γεννά το κενό στην ψυχή (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα), οδηγεί τον άνθρωπο σε γενικευμένη παραμέληση και ολιγωρία (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα), τόν κάνει νωθρό (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα). Ενωμένη με τη λύπη, την αυξάνει (NIL SORSKY, Regle) και είναι δυνατόν τότε εύκολα να οδηγήσει στην απελπισία (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα). Μπορεί ακόμη να παραχθούν από αυτή, οι βλάσφημοι λογισμοί (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα, NIL SORSKY, Regle, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος) και οι άφρονες σκέψεις εναντίον του Δημιουργού (ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κεφάλαια διάφορα). Άλλες πασιφανείς συνέπειες είναι η συντριβή της κατάνυξης και η πρόκληση οξυθυμίας (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conlationes, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, από αυτή «επάγεται το πνεύμα της εκστάσεως, εξ ου πηγάζουσιν οι μύριοι πειρασμοί» (Λόγος).

Η ακηδία διαφέρει από τα υπόλοιπα κύρια πάθη, καθώς δε γεννά κανένα συγκεκριμένο πάθος αφού όλα σχεδόν τα πάθη παράγονται από αυτή. Ο Ευάγριος επιβεβαιώνει ότι: «Τούτω τω δαίμονι άλλος μεν ευθύς δαίμων ουχ έπεται» (Λόγος πρακτικός), ενώ σ’ άλλο σημείο εξηγεί: «Τον δε της ακηδίας λογισμόν […] ουδείς διαδέχεται διαλογισμός, πρώτον μεν ότι και χρονίζει, έπειτα δε και σχεδόν πάντας τους λογισμούς έχει εν εαυτώ» (Εξηγητικά-Ψαλμός 139). Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, πάλι, λέγει ότι «η ακηδία πασών των της ψυχής δυνάμεων επιδραττομένη, πάντα σχεδόν ομοθυμαδόν κινεί τα πάθη· διό και πάντων των άλλων παθών εστι βαρύτατον» (Αγάπης εκατοντάς). Γενικότερα ο Άγιος Βαρσανούφιος διδάσκει ότι «[Το πνεύμα της ακηδίας] γεννά παν κακόν […]» (Επιστολή). Επομένως σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «ακηδία τω μοναχώ περιεκτικός θάνατος [εστί] (Κλίμαξ)», ενώ ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα: «ακηδία θάνατος ψυχής και νοός εστί» (Κεφάλαια διάφορα). Και προσθέτει: «[Τον δαίμονα] ει παρεχώρησε ο Θεός καθ’ ημών ενεργήσαι, κατά την δύναμιν αυτού, ουδείς αν εσώθη των αγωνιζομένων ποτέ» (Κεφάλαια διάφορα).

Μπροστά στην έκσταση αυτών των συνεπειών, οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι η ακηδία είναι το βαρύτερο και πιο ανυπόφορο απ’ όλα τα πάθη (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς), «εν και τούτο και πάντων βαρύτατο των οκτώ της κακίας υπάρχει» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), το χειρότερο απ’ όλα τα πάθη (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή). Ο Άγιος Ισαάκ Σύρος ονομάζει ότι είναι «γεύσις της γεέννης» της ψυχής (Λόγος).

Η παθολογία της ακηδίας δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί, όπως οι αντίστοιχες των παθών που έχουν μελετηθεί ως τώρα: διαφέρει, γιατί δεν οφείλεται στη διαστροφή της χρήσης κάποιας συγκεκριμένης δύναμης (της ψυχής). Ο Άγιος Μάξιμος παρατηρεί ότι στην ακηδία εμπλέκονται όλες οι δυνάμεις. «Πάντα τα άλλα πάθη ή του θυμικού μέρους της ψυχής ή του επιθυμητικού μόνον εφάπτεται ή και του λογιστικού […]· η ακηδία, πασών των της ψυχής δυνάμεων επιδραττομένη, πάντα σχεδόν ομοθυμαδόν κινεί τα πάθη» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Εξηγητικά-Ψαλμός, Λόγος πρακτικός). Από την άλλη πλευρά η ακηδία δε συνεπάγεται την παρά φύση χρήση των δυνάμεων της ψυχής, καθώς δεν έχει στη φύση καμιά θετική θεμελίωση: ο Ευάγριος σημειώνει ότι είναι κατά φύση να μην την έχει καθόλου (Πνεύματα πονηρίας). Κατά κάποιο τρόπο συμβαίνει αφενός μεν νάρκωση και αδρανοποίηση, αφετέρου δε διάχυση, όλων των δυνάμεων, οι οποίες συμβάλλουν στην πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο Άγιος Θαλάσσιος εκφράζει ορθά τη συγκεκριμένη προοπτική στο δυαλισμό της όταν την ορίζει ως «ολιγωρίαν ψυχής». Θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να θεωρηθεί η ακηδία ως η απουσία του πνευματικού «ζήλου», που χορηγείται από το Άγιο Πνεύμα τόσο στον πρώτο άνθρωπο, όσο και στον εν Χριστώ ανακαινισθέντα, ώστε να επιτελέσουν με ζέση το πνευματικό τους έργο.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)

(*) Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
 
Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Ο βίος του πατρός Σεραφείμ Ρόουζ.

http://diakonima.wpengine.netdna-cdn.com/wp-content/uploads/2014/01/73505.b.jpg
 
Το πρόσωπο είναι καθρέπτης της ψυχής, εδώ ο τότε Ευγένιος μακρυά από τον Κύριο ενασχολούμενος με τις ινδικές θρησκείες, τον Νίτσε και άλλες θεωρίες, προσπαθώντας να δώσει τροφή στην πεινασμένη ψυχή του.
 
Ο ιερομόναχος πατήρ σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος, γεννήθηκε σε μια τυπική μεσαία αμερικάνικη οικογένεια στο σαν Ντιέγκο της Αμερικής, το 1934. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, άρχισε να ψάχνει την «αλήθεια», όπως έλεγε ο ίδιος και καθώς δεν την έβρισκε στην κοινωνία στην οποία ζούσε, άρχισε να επαναστατεί. Ο ίδιος είχε προ πολλού απορρίψει τον χριστιανισμό της Αμερικής, έτσι όπως τον βίωναν οι άνθρωποι γύρω του, θεωρώντας τον κοσμικό, αδύναμο και ψεύτικο. Πίστευε ότι αυτός ο Χριστιανισμός είχε βάλει τον Θεό σ’ ένα καλούπι. Στράφηκε λοιπόν στα άθεα έργα του Νίτσε που επηρέασαν βαθύτατα την ψυχή του.

Όπως ήταν φυσικό όταν η ψυχή πελαγοδρομεί μέσα στην αθεΐα, έπεσε σε πλήρη απόγνωση και σε μια κατάσταση που ο ίδιος περιγράφει αργότερα ως «ζωντανή κόλαση». Ένιωθε ότι δεν μπορούσε με τίποτα να ενταχθεί στον σύγχρονο κόσμο που ζούσε, ότι κανείς δεν τον καταλάβαινε, ούτε καν η οικογένεια του. Ένιωθε ότι γεννήθηκε σε λάθος μέρος, σε λάθος χρόνο. Του άρεσε να περπατά κάτω από τα’ αστέρια, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον συναρπάσει, αφού σε τίποτα δεν πίστευε. Τον πόνο που του άφηνε το κενό πάλευε να τον πνίξει μέσα στο ποτό. Πονούσε και μεθούσε. Ο πόνος του προερχόταν από την αίσθηση ότι ο θεός τον κυνηγούσε ασταμάτητα, γι’ αυτό μεθούσε και Του φώναζε, πολλές φορές με θυμό, να τον αφήσει ήσυχο. Κάποτε μεθυσμένος στάθηκε πάνω στην κορυφή ενός βουνού, σήκωσε τη γροθιά του στον ουρανό, καταράστηκε τον Θεό και Τον προκάλεσε να τον στείλει στην κόλαση. Πίστευε ότι από την κατάσταση της αδιαφορίας που βρισκόταν ήταν προτιμότερη η κόλαση, αφού τότε θα ήταν σίγουρος ότι ο Θεός υπήρχε και δεν θα βασανιζόταν από τις ατέλειωτες αμφιβολίες του. Έστω και για τη στιγμή που τα χέρια του Θεού θα τον τοποθετούσαν στην κόλαση, ένιωθε ότι ακόμα και γι’ αυτή τη στιγμή μπορούσε να κολαστεί.
 
http://diakonima.wpengine.netdna-cdn.com/wp-content/uploads/2014/01/73501.b-620x442.jpg
 
Ο μικρός Ευγένιος σε οικογενειακή φωτογραφία.
 
Αργότερα, στις δεκαετίες του 50 και 60, ο Ευγένιος άρχισε να μελετά τον Βουδισμό και έγινε οπαδός του. Παράλληλα έμαθε την κινέζικη γλώσσα άπταιστα με σκοπό να μελετήσει αρχαία ανατολικά κείμενα στην πρωτότυπη γλώσσα τους, ελπίζοντας ότι θα βρει την αλήθεια μέσα σε αυτά. Ωστόσο δεν τη βρήκε ούτε στον βουδισμό, αλλά ανακάλυψε ότι ο βουδισμός τον βύθισε σε μεγαλύτερο κενό.

Συνέχισε ν’ αναζητά την αλήθεια που πάντα του διέφευγε. Αναζητώντας τη βρέθηκε ανάμεσα στις αρχαίες θρησκείες και παραδόσεις και σε άλλους δρόμους αδιέξοδους. Κάποτε επισκέφθηκε μια ορθόδοξη εκκλησία. Γράφει αργότερα γι’ αυτή την εμπειρία: «Όταν επισκέφθηκα μια ορθόδοξη εκκλησία για πρώτη φορά, μου συνέβη κάτι που σε κανένα βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό δεν είχα νοιώσει. Κάτι μέσα στην καρδιά μου μου είπε ότι γύρισα σπίτι. Η έρευνα μου για την αλήθεια είχε τελειώσει. Με αυτή την αποκάλυψη της ορθοδοξίας και με την συναναστροφή μου με ορθοδόξους, μια καινούργια σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό μου: ότι η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένη και αξίζει ν’ αγαπιέται με όλη μας την καρδιά και με όλο μας το είναι. Έτσι, γνώρισα τον Χριστό».

Πριν ανακαλύψει ο Ευγένιος την αλήθεια υπέφερε από την ατέλειωτη έλλειψή της. Τώρα που την βρήκε υπέφερε για χάρη της. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του ζώντας γι’ αυτή την Αλήθεια και μάλιστα σκοτώνοντας τον εαυτό του για να την παραδώσει σε άλλους. Μαζί μ’ ένα νεαρό Ρώσο που ονομαζόταν Γκλέμπ συγκρότησαν μια αδελφότητα που την ονόμασαν «ο Άγιος γερμανός της Αλάσκα». Ζούσαν πλέον μαζί αφιερωμένοι στην ιεραποστολή της Ορθόδοξης αλήθειας. Για πνευματικό τους διάλεξαν τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, που με την βοήθεια, τις προσευχές και τις ευλογίες του, συγκρότησαν την ιεραποστολική αδελφότητα. Ο άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς είχε ήδη προφητέψει από το 1967 περίπου, λίγο πριν την κοίμησή του, ότι σε λίγα χρόνια στην Καλιφόρνια θα γινόταν ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι. 

 http://diakonima.wpengine.netdna-cdn.com/wp-content/uploads/2014/01/73514.b-620x428.jpg

 Ο π. Σεραφείμ στην Μοναχική του κουρά.

Ο Ευγένιος λοιπόν και ο Γκλέμπ άνοιξαν ένα βιβλιοπωλείο στα πλαίσια της ιεραποστολής τους, ενώ νυχθημερόν μετέφραζαν θρησκευτικά κείμενα Πατέρων και άλλα, που ποτέ δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα και παράλληλα τα τύπωναν μ’ ένα χειροκίνητο παλιό τυπογραφικό μηχάνημα, το οποίο αγόρασαν, για να έχουν έτσι την δυνατότητα να διαδώσουν την Ορθοδοξία στην περιοχή τους και ακόμα παραπέρα. Επειδή όμως γρήγορα ο κόσμος και η πόλη τους κούρασε, και επειδή οι ψυχές τους λαχταρούσαν να ανέβουν ακόμα υψηλότερα, όσο γίνεται πιο κοντά στο Θεό, εγκαταλείπουν την πόλη και μεταφέρουν το τυπογραφείο τους σ’ ένα ερημικό μέρος της βόρειας Καλιφόρνιας, στο οποίο δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τη φύση που έφτιαξε ο Θεός. Εκεί, χωρίς νερό τρεχούμενο, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, άρχισαν να ζουν σαν ασκητές παλαιών χρόνων, με μόνιμους συντρόφους τις αρκούδες, τις νυχτερίδες, τα φίδια και τα άλλα ερπετά της ερημιάς εκείνης. Και έφτασε η ώρα για τους δυο φίλους να ενωθούν για πάντα με το θεό και ν’ αφιερωθούν εξ’ ολοκλήρου σ’ Εκείνον, όπως ήταν άλλωστε και ο πόθος της καρδιάς τους.

Ήταν το 1970, όταν οι δυο φίλοι έγιναν μοναχοί και ο Ευγένιος έλαβε το όνομα Σεραφείμ, από τον γνωστό άγιο της Ρωσίας άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και ο Γκλέμπ έλαβε το όνομα Γερμανός, από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκα. Οι δυο μοναχοί, μέσα στην έρημο μακριά από τον θόρυβο του κόσμου, έγιναν μια ψυχή, θυσιάζοντας τον εαυτό τους και μεταφράζοντας συνεχώς ορθόδοξα κείμενα, Πατέρες, κηρύγματα, διδαχές για να υπάρχουν όσο το δυνατόν διαθέσιμα αγγλικά κείμενα για να μοιράζουν στον κόσμο και να κερδίζουν ψυχές. Έτσι λοιπόν, εκπληρώνεται η προφητεία του Αγίου Ιωάννου του Μαξίμοβιτς, αφού ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι ιδρύεται από εδώ και μπρος στην Καλιφόρνια. Κάτω από το φως των κεριών, στο μικρό κελί του ο πατήρ Σεραφείμ έγραφε πολλά βιβλία για την πνευματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και μετέφραζε πατερικά κείμενα για την πνευματική ζωή στην αγγλική γλώσσα. 

http://diakonima.wpengine.netdna-cdn.com/wp-content/uploads/2014/01/73531.b.jpg 

 Ο Ιερομόναχος Σεραφείμ με πρόσωπο που εκπέμπει αγιότητα.

Αυτά τα χρόνια, στις κομμουνιστικές χώρες, τα γραπτά του για τον πόνο και την ψυχή μετά τον θάνατο είχαν ανυπολόγιστη επίδραση σε εκατομμύρια ψυχές. Τα γραπτά του κρυφά μεταφέρθηκαν και μοιράστηκαν από ανθρώπους με πίστη στην κομμουνιστική Ρωσία και αλλού, με κίνδυνο της ζωής τους, αφού όποιον συνελάμβαναν να μοιράζει ορθόδοξα έντυπα, βιβλία ή φυλλάδια μπορούσαν άνετα και να τον εκτελέσουν. Το μήνυμα του π. Σεραφείμ για τον πόνο και τους διωγμούς χάρη της πίστης μας στο Χριστό, συγκίνησε βαθύτατα τον λαό που σταυρωνόταν από το αθεϊστικό καθεστώς. Μέχρι και σήμερα στη Ρωσία τα έργα του π. Σεραφείμ είναι πασίγνωστα και απολαμβάνουν μεγάλη εκτίμηση.

Το 1982 ο π. Σεραφείμ μιλά σ’ ένα πανεπιστήμιο για τα σημεία των καιρών. Ένας φοιτητής που τον παρακολουθεί καθηλωμένος από τα λόγια του και που ο ίδιος θα γίνει αργότερα μοναχός στο μοναστήρι του π. Σεραφείμ, γράφει: «Αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ στον π. Σεραφείμ ήταν το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος που θυσίαζε ολόκληρο τον εαυτό του για τον Θεό. Δεν ήταν ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που αποζητούσε χρήματα, ούτε ένας θρησκευτικός ηγέτης που επιζητούσε δύναμη και δόξα. Ήταν ένας απλός μοναχός που ποθούσε απάνω απ’ όλα την αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτός θα μπορούσε και να πεθάνει για την αλήθεια, για την οποία ήδη φαινόταν ότι είχε αρχίσει να πεθαίνει».

Εν τω μεταξύ ο π. Σεραφείμ γίνεται ιερέας και ένα πολύ σπουδαίο έργο που χαρακτηρίζει τη ζωή του είναι οι αναρίθμητες βαπτίσεις που κάνει. Ένας σύγχρονος απόστολος, που εκπλήρωσε το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Με τις μεταφράσεις του και τις εκδόσεις του μαθήτευσε το έθνος των Αμερικανών στην ορθοδοξία. Και με τις βαπτίσεις του έσωσε χιλιάδες ψυχές που οδηγήθηκαν στην αλήθεια χάρη σ’ αυτόν. Ότι είναι ο π. Κοσμάς Γρηγοριάτης για την Αφρική, είναι ο π. Σεραφείμ για την Αμερική. Το όνομά του, το έργο του, η δράση του εξαπλώθηκε όμως και πέρα από την Αμερική. Ακόμη και στη χώρα μας έχουν τα τελευταία χρόνια μεταφραστεί λίγα από τα έργα του. Αρκούσαν λίγα χρόνια επίγειας ζωής για ν’ αναδείξουν στον ουρανό ένα μεγάλο άγιο που ο χρόνος και ο Θεός θα δικαιώσουν. Και μιλάμε για λίγα χρόνια επίγειας ζωής γιατί, ενώ ο π. Σεραφείμ έγραφες, μετέφραζε και βάπτιζε, τελείως ξαφνικά αρρώστησε βαριά, έως θανάτου.
 
http://diakonima.wpengine.netdna-cdn.com/wp-content/uploads/2014/01/73499.b.jpg 
 
Ήταν καλοκαίρι του 1982 και μαζί με την ανυπόφορη ζέστη, είχε να αντιμετωπίσει και φρικτούς πόνους. Τα υπέμεινε όμως όλα, χωρίς να γογγύζει καθόλου. Παρ’ όλο που πονούσε τόσο πολύ, δεχόταν τους προσκυνητές που έφταναν στον μοναστήρι, στο κελί του, για να τους δώσει συμβουλές, για να τους απαλύνει τον πόνο τους, για να προσφέρει μέχρι τελευταία στιγμή τον εαυτό του για την αγάπη του αδελφού, για την αγάπη του Θεού του. Έπ’ ουδενί δεν ήθελε ν’ αφήσει το μοναστηράκι του και το ασκητικό κελί του για να παρηγορηθεί έστω λίγο μέσα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Όταν όμως έπεσε λιπόθυμος μέσα σε φρικτούς πόνους, οι πατέρες τον πήγαν στο νοσοκομείο, ενώ εκείνος ψιθύριζε συνεχώς «δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός». Οι γιατροί στο νοσοκομείο απλώς διαπίστωσαν ότι η αρρώστια του ήταν σπάνια και ανίατη και είχε ήδη προκαλέσει γάγγραινα στο παχύ έντερο. Μάλιστα οι γιατροί εξέφρασαν την απορία τους πως δεν ούρλιαζε από τους πόνους και πώς άντεχε χωρίς νάρκωση. Τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο, χωρίς όμως να έχουν και πολλές ελπίδες. Πραγματικά στην εγχείρηση διαπίστωσαν ότι είχαν πειραχτεί και άλλα ζωτικά όργανα, με αποτέλεσμα παρόλο που του αφαίρεσαν ένα κομμάτι του παχέως εντέρου, να μη δίνουν περισσότερο από 2% πιθανότητες ν’ αναρρώσει.

Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και κόσμος άρχισε να συρρέει ελπίζοντας όλοι σ’ ένα θαύμα. Ένιωθαν ότι έχαναν τον πατέρα του, το στήριγμά τους, την ελπίδα τους. Από εκείνον έμαθαν για το Χριστό, από τα χέρια του βαπτίστηκαν και από τα χέρια του λάμβαναν τακτικά το σωτήριο φάρμακο της Θείας Ευχαριστίας. Δεν το χωρούσε ο νους τους ότι θα τον έχαναν. Καθημερινά βέβαια ήταν κοντά του οι πατέρες από το μοναστήρι του και ειδικά ο π. Γερμανός που μαζί ήταν μια ψυχή σε δυο σώματα. Καθώς το τέλος πλησίαζε, ο π. Γερμανός γι’ άλλη μια φορά, όπως τακτικά έκανε, τον εξομολόγησε και πάλι, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν τέλεσε το ευχέλαιο. Όταν του έτεινε το Ευαγγέλιο για να προσκυνήσει και ενώ ο π. Σεραφείμ βρισκόταν πλέον σε κωματώδη κατάσταση- ω του θαύματος!- ανασηκώθηκε και αφού προσκύνησε το Ευαγγέλιο το οποίο με τόσο ζήλο και πίστη υπηρέτησε και διέδωσε, εξουθενωμένος, έπεσε πάλι στην ίδια κωματώδη κατάσταση. Όταν ήρθε το τέλος, ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Πάντα έλεγε ότι πρέπει να υποφέρουμε πόνους και μαρτύρια γιατί ο πόνος καθαρίζει την ψυχή και την φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Το τέλος του ήταν ένα μαρτύριο. Όπως κι ο Χριστός μας υπέφερε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας, έτσι και ο π. Σεραφείμ για την Αγάπη Του και την Αλήθεια Του, υπέφερε έως τέλους τους πόνους της αρρώστιας του που τον έφερε στην αγκαλιά του Νυμφίου του Χριστού για ν’ απολαύσει πλέον στην άλλη ζωή, στα ουράνια σκηνώματα του Παραδείσου, όσα ονειρεύτηκε από παιδί η αγνή ψυχή του.
 
http://www.imdleo.gr/diaf/files/photos/03_icons/teleytaia/p_Ser_ROSE.jpg 

 Ο κεκοιμημένος και όχι νεκρός π. Σεραφείμ. Για τον Κύριο όλοι όσοι πληρώνουν το κοινό χρέος εν Χριστώ, είναι ζωντανοί. Εδώ ώρες πολλές μετά την κοίμηση του, είναι σαν να κοιμάται με ένα ελαφρύ μειδίαμα.
 
Αν και ήταν Αύγουστος και η θερμοκρασία ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και παρόλο που το σκήνωμά του για τρεις ημέρες εκτέθηκε σε προσκύνημα, ωστόσο όχι μόνο δεν μύρισε, αλλά ευωδίαζε. Στο πρόσωπό του το τόσο ταλαιπωρημένο και χαραγμένο πριν από τους πόνους, απλώθηκε ένα μειδίαμα, αμέσως μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Ουράνιου Νυμφίου του.

Είδε πλέον με τα μάτια του, με την ίδια του την ψυχή, την Αλήθεια, για την οποία τόσο πάλεψε, τόσο αναζήτησε και τόσο θυσιάστηκε.

Ας έχουμε όλοι την ευχή του.
 
Πηγή: agiotokos-kappadokia.gr

Αθυμία, ακηδία, βιοτικές μέριμνες.


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJLDXsBBP8qzseXm4Y3fi-Gni3b_EBzN5gpE33x-JA9dOc_Hu-sti-IDXxBDth0ShWSp6xh-oRngt4r1yAxlA-8eaNQdG9OICo1nmvmKDM_LDpPdDwuVDWymcg0yKwO443B-IXI3Fa3vo/s1600/%CE%91%CE%B3.+%CE%98%CE%B5%CE%BF%CF%86%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82+3.1.jpg
 
Ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος σε φωτογραφία της εποχής.

Αθυμία και μελαγχολία. Τα αίτιά τους.

Ο Θεός, με την πανάγαθη και πάνσοφη βουλή Του, τα οικονομεί όλα για το συμφέρον μας. Όσο για την αθυμία που σας κυριεύει καμιά φορά, αυτή οφείλεται στη σωματική σας αδυναμία. Η αδυναμία, όταν διαρκεί για πολύ, δημιουργεί στη ψυχή μια αίσθηση εγκαταλείψεως απ’ όλους, αίσθηση που γεννάει στη καρδιά φόβο και μελαγχολία.

Αλλά μην ξεχνάτε ποτέ πως ο Θεός είναι κοντά σας. Όλοι είμαστε παιδιά Του. Αποπαίδια δεν έχει. Και κανέναν δεν αφήνει. Όλα για το καλό μας τα παραχωρεί, ακόμα και τις πιο μεγάλες συμφορές. Νομίζω πως το έχετε αντιληφθεί, γι’ αυτό παραδώσατε ήδη με εμπιστοσύνη τον εαυτό σας και τη ζωή σας στα χέρια Του. Όποιος ελπίζει στο Θεό, αξιώνεται να λάβει το έλεός Του.

Να επικαλείστε τη μεσιτεία της Κυρίας Θεοτόκου. Και όταν μελαγχολείτε, να ψάλλετε τα δυό τούτα τροπάρια της:

«Μακαρίζομέν σε πάσαι αι γενεαί, Θεοτόκε Παρθένε· εν σοι γαρ ο αχώρητος Χριστός ο Θεός ημών χωρηθήναι ηυδόκησε. Μακάριοι εσμεν και ημείς προστασίαν σε έχοντες· ημέρας γαρ και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών και τα σκήπτρα της βασιλείας ταις σαις ικεσίαις κρατύνονταν διό ανυμνούντες βοώμέν σοι· Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου».

«Σε το απόρθητον τείχος, το της σωτηρίας οχύρωμα, Θεοτόκε Παρθένε, ικετεύομεν τας των εναντίων βουλάς διασκέδασον του λαού σου την λύπην εις χαράν μετάβαλε· υπέρ ειρήνης του κόσμου πρέ­σβευε· ότι συ ει, Θεοτόκε, η ελπίς ημών».

Πως να νικάμε την ακηδία.

Σας κυριεύει η ακηδία. Τι να κάνετε; Να επινοήσετε τρόπους αναθερμάνσεως του ζήλου και της φιλοπονίας σας. Ποιος δεν έχει βασανιστεί απ’ αυτή την ψυχική ατονία; Τσακιζόμαστε για να τη νικήσουμε. Αλλά βλέπουμε ότι ματαιοπονούμε. Έτσι δεν μας απομένει τίποτ’ άλλο από το να την υπομείνουμε καρτερικά, περιμένοντας την επέμβαση του Κυρίου. Όταν Εκείνος ευδοκήσει,, θα μας δώσει νέα ζωή, θα μας παρηγορήσει και θα μας δυναμώσει. Δοκιμάστε, πάντως, και τούτον τον τρόπο: Καταπιαστείτε με μια δουλειά που απαιτεί κόπο και θυσία. Ίσως έτσι να κινητοποιηθεί η ψυχή σας. Διαφορετικά, δεν έχετε παρά να κάνετε υπομονή, όπως σας είπα. Αυτό το αίσθημα της ακηδίας και της ατονίας είναι παροδικό. Καμιά φορά προέρχεται από σωματική κόπωση ή αδυναμία. Άλλοτε πάλι οφείλεται σε κάποια κατάσταση αναμονής. 
 
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiSTWwunhY95uXeWPdyhiXZNZd7WxrBue9DQGVVUSd5yPLwKIEnI20F9WilqqZVZ1VrKpC426XZERnh5KXdOkLI_J_Y_YDOIPu97oAM_qSGzP76s24DZSj0dmg6MWFchHOJ-Z2pNYqNPbRc/s1600/Feofan.jpg
 
Η Κυρία Θεοτόκος ας μεσιτεύει στον Υιό της για την ενίσχυσή μας… Αλήθεια, πώς οι παλαιοί ασκητές, που ζούσαν κλεισμένοι σ’ ένα κελί, που κανέναν δεν έβλεπαν, που τίποτα δεν άκουγαν, που καμιά παρηγοριά δεν είχαν, ήταν πάντοτε «τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. 12:11); Με τη χάρη του Κυρίου. Και πώς κατόρθωναν να ελκύουν τη χάρη; Με την αδιάλειπτη προσευχή. Να το πιο αποτελεσματικό όπλο εναντίον της ακηδίας. Εμείς όχι μόνο αδιάλειπτα δεν προσευχόμαστε, μα ούτε καν συχνά. Και η προσευχή μας, όποτε γίνεται, είναι απρόσεκτη, ψυχρή, τυπική. Πώς να κρατήσουμε, λοιπόν, τη θεία χάρη;

Πώς να διατηρούμε την καρδιακή θερμότητα.

Η καρδιακή θερμότητα, που αισθάνεστε, είναι μια καλή κατάσταση, γι’ αυτό πρέπει να τη συντηρείτε και να την ενισχύετε. Όταν βλέπετε πως φεύγει, να την επαναφέρετε με τον τρόπο που ήδη γνωρίζετε: Συγκεντρώνοντας την προσοχή στην καρδιά με αδιάλειπτη επίκληση του Κυρίου. Για να μην απομακρύνεται η προσοχή από την καρδιά, πρέπει ν’ αποφεύγετε τους περισπασμούς και ν’ αποδιώχνετε όλους τους λογισμούς, όλες τις φαντασιώσεις, όλα τα αισθήματα που σας επισκέπτονται, δημιουργώντας μέσα σας εντυπώσεις άσχετες με την προσευχητική σας κατάσταση και φυγαδεύοντας την καρδιακή σας θέρμη. Καμιά εικόνα ας μη σχηματίζεται στην καρδιά. Και καμιά φροντίδα ας μην τραβάει την προσοχή. Νους και καρδιά ας είναι αδιάσπαστα στραμμένα στο Θεό. Και το σώμα, με διαρκή άσκηση βίας, υποταγμένο στην ψυχή. Έτσι θα διατηρήσετε την καρδιακή θέρμη. Επειδή, πάντως, κι αυτή είναι δώρο του θείου ελέους, το κυριότερο που έχετε να κάνετε είναι να ικετεύετε τον Κύριο για τη διατήρηση της.

Καλά και κακά έργα. Η στάση μας απέναντι τους.

Αν μας έσωζαν τα καλά μας έργα, τότε θα ήμασταν σαν τους μαθητές του σχολείου, που βαθμολογούνται ανάλογα με την απόδοσή τους. Η σωτηρία, όμως, δεν είναι ανταμοιβή έργων. Ο Θεός μας σώζει δωρεάν, με τη χάρη Του. Γιατί, λοιπόν, να σημειώνουμε και να θυμόμαστε τα έργα μας; Κάναμε ή έχουμε κάτι καλό; Ας είναι κανόνας της ζωής μας να το λησμονούμε.

Θυμάται κανένας μας ότι αναπνέει; Όχι, βέβαια. Γιατί, στα πλαίσια της βιολογικής ζωής, είναι κάτι τόσο φυσικό, ώστε έχει γίνει αυτονόητο. Το ίδιο φυσικό και αυτονόητο, στα πλαίσια της πνευματικής ζωής, είναι -πρέπει να είναι- κάθε καλό έργο, ό,τι δηλαδή συμφωνεί με το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να το θυμόμαστε. Ας το αφήνουμε να περνάει απαρατήρητο. Απεναντίας, ένα έργο κακό, ασύμφωνο δηλαδή με το θέλημα του Θεού, οφείλουμε να το παρατηρούμε, για να ευαισθητοποιούμε και να ισχυροποιούμε τη συνείδησή μας, για να μετανοούμε και να διορθωνόμαστε το συντομότερο.

Βέβαια, για θανάσιμα αμαρτήματα δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Αυτά δεν έχουν θέση στη ζωή των συνειδητών χριστιανών, εκείνων που με ζήλο αγωνίζονται για τη σωτηρία τους. Συχνά είναι, πάντως, στη ζωή όλων μας τα συγγνωστά αμαρτήματα -κάποιος κακός λογισμός σχηματίζεται στο νου μας, κάποιος άπρεπος λόγος ξεφεύγει από το στόμα μας, κάποια ταραχή αναστατώνει την καρδιά μας… Για όλα αυτά η συνείδηση μας ελέγχει. Τι θα κάνουμε;

Μόλις αντιληφθούμε ότι νικηθήκαμε από ένα πάθος, την ίδια κιόλας στιγμή να μετανοούμε εσωτερικά ενώπιον του Κυρίου. Και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούμε, να κάνουμε έναν απολογισμό των πτώσεων της ημέρας και να ζητάμε συγχώρηση από τον Πλάστη μας. Τέλος, με την πρώτη ευκαιρία, να καταφεύγουμε στον πνευματικό και να παίρνουμε τη μυστηριακή άφεση.

Βιοτικά έργα και βιοτικές μέριμνες.

Οι κοσμικοί ασχολούνται με τα κοσμικά έργα. Οι αρνητές του κόσμου με τα ουράνια. Εσείς είστε μισοκοσμική. Πώς να βαδίσει κανείς κάπου ανάμεσα;… Ο φίλος του κόσμου είναι εχθρός του Θεού. Φαίνεται να μην υπάρχει μέση κατάσταση. Ωστόσο, χωρίς κοσμικά και βιοτικά έργα, χωρίς κοσμικές και βιοτικές ασχολίες, δεν μπορούμε να ζήσουμε. Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Απλούστατα, εξωτερικά μεν θα εκτελούμε κάθε αναγκαίο βιοτικό έργο, εσωτερικά όμως θα μένουμε μακριά του, δεν θ’ αφήνουμε δηλαδή την καρδιά μας να αιχμαλωτίζεται απ’ αυτό. 
 
http://www.diakonima.gr/wp-content/uploads/2010/01/cf83ceaccf81cf89cf83ceb700042-e12626769875901.jpg
 
Όλα τα βιοτικά έργα απαιτούν φροντίδες και μέριμνες. Αλλά μπορούμε σχεδόν πάντοτε να τα μεταποιήσουμε σε έργα αγάπης, υπομονής και υποταγής στη βουλή του Θεού. Άλλωστε, κατά την εκτέλεση ακόμα και των πιο πολυμέριμνων εργασιών, έχουμε τη δυνατότητα να διατηρούμε μέσα μας την προσευχή.

Ο πιο μεγάλος κίνδυνος από τις αδιάκοπες μέριμνες είναι η λήθη του Θεού και η υποβάθμιση της πνευματικής ζωής. Νομίζω πως έχετε σχετική εμπειρία. Και θα είναι πολύ θλιβερό να φτάσετε ως την τέλεια ψύχρανση του θείου ζήλου, όπως φοβάστε.

Αυτό, πάντως, δέν προκαλείται από τα ίδια τα βιοτικά έργα, αλλ’ από τη δική μας αμέλεια. Εμείς αφήνουμε τον εαυτό μας να «λασπωθεί» και με τις σκέψεις και με τα αισθήματα και με τα θελήματα και με τις κοσμικές φροντίδες.

Μπορείτε ν’ αποφύγετε το «λάσπωμα» τούτο της ψυχής; Ναι. Αρχίζοντάς τα όλα με την προσευχή, συνεχίζοντας με την ελπίδα και τελειώνοντας με την ευχαριστία. Έτσι κάθε έργο σας θα είναι τυλιγμένο με θεϊκό ένδυμα και δεν θα εκτοπίζει τον Κύριο από την ψυχή.

Όταν, πάλι, τελειώσετε μια δουλειά και πριν καταπιαστείτε με άλλη, διώξτε για λίγο από το νου και την καρδιά σας καθετί βιοτικό. Μείνετε μόνο με το Θεό. Δώστε σ’ Αυτόν την προσοχή σας, κάθε σκέψη και κάθε αίσθημά σας. Επαναλάβετε, αν θέλετε, κάποιους αγαπημένους σας στίχους από το Ψαλτήρι.

Όσο εργάζεστε, να προσεύχεστε νοερά. Και κάθε φορά που αντιλαμβάνεστε ότι η προσευχή μέσα σας διακόπηκε, να ξαναρχίζετε τον νοερό αγώνα χωρίς καθυστέρηση. Να μελετήσετε και βιβλία σχετικά με την προσευχή. Έτσι, σιγά-σιγά, θα φουντώσει ο πόθος σας και θα επιταχυνθεί η πορεία σας προς το Θεό. Αυτή ας είναι η κύρια φροντίδα της ζωής σας. Ικετεύετε τον Κύριο να μη σας στερήσει τις προσευχητικές παρηγοριές. Από τ’ ανθρώπινα έργα κανένα δεν πραγματοποιείται δίχως κόπο. Τά πνευματικά έργα απαιτούν κι αυτά κόπο πολύ αλλά και ασταμάτητο.

Η ζωή μας είναι γεμάτη φροντίδες. Αν θελήσουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ όλες, δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Άλλωστε, δεν μας επιβάλλει κάτι τέτοιο ο θείος νόμος. Ακόμα και οι ερημίτες καλλιεργούσαν μικρούς κήπους με λαχανικά και φρόντιζαν, φυσικά, γι’ αυτούς. Πρέπει, όμως, να εργαζόμαστε έτσι ώστε οι φροντίδες να μη μας καταβροχθίσουν. Να τις θεωρούμε όχι ως το κύριο έργο μας, που είναι η ψυχική σωτηρία, αλλά ως πάρεργο.
 
''Πώς μπορώ νά διατηρήσω τή νήψη μέσα στις φροντίδες'';

Με ό,τι κι αν ασχολείστε, κάντε το εγκάρδια, προσεκτικά, συστηματικά, χωρίς βιασύνη. Σας αναθέτουν κάποια εργασία; Δεχθείτε την όπως αν σας την είχε αναθέσει ο ίδιος ο Θεός και εκτελέστε την σαν έργο δικό Του. Έτσι η σκέψη σας θα είναι κοντά στο Θεό. Αγωνιστείτε γι’ αυτό, κι Εκείνος θα σας βοηθήσει.

Οι βιοτικές μέριμνες σας πνίγουν τόσο, ώστε δεν ευκαιρείτε ούτε να προσευχηθείτε. Του εχθρού κατόρθωμα είναι τούτο. Το σπίτι, τα ενδύματα, η τροφή και πολλά άλλα πράγματα είναι απαραίτητα για την καλή διαβίωση του ανθρώπου. Χρειάζεται, λοιπόν, να φροντίζουμε για την απόκτησή τους. Αυτό δεν είναι εφάμαρτο. Έτσι θέλησε ο Θεός να ρυθμίσει τη ζωή μας. Ο πανούργος διάβολος, όμως, καθώς πασχίζει ακατάπαυστα να μεταποιεί καθετί καλό σε κακό, διαστρέφει την εύλογη, μετρημένη και υγιή φροντίδα σε άλογη, συνεχή και αγχώδη μέριμνα, που σκοτίζει το νου και στενοχωρεί την καρδιά. Αυτή η κατάσταση καταντάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε ψυχική ασθένεια, στη θεραπεία της οποίας στοχεύουν οι νουθεσίες του Κυρίου για την εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια: «Μή μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ή τί πίωμεν ή τί περιβαλώμεθα;… οίδε γάρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων… μη ουν μεριμνήσατε εις την αύριον η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής» (Ματθ. 6: 31-34).

Αυτό δεν σημαίνει να μην κάνουμε τίποτε, αλλά, φροντίζοντας για ό,τι είναι αναγκαίο, να μη φορτωνόμαστε με περιττές μέριμνες, που συνεπάγονται κόπο σωματικό και ψυχικό. 
 
http://www.pravmir.ru/wp-content/uploads/2010/09/ib683.jpg
 
Το εφάμαρτο στοιχείο της πολυμεριμνίας είναι τούτο, ότι επιδιώκει εγωϊστικά την αυτάρκεια. Όλα θέλει να τα κάνει μόνη της, όλα θέλει να τα κατορθώσει χωρίς το Θεό. Στηρίζοντας κάθε ελπίδα στον εαυτό της, στις ικανότητές της και στα όποια υλικά μέσα διαθέτει, αγνοεί ή και περιφρονεί τη θεία πρόνοια. Ως κύριο σκοπό της ζωής έχει την απόκτηση εγκόσμιων αγαθών. Και την ίδια την επίγεια ζωή τη θεωρεί ως αυτοσκοπό. Για τη μελλοντική και αιώνια ζωή αδιαφορεί.

Βλέπετε, τι θεομάχο πνεύμα βρίσκεται μέσα στην πολυμεριμνία! Παλέψτε, λοιπόν, μ’ αυτό το κακό! Αντισταθείτε στον εχθρό, όπως αν σας παρακινούσε να διαπράξετε φόνο!

“Πώς ν’ αγωνιστώ;“, θα με ρωτήσετε. Αρχίστε και θα μάθετε… Αρχίστε πρώτα πρώτα από την προσευχή. Απαλλάξτε την από κάθε βιοτική μέριμνα. Το ίδιο να κάνετε στη συνέχεια και μ’ όλες τις άλλες πράξεις και ασχολίες σας. Ο τρόπος είναι απλός: Την ώρα της προσευχής, μόλις εμφανίζεται στο νου σας κάποιος λογισμός, να τον διώχνετε χωρίς καθυστέρηση. Κι αν πάλι έρχεται, πάλι να τον διώχνετε. Έτσι νά κάνετε συνέχεια και ακούραστα. Μην επιτρέπετε στις μέριμνες να σταθούν ούτε για μια στιγμή στο νου σας, όταν προσεύχεστε. Αυτός είναι ο αγώνας! Και θα δείτε καρπούς. Φτάνει να επιμείνετε.

Ποιά είναι τα μάταια έργα.

Θέλατε να ετοιμαστείτε για τη θεία Κοινωνία, αλλά δεν τα καταφέρατε ν’ αποφύγετε τους περισπασμούς.

Πολλοί είναι εκείνοι, λέτε, που έρχονται και ζητούν να τους εξυπηρετήσετε. Η εξυπηρέτηση των συνανθρώπων, πάντως, δεν είναι έργο μάταιο. Είναι έργο Θεού. Μόνο να το κάνετε πάντα για την αγάπη Εκείνου και του πλησίον, για τίποτ’ άλλο.

Τα βάρη της οικογένειας πέφτουν κι αυτά στους ώμους σας. Όμως, ούτε οι οικογενειακές υποθέσεις είναι μάταια έργα, φτάνει ν’ ασχολείστε μ’ αυτές ευσυνείδητα, δίχως να παραβαίνετε τον θείο νόμο.

Μάταια έργα είναι εκείνα που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των παθών, τα εφάμαρτα, καθώς επίσης τα άχρηστα και ανώφελα. Ξεχωριστέ, λοιπόν, στη ζωή σας τις μάταιες από τις μη μάταιες ενασχολήσεις. Οι δεύτερες πάντα μπορούν να γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κάτι περισσότερο: Μπορούν να γίνονται για τη δόξα του Θεού.

Απαλλαγή απ’ όλα τα γήινα. Είναι δυνατή;

Η απαλλαγή απ’ όλα τα πράγματα και όλες τις εξαρτήσεις του κόσμου τούτου, η απαλλαγή δηλαδή από καθετί γήινο, είναι πρακτικά αδύνατη σε τούτη τη ζωή, τουλάχιστο για τους περισσότερους ανθρώπους. Αποτελεί κατόρθωμα μόνο των μοναχών, και μάλιστα των ερημιτών. Όλοι, όμως, είναι δυνατόν, όπως φαίνεται από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, ν’ απαλλάξουν την καρδιά τους από την εμπαθή προσκόλληση στα γήινα. Εσείς, λοιπόν, έχετε πλούτο. Αν δεν στηρίζετε τις ελπίδες σας σ’ αυτόν, αν είστε έτοιμος να τον στερηθείτε αγόγγυστα όποτε θελήσει ο Κύριος, αν αδιάκοπα και πρόθυμα βοηθάτε όσους έχουν ανάγκη, βρίσκεστε στο σωστό δρόμο.

Προσαρμογή στις συνθήκες της ζωής.

Ως προς τη ροή των πραγμάτων στη ζωή μας, ας το πάρουμε απόφαση ότι δεν είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε. Ας έχουμε, λοιπόν, τη σοφία της προσαρμογής στις όποιες συνθήκες παραχωρεί ο Θεός. Μόνο έτσι θα είμαστε ειρηνικοί σε κάθε περίσταση.

Τώρα, λοιπόν, που αντιμετωπίζετε ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα, δεν έχετε παρά να κάνετε πρώτα-πρώτα υπομονή. Χωρίς υπομονή δεν μπορούμε να ζήσουμε. Δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο που να μην υπέμεινε κάτι. Να το θυμάστε πάντα και να το επαναλαμβάνετε μέσα σας: ''Και όσοι φαίνονται τρισευτυχισμένοι, ακόμα κι αυτοί υπομένουν, καμιά φορά μάλιστα βάρη δυσβάσταχτα. Γιατί, λοιπόν, να μην υπομένω κι εγώ'';

Παράλληλα ψάξτε να βρείτε κάποιες απασχολήσεις, που θα σας προξενούν ψυχική ανάπαυση και ικανοποίηση. ''Με τι ν’ ασχοληθώ''; θα με ρωτήσετε. Με ο,τιδήποτε, φτάνει να έχετε πάντα δουλειά. Και όταν δεν έχετε δουλειά, να διαβάζετε καλά βιβλία. Ν’ αγαπήσετε, επίσης, τη φύση. Σε κάθε εποχή, η φύση έχει τις ομορφιές της. Να τις βρίσκετε και να τις απολαμβάνετε. Σ’ αυτό κρύβεται ξεχωριστή σοφία. Θέλετε να είστε σοφή; Κάντε το! 
 
http://svtheofan.ru/images/stories/docs/2009/moshi-feofana.jpg
 
Θα μπορούσατε ακόμα να γίνετε ένας “καλός άγγελος” για όλο το χωριό: Όπου υπάρχει φτώχεια, αρρώστια, συμφορά, εκεί να τρέχετε πρόθυμα, βοηθώντας όσο και όπως μπορείτε τους συνανθρώπους σας. Αυτή η απασχόληση δίνει στην ψυχή μεγάλη παρηγοριά. Εκτός κι αν είστε μια σκληρή εγωίστρια. Αν, όμως, είστε τέτοια, τότε μην περιμένετε ποτέ ευτυχία, έστω κι αν αποκτήσετε όλο το χρυσάφι του κόσμου. Τόν εγωισμό, αυτόν τον κακοποιό, πρέπει να τον θανατώσουμε. Κι αν δεν τον θανατώσετε εσείς, μόνη σας, τότε θα το κάνει ο Κύριος, στέλνοντας το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Και θα το κάνει όχι από σκληρότητα, μα από αγάπη. Γιατί θέλει να μπείτε στη βασιλεία των ουρανών, όπου μόνο οι ταπεινοί χωράνε.

Αποφυγή του περισπασμού.

Ο καθένας μας πρέπει να ρυθμίσει έτσι τη ζωή του, ώστε να εργάζεται καθημερινά μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, χωρίς περισπασμούς και άγχος. Όταν καταγίνεστε σε μια δουλειά, μη βάζετε στο κεφάλι σας άλλες δέκα. Αφοσιωθείτε σ’ αυτήν, ώσπου να τελειώσετε. Και σαν τελειώσετε, σκεφθείτε τι πρέπει να κάνετε στη συνέχεια. Το σκεφθήκατε καλά; Αρχίστε να εργάζεστε ήρεμα, συγκεντρώνοντας πάλι την προσοχή σας στο συγκεκριμένο έργο ως την ολοκλήρωσή του.

Σηκωθήκατε το πρωί από το κρεβάτι και σταθήκατε στην ορθρινή προσευχή; Ας είναι ο νούς σας προσηλωμένος σ’ αυτήν. Μην τον αφήνετε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί. Μετά την προσευχή έχει σειρά το πρωινό ρόφημα. Ετοιμάστε το και, μόλις το πάρετε, ξεκινήστε για τη δουλειά σας. Έτσι να ενεργείτε πάντα.

Τον περισπασμό τον προκαλούν όχι οι πολλές ασχολίες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τις αντιμετωπίζουμε και τις μεθοδεύουμε -κάνουμε μια δουλειά και στο κεφάλι μας στριμώχνονται αναρίθμητες άλλες. Όλες εκείνες, λοιπόν, να τις διώχνετε και με τη μία ν’ ασχολούνται τόσο τα χέρια σας όσο και ο νους σας.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγλείστου «Χειραγωγία στην Πνευματική ζωή», εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου) 

Πηγή: alopsis.gr

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε άγιοι.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhu6YFPjchvV9bUyHk7xK84KZxgDGtVHd6PYKuLJ1wb7xbpRw7f97zb5FDlAdjjk0F6piMcZ1MtWBruWY39UYRivMAaZ_w3nc6a-krBHFgSGcH1ke3PMdnJ68jOQ064kVJuBiNbcvo-2ylx/s640/Elder-Joseph-the-Hesychast.jpg

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Το πρώτο, πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέση ο Θεός στην επίγνωσί Του, είναι να ερευνήση με ακρίβεια τον εαυτό του για να ιδή, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυσι της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος.

Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.

Θέλω να σχολιάσω το θέμα της μετανοίας, παίρνοντας αφορμή από μερικά πράγματα πού με προεκάλεσαν και από τον προσωπικό μου βίο, αλλά και γενικώτερα.

Βλέπω ότι μοναχοί στις ημέρες αυτές της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής, ευρίσκουν καιρό και ασχολούνται με θέματα επουσιώδη και λόγω της απειρίας τους όταν τους ερωτήσης γιατί ασχολούνται με αυτά, απαντούν. «Επειδή είχα καιρό και δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω». Αυτό είναι ένα είδος μικροψυχίας, να μην πω ολιγοπιστίας. Δεν έχεις τι να κάνης; Ίσως να ετελείωσες το διακόνημά σου και έχεις ένα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινε στο κελλί σου. Το κελλί είναι το εργαστήριο της μεταβολής του χαρακτήρας σου. Δεν πηγαίνεις ναγονατίσης εκεί μέσα; να κτυπήσης το μέτωπο σου κάτω, να κτυπήσης το στήθος, την «ενθήκη» των κακών, αλλά και την «ενθήκη» των καλών; Και να κτυπήσεις εκεί του Ιησού την πόρτα; Να ζήτησης, να αιτήσης, να επιμένης, ούτως ώστε να σου άνοίξη;

Έπειτα κάθεσαι και δεν μελετάς; Μα, οι μοναχοί είναι θεολόγοι. Επί Βυζαντίου, στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχαν όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι. Όλες οι γνώσεις των ανθρώπων. Μόνο η θεολογία απαγορευόταν. Η θεολογία ήταν στις ιερές Μονές. Δεν εθεωρείτο ανθρώπινη γνώσι. Στους μοναχούς ανήκει η θεολογία, διότι ερχόμενοι σε επαφή με τον Θεό προσωπικά, δέχονται τις ελλάμψεις και αποκαλύψεις και γίνονται θεολόγοι. Γιατί λοιπόν, να μην ανοίξωμε το Πανεπιστήμιο μας εδώ, ημέρα και νύκτα και να γίνωμε πραγματικοί θεολόγοι; Είδα και επιμένω και δεν υποχωρώ, ότι τόση Χάρι παίρνει ο μοναχός από την μελέτη στο κελλί του, μέσα στο πνεύμα της απολύτου ησυχίας, σχεδόν ίση με αυτή πού δίνει η προσευχή.Εις αυτό επιμένω, διότι χάριτι Χριστού, το εγεύθηκα όχι μια, αλλά πολλές φορές στην ζωή μου.

Και θέλω να τονίσω και κάτι ακόμα. Ο νόμος της επιρροής, ο κανόνας της επιδράσεως, εφαρμόζεται απόλυτα. Τα συγγράμματα των Πατέρων πού μελετά ο μοναχός με πίστι και πόθο και επικαλείται την ευχή τους είναι αδύνατο να μην επιδράσουν επάνω του. Διότι οι Πατέρες ήσαν και εξακολουθούν να είναι Πατέρες, και ζητούν αφορμή και αυτοί, όπως ο ίδιος ο Θεός, του οποίου είναι «εικών και ομοίωσις», να μεταδώσουν σε μας τις Χάριτες τις οποίες αυτοί ευρήκαν δια του αγώνος των. Με την ανάγνωσι και την μελέτη τους να είσθε βέβαιοι, ότι η πατρική τους στοργή θα επιδράση επάνω σας.

Ας επανέλθωμε όμως στο θέμα της μετανοίας.

Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.

Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.

Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.

Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»

Κοιτάξετε το όριο της μετανοίας πως αποκαλύπτεται μέσα στην Γραφή. Ο Πέτρος, ερώτησε τον Ιησού μας. «Κύριε, καλά είναι έως επτά φορές να συγχωρώ αυτόν που μου φταίει;» Ο Πέτρος τότε ατελής όντας, μη δεχθείς την έλλαμψι της Χάριτος, εσκέπτετο ανθρωπίνως. Ενόμιζε με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με την αυστηρότητα του Μωσαϊκού Νόμου, ότι έκανε μεγάλη οικονομία. Έφθασε, όχι μια αλλά επτά φορές να συγχωρή. Και ο Ιησούς μας, ερμηνεύοντας του το πνεύμα της Εκκλησίας, του λέγει: «όχι επτά αλλά εβδομηκοντάκις επτά», για να τονίση έτσι το απεριόριστο της μετανοίας.

Η ζωή μας εδώ είναι ένα εικοσιτετράωρο επαναλαμβανόμενο. Αν και εις όλες τις στιγμές είμεθα πάντοτε έτοιμοι, με νέες αποφάσεις, η πρόθεσί μας είναι σωστή, το πνεύμα πρόθυμο, η σαρξ όμως είναι ασθενής. Και δεν είναι μόνο η σαρξ. Μαζί με την σάρκα, με την φύσι, υπάρχουν οι έξεις, οι συνήθειες, οι τόποι, τα περιβάλλοντα, τα πρόσωπα, τα πράγματα και ο ίδιος ο διάβολος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν την αντίθεσι, και μένει σε μας μόνο η πρόθεσι η ιδική μας και η ενεργούσα μυστηριωδώς θεία Χάρις, πού είναι παντοδύναμη.

Θεωρητικά όλα αυτά είναι εύκολα, πρακτικά όμως είναι δύσκολα, όπως από την πείρα ο καθένας γνωρίζει. Αποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα υποδουλωθούμε στα πάθη. Ναι, αλλά τα πάθη δεν αφορίζονται, δεν εξορκίζονται, για να τους πούμε «φύγετε» και δεν σας θέλομε και να φύγουν, θέλουν τιτανική μάχη και αντίδρασι για να φύγουν. Και αυτό γίνεται όταν νικήση η Χάρις, όχι ο άνθρωπος. Διότι τα πάθη και οι αρετές είναι υπεράνω της φύσεως μας. Δεν τα πιάνομε, δεν τα ελέγχομε. Αυτά μόνο η θεία Χάρις θα τα διώξη, θα απελάση τα πάθη και θα ελκύση τις αρετές. Πότε όμως; Όταν εμείς επιμένωμε.

Γι’ αυτό ο Ιησούς μας ετόνισε την υπομονή και την επιμονή. «Εν τη υπομονή ημών κτήσασθε…». Και στις προσευχές ακόμα, λέγει: «κρούετε, ζητείτε, μη εκκακήτε εν ταις προσευχαίς». Και αναφέρει τα παραδείγματα εκείνα, με τα οποία μας ντροπιάζει. Εάν σας ζητήση το παιδί σας ψωμί, θα του δώσετε πέτρα; Και αν σας ζητήση να του δώσετε ψάρι, θα του δώσετε φίδι; Εάν εσείς πού είστε πονηροί, δίδετε αγαθά δόματα στα παιδιά σας, ο Ουράνιος Πατήρ δεν θα δώση Πνεύμα Άγιο εις εκείνους πού το ζητούν; Και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα δώση. Είναι αδύνατο να καταργηθούν οι θείες αυτές υποσχέσεις. Ο Ιησούς μας λέγει ότι, «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι». Γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη. Δεν είχε ανάγκη ο Θεός Λόγος να υποστή την «κένωσι» ει μη μόνο για την επιστροφή του ανθρώπου στους κόλπους της θείας αγάπης. Αυτή είναι η «καινή κτίσις» πού είναι ανωτέρα της προηγουμένης.

Υπάρχει και ένα άλλο μυστήριο ακόμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ξέρετε. Το μυστήριο είναι τούτο. Πολλές φορές, ενώ τα πράγματα πάνε καλά, η ίδια η Χάρις αφήνει τον πειρασμό· και διευκρινίζω καλύτερα. Η Χάρις δεν δημιουργεί ποτέ πειρασμό. Αλλοίμονο, είναι βλάσφημο να το πή κανείς. Δεν πηγάζει από το φως σκότος, ποτέ.

Και εξηγούμαι σαφέστερα. Εγώ επιμένω αγωνιζόμενος εναντίον ενός πάθους πού με ενοχλεί· κατά της κακής έξεως πού με πιέζει· θέλω να φύγη· παρακαλώ τον Θεό να μου δώση εκείνο πού μου χρειάζεται. Ο Θεός μέσα στην πανσωστική του πρόνοια, πού περικλείει τα πάντα, βλέπει ότι δεν είναι ώρα να το δώση. Η ίδια η Χάρις, ενώ έπρεπε να λειτουργήση και να κάνη αυτό το πράγμα, δεν το κάνει. Δεν το κάνει για τον λόγο πού ξέρει, επειδή ο Θεός είναι ανενδεής και οι τρόποι πού επεμβαίνει είναι Θεοπρεπείς, και ότι κάνει ο Θεός είναι παντέλειο. Ότι κάνει ο Θεός δεν είναι μερικό, είναι γενικό.

Επομένως στην γενικότητα αυτή χρειάζεται ο χρόνος. Διότι μαζί με την περίστασι, ο Θεός περικλείει πολλά μαζί. Χρειάζεται υπομονή, ούτως ώστε να ετοιμασθούν και τα πρόσωπα και οι παράγοντες και οι τόποι και ο χρόνος και ακόμα και αυτή η ιδιοσυγκρασία. Και τότε έρχεται και το τελειώνει, το φέρει εις πέρας.

Υπάρχουν και άλλες πτυχές πάνω στο ίδιο θέμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες. Πολλές φορές προλαμβάνει η Χάρις και δίδει ένα κανόνα και αφήνειτον άνθρωπο αβοήθητο σε μια περίστασι, για να τον σώση από ένα επερχόμενο πειρασμό τον οποίο ξέρει ο Θεός ότι θα επάθαινε μέσα στην απειρία και στην ατέλεια του.

Είναι τόσα τα μυστήρια, πού δεν ημπορή να τα γνωρίζη κανείς.

Άλλες φορές η Χάρις προορίζει ένα άνθρωπο για να γίνη οδηγός άλλων και τον πειράζει ιδιαίτερα αυτόν για να τον ετοιμάση, ούτως ώστε στην κατάλληλη στιγμή να είναι από όλες τις απόψεις πεπειραμένος και να δυνηθή να σταθή μέσα στην Εκκλησία και να γίνη φωστήρας, οδηγός και καθοδηγητής των άλλων. Τον δοκιμάζει με ένα άλλο τρόπο μυστηριώδη και ασυνήθιστο. Είδες τι λέει; «Μήπως δεν έχει εξουσία ο κεραμεύς του πηλού; Να κάνη από τον ίδιο πηλό ότι θέλει;» Έτσι και η Χάρις. Όλα αυτά μας πείθουν ότι χρειάζεται υπομονή και καρτερία· ουδέποτε μικροψυχία.

Εφ’ όσον ο Ιησούς μας λέγει ότι «οι λόγοι μου, ου μη παρέλθωσι», να είστε βέβαιοι ότι κανενός η ελπίδα δεν θα διαψευσθή. Μόνο οι άνθρωποι ημπορούν να απατήσουν τους άλλους, διότι είναι πεπερασμένοι και έχουν τις γνώσεις τους περιορισμένες. Στον Θεό δεν συμβαίνει το ίδιο. Οτιδήποτε του ζητήσομε και αφορά την σωτηρία μας θα το πάρωμε.

Μου είπε ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος, ότι από την αρχή πού εξεκίνησε, του έδειξε ο Θεός την Χάρι Του και τον έβαλε στον σωστό δρόμο. Μέσα στον αγώνα του τότε, παρεκάλεσε τον Θεό να τον απαλλάξη από μια κατάστασι πού του φαινόταν πολύ δύσκολη και ήταν αδύνατο να αντέξη. Παρ’ όλο πού προσευχήθηκε πολύ δεν είδε καμμιά λύσι στο πρόβλημά του. Επέρασαν σαράντα δύο χρόνια· και τότε του είπε καθαρά η Χάρις: «θυμάσαι, πού με παρεκάλεσες να σου αποκαλύψω το θέλημα μου για εκείνο το πράγμα; Αυτό είναι πού έκανες τώρα». Και αυτός απάντησε: «Και εάν δεν έκανα έτσι τόσα χρόνια και έκανα αλλοιώς;» Και απεκρίθη η Χάρις: «θα εχάνεσο». Έτσι είναι τα μυστήρια, γι’ αυτό χρειάζεται να κάνωμε υπομονή.

Στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, κάποιος Ρώσσος ωνόματι Μοτοβίλοφ είχε απορία, τι σημαίνει Χάρις. Και ενώ είχε αυτή την απορία και προσευχόταν, ο Θεός δεν του έδειξε τίποτε. Τελικά αυτός το εξέχασε. Όταν επέρασαν είκοσι πέντε χρόνια, τον εφώναξε ο Άγιος Σεραφείμ και του λέγει: «Έλα εδώ τώρα να ιδής αυτό πού εζήτησες πριν τόσα χρόνια. Ο Θεός αργεί αλλά δεν ξεχνά».

Όταν θέλωμε να σωθούμε αγωνιζόμεθα να αποβάλωμε τα πάθη μας και επιθυμούμε διακαώς να κατοικήση μέσα μας η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και να μας δείξη αυτή τι θέλει να κάνωμε. Είναι αυτό πού μας είπε ο Ιησούς μας; «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών» και τα υπόλοιπα «προστεθήσεται υμίν».

Όταν εμείς ορθοποδούμε, θα επιτύχωμε περισσότερο από ότι υπολογίσαμε. Επομένως να μένετε πιστοί στις καλές σας αποφάσεις έστω και αν χιλιάκις επιχειρήσετε και δεν επιτύχετε. Μη νομίζετε ότι άλλαξε κάτι. Ούτε εμείς αλλάξαμε, ούτε ο Θεός, ούτε φυσικά και ο διάβολος. Το «αιτείτε και λήψεσθε» είναι πραγματικότης. Εφ’ όσον αιτήσαμε θα λάβωμε, εφ’ όσον εζητήσαμε θα μας δώσουν, εφ’ όσον εκρούσαμε θα μας ανοίξουν. Ο ήλιος είναι δυνατό να μην ανατείλη, αλλά εμείς δεν είναι δυνατό να αποτύχωμε.

Δεν είναι τυχαίο, το ότι μας εκάλεσε ο Θεός να τον ακολουθήσωμε. Ποιος μας έφερε εδώ;

Ποιος μας ενίσχυσε να αρνηθούμε την φύσι και να γίνωμε περίγελως του κόσμου και να είμεθα αυτοεξόριστοι; Και όχι μόνο τούτο, αλλά να στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε και ξεφύγωμε λίγο από την εγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως αποφύγαμε τον κόπο· μήπως εξεφύγαμε λίγο από την υπακοή. Γι’ αυτά στενάζομε. Αυτά είναι η ενεργός Χάρις του Αγίου ΙΙνεύματος πού ευρίσκεται μαζί μας και μας πείθει και μας πληροφορεί. Αυτά είναι πραγματικότης όχι λόγια λαλούμενα, λόγια αφηρημένα. Κρατούμε στα χέρια μας τις αποδείξεις της ελεημοσύνης του Χριστού.

«Το μείζον» το έδωσε. Δεν θα δώσει το ελάχιστον; «Έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε». Εάν αυτός εσταυρώθη και δια του Σταυρού κατήργησε την αμαρτία και εσφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας στην ζωή παρέχοντας και την άφεσι των αμαρτιών μας, τώρα απομένει σε μας να κάνωμε λίγη υπομονή. Να μην γυρίσουμε πίσω, αλλά να αναμένωμε ως δούλοι τον Κύριο μας «πότε αναλύσει εκ των γάμων». Και θα αναλύση και θα φωνάξη τον καθένα· και θα απαντήσωμε και εμείς με καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, εδώ είμεθα. Αφ’ ης στιγμής μας εκάλεσες, αναμέναμε πότε θα έλθης να μας δώσης την επαγγελία». Οπόταν θα ακούσωμε το: «Ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί».

Αυτές είναι πραγματικότητες. Αυτά τα ζήτε και θα τα ζήσετε ακόμη περισσότερο, εάν δώσετε περισσότερη σπουδή στην μελέτη και γενικά στην πνευματική εργασία. Να κάνετε την διακονία σας με λεπτομέρεια και υπακοή. Να βλέπετε στο πρόσωπο του Γέροντα την πραγματική παρουσία του θείου θελήματος. Ο καθένας να σκέπτεται ότι ζή ο εαυτός του, και ο Χριστός.

Μόλις τελειώσετε την διακονία σας να είστε χαρούμενοι· μεταξύ σας όχι σκυθρωποί και να μην αποφεύγετε ο ένας τον άλλο. Να είσθε ευγενικοί και πρόθυμοι. Μην ομίλητε όμως άσκοπα. Από την πολυλογία «ουκ εκφεύξεταί τις αμαρτίαν». Λέγει ο σοφός Σειράχ: «Μεταξύ αρμών λίθων πύγνηται πάσσαλος και μεταξύ πράσεως και αγορασμού εμφωλεύει αμαρτία».

Πράσις και αγορασμός κατά τους Πατέρας είναι το «δούναι και λαβείν». Να ακούσω και να ακούσης. Μα αυτά είναι για μας; Αυτά είναι για τους αργόσχολους του κόσμου τούτου, πού ομιλούν περί ανέμων και υδάτων. Εμείς ποια σχέσι έχομε με τον κόσμο τούτο; Για μας είναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Εκείνα μας απασχολούν. Εμάς μας απασχολεί ο ουρανός.

Άνω σχώμεν τάς καρδίας. Πού; Εκεί «όπου, υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, εις τα Άγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος»

Εκεί, στο ουράνιο καταπέτασμα, εκεί να αποβλέπωμε, εκεί είναι η πατρίδα μας. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Είμαστε Ουρανοπολίται. «Μνήσθητι της βασιλείας των ουρανών ίνα η επιθυμία αυτής κατά μικρόν – μικρόν ελκύση σε», λέγει ο Αββάς Ησαΐας. Και αυτή η μνήμη αυξάνει μέσα μας τον ζήλο.

Αυτά ήθελα να σας υπενθυμίσω την περίοδο αυτή της περιεκτικής μετανοίας. Έτσι προχωρούμε «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν», το κέντρο της αγάπης μας, πού μας εκάλεσε και μας έδωσε την οσμή της ευωδιάς της κλήσεως Του και μας έβαλε στον δρόμο των Αγίων.
 
Πηγή: tokandylaki.blogspot.gr

Αναζητηση

Αναγνώστες