Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 4o.

-Για το 364 μ.Χ. γράφεται: «στις 11 Σεμπτεμβρίου του 364 θα εκδοθεί, από τον Ιοβιανό, νέο και αυστηρότερο έδικτο, με το οποίο απαγορεύεται η Εθνική Λατρεία επί ποινή θανάτου» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 22). Ο Ιοβιανός βασίλευσε από τις 27 Ιουνίου του 363 ώς τις 16 Φεβρουαρίου 364, ημέρα κατά την οποία πέθανε. Αδύνατον να νομοθέτησε ο,τιδήποτε στις 11 Σεπτεμβρίου του 364.

-Για το έτος 380 μ.Χ. γράφεται: «380 Στις 27 Φεβρουαρίου, ο αυτοκράτωρ Φλάβιος Θεοδόσιος απαγορεύει όλες τις θρησκείες πλην της χριστιανικής. Όλοι οι μη χριστιανοί χαρακτηρίζονται στο εξής “σιχαμεροί, αιρετικοί, μωροί και τυφλοί”.(...) Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος αποκαλεί σε διάταγμά του “παράφρονες” όλους όσους διαφωνούν με το χριστιανικό δόγμα της Αγίας Τριάδος».

Στο διάταγμα αυτό (Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.1.2) ο Θεοδόσιος δεν «απαγορεύει όλες της θρησκείες πλην της χριστιανικής»˙ απλώς απαγορεύει σε όσους δεν ήταν Ορθόδοξοι να φέρουν τον τίτλο «Χριστιανοί Καθολικοί» και να αποκαλούν τους ναούς τους «εκκλησίες». Γι' αυτούς διατάζει να αποκαλούνται «αιρετικοί». Ασφαλώς δεν θα αποκαλούσε ο Θεοδόσιος τους Εθνικούς «αιρετικούς». Επιπλέον, δεν γίνεται καμμία ρητή ή έμμεση αναφορά σε Εθνικούς στο διάταγμα αυτό. Ήταν ένα διάταγμα κατά αιρετικών. Όσο για το χαρακτηρισμό «παράφρονες», αυτός αφορά τους αιρετικούς˙ αλλά ακόμη κι αν αφορά τους Εθνικούς, δε διαφέρει από τους χαρακτηρισμούς που οι Εθνικοί των πρώτων αιώνων (π.χ. Τάκιτος) έδιναν στους Χριστιανούς.

-Για τα έτη 385-388 μ.Χ. γράφεται: «Στα στρατόπεδα θανάτου της Σκυθοπόλεως μαρτυρούν μυριάδες αθώοι άνθρωποι», και παρατίθεται αμέσως μετά ένα απόσπασμα από το “Rerum gestarum libri” («τα χρονικά των γεγονότων») του Αμμιανού Μαρκελλίνου (γεν. 330 μ.Χ.-395 μ.Χ.).

Όμως το έργο αυτό που ο Αμμιανός Μαρκελλίνος συνέγραψε (και που είναι το μοναδικό του ιστορικό έργο) καλύπτει μόνο την περίοδο μεταξύ 353-378 μ.Χ. (Πηγή: Brittannica Deluxe 2002). Πώς γίνεται λοιπόν να παρατίθενται κείμενα που μιλούν για γεγονότα του 353-378 μ.Χ., για να σχολιαστούν γεγονότα του 385-388 μ.Χ.; Απλούστατα, για να δημιουργηθούν ψευδείς εντυπώσεις. Και πού το γνωρίζουμε ότι στα «στρατόπεδα θανάτου» της Σκυθόπολης μαρτυρούσαν Εθνικοί; Είναι γνωστό (βλέπε παρακάτω) ότι η Σκυθόπολη ήταν –επί Κωνσταντίου Β', τόπος εξορίας Χριστιανών Ορθόδοξων (π.χ. Αγίου Ευσέβιου).

-Για το έτος 388 μ.Χ. γράφεται: «(...) Μετά την αθώωσή του (ο Λιβάνιος) στέλνει στον Θεοδόσιο την έκκληση “Υπερ των Ιερών”».

«Ο λόγος υπέρ των ιερών γράφτηκε το 386 κι όχι το 388» (P. Petit, “Sur la date du “pro Templs” de Libanius”, στο Byzantion XXI (1951), fasc., 285-310).

-Για το έτος 389 μ.Χ. γράφεται: «Κηρύσσεται εκτός νόμου κάθε μη χριστιανική μέθοδος χρονολογήσεως».

Η πρώτη χριστιανική μέθοδος χρονολόγησης επινοήθηκε δύο αιώνες μετά το 389 μ.Χ., τον 6ο αι. μ.Χ. από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό. Μέχρι τότε η χρονολόγηση ξεκινούσε είτε «από κτίσεως Ρώμης» (754 π.Χ.) είτε από την πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.). Λίγο δύσκολο λοιπόν, ελλείψει «μεθόδου χριστιανικής χρονολόγησης» να κηρυχθεί εκτός νόμου κάθε μη χριστιανική μέθοδος χρονολόγησης. Το 537 μ.Χ. ο Ιουστινιανός διέταξε ότι η χρονολόγηση θα γίνεται με βάση τα χρόνια της βασιλείας ενός αυτοκράτορα (π.χ. στο 40ό έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού).

Μερικοί νεοπαγανιστές χλευάζουν την χριστιανική αντίληψη πώς είναι δυνατόν να υπάρχει αρνητικό έτος (π.χ. 200 ΠΡΟ Χριστού) και πώς η ιστορία χωρίζεται σε «προ» και «μετά» ενός γεγονότος. Αναρωτιώμαστε τί κάνουν τότε αυτοί, που χρησιμοποιούν την πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.) ως απαρχή της χρονολόγησής τους, όταν αναφέρονται λ.χ. στο 1276 π.Χ. Μήπως λένε 500 ΠΡΟ πρώτης Ολυμπιάδας; Εν πάσει περιπτώσει, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, ήταν το κράτος που κρατούσε για τον εαυτό του το δικαίωμα να επιβάλλει όποιο ημερολόγιο και χρονολογικό σύστημα ήθελε. Όπως, επί ειδωλολατρίας οι παγανιστές αυτοκράτορες επέβαλαν το ημερολόγιό τους, έτσι κι επί χριστιανισμού, οι χριστιανοί Αυτοκράτορες επέβαλαν το χριστιανικό σύστημα χρονολόγησης. Θα ήταν παράλογο οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ευρώπη ή οι Χριστιανοί στις μουσουλμανικές χώρες να ζητούν να αλλάξει το επίσημο χρονολογικό σύστημα. Το αντίστοιχο ισχύει και για εκείνη την εποχή.

Φυσικά, πρέπει να τονίσουμε ότι η μέθοδος χρονολόγησης που εφηύραν οι Νεοπαγανιστές (π.χ. γράφουν "9η μεσούντος μηνός Σκιροφοριώνος του έτους 2780 από πρώτης Ολυμπιάδας") μόνο «αρχαιοελληνική» δεν είναι, για δύο λόγους. Πρώτον διότι οι μήνες δεν είχαν όλοι την ίδια ονομασία σε όλα τα αρχαία ημερολόγια (κάθε πόλη είχε τις δικές της ονομασίες). Δεύτερον και σπουδαιότερο διότι ουδέποτε στην Αρχαία Ελλάδα έλεγε κάποιος "φέτος είναι το έτος 500 από πρώτης Ολυμπιάδος" ή "το έτος 937 από πρώτης Ολυμπιάδας" ή άλλες παρόμοιες, απείρου κάλλους χρονολογήσεις που μόνο το ΥΣΕΕ και οι λοιποί Νεοπαγανιστές ξέρουν να κάνουν. Κάθε πόλη είχε τον δικό της τρόπο χρονολόγησης. Χρονολογούσαν τα γεγονότα στα επίσημα έγγραφά τους, και όχι μόνο σε αυτά (π.χ. οι ιστορικοί), με βάση τον επώνυμο άρχοντα της πόλης τους (φυσικά κάθε πόλη είχε τον δικό της επώνυμο άρχοντα). Για παράδειγμα στην Αθήνα έλεγαν «στο τρίτο έτος που ήταν επώνυμος άρχοντας ο τάδε συνέβη το δείνα γεγονός». Ο Θουκιδίδης, έχοντας γνώση ότι δεν υπήρχε κοινό σύστημα χρονολόγησης στην Αρχαία Ελλάδα, γράφει χαρακτηριστικά (2, 2): «Τῷ δὲ πέμπτῶ καὶ δεκάτῶ ἔτει, ἐπὶ Χρυςίδος ἐν Ἄργει τότε πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη ἱερωμένης καὶ Αἰνησίου ἐφόρου ἐν Σπάρτῆ καὶ Πυθοδώρου ἔτι τέσσερας μῆνας ἄρχοντος Ἀθηναίοις». Δηλαδή στο Άργος μέτραγαν τα χρόνια από τον πρώτο χρόνο που ανέλαβε τα καθήκοντά του ένας ιερέας, στη Σπάρτη από τον πρώτο χρόνο που εκλέχτηκε έφορος κάποιος, στην Αθήνα από τον πρώτο χρόνο που κάποιος ήταν άρχοντας. Καμμία σχέση με «έτος 2780 από πρώτης Ολυμπιάδας». Το πολύ πολύ οι Αρχαίοι να έλεγαν π.χ. «το 3ο έτος της 154ης Ολυμπιάδας». Σήμερα κανείς θα έλεγε «το 1ο έτος της 696ης Ολυμπιάδας» (τί νόημα θα είχε αυτό όμως, τη στιγμή που ούτε καν οι μισές απ' τις 696 δεν έγιναν;). Αλλά όταν μερικοί παριστάνουν τους απευθείας αρχαίους Έλληνες ενώ ταυτόχρονα αντιγράφουν τη χριστιανική μέθοδο χρονολόγησης (αντί για τη γέννηση του Χριστού έχουν την πρώτη Ολυμπιάδα) μόνο να γελάσει κανείς μαζί τους μπορεί. Αντί να έχουν ο καθένας το δικό του σύστημα χρονολόγησης ανά περιοχή, φτιάχνουν ένα ανύπαρκτο ψευδοαρχαιοελληνικό σύστημα.

-Για το έτος 398 μ.Χ. γράφεται: «398 Η Τετάρτη Σύνοδος της Καρθαγένης απαγορεύει ακόμη και στους επισκόπους την ανάγνωση των βιβλίων των εθνικών(...)».

Η σύνοδος της Καρχηδώνας με τον 24ο κανόνα της απαγορεύει να διαβάζεται εντός των εκκλησιών ως Γραφή – προφανώς κατά την ώρα της Θ. Λειτουργίας ο,τιδήποτε εκτός από τον εγκεκριμένο Κανόνα των βιβλίων που αποτελούν την Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη). Δεν απαγόρευσε σε κανέναν Χριστιανό, επίσκοπο ή μη, την ανάγνωση Εθνικών βιβλίων εκτός της ώρας της θείας λειτουργίας.

Κανόνας ΚΔ’ (ΛΒ’)

«Ότι τίποτε άλλο δε θα διαβάζεται στην εκκλησία εκτός από την Γραφή.

Τίποτε εκτός από τον Κανόνα της Γραφής δε θα διαβάζεται εντός της εκκλησίας υπό το όνομα «αγία Γραφή».

Τα κανονικά βιβλία είναι τα εξης: [ακολουθεί η απαρίθμηση όλων των βιβλίων της Π.Δ. και Κ.Δ.]

Να σταλεί αυτό στον αδελφό μας και επίσκοπο, Βονιφάτιο, και στους άλλους επισκόπους, ώστε να επιβεβαιώσουν το κανόνα, γιατί αυτά είναι που ελάβαμε από τους πατέρες μας, για να διαβάζονται εντός της εκκλησίας» («Ομοίως ήρεσεν, ίνα εκτός των κανονικων Γραφών, μηδέν εν τη εκκλησία αναγινώσκηται επ’ ονόματι θείων Γραφών. Εισί δε αι κανονικαί Γραφαί αύται: (....) Τούτω δε τω αδελφώ και συλλειτουργώ ημών Βονιφατίω και τοις άλλοις των αυτών μερών επισκόποις προς βεβαίωσιν του προκειμένου κανόνος γνωρισθή, επειδή παρά των Πατέρων εν τη εκκλησία ταύτα αναγνωστέα παρελάβαμεν»).

-Για το έτος 401 γράφεται: «Τον ίδιο χρόνο, η ΙΕ Σύνοδος της Καρχηδόνος, εκδίδει κανόνα της με τον οποίον ορίζεται αφορισμός ακόμη και μετά θάνατον, όλων όσων απλώς δημιουργούν συγγένειες με Εθνικούς, αλλά και όσων δεν αποκληρώνουν τους ήδη συγγενείς αυτών που παραμένουν Εθνικοί. Η εξόντωση γίνεται πλέον τόσο απροκάλυπτη όσο και συστηματική» (Βλάσση Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, σ. 54).

Κανένας κανόνας της ΙΕ’ ή άλλης Συνόδου της Καρχηδόνας δεν προστάζει αυτά ακριβώς που ο κ. Ρασσιάς ισχυρίζεται.

Ο κανόνας ΚΑ’ (ΚΘ’) προστάζει: «μας φάνηκε καλό ότι οι γιοί των κληρικών δεν θα παντρεύονται με εθνικούς κι αιρετικούς» («Ομοίως ήρεσεν, ώστε τέκνα των κληρικών, εθνικοίς, ή αιρετικοίς, γαμικώς μη συνάπτεσθαι»). Αντίθετα απ’ όσα λέει ο κ. Ρασσιάς, ο κανόνας δεν αφορά όλους τους Χριστιανούς, αλλά μόνο τους γιους κληρικών. Ούτε γίνεται λόγος για αφορισμό μετά θάνατον ή για αφορισμό εν ζωή.

Ο κανόνας ΚΒ’ (ΚΕ’) προστάζει: «Και προς αυτούς που δεν είναι Καθολικοί [= Ορθόδοξοι] Χριστιανοί, ακόμη κι αν είναι εξ αίματος συγγενείς τους, ούτε οι επίσκοποι ούτε οι κληρικοί θα δώσουν τίποτε μέσω δωρεάς από τα υπάρχοντά τους» («Μηδέ δια δωρεάς των οικείων πραγμάτων, ως είρηται, τους επισκόπους, ή κληρικούς, τούτοις συνεισάγειν»).

Αντίθετα με τις φαντασιοπληξίες του ενός και του άλλου, ο κανόνας αφορά μόνο τους επισκόπους και εν γένει τον κλήρο και όχι όλους τους Χριστιανούς. Δεν αφορά «όλους όσους», όσο κι αν το περιγράφει έτσι ο κ. Ρασσιάς. «Έχει διαφορά;» Ναι, έχει. Γιατί αφορά την ιεραρχία κι όχι όλους τους Χριστιανούς˙ κι έγινε ώστε να μην παρεισφρύσουν σε οικογένειες κληρικών ειδωλολατρικές συνήθειες μέσω γάμων των μελών τους, αλλά και για να μην μεταφερθεί η εκκλησιαστική περιουσία σε μη Χριστιανούς. Δεν αναφέρεται όμως στις υπόλοιπες και πολύ περισσότερες περιπτώσεις κληρονομιάς λαϊκών, δηλαδή μη ιερέων Χριστιανών, διότι θα δημιουργούνταν ολοφάνερα προβλήματα. Περιττό να προσθέσουμε ότι ο «μετά θάνατον αφορισμός» απουσιάζει και σ' αυτόν τον κανόνα. Ο κανόνας δεν κάνει καν λόγο περί αφορισμού. Δεν είναι η «εξόντωση που γίνεται πλέον τόσο απροκάλυπτη», βεβαίως, αλλά η διαστρέβλωση των εκκλησιαστικών κειμένων από «ερευνητές», προκειμένου να ''τεκμηριωθούν'' ανυπόστατες κατηγορίες.

-Για το έτος 405 μ.Χ. γράφεται: «405 Ο Ιωάννης ο λεγόμενος “Χρυσόστομος”, στέλνει ορδές ροπαλοφόρων μοναχών να σαρώσουν τα “είδωλα” (Ναούς, αγάλματα και βωμούς) όλης της Παλαιστίνης.» και επίσης για το έτος 406 μ.Χ.: «406 Ο Ιωάννης “Χρυσόστομος” συγκεντρώνει χρήματα από θεομανείς προσήλυτες για τις εργασίες διαλύσεως των εθνικών Ναών. Το ίδιο έτος διατάσσει την εκθεμελίωση και πυρπόληση του θαυμαστού Ναού της Εφεσίας Αρτέμιδος».

Η πηγή γι' αυτό είναι βέβαια χριστιανική (Θεοδώρητος Κύρου), όμως στην αγωνιώδη τους προσπάθεια οι συγγραφείς εκείνου του καιρού, να αποδείξουν πόση προσπάθεια κατέβαλαν κατά του παγανισμού οι χριστιανοί ήρωες των ιστοριών τους διαπράττουν ιστορικά λάθη: ΜΑΛΛΟΝ δύσκολο να στέλνει ορδές μοναχών ο Χρυσόστομος εκείνη την εποχή, μια που τότε ήταν εξόριστος από τον αυτοκράτορα βαδίζοντας προς τον τόπο εξορίας του, και δεν μπορούσε να σαρώσει τίποτε. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίστηκε στις 5 Ιουνίου 404 μ.Χ. με έδικτο του Αρκάδιου στην Κουκουσό, στο όρος Ταύρος, στα ΝΑ παράλια της Μ. Ασίας. Μετά το θάνατο της Ευδοξίας, εξορίστηκε ξανά στις νοτιοανατολικές ακτές του Πόντου, αλλά πέθανε στην πορεία, στις 14/9/407. Πώς γίνεται να «διατάζει» και να επιτυγχάνει ένας εξόριστος αρχιερέας την καταστροφή τόσων πολλών και μεγάλων ναών, όταν μάλιστα υπήρχαν διαταγές του Αρκάδιου που απαγόρευαν την καταστροφή των αρχαίων ναών, αυτό είναι μυστήριο. Εξάλλου, είναι μόνο ο Θεοδώρητος Κύρου που ισχυρίζεται αυτό το πράγμα (και όπως αποδεικνύεται κάνει χρονολογικό λάθος). Κανείς άλλος σύγχρονος του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Το παράδοξο είναι ότι ενώ οι Νεοπαγανιστές θεωρούν τον Θεοδώρητο αξιόπιστο όταν περιγράφει χριστιανικούς βανδαλισμούς, αρνούνται την αξιοπιστία του, όταν περιγράφει λ.χ. τις βιαιότητες του Ιουλιανού. Πρέπει λοιπόν να τους τεθεί το ερώτημα, πώς γίνεται να θεωρούν ότι όντως ο Χρυσόστομος διέταξε την καταστροφή του ναού της Άρτεμης, τη στιγμή που μόνο ο Θεοδώρητος Κύρου το αναφέρει, ενώ δεν παραδέχονται ως πραγματικές τις βιαιότητες που, σύμφωνα με τον Θεοδώρητο, διέπραξε ο Ιουλιανός, παρόλο που τις μαρτυρούν και όλοι οι άλλοι χριστιανοί ιστοριογράφοι; Δέχονται ως πραγματικότητα κάτι που μόνο ένας ιστοριογράφος παραθέτει, αλλά απορρίπτουν ως «συκοφαντία» όσα όλοι, και όχι μόνο, ο συγκεκριμένος ιστοριογράφος αναφέρουν; Το πιθανότερο είναι ότι συνέβησαν εκείνα τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλές μαρτυρίες κι όχι μόνο μία: ότι δηλαδή, ο Ιουλιανός διέπραξε βιαιότητες, αλλά ο Χρυσόστομος δεν κατέστρεψε κανέναν ναό στην Έφεσο. Αλλά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πουθενά στις επιστολές του – εν εξορία – προς διάφορους ιεροκήρυκες που θα πήγαιναν ή βρίσκονταν ήδη στην Φοινίκη, για να διαδώσουν το Χριστιανισμό, δεν προτρέπει κανέναν μοναχό ή ιεροκήρυκα να γκρεμίσει ναούς:

Στην επιστολή του υπ’ αριθμό 221 (Κωνσταντίω πρεσβυτέρω), ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει μεταξύ άλλων: «(...)το χρεός σου να αγωνιστής για την κατάλυση της ειδωλολατρίας, την ίδρυση εκκλησιών και την οικοδόμηση ναών (...)».

Στην επιστολή του υπ’ αριθμό 123 (Προς τους εν Φοινίκη πρεσβυτέρους και μονάζοντας, τους κατηχούντας τους Έλληνας), ο Άγιος γράφει μεταξύ άλλων: «(...) παρήγγειλα να σάς στέλνουν, όπως και πρώτα, ώστε να έχετε άφθονα τα μέσα, είτε σε ρούχα, είτε σε παπούτσια, είτε σε τρόφιμα για τους φτωχούς αδελφούς εκεί (...)».

Στην επιστολή υπ’ αριθμό 126 (Προς Ρουφίνο) γράφει μεταξύ άλλων στον ετοιμαζόμενο να πάει στην Φοινίκη Ρουφίνο: «Έμαθα πως ξανάρχισε στη Φοινίκη ο διωγμός των ειδωλολατρών με μεγαλύτερο πάθος και πως μερικοί από τους μοναχούς βασανίστηκαν και μερικοί πέθαναν από τα βασανιστήρια (...) θα κατατροπώσεις τους αντιπάλους με τη θερμή σου προσευχή, την επιείκια, την σταθερότητα και έτσι θα σταματήσεις τη μανία τους (...)».

Όπως βλέπουμε, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πουθενά δεν έχει ιδιαίτερη έγνοια να καταστρέψει τους ναούς˙ τον ενδιαφέρει το κήρυγμα, με ειρηνικά μέσα. Και ό,τι υπόσχεται να δώσει ως βοήθεια στους μοναχούς είναι ρούχα, παπούτσια και τρόφιμα, αλλά όχι «χρήματα για να γκρεμίσουν τους εθνικούς ναούς», όπως λένε οι Νεοπαγανιστές. Όσο για το τι γινόταν στον ναό της Άρτεμης στην Έφεσσο, αυτό το λέμε στο κεφάλαιο περί πολυθεϊστικού αυτοευνουχισμού.

-Για το έτος 408 μ.Χ. γράφεται μεταξύ άλλων: «Στην πόλη Καλάμα της σημερινής Αλγερίας, η σκληρότητα των διωγμών προκαλεί μεγάλη εξέγερση του πληθυσμού με πυρπολήσεις εκκλησιών η οποία όμως πνίγεται στο αίμα υπό την εποπτεία του “Αγίου” Αυγουστίνου».

Ακόμη ένα ψέμμα των Νεοπαγανιστών που προσπαθούν να σπιλώσουν όσους περισσότερους Χριστιανούς μπορούν. Δεν υπάρχει καμμία πηγή γι' αυτό. Αντιθέτως, υπάρχει η αλληλογραφία μεταξύ του Αυγουστίνου και κάποιου Νεστόριου, πιθανότατα Εθνικού (πολλές φορές ο Αυγουστίνος γράφοντάς του, ονόμαζε τους εθνικούς φιλόσοφους, ιδιαίτερα τους Στωϊκούς «δικούς του») και σίγουρα καταγώμενου από την Καλάμα. Ο Νεστόριος τον παρακάλεσε να μην τιμωρηθούν αυστηρά οι ένοχοι. Στις απαντήσεις του Αυγουστίνου διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής:

(α' επιστολή, [91], 408 μ.Χ.)

«(...) Άκου μια σύντομη περιγραφή των γεγονότων (..). Καταφρονώντας τους πρόσφατους νόμους μερικές ασεβείς τελετές έγιναν σε μια παγανιστική ιερή ημέρα, τις καλένδες του Ιουνίου, χωρίς κανείς να επιχειρή να τους εμποδίσει, και με αυθάδεια το πλήθος πέρασε μπροστά από την εκκλησία που βρίσκεται εκεί και άρχισε να χορεύει μπροστά της. Όταν ο κλήρος προσπάθησε να σταματήσει αυτή την προσβολή, οι εθνικοί επιτέθηκαν στην εκκλησία με πέτρες. Οκτώ μέρες μετά, όταν ο επίσκοπος επέστησε την προσοχή των αρχών στους υφιστάμενους γι' αυτό το θέμα νόμους, και αυτές ετοιμάζονταν να τους εφαρμόσουν, η εκκλησία δέχθηκε ξανά επίθεση με πέτρες. Όταν την επόμενη οι δικοί μας θέλησαν να κάνουν παράπονα σε ανοιχτό δικαστήριο, τα δικαιώματά τους ως πολιτών δεν εδόθηκαν. (...) Ωστόσο, για τρίτη φορά οι εθνικοί έκαναν επίθεση με πέτρες, και στο τέλος προσπάθησαν να καταστρέψουν το κτήριο και να σκοτώσουν τους ανθρώπους εντός αυτού με φωτιά. Ένας υπηρέτης του Θεού σκοτώθηκε και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν όπως μπορούσαν. (...) Καμμία προσπάθεια αντίστασης ή διάσωσης δεν έγινε από αυτούς των οποίων η εξουσία μπορούσε να επηρεάσει τον όχλο. (....) Δεν επιδιώκουμε να ικανοποιήσουμε το θυμό μας με εκδικητική ανταπόδωση για το παρελθόν. (...) Όταν πήγα πρόσφατα στην Καλάμα, με τέτοια λύπη, για να παρηγορήσω τους κατηφείς ή να καταπραΰνω τους αγανακτισμένους μεταξύ των ανθρώπων μας, χρησιμοποίησα όλη την επιρροή μου στους Χριστιανούς, για να τους πείσω να κάνουν ό,τι έκρινα πως ήταν το καθήκον τους εκείνη την ώρα. Τότε, με δική τους αίτηση, επέτρεψα να έρθουν σε ακρόαση και οι Παγανιστές, η αιτία όλης αυτής της συμφοράς, ώστε να τους νουθετήσω τι να κάνουν αν είναι έξυπνοι, όχι μόνο για τον τερματισμό της τωρινής φασαρίας, αλλά και για την αιώνια σωτηρία τους».
 
(β' επιστολή, [104], 409 μ.Χ.)

«(...) αποφασίζοντας, ωστόσο, να μην γίνει εξέταση για να βρεθούν οι υποκινητές, επειδή αυτοί δε θα μπορούσαν να βρεθούν, χωρίς καταφυγή σε χρήση βασανιστηρίων, την οποία με φρίκη αποφεύγουμε, καθ' ότι αυτά είναι εντελώς αντίθετα με τους σκοπούς μας».

Ούτε ο Αυγουστίνος ήταν παρών στα γεγονότα, αφού ήρθε μετά από αυτά στην Καλάμα, ούτε διέταξε να φονευτεί κανείς Ειδωλολάτρης, ούτε εκτελέστηκε κανείς.

-Για το έτος 416 μ.Χ. μεταξύ άλλων γράφεται: «416 Ο μοναχός Υπάτιος, επονομαζόμενος ''“Η Σπάθα του Θεού''”, περιοδεύει την Βιθυνία και εντοπίζει “κρυφούς” λάτρεις των αρχαίων Θεών, τους οποίους εξοντώνει μαζί με τις οικογένειές τους δίχως μεσολάβηση δίκης». Η μόνη γνωστή πηγή για τον Υπάτιο είναι η βιογραφία του, γραμμένη από τον Καλλίνικο, τον υποτακτικό του. Σε αυτήν, βέβαια, δεν αναφέρεται πουθενά ο Υπάτιος ως «σπάθα του Θεού». Ο Υπάτιος ήταν πρεσβύτερος και ηγούμενος σε μοναστήρι της Βιθυνίας. Όλες οι κατηγορίες εναντίον του είναι ψευδείς. Το μόνο αληθές γεγονός – τουλάχιστον σύμφωνα με τη βιογραφία του είναι ότι, όταν ο Λεόντιος, ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης (αυτός που αργότερα έκτισε το ναό του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και εικονίζεται στις τοιχογραφίες του), θέλησε να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Χαλκηδώνα (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη), ο Υπάτιος, βλέποντας ότι κανείς δεν αντιδρούσε, διακήρυξε ότι επικεφαλής των μοναχών του θα εμπόδιζε με τη βία την επανεμφάνιση της ειδωλολατρίας, ακόμη κι αν αυτό τού στοίχιζε τη ζωή του. Ο Λεόντιος μαθαίνοντας αυτά παραιτήθηκε από το εγχείρημά του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες