Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 13ο. Συκοφαντιών συνέχεια για το Βυζάντιο...

72. "Εξαιτίας του Βυζαντίου καταστράφηκε ο Ελληνισμός. Ο Χριστιανισμός επέφερε τον Μεσαίωνα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αν δεν υπήρχαν οι Χριστιανοί Βυζαντινοί πρόγονοί μας να αντισταθούν στους Άραβες, αυτοί θα είχαν κυριεύσει τουλάχιστον την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη αφού δεν υπήρχε ισχυρός αντίπαλος στα μέρη εκείνα, και σήμερα οι νεοπαγανιστές & αρχαιολάτρες εθνικιστές θα φόραγαν σαρίκι, θα μιλούσαν αραβικά – όπως οι κάτοικοι της Μ. Ανατολής – και θά λεγαν και ευχαριστώ στα αραβικά!

Όπως γράφει ο ιστορικός F. Gregorovius: «διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Πράγματι, δέ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 89).

Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα κάπου στη Δύση (Γαλατία, Ισπανία) κι όχι στον ελλαδικό χώρο, εκεί ίσως να μην διαρκούσε (λόγω ανομοιογένειας των λαών) πολύ η Αυτοκρατορία, αλλά το σίγουρο είναι πως το ανατολικό τμήμα, όντας παραμελημένο (όπως παραμελήθηκε η Δυτική Αυτοκρατορία), θα είχε την τύχη που είχε το Δυτικό τμήμα: θα το ρήμαζαν οι Γότθοι τον 5ο αι. μ.Χ., θα εγκαθίσταντο ιδρύοντας βαρβαρικά θνησιγενή (όπως έγινε στη Δύση) κράτη και εκγερμανίζοντας το παν, μετά θα επέδραμαν ανενόχλητοι οι Σλάβοι συμπαρασύροντας στην καταστροφή τα κράτη αυτά, οι στρατιές του Χορσόη τον 7ο αιώνα μ.Χ. (επί Ηρακλείου) θα μπορούσαν πολύ εύκολα να διαβούν τον Ελλήσποντο, κι αν δεν το έπραταν τουλάχιστον θα κατελάμβαναν οριστικά την Μικρά Ασία, και τέλος, δίχως το Βυζάντιο οι Άραβες θα ξεχύνονταν στα Βαλκάνια, θα εξισλάμιζαν τους πάντες, και θα προχωρούσαν στην κεντρική Ευρώπη των φτωχοκάλυβων και των βαρβάρων... δίχως το Βυζάντιο.

Αν υπήρξε κάποια παρακμή ή οπισθοδρόμηση κατά το «Μεσαίωνα», αυτή δεν οφείλεται στην επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά στην μαζική και ταυτόχρονη εισβολή βαρβαρικών φυλών επί έναν συνεχή αιώνα δια μέσου των ευρωπαϊκών συνόρων της Αυτοκρατορίας (Γερμανοί, Ούννοι, Σλάβοι). Αυτοί έφεραν την παρακμή. Αλλά, εάν λέγεται ότι εξαιτίας του Χριστιανισμού παρήκμασε η Αυτοκρατορία, τότε πώς είναι δυνατόν το ανατολικό τμήμα της, που ήταν κατά πολύ μεγάλο βαθμό εκχριστιανισμένο, να αντισταθεί στην εισβολή των βαρβάρων και να αντέξει άλλους 9 αιώνες, ενώ το δυτικό τμήμα, που ήταν λιγότερο εκχριστιανισμένο και είχε περισσότερους παγανιστές από το ανατολικό, δεν άντεξε στην εισβολή των βαρβάρων; Άρα, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί, το (περισσότερο εκχριστιανισμένο) ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας δεν κατελύθη, ενώ το (λιγότερο εκχριστιανισμένο) δυτικό τμήμα κατελύθη. Δηλαδή ο Χριστιανισμός ωφέλησε την επιβίωση της Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού. Γι' αυτό και ο όρος «μεσαίωνας» αφορά την δυτική Ευρώπη, τα εδάφη της πρώην δυτικής αυτοκρατορίας, τα οποία κατακλύστηκαν από βαρβάρους.

«Ο λεγόμενος «Μεσαίωνας» έχει, ασφαλώς, τα ιδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, που απαρτίζουν τον ιδεώδη του τύπο, δηλ. τη δική μας εικόνα γι' αυτόν, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε τελεσίδικα για ποιον λόγο θα έπρεπε να θεωρηθεί ηθικά καλύτερος ή χειρότερος από άλλες εποχές. Ούτε και μπορεί να διαπιστωθεί επιστημονικά, αν τότε το «ανθρώπινο πνεύμα» και η «ανθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν (εδώ δεν γίνεται λόγος για τις τωρινές συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας), αφού τέτοιες έρευνες αναγκαστικά θα ορμηθούν από αξιολογικές κρίσεις (και όχι απλές ψυχολογικές ή βιολογικές αποφάνσεις) πάνω στην ουσία του ανθρώπου. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί μεσαιωνικοί άνθρωποι, και μάλιστα όχι οι λιγότερο προικισμένοι, ένοιωσαν ως πλήρωμα της ψυχής τους και ως υπαρξιακή ένταση ακριβώς τα πράγματα εκείνα, που από την κοσμοθεωρητική σκοπιά του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ως ετερονομία ή εξευτελισμός του ανθρώπου. Ακόμη και ως προς την καθαρά νοητική δραστηριότητα, η εξονυχιστική διερεύνηση ενός θεολογικού προβλήματος θα πρέπει τότε να προκαλούσε τουλάχιστον ίση ευχαρίστηση ή αίσθηση ελευθερίας όσο αργότερα και μια επιστημονική ανακάλυψη», γράφει ο Π. Κονδύλης από τη δική του οπτική – μια οπτική άγνωστη σε αυτούς (παγανιστές και μη) που αρνούμενοι την ύπαρξη «απόλυτου, υπέρτατού κακού», θεωρούν ωστόσο το Χριστιανισμό και τον Μεσαίωνα το «υπέρτατο, απόλυτο» κακό.

Εάν ο Χριστιανισμός φέρνει την παρακμή και τον Μεσαίωνα, τότε γιατί η ιστορία των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών αρχίζει με τον εκχριστιανισμό τους; Αν ο Χριστιανισμός εκβαρβαρίζει, γιατί οι Νορμανδοί, οι Κέλτες, οι Σλάβοι, οι Ούγγροι άρχισαν να εκπολιτίζονται μέσω του Χριστιανισμού; Πώς γίνεται ο Χριστιανισμός να εκβαρβαρίζει τους Έλληνες, αλλά να εκπολιτίζει τους Άγγλους, τους Σάξωνες, τους Γερμανούς, τους Γότθους, τους Ολλανδούς, τους Γαλάτες, τους Ρώσσους, τους Ισπανούς; Γιατί τα ισχυρότερα και πιο πολιτισμένα κράτη είναι κατά βάση χριστιανικά; Η αλήθεια είναι πως ο Ελληνισμός βρισκόταν σε παρακμή αιώνες πριν τον εκχριστιανισμό του. Ο εκχριστιανισμός του έδωσε δύναμη να επιβιώσει για έντεκα αιώνες σε ένα κράτος στο οποίο αρχικά ήταν μία από τις πολλές εθνότητες και το οποίο μετέτρεψε ουσιαστικά σε ελληνικό. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα σε τι κατάσταση ήταν ακριβώς πριν τον εκχριστιανισμό της η Ελλάδα, ειδικά η νότια, ώστε οι απάτες των αρχαιολατρών να μην ξεγελούν κανέναν. Οι Στράβων, Παυσανίας, Πολύβιος, Δίων Χρυσόστομος, Κικέρων, Πλούταρχος, είναι σύμφωνοι σε αυτό: απόλυτη παρακμή. Γράφουν, «Η Ήπειρος είναι τώρα στο μεγαλύτερό της τμήμα έρημη (...) ώς και το ιερό της Δωδώνης μένει άφωνο σαν όλα τα γύρω. Έρημες είναι και οι ορεινές περιοχές ανάμεσα στην Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Έρημο και το ιερό χώμα της Ολυμπίας, στη διάθεση των ληστών και των κακοποιών. Έρημες η Αθαμανία και η Δολοπία. Η Αιτωλία και η Ακαρνανία διασχίζονται όχι πια από ανθρώπους, μα από κοπάδια αλόγων που βόσκουν. (...) Ανάμεσα στις πόλεις της Φωκίδας, η ανάμνηση των Δελφών είναι μια εύγλωττη μαρτυρία για την καταστροφή των ανθρωπίνων μεγαλείων. Στην Βοιωτία, οι Θεσπιές, η Θήβα, δεν είναι παρά συνοικισμοί που δεν αξίζουν να αναφερθούν. Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό με σκόρπια σπίτια (...) είναι πολύ σπάνιο να ταράζη τα νερά του κάποιο μεγάλο αιγυπτιακό καράβι. (...) Από εκατό πόλεις της Λακωνίας, τουλάχιστον οι εξήντα είναι ερειπωμένες και έρημες. Σε ένα μεγάλο τμήμα της Αργολίδας και της Αρκαδίας που ήταν άλλοτε περίφημη για τον πληθυσμό, τα τείχη τους, οι ναοί τους δεν υπάρχουν πια, όπως η Μεγαλόπολη, που είναι έρημη, αφημένη στα κοπάδια και τα ερείπια. Η Κρήτη είναι νεκρή (...). Η δόξα της Χίου, των Κλαζομενών, της Σμύρνης δεν υπάρχει πια. Η Μίλητος είναι σκιά του εαυτού της. Η Παισός, η Άστυρα, η Πύρα και "μαζί με αυτές πολλές αρχαίες αιολικές πόλεις" αποτελούν θλιβερή ανάμνηση των καλών ημερών. Η θάλασσα που τις αγκαλιάζει είναι τώρα μια επικίνδυνη φωλιά πειρατών. (...) Ο Κικέρων, σαράντα πέντε χρόνια προ Χριστού γράφει: "Εκεί στην Ελλάδα άλλοτε υπήρχαν ακμάζουσες πόλεις. Τώρα αυτές κείτονται σε ερείπια". (...) Ο Δίων ο Χρυσόστομος λίγο αργότερα από τον Παυσανία, μας μιλά πολλές φορές για την έρημη Θεσσαλία, την χωρίς κατοίκους Αρκαδία, για τον Τάραντα, τους Μεταπόντιους, τον Κρότωνα, άφωνες και έρημες πολιτείες, μας περιγράφει για την έρημη και χωρίς κατοίκους Εύβοια, που κανένας πια δεν καλλιεργεί τα χωράφια της, η Εύβοια το νησί των νεκρών πόλεων, όπου τα σπαρτά ωριμάζουν στον περίβολο των ενδόξων τειχών, όπου τα αγάλματα των θεών και των ηρώων κείνται σαβανωμένα μέσα σε πυκνό χορτάριασμα και τα κοπάδια των ζώων βόσκοντας βεβηλώνουν τα αρχαία οικοδομήματα των πόλεων. Υπήρχε κάποτε η Ελλάδα. Τώρα "οι πέτρες και τα ερείπια των μνημείων είναι τα μόνα μέσα που θυμίζουν σε εκείνους, που επέζησαν, το χαμένο μεγαλείο και τη λαμπρότητα" (Orat. Xxxiii˙ vii)» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 267-270). Ο Πλούταρχος, τον 2ο αι. μ.Χ., (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 8, 414a) γράφει ότι «ολόκληρη η χώρα μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να προσφέρει σήμερα τρεις χιλιάδες οπλίτες, όσους έστειλε μόνη της η πόλη των Μεγαρέων στις Πλαταιές» και ότι στη Βοιωτία κάποιος, «μπορεί να κάνει ώρες να συναντήσει άνθρωπο πέρα από κανένα βοσκό». «70 πόλεις των Ηπειρωτών, λέγει ο Πολύβιος, ότι κατέστρεψε ο Αιμίλιος Παύλος (...) και έλαβε μεθ’ εαυτού 150 χιλιάδας αιχμαλώτους. (...) Σήμερον που είναι κατά μέγα μέρος η χώρα (Ήπειρος) έρημος και πολλαί των κατοικιών και ιδίως των πόλεων έχουν εξαφανισθή, και αν ήθελε τις δυνηθή να καθορίση ταύτα λεπτομερώς, δεν θα προσέφερε καμμίαν ωφέλειαν δια τους τόπους, των οποίων η μνήμη τρόπον τινά έσβησε, και των οποίων η ερήμωσις αρχίσασα από πολλού δεν έπαυσεν ακόμη» (Στράβων, 7, 3, c322). «Ένεκα της τελείας ερημώσεως της χώρας (Αρκαδίας), δεν είναι ορθόν να επιμείνωμεν επί της ιστορίας της. Αί πλέον επιφανείς άλλοτε πόλεις καταστράφηκαν ένεκα των συνεχών πολέμων χωρίς να αφήσουν ίχνη, αυτή δε η χώρα έπαυσε να κατοικήται και καλλιεργήται. (...) Η Αιτωλία επίσης και η Ακαρνανία, χώραι εξ ίσου ερημωμέναι (...) Σήμερα δε και αυτή η Μεγάλη Πόλις επαλήθευσε το λογοπαίγνιον του κωμικού ποιητού "το όνομά της είναι Μεγαλερημία και ουχί πλέον Μεγαλόπολις"» (Στράβων, 8, 1, c388). «Η Μεγαλόπολη», γράφει δύο αιώνες μετά ο Παυσανίας (8, 33, 1), «είναι στο μεγαλύτερο μέρος της ερειπωμένη επί των ημερών μας». Δηλαδή η παρακμή συνεχιζόταν αδιάκοπα. «Σήμερον η Μεσσηνία είναι κατά το πλείστον εγκαταλελειμμένη, χωρίς όμως τούτο να είναι κάτι το εκπληκτικόν, αφού και η Λακωνική ακόμη δύναται να μας δώσει την εντύπωσιν της ερημώσεως, εάν την συγκρίνωμεν προς ό,τι ήτο παλαιά. Διότι εκτός της Σπάρτης πρέπει να υπολογίσωμεν και τας τριάκοντα πολίχνας, αι οποίαι παλαιά υπήρχαν πέριξ της Σπάρτης» (Στράβων, Γεωγραφικά, 8, 11, c362). «Σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει πάρα πολύ παραμεληθή (...) ο εις τους Δελφούς ναός είναι πτωχότατος τουλάχιστον εις μέταλλα πολύτιμα, αν όχι εις αφιερώματα» (Στράβων, 9, 4-8, c419-420). «Οι συχνοί πόλεμοι κατερείπωσαν τα μακρά τείχη και το τείχος της Μουνιχίας και περιόρισαν τον Πειραιά εις μικράν κώμην πέριξ των λιμένων και του ναού του σωτήρος Διός» (Στράβων, 9, 15, c395). «Οι Θήβες της Βοιωτίας έχουν το όνομά τους σήμερα περιορισμένο στην ακρόπολη μονάχα και σε λίγους κατοίκους. (...) Και η Δήλος, αν εξαιρέσει κανείς τους Αθηναίους που στέλλονται για την φρούρηση του ιερού, είναι έρημη από (γνήσιους) Δήλιους» (Παυσανίας, 8, 33, 2). «Η Αργολίδα και η Λακωνία κλείνουν η μία ύστερα από την άλλη τα λαμπρά τους εργαστήρια όπλων. Τα ορυχεία του σιδήρου και του χαλκού της Εύβοιας εγκαταλείπονται. Η Αθήνα εγκαταλείπει για πάντα τα πλούσια μεταλλεία του Λαυρίου και τις από αιώνων κεραμουργικές βιομηχανίες της (...) ζη με τα δώρα των Ρωμαίων που θα της προμηθεύσουν τακτικά σιτάρι, τρόφιμα, θα πληρώσουν τους δημόσιους αγώνες της (...). Στα πρώτα της αυτοκρατορίας η Συνέλευση του Δήμου (της Αθήνας) περιόρισε την δικαιοδοσία της και έφθασε στο σημείο να εγκρίνη μόνο διατάγματα επαίνων και τιμών, που υπαγορευόταν "άνωθεν" και η παλιά Βουλή του Δήμου μετατράπηκε σιγά σιγά σε ένα σώμα αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά για παρελάσεις» (C. Barbagallo, Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, εκδ. Δημιουργία, σ. 222, 224, 241). 
 
Από αυτό το μαύρο χάλι έσωσε ο Χριστιανισμός την Ελλάδα. Από μια ασήμαντη, ερημωμένη και ουσιαστικά περιφρονημένη γωνιά μιας απέραντης αυτοκρατορίας, έγινε το κέντρο της χάρη στο Χριστιανισμό και τον Μέγα Κωνσταντίνο. Οι κατηγορίες των αρχαιολατρών, πως με το Βυζάντιο αρχίζει η παρακμή της νότιας Ελλάδας, να ξαναθυμίσουμε τον ιδιότυπο νοτιοελλαδισμό τους, που αγνοεί ότι εκείνη την εποχή (4ος και 5ος αι.) τα κέντρα του Ελληνισμού ήταν εκτός νότιας Ελλάδας, είναι είτε προϊόν άγνοιας είτε εσκεμμένα ψέμματα. Η παρακμή της νότιας Ελλάδας είχε αρχίσει 500 - 600 χρόνια πριν τον Θεοδόσιο και συνεχιζόταν έως αυτόν, δίχως ο Χριστιανισμός να ευθύνεται γι' αυτήν. Δεν προκάλεσε καμμία παρακμή της νότιας Ελλάδας και του Ελληνισμού το Βυζάντιο.
 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 12ο. Συκοφαντιών συνέχεια για το Βυζάντιο...

71. "Στον τόπο μας έχουμε Ρωμηοκρατία».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε όλα τα δημοτικά τραγούδια ο λαός μας, ονομάζεται Ρωμηός. Πώς γίνεται να έχουμε Ρωμηοκρατία, αφού ο λαός είναι Ρωμηός;

-Οι ρεμπέτες ξένοι κυρίαρχοι είναι μήπως κι αυτοί, που στα τραγούδια τους βρίσκεις δεκάδες φορές τη λέξη Ρωμηός ως εθνικό προσδιορισμό του λαού που κατοικεί στον τόπο αυτό, αλλά ουδέποτε βρίσκεις το Ελληνας; Οι ρεμπέτες δεν μπορεί να κατηγορηθούν ως θρησκόληπτοι, διότι δεν είχαν πολλά πάρε δώσε με την θρησκεία, κι όμως Ρωμηοί ήταν και για Ρωμηούς έγραφαν.

-Ο Σεφέρης, ο Παλαμάς, που χρησιμοποιούσαν τα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη; Προδότες ήταν; Ή μήπως ήταν παραπλανημένοι;

-Ο Ρίτσος, που έγραψε την Ρωμιοσύνη, μήπως ήταν πράκτορας των Ρωμηών;

-Ο Σουρής, που την εφημερίδα του την ονόμασε Ρωμηός, είναι κι αυτός ξένος και ανθέλληνας; Μόνο ένας ανιστόρητος θα το έλεγε αυτό. Το Ρωμηός σημαίνει Έλληνας, για όλους εκτός από τους φανατικούς αρχαιολάτρες που νομίζουν πως επειδή όλοι οι παραπάνω μιλάνε για Ρωμηούς, είναι «ξένοι κατακτητές».

Το επιχείρημα πως το «Ρωμηός» είναι ξενικής προέλευσης και γι' αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται είναι εσφαλμένο γιατί στηρίζεται στο αφελές ιδεολόγημα ότι μόνο ό,τι προέρχεται από την αρχαία εποχή είναι πραγματικά ελληνικό. Τα έθνη στη διάρκεια των αιώνων προσλαμβάνουν και αποβάλλουν πολλά στοιχεία, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι χάνουν την εθνικότητά τους.

Οι Γαλάτες της Γαλατίας με τον κελτορωμαϊκό πολιτισμό τους κατακτήθηκαν τον 5ο αι. από την γερμανική φυλή των Φράγκων, οι οποίοι πάντοτε ήταν ένα μικρό ποσοστό των κατοίκων της Γαλλίας, αλλά όλοι πλέον λέγονται Φράγκοι και το κράτος ονομάζεται «Φραγκία» (France), δίχως κανείς Γάλλος να φέρνει αντίρρηση λόγω του ξενικού ονόματος, ή να το θεωρεί σύμβολο ξένης κατοχής, έπειτα από 15 αιώνες. Οι Φράγκοι εκγαλατίστηκαν και εκλατινίστηκαν. Οι Ρώσοι ονομάζονται «Ρώσοι» επειδή τον 9ο αι. μια σκανδιναβική φυλή, οι Ρώς κατέκτησαν τα εδάφη της σημερινής Ρωσίας και έδωσαν το όνομα τους στην χώρα και τους σλαβικούς πληθυσμούς που ζούσαν εκεί, αλλά κανείς Ρώσος δεν αισθάνεται ως ξένο το όνομα «Ρώσος». Τόσο στην περίπτωση των Φράγκων όσο και των Ρώσων, οι λιγοστοί κατακτητές αφομοιώθηκαν και με το πέρασμα λίγων αιώνων έπαψε να υφίσταται διαφορά, και είναι παράλογη η ιδέα πως οι Σλάβοι της Ρωσίας ή οι κάτοικοι της Γαλλίας είναι υπό ξένη κατοχή μόνο και μόνο επειδή τους έμεινε ένα αρχικώς ξένο όνομα. Το αντίθετο, είναι περήφανοι για το όνομά τους.

Η Αγγλία επίσημα ονομάζεται «Μεγάλη Βρετανία» εξαιτίας της κατάκτησής της πριν 10 αιώνες από τους Βρετανούς Νορμανδούς της Βρετάνης, η οποία είναι μια επαρχία της Γαλλίας. Κανείς όμως κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ζήτησε να αλλάξει το όνομα της χώρας του επειδή είναι ξενικής προέλευσης. Αντίθετα, το θεωρούν δικό τους. Αν αυτά ισχύουν για διάστημα 10 αιώνων, τι πρέπει να ισχύει για διάστημα 18 αιώνων; (Από το 212 μ.Χ.)

Χαρακτηριστικά, γράφει ο ανώνυμος Φράγκος συγγραφέας του «Χρονικού του Μωρέος» (14ος αι.) για το ποιοί είναι οι «Ρωμαίοι-Ρωμηοί»: «Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι / Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν / -πολλά ήταν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν - / από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων.» (στιχος 795)

Λοιπόν το όνομα Ρωμηός έγινε δικό μας, διότι το κάναμε δικό μας και το πήραμε γιατί είμασταν οι καλλίτεροι και οι πιο άξιοι, όσο κι αν στους ξένους φάνηκε «αλαζονική» η πράξη αυτή. Όπως λέει κι ο Ψυχάρης: «τόσο το καλύτερο αν έχουμε δύο δόξες αντί μία» (Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Λαογραφικά μελετήματα, εκδ. Νέα σύνορα-α.λιβάνης, σ. 224).

Αιώνες πριν το Χρονικό του Μωρέος, ο επισκοπος Βιέννης γράφει ενθουσιασμένος στον Χλωροβίκο (Κλόβις), πρώτο βασιλιά των Φράγκων που βαφτίστηκε Χριστιανός στα τέλη του 5ου αι., «Η Ελλάδα μπορεί να χαίρεται που έχει εκλέξει ένα δικό μας (ορθόδοξο) αυτοκράτορα» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ' σ. 144). Με το Ελλάδα εννοεί την Ρωμανία, δηλαδή το Βυζάντιο , και μάλιστα πρωτού ο όρος αυτός λάβει στους Καθολικούς την έννοια του αιρετικού (πράγμα που έγινε το 794). Πράγμα που σημαίνει ότι από τότε ήδη ήταν γνωστό τοις πάσι ποιος είναι αυτός οι παράξενος λαός ονόματι [ουδέποτε αυτοαπεκλήθη έτσι] «Βυζαντινοί».

Τα ονόματα δεν έχουν καμμία «αναλλοίωτη» «ουσία», αλλά πως η σημασία τους αλλάζει κάθε φορά, ανάλογα με τον χρήστη τους και τη χρήση τους, και πως κάθε σημασία που δίνεται σε κάθε εποχή είναι τόσο έγκυρη όσο και η αρχική σημασία, κατά την συγκεκριμένη εποχή. Κι αυτό είναι πολύ λογικό: ό,τι σήμερα είναι ξένο, αύριο είναι οικείο, και το ανάποδο.

Το όνομα Ρωμαίος λοιπόν εξελληνίστηκε λόγω των εξής γεγονότων: 1) του πολιτιστικού εξελληνισμού των Αρχαίων Ρωμαίων από τον 1ο π.Χ. αι. και μετά, 2) της πολιτικής εξομοίωσης μεταξύ Ιταλών κατακτητών και μη Ιταλών υπεταγμένων με το διάταγμα του 212 μ.Χ που έδινε σε όλους ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, 3) της μεταφοράς της πρωτεύουσας στον ελλαδικό χώρο το 330 μ.Χ. που σήμαινε πως η κυρίαρχη συνιστώσα του κράτους θα ήταν πλέον οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί του ανατολικού τμήματος, κι όχι οι λατινόφωνοι της Ιταλίας, 4) της καθιέρωσης του χριστιανισμού ο οποίος κατά βάση ήταν διαδεδομένος σε ελληνικούς κι όχι λατινικούς πληθυσμούς.

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (το ανατολικό τμήμα της) εξελληνίστηκε ξαφνικά, σε μία μέρα, το 330 μ.Χ. επειδή χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη ή απλώς επειδή θρησκεία του κράτους έγινε η χριστιανική (όπως λένε ορισμένοι θεοκράτες νεοπαγανιστές, οι οποίοι λατρεύουν τον παγανιστή Βυζαντινό Ιουλιανό και απαιχθάνονται τον Χριστιανό Βυζαντινό Κωνσταντίνο). Αυτό έγινε λόγω σωρείας διαδοχικών γεγονότων αιώνων (1ος μ.Χ. - –4ος μ.Χ.), τα οποία έθεσαν το ανατολικό κράτος υπό τον έλεγχο των Ελλήνων του ανατολικού τμήματος.

Οι νεοπαγανιστές άλλοτε γράφουν (Δελτίο τύπου ΥΣΕΕ # 59) ότι ο πολιτισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξε κατά μεγάλο τμήμα του ελληνικός, και άλλοτε πάλι, όταν τους πιάνει ο αρχαιο-μικροελλαδισμός τους, γράφουν (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 10) ότι δεν υπήρξε «ελληνορωμαϊκός» πολιτισμός, ότι «Ελληνισμός και Ρωμαϊσμός είναι έννοιες αντιδιαμετρικά αντίθετες». Η γνωστή τους τακτική, άλλοτε να αναφέρουν με υπερηφάνεια τους παγανοφαναριώτες κι άλλοτε να αρνούνται κάθε σχέση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Και τέλος πάντων, γιατί οι νεοπαγανιστές έχουν τόση παραληρηματική ψύχωση με το «Ρωμηός»-Ρωμαίος και θεωρούν το «Ρωμαίος» μη ελληνικό, την στιγμή που το ίνδαλμά τους, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης γράφει αυτά εδώ: «Άλλωστε οι Ρωμαίοι ανήκουν στο γένος των Ελλήνων» (Ιουλιανού, Εις τον βασιλέαν Ήλιον προς Σαλούστιον, 39, 153a) και «(...) γνωρίζω ότι κι εσείς (οι Ρωμαίοι) από αυτούς (τους Έλληνες) κατάγεστε» (Ιουλιανού, Συμπόσιον ή Κρονιάς, 324a). Στα ίδια (Εις τον βασιλέαν Ήλιον, 39, 153a), ο Ιουλιανός γράφει: «ο Ήλιος αναγνώρισε την πολιτεία μας (τη Ρώμη) Ελληνική τόσο στην καταγωγή όσο και στο πολίτευμα». Τί πρόβλημα έχουν λοιπόν οι Ν/Π με το όνομα «Ρωμαίος- Ρωμιός» αφού το ίνδαλμά τους, ο Ιουλιανός, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες στην καταγωγή και στα πάντα; Πώς ισχυρίζονται ότι «η Ελλάδα ήταν υπόδουλη (146 π.Χ. - 1453 μ.Χ.) στους Ρωμαίους», αφού τους διαψεύδει ένας Ρωμαίος που αποκαλούνταν Έλλην;

Η ξεπερασμένη αντίληψη περί ιστορίας, που έχουν οι εθνικιστές, «αρχαιολάτρες» και νεοπαγανιστές, τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό, απλώς διότι δεν έγινε καμμιά επανάσταση τον 4ο αιώνα, ώστε η Αυτοκρατορία να γίνει από Ρωμαϊκή Ελληνική. Κοιτούν τις λέξεις και δεν εξετάζουν την αλλαγή στο νόημα των λέξεων. Βλέπουν την λέξη «Ρωμαίος» σε κείμενα του 1ου μ.Χ. αι., την ξαναβλέπουν σε κείμενα του 7ου μ.Χ. αι. και νομίζουν ότι σημαίνει τον ίδιο λαό, τον ίδιο κόσμο, το ίδιο πράγμα! Φυσικά, το νομίζουν αυτό, επειδή δεν μπαίνουν στον κόπο να εξετάσουν, αν σημαίνει το ίδιο πράγμα. Δεν κοιτούν ότι το «Ρωμαίος» του 5ου αι. μ.Χ. σήμαινε τον ελληνόφωνο κάτοικο της Ελλάδας και της (ελληνικότατης) Μικράς Ασίας, ενώ πέντε π.Χ. αιώνες πιο πριν σήμαινε τον λατινόφωνο κάτοικο της Ιταλίας. Τα ονόματα αλλάζουν σημασία. Και η περίπτωση αυτή, όπου το «Ρωμαίος» κατέληξε να σημαίνει τον Έλληνα, δίχως να χρειαστεί καμμία επανάσταση, οι ίδιοι οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι εξελλήνισαν τον εαυτό τους – είναι χαρακτηριστική. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει επανάσταση, ώστε να αλλάξει η σημασία ενός ονόματος˙ ούτε να γίνει επανάσταση, ώστε να αλλάξει χέρια το κράτος. Οι ίδιοι οι λατινόφωνοι της Ιταλίας, εξελληνίστηκαν, έδωσαν τον τίτλο του «Ρωμαίου» σε κάθε κάτοικο της Αυτοκρατορίας κι εν τέλει, μετέφεραν την έδρα της σε ελληνικά εδάφη. Όταν έπαψε να υφίσταται η δυτική αυτοκρατορία, ο μόνος λαός που οι εξελληνισμένοι «Ρωμαίοι» της ανατολικής αυτοκρατορίας ήταν ταυτισμένοι μαζί του, ήταν οι Έλληνες.

Λένε συνεχώς οι αρχαιολάτρες και οι Ν/Π ότι το «Έλλην» είναι το ανώτερο, διότι σχετίζεται με την λογική και τον ορθολογισμό και την γνώση και την επιστήμη, ενώ το «Ρωμιός» τάχα ταυτίζεται με το σκοταδισμό και την πίστη και την αμάθεια. Αυτός ο («μη εθνικιστικός») ορισμός του Έλληνα είναι αυθαίρετος και εκτός ιστορικής πραγματικότητας. Βασίζεται στην επιρροή της αίγλης του 5ου π.Χ. αιώνα, κατά τον οποίο ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός άνθισε. Λοιπόν, οι Έλληνες του 5ου π.Χ. αι., που εδίωξαν τον Πρωταγόρα, τον Πυθαγόρα, τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο, τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη (τον οποίον καταδίκασαν εις θάνατον), που πολέμησαν με άλλα λόγια την Φιλοσοφία και την Γνώση, αυτοί δεν ήταν Έλληνες; Κι αν δεν ήταν, τί ήταν τότε; Γιατί δεν αγαπούσαν την γνώση, την επιστήμη και την έρευνα; Τί έφταιξε και, όντας Έλληνες, στράφηκαν κατά των φιλοσόφων; Θα μας πει κανείς; Οι Έλληνες ειδωλολάτρες του 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα, που τό ‘χαν ρίξει στη μαγεία, στην αστρολογία, στη «θεουργία» και την τυφλή πίστη, άραγε αυτοί δεν ήταν πλέον Έλληνες; Τί ήταν, Ζουλού; Αν δεχτούμε ότι η ουσία της Ελληνικότητας, του (αρχαίου) «Έλληνα» είναι ο Λόγος και η Έρευνα, τότε ο αρχαίος ελληνικός όχλος, οι λαϊκές μάζες που φτωχοζούσαν, οι ανίδεοι αγρότες και οι τσοπάνοι, που έβοσκαν πρόβατα στις βουνοπλαγιές και δεν άκουσαν ποτέ τίποτε για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο, τον Πρωταγόρα, ίσως μόνο όταν εξόριζαν τον Πρωταγόρα και έκαιγαν τα γραπτά του, αυτοί δεν είχαν «Ελληνικότητα», δηλαδή δεν ήταν Έλληνες!! Όμως αυτό το συμπέρασμα είναι απλώς η απόδειξη του αδιεξόδου του ελιτιστικού ορισμού της ελληνικότητας. Διότι όλοι αυτοί οι άσημοι αρχαίοι Έλληνες, ο όχλος, ήταν Έλληνες ακριβώς όπως και οι φιλόσοφοι, και συνεπώς το «Έλλην» δεν είναι φύσει κάτι το ανώτερο ή το συσχετιζόμενο με τον Λόγο ή την... Επιστήμη.

Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί να δωθεί εάν ισχύει ο παράλογος (=μη ιστορικός) ορισμός που δίνουν για τον «Ελληνα» οι νεοπαγανιστές. Το όνομα «Έλληνας» δεν είναι ουρανοκατέβατο, ώστε να έχει συνεχώς μία απαράλλαχτη σημασία. Είναι ανθρώπων δημιούργημα και αλλάζει σημασίες από εποχή σε εποχή, ανάλογα με αυτούς που το χρησιμοποιούν κι εκφράζονται από αυτό. Αφού είναι ανθρώπινο δημιούργημα και δεν έχει μία απόλυτη σημασία, γιατί τότε οι νεοπαγανιστές επιλέγουν να ορίσουν το «Ελλην» ως «το τέλειο, το σύμφωνο με την λογική και την επιστήμη και την Γνώση» κι όχι ως «τσαρλατανισμό-θεουργία του 3ου μ.Χ. αιώνα» ή ως «διώξεις κατά φιλοσόφων του 5ου π.Χ. αι.»; Και οι δύο όψεις είναι εξίσου ισότιμα τμήματα της «ελληνικότητας». Με ποιο δικαίωμα παραχαράσουν την αλήθεια, μη δίνοντας την ίδια σημασία στην άλλη όψη; Με το κριτήριο της παλαιότητας; Αυτό είναι κατ' αρχήν ρομαντικό κριτήριο («όλα ήταν κάποτε ωραία και μετά εκφυλίστηκαν»), αφετέρου η έννοια της «παλαιότητας» είναι σχετική: θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει «αυθεντικά παλαιότερη ελληνικότητα» την ανορθολογική εποχή του 1.000 π.Χ. κι όχι τον 5ο π.Χ. αιώνα. Με το κριτήριο της χρονική διάρκειας, η «ανορθολογική» νοηματοδότηση του «Ελληνα» έχει πολύ περισσότερη διάρκεια από ότι η εποχή των φιλοσόφων (5ος - 3ος π.Χ. αι.). Όταν λοιπόν ο κάθε ιδεαλιστής εθνικιστής θέλει να παρουσιάσει το «Ελληνας» ως διαχρονικά συνώνυμο του λόγου, της γνώσης, της έρευνας, είναι ολοφάνερο πως αυθαιρετούν εσκεμμένα, διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια.

Το όνομα Ελλάδα στην αρχή της επανάστασης του 1821 βεβαίως ουδεμία σχέση είχε με τις φαντασιώσεις των σημερινών Ν/Π. Ελλάδα σήμαινε τα Βαλκάνια, όπως έχουμε πει παραπάνω. Επιπλέον η σημασία της λέξης Ελλάδα δεν ήταν η ίδια, ούτε και κατά την ίδια την Αρχαιότητα. Ως γνωστό, στους ομηρικούς χρόνους Ελλάδα σήμαινε την περιοχή της Φθιώτιδας. Οι υπόλοιποι Έλληνες δεν λέγονταν Έλληνες, αλλά Δαναοί ή Αχαιοί ή Αργείοι. Στην γεωμετρική εποχή (1100 - 800 π.Χ.) επικράτησε το Ελλάδα μόνο για την περιοχή από τις Θερμοπύλες και νοτιότερα. Ο Θουκιδίδης, τον 5ο αιώνα στις περιοχές που ονομάζονταν ώς τότε «Ελλάδα» προσθέτει και την Ήπειρον. Ο Δημοσθένης (19, 303) γράφει «τὴν Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησον», αποκαλώντας Ελλάδα την Ρούμελη κι όχι τον Μωριά, ο Παυσανίας, γράφει την ''Ελλάδος Περιήγησιν'' επισκεπτόμενος τις χώρες νότια της Θεσσαλίας μόνο, αλλού όμως, περιλαμβάνει και την Ήπειρο («Ἑλλὰς ἡ πέραν Ἰονίου») ενώ αλλού («πᾶσα ἡ Ἑλλὰς») όλες τις χώρες μαζί και τα παράλια της Μ. Ασίας. Στους ελληνιστικούς χρόνους Έλληνες ονομάζονταν όσοι μιλούσαν ελληνικά. Στην Ρωμαιοκρατία υπήρχε επαρχία Αχαΐας και επαρχία Μακεδονίας, αλλά όχι επαρχία Ελλάδας. Στο «θέμα Ελλάδας» των βυζαντινών χρόνων συμπεριλαμβάνονται η ανατολική Θεσσαλία, η ανατολική Ρούμελη, η Εύβοια, και ορισμένα νησιά των Κυκλάδων μαζί με την Λήμνο, ενώ υπάρχει το θέμα Πελοποννήσου, το θέμα Νικοπόλεως, Κρήτης, Θεσσαλονίκης, Στρυμώνα, Κεφαλλονιάς, Αιγαίου. Ο βασιλιάς της Νικαίας ονομάζει Ελλάδα την Μικρά Ασία, ενώ διάφοροι άλλοι Έλληνες, με το Ελλάδα (ή Ελλάς) εννοούν όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα ίδια ισχύουν και για άλλα ελληνικά ονόματα περιοχών, όπως η Θράκη, που αρχικά περιελάμβανε την χώρα από Βυζάντιο ώς τον Όλυμπο, κι από το Δούνανη ώς το Αιγαίο, στα χρόνια του ο Θουκιδίδης αποκαλεί την Χαλκιδική «Θράκη» (1, 57) και τον πόλεμο στη Χαλκιδική «τὸν ἐπὶ Θράκης Χαλκιδικὸν πόλεμον» (2, 96, 2)˙ στα βυζαντινά χρόνια, «Θράκη» λεγόταν μόνο η βορειοανατολική περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Παρομοίως, αρχικά «Μακεδονία» λεγόταν μόνο η σημερινή Δυτική Μακεδονία. Τα ονόματα, λοιπόν, ουδέποτε είχαν σταθερή σημασία.

Ισχυρίζονται οι εθνικιστές «αρχαιολάτρες» πως το Ρωμηός συμπεριελάβανε κατά την Τουρκοκρατία και άλλα έθνη εκτός του ελληνικού, οπότε δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από τους Νεοέλληνες. Αυτό βέβαια είναι μερικώς μόνο σωστό, διότι οι Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, κλπ λαοί, παρ' όλο που τυπικά συμπεριλήφθησαν μεταξύ 1500 - 1850 στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν έγιναν Ρωμηοί, διότι σε 350 - 400 χρόνια μόνο δεν αλλάζει η εθνική συνείδηση (δεδομένης της προΰπαρξης σερβικού και βουλγαρικού κράτους πριν την κατάληψη της Βαλκανικής από τους Τούρκους) και διότι γλώσσα της λειτουργίας ήταν η σερβική, βουλγαρική, ρουμανική αντίστοιχα κι όχι η ελληνική. Παρ' όλο που οι Τούρκοι για ένα διάστημα πράγματι απεκαλούσαν όλους τους βαλκάνιους Ορθόδοξους «Ρούμ»=Ρωμαίους, ωστόσο οι Σέρβοι - Βούλγαροι - Ρουμάνοι δεν αυτοαπεκλήθησαν ποτέ Ρωμηοί. Ο Δούκας γράφει: «Τοῦτο τοὺς Ἀλβανοὺς εὐαριθμήτους ἐποίησεν, Βλάχους ὁμοίως Σέρβους καὶ Ρωμαίους εἰς τέλος ἠφάνισεν» ταυτίζοντας έτσι τα ονόματα Ρωμαίος και Έλληνας. Μιλήσαμε για τον Νικήτα Χωνιάτη, που αντί για Ρωμαίους γράφει Έλληνες, ταυτίζοντας τον λαό που έχει τα ονόματα αυτά. Ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν, τον 14ο αι. παίρνει τον τίτλο στα ελληνικά του έγγραφα: «Στέφανος εν Χριστώ τώ Θεώ Πιστός Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας», στα σερβικά του έγγραφα όμως, γράφει: «Στέφανος εν Χριστώ τώ Θεώ πιστός βασιλεύς των Σέρβων και των Γραικών». Οι Ρωμαίοι είναι οι Γραικοί, αφού με το όνομα Ρωμαίος ο Δουσάν δεν εννοεί τους Σέρβους. Ο Βούλγαρος Συμεών ονομάζει τον εαυτό του «Βασιλεύς Βουλγάρων και Ρωμαίων». Το ίδιο συναντάμε και σε άλλα κείμενα. Οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί αναφέρονται με τα γνωστά σημερινά τους ονόματα˙ Ρωμαίοι είναι μόνο οι Έλληνες. Το «Ρωμαίος» αφορά μόνο όσους λαούς ζούσαν εντός των συνόρων της Αυτοκρατορίας κατά την εποχή του εκχριστιανισμού της, οι οποίοι σταδιακά εξελληνίστηκαν (όσοι από αυτούς δεν ήταν Έλληνες ή ήδη εξελληνισμένοι τον 4ο αι.). Οι Σλάβοι των Βαλκανίων, που κατέφθασαν 2 - 3 αιώνες αργότερα δεν μετείχαν στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (χριστιανικό ή εθνικό) ούτε στη δημιουργία του ορθόδοξου πολιτισμού: απλώς κατοίκησαν στα ρωμαϊκά εδάφη. Όπως και νά ‘χει, οι νεοπαγανιστές δεν γίνεται από την μία να ισχυρίζονται τέτοια πράγματα για το Ρωμηός, κι από την άλλη να ισχυρίζονται πως το «Έλληνας» των Πατέρων της Εκκλησίας και των διαταγμάτων των Αυτοκρατόρων είχε εθνική σημασία, παρ' όλο που οι ίδιοι οι νεοπαγανιστές τονίζουν αλλού πως το Έλληνας σήμαινε πλέον τον παγανιστή, δηλαδή ήταν θρησκευτικό, άρα και πολυεθνικό όνομα. Αφού ήταν όνομα για πολλούς λαούς, ας μην κλαίνε οι νεοπαγανιστές γι' αυτούς τους «Έλληνες», διότι δεν ήταν Έλληνες, αλλά κυρίως Σλάβοι, Σύριοι, Λατίνοι, Αλβανοί κ.ά. Όταν βέβαια τους νεοπαγανιστές τους πιάνει... η απροσεξία, τότε ρητά αναφέρουν ότι το «Ρωμαίοι» - Ρωμηοί σημαίνει Έλληνες και μόνον Έλληνες, κι όχι τους άλλους ορθόδοξους λαούς˙ και έτσι το επιχείρημα ότι το Ρωμιός δεν είναι εθνικό μας όνομα, αλλά όνομα κι άλλων λαών, καταρρίπτεται από τα ίδια τους τα λόγια. Για παράδειγμα, γράφουν ότι το 1905 οι Βούλγαροι «Κατέλαβον την Ανατολική Ρωμυλία (Χώρα Ρωμαίων: Ελλήνων)». Ρωμαίοι = Έλληνες λοιπόν, όπως ρητά επεξηγούν. Άρα αυτοί που κατά τον μεσαίωνα λέγονταν «Ρωμαίοι», οι Βυζαντινοί, αυτοί που οι νεοπαγανιστές αποκαλούν «μη Έλληνες», αυτοί ήταν Έλληνες, και το κράτος τους ήταν Ελληνικό.

Λανθασμένη είναι η άποψη πως το όνομα Ρωμαίος - Ρωμηός ήταν το επίσημο μόνο όνομα των πολιτών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενώ αυτοί δήθεν προτιμούσαν άλλα ονόματα: Όπως φαίνεται από όλο το έπος του Διγενή Ακρίτα που λαμβάνει χώρα στα ανατολικά σύνορα της Ρωμανίας, ακόμα και στα σύνορα οι κάτοικοι (οι ακρίτες) αποκαλούνταν Ρωμαίοι. Αν οι υπήκοοι της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας προτιμούσαν ή χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους άλλο όνομα διαφορετικό του επίσημου Ρωμηός τότε γιατί μετά την κατάλυση της Ρωμανίας συνέχισαν να αποκαλούν τον εαυτό τους με το επίσημο όνομα κι όχι με αυτό (ποιό;) που υποτίθεται πως χρησιμοποιούσαν αναμεταξύ τους; Το όνομα Ρωμηός λοιπόν δεν ήταν απλώς κρατικό όνομα ή ένα όνομα υπηκοότητας δοσμένο από το κράτος, αλλά εθνικό όνομα, γι' αυτό άλλωστε και επέζησε και της πτώσης του Βυζαντίου.

Αστήριχτη επίσης είναι η άποψη πως οι πρόγονοι μας είχαν το όνομα Ρωμηός επειδή έτσι τους ωνόμαζαν οι κατακτήσαντες αυτούς Τούρκοι. Αυτό αποδεικνύεται από περιοχές (π.χ. Κύπρος, νότια Ελλάδα, Κρήτη κ.ά.) όπου μεταξύ βυζαντινής περιόδου και Τουρκοκρατίας μεσολάβησε η Φραγκοκρατία, κατά την οποία ωστόσο οι κάτοικοί τους συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται Ρωμηοί. Οι Τούρκοι, λοιπόν, δεν εφηύραν το όνομα Ρωμηός ούτε το επέβαλαν, αλλά συνέχισαν να μας αποκαλούν με το ίδιο όνομα που είχαμε και πριν την υποδούλωσή μας, όταν είμασταν ένδοξη και πανίσχυρη κοσμοκρατορία. Αν υπάρχει κάποιος χαρακτηρισμός που οι Τούρκοι μάς προσέδωσαν αυτός είναι το «ραγιάδες» (=κοπάδι), που φυσικά και είναι ταπεινωτικό. Το Ρωμηός όμως προϋπήρχε της τουρκικής κατάκτησης και δεν είναι καθόλου όνομα σκλαβιάς. Αντίθετα, υπενθυμίζει (την αυτοκρατορία) την αυτοκρατορικότητα και τα παλαιά μεγαλεία του γένους μας.

Ανιστόρητη είναι η άποψη πως κατά την «βυζαντινή» εποχή αυτοαποκαλούνταν «Ρωμηοί» μόνο στην Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία, ενώ στην σημερινή Ελλάδα αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες». Στο «Χρονικό του Μωρέος», γραμμένο τον 14ο αι. από Φράγκο της Πελοποννήσου, παντού γίνεται λόγος για Ρωμαίους κι όχι για Έλληνες, διότι έτσι αυτοαποκαλούνταν τότε οι πρόγονοί μας. π.χ. «Ποτέ Ρωμαίου μη εμπιστευτής δια όσα και σού ομνύει / όταν θέλει και βούλεται του να σε απεργώση», γράφει ο Φράγκος στο χρονικό του. Αυτό, μαζί με τον Διγενή Ακρίτα, και με τα δημοτικά τραγούδια, δείχνουν ότι το «Ρωμηός» ήταν εθνικό όνομα κι όχι απλώς κρατικό.

- Ο Στερεοελλαδίτης Παλαμάς λέει: «Το όνομα Ρωμηός κάθε άλλο παρά ντροπή είναι. Αν δε το περιμαζώνει αγριελιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό, και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτι.» Τονίζει ο Παλαμάς: «Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμιός ο ραγιάς, ο Ρωμιός ο αδούλωτος, ο Ρωμιός ο Έλλην...», για να καταλήξει: «κάποιο αγνότερο και πιο βαθύ αίσθημα μουσικό, δε μπορεί παρά να βρει ακόμα, στη λέξη ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, κάτι τι ποιητικά και μουσικά χρωματισμένο, κάτι τι φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο, που νομίζω πως δεν το έχει ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, με όλη του τη βαριά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια».

-Στο κλεφτικο τραγούδι του Βλαχάβα, ενός αρματολού, αυτός λέει:

«Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θε να πεθάνω!»

- Ο Θεσσαλός Ρήγας Φερραίος λέει: «Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμηοί Για την ελευθεριά να ζώσουμε σπαθί!»

-Σ' ένα μεσαιωνικό τραγούδι λέγεται: «Δράκοι και δρακοντόπουλα, ΡΩΜΑΙΙΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ»,

- Ο Κρητικός ήρωας Δασκαλογιάννης γράφει: «Με την καρδιά του ήθελε την Κρήτη Ρωμηοσύνη», και

«Ούλ' οι Ρωμηοί θα σηκωθούν και την Τουρκιά θα φάνε!»

- Ο Κύπριος ποιητής του 19ου αι. Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημά του «Ρωμιοσύνη» γράφει:

«Η Ρωμιοσύνη εν(=είναι) φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!»

- Το δημοτικό τραγούδι της Κύπρου λέει για την Άλωση της Πόλης:

«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, / Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. / Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγίαν, / το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. (...) / Ήλιε μου ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε / κι εις την Κωνσταντινόπολην, την πρώτην φουμισμένην / και τώρα την Τουρκόπολην, δε πρέπει πιο (=πια) να φέγγεις.»

-Το δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου λέει: «της Ωριάς το κάστρο (...) Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα, Ρωμιοί το παραστέκουν δεκατέσσερις»

- Το δημοτικό τραγούδι του Πόντου λέει: «“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!” -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.»

- κι ο Αιγαιοπελαγίτης Γιώργος Σουρής, γράφει χαρακτηριστικά για την αρχαιοπληξία:

«Oποιος γυρεύει μνήματα της κλασσικής παιδείας,
όποιος ξεθάβει άγαλμα καμμιάς ή κανενός,
κι αν Κουμανούδης λέγεται, κι αν είναι Καββαδίας,
θα θάβεται με τ’ άγαλμα κι εκείνος ζωντανός.
Θα λείψουν τόσα μάρμαρα και οι αρχαιολόγοι,
κ’ η δόξα τότε η παλιά το έθνος δεν θα τρώγει».

-Ο Ψυχάρης γράφει «Όταν στο 1821 ο Μπότσαρης και οι όμοιοί του ξεσηκώνονταν, υπάκουαν χωρίς μήτε να το ξέρουν σε μια ρωμαϊκή πολιτική ώθηση» (άρθρο στο Orde Public, 29 Ιουλ. 1919, στον Μ. Κριαρά, Ψυχάρης, Αθήνα 1981, σ. 236).

-Και για να μην υπάρξει ασάφεια περί της σημασίας των παραπάνω, γράφει ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης: «Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (...) να ξαναπιάσει ο Ρωμιός την διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με την θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δεν είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι, δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια, πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει» (Ι. Δραγούμη, Ελληνικός Πολιτισμός, εκδ. Φιλόμυθος, σ. 52).

Πώς αντιδρούν οι νεοπαγανιστές σε όλους αυτούς; Μα, με τα γνωστά επιχειρήματα: Όλοι αυτοί ήταν «παραπλανημένοι», «προδότες του ελληνικού ήθους», «ιουδαίοι στο ήθος», και άλλες τέτοιες εμετικές ύβρεις που οι παγανιστές ξεστομίζουν δίχως ντροπή. Άλλωστε, το μόνο επιχείρημα των παγανιστών είναι οι ύβρεις και το «εμείς τα ξέρουμε όλα, εσείς είστε παραπλανημένοι». Σοβαροί άνθρωποι.
 

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

«Ἕνα συμπόσιο ὁρόσημο γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ στὴν Ἑλλάδα»



«Ἕνα συμπόσιο ὁρόσημο γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ στὴν Ἑλλάδα»

Tὸ συμπόσιον ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Σεβ. Περιστερίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ὡς ὁρόσημον! Αὐτὴ εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ Σεβ. Γρηγορίου! Προσυπογράφει καὶ «τὰ συμπεράσματα… πὼς μεταξὺ τῶν δύο παραγόντων δὲν ὑφίστανται ἀντιφατικὲς διαφορές»; Παραθέτομεν ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρον τῆς ἐφημερίδος «Καθολικὴ» τῆς 15ης Σεπτεμβρίου 2022:

Ἀπὸ τὶς 26 ἕως τὶς 28 Αὐγούστου πραγματοποιήθηκε τὸ 16ο Διαχριστιανικὸ Συμπόσιο, φιλοξενούμενο ἀπὸ τὸν ἀγαπητό, νέο Μητροπολίτη Περιστερίου κύριο Γρηγόριο στὴ Μητρόπολή του. Ἡ φιλοξενία του ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε προσμονὴ θετική, πλούσια, γενναιόδωρη καὶ ἀδελφικὴ καὶ τοῦ ὀφείλουμε ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.




Τὸ συμπόσιο αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ 30 χρόνια καὶ ἔχει οἰκουμενικὸ καὶ ἀκαδημαϊκὸ χαρακτῆρα. Φορεῖς αὐτοῦ τοῦ Συμποσίου εἶναι ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἰνστιτούτου Πνευματικότητας τοῦ Πανεπιστημίου «Antonianum» τῆς Ρώμης. Πραγματοποιεῖται κάθε δύο χρόνια, ἐναλλάξ, μία φορά στὴν Ἰταλία καὶ μία φορά στὴ Ἑλλάδα καὶ στὴ χώρα μας φιλοξενεῖται ἀπὸ κάποιον ὀρθόδοξο μητροπολίτη.
 


Τὸ συμπόσιο αὐτό, μαζὶ μὲ τὴν Βιβλικὴ Ἑταιρεία, ἀποτελοῦν τὶς δύο κύριες οἰκουμενικὲς πρωτοβουλίες στὴν Ἑλλάδα. Εἶναι τόσα σπουδαία ἡ οἰκουμενικὴ αὐτὴ προσπάθεια ὥστε, ὅταν ὁ Πάπας Φραγκίσκος, κατὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφτηκε τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο, στὴν προσφώνησή του σὲ αὐτὸν εἶπε: «Θὰ ἤθελα ἐπίσης νὰ ὑπενθυμίσω (…) τὴ σημασία τῶν διαχριστιανικῶν συμποσίων, ποὺ προωθεῖ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης σὲ συνεργασία μὲ τὸ Ποντιφικὸ Πανεπιστήμιο Antonianum τῆς Ρώμης»…

…Τὰ Συμπόσια αὐτὰ ἐξελίσσονται, συνήθως, ὡς ἑξῆς: Τὸ θέμα ποὺ κάθε φορά ἐπιλέγεται ἀναφέρεται στὸν τομέα τῆς πνευματικότητας καὶ ὄχι τῆς δογματικῆς (προσευχή, μοναχισμός, χριστιανικὴ μαρτυρία…). Τὸ ἴδιο κατὰ μέρους θέμα ἀναλύεται διαδοχικὰ ἀπὸ ἕνα ὀρθόδοξο καὶ ἀπὸ ἕνα καθολικὸ θεολόγο. Κάθε φορά ἡ ἐμπειρία καὶ τὰ συμπεράσματα, μᾶς εἶναι εὐχάριστα καταπληκτικά. Ἀντιλαμβανόμαστε πὼς μεταξὺ τῶν δύο παραδόσεων δὲν ὑφίστανται ἀντιφατικὲς διαφορές, ἀλλὰ συμπληρωματικές. Πρόκειται γιὰ ἕνα κοινὸ πλοῦτο, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν κοινή μας κληρονομία: τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς κοινοὺς Πατέρες καὶ Ἁγίους τῆς πρώτης χριστιανικῆς χιλιετίας.
 

Πηγή: aktines.blogspot.com

(Σχόλιο: Ο παναιρετικός οικουμενισμός καλπάζει χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις από πουθενά. Όσοι παλεύουν κατά του οικουμενισμού αλλά δεν έχουν αποτελέσματα οι αγώνες τους, πρέπει να προβληματισθούν. Εκείνοι που αγωνίζονται στην αντιαιρετική παλαίστρα πρέπει εκτός από την ομολογία της πίστεως να εκπέμπουν και από τα έργα της αρετής, να εμπνέουν τους άλλους με το φώς της ψυχής τους. Όπως λέει ο Απόστολος Ιάκωβος στην Καθολική του επιστολή, η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή.) 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, 11ο. Συκοφαντιών συνέχεια για το Βυζάντιο...

70. "Οι μοναχοί με τα μοναστήρια τους αποτέλεσαν μάστιγα. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες κλείνονταν σε αυτά κατά τη βυζαντινή εποχή, με αποτέλεσμα την καταστροφή της οικονομίας και την ελάττωση του πληθυσμού, πράγμα που επέφερε την παρακμή του Βυζαντίου. Υπολογίζεται ότι την εποχή της άλωσης υπήρχαν 500 χιλιάδες καλόγεροι που δεν έπραξαν τίποτα για να σωθεί το κράτος τους. Τα μοναστήρια άρπαζαν τα χωράφια των φτωχών αποκτώντας περιουσίες αμύθητες. Στο τέλος οι καλόγεροι δεν δίσταζαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους, για να διαφυλάξουν αυτήν την περιουσία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Γερμανός Βυζαντινολόγος H.-G. Beck, που διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, πρόεδρος του Γερμανικού Κέντρου Μελετών της Βενετίας, αντιπρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Σπουδών, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου, της Βιέννης, του Λονδίνου, των Βρυξελλών και την Αθηνών, δίνει κάποια ικανοποιητικά στοιχεία για τον βυζαντινό μοναχισμό και την επίδρασή του στη Ρωμανία στο βιβλίο του, ''Η Βυζαντινή Χιλιετία'':

«Κάθε φορά που κάποιος αναλαμβάνει να παρουσιάσει στον σημερινό θεατή την βυζαντινή ζωή, ο μοναχισμός αποτελεί ένα από τα πιο γραφικά στοιχεία του σκηνικού. Ο «σκηνοθέτης» ξεκινά από πολύ παλιά και θεωρεί την γενίκευση, βασική υφολογική αρχή. Σύμφωνα με μερικούς, ο «εκκλησιαστικός μηχανισμός» περιέρχεται ήδη τον 6ο αιώνα στα χέρια των μοναχών, το μοναστικό κίνημα εκπορθεί και τα «πανεπιστήμια», το Βυζάντιο «καλογεροκρατείται» από τον 6ο κιόλας αιώνα. Για αποδείξεις ούτε κουβέντα. Άλλοι καταφεύγουν στη στατιστική, συγκεντρώνουν τους πάντες που φόρεσαν κάποτε, έστω και για λίγες μέρες, το ράσο και καταλήγουν έτσι σε εντυπωσιακούς αριθμούς και σε μια εξίσου εντυπωσιακή «δημογραφική κρίση» (σ. 285).

«Αλλά, όταν διαβάζουμε τους βίους των μοναχών, μάς δημιουργείται η εντύπωση ότι πολλοί διάλεξαν την ζωή του καλόγερου σχετικά αργά, αφού παντρεύτηκαν και άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα, ότι μάλιστα υπήρχε ένα σημαντικό στρώμα που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε με την έκφραση «συνταξιούχοι που έγιναν καλόγεροι». Παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, που προηγουμένως είχε αποκτήσει φήμη στην Κωνσταντινούπολη ως σχολάρχης, και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που πριν μπει σε μοναστήρι ήταν παντρεμένος και είχε διατελέσει κρατικός λειτουργός».

«Αριθμητικά σημαντική πρέπει να ήταν επίσης η κατηγορία των Βυζαντινών που καλογέρεψαν λίγο πριν πεθάνουν, για να εξασφαλίσουν την τελευταία στιγμή την σωτηρία της ψυχής τους.

Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα μοναχών, για τους οποίους το μοναστήρι ήταν καταφύγιο και πρόσφερε ασφάλεια από εξωτερικές, ολότελα υλικές σκοτούρες, όπως η φορολογία, η στρατιωτική θητεία κτλ. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την ομάδα Βυζαντινών που ζητούσαν άσυλο στα μοναστήρια έπαιζαν οι αυτοκράτορες, οι ανώτεροι αξιωματούχοι και τα μέλη της αριστοκρατίας. Όχι λίγοι από αυτούς είχαν εκθρονιστεί και ανατραπεί. Αποσύρονταν λοιπόν σε ένα μοναστήρι, εκούσια ή αναγκαστικά, για να αποφύγουν μια χειρότερη τύχη» (σ. 287).

«Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μόνα τους: δεν έχει νόημα να συμπεριλάβουμε σε μια στατιστική των βυζαντινών μοναχών και της δύναμής τους, τούς λαϊκούς που «προσηλυτίστηκαν» την τελευταία στιγμή» (σ. 288).

Για τους τεράστιους αριθμούς μοναχών:

«Ας μην ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τους μεγάλους αριθμούς μοναχών, που υπολόγισαν μερικοί μελετητές. Κατά βάθος, οι αριθμοί αυτοί είναι το ίδιο επισφαλείς όσο και τα άλλα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν το βυζαντινό πληθυσμό και τα διάφορα στρώματά του. Αν όμως κάνουμε μια σύγκριση με την μεσαιωνική Δύση, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εντύπωση ότι στην τελευταία ο τρόπος ζωής, η παιδεία, η αρχιτεκτονική, η τέχνη και η βιοτεχνία επηρεάζονται από τους μοναχούς περισσότερο από όσο στην Ανατολή. Στην Ανατολή η μορφωτική και πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και με κανένα τρόπο δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του Κλήρου, πολύ λιγότερο των μοναχών. Δεν υπήρξε κανένα καινούργιο πολιτισμικό ξεκίνημα. (σ. 291) Η Βυζαντινή κοινωνία θεωρούσε ότι η κοινωνική υπηρεσία που πρόσφερε ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής. Αυτό της αρκούσε, σε γενικές γραμμές» (σ. 298).

Για την «αρπαχτικότητα» των μοναστηριών:

«Δεν ήταν περισσότερο αδίσταχτα από τους μεγαλόσχημους κοσμικούς, δηλαδή έχουμε να κάνουμε μάλλον με ένα γενικό πρόβλημα της αγροτικής ιστορίας του Βυζαντίου και λιγότερο με το ερώτημα κατά πόσο δέχονταν κριτική τα θεωρητικά ιδεώδη του μοναχισμού» (σ. 300).

Για τις παρεκτροπές κάποιων μοναχών:

«Αν όμως πλάι σε εκείνους που με το ράσο και την μακριά γενειάδα τους καταγίνονταν με ευτελείς εγκόσμιες ασχολίες, χιλιάδες άλλοι έμειναν ανώνυμοι και πέρασαν από την ιστορία χωρίς να αφήσουν τα αποτυπώματά τους, τότε ίσως σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος είναι ότι πήραν στα σοβαρά το ιδανικό της απάρνησης του κόσμου, όπως και αν το κρίνουμε εμείς εκ των υστέρων, δηλαδή έμειναν πιστοί στον εαυτό τους. Παρ' όλη την κριτική, ο ιστορικός πρέπει κι εδώ να τηρήσει την παλιά αρχή ότι «η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου» (σ. 304).

Για τα αποτελέσματα του ασπασμού από πολλούς του μοναχικού βίου στην αύξηση του πληθυσμού:

«Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η ραγδαία αύξηση των μοναστικών κοινοτήτων προξένησε δημογραφική κρίση στο Βυζάντιο, γιατί οι Βυζαντινοί που γίνονταν καλόγεροι δεν άφησαν απογόνους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι στρατιές των μοναχών ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες και έφεραν μεγάλη ελάττωση του παραγωγικού πληθυσμού. Δεν είναι εύκολο να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά με την αριθμητική ακρίβεια: οι πενηνταπέντε γίνονται εύκολα εκατό και οι εκατό εξίσου εύκολα χίλιοι. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι οι μεγάλοι αριθμοί μοναχών που αναφέρονται κάθε τόσο προέρχονται συνήθως από το στόμα εγκωμιαστών του μοναχισμού, που θέλουν έτσι να εξυμνήσουν την τεράστια επιτυχία του μοναστικού κινήματος. Δημογραφική κρίση; Ξέρουμε ότι υπήρξαν πράγματι τέτοιες κρίσεις, π.χ. στην Κωνσταντινούπολη του 6ου και του 8ου αιώνα. Αλλά οι πηγές, από όσο γνωρίζω, αποδίδουν αυτές τις κρίσεις στην πανώλη και όχι στο μοναχισμό, (σ. 312). Επιπρόσθετα, είναι πολύ πιθανό ότι πολλοί Βυζαντινοί κλείνονταν σε μοναστήρι μόνο όταν είχαν πια εκπληρώσει το «χρέος» τους απέναντι στις απαιτήσεις της δημογραφικής πολιτικής του κράτους.» (σ. 313).

Για τις περιουσίες των μοναστηριών:

«Μου είναι ακατανόητο πώς ξέρουν μερικοί συγγραφείς ότι ήδη τον 7ο και τον 8ο αιώνα το ένα τρίτο του συνόλου της γης ήταν ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών. Οι πρώτες πληροφορίες, που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα, για την ύπαρξη σημαντικής έγγειας ιδιοκτησίας των μοναστηριών τοποθετούνται μόλις στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Αλλά και εδώ λείπουν οποιαδήποτε αριθμητικά δεδομένα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οικονομετρικά. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι σε ολόκληρη την ιστορία τους προβάλλουν μικρότερη αντίσταση στα έκτακτα κρατικά μέτρα για τον προσπορισμό χρημάτων από όσο η ιδιωτική οικονομία» (σ. 313). Συνιστά, βέβαια, νεοπαγανιστική εφεύρεση ο ισχυρισμός ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από την καταλήστευση των περιουσιών των εθνικών. Ο Μ. Κωνσταντίνος και οι επόμενοι αυτοκράτορες, όταν έκαναν δωρεές στην Εκκλησία, απλώς ουσιαστικά τής επέστρεφαν την περιουσία που οι παγανιστές αυτοκράτορες άρπαζαν και δήμευαν κατά τους Διωγμούς έως το 324. Η εκκλησιαστική περιουσία, όπως λέει κι ο Μπεκ, μόνο μετά τον 9ο αιώνα, – όταν δεν υπήρχαν σαφώς εθνικοί για να τους ληστέψει, έχει καταμετρηθεί και συνεπώς καμμία τέτοια κατηγορία δεν ευσταθεί. Οι αρχαίοι ναοί ανήκαν στο κράτος. Δεν ήταν περιουσίες ιδιόκτητες.

Για την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η αύξηση της μοναστηριακής περιουσίας:

«Μπορεί πράγματι να πιστοποιηθεί ότι στο πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη. (...) Αλλά σε ό,τι αφορά την οικονομική ζημιά, διαπιστώνω μια αντίφαση. Από την μία μεριά οι μελετητές τονίζουν, πιθανότατα με το δίκιο τους, την απληστία των μοναστηριών, που πολλαπλασίαζαν την έγγεια ιδιοκτησία τους με κάθε μέσο, και από την άλλη δηλώνουν ότι τα μοναστήρια παραμελούσαν την γη τόσο πολύ ώστε άλλοτε εύφορα εδάφη μετατρέπονταν σε ερημότοπους. Έτσι, σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές, τα μοναστήρια οδήγησαν την γεωργία στην καταστροφή. Θεωρητικά, βέβαια, μπορούμε να φανταστούμε ότι μαζεύει κανείς οικόπεδα και κτήματα μόνο για να τα μαζέψει, για να τα κατέχει, χωρίς να ενδιαφέρεται να τα καλλιεργήσει. Αν όμως κοιτάξουμε τα επίσημα έγγραφα, θα δούμε καθαρά ότι μαζί με την γή το μοναστήρι αποκτούσε και τους ανθρώπους που την καλλιεργούσαν έως εκείνη την στιγμή, ως ιδιοκτήτες της ή ακόμη συχνότερα, ως πάροικοι ενός άλλου κυρίου. Η απόκτηση μιας τέτοιας έκτασης γης έφερνε στο μοναστήρι, αυτόματα, και την εργατική δύναμη των παροίκων, επομένως το προϊόν της γής. Και από τα έγγραφα που προαναφέραμε προκύπτει σαφέστατα ότι τα μοναστήρια δεν ήταν διατεθειμένα να αδιαφορήσουν γι' αυτό το προϊόν ή ακόμη περισσότερο, να παραιτηθούν από αυτό το όφελος των παροίκων. Τα μοναστήρια ήξεραν τη δουλειά τους, και το πλεόνασμα του προϊόντος κατέληγε σίγουρα στην αγορά, δηλαδή έμπαινε στο οικονομικό κύκλωμα της Αυτοκρατορίας. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η αποδοτικότητα των μοναστηριακών γαιών ήταν μικρότερη ή ότι ωφελούσε λιγότερο την γενική κυκλοφορία των αγαθών από όσο η αποδοτικότητα των γαιών που ανήκαν σε προνοιαρίους και άλλους μεγαλοκτήμονες. Οπωσδήποτε, δεν πιστεύω ότι η οικτρή οικονομική κατάσταση του Βυζαντίου στα ύστερα χρόνια οφείλεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, στα μοναστήρια. Από τον 12ο αιώνα, αλλά προπαντός τον 13ο, η Βενετία και άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, αποσπούσαν από τους αυτοκράτορες τόσα προνόμια, ώστε ακόμα και η απαλλοτρίωση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας δεν θα μπορούσε να καλλιτερέψει πολύ την κατάσταση» (σ. 315).

Κατηγορούν τα μοναστήρια ότι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, την εποχή της οθωμανικής εξάπλωσης, για να γλιτώσουν την περιουσία τους. Αλλά αυτό το έπρατταν και πόλεις π.χ. τα Ιωάννινα, όταν έβλεπαν ότι η αντίσταση ήταν μάταιη και οδηγούσε σε σφαγή και εξανδραποδισμό (περίπτωση άλωσης της Θεσσαλονίκης). Δεν είναι συμπεριφορά αποκλειστικά ή κύρια των μοναστηριών. Επιπλέον, στα μοναστήρια αυτά υπήρχαν και υπάρχουν χιλιάδες θησαυροί και αρχαία χειρόγραφα. Αν τα μοναστήρια και οι άοπλοι μοναχοί έκαναν πως αντιστέκονταν σε έναν στρατό που ούτε ο ρωμαίικος στρατός μπόρεσε να αντιμετωπίσει, το πιθανότερο είναι ότι θα σφάζονταν και τα μοναστήρια θα καίγονταν, μαζί με τους ανεκτίμητους θησαυρούς τους και τα αρχαιοελληνικά έγγραφα.

Κατηγορούνται επίσης τα μοναστήρια για την μεγάλη περιουσία που απέκτησαν κατά την Τουρκοκρατία. Αυτές οι κατηγορίες είναι αβάσιμες. Οι Τούρκοι είχαν συνήθειο να αρπάζουν όλα τα χωράφια των Ελλήνων, εκτός από αυτά της Εκκλησίας, διότι σέβονταν τον ιερό τους χαρακτήρα («βακούφια»). Οι Έλληνες, λοιπόν, προκειμένου να αποφύγουν την διαρπαγή των κτημάτων τους από τους μπέηδες και τους πασάδες, έκαναν συμφωνία με την Εκκλησία να χαρίζουν σε αυτήν τα κτήματά τους, με τον όρο να τα εκμεταλλεύονται αυτοί και τα παιδιά τους. Εάν δεν το έπρατταν αυτό οι χωρικοί ή εάν οι Τούρκοι άρπαζαν ακόμη και τα εκκλησιαστικά κτήματα, τότε δεν θα απέμενε κανένας Έλληνας με δική του κτηματική περιουσία, με ανυπολόγιστες συνέπειες, όπως για παράδειγμα την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος στη Δ. Ευρώπη και την ολοκληρωτική ερήμωση της Ελλάδας. Όσο για την σημερινή εκκλησιαστική περιουσία, η αλήθεια είναι ότι τους δύο τελευταίους αιώνες το κράτος έχει αρπάξει δια της βίας μέγιστο τμήμα της. Γι' αυτό και έχει συμφωνήσει με την Εκκλησία να μισθοδοτεί επ' άπειρον τους κληρικούς, αντί να πληρώσει για την αξία της διαρπαγείσας περιουσίας. Αυτό είναι ανεξάρτητο του χωρισμού ή μη Εκκλησίας-Κράτους και αποστομώνει όσους επιτήδειους ισχυρίζονται ότι... υπάρχει «παπαδόσημο» ή ότι οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι υποχρεώνονται να πληρώνουν τους λειτουργούς μίας θρησκείας στην οποία ίσως δεν πιστεύουν (Περισσότερα για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας: http://www.oodegr.com/oode/koinwnia/perius1.htm ).

Αλλά και κατά την επανάσταση του 1821 ο ρόλος των μοναστηριών ήταν ευεργετικός. Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Εκεί [στα μοναστήρια] ήταν και οι τζεμπιχανέδες [πυρομαχικά] μας και όλα τα αναγκαία του πολέμου˙ ότι ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι˙ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν [νόμιζαν] ότ' είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ' είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι» (Απομνημονεύματα, Μακρυγιάννη, εκδ. Πέλλα, σ. 368). Σε ανταμοιβή της εθνικής προσφοράς των μοναστηριών το 1821, το βαυαρικό Ελληνικό κράτος έκλεισε τα 412 από τα 546 μοναστήρια της ελληνικής επικράτειας. Ύστερα απ' αυτό, περιμένουμε από τους νεοπαγανιστές να τιμήσουν το μεγάλο βασιλιά Όθωνα και την Αντιβασιλεία. 
 

Αναζητηση

Αναγνώστες