Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

ΝΕΟΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΔΟΓΜΑΤΑ, 5o.

52. «Αν η Πρώτη αιτία ήταν Ψυχή, τα πάντα θα ήταν Έμψυχα. Αν ήταν Νους, τα πάντα θα ήταν Νόηση. Αν ήταν Ύπαρξη, τα πάντα θα ήταν Ύπαρξη»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Παγανιστές (Ο Σαλλούστιος που τα έγραψε αυτά) νομίζουν πως ο Δημιουργός Θεός δημιουργεί εκ της θεϊκής Ουσίας του με αποτέλεσμα να νομίζουν ότι και τα δημιουργήματα μετέχουν της θεϊκής Ουσίας. Γι' αυτό λένε πως αν η Πρώτη Αιτία ήταν Ψυχή, όλα θα ήταν γεμάτα Ψυχή. Όμως αυτό δεν είναι απαραίτητο: ο Χριστιανισμός λέει πως ο Δημιουργός δημιουργεί τον κόσμο όχι εκ της θεϊκής ουσίας του (δεν δίνει κομμάτι του εαυτού του, ούτε αναπαραγάγει τμήμα του εαυτού του) αλλά με τη θεία ενέργεια. Η δημιουργία εκ του μη όντος (όντως «όν» είναι ο Θεός˙ δηλαδή έχουμε δημιουργία όχι από θεϊκό τμήμα) αποκλείει την παραγωγή του Κόσμου από την ουσία του Θεού. Αλλιώς, δεν θα ήταν δημιουργία εκ του μη όντως αλλά μια κίνηση της ίδιας της θείας ουσίας (μερισμός αυτής), πράγμα που θα σήμαινε ότι ο Θείος είναι ατελής, αφού το τέλειο δεν κινείται! Η δημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου έγινε με τη θεία ενέργεια, δηλαδή ως θεία βούληση. Κι αυτή (η θεία ενέργεια) ήταν η Πρώτη Αιτία, όχι η θεία ουσία η οποία παρέμεινε ακίνητη και αναλλοίωτη. Ο Θεός στον Χριστιανισμό, ακριβώς επειδή είναι τέλειος, παντοδύναμος και ανεξάρτητος από κάθε τι, ακόμα και από την ίδια τη φύση του, βούλεται και δρα ελεύθερα από την φύση του, κι όχι αναγκαστικά σύμφωνα με αυτήν. Ετσι τα κτιστά πλάσματα και η κτιστή πραγματικότητα, πάντοτε κατά την δεκτικότητα, μετέχουν μόνο στην άκτιστη θεία ενέργεια κι όχι στην θεία ουσία. Και ο Θεός είναι πανταχού παρών στον κόσμο μόνο με την ενέργεια. Εξαίρεση αποτελεί η σάρκωση του Λόγου. (Εδώ ο συγγραφεύς κάνει λάθος διατύπωση, ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών και με την θέια ουσία του, η ο ποία όμως είναι αμέθεκτη, μεθεκτή είναι μόνο η θεία άκτιστη ενέργεια)

Όσο για την πανθεϊστική αντίληψη, η οποία θεωρεί ότι ο Κόσμος είναι Θεός, ο Μέγας Αθανάσιος γράφει (Κατά Ειδώλων, 28): «Πώς λοιπόν αυτά [τα ουράνια σώματα και οι φυσικές δυνάμεις] θα ηδύναντο να είναι θεοί, αφού έχουν ανάγκην της βοηθείας άλλων; Και πώς αρμόζει να ζητούμεν κάτι από αυτά, αφού και αυτά ζητούν το ένα από το άλλο ό,τι τους χρειάζεται; Διότι, εφόσον λέγεται περί του Θεού, ότι δεν έχει ανάγκην κανενός, αλλά είναι αυτάρκης και ολοκληρωμένος και τα πάντα υπάρχουν εντός αυτού, και μάλλον αυτός βοηθεί τα πάντα, πώς αξίζει να ονομάζωνται θεοί ο ήλιος και η σελήνη και τα άλλα μέρη της κτίσεως, τα οποία είναι ελλιπή και έχουν ανάγκη της βοήθειας των άλλων;

Αλλά ίσως και αυτοί θα συμφωνήσουν ό,τι όταν αυτά χωρίζονται και λαμβάνονται χωριστά, είναι ελλιπή, διότι η απόδειξις είναι ολοφάνερος˙ θα ισχυρισθούν όμως ότι Θεός είναι το σύνολον, όταν δηλαδή συνενωθούν όλα μαζί και αποτελέσουν ένα μέγα σώμα. Όταν σχηματισθεί το σύνολον, δεν χρειάζεται πλέον άλλον˙ αλλά το σύνολον από μόνον του είναι ικανόν και αυτάρκες δι’ όλα˙ αυτά θα μας πουν οι δοκησίσοφοι, δια να ελεγχθούν και από αυτά. Αυτό που θα ειπώ τώρα θα αποδείξη όχι ολιγώτερον από τα προηγούμενα, αλλά και πολύν περισσότερο ότι η ασέβειά των συνοδεύεται από μεγάλην αμάθειαν. Διότι εάν τα επί μέρους, συνενούμενα αναπληρούν το σύνολον, και το σύνολο συνίσταται εκ των επί μέρους, άρα το σύνολον έχει σχηματισθή από μέρη που το καθένα τυγχάνει μέρος του συνόλου. Αλλά αυτό ευρίσκεται πολύ μακράν των αντιλήψεων περί Θεού. Διότι ο Θεός είναι ενιαίος και όχι από κομμάτια και δεν έχει σχηματισθή από διάφορα πράγματα, αλλά αυτός εδημιούργησε τα πάντα. Πρόσεχε λοιπόν πόσην ασέβεια επισυνάπτουν εις τον Θεόν λέγοντας αυτά. Διότι εάν έχει σχηματισθή από μέρη θα φανή οπωσδήποτε ότι είναι ανόμοιος προς τον εαυτό του και ότι αποτελείται από ανόμοια. Διότι εάν είναι ήλιος, δεν είναι σελήνη˙ και εάν είναι σελήνη, δεν είναι γη˙ και εάν είναι γη, δεν θα είναι θάλασσα. Παίρνοντας έτσι κανείς ένα ένα τα πάντα, θα εύρη τον παραλογισμόν αυτής της θεωρίας.

Θα ηδύνατο κανείς να τους καταδικάσει δι' αυτό, από την εξέτασιν του ανθρωπίνου σώματος. Το μάτι δεν είναι αυτί, ούτε το αυτί είναι χέρι, ούτε η κοιλιά είναι στέρνον, ούτε ο λαιμός είναι πόδι, αλλά το καθένα έχει ιδιαίτεραν ενέργειαν˙ και ενώ αυτά είναι διαφορετικά, συνιστούν ένα σώμα, του οποίου τα μέρη είναι μεν ενωμένα όπως απαιτεί η λειτουργία των, διαλύονται όμως με την παρέλευσιν του χρόνου, όταν τα διαλύση η φύσις που τα συνένωσε, κατά το θέλημα του Θεού. Έτσι αν αυτοί συναρμολογούν τα μέρη της Κτίσεως εις ένα σώμα και τα αναγορεύουν Θεόν, κατ' ανάγκη αυτός μεν καθ' εαυτόν θα είναι ανόμοιος προς τον εαυτόν του, καθώς απεδείχθη, θα διαλύεται δε, διότι η φύσις των μερών έχει το χαρακτηριστικόν να μερίζεται». Το σύμπαν υποκείμενο στη φθορά, την αύξηση της εντροπίας, τείνει στη διάλυση. Τί είδους «θεός» είναι λοιπόν;

53. «Αυτός ο ίδιος κόσμος πρέπει κατ' ανάγκη να είναι άφθαρτος και αγέννητος. Άφθαρτος επειδή, αν τυχόν καταστραφεί, πρέπει ή καλλίτερος, ή χειρότερος, ή ο ίδιος με αυτόν, ή χάος να δημιουργηθεί. Αν είναι καλλίτερος, ο δημιουργός που δεν έφτιαξε εξ αρχής το καλλίτερο πρέπει να είναι ατελής. Αν είναι ο ίδιος, μάταια δημιουργήθηκε. Αν είναι ο Χάος... είναι ασέβεια και να λέγονται τέτοια πράγματα. Οσα είπαμε για να αποδείξουμε ότι ο Κόσμος είναι αδημιούργητος. Διότι αν δεν καταστρέφεται, τότε δεν δημιουργείται. Διότι κάθε τι δημιουργούμενο καταστρέφεται».

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατ' αρχήν, εφόσον, σύμφωνα με το Β' θερμοδυναμικό αξίωμα, ο κόσμος είναι φθαρτός, έχει δημιουργηθεί, συνεπάγεται πως δεν είναι αιώνιος, και κάθε ισχυρισμός περί του αντιθέτου βασισμένος σε συλλογισμούς δίχως τη βοήθεια της Επιστήμης είναι αναπόδεικτος και δεν ευσταθεί.

Επιπλέον δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ κόσμου και δημιουργού. Ένας τέλειος Δημιουργός μπορεί να φτιάξει έναν τέλειο κόσμο, αλλά, αν θέλει, μπορεί να φτιάξει και έναν ατελή κόσμο, να μην τον φτιάξει τέλειο δηλαδή. Ο Δημιουργός όντας πλήρως ελεύθερος, μπορεί να διαλέξει τι είδους κόσμο θα δημιουργήσει. Αυτό, πρώτον είναι δυνατόν και δεύτερον δεν συνεπάγεται ατέλεια ή κακία του δημιουργού.

Είναι δυνατόν να συμβαίνει, διότι ο κόσμος και τα (έλλογα ή άλογα) όντα εντός του δεν μετέχουν της θεϊκής Ουσίας του Δημιουργού, αλλά έχουν –επειδή έτσι το θέλησε ο Δημιουργός – δική τους ουσία και βούληση, η οποία είναι ανεξάρτητη από τη βούληση και ουσία του Δημιουργού. Συνεπώς ο παραλληλισμός «ατελής Κόσμος, ατελής Δημιουργός», μόνο στην περίπτωση του Πανθεϊσμού, όταν κόσμος και Θεός έχουν την ίδια ουσία, είναι αληθής. Στην περίπτωση όμως ενός Ακτίστου Θεού, είναι όχι μόνο δυνατόν, αλλά και αιτιολογημένο να διαφέρει η ουσία του κόσμου από την ουσία του Θεού.

Δεν συνεπάγεται κακό ή ατελή Δημιουργό η δημιουργία ενός ατελούς κόσμου από έναν τέλειο Θεό, τόσο διότι όπως δείξαμε δεν υπάρχει αντιστοιχία στην ουσία Θεού και κόσμου, όσο και διότι ο Θεός είχε συγκεκριμένο σκοπό, για τον οποίο δημιούργησε τον κόσμο ατελή, «λίαν καλό», αλλά όχι τέλειο. Ο Δημιουργός δίνει την δυνατότητα στα έλλογα όντα του κόσμου που αυτός έπλασε, ελεύθερα να συν-διαμορφώσουν την πορεία του κόσμου: είτε προς το μηδέν και την καταστροφή είτε προς την τελείωση. Ο Δημιουργός δεν θα ήθελε να φτιάξει έλλογα όντα, τα οποία αναγκαστικά, δηλαδή εκ της φύσεώς τους, άρα δίχως δική τους ελεύθερη επιλογή και προσπάθεια, θα ήταν τέλεια, σε έναν εξ αρχής και εκ φύσεως τέλειο Κόσμο. Δίνοντάς τους ο Θεός το δικαίωμα να διαλέξουν, μεταξύ τελειότητας και εκμηδενισμού-φθοράς, τους δίνει και την ελευθερία. Την ελευθερία να γίνουν θεοί, αν το θέλουν, ώστε ο «πολύ καλός» κόσμος, τον οποίο εκπροσωπούν και του οποίου ηγούνται, να γίνει κι αυτός τέλειος. Γιατί μόνο με την ελευθερία έχει νόημα η αρετή και η τελειότητα. Φυσικά και θα μπορούσε να φτιάξει ο Θεός ένα τέλειο κόσμο εξ αρχής. Αλλά τότε δε θα έδινε στον άνθρωπο την δυνατότητα να απορρίψει το Δημιουργό του. Θα ήταν εκ φύσεως, κατ' ανάγκη τέλειος (όπως οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως όμορφοι ή άσχημοι ή έξυπνοι ή κοντοί, δίχως να μπορούν να το αλλάξουν) κι όχι επειδή το θέλησε.

54. «Κάθε «πρόσωπο», είναι αξιωματικώς μικρότερο του όντως Όντος και υποχρεωτικώς «δρα», αντί απλώς να «είναι», εγγυώμενο λ.χ. στην περίπτωση των Θεών, την συνοχή και ευταξία ενός συστήματος που εδράζει στην ύπαρξή τους. Επιπροσθέτως, η ύπαρξη «ωπός» (όψεος) προϋποθέτει «όριο» (εξωτερικό δηλαδή «φλοιό» ασχέτως βαθμού υλικότητος) ενός υποχρεωτικώς επιμέρους όντος, καθώς και αλλότριο εξωτερικό χώρο για τη στάση άλλων εξωτερικών του επιμέρους όντων και τη θέαση του ως «Όψη», πράγμα βεβαίως άτοπο, αφού καθιστά τον Θεό μη άπειρο και μη πανταχού παρόντα. Ενώ οι αντιφατικοί θεολόγοι των ιουδαιογενών Θρησκειών υποχρεώνονται να θέσουν παραλόγως τον τάχα προσωπικό «Θεό» τους εκτός του εκδηλωθέντος Κόσμου, σε εμάς τους Εθνικούς, εξαιτίας αυτού του σαφούς απροσώπου τους, οι Θεοί μπορούν και διαχέονται στο όλον του όντως Όντος» (Β. Ρασσιάς, Διιπετές τ. 55, σ. 11).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Έχουμε να παρατηρήσυμε τα εξής:


1) η εξεπίτηδες προσθήκη «αξιωματικώς» στο «κάθε «πρόσωπο» είναι μικρότερο του όντως Όντος», δεν προκαθορίζει τίποτε, εφόσον μιλάμε για το Θεό κι όχι για θνητούς. Οι νεοδωδεκαθεϊστές, θεωρούν πως το «Όντως Ον» είναι ο κόσμος, το σύμπαν. Όμως το σύμπαν δεν μπορεί να είναι το «Όντως Ον», διότι είναι φθαρτό κι έχει χρονική αρχή, όπως έχει αποδειχθεί. Επιπλέον, ο προσωπικός Θεός του Χριστιανισμού, άφθαρτος, άχρονος και δημιουργός του σύμπαντος, είναι ο μόνος Όντως Ων. (Όντως Ων, με την έννοια ότι είναι αυθύπαρκτος, επειδή το θέλει κι όχι λ.χ. ότι ο υλικός κόσμος δεν είναι πραγματικός, αλλά φανταστικός.)

2) Ο προσωπικός Θεός δεν δρα (όντας πρόσωπο) «υποχρεωτικώς», αλλά μόνον ηθελημένα κι ελεύθερα, για τον απλό λόγο, ότι όντας ο Όντως Ων, δεν υποχρεούται ούτε εξαρτάται από τίποτε – με άλλα λόγια δεν του είναι τίποτε υποχρεωτικό, ακριβώς επειδή είναι Θεός˙ ούτε να δρα ούτε να είναι. Θέλει και δρα˙ θέλει να είναι, και γι' αυτό είναι. Αλλιώς, δε θα ήταν Όντως Ων, δηλαδή ανεξάρτητος. Άλλωστε, και οι «θεοί» δρουν, όπως δείχνει η μυθολογία, παρόλο που σύμφωνα με τους νεοδωδεκαθεϊστές δεν είναι «πρόσωπα».

3) Για να μπορούν οι «θεοί» να εγγυώνται την συνοχή και την ευταξία του σύμπαντος, πρέπει να είναι ανώτεροι από αυτό – με άλλα λόγια, να μην εξαρτώνται από αυτό. Οι «θεοί», όμως, έχοντας γεννηθεί από το σύμπαν, είναι ολοφάνερο ότι εξαρτώνται από αυτό. Δεν μπορεί το κατώτερο δημιούργημα να συντηρεί το ανώτερο. Αφού για τους νεοδωδεκαθεϊστές το «Όντως Ον» είναι το σύμπαν, τότε συνεπάγεται, ότι οι «θεοί» επειδή είναι τμήμα του Σύμπαντος, δηλαδή κατώτεροι του «όντως Όντος» Σύμπαντος, το οποίο «σε κάποια δεδομένη στιγμή το έβαλαν απλώς κάτω από τον έλεγχό τους», εξαρτώνται από αυτό κι όχι αυτό από αυτούς.

4) Η φιλοσοφική ανεπάρκεια των νεοδωδεκαθεϊστών δεν έχει όρια και τους οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις για την έννοια του «προσωπικού» Θεού του Χριστιανισμού. Τί κάνουν αυτοί, όταν μιλάνε για το «πρόσωπο» και την «όψη»; Παίρνουν μια λέξη, η οποία για τους Χριστιανούς σημαίνει πάνω-κάτω «προσωπικότητα», χρησιμοποιούν την αρχαιοελληνική σημασία της («πρόσωπο»=μάσκα), αυτά όλα τα μπερδεύουν έπειτα με την σημερινή σημασία της («μούρη») και ύστερα, αυτό το δικό τους μπέρδεμα, το ποιος ισχυρίζεται τι, το καταλογίζουν στον Χριστιανισμό και στην άποψή του περί «προσώπου». Είναι, προφανώς, γελοίο, να καθορίζαμε τις θεολογικές έννοιες από την αρχική ετυμολογία τους.

5) Η ύπαρξη περισσότερων προσώπων εκτός από αυτό του Θεού δεν καθιστά το χριστιανικό Θεό «ατελή», μη πανταχού παρόντα και μη «άπειρο». Η διαφορά μεταξύ Θεού και κόσμου συμπεριλαμβανομένων και των άλλων προσώπων (ανθρώπων, αγγέλων κλπ) είναι διαφορά ουσίας. Εκεί έγκειται η «απειρότητα» (κι όχι στην «ποσότητα» και το... «μέγεθος» του Θεού) και η τελειότητά του. Αλλιώς, θα καταλήγαμε στο παράλογο, ότι για να είναι τέλειος ο Θεός, δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένα άλλο πρόσωπο που να τον «περιορίζει», του μειώνει το «άπειρο μέγεθος» και την ιδιότητά του ως «πανταχού παρών». Ως (το μόνο πραγματικά) Πνεύμα, ως υπερούσιος του κόσμου, ο προσωπικός Άκτιστος Θεός είναι έτσι κι αλλιώς πανταχού παρών, ακόμη και αν υπάρχουν άλλες (πολλές ή άπειρες) προσωπικότητες (αναγκαστικά) κατώτερης (αφού είναι Κτιστά όντα) ουσίας από τον ίδιο. Οι νεοπαγανιστές εκλαμβάνουν την «απειρία» ως ζήτημα «(υλικού) χώρου, τον οποίον καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα όντα». Όμως, ο προσωπικός Θεός, ως παντοδύναμος και υπερούσιος δεν νοιώθει «στενάχωρα» που υπάρχουν κι άλλα όντα. Αυτό θα συνέβαινε, αν υποθέταμε ότι υπάρχουν δύο Θεοί, ολόιδιοι μεταξύ τους. Δεν τίθεται ζήτημα «μεγέθους προσωπικότητας» ή «υλικού-πνευματικού χώρου, στον οποίο υπάρχουν οι προσωπικότητες» (ώστε, μόλις υπάρξει δεύτερη προσωπικότητα έτερη του Θεού, αυτομάτως ο Θεός να χάσει την απειροσύνη του), όπως πιστεύουν οι παγανιστές. Και να επαναλάβουμε, ότι το Υπερούσιο δεν έχει να κάνει με κάποια «εξωκοσμικότητα», ότι υπάρχει ένας χώρος εκτός Σύμπαντος, από τον οποίο το παρατηρεί ο Θεός, ο οποίος γι' αυτόν τον λόγο αποκαλείται «εξωκοσμικός Θεός». Αυτά είναι υλιστικές, παχυλές πολυθεϊστικές αντιλήψεις, δημιουργήματα της ανθρώπινης διάνοιας, που αδυνατεί να συλλάβει την Ουσία του Θεού και θέτει το ζήτημα του υλικού τόπου ύπαρξης του. Ο Θεός ως υπερούσιος των κτιστών όντων είναι πανταχού παρών. Γνωρίζει τα πάντα για την προσωπικότητά τους, δίχως να συγχέεται μαζί τους, δίχως να ασφυκτιά ή να περιορίζεται εξαιτίας της.

6) Αντιθέτως, πρέπει να τονίσουμε ότι οι «θεοί» του πολυθεϊσμού κατά πρώτον δεν μπορούν να φροντίζουν για την συνοχή και ευταξία του Σύμπαντος, διότι ούτε είναι συναιώνιοι με αυτό ούτε δημιουργοί-γνώστες των νόμων που το διέπουν, και κατά συνέπεια των δύο προηγουμένων, ούτε ισοδύναμοι με αυτό, ώστε να το συντηρούν˙ κατά δεύτερον, αλλάζοντας μορφές μεταβάλλονται, πράγμα άτοπο για το Θείον, το οποίο είναι αμετάβλητο κι απαθές, όπως λέει ακόμη κι ο Πλάτωνας. Διότι, πηγαίνοντας από τη μία μορφή στην άλλη, οι θεοί είτε γίνονται καλύτεροι είτε χειρότεροι. Αλλά αν γίνονται χειρότεροι, τότε δεν είναι θεοί, ενώ αν γίνονται καλύτεροι, τότε δεν είναι αρκούντως καλοί ώστε να αποκαλούνται θεοί. Ο Πλάτων λέει, εις πείσμα των νεοπαγανιστών: «κανείς λοιπόν ποιητής να μην τολμήση να μας λέγη, πως ξένη οι θεοί παίρνουν μορφή, σαν τάχα ξωμερίτες κι αλλιώτικοι, λογής κοπής, γυρνούν στις πολιτείες (Οδύσσειας ρ 485-486). Μήτε να μας ψευδολογά για τις μεταμορφώσεις του Πρωτέως και της Θέτιδος, μηδέ να μας παρουσιάζη στις τραγωδίες και σε άλλα ποιήματα την Ήρα μεταλλαγμένη σε ιέρεια να μαζεύη ελέη για τα μακάρια τα παιδιά του ποταμού του Ινάχου (Αισχύλου, Ξάντρειαι) και άλλα πολλά τέτοια ψευτολογήματα να μας αραδιάζουν. Κι ας προσέξουν ακόμα κι οι μητέρες να μην τρομάζουν με τέτοια κακά παραμύθια τα παιδιά των, πως τάχα οι θεοί παίρνουν διάφορες ξένες μορφές και τριγυρνούν τις νύχτες» (Πολιτεία, 381 d-e). Με ειρωνία ο Πλάτων ρωτά τους πολυθεϊστές της εποχής του, τα ίδια θα ρώταγε και τους νεοπαγανιστές που υποστηρίζουν ότι οι θεοί αλλάζουν μορφή και «διαχέονται»: «πιστεύεις τάχα πως ο θεός είναι κανένας μάγος, ώστε όπως του καταβαίνη στη φαντασία να παρουσιάζεται σε πολλές και διάφορες μορφές και άλλοτε να γίνεται άλλο και να μεταβάλλη το είδος του σε διάφορα σχήματα, άλλοτε πάλι να απατά τις αισθήσεις μας και να μας φαίνεται τέτοιος ή τέτοιος;» (Πολιτεία, 380d). Άλλα λένε οι παγανιστές, άλλα ο Πλάτων (ότι οι θεοί δεν «διαχέονται» ούτε αλλάζουν μορφή). (Νεοπαγανιστικό) συμπέρασμα: ο Πλάτωνας είναι ανθέλληνας, αφού απορρίπτει την (ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ!) αρχαιοελληνική θεολογία της ΜΙΑΣ, ενιαίας παντοτινά, αρχαίας θρησκείας.

7) Τέλος, να σημειώσουμε ότι, εφόσον κι οι ίδιοι οι κακώς αυτοαποκαλούμενοι «Εθνικοί» παραδέχονται ως ιδιότητα του Θεού την απειροσύνη και το «πανταχού είναι» (να είναι πανταχού παρών), οι πολυθεϊστικοί «θεοί» δεν είναι θεοί, αφού ούτε πανταχού παρόντες ούτε άπειροι είναι ο καθένας.

8) Η όλη αντίληψη περί «απρόσωπων θεών» αντιτίθεται στην επιμονή, με την οποία οι «Εθνικοί» θεωρούν τη λατρεία προς αυτούς (με θυσίες κ.λπ) ως τρόπο «επικοινωνίας» μαζί τους. Εφόσον ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, επικοινωνία νοείται μόνο με ένα άλλο πρόσωπο, άνθρωπο ή άλλο όν. Δεν λέμε π.χ. ότι «ο άνθρωπος επικοινωνεί με την καρέκλα». Αφού είναι απρόσωπες οι θεότητες, τί είδους επικοινωνία μαζί τους νοείται; Αφού είναι απρόσωποι οι θεοί, πώς αντιλαμβάνονται τη λατρεία των ανθρώπων προς αυτούς; Με ποιο τρόπο μυρίζουν το λιβάνι οι απρόσωποι θεοί; Και πώς ξέρουν ποιος το προσφέρει και ποιος δεν το προσφέρει ώστε να τιμήσουν ή να τιμωρήσουν αναλόγως; Και πώς μπορούν να τιμωρήσουν ή να ευεργετήσουν κάποιον – απλώς επειδή προσέφερε λιβάνι ή θυσία σε αυτές – αφού υπόκεινται στους φυσικούς νόμους, οι οποίοι δεν αλλάζουν ούτε (σύμφωνα με τους «Εθνικούς») επηρεάζονται από προσευχές και λιβάνια; Είναι αδιανόητο μια απρόσωπη δύναμη να αντιλαμβάνεται πότε κάποιος προσεύχεται σε αυτήν, πότε θυσιάζει σε αυτήν. Εξάλλου, τί θα χάσει ο άνθρωπος, αν δεν λατρέψει τέτοιες φυσικές, απρόσωπες δυνάμεις, αφού αυτές δεν μπορούν να τον ακούσουν, να τον αντιληφθούν εάν δεν τις λατρεύει, εφόσον είναι απρόσωπες; Τίποτα, απλούστατα. Οι δυνάμεις της φύσης είναι απρόσωπες, άψυχες, αδιάφορες για τον άνθρωπο, είτε αυτός προσφέρει θυσία σε αυτές είτε όχι. Γι’ αυτό και συμβαίνουν τα φυσικά καταστρεπτικά φαινόμενα: όσες προσευχές και να γίνουν προς αυτά, η καταστρεπτική μανία τους δεν θα κοπάσει. Και γιατί να λατρέψει κανείς στο πρόσωπο του Δία τον κεραυνό; Λατρεύει κανείς ένα τούβλο και του προσφέρει λιβάνι λέγοντας «σε λατρεύω τούβλο, γιατί εσύ κτίζεις τα σπίτια»; Αφού οι φυσικές δυνάμεις είναι απρόσωπες και δεν αισθάνονται τίποτα, ό,τι έκαναν το έκαναν ασυνείδητα δίχως καλή προαίρεση να βοηθήσουν πχ τον άνθρωπο. Γιατί, αν είχαν «καλή προαίρεση», ΑΠΛΟΥΣΤΑΤΑ δεν θα ήταν «απρόσωπες»! Όμως, αποτελεί ύψιστη ανοησία να τιμάς, να λατρεύεις κάποιον για μία πράξη του, την οποία αυτός έκανε αναγκαστικά, (οι φυσικές δυνάμεις υπακούν αναγκαστικά στους φυσικούς νόμους), κι όχι ηθελημένα. Είναι σαν να έπραξαν ό,τι έπραξαν οι «φυσικές απρόσωπες δυνάμεις» αδιαφορώντας αν το πράττουν για χάρη ημών των ανθρώπων. Επειδή, όμως, αυτό συνεπάγεται ότι δεκάρα δεν δίνουν οι «απρόσωπες οντότητες», αν εμείς υπάρχουμε (διότι, αν έδιναν δεκάρα, δεν θα ήταν «απρόσωπες» οντότητες) ή δεν υπάρχουμε, και αυτές απλώς λειτουργούν αναγκαζόμενες (δηλ. «δούλοι θεοί»), είναι ανόητο οι νεοπαγανιστές να τις ευγνωμονούν. Όχι μόνο διότι αυτές δεν πράττουν ό,τι πράττουν με σκοπό να μας ευεργετήσουν, αλλά διότι δεν γνωρίζουν ούτε αντιλαμβάνονται, αν, πότε, και ποιος τις «λατρεύει». Δεν τους αξίζει η ευγνωμοσύνη μας κι ούτε την αντιλαμβάνονται. Για να τελειώνουμε με τα πρόχειρα συρραμένα ιδεολογήματα των νεοπαγανιστών, για να δείξουμε πόσο ανόητη είναι η λατρεία άψυχων και ασυνείδητων μη όντων, στοιχείων της φύσης, φέρνουμε ως παράδειγμα τη φωτιά: αυτή θα κάψει ό,τι βρεί μπροστά της είτε θυσιάσουμε σε αυτήν (τη θεά Εστία ή τον θεό Ήφαιστό) είτε όχι, γιατί απλούστατα η φωτιά είναι άψυχη «δύναμη» και όχι πρόσωπο, ώστε να λατρεύεται, να επηρεάζεται από προσφορές ή θυσίες, και αναλόγως να καίει ή να μην καίει ό,τι βρίσκει μπροστά της. Αντίθετα, η επικοινωνία με έναν προσωπικό Θεό έχει νόημα, γιατί δεν πρόκειται για στοιχεία της φύσης, αλλά για δημιουργό της φύσης, έλλογο και συνειδητό όν.

Οδηγώντας τη θρησκευτική αντίληψη και τη θεολογία σε τόσο χαμηλά επίπεδα, οι νεοπαγανιστές, αγνοώντας τη διαφορά ανάμεσα σε έμψυχα «όντα» και σε άψυχα «πράγματα», μας πάνε πίσω στους ανθρώπους των σπηλαίων.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες