Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Οι Χριστιανοί εδίωξαν τους Έλληνες; 32o.

19. "Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός-Γιουτπράνδα(;) έκλεισε την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών το 529, ρίχνοντας στο σκοτάδι την ανθρωπότητα, και οδηγώντας την στην αμάθεια του Μεσαίωνα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρχήν, να αναφέρουμε κάτι σχετικό με την δήθεν σλαβική ονομασία και καταγωγή του Ιουστινιανού, την οποία συνεχώς, με μεγάλη χαρά διαφημίζουν και διαδίδουν οι Νεοπαγανιστές «ερευνητές»:

Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος ονομαζόταν ο Ιουστινιανός προτού λάβει το όνομα «Ιουστινιανός», κι όχι «Γιουτπράνδα». Το δήθεν όνομα του Ιουστινιανού «Γιουτπράνδα» και η εξ αυτού φερόμενη σλαβική καταγωγή στηριζόταν σε βίο του Ιουστινιανού γραφέντα από κάποιον Θεόφιλο που δήθεν υπήρξε διδάσκαλος του αυτοκράτορα. Αλλά ο Άγγλος Bryce στο ''The life of Justinian by Theophilus'' στο ''English Historical Review'' του 1887, σελ. 657, απέδειξε ότι ο βίος αυτός είναι κατασκεύασμα Δαλματού ιερέα του 17ου αιώνα, του Ιωάννη Μάρναβιτς. Τα ίδια λένε και ο Bury στο ''A history of the later Roman empire'', Λονδίνο 1889 τ. Α’ σελ. 334, καθώς και ο Diehl στο ''Justinien'', Παρίσι 1901.

Οι Ν/Π, επειδή ο Παπαρηγόπουλος – που έγραψε την ιστορία του προτού οι παραπάνω ξένοι ιστορικοί ανακαλύψουν την απάτη, τον αναφέρει ως Σλάβο Γιουτπράνδα, συνεχώς φέρνουν τον Παπαρηγόπουλο ως «απόδειξη». Προφανώς το πιο σύγχρονο βιβλίο ιστορίας που διάβασαν οι Νεοπαγανιστές (Ν/Π) «ερευνητές» είναι η ιστορία του Παπαρηγόπουλου. Έτσι, ο κ. Ρασσιάς αποκαλεί «Γιουτπράδα» τον Ιουστινιανό (Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, τ. 3, σ. 83), αν και στο (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Β’, σ. 127) σχολιάζοντας την επιστημονική απόδειξη της πλαστότητας του βίου, αναρωτιέται θριαμβευτικά (!) επί λέξει «λες και έχει μεγάλη σημασία» [=«αν αποδείχτηκε η πλαστότητα»]. «Λες και έχει σημασία», ωστόσο παρακάτω συνεχίζει να αποκαλεί «Γιουτπράδα» τον Ιουστιανιανό. Από την πλευρά μας, βέβαια, θεωρούμε πάρα πολύ φυσιολογικό οι Νεοπαγανιστές να είναι... και υπερήφανοι για την διαστρέβλωση της αλήθειας (θα τους θυμίσουμε ότι ήταν οι ξένοι (Άγγλοι και Γάλλοι), κι όχι Νεοέλληνες – οι οποίοι ίσως να κατηγορούνταν για εθνικιστική ιδιοτέλεια, ιστορικοί που κατέδειξαν την πλαστότητα του βίου του Θεόφιλου). Πρώτα ο κ. Ρασσιάς προσπαθεί με κυριολεκτικά άσχετες ασυναρτησίες (του τύπου «εναγωνίως την παρουσιάζουν σαν τάχα πλαστή (...) εκείνοι που εθελότυφλα καταπίνουν (...) τα μυθεύματα που στηρίζουν την όλη Θρησκεία τους», λες και θα δεχόταν κανείς σοβαρός άνθρωπος ότι έχει σχέση ή είναι του ίδιου βαθμού πολυπλοκότητας το ένα θέμα με το άλλο, ή λες και η αξιοπιστία των επιστημονικών πορισμάτων άλλων «ερευνητών» για την αυθεντικότητα των Ευαγγελίων έχει σχέση με την αξιοπιστία των πορισμάτων των.. διόλου αγωνιούντων (!) συγκεκριμένων επιστημόνων οι οποίοι απέδειξαν την πλαστότητα για τον βίο του «Θεόφιλου», και συνεπώς ό,τι πιστεύει κανείς για το ένα, απείρου πολυπλοκότητας, ζήτημα (των Ευαγγελίων), να τον υποχρεώνει να πιστεύει το ένα ή το άλλο πράγμα για το πολύ απλούστερο θέμα που εξετάζουμε), που μόνο εύπιστοι θα αποδέχονταν (σκόπιμα ο κ. Ρασσιάς αναφέρεται συγκεχυμένα σε «εκείνους [που αγωνιούν να αποδείξουν πλαστό το βίο]», μη τολμώντας να πει ότι φυσικά την πλαστότητα δεν την αποδείξαμε... εμείς, τώρα – ούτε βέβαια εγείραμε εμείς πρώτοι το θέμα–, αλλά οι επιστήμονες, πριν 2 αιώνες, κι αυτό το κάνει, ώστε να παραπληροφορήσει τους αναγνώστες του, για να πειστούν ότι τάχα «απλώς κάποιοι φανατικοί Χριστιανοί»(!) αμφισβητούν την αυθεντικότητα του βίου. Αλλά ατύχησε ο κύριος Ρασσιάς, χρησιμοποιώντας τα κόλπα αυτά), να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της επιστημονικής απόδειξης της πλαστότητας του βίου (και την επιστημοσύνη των ιστορικών που την απέδειξαν), έπειτα υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία αν είναι πλαστός (και ψεύδεται, φυσικά, διότι διαφορετικά ουδέποτε θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει η καταγωγή του Ιουστινιανού, αλλά αναφέρει την δήθεν σλαβική καταγωγή του, ώστε να τον παρουσιάσει ως ξένο· ολοφάνερος εθνικισμός, παρόμοιος με την περίπτωση του εβραϊκής καταγωγής αγίου Επιφανείου), και τέλος, εντελώς σαν να μην συμβαίνει τίποτε, σαν να μην έχει αποδειχτεί ότι σφάλλει, συνεχίζει απτόητος να αποκαλεί τον Ιουστιανιανό «Γιουτπράδα». Αυτό λέγεται «νεοπαγανιστική μέθοδος αντίκρουσης της αλήθειας». Επι της ουσίας τώρα:

Για το λεγόμενο κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών υπό του Ιουστινιανού, μύρια ψέμματα έχουν λεχθεί υπό των Νεοπαγανιστών. Ο Ιουστινιανός δεν απαγόρευσε την διδασκαλία της νομικής και της φιλοσοφίας στην Αθήνα, όπως αναφέρει ο Μαλάλας (Χρονογραφία, λόγος ιη’', 187, P.G. τ. 97, σ. 661), διότι ο ίδιος ιστορικός αντιφάσκει, λέγοντας πως αργότερα, το 530, ο αυτοκράτορας έστειλε τον νομικό του κώδικα σε Αθήνα και Βηρυτό (Χρονογραφία, ιη'’, 183, P.G. τ. 97 σ. 657) αναφέροντας αμέσως πριν «ότι έπεμψε τον κώδικά του σε όλες τις πόλεις». Στην Βηρυτό και την Αθήνα, λοιπόν, λειτουργούσαν νομικές σχολές (δε θα ανέφερε μόνο αυτές τις πόλεις ο Μαλάλας, αν εννοούσε απλώς ότι ο Ιουστινιανός έστειλε στα δικαστήρια των Αθηνών και της Βηρυτού τον κώδικά του, αφού πριν αναφέρει τις Αθήνα και Βηρυτό, αναφέρεται στην αποστολή των νόμων σε όλες τις πόλεις) κι εφόσον αντιφάσκει για τη διδασκαλία της νομικής, η πιθανότητα να λέει την αλήθεια για τη φιλοσοφία επίσης είναι μικρή. Ο Προκόπιος δεν αναφέρει καμμία τέτοια απαγόρευση (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 122).

«Μόνον ἐκ τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ (του Προκόπιου, στην ''Απόκρυφη Ιστορία''), καθ’ ἣν ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστέρησε τοὺς δημοσίᾳ διδάσκοντας τοὺς μισθοὺς αὐτῶν καὶ ἐδήμευσε τὰ ἰδιωτικὰ ὑπὲρ ἐπιστημονικῶν σκοπῶν καθιδρύματα, ἐξήχθη τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ διάταξις αὕτη ἀνεφέρετο κυρίως εἰς τὴν Ἀκαδημίαν τῶν Ἀθηνῶν» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122). Όμως, είναι άλλο πράγμα η δήμευση της περιουσίας κι άλλο η απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας ή το κλείσιμο της Ακαδημίας. Εξάλλου, ο Προκόπιος πουθενά δεν αναφέρεται ονομαστικά στην Αθήνα ούτε όταν γράφει πως ο Ιουστινιανός στέρησε τους μισθούς.

Πέρα απ' το ότι η ''Απόκρυφη Ιστορία'' είναι, ως γνωστόν, ένας αναξιόπιστος λίβελλος, δεν διαθέτουμε απολύτως κανένα στοιχείο, έδικτο ή αναφορά συγγραφέων, που να λέει με σαφήνεια ή ρητά, ότι ο Ιουστινιανός διέταξε την απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας στην Αθήνα ή το κλείσιμο της Ακαδημίας. «Στις ειδικές διατάξεις του κώδικα της Πανδέκτης που συνέταξε ο Ιουστινιανός απαγορεύεται η διδασκαλία κάθε μαθήματος από εθνικούς διδάσκαλους (Ό,τι έκανε νωρίτερα ο Ιουλιανός για τους Χριστιανούς διδασκάλους. Η εκδίκηση της Ιστορίας, αν και κάπως αργά, όταν ο Παγανισμός είχε σβήσει), αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ρητή διάταξη περί κατάργησης των σχολών της Αθήνας. Ο Αγαθίας, που εξιστορεί λεπτομερώς την αποδημία των επτά φιλοσόφων της Ακαδημίας στην αυλή του Χοσρόη, δε λέει ότι έφυγαν επειδή καταργήθηκε η σχολή της Αθήνας, όπως ήταν φυσικό να πει, αν πράγματι έγινε αυτή η κατάργηση, αλλά βεβαιώνει ότι αυτοί μετανάστευσαν «ἐπειδή αὐτούς ἡ παρά Ρωμαίοις κρατοῦσα ἐπί τῷ κρείττονι δόξα οὐκ ἤρεσκεν», επειδή δηλαδή δεν ασπάζονταν τη θρησκεία που επικρατούσε εδώ» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 9, 3). «Ἡ ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατάργησις τῶν ἐν Ἀθήναις σχολῶν δὲν δύναται νἀ αποδειχθῇ γενόμενη ὡς ἐπίσημος πρᾶξις τῆς πολιτείας (...) ἐξακολούθησαν ὑφιστάμεναι ἐν Ἀθήναις ἰδιωτικαὶ (και η Ακαδημία, όμως, ιδιωτική σχολή του Πλάτωνα ήταν) τῆς ῥητορικῆς καὶ γραμματικῆς» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 122, 123).

Η Ακαδημία, ως γνωστό, χάρη στην τεράστια περιουσία της μπορούσε να δέχεται όλους τους σπουδαστές χωρίς δίδακτρα, ενώ οι υπόλοιπες σχολές ζητούσαν δίδακτρα σπουδών. Συνεπώς η δήμευση της περιουσίας της, αν αυτή έγινε, δεν θα συνεπαγόταν απαραιτήτως κλείσιμο της Ακαδημίας, αλλά απλώς ότι οι φοιτητές από δώ και στο εξής θα πλήρωναν για τη φοίτησή τους καθώς και ότι οι καθηγητές θα ήταν μόνο Χριστιανοί. Άλλο πράγμα η δήμευση της περιουσίας, άλλο το κλείσιμο της Ακαδημίας.

Ο Blumental (“529 and its Sequell: What happened to the Academy?” Revue Internationale des Etudes Byzantines t. XLVIII [1978], Bruxelles 1979, 370-385) εισάγει και ένα άλλο πρόβλημα που αφορά την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε ο νόμος. Έτσι θεωρείται ως πιθανή ημερομηνία για την εφαρμογή του νόμου το έτος 534 μ.Χ. Συνεπώς δεν υπάρχει βεβαιότητα για το αν κάποια από τις σχετικές προβλέψεις του νόμου υφίσταται ήδη από το 529 μ.Χ.

«Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι τριάντα ένα χρόνια μετά, το 560, η επίταξη της περιουσίας της εξαιρετικά ανθηρής Ακαδημίας δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί» (Πάολο Τσεζαρέτι, Θεοδώρα˙ η άνοδος μιας αυτοκράτειρας, εκδ. Ωκεανίδα, σ. 240).

«Αναφέρεται συχνά το ότι ο αυτοκράτορας έκλεισε την Ακαδημία στην Αθήνα το 529. Παρ' όλα αυτά η Ακαδημία εκείνη συνέχισε να λειτουργεί για μερικές δεκαετίες ακόμα. Και στην Αλεξάνδρεια, ο ειδωλολάτρης Ολυμπιόδωρος δίδασκε ακόμα φιλοσοφία και μετά το 565, που πέθανε ο Ιουστινιανός» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 93).

Ο A. Cameron (“The Last Days of the Academy of Athens”, Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 (1969), 8, 25) θεωρεί ότι η διδασκαλία της φιλοσοφίας συνεχίστηκε στην Αθήνα από το 532 μ.Χ. μέχρι που οι Σλάβοι λεηλάτησαν την πόλη, δηλαδή σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα. Την παραπάνω θέση του στηρίζει ο A. Cameron σε ένα απόσπασμα του Ολυμπιοδώρου σε σχόλιο που έκανε στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα. Στο σχόλιο αυτό γίνεται λογος για παραχώρηση της Σχολής από τον Πλάτωνα σε διαδόχους του για λόγους καθαρά πρακτικούς, εφόσον ο ίδιος ήταν ευκατάστατος. Ο Ολυμπιόδωρος επισημαίνει ότι η παρουσία της Σχολής υπήρξε διαδοχική μέχρι τώρα, παρά τη μορφή μερικής κατάσχεσης την οποία υπέστη. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Cameron στα 529 μ.Χ. η πλατωνική Ακαδημία δεν είχε χρηματικές παροχές, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι δραστηριότητές της, έστω και αν αυτές δεν διακόπηκαν εντελώς. Βλέπουμε, δηλαδή, τον Παγανιστή φιλόσοφο Ολυμπιόδωρο να κάνει λόγο για την ύπαρξη της Ακαδημίας στην εποχή που αυτός (γράφει: «μέχρι τώρα») ζούσε (άκμασε περί το 565 μ.Χ.), αναφέροντας ταυτόχρονα – πράγμα που καθιστά το σχόλιό του αξιόπιστη μαρτυρία – την «μερική (αλλά όχι πλήρη!) κατάσχεση» της περιουσίας.

Βλέπουμε, ότι η άποψη περί κλεισίματος της Ακαδημίας σιγά σιγά δεν γίνεται πλέον αποδεκτή, αλλά κι ότι ο ίδιος ο Ιουστινιανός, αν και έβγαλε ένα νόμο απαγορεύοντας τη διδασκαλία της φιλοσοφίας από Παγανιστές, ούτε ο ίδιος ούτε οι επόμενοι αυτοκράτορες τον εφάρμοσαν, τουλάχιστον στο βαθμό στον οποίο θέλουν οι Νεοπαγανιστές να δεχτούμε. Διαφορετικά, πώς εξηγείται ότι ο Ολυμπιόδωρος δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια, έδρα του δεύτερου μεγαλύτερου Πατριαρχείου και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας; Οι νόμοι δεν εφαρμόζονταν. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, γιατί να φύγουν οι επτά φιλόσοφοι από την Αθήνα, αφού ούτε η περιουσία της Ακαδημίας είχε κατασχεθεί ούτε απαγορευόταν στην πράξη η διδασκαλία από εθνικούς; Είναι αληθινή η εξιστόρηση του Αγαθία; Ή ο λόγος που έφυγαν ήταν αυτός που αναφέρει ο Αγαθίας και κανένας άλλος;

Ο Ιουστινιανός λοιπόν δεν απαγόρευσε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στην πόλη. Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι στην Αθήνα σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία στις αρχές του 7ου αιώνα ο Θεόδωρος (602-690), μετέπειτα πρώτος αρχιεπίσκοπος Cantebury της Αγγλίας (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, ''Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής'', εκδ. Αίθρα, σ. 56), και επίσης στην ίδια εποχή ο φιλόσοφος Τυχικός ο Βυζάντιος σπούδασε εκεί φιλοσοφία (Στήβεν Ράνσιμαν, ''Βυζαντινός πολιτισμός'', εκδ. Γαλαξίας, σ. 253). Συνεπώς ψέμμα μέγιστο είναι ότι «έσβησαν τα φώτα της παιδείας» στα 529 μ.Χ. στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή, η πλειονότητα των σπουδαστών ήταν χριστιανοί και σίγουρα θα υπήρχαν χριστιανοί καθηγητές. Τίποτε δεν αποκλείει ότι οι χριστιανοί καθηγητές, συνέχισαν να διδάσκουν φιλοσοφία και ρητορική μετά την απόλυση των ειδωλολατρών.

Φυσικά η άποψη ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές ευημερούσαν το 529 (φέρνουν και πορίσματα των αμερικανικών ανασκαφών στην αθηναϊκή Αγορά ως απόδειξη) είναι αβάσιμη. Αφού οι σχολές ευημερούσαν, γιατί δεν έχουμε, όπως για παλιότερους αιώνες, ονόματα Επικούρειων ή Στωικών ή Αριστοτελικών που να διεύθυναν τις αντίστοιχες ευημερούσες σχολές; Γιατί δεν υπάρχει καμμία γραπτή μαρτυρία για τις σχολές αυτές, τις οποίες οι Νεοδωδεκαθεϊστές αγωνίζονται να αποδείξουν ότι ευημερούσαν; Οι Πλατωνικοί σίγουρα ευημερούσαν, αλλά (μάλλον) αυτοί μόνο. Άλλο πράγμα η ευημερία της πόλης των Αθηνών και η καλή κατάσταση της Αγοράς γενικά, κι άλλο πράγμα η ύπαρξη σχολών, τίποτα δεν αναφέρεται γι' αυτές στην Αγορά της Αθήνας το 529. Από το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο.

Ο A. Cameron (“''The Last Days of the Academy of Athens''”, Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 [1969], 8, 25) επισημαίνει ότι το σχολικό κτίριο, που ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για την παραπάνω θέση (ότι είναι απόδειξη πως έκλεισε με διάταγμα η Ακαδημία), εφόσον δεν θεωρείται ως συνέπεια του νόμου του Ιουστινιανού στα 529 μ.Χ., αλλά απλώς ως τμήμα μίας γενικής παρακμής της αθηναϊκής ζωής αυτήν την περίοδο. Βλέπουμε ότι το σχολικό κτίριο που βρισκόταν στην Αγορά της Αθήνας ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα, όχι στις αρχές ή τα μέσα. Το τελευταίο θα συνέβαινε μόνο αν έκλεινε η Ακαδημία στα 529 μ.Χ.

Ο τελευταίος σχολάρχης της Ακαδημίας των Αθηνών, ο Δαμάσκιος, έγραψε ένα ογκώδες έργο περί μαγείας και θαυμάτων σε τέσσερα βιβλία, το οποίο μεταξύ άλλων περιελάμβανε και 63 κεφάλαια «περί των μετά θάνατον εμφαινομένων ψυχών παράδοξα διηγήματα» (''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', Εκδοτικής Αθηνών Α. Ε., τ. Ζ', σ. 336). Αυτά τα ισχυρίζεται ο Φώτιος, ο πιο μορφωμένος άνθρωπος του Μεσαίωνα. Αλλά κι ο Βίος Πρόκλου, γραμμένος από τον μαθητή του, μάς λέει, ότι ο Πρόκλος, σχολάρχης της Ακαδημίας (430-482) «έκανε θαύματα χάρη στις μαγικές του γνώσεις, τερμάτισε μια περίοδο ξηρασίας και απομάκρυνε σεισμούς με τα φυλακτά του. Ο Ασκληπιός πραγματοποίησε για χάρη του θαυματουργικές ιάσεις, θεραπεύοντας την κόρη του δασκάλου του και απαλλάσσοντας τον ίδιο από μια αρθρίτιδα στο γόνατο» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 128). Αφού μάγια έκανε ο Πρόκλος, πολύ πιθανόν να έκανε τα ίδια κι ο Δαμάσκιος. Τρομερός ο ορθολογισμός της Ακαδημίας: είχε πάει (στον) περίπατο. Τί θρηνούν λοιπόν για την (αναπόδεικτη) κατάργηση της Ακαδημίας; Για την «θεουργία» οδύρονται οι ορθολογιστές; Το κατάντημα της φιλοσοφίας σε μαγεία δεν τους ενδιαφέρει;

Στην Αθήνα το 316 π.Χ. (κατά C. Kroger) ή μεταξύ 307 και 302 π.Χ. (κατά το Ρένο Αποστολίδη και τους περισσότερους, που είναι και το πιθανότερο: μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας) προτάθηκε και ψηφίσθηκε νόμος, να μην μπορεί κανείς να έχει φιλοσοφική σχολή χωρίς άδεια της βουλής και του δήμου, και η παράβαση να τιμωρείται με θάνατο (Διογένης Λαέρτιος, V, 38, «νόμον εἰσενεγκόντος μηδένα τῶν φιλοσόφων σχολῆς ἀφηγεῖσθαι ἂν μὴ τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ δόξῃ· εἰ δὲ μή, θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν»˙ Αθηναίος, 13, 610f ˙ Πολυδεύκης, 9, 42). Μάλιστα «Η Αθήνα θέσπισε νόμο που απαγόρευε την εκπαίδευση των νέων χωρίς προηγούμενη άδεια των αρχών (Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 2, 31)» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 348). Γιατί ψήφισαν τέτοιους νόμους οι Αρχαίοι; Δεν υπήρχε ελευθερία διδασκαλίας;

Σχετικά με τον παραπάνω παγανιστικό νόμο, αλλά και τις διώξεις κατά φιλοσόφων οι οποίες έλαβαν χώρα στον «Χρυσό Αιώνα» λόγω νόμου που ψήφισαν οι Παγανιστές του 5ου αι., είναι γεγονός ότι, αυτός ψηφίστηκε από ένα δημοκρατικό καθεστώς και συνεπώς υπεύθυνος είναι ο λαός των Παγανιστών, ο οποίος τον ψήφισε, ενώ ο βυζαντινός νόμος, που απαγόρευε σε παγανιστές να διδάσκουν, εξεδόθη από μη δημοκρατικό καθεστώς, και συνεπώς δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς τους Χριστιανούς. Διαφορετικά, θα έπρεπε να κατηγορούνται και οι Έλληνες για τους νόμους της δικτατορίας. Πάντως, δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό οι Αυτοκράτορες από τον αθηναϊκό δήμο: ό,τι δεν τους άρεσε, το απαγόρευαν.

Όπως και να ‘χει, ο Ιουστινιανός δεν ήταν εναντίον της διδασκαλίας της φιλοσοφίας αυτής καθ' εαυτής, αλλά εναντίον της διδασκαλίας από εθνικούς. Ο λόγος; Όπως έχουμε πει στο κεφάλαιο περί διώξεων, υπήρξαν ουκ ολίγες περιπτώσεις, στις οποίες κάποιοι μωροφιλόδοξοι (Ακόμη κι ο εθνικός Παλλαδάς τους ειρωνεύεται) παγανιστές «φιλόσοφοι» (θεουργοί) αποπειράθηκαν να εκθρονίσουν τον νόμιμο αυτοκράτορα. Γι' αυτό, ο Ιουστινιανός δεν ήταν δυνατόν να δεχτεί (σε θεωρητικό επίπεδο, αφού πρακτικά δεν συνέβη τίποτε) την διατήρηση πιθανών εστιών συνωμοσίας από τέτοιους μωρούς φιλοσόφους με πολιτικές φιλοδοξίες. Εάν ο Ιουστινιανός ήταν εναντίον της φιλοσοφίας γενικά, κι όχι απλώς εναντίον της διδασκαλίας της από εθνικούς, τότε θα έκλεινε κάθε Πανεπιστήμιο, συμπεριλαμβανομένου κι αυτού της Κωνσταντινούπολης! Μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας από του Γότθους ο Ιουστινιανός «απέδωσεν επίσης τας αννώνας εις τους γραμματικούς, ρήτορας, ιατρούς και νομικούς "δια να πληθυνθούν οι νέοι οι ασχολουμένοι εις την πολιτείαν μας με τας ελευθερίους σπουδάς" (''Appendix constitutionum dispersarum'', NJ, VII, 22)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 590). Όμως ο αιώνας του Ιουστινιανού είναι μια πολιτιστικά πολύ γόνιμη εποχή που έχει να επιδείξει σπουδαίους αρχιτέκτονες και μαθηματικούς (Ισίδωρος, Ανθέμιος), σπουδαίους ιστορικούς (Προκόπιος), σπουδαίους ποιητές και υμνογράφους (Αγαθίας, Ρωμανός Μελωδός) καθώς και ανεπανάληπτες δημιουργίες (Αγία Σοφία, ψηφιδωτά Ραβένας). Πού την βλέπουν την πολιτιστική οπισθοδρόμηση;

Πρέπει να δούμε κατά πόσο ζημιώθηκε η διδασκαλία από τον Ιουστινιανό (527-565). Είναι πιθανό ότι ορισμένα επιδόματα έπαψαν να δίνονται στους καθηγητές. Αλλά πέραν αυτού, τί έγινε μετά τον Ιουστινιανό, ώστε να λέμε ότι αυτός ζημίωσε την παιδεία; Έτσι ο Lemerle αναφέρει για την εποχή του Μαυρίκιου (582-602): «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην αρχή της περιόδου που μας απασχολεί εξακολουθούσε να παρέχεται στην Κωνσταντινούπολη ανώτερη εκπαίδευση σύμφωνη με το παραδοσιακό πρόγραμμα και ότι ο Μαυρίκιος, για παράδειγμα, έδινε μεγάλη σημασία στην παιδεία. Ο Μένανδρος διηγείται στον πρόλογό του ότι (...) ο αδερφός του Ηρόδοτος, αφού δοκίμασε τα νομικά, τα εγκατέλειψε. Ο ίδιος έκανε νομικές σπουδές» (Lemerle P., ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 74). «Η φροντίδα του κράτους για την ποιότητα της ανώτερης εκπαίδευσης στους χρόνους του Ηρακλείου και του πατριάρχη Σέργιου φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, μια και δε στάθηκε δυνατό να προσελκυστεί ο Τυχικός στην Κωνσταντινούπολη, στέλνονται μαθητές να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του στην Τραπεζούντα, ίσως με έξοδα του κράτους» (Lemerle P., ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 80). «Τίποτα δεν δείχνει ότι στη στοιχειώδη εκπαίδευση, στη "μέση" εκπαίδευση, στη γενική μόρφωση που λέγεται εγκύκλιος παιδεία, υπήρξε κάποια διακοπή, αλλά ούτε καν αξιόλογη αλλαγή στη δομή και στο πρόγραμμα, σε όλη την περίοδο που μας απασχολεί, από τα τέλη του 6ου ώς τις αρχές του 9ου αιώνα. Συνέχεια υπήρξε και στην "ανώτερη" εκπαίδευση, στο "πανεπιστήμιο", καθώς και στις ιδιωτικές σπουδές, των οποίων η περίπτωση του Τυχικού αποτελεί λαμπρό παράδειγμα, τουλάχιστον ώς τα μέσα περίπου ή το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα: έδρες, καθηγητές και μαθητές, μάς είναι γνωστά» (Lemerle P., ''Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός'', εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, σ. 98). Το μόνο που συνέβη συνεπώς ήταν η απαγόρευση διδασκαλίας – ανεφάρμοστη, όπως είδαμε – στους εθνικούς. Εκ του αποτελέσματος λοιπόν φαίνεται ότι ο Ιουστιανιανός δεν έβλαψε την παιδεία στο Βυζάντιο.

Ο Ιουστινιανός προσπάθησε να περιορίσει την αυθαιρεσία των δυνατών: «Εις σειράν Νεαρών του διακηρύσσει το κακόν που οι ασυνείδητοι μεγαλογαιοκτήμονες προξενούν εις τους συμπολίτας των και το κράτος και τα άτιμα μέσα που χρησιμοποιούν (NJ. 30. 5 του 536). (...) Δια να καταπολεμήση το κακόν ο Ιουστινιανός διατάσσει τους κυβερνήτας των επαρχιών να πατάσσουν και με τα σκληρότερα χρησιμοποιούντες εν ανάγκη και στρατιωτικάς εναντίον των δυνάμεις (NJ. 30, 7 του 536)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 491).

«Εις την φορολογικήν του πολιτικήν ο Ιουστινιανός, παρά τας αντιθέτους κατηγορίας του Προκοπίου, δεν φαίνεται να εφωρμάτο από τυφλής ταμιευτικής προθέσεως. Απεναντίας εις πολλάς περιπτώσεις έδωκε δείγματα όλως διαφορετικών τάσεων. Κατήργησε το 531 τον φόρον τον γνωστόν ως "γοτθικόν ξυλέλαιον", (...) απηγόρευσε την δήμευσιν περιουσιών των καταδικαζομένων (NJ. 134, c. 13 του 556) και δύο τουλάχιστον φοράς κατά την διάρκειαν της βασιλείας του, το 522 και 553, επέτρεψεν απαλλαγήν από καθυστερημένων φόρων (NJ 147 του 553). Επίσης, κατά την ομολογίαν αυτού τούτου του Προκοπίου, έδιδε φορολογικήν απαλλαγήν εις πάσαν πόλιν πληττομένην υπό εχθρικής επιδρομής (Προκ. Ανέκδ. 21, 1 κε.). Τελείως νέους φόρους δεν φαίνεται να επέβαλεν ο Ιουστινιανός. Τόσον οι υπό του Λυδού αναφερόμενοι φόροι, όσον και το αερικόν του Προκοπίου ήσαν παλαιοί φόροι συστηματοποιηθέντες μάλλον ή φόροι το πρώτον υπό του Ιουστινιανού εισαχθέντες» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 524). «Δια να αποτρέψη ανωμαλίας εις την αγοράν και την πολιτικήν των τιμών ο Ιουστινιανός εισήγαγε το 544 ανώτατον όριον αμοιβών δια τεχνίτας, εργάτας και ναυτικούς ίσον προς τα προ της χρονολογίας ταύτης ισχύοντα (NJ 122)» (Καραγιαννόπουλου Ιω. Ε, ''Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους'', τ. Α’, σ. 525).

Θα σταθούμε τώρα σε ένα συμβάν άσχετο με την Ακαδημία των Αθηνών, αλλά σχετικό με την Αθήνα. Ο κ. Ρασσιάς ισχυρίζεται ότι ο Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών, (12ος αι.) χαιρόταν με την παρακμή των Αθηνών λέγοντας «όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος!». «Έπρεπε λοιπόν –για να μπορέσει να καυχηθεί πολλούς αιώνες αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ Χωνιάτης ότι "όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος!"- να ταπεινωθούν τα δύο κυρίαρχα σύμβολα αυτής της "ειδωλολατρικής" πόλεως (...) » (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, β’ έκδοση, σ. 84). Η αλήθεια είναι, ότι ο κ. Ρασσιάς δεν λέει την αλήθεια για τον Μιχαήλ Χωνιάτη. Γιατί αλλιώς, θα γνώριζε (ή μήπως το γνωρίζει;) ότι η – τάχα προσβλητική προς την Αθήνα – φράση, την οποία παραθέτει, είναι στίχος από τον αποκαλούμενο «θρήνο των Αθηνών» του Μ. Χωνιάτη, αυτού που υποτίθεται ότι «καυχάται» και χαίρεται που χάθηκε το κλέος των Αθηνών. Παραθέτουμε όλο το ποίημα του μητροπολίτη (κι όχι αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος) Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη.

Ἔρως Ἀθηνῶν τῶν πάλαι θρυλουμένων

ἔγραψε ταῦτα ταῖς σκιαῖς προσαθύρων

καὶ τοῦ πόθου τὸ θάλπον ὑπαναψύχων.

Ἐπεὶ δ’ ἔτ’ οὐκ ἦν οὐδαμοῦ φεῦ! προσβλέπειν

αὐτὴν ἐκείνην τὴν ἀοίδημον πόλιν

τὴν, δυσαρίθμου καὶ μακραίωνος χρόνου

λήθης βυθοῖς κρύψαντος, ἠφαντωμένην,

ἐρωτολήπτων ἀτεχνῶς πάσχω πάθος˙

οἳ τὰς ἀληθεῖς τῶν ποθουμένων θέας

ἀμηχανοῦντες ὡς παρόντων προσβλέπειν,

τὰς εἰκόνας ὁρῶντες αὐτῶν, ὡς λόγος,

παραμυθοῦντας, τῶν ἐρώτων τὴν φλόγα.

Ὡς δυστυχὴς ἔγωγε, καινὸς Ἰξίων,

ἐρῶν Ἀθηνῶν, ὡς ἐκεῖνος τῆς Ἥρας.

εἶτα λαθὼν εἴδωλον ἠγκαλισμένος.

Φεῦ! οἷα πάσχω καὶ λέγω τε καὶ γράφω.

Οἰκῶν Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που βλέπω,

κόνιν δὲ λυπρὰν καὶ κενὴν μακαρίαν.

Ποῦ νῦν τὰ σεμνὰ, τλημονεστάτη πόλις;

Ὡς φροῦδα πάντα καὶ κατάλληλα μύθοις,

δίκαι, δικασταὶ, βήματα, ψῆφοι, νόμοι,

δημηγορίαι ( τε ) πειθανάγκη ῥητόρων,

βουλαὶ, πανηγύρεις τε καὶ στρατηγίαι

τῶν πεζομάχων ἅμα καὶ τῶν ναυμάχων,

ἡ παντοδαπὴ Μοῦσα, τῶν λόγων κράτος.

Ὄλωλε σύμπαν τῶν Ἀθηνῶν τὸ κλέος˙

γνώρισμα δ’ αὐτῶν οὐδ’ ἀμυδρόν τις ἴδῃ.

Συγγνωστὸς οὐκοῦν, εἴπερ οὐκ ἔχων βλέπειν

τῶν Ἀθηναἰων τὴν ἀοίδημον πόλιν,

ἴνδαλμα ταύτης γράφειν.

Η αγάπη για την Αθήνα, την άλλοτε ένδοξη έγραψε αυτούς τους στίχους, ακόμα λατρεύοντας τις σκιές

και φέρνοντας δροσιά στης νοσταλγίας μου τη θέρμη˙

γιατί πουθενά, αχ πουθενά, δε βλέπεις πια

την χιλιοτραγουδισμένη πόλη, όπως ήταν κάποτε.

Πολύς ο καιρός, ασύλληπτος για τις αισθήσεις μας,

που κρύβεται θαμμένη βαθειά μες στη λήθη.

Γι’ αυτό κι εγώ πικρά υποφέρω, σαν τον ερωτευμένο

που δεν μπορεί να αντικρίσει το πρόσωπο της αγαπημένης του,

που δεν μπορεί να τη δει μπροστά του ολοζώντανη,

και μόνο την εικόνα της θυμάται, σαν να μιλάει μαζί της,

παρηγοριέται και σβήνει τη φλόγα του έρωτά του.

Κακότυχος λοιπόν είμαι κι εγώ, σαν τον Ιξίονα:

Αγαπάω την Αθήνα όπως αυτός κάποτε αγάπησε την Ήρα,

ανύποπτος αγκαλιάζοντας το απατηλό της είδωλο.

Πώς πονάω αλί, τί λέω, τί γράφω;

Ζω στην Αθήνα, μα πουθενά δεν βλέπω την Αθήνα,

μόνο σκόνη θλιβερή, πουθενά γνήσια ευτυχία.

Τί έγιναν οι ναοί σου, δύσμοιρη πόλη;

Χάθηκαν όλα, σαν παραμύθι:

Το δικαστήριο κι οι δικαστές, το βήμα των ρητόρων,

οι ψήφοι, οι νόμοι, οι δημηγορίες των ρητόρων,

οι συνεδριάσεις της βουλής, οι λαμπρές γιορτές,

οι πολέμαρχοι στη στεριά και στην θάλασσα,

η πληθωρική Μούσα, η δύναμη του λόγου.

Χάθηκε χωρίς ίχνη το μεγαλείο της Αθήνας,

ούτε ένα σημάδι δεν έμεινε, έστω και θαμπό.

Γι’ αυτό συγχωρέστε με, εμένα, που δεν μού έδωσε η Μοίρα

να δω με τα μάτια μου την πολυθρύλητη πόλη της Αθηνάς,

αν η πένα μου χάραξε εδώ την εικόνα της.

Ο κ. Ρασσιάς, στον επίλογο του ''Επίτομος ιστορία των Σπαρτιατών'', σ. 207 (και στο Διιπετές τ. 52, σ. 10-11), καταφέρεται εναντίον του π. Γ. Μεταλληνού, επειδή ο τελευταίος στο ''Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;'' έκανε λάθος στον τίτλο ενός βιβλίου τού πρώτου (και μερικά παρόμοιου μεγέθους λάθη που δεν οφείλονται στον ίδιο αλλά ενδεχομένως στο συγκεκριμένο φυλλάδιο που του δόθηκε, βλ. σ. 129). Αυτά βρήκε, όλα κι όλα, να πει ως αντίκρουση των όσων γράφει ο π. Μεταλληνός. Γράφει μεταξύ άλλων ο κ. Ρασσιάς: «Η κάθε πλευρά άλλωστε μάχεται αποκλειστικώς με ό,τι οι εκπρόσωποί της έχουν μέσα στην ψυχή τους. Εμείς με το φως, την αλήθεια και την ανωτερότητα, αυτοί με το σκοτάδι, το ψεύδος και την κοπριά» (δική μας η έμφαση). Κανείς βέβαια δεν είναι αλάθητος και ασυγχώρητος, αλλά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε αν ο κ. Ρασσιάς – αφού κρίνει τον π. Γ. Μεταλληνό για τα λάθη του και αποκαλεί κοπρόψυχους τους «εκπροσώπους» της δική μας πλευράς – ασκεί την ίδια κριτική στον εαυτό του για τα δικά του λάθη. Σύμφωνα με τον κ. Ρασσιά, «τον (Συνέσιο) βρίσκουμε να καταφέρεται με μεγάλη απέχθεια κατά των Αθηνών, στην προ εικοσαετίας εκεί επίσκεψή του, περιγράφοντας περιφρονητικά την πόλη σαν... δέρμα ψόφιου ζώου» (Βλ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, σ. 156). Ο Συνέσιος, μαθητής της Υπατίας, γράφει ωστόσο: «δεν υπάρχει πια τίποτα αξιοθαύμαστο στην Αθήνα, εκτός από ένδοξα τοπωνύμια. Όπως από το σφάγιο, μετά τη θυσία, δεν έχει απομείνει παρά το δέρμα από το οποίο αναγνωρίζουμε το ζώο που υπήρξε κάποτε» (P.G. 66, 1524C). Η περιγράφει αυτή δεν έχει τίποτε το αναληθές ή το περιφρονητικό, διότι η Αθήνα της εποχής εκείνης δεν ήταν η Αθήνα του 1ου μ.Χ. ή του 5ου π.Χ. αιώνα. Αλλά φαίνεται πως κάθε κρίση για την ακμή ή παρακμή των Αθηνών, συνεπάγεται περιφρόνηση προς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό! Εξάλλου, ο Συνέσιος ήταν Αλεξανδρινός, και, όπως λέει ο Pierre Chuvin, «συγκρίνει την Αθήνα με την ευμερούσα Αλεξάνδρεια της Υπατίας: «νῦν μὲν οὖν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις Αἴγυπτος τρέφει τὰς Ὑπατίας δεξαμένη γονάς, αἱ δὲ Ἀθῆναι, πάλαι μὲν ἦν ἡ πόλις ἑστία σοφῶν, τὸ δὲ νῦν ἔχον σεμνύνουσιν αὐτὰς οἱ μελιττουργοί». Από πού κι ώς πού μια φυσιολογική αντιζηλία ενός Αλεξανδρινού συνεπάγεται ανθελληνισμό; 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες