67i Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ
Να τι είπε για τη βυζαντινή τέχνη ο Runciman σε συνέντευξή του στον σταθμό Φλας: «Δημοσιογράφος: -Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν είχε τέχνη. Runciman:-Τότε αυτοί δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε από τέχνη. Η βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας αρχαίος Ελληνας δε θα μπορούσε να χτίσει την Αγία Σοφία, αυτό απαιτούσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Δημοσιογράφος:-Κάποιοι, ξέρετε, υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή τέχνη είναι στατική. Runciman:-Δεν ήταν καθόλου στατική, αλλά ήταν μια σχολή τέχνης από τις σημαντικότερες στον κόσμο, που όσο περνά ο καιρός εκτιμάται όλο και περισσότερο, κι όσοι Έλληνες διανοούμενοι σας λένε ότι το Βυζάντιο δεν δημιούργησε τίποτε, είναι τυφλοί».
Οι Ρωμηοί Έλληνες αρχιτέκτονες πρόγονοι μας είναι εφευρέτες του ρυθμού της βασιλικής με τρούλο. Είναι εφευρέτες του «Θεοδοσιανού κιονόκρανου», που είναι σύνθεση ιωνικού και κορινθιακού. Οι νεοπαγανιστές έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «οι Βυζαντινοί ουτε μαρμάρινες κολώνες δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν». Είναι πραγματικά γελοιότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός, την στιγμή που ο Ιουστινιανός έχτισε μια υπόγεια δεξαμενή με χίλιους όμοιους κίονες. Όμως όλες οι περιγραφές των κτιρίων του Μεγάλου Παλατιού (Χρυσοτρίκλινος, Μαγναύρα, Νέον κ.ά), κάνουν λόγο για πολλές κολώνες, μεγάλες αίθουσες, πανύψηλους θόλους. Κι αν ορισμένες κολώνες κάποιων αρχαίων ναών χρησιμοποιήθηκαν τους πρώτους αιώνες σε μεγάλες εκκλησίες, δεν θα υπήρχε τον 9ο και τον 10ο αι. υλικό για τόσα πολλά κτίρια που συνεχώς κτίζονταν στη μεγαλύτερη και λαμπρότερη πόλη του κόσμου της εποχής εκείνης. Πάντως, αναφορικά με ορισμένες κολώνες της Αγίας Σοφίας που πάρθηκαν απ' τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, πρέπει να πούμε ότι ο ναός αυτός είχε καταστραφεί τρεις αιώνες νωρίτερα και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα καταστροφής του προκειμένου να χτιστεί η Αγία Σοφία.
Η άγνοια των αρχαιόπληκτων για την Ρωμαίικη μουσική είναι τεράστια. Ο αρχαιολάτρης Σταύρος Βασδέκης έγραψε στο Δαυλό (τ. 197) πως η βυζαντινή μουσική ήταν «άρρυθμος» και ζήτησε από τον επιστήμονα Κοσμά Σκαβάτζο, με τον οποίο συζητούσαν για την βυζαντινή μουσική, να του δώσει βιβλιογραφία. Στο τ. 200-201 ο Στ. Βασδέκης έλαβε μια διεθνή κι ελληνική βιβλιογραφία μισής σελίδας κατεβατό, η οποία μιλούσε περί ρυθμών της βυζαντινής μουσικής, οπότε στο τ. 203 του ίδιου περιοδικού δεν ξαναϊσχυρίστηκε πως η βυζαντινή μουσική είναι δίχως ρυθμούς, μόνο ρώτησε αν η παράδοση ξεβοτανίζεται. Ποια παράδοση εννοούσε, δεν το διευκρίνησε. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η κηπουρική κι άλλο πράγμα η βυζαντινολογία. Αρκούμαστε στο εξής τμήμα της απάντησης του κ. Σκαβάτζου προς τον Στ. Βασδέκη και την άποψη του δεύτερου ότι η βυζαντινή μουσική είναι άρρυθμος: «Είσθε ο πρώτος που το λέγει παγκοσμίως και, το χειρότερον, που δεν το στηρίζει πουθενά».
Και τι δεν έχουν πει κατά της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Απίστευτα πράγματα. Την κατηγόρησαν ως «τουρκική», έχοντας πλήρη άγνοια του ότι η εκκλησιαστική μουσική συνεχίζει τους αρχαίους ελληνικούς «τρόπους» και την μουσική θεωρία. Την κατηγόρησαν ως «άρρυθμο». Έχοντας εκτοξεύσει τέτοιες κατηγορίες, θα πρέπει να περιμένουμε πως η επόμενη κατηγορία των αρχαιολατρών εναντίον της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής είναι ότι αυτή είναι «άηχος». Μπορεί και «ανύπαρκτος».
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Γ. Τσαρούχης έχει πει: «Δυο μεγάλα ψέμματα έχουν ειπωθεί σχετικά με την βυζαντινή ζωγραφική. Πρώτον ότι έμεινε αναλλοίωτη επί αιώνες και δεύτερον ότι εμίσησε την ζωή και την ηδονή, προσπαθώντας να αποδώσει την ανυπαρξία» (Γ. Τσαρούχη, «Αγαθόν το εξομολογείσθαι»).
«Πάνω σε αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστικτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία» (Μάνου Χατζιδάκι, «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι»).
Στο λόγο του, όταν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας στα 1979, ο Ελύτης ανέφερε πως ακολούθησε την μέθοδο του Ρωμανού του Μελωδού, που δημιουργεί σε καθεμιά από τις ωδές ή τα κοντάκιά του μια νέα μορφή.
«Η βυζαντινή ιστοριογραφία βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και ξεπερνάει κατά πολύ τη δυτική ιστοριογραφία της εποχής. Χαρακτηρίζεται επίσης από μια αξιοθαύμαστη συνέχεια. (...) Είναι ολοφάνερο, πως οι μεγάλοι πρωτοπόροι της ιστοριογραφίας, ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης αποτέλεσαν τα πρότυπά του [του Προκόπου]» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 79-81).
«Η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού δια μέσου των δυσχερέστερων χρόνων του βαρβαρισμού στη δυτική Ευρώπη», γράφει (A History of Science, Cambridge 1946, p. 47) ο άγγλος ιστορικός W. Dampier.
Ακόμη κι ο Marx, που έζησε σε μια εποχή, κατά την οποία οι βυζαντινές σπουδές δεν είχαν αναπτυχθεί πολύ, παραδέχεται ότι «Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ (στην Κωνσταντινούπολη) με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με το δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο» (Άρθρο του K. Marx, New York Daily Tribune 12/8/1853, Λονδίνο 29/7/1853).
Οι Ελληνοπαγανιστές φτάνουν στο σημείο να εκμηδενίζουν την πολιτισμική προσφορά του Βυζαντίου. Την θεωρούν ανύπαρκτη επειδή (όση διεσώθη) είναι κυρίως θρησκευτικής υφής. Δεν την θεωρούν καν "πολιτισμό"! «Όλα όσα μας λέτε για την πολιτισμική κληρονομιά του Βυζαντίου», λένε, «αφορούν την Αγιογραφία και την βιογραφία αγίων, άρα δεν συνιστούν συνολικά πολιτιστικό εποικοδόμημα». Αλήθεια, δεν είναι θρησκευτική τέχνη ο Παρθενώνας; Τα αγάλματα των «θεών»; Οι θρησκευτικοί αρχαιοελληνικοί ύμνοι των διάφορων ποιητών; Άν είναι όλα αυτά «πολιτισμός», τότε γιατί να μην είναι οι εκκλησίες και οι ύμνοι του Βυζαντίου; Όποτε τούς συμφέρει η τέχνη της θρησκείας (τους) συνιστά πολιτισμό, ενώ η τέχνη της ορθόδοξης θρησκείας δεν συνιστά πολιτισμό;
«Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δεν σταμάτησε ποτέ να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό τους παρελθόν με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο ποτέ δε γνώρισε μια Αναγέννηση. Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν θεώρησαν ότι το κλασσικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι' αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το αναστήσουν. Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μια ανακάθαρση, κάπως σαν τα δημόσια μνημεία που όντας διαρκώς παρόντα ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου» (Π. Μπράουν, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ., εκδ. Αλεξάνδρεια).
Οι Ρωμηοί Έλληνες αρχιτέκτονες πρόγονοι μας είναι εφευρέτες του ρυθμού της βασιλικής με τρούλο. Είναι εφευρέτες του «Θεοδοσιανού κιονόκρανου», που είναι σύνθεση ιωνικού και κορινθιακού. Οι νεοπαγανιστές έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι «οι Βυζαντινοί ουτε μαρμάρινες κολώνες δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν». Είναι πραγματικά γελοιότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός, την στιγμή που ο Ιουστινιανός έχτισε μια υπόγεια δεξαμενή με χίλιους όμοιους κίονες. Όμως όλες οι περιγραφές των κτιρίων του Μεγάλου Παλατιού (Χρυσοτρίκλινος, Μαγναύρα, Νέον κ.ά), κάνουν λόγο για πολλές κολώνες, μεγάλες αίθουσες, πανύψηλους θόλους. Κι αν ορισμένες κολώνες κάποιων αρχαίων ναών χρησιμοποιήθηκαν τους πρώτους αιώνες σε μεγάλες εκκλησίες, δεν θα υπήρχε τον 9ο και τον 10ο αι. υλικό για τόσα πολλά κτίρια που συνεχώς κτίζονταν στη μεγαλύτερη και λαμπρότερη πόλη του κόσμου της εποχής εκείνης. Πάντως, αναφορικά με ορισμένες κολώνες της Αγίας Σοφίας που πάρθηκαν απ' τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, πρέπει να πούμε ότι ο ναός αυτός είχε καταστραφεί τρεις αιώνες νωρίτερα και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα καταστροφής του προκειμένου να χτιστεί η Αγία Σοφία.
Η άγνοια των αρχαιόπληκτων για την Ρωμαίικη μουσική είναι τεράστια. Ο αρχαιολάτρης Σταύρος Βασδέκης έγραψε στο Δαυλό (τ. 197) πως η βυζαντινή μουσική ήταν «άρρυθμος» και ζήτησε από τον επιστήμονα Κοσμά Σκαβάτζο, με τον οποίο συζητούσαν για την βυζαντινή μουσική, να του δώσει βιβλιογραφία. Στο τ. 200-201 ο Στ. Βασδέκης έλαβε μια διεθνή κι ελληνική βιβλιογραφία μισής σελίδας κατεβατό, η οποία μιλούσε περί ρυθμών της βυζαντινής μουσικής, οπότε στο τ. 203 του ίδιου περιοδικού δεν ξαναϊσχυρίστηκε πως η βυζαντινή μουσική είναι δίχως ρυθμούς, μόνο ρώτησε αν η παράδοση ξεβοτανίζεται. Ποια παράδοση εννοούσε, δεν το διευκρίνησε. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η κηπουρική κι άλλο πράγμα η βυζαντινολογία. Αρκούμαστε στο εξής τμήμα της απάντησης του κ. Σκαβάτζου προς τον Στ. Βασδέκη και την άποψη του δεύτερου ότι η βυζαντινή μουσική είναι άρρυθμος: «Είσθε ο πρώτος που το λέγει παγκοσμίως και, το χειρότερον, που δεν το στηρίζει πουθενά».
Και τι δεν έχουν πει κατά της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Απίστευτα πράγματα. Την κατηγόρησαν ως «τουρκική», έχοντας πλήρη άγνοια του ότι η εκκλησιαστική μουσική συνεχίζει τους αρχαίους ελληνικούς «τρόπους» και την μουσική θεωρία. Την κατηγόρησαν ως «άρρυθμο». Έχοντας εκτοξεύσει τέτοιες κατηγορίες, θα πρέπει να περιμένουμε πως η επόμενη κατηγορία των αρχαιολατρών εναντίον της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής είναι ότι αυτή είναι «άηχος». Μπορεί και «ανύπαρκτος».
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Γ. Τσαρούχης έχει πει: «Δυο μεγάλα ψέμματα έχουν ειπωθεί σχετικά με την βυζαντινή ζωγραφική. Πρώτον ότι έμεινε αναλλοίωτη επί αιώνες και δεύτερον ότι εμίσησε την ζωή και την ηδονή, προσπαθώντας να αποδώσει την ανυπαρξία» (Γ. Τσαρούχη, «Αγαθόν το εξομολογείσθαι»).
«Πάνω σε αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστικτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέρριτη εκκλησιαστική υμνωδία» (Μάνου Χατζιδάκι, «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι»).
Στο λόγο του, όταν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας στα 1979, ο Ελύτης ανέφερε πως ακολούθησε την μέθοδο του Ρωμανού του Μελωδού, που δημιουργεί σε καθεμιά από τις ωδές ή τα κοντάκιά του μια νέα μορφή.
«Η βυζαντινή ιστοριογραφία βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και ξεπερνάει κατά πολύ τη δυτική ιστοριογραφία της εποχής. Χαρακτηρίζεται επίσης από μια αξιοθαύμαστη συνέχεια. (...) Είναι ολοφάνερο, πως οι μεγάλοι πρωτοπόροι της ιστοριογραφίας, ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης αποτέλεσαν τα πρότυπά του [του Προκόπου]» (Sture Linnιr, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, εκδ. Γκοβοστή, σ. 79-81).
«Η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού δια μέσου των δυσχερέστερων χρόνων του βαρβαρισμού στη δυτική Ευρώπη», γράφει (A History of Science, Cambridge 1946, p. 47) ο άγγλος ιστορικός W. Dampier.
Ακόμη κι ο Marx, που έζησε σε μια εποχή, κατά την οποία οι βυζαντινές σπουδές δεν είχαν αναπτυχθεί πολύ, παραδέχεται ότι «Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ (στην Κωνσταντινούπολη) με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με το δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο» (Άρθρο του K. Marx, New York Daily Tribune 12/8/1853, Λονδίνο 29/7/1853).
Οι Ελληνοπαγανιστές φτάνουν στο σημείο να εκμηδενίζουν την πολιτισμική προσφορά του Βυζαντίου. Την θεωρούν ανύπαρκτη επειδή (όση διεσώθη) είναι κυρίως θρησκευτικής υφής. Δεν την θεωρούν καν "πολιτισμό"! «Όλα όσα μας λέτε για την πολιτισμική κληρονομιά του Βυζαντίου», λένε, «αφορούν την Αγιογραφία και την βιογραφία αγίων, άρα δεν συνιστούν συνολικά πολιτιστικό εποικοδόμημα». Αλήθεια, δεν είναι θρησκευτική τέχνη ο Παρθενώνας; Τα αγάλματα των «θεών»; Οι θρησκευτικοί αρχαιοελληνικοί ύμνοι των διάφορων ποιητών; Άν είναι όλα αυτά «πολιτισμός», τότε γιατί να μην είναι οι εκκλησίες και οι ύμνοι του Βυζαντίου; Όποτε τούς συμφέρει η τέχνη της θρησκείας (τους) συνιστά πολιτισμό, ενώ η τέχνη της ορθόδοξης θρησκείας δεν συνιστά πολιτισμό;
«Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δεν σταμάτησε ποτέ να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό τους παρελθόν με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο ποτέ δε γνώρισε μια Αναγέννηση. Οι Βυζαντινοί ποτέ δεν θεώρησαν ότι το κλασσικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι' αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το αναστήσουν. Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μια ανακάθαρση, κάπως σαν τα δημόσια μνημεία που όντας διαρκώς παρόντα ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου» (Π. Μπράουν, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ., εκδ. Αλεξάνδρεια).
«Η Κωνσταντίνου πόλις καταλήγει να αποκαλείται Δεύτεραι Ἀθῆναι από τον Ιω. Χορτασμένο (Ιω. Χορτασμένου, Επιστ. 44, (εκδ. H. Hunger, Wien 1969, σ. 200): τὰς δευτέρας Ἀθήνας), δάσκαλο του Μάρκου Ευγενικού, του Βησσαρίωνα, του Γενναδίου Σχολαρίου, Χρυσαῖ Ἀθῆναι από τον ιστορικό της Αλώσεως Δούκα (Δούκας, XXXVIII 8: 339,13: τὰς χρυςᾶς ὄντως Ἀθήνας τὰς κοσμούσας τὸν κόσμον)» (Α. Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, σ. 280).
Η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, είναι παγκοσμίως η μόνη πόλη σε όλη την ιστορία, που απεκλήθη Νέα Ρώμη, και Νέα Ιερουσαλήμ, και Νέαι (Δεύτεραι) Αθήναι. Καμμία άλλη πόλη δεν απεκλήθη ποτέ έτσι. Πράγμα απολύτως φυσιολογικό. Διότι, η Ρωμανία είναι το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, όπως εννοούμε την Ευρώπη: Ελληνική, Χριστιανική, Ρωμαϊκή. Πρώτη φορά οι τρεις αυτές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό συγκεντρώθηκαν σε ένα κράτος. «Στη συμβολική της Κωνσταντινουπόλεως περικλείεται ό,τι υψηλότερο συνέθεσαν οι τρεις μεγάλοι πολιτισμικοί κύκλοι, των Αθηνών, της Ιερουσαλήμ και της Ρώμης» (Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, εκδ. Πελασγός, σ. 57).
Ο νεοπαγανιστής Τρύφων Κωστόπουλος-«Ολύμπιος» ισχυρίζεται, στο βιβλίο του ''Έλλην ή ποίμνιο'', ότι από τον εκχριστιανισμό του και μετά ο Ελληνισμός παρήγαγε μόνο συναξάρια. Η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα εξαιρετικά κοσμικά επιγράμματα και ποιήματα του Γρηγόριου Νανζιανζηνού, ούτε του Συνέσιου, ούτε του Χριστόδωρου Κοπτίτη, ούτε του Αγαθία, ούτε του Παύλου Σιλεντιάριου, ούτε του Μακεδόνιου Υπάτιου, ούτε του Λέοντα Φιλοσόφου, ούτε του Ιωάννη Γεωμέτρη, ούτε του Χριστόφορου Μυτιληναίου, ούτε του Ιωάννη Μαυρόποδα, ούτε του Μιχαήλ Γλυκά, ούτε οι Χιλιάδες, του Ιωάννη Τζέτζη, ούτε ο Θρήνος των Αθηνών, του Μιχαήλ Χωνιάτη, ούτε τα ποιήματα του Χούμνου, ούτε του Κεφαλά, ούτε του Κωνσταντίνου Ρόδιου, ούτε το Εις τον έρωταν, του Μάρκου Άγγελου, ούτε τα ποιήματα του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα δεκάδες επιγράμματα προς τους αρματοδρόμους του Ιπποδρόμου, ούτε η Γαδάρου, ''λύκου και αλουπούς διήγησις ωραία'', ούτε τα Πτωχοπροδρομικά, του Προδρόμου, ούτε η Διήγησης του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου, ούτε η Ακολουθία του ανοσίου σπανού του τραγογένη, ούτε η Διήγησις παιδιόφραστος περί τετραπόδων, ούτε ο Πουλολόγος, ούτε ο Πωρικολόγος, ούτε ο Οψαρολόγος, ούτε Η ομιλία του νεκρού βασιλιά. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα ερωτικά ποιήματα Αχιλληΐς, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα. Δεν είναι συναξάρια τα μυθιστορήματα Τα κατ Αρίστανδρον κα Καλλιθέαν, του Μανασσή, ούτε το Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, του Θεόδωρου Προδρόμου, ούτε το Τα κατ' Ισμήνην και Υσθμηνίαν, του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη, ούτε ο Τιμαρίων ούτε ο Πόλεμος της Τρωάδας, ούτε η Διήγησις του Αλεξάνδρου, ούτε η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, ούτε ο Φυσιολόγος, ούτε Τα κατά Στεφανίτην και Ιχνηλάτην, ούτε η Βίβλος του Συντίπα, ούτε ο Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας, ούτε το Εις την Εξαήμερον, του Γεώργιου Πισίδη. Δεν είναι συναξάρια οι ανθολογίες, όπως η Μυριόβιβλος, ποιητικές συλλογές, όπως η Παλατινή ανθολογία, λεξικά, όπως η Σούδα. Δεν είναι συναξάρια οι ιστοριογραφίες του Προκόπιου, του Κεδρηνού, του Ζωναρά, του Αγαθία, του Ψελλού, της Άννας Κομνηνής, του Ν. Χωνιάτη, του Νικηφόρου Γρηγορά, του Μ. Δούκα, του Μαλάλα, του Μιχαήλ Ατταλειάτη, του Γεώργιου Ακροπολίτη, του Ιωάννη Νικίου, ούτε οι Ιστορίαι, του Πέτρου Πατρίκιου, του Θεοφάνη και του Συνεχιστή του Θεοφάνους, του Νικηφόρου Κάλλιστου, του Κίνναμου, του Ιωάννη Καντακουζηνού, το Ιστορία βυζαντιακή και το Τα κατ' Αττίλαν, του Πρίσκου, του Κεδρηνού, του Ιωάννη Σκυλίτζη, του Φραντζή. Δεν είναι συναξάρια τα επικά ποιήματα Αβαρικός πόλεμος, Ηρακλειάδα, του Γεώργιου Πισίδη, το Διήγησις ωραιοτάτη του θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου, ούτε το επικό Άσμα του Αρμούρη, ούτε το επικό Ο Υιός του Ανδρονίκου, ούτε Το τραγούδι του Θεοφυλάκτου, ούτε το Τραγούδι του Πορφύρη, ούτε ο Διγενής Ακρίτας. Δεν είναι συναξάρια η εξάτομη Λογιστική, του Βαρλαάμ, ούτε τα Αρμονικά, του Βρυενού, ούτε η Στοιχείωσις Αστρονομική, του Θεόδωρου Μετοχίτη, ούτε τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί παραδόξων μηχανημάτων, του Ανθέμιου, ούτε το Περί της μαθηματικής τέχνης, του Στέφανου Αλεξανδρέα, ούτε το Περί αριθμών, του Μ. Ψελλού, ούτε το Σχόλιον στα ψηφία κατ' Ινδούς, του Νεόφυτου Μοναχού, ούτε η περίφημη Τετράβιβλος, 500 σελίδων του Παχυμέρη, ούτε τα Σχόλια εις τον Πτολεμαίων και τον Ευκλείδην, το Περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη ρητών τετραγώνων αριθμών, το Μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου, του μοναχού Ισαάκ Αργυρού, ούτε η Παράδοσις σύντομος και σαφεστάτη της ψηφοφορικής επιστήμης, του Νικόλαου Αρτάβασδου, η οποία ασχολείται με τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς, ούτε η Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών, του Μιχαήλ Μοσχόπουλου, ούτε τα Υπόμνημα εις την μεγάλην του Πτολεμαίου σύνταξιν και το Περί κατασκευής σφαίρας του Αράτου, του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, ούτε το Υπόμνημα εις την αριθμητικήν εισαγωγήν και το Περί μετρήσεως, του Ήρωνα Βυζαντινού, ούτε το Μαθημάτων αστρονομίας, του Θ. Προδρόμου, ούτε το Σφαιρικά τινα και εποπτικά, του Μανουήλ Βρυένιου, ούτε το μαθηματικό-γεωδαιτικό Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης, του Πεδιάσιμου. Δεν είναι συναξάρια τα αστρονομικά έργα Περί μεγάλου ενιαυτού και Περί της κινήσεως του χρόνου, ούτε η Διδασκαλία Παντοδαπή, του Ψελλού, που περιέχει θέματα αστρονομίας, μετεωρολογίας, βοτανικής, φυσικής, ούτε το Περί της αστρολάβου χρήσεως, του Ιωάννη Καματερού, ούτε το Περί της ηλίου εκλείψεως, του Μανουήλ Ολόβολου, ούτε τα Διορθωθέν Πασχάλιον, Περί της εν επιπέδω καταγραφής του αστρολάβου του Γρηγορά, οι Πίνακες αστρονομικοί του Χιονιάδη, ούτε η μνημειώδης Αστρονομική Τρίβιβλος, του Μελιτηνιώτη. Δεν είναι συναξάρια το Περί γεωδαισίας, του Ήρωνα του Βυζαντίνου, η Σύνοψις φυσικής, το Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων, το Περί Φουκάς (ζύθου) του Συμεών Σηθ, ούτε η Επιτομή φυσικής, το Περί ουρανού και γης, ηλίου, σελήνης, χρόνου και ημερών, το Ιστορία περί της Γης εν συνόψει (στο οποίο πραγματεύεται το μέγεθος και η στρογγυλότητα της Γης) του Βλεμμύδη, ούτε τα Περί φυσικής κοινωνίας, Κοσμική δήλωσις, του Αυτοκράτορα Θεόδωρου του Β' του Λάσκαρη, ούτε το Επιλύσεις φυσικών ζητημάτων, του Μ. Ψελλού, ούτε το Δια τα των μηχανικών έργα, του Θ. Μετοχίτη, ούτε η Περιήγησις, του Λιβαδηνού. Δεν είναι συναξάρια ούτε η ζωολογική πραγματεία Περί τετραπόδων θηρίων των Ινδιών, του Τιμόθεου Γαζαίου, ούτε η Περί ζώων επιτομή, του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, ούτε τα Περί της των ιεράκων ανατροφής και θεραπείας, Κυνοσόφιον και Ορνεοσόφιον, του πτηνολόγου και ιατρού Δημήτριου Πεπαγωμένου, ούτε τα Περί ζώων ιδιότητος και Περί φυτών, του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα Ό,τι η φύσις βουλεύεται και Εγκώμιον κυνός, του Θεόδωρου Γαζή. Δεν είναι συναξάρια τα νομικά συγγράμματα του Ξιφιλνού, του Ατταλειάτου, του Αρμενόπουλου, οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, τα Βασιλικά, το Επαρχιακόν βιβλίον, οι Πανδέκται, οι Νόμοι στρατιωτικοί, το Περί πολιτικής καταστάσεως, του Πέτρου Πατρίκου, η Εκλογή, τα Τακτικά και οι Νεαραί του Λέοντος του ΣΤ', το Περί Βασιλείας, του Συνέσιου, το Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, το Περί θεμάτων, το Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Δεν είναι συναξάρια το Στρατηγικόν, του Κεκαυμένου, ούτε το Στρατηγικόν, του Μαυρίκιου, ούτε τα Πολιορκητικά, του Ήρωνα Βυζαντίου. Δεν είναι συναξάρι το γεωγραφικό έργο του Γεώργιου του Κύπριου. Δεν είναι συναξάρια το Περί της ανθρώπου κατασκευής του ιατρού Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ώς τον 15ο αι. αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα Ιατρικά εκκαίδεκα, του Αέτιου, 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία. Δεν είναι συναξάρι τα Γεωπονικά, 26 τόμων, του Βάσσου Κασσιανού, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση χημικού λιπάσματος. Δεν είναι συναξάρι τα σχόλια του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης στον Όμηρο. Αλλά αυτά τα ελάχιστα ας είναι αρκετά. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Ρωμηοί πρόγονοί μας, επειδή έτρεφαν τόσο μεγάλο σεβασμό προς την αττική διάλεκτο και τα αρχαία κείμενα προτιμούσαν, εκτός απ' την αντιγραφή αρχαίων συγγραφέων, να συγγράφουν σε αττική διάλεκτο. Επίσης οι Ρωμηοί αντιγραφείς προτιμούσαν να αντιγράφουν αρχαία συγγράμματα παρά τα συγγράμματα των συγχρόνων τους Βυζαντινών. Αν συνυπολογίσουμε στην αιτία αυτή και τις ποικίλλες καταστροφές της Ρωμανίας, εξηγείται εύκολα η σχετικά μικρή λογοτεχνική παραγωγή που διασώθηκε ώς τις μέρες μας. Αμφιβάλλουμε, πάντως, αν ο μέγας βυζαντιογνώστης Τρύφων Ολύμπιος έχει διαβάσει όλα τα παραπάνω ρωμαίικα συγγράμματα, ώστε να κρίνει ότι δεν αξίζουν.
Η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, είναι παγκοσμίως η μόνη πόλη σε όλη την ιστορία, που απεκλήθη Νέα Ρώμη, και Νέα Ιερουσαλήμ, και Νέαι (Δεύτεραι) Αθήναι. Καμμία άλλη πόλη δεν απεκλήθη ποτέ έτσι. Πράγμα απολύτως φυσιολογικό. Διότι, η Ρωμανία είναι το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, όπως εννοούμε την Ευρώπη: Ελληνική, Χριστιανική, Ρωμαϊκή. Πρώτη φορά οι τρεις αυτές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό συγκεντρώθηκαν σε ένα κράτος. «Στη συμβολική της Κωνσταντινουπόλεως περικλείεται ό,τι υψηλότερο συνέθεσαν οι τρεις μεγάλοι πολιτισμικοί κύκλοι, των Αθηνών, της Ιερουσαλήμ και της Ρώμης» (Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, εκδ. Πελασγός, σ. 57).
Ο νεοπαγανιστής Τρύφων Κωστόπουλος-«Ολύμπιος» ισχυρίζεται, στο βιβλίο του ''Έλλην ή ποίμνιο'', ότι από τον εκχριστιανισμό του και μετά ο Ελληνισμός παρήγαγε μόνο συναξάρια. Η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα εξαιρετικά κοσμικά επιγράμματα και ποιήματα του Γρηγόριου Νανζιανζηνού, ούτε του Συνέσιου, ούτε του Χριστόδωρου Κοπτίτη, ούτε του Αγαθία, ούτε του Παύλου Σιλεντιάριου, ούτε του Μακεδόνιου Υπάτιου, ούτε του Λέοντα Φιλοσόφου, ούτε του Ιωάννη Γεωμέτρη, ούτε του Χριστόφορου Μυτιληναίου, ούτε του Ιωάννη Μαυρόποδα, ούτε του Μιχαήλ Γλυκά, ούτε οι Χιλιάδες, του Ιωάννη Τζέτζη, ούτε ο Θρήνος των Αθηνών, του Μιχαήλ Χωνιάτη, ούτε τα ποιήματα του Χούμνου, ούτε του Κεφαλά, ούτε του Κωνσταντίνου Ρόδιου, ούτε το Εις τον έρωταν, του Μάρκου Άγγελου, ούτε τα ποιήματα του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα δεκάδες επιγράμματα προς τους αρματοδρόμους του Ιπποδρόμου, ούτε η Γαδάρου, ''λύκου και αλουπούς διήγησις ωραία'', ούτε τα Πτωχοπροδρομικά, του Προδρόμου, ούτε η Διήγησης του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου, ούτε η Ακολουθία του ανοσίου σπανού του τραγογένη, ούτε η Διήγησις παιδιόφραστος περί τετραπόδων, ούτε ο Πουλολόγος, ούτε ο Πωρικολόγος, ούτε ο Οψαρολόγος, ούτε Η ομιλία του νεκρού βασιλιά. Δεν είναι ακριβώς συναξάρια τα ερωτικά ποιήματα Αχιλληΐς, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα. Δεν είναι συναξάρια τα μυθιστορήματα Τα κατ Αρίστανδρον κα Καλλιθέαν, του Μανασσή, ούτε το Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα, του Θεόδωρου Προδρόμου, ούτε το Τα κατ' Ισμήνην και Υσθμηνίαν, του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη, ούτε ο Τιμαρίων ούτε ο Πόλεμος της Τρωάδας, ούτε η Διήγησις του Αλεξάνδρου, ούτε η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, ούτε ο Φυσιολόγος, ούτε Τα κατά Στεφανίτην και Ιχνηλάτην, ούτε η Βίβλος του Συντίπα, ούτε ο Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας, ούτε το Εις την Εξαήμερον, του Γεώργιου Πισίδη. Δεν είναι συναξάρια οι ανθολογίες, όπως η Μυριόβιβλος, ποιητικές συλλογές, όπως η Παλατινή ανθολογία, λεξικά, όπως η Σούδα. Δεν είναι συναξάρια οι ιστοριογραφίες του Προκόπιου, του Κεδρηνού, του Ζωναρά, του Αγαθία, του Ψελλού, της Άννας Κομνηνής, του Ν. Χωνιάτη, του Νικηφόρου Γρηγορά, του Μ. Δούκα, του Μαλάλα, του Μιχαήλ Ατταλειάτη, του Γεώργιου Ακροπολίτη, του Ιωάννη Νικίου, ούτε οι Ιστορίαι, του Πέτρου Πατρίκιου, του Θεοφάνη και του Συνεχιστή του Θεοφάνους, του Νικηφόρου Κάλλιστου, του Κίνναμου, του Ιωάννη Καντακουζηνού, το Ιστορία βυζαντιακή και το Τα κατ' Αττίλαν, του Πρίσκου, του Κεδρηνού, του Ιωάννη Σκυλίτζη, του Φραντζή. Δεν είναι συναξάρια τα επικά ποιήματα Αβαρικός πόλεμος, Ηρακλειάδα, του Γεώργιου Πισίδη, το Διήγησις ωραιοτάτη του θαυμαστού εκείνου του λεγομένου Βελισσαρίου, ούτε το επικό Άσμα του Αρμούρη, ούτε το επικό Ο Υιός του Ανδρονίκου, ούτε Το τραγούδι του Θεοφυλάκτου, ούτε το Τραγούδι του Πορφύρη, ούτε ο Διγενής Ακρίτας. Δεν είναι συναξάρια η εξάτομη Λογιστική, του Βαρλαάμ, ούτε τα Αρμονικά, του Βρυενού, ούτε η Στοιχείωσις Αστρονομική, του Θεόδωρου Μετοχίτη, ούτε τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί παραδόξων μηχανημάτων, του Ανθέμιου, ούτε το Περί της μαθηματικής τέχνης, του Στέφανου Αλεξανδρέα, ούτε το Περί αριθμών, του Μ. Ψελλού, ούτε το Σχόλιον στα ψηφία κατ' Ινδούς, του Νεόφυτου Μοναχού, ούτε η περίφημη Τετράβιβλος, 500 σελίδων του Παχυμέρη, ούτε τα Σχόλια εις τον Πτολεμαίων και τον Ευκλείδην, το Περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη ρητών τετραγώνων αριθμών, το Μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου, του μοναχού Ισαάκ Αργυρού, ούτε η Παράδοσις σύντομος και σαφεστάτη της ψηφοφορικής επιστήμης, του Νικόλαου Αρτάβασδου, η οποία ασχολείται με τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς, ούτε η Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών, του Μιχαήλ Μοσχόπουλου, ούτε τα Υπόμνημα εις την μεγάλην του Πτολεμαίου σύνταξιν και το Περί κατασκευής σφαίρας του Αράτου, του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, ούτε το Υπόμνημα εις την αριθμητικήν εισαγωγήν και το Περί μετρήσεως, του Ήρωνα Βυζαντινού, ούτε το Μαθημάτων αστρονομίας, του Θ. Προδρόμου, ούτε το Σφαιρικά τινα και εποπτικά, του Μανουήλ Βρυένιου, ούτε το μαθηματικό-γεωδαιτικό Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης, του Πεδιάσιμου. Δεν είναι συναξάρια τα αστρονομικά έργα Περί μεγάλου ενιαυτού και Περί της κινήσεως του χρόνου, ούτε η Διδασκαλία Παντοδαπή, του Ψελλού, που περιέχει θέματα αστρονομίας, μετεωρολογίας, βοτανικής, φυσικής, ούτε το Περί της αστρολάβου χρήσεως, του Ιωάννη Καματερού, ούτε το Περί της ηλίου εκλείψεως, του Μανουήλ Ολόβολου, ούτε τα Διορθωθέν Πασχάλιον, Περί της εν επιπέδω καταγραφής του αστρολάβου του Γρηγορά, οι Πίνακες αστρονομικοί του Χιονιάδη, ούτε η μνημειώδης Αστρονομική Τρίβιβλος, του Μελιτηνιώτη. Δεν είναι συναξάρια το Περί γεωδαισίας, του Ήρωνα του Βυζαντίνου, η Σύνοψις φυσικής, το Σύνταγμα κατά στοιχείον περί τροφών δυνάμεων, το Περί Φουκάς (ζύθου) του Συμεών Σηθ, ούτε η Επιτομή φυσικής, το Περί ουρανού και γης, ηλίου, σελήνης, χρόνου και ημερών, το Ιστορία περί της Γης εν συνόψει (στο οποίο πραγματεύεται το μέγεθος και η στρογγυλότητα της Γης) του Βλεμμύδη, ούτε τα Περί φυσικής κοινωνίας, Κοσμική δήλωσις, του Αυτοκράτορα Θεόδωρου του Β' του Λάσκαρη, ούτε το Επιλύσεις φυσικών ζητημάτων, του Μ. Ψελλού, ούτε το Δια τα των μηχανικών έργα, του Θ. Μετοχίτη, ούτε η Περιήγησις, του Λιβαδηνού. Δεν είναι συναξάρια ούτε η ζωολογική πραγματεία Περί τετραπόδων θηρίων των Ινδιών, του Τιμόθεου Γαζαίου, ούτε η Περί ζώων επιτομή, του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, ούτε τα Περί της των ιεράκων ανατροφής και θεραπείας, Κυνοσόφιον και Ορνεοσόφιον, του πτηνολόγου και ιατρού Δημήτριου Πεπαγωμένου, ούτε τα Περί ζώων ιδιότητος και Περί φυτών, του Μανουήλ Φιλή, ούτε τα Ό,τι η φύσις βουλεύεται και Εγκώμιον κυνός, του Θεόδωρου Γαζή. Δεν είναι συναξάρια τα νομικά συγγράμματα του Ξιφιλνού, του Ατταλειάτου, του Αρμενόπουλου, οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, τα Βασιλικά, το Επαρχιακόν βιβλίον, οι Πανδέκται, οι Νόμοι στρατιωτικοί, το Περί πολιτικής καταστάσεως, του Πέτρου Πατρίκου, η Εκλογή, τα Τακτικά και οι Νεαραί του Λέοντος του ΣΤ', το Περί Βασιλείας, του Συνέσιου, το Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, το Περί θεμάτων, το Προς ιδίον υιόν Ρωμανόν, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Δεν είναι συναξάρια το Στρατηγικόν, του Κεκαυμένου, ούτε το Στρατηγικόν, του Μαυρίκιου, ούτε τα Πολιορκητικά, του Ήρωνα Βυζαντίου. Δεν είναι συναξάρι το γεωγραφικό έργο του Γεώργιου του Κύπριου. Δεν είναι συναξάρια το Περί της ανθρώπου κατασκευής του ιατρού Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ώς τον 15ο αι. αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα Ιατρικά εκκαίδεκα, του Αέτιου, 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία. Δεν είναι συναξάρι τα Γεωπονικά, 26 τόμων, του Βάσσου Κασσιανού, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση χημικού λιπάσματος. Δεν είναι συναξάρι τα σχόλια του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης στον Όμηρο. Αλλά αυτά τα ελάχιστα ας είναι αρκετά. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Ρωμηοί πρόγονοί μας, επειδή έτρεφαν τόσο μεγάλο σεβασμό προς την αττική διάλεκτο και τα αρχαία κείμενα προτιμούσαν, εκτός απ' την αντιγραφή αρχαίων συγγραφέων, να συγγράφουν σε αττική διάλεκτο. Επίσης οι Ρωμηοί αντιγραφείς προτιμούσαν να αντιγράφουν αρχαία συγγράμματα παρά τα συγγράμματα των συγχρόνων τους Βυζαντινών. Αν συνυπολογίσουμε στην αιτία αυτή και τις ποικίλλες καταστροφές της Ρωμανίας, εξηγείται εύκολα η σχετικά μικρή λογοτεχνική παραγωγή που διασώθηκε ώς τις μέρες μας. Αμφιβάλλουμε, πάντως, αν ο μέγας βυζαντιογνώστης Τρύφων Ολύμπιος έχει διαβάσει όλα τα παραπάνω ρωμαίικα συγγράμματα, ώστε να κρίνει ότι δεν αξίζουν.
Πηγή: ierosolymitissa.org