Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 8ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

η') "Δεν λένε πουθενά τα τρία πρώτα ευαγγέλια (τα «συνοπτικά»), ότι ο Ιησούς ισχυρίζεται πως είναι Θεός. Μόνο το Κατά Ιωάννην ισχυρίζεται αυτό, έπειτα από πολύ καιρό, όταν είχαν γίνει θεολογικές ζυμώσεις και αποφασίστηκε από τους αποστόλους η προβολή του Ιησού ως Θεού-Μεσσία".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο ισχυρισμός είναι ότι το Κατά Ιωάννην είναι το τελευταίο και άρα δεν προσφέρει τίποτα η παράθεση εδαφίων του, στα οποία ο Ιησούς αναγνωρίζεται ότι είναι Θεός. Ας δούμε τι λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια (βέβαια, το Κατά Ιωάννην γράφτηκε πριν το 70 μ.Χ. και απλώς γράφτηκε λίγο μετά τα Συνοπτικά˙ δεν απέχει ωστόσο τόσο, ώστε η μαρτυρία του να είναι πολύ μεταγενέστερη και άχρηστη):

Α’) Κατά Μάρκον

1, 38 «και τους λέει (ο Ιησούς), «Ας πάμε εις τα γειτονικά χωριά, δια να κηρύξω κι εκεί˙ γι' αυτό ήρθα»». Το τέλος είναι ένδειξη της προΰπαρξης του Λόγου και του σκοπού της ενσάρκωσής του.

2, 5-10 «Όταν ο Ιησούς είδε την πίστη τους, λέγει εις τον παραλυτικόν, "Παιδί μου, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι". Εκάθοντο δε εκεί μερικοί από τους γραμματείς και εσκέπτοντο μέσα τους, "Γιατί λέγει αυτός βλασφημίας κατ' αυτόν τον τρόπον; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίας παρά μόνον ένας, ο Θεός;". Ο Ιησούς αμέσως κατάλαβε μέσα του ότι αυτά σκέπτονται και τους λέγει, "Γιατί κάνετε τις σκέψεις αυτές μέσα σας; Τι είναι ευκολώτερον να πω εις τον παραλυτικόν, "Σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι" ή να πω, "Σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου και βάδιζε"; Αλλά για να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας επί της γης – λέγει εις τον παραλυτικόν, "Σου λέγω, σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε εις το σπίτι σου"». Εφόσον, σύμφωνα με τους Εβραίους, μόνο ο Θεός μπορούσε να συγχωρέσει αμαρτίες, αν ο Ιησούς δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες του παράλυτου, θα ήταν βλάσφημος, εκτός κι αν θεωρείτο Θεός από τον Εβραίο συγγραφέα του Κατά Μάρκον.

2, 28 «...Ώστε ο Υιός του ανθρώπου είναι κύριος του Σαββάτου». Ο Ιησούς έχει την εξουσία να ξεπερνά τους νόμους του Σαββάτου, εξουσία που μόνο ο Θεός της Π.Δ. είχε.

8, 38 «Διότι όποιος εντρέπεται δι' εμέ και δια τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν την μοιχαλίδαν και αμαρτωλήν και ο Υιός του ανθρώπου θα αισθανθεί ντροπή γι' αυτόν όταν έλθει με όλην την δόξαν του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους». Ο Ιησούς αναφέρεται στον εαυτό του σχετικά με την Δευτέρα Παρουσία και την δόξα του Θεού.

9, 41 «Και όποιος σάς ποτίσει ένα ποτήρι νερό εις το όνομά μου, διότι είσθε του Χριστού, αλήθεια σάς λέγω, ότι δεν θα χάσει την ανταμοιβή του». Εδώ ο Ιησούς ξεκάθαρα ταυτίζεται με τον Μεσσία, δηλαδή λέει ότι είναι ο Χριστός.

9, 42 «και όποιος σκανδαλίσει έναν από αυτούς τους μικρούς, που πιστεύουν σ' εμέ..» Εδώ ο Ιησούς χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αντικείμενο» λατρείας, πράγμα που μόνο κάποιος που λέει ότι είναι Θεός το ισχυρίζεται.

10, 45 «Διότι ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να δώσει την ζωήν του λύτρον δια πολλούς». Ένδειξη προΰπαρξης και σκοπού για τον οποίον ενσαρκώθηκε.

11, 3 «Και εάν κανείς σας πη "Γιατί το κάνετε αυτό;", να πείτε, "Ο Κύριος το έχει ανάγκη και αμέσως θα το στείλει πάλι πίσω"». Εδώ ο Ιησούς σχετίζεται με τον Θεό, αν δεν ταυτίζει τον εαυτό του με το Θεό. Το «Κύριος», οι Εβραίοι το χρησιμοποιούσαν ως δηλωτικό του Θεού.

13, 26-27 «...και τότε θα δουν τον Υιόν του ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα με δύναμιν μεγάλην και δόξαν. Και τότε θα στείλει τους αγγέλους του και θα μαζέψει τους εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέμους, από το άκρον της γης εώς το άκρον του ουρανού». Ο Ιησούς λέει για τον ερχομό του με δόξα, με ικανότητα να μαζεύει αγγέλους και εκλεκτούς. Μόνο Θεός μπορεί να τα κάνει αυτά.

13, 31 «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν». Παράξενα λόγια, για κάποιον που υποτίθεται είναι απλός άνθρωπος και δεν ισχυρίζεται ότι είναι Θεός.

13, 32 «Την ημέραν όμως εκείνην ή την ώραν δεν ξέρει κανείς, ούτε οι άγγελοι εις τον ουρανόν, ούτε ο Υιός, παρά μόνον ο Πατέρας». Ο Υιός είναι υψηλότερα από τους αγγέλους – άρα είναι Θεός.

14, 62 «Πάλιν ο αρχιερεύς τον ερώτησε, "Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;". Ο δε Ιησούς είπε, "Εγώ είμαι˙ και θα ιδήτε τον Υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά της Δυνάμεως και να έρχεται πάνω εις τα σύννεφα του ουρανού".» Εδώ ο Ιησούς λέει ότι είναι ο Μεσσίας, δηλαδή Θεός, όπως είπαμε στο κεφάλαιο για την ύπαρξη τριαδικότητας στον Θεό της Π.Δ. Υιός του Θεού και Υιός του ανθρώπου. Ο αρχιερέας σκίζει τα ρούχα του και αποκαλεί τα λόγια αυτά «βλασφημία», δηλαδή κατάλαβε ότι ο Ιησούς ισχυρίστηκε πως είναι Θεός.

Β’) Κατά Ματθαίον.

7, 21-23 «Δεν θα μπει εις την βασιλείαν των ουρανών καθένας που μού λέγει, "Κύριε, Κύριε", αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα τού Πατέρα μου του επουράνιου. Πολλοί θα μου πούν την ημέραν εκείνην, "Κύριε, Κύριε, δεν επροφητεύσαμεν εις το όνομά σου και εις το όνομά σου δεν εβγάλαμε δαιμόνια και εις το όνομά σου δεν εκάναμε πολλά θαύματα;" Και τότε θα τους ομολογήσω, "Ποτέ δεν σας εγνώρισα˙ φύγετε από εμέ εσείς οι εργάται της ανομίας"». Η αιώνια κατάσταση των ανθρώπων εξαρτάται από την κρίση του Ιησού, αδύνατον, εάν αυτός δεν είναι Θεός.

11, 27 «... κανείς δεν γνωρίζει καλά τον Υιόν, παρά ο Πατέρας, ούτε τον Πατέρα γνωρίζει καλά κανείς, παρά ο Υιός και εκείνος εις τον οποίο θέλει ο Υιός να τον αποκαλύψει». Αυτό θέτει τον Ιησού υπεράνω προφητών, ανθρώπων, αγγέλων. Αλλά πάνω από αυτούς υπάρχει μόνο ο Θεός.

25, 31-46: Ο Ιησούς αποκαλεί τον Υιό του ανθρώπου, τον εαυτό του, βασιλέα και Κύριο, δηλαδή Θεό, που κρίνει την ανθρωπότητα.

28, 18 «Μου εδόθη πλήρης εξουσία εις τον ουρανόν και την γην. Πηγαίνετε λοιπόν ... βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Αν ο Ιησούς θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο, δεν θα τον έβαζε σε ίσο με τον Γιαχβέ Πατέρα, ούτε θα είχε εξουσία παντού.

Γ’) Κατά Λουκάν.

7, 48 «"Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες". Και άρχισαν οι συμπαρακαθήμενοι να λέγουν μέσα τους, "Ποιος είναι αυτός που και αμαρτίες συγχωρεί"». Μόνο ο Θεός, σύμφωνα με την παράδοση της Π.Δ. συγχωρεί αμαρτίες. Θεϊκή ιδιότητα λοιπόν, ισχυρίζεται πως έχει ο Ιησούς.

22, 29 «και όπως ο Πατέρας μου έθεσε εις την διάθεσή μου βασιλείαν και εγώ διαθέτω δια εσάς». Όχι μόνο έχει εξουσία ο Ιησούς, αλλά η εξουσία του είναι «όπως» του Πατέρα του, δηλαδή ίση, δηλαδή ενός Θεού.

24, 49 «και ιδού, εγώ στέλλω σε εσάς ό,τι υποσχέθηκε ο Πατέρας μου». Έχει την εξουσία να στέλνει το Άγιο Πνεύμα. Μόνο Θεός μπορεί να έχει τέτοια εξουσία. Έτσι, ο Ιησούς ισχυρίζεται πως:

1. Είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας. (Θεάνθρωπος)
 
2. Είναι ο Υιός του ανθρώπου. (Τέλειος άνθρωπος)
 
3. Είναι ο μονογενής Υιός του Πατέρα –Θεού. (Ομοούσιος με τον Πατέρα, ο Υιός και Λόγος του)
 
4. Είναι Κύριος του Σαββάτου. (Μόνο ο Θεός είχε δικαίωμα να αλλάζει τον νόμο του)
 
5. Μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες. (Θεός)
 
6. Είναι «αντικείμενο» πίστης. (Θεός)
 
7. Είναι ανώτερος από τους αγγέλους. (Θεός)
 
8. Τα λόγια του έχουν αιώνια ισχύ. (Θεός)
 
9. Καθορίζει την αιώνια κατάσταση των ανθρώπων. (Θεός)
 
10. Έχει μόνος αυτός την γνώση του Πατέρα – Θεού.  (Ομοούσιος με τον Πατέρα)
 
11. Είναι ίσος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. (Τριαδικός Θεός, τρεις υποστάσεις, μία ουσία κοινή των τριών υποστάσεων, δηλαδή ένας Θεός)
 
12. Δίνει βασίλειο, ακριβώς όπως ο Πατέρας –Θεός. 
 
13. Έχει απόλυτη εξουσία στον ουρανό. (Θεός)
 
14. Έχει εξουσία να στέλνει Άγιο Πνεύμα. (Θεός)
 
Δεν διακηρύσσεται ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός, μόνο στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, δηλαδή καθυστερημένα, ύστερα από μεταγενέστερες θεολογικές ζυμώσεις εντός της Εκκλησίας, όπως ισχυρίζονται οι αντιχριστιανοί νεοπαγανιστές, προκειμένου να βγάλουν χαζούς τους Χριστιανούς που πιστεύουν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, ενώ τάχα ο ίδιος το αρνείται. Αντί να ασχολούνται οι νεοπαγανιστές-αρχαιολάτρες με πράγματα για τα οποία δεν έχουν την ικανότητα να σκεφτούν, ας κοιτάξουν τις πρόχειρες – στο πόδι (αντε)γραμμένες – νεοεποχίτικες θεολογίες τους, που δημιούργησαν στο άψε σβήσε. 
 

Τί εἶναι ἡ Μασωνία; Μπορεῖ κάποιος ἱερωμένος νά ἀνήκει σ’ αὐτήν; Ἀπορία. 845/1017

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 7ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

ε') "Πώς είστε τόσο σίγουροι ότι η προφητεία στο Ησαΐας Z', 14 μιλάει για «παρθένο»; Το αρχικό εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη almah, που σημαίνει «νεαρή γυναίκα» κι όχι την λέξη bethulah, που σημαίνει παρθένος. Ο Ησαΐας σε άλλα τμήματα του βιβλίου του χρησιμοποιεί και τη λέξη bethulah, αλλά όχι στο Z', 14. Επομένως ξεκάθαρα δεν αναφέρεται σε κάποια παρθένο που θα γεννήσει γιο, αλλά απλώς οι O', όταν μετέφρασαν το almah λανθασμένα χρησιμοποίησαν τη λέξη «παρθένος». Έπειτα ο Ματθαίος (1, 23) και ο Λουκάς (1, 26 κ.ε.), προκειμένου να αποδείξουν ότι ο Ιησούς ήταν όντως ο Χριστός, γράφουν ότι γεννήθηκε από παρθένα, ώστε δήθεν να επαληθευτεί η προφητεία του Ησαΐα. Αλλά ο Ησαΐας δεν εννοούσε αυτό το πράγμα".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: το ζήτημα αυτό το έθεσε κι ο παμπόνηρος Πορφύριος κατά τον 3ο αιώνα. Κατ' αρχήν ας δούμε τι λέει ο Ησαΐας.

ΗΣΑΐΑΣ Z' 14 διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ·

Υπάρχουν 51 εδάφια της Π.Δ. στα οποία χρησιμοποιείται η λέξη bethulah. Εμείς ισχυριζόμαστε πρώτον, ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο˙ δεύτερον ότι η almah σημαίνει ενίοτε την παρθένο, και μάλιστα βάσει των δεδομένων της εποχής, την σημαίνει πάντα˙ τρίτον ότι ακόμη κι αν αντί για «παρθένος» η μετάφραση έγραφε «νεανίς» ή ο Ησαΐας εννοεί «νεανίδα», πάλι αυτή η νεανίδα θα πρέπει να είναι παρθένος.

Ότι η bethulah δεν σημαίνει πάντα την παρθένο φαίνεται από διάφορα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Στη Γένεση διαβάζουμε,

ΓΕΝΕΣΙΣ, ΚΔ' 15 καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ ῾Αβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς. 16 ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος (bethulah) ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ ἀνέβη. 43 ἰδοὺ ἐγὼ ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος (almah), ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας σου μικρὸν ὕδωρ,

Στον στίχο 16, χαρακτηρίζεται η Ρεβέκκα ως bethulah, αλλά αυτό δεν αρκεί για να γνωρίζουμε αν είναι και παρθένος, γι' αυτό ο συγγραφέας προσθέτει ότι η Ρεβέκκα δεν είχε σεξουαλική επαφή έως τότε. Αντίθετα, στο στίχο 43 η Ρεβέκκα χαρακτηρίζεται ως almah και αυτό αρκεί στον συγγραφέα της Γένεσης, για να δείξει ότι η Ρεβέκκα είναι παρθένος. Δεν διευκρινίζει, ο συγγραφέας της Γένεσης, μετά τη λέξη almah, ότι η Ρεβέκκα «δεν είχε σχέσεις», προφανώς διότι η almah συνεπάγεται την απουσία σεξουαλικών σχέσεων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου η χρήση της bethulah συνοδεύεται από την επεξήγηση «δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις». Στο Ιωήλ Α', 8 διαβάζουμε:

ΙΩΗΛ, Α' 8 θρήνησον πρός με ὑπὲρ νύμφην (bethulah) περιεζωσμένην σάκκον ἐπὶ τὸν ἄνδρα (ba’al) αὐτῆς τὸν παρθενικόν.

Βλέπουμε ότι μια νύφη, δηλαδή που έχει ήδη σεξουαλικές σχέσεις, χαρακτηρίζεται ως bethulah. Κανονικά, αν η bethulah σήμαινε «παρθένος», δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για μια νύφη, η οποία θρηνεί για τον άντρα της, τον «παρθενικόν», δηλαδή για έναν άντρα που εδώ και πολύ καιρό (από τότε που ήταν παρθένα) ήταν παντρεμένη μαζί του. Το τελευταίο έχει σημασία, γιατί ορισμένοι ισχυρίζονται ότι απλώς η «νύμφη» του παραπάνω εδαφίου είναι απλώς αρραβωνιασμένη (όχι σύζυγος), δίχως ακόμη να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο αυτός είναι ο τρόπος έκφρασης για την μεγάλη διάρκεια (οπότε δεν πρόκειται για αρραβωνιασμένη), όπως φαίνεται και απ' τις Παροιμίες Ε'’, 18 «συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου». Επιπλέον ο μνηστήρας μιας αρραβωνιασμένης λέγεται ish κι όχι ba’al, το οποίο χρησιμοποιείται πάντα για παντρεμένο κι όχι αρραβωνιασμένο. Η bethulah δεν σημαίνει κυρίως την παρθένα, αλλά την κοπέλα που μένει στο σπίτι του πατέρα της.

Η λέξη almah χρησιμοποιείται 6 φορές στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις κδ’, 43˙ Έξοδος β’, 8˙ Άσμα Ασμάτων α’, 3 και στ’, 8˙ Ησαΐας ζ’, 14˙ Ψαλμοί ξη’, 26) και σε καμμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν εννοείται ως «παντρεμένη (δηλαδή μή παρθένα) γυναίκα».

Αλλά και στις γλώσσες των άλλων λαών της Μ. Ανατολής η αντίστοιχη της bethulah δεν σημαίνει απαραίτητα την (με την βιολογική σημασία) παρθένα. Για παράδειγμα, στα Ακκαδικά η λέξη batultu σημαίνει κυρίως μια ηλικιακή ομάδα. Μόνο σε συγκεκριμένα πλαίσια σημαίνει την παρθένα. Στα κείμενα της Ουγκαρίτ, η λέξη btlt είναι συνήθης χαρακτηρισμός για την Anat, την γυναίκα του Βάαλ. Σε αραμαϊκά κείμενα διαβάζουμε για γυναίκα, btwlt, η οποία είναι επίτοκος (σε τοκετό).

Στο κάτω κάτω, εάν ο Ησαΐας προφήτευε ότι «μια (μη παρθένα) γυναίκα θα γεννήσει έναν γιο», αυτό δεν θα ήταν «σημείον» που «θα έδινε ο Κύριος». Διότι, το να γεννήσει μια (μη παρθένα) γυναίκα ένα γιο, δεν είναι κάτι το θαυμαστό ή ασυνήθιστο ούτε θαύμα εκ Θεού μπορεί να το πει κανείς, αφού όλες οι γυναίκες που γεννούν δεν είναι παρθένες. Με άλλα λόγια, δεν στέκεται, ο Ησαΐας να έκανε λόγο για (μή παρθένο) που θα γεννούσε παιδί, ως θαύμα. Ακόμη κι αν η almah δεν σημαίνει ακριβώς «παρθένα», αλλά «νεανίδα», νεαρή κοπέλα που δεν παντρεύτηκε ακόμη, ο Ησαΐας δεν θα ανέφερε ως θαύμα το να γεννήσει μια μη παρθένα ένα γιο. Άλλωστε εκείνη την εποχή οι νεανίδες ήταν παρθένες.

Γράφει ο Μέγας Βασίλειος (Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν, 464) για τους ισχυρισμούς των Ιουδαίων (και του Πορφύριου): «Ἀνθίστανται οἱ Ἰουδαῖοι τῇ ἐκδόσει τῶν Ἑβδομήκοντα, λέγοντες μὴ κεῖσθαι παρὰ τῷ Ἑβραίῳ τό, «Ἡ Παρθένος», ἀλλ’ «ἡ Νεᾶνις», ὡς δυναμένης νεανίδος ὀνομάζεσθαι τῆς ἀκμαζούσης καθ' ἡλικίαν, οὐχὶ δὲ τῆς ἀπειρογάμου γυναικός˙» και απαντά ο Μ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ σημεῖόν ἐστι τεραστίου τινὸς καὶ περηλλαγμένου τὴν κοινὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων ἐπίδειξις, τί θαυμαστὸν ἦν, μίαν τῶν πολλῶν γυναῖκα, ἀνδρὶ συνοικοῦσαν, μητέρα γενέσθαι παιδίου; Πῶς δ'’ ἂν καὶ τὸ ἀπὸ θελήματος σαρκὸς γεννηθὲν Ἐμμανουὴλ προσηγορεύετο; Ὥστε εἰ μὲν σημεῖόν ἐστι τὸ διδόμενον, παράδοξος ἔστω καὶ ἡ γέννησις. Εἰ δὲ κοινὸς ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου, μήτε σημεῖον λεγέσθω, μήτε Ἐμμανουὴλ προσαγορευέσθω. Ὥστε εἰ μὴ παρθένος ἡ τεκοῦσα, ποῖον τοῦτο τὸ σημεῖον; Καὶ εἰ μὴ θειοτέρα ἢ κατὰ τοὺς πολλοὺς ἡ γέννησις, πῶς ἡ τοῦ Ἐμμανουὴλ παρουσία;» Λέει ο Μ. Βασίλειος «πού θα ήταν το θαύμα, αν μια παντρεμένη γυναίκα γινόταν μητέρα παιδιού; Ώστε εάν αυτό είναι «σημείο», δηλαδή θαύμα, τότε πρέπει να είναι παράδοξος ο τρόπος της γέννησης. Εάν είναι συνήθης ο τρόπος της γέννησης, τότε δεν λέγεται θαύμα αυτό. Αν δεν είναι παρθένα αυτή που θα γεννήσει, πού βρίσκεται το θαύμα;» Αναφέρει και παραδείγματα, ο Μ. Βασίλειος, το Δευτερονόμιο, κβ’, 27 και το Γ’ Βασιλειών, α’, 3-4, στα οποία παρθένες ονομάζονται «νεάνιδες».

«Και αν μετά την αποστόμωσίν των εις το ζήτημα αυτό αναζητούν άλλο, αυτό π.χ. που λέγεται περί της παρθενίας, και παρουσιάζουν προς υποστήριξιν του ισχυρισμού των άλλους ερμηνευτάς, και μας λέγουν ότι αυτοί δεν ομιλούν δια παρθένου, αλλά δια νεαράν κόρην, θα απαντήσωμεν πρώτον ότι είναι ορθόν να είναι περισσότερον αξιόπιστοι από όλους τους άλλους οι Εβδομήκοντα. Διότι οι ιδικοί των ερμηνευταί ηρμήνευσαν μετά την ενανθρώπισιν του Χριστού και επί πλέον παρέμειναν πιστοί εις την Ιουδαϊκή θρησκείαν. Δικαίως λοιπόν πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστοι, επειδή ωμίλησαν μάλλον με μίσος και επειδή παραποιούν σκοπίμως τας προφητείας. Οι Εβδομήκοντα αντιθέτως εσυγκεντρώθησαν εκατό ή και περισσότερα χρόνια πριν από την γέννησιν του Χριστού τόσοι πολλοί άνθρωποι, και επομένως είναι απηλλαγμένοι από κάθε υποψίαν και είναι δίκαιον να τους εμπιστευώμεθα περισσότερον και ένεκα του χρόνου της συγκεντρώσεως και ένεκα του πλήθους και της ομοφωνίας των συγκεντρωθέντων.

Αλλά η νίκη είναι οπωσδήποτε ιδική μας, έστω και αν επιμένουν να παρουσιάζουν την μαρτυρίαν των ιδικών των. Διότι και η λέξις "νεάνις" χρησιμοποιείται με την έννοιαν της παρθένου. Η Αγία Γραφή την χρησιμοποιεί συχνά όχι μόνον δια τας γυναίκας, αλλά και δια τους άνδρας. Λέγει π.χ. "νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων" (Ψαλμ. 148, 12). Και όταν ομιλή εις άλλον σημείον δια μίαν κοπέλαν, που εζήτησε κάποιος να την βιάση, και λέγει˙ "Εάν φωνήση η νεάνις" (Δευτ. 22, 27), δηλαδή η παρθένος. (...) Αν λοιπόν δεν ήτο παρθένος εκείνη που επρόκειτο να μείνη έγκυος, αλλά θα συνέβαινεν αυτό με την μεσολάβησιν ανδρός, ποίον θα ήτο τότε το σημείον;» (άγιου Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2 και 3).

Ακόμη κι αν χρησιμοποίησε ο Ησαΐας τη λέξη almah αντί της λέξης bethulah, το ίδιο πράγμα εννοούσε, ότι μια παρθένος θα γεννήσει ένα γιο. Διαφορετικά δεν στέκει νοηματικά η προφητεία του θαύματος («σημείου») αυτού. Και σωστά μετέφρασαν το almah ως «παρθένος» οι Εβδομήκοντα, διότι αυτό ήθελε να πει ο Ησαΐας: μια γυναίκα, που δε θα είχε σεξουαλικές σχέσεις, θα γεννούσε ένα γιο. Αυτό συνιστά θαύμα και «σημείο».

Ορισμένοι θα ισχυριστούν ότι η προφητεία του Ησαΐα λέει ότι το παιδί θα λεγόταν Εμμανουήλ, αλλά ο Ιησούς δεν ονομάστηκε Εμμανουήλ, άρα δεν εκπλήρωσε την προφητεία, άρα αυτή δεν αναφερόταν σε αυτόν. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέει (Ομιλία Ε' εις το Κατά Ματθαίον, 2): «Δεν είπε "θα ονομάσης", αλλά "θα ονομάσουν", οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή η απλή πραγματικότης. Εδώ δηλαδή δίδει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η Αγία Γραφή έχει αυτήν την συνήθειαν, να δίδη ως όνομα εκείνα που θα συμβούν εις την πραγματικότητα. Το "καλέσουσιν Εμμανουήλ" δεν σημαίνει λοιπόν τίποτε άλλο παρά ότι θα ιδούν τον Θεόν μεταξύ των ανθρώπων. Πάντοτε βεβαίως ευρίσκετο μεταξύ των ανθρώπων ουδέποτε όμως τόσον φανερά. Αν αυθαδειάζουν οι Ιουδαίοι, θα τους ερωτήσωμεν˙ Πότε ωνομάσθη το παιδί "ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον"; Και ασφαλώς δεν θα ημπορέσουν να δώσουν απάντησιν. Αλλά τότε διατί ο προφήτης έλεγε "κάλεσον το όνομα αυτού, Ταχέως σκύλευσον, οξέως προνόμευσον" (Ησ. Η', 3); Διότι η γέννησίς του επροκάλεσεν αρπαγήν και διανομήν λαφύρων. Δια τούτο τού δίδει ως όνομα εκείνο που συνέβη εις την πραγματικότηταν (Ησ. Η', 4)»

στ') "Ο Ιησούς ήταν Εσσαίος και οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν Εσσαίοι του Κουμράν. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού είναι πάρα πολλές. Με τον καιρό ο Χριστιανισμός μετεξελίχθηκε σ’ αυτό που ξέρουμε ως Χριστιανισμό των Ευαγγελίων".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αρκετοί από αυτούς που θέλουν να αποδείξουν ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει θεϊκή προέλευση, τονίζουν τις ομοιότητες του κινήματος των Εσσαίων και παραγνωρίζουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ Ιησού-Χριστιανισμού και Εσσαίων. Δεκαπέντε επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι ο Ιησούς δεν γίνεται να είναι Εσσαίος, και ότι οι «πρωτοχριστιανοί» δεν ήταν Εσσαίοι ούτε προερχόμενοι από τις κοινότητες των σπηλαίων του Κουμράν, βάσει των γραπτών πηγών που αναφέρονται σε αυτούς (Φίλωνας Περί του πάντα σπουδαίον ελεύθερον είναι, 2, 457-459. Ιώσηπος, Ιουδαϊκός πόλεμος, 2, 8, 2-13˙ Αρχαιολογία, 13, 2, 2˙ 15, 10, 4˙ 18, 1, 5. Πλίνιος, Hist. Naturalis, 5, 17. Ιππόλυτος) και των δικών τους συγγραμμάτων, παρατίθενται εδώ:

1. Οι Εσσαίοι, τηρούσαν αυστηρά τον Μωσαϊκό νόμο (βλασφημία κατά του Μωυσή συνεπαγόταν σε αυτούς τον θάνατο). Αντίθετα, ο Ιησούς διδάσκει ότι ναι μεν δεν καταργείται ο μωσαϊκός νόμος, αλλά ξεπερνιέται και ισχύει η Καινή Διαθήκη. Για παράδειγμα, ο Ιησούς έκανε θαύματα και θεραπείες κατά την ημέρα του Σαββάτου και ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με τους Φαρισαίους και το ιερατείο για το ζήτημα αυτό. Αντίθετα οι Εσσαίοι, απ' όσο γνωρίζουμε τηρούσαν αυστηρά το Σάββατο, όχι λ.χ. μόνο αναφορικά με θεραπευτικούς σκοπούς (δεν θεράπευαν τα Σάββατα) αλλά ακόμη και για τις φυσικές τους ανάγκες, τις οποίες καταπίεζαν για χάρη της τήρησης του Σαββάτου. Οι Εσσαίοι ήταν πολύ πιο φανατικοί υποστηρικτές της τήρησης του Σαββάτου, απ' ό,τι οι Φαρισαίοι, τους οποίους καυτηρίαζε για τον λόγο αυτόν ο Ιησούς. Επίσης οι Εσσαίοι ήταν φανατικά υπέρ της περιτομής.

2. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ερμήνευαν το κίνημά τους ως εκπλήρωση της Π.Δ., ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων, πιστεύει ότι ο Χριστός εκπλήρωσε τις προφητείες της Π.Δ. Για παράδειγμα, το Ησαΐας Μ'’ 3, οι Εσσαίοι πίστευαν ότι αναφέρεται στον εαυτό τους (Εγχειρίδιο Πειθαρχίας, V, 20˙ VIII, 12-14), ενώ τα Ευαγγέλια ότι αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

3. Οι Εσσαίοι του Κουμράν ανέμεναν την αναβίωση της λατρείας του Ναού, ενώ αντίθετα οι Χριστιανοί στα Ευαγγέλια την καταστροφή του Ναού, όπως ο (δήθεν Εσσαίος) Ιησούς προείπε.

4. Οι περισσότεροι Εσσαίοι δεν παντρεύονταν (υιοθετούσαν παιδιά ή δέχονταν ενήλικες, ώστε να συνεχιστεί το κίνημα) από δυσπιστία προς το γυναικείο φύλο, ενώ αντίθετα οι περισσότεροι Χριστιανοί παντρεύονταν και ο Ιησούς μόνο μισογύνης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Για τον Ιησού η αγαμία είναι ένας σκοπός που δεν είναι εφικτός για όλους. «Από τις τάξεις των Εσσαίων αποκλείονταν οι γυναίκες» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι).

5. Οι Εσσαίοι δεν ήθελαν σχέσεις με τους εκτός κοινότητας, ενώ ο Χριστιανισμός εξ αρχής είχε προσηλυτιστικούς σκοπούς. Ο ίδιος ο Ιησούς ζήτησε απ' τους αποστόλους να κηρύττουν.

6. Οι Χριστιανοί των Πράξεων βαπτίζονταν μία φορά, ενώ οι Εσσαίοι του Κουμράν πολλές φορές.

7. Οι Εσσαίοι πίστευαν στην έλευση δύο Μεσσιών, ενός ιερατικού κι ενός δαυιδικού (βασιλιά) (Ευλογίες, κύλινδρος 1Q5β). Επίσης πίστευαν ότι ο Μεσσίας θα αποκαλυπτόταν στις ερημιές, ενώ ο Ιησούς (Μτθ 24, 23-24) προειδοποιεί να μην πιστεύουμε όσους λένε ότι ξέρουν πού είναι ο Χριστός.

8. Οι ερημίτες του Κουμράν πίστευαν ότι ο πόλεμος θα φέρει την αναμενόμενη Βασιλεία, με τους άγγελους να πολεμούν στο μέρος τους, ενώ ο Ιησούς αποκηρύσσει την βία. «Οι Εσσαίοι μετείχαν στον πόλεμο κατά της Ρώμης, ένας μάλιστα από τους στρατηγούς της επανάστασης, ο Ιωάννης, ήταν Εσσαίος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Εφόσον το 66 μ.Χ., όταν έγινε η επανάσταση των Ιουδαίων κατά της Ρώμης, υπήρχαν Εσσαίοι, κι εφόσον οι Χριστιανοί δεν επαναστάτησαν κατά της Ρώμης, είναι προφανές ότι οι δύο θρησκευτικές ομάδες ήταν διαχωρισμένες, τουλάχιστον από το 66 μ.Χ. (Ιστορικώς ποτέ δεν ήταν ενωμένες ή σχετιζόμενες διότι είχαν ριζικές διαφορές, όπως η κοινωνική επαφή με γυναίκες την οποίαν είχαν οι μαθητές του Κυρίου, αφού ανδρες και γυναίκες μαζί ακολουθούσαν τον Χριστό, ο Κύριος είχε σχέσεις κοινωνικές με γυναίκες, γεγονός παράξενο για έναν διδάσκαλο όπως τον θεωρούσαν οι εβραίοι της εποχής του, είχαν και συζυγικές σχέσεις οι Χριστιανοί, ο Ακύλας και η Πρίσκιλα ιεραπόστολοι και συνεργάτες του αποστόλου Παύλου ήταν σύζυγοι νόμιμοι, έγγαμοι, ο Κύριος ευλόγησε τον γάμο στην Κανά, ενώ οι Εσσαίοι απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με γυναίκες, κοινωνική, γάμο κλπ. Άλλη διαφορά, η τυπολατρική τήρηση του Σαββάτου υπό των Εσσαίων και οι δύο μεσσίες που ανέμεναν οι Εσσαίοι, ενώ ήδη είχε έρθει ο Μεσσίας Ιησούς, τον οποίον δεν αποδέχθηκαν. Η περιτομή την οποίαν κατήργησε ο Χριστός, ενώ οι Εσσαίοι τηρούσαν με φανατισμό)

9. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Περί του ιουδαϊκού πολέμου, 1, 2, 8) οι απόψεις τους περί θανάτου και σώματος έμοιαζαν με τις παγανιστικές και διέφεραν από τις ιουδαϊκές. Πίστευαν ότι «οι ψυχές είναι αθάνατες, και απορρέουσες από τον πιο λεπτό αιθέρα έχουν μπει στα σώματα όπως σε φυλακές, από κάποια φυσική επιθυμία. Αλλά όταν απελευθερώνονται από τα δεσμά της σάρκας, χαίρονται που απαλλάχτηκαν από μια μακρά δουλεία και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Και συμφωνώντας με την γνώμη των Ελλήνων, διακηρύσσουν ότι οι καλοί κατοικούν πέρα από τον ωκεανό, (...), ενώ στους κακούς επιφυλάσσεται μια σκοτεινή, θυελλώδης σπηλιά γεμάτη βασανιστήρια που ποτέ δεν έχουν τελειωμό». Απ' το τελευταίο φαίνεται πως οι Εσσαίοι μάλλον δεν πίστευαν στην ανάσταση. Όπως και οι Σαδδουκαίοι, στους οποίους ο δήθεν Εσσαίος Ιησούς έδειξε ότι πλανώνται. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι Εσσαίοι πίστευαν σε προΰπαρξη της ψυχής, απαράδεκτη για το Χριστιανισμό διδασκαλία.

10. «Οι Εσσαίοι διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις (μοίρες)˙ αυτοί που ανήκαν στην ανώτερη τάξη δεν έρχονταν σε επαφή με αυτούς που ανήκαν σε κατώτερη, για να μη μολυνθούν» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Εσσαίοι). Δεν υπάρχει τέτοιος αυστηρός διαχωρισμός στο Χριστιανισμό των Ευαγγελίων.

11. Έχει αναφερθεί η κοινοκτημοσύνη μεταξύ Εσσαίων και πρωτοχριστιανών ως απόδειξη της προέλευσης των δεύτερων από τους πρώτους. Ωστόσο α’) η κοινοκτημοσύνη ήταν συχνό χαρακτηριστικό (π.χ. Πυθαγόρειοι) για τέτοιου είδους ομάδες, β’) στο Χριστιανισμό η κοινοκτημοσύνη ίσχυε για κάποιον αμέσως μόλις αυτός βαφτιζόταν, ενώ στους Εσσαίους υπήρχαν δύο έτη δοκιμασίας, κατά τα οποία στο πρώτο έτος το δόκιμο μέλος δεν μοιραζόταν τα αγαθά της κοινότητας, ενώ στο δεύτερο έτος, του κατακρατούνταν τα αγαθά.

12. Άλλη υποτιθέμενη ομοιότητα, η κοινή τράπεζα και η βρώση και πόση άρτου και οίνου. Στους Εσσαίους, το νέο μέλος δεν μπορούσε να συμμετέχει στην κοινή τράπεζα, παρά μόνο μετά την πάροδο ενός έτους (βρώση) και δύο ετών (πόση).

13. Η απουσία αναφοράς των Εσσαίων από τους Ευαγγελιστές δεν οφείλεται σε «χριστιανική συνωμοσία αποσιώπησης των ιδρυτών του Χριστιανισμού»˙ κανείς δεν μπορεί χωρίς αποδείξεις να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε οι Εσσαίοι δεν αναφέρονται ούτε στην μετέπειτα ραββινική φιλολογία; Δεν υπάρχει συνωμοσία.

14. Οι ομοιότητες Εσσαίων-Χριστιανισμού οφείλονται στην κοινή ιουδαϊκή καταγωγή. Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια, με αυτά που εφαρμόζουν οι οπαδοί της θεωρίας της καταγωγής του Χριστιανισμού από τους Εσσαίους, θα έπρεπε να ισχυριστούμε λ.χ. ότι οι Εσσαίοι επηρεάστηκαν από τους Φαρισαίους, αφού και οι δυο ήταν φανατικοί τηρητές του μωσαϊκού νόμου!

15. Ο ισχυρισμός ότι «οι άνωθεν διαφορές ήταν μεν υπαρκτές, αλλά απλώς εξελίχθηκε απ' τους Εσσαίους ο Χριστιανισμός και μόνο τότε προέκυψαν αυτές» δεν ευσταθεί δίχως αποδείξεις. Οι διαφορές είναι τόσο ριζικές (π.χ. για τον μωσαϊκό νόμο, την περιτομή, το Σάββατο, την γυναίκα κ.ά.), ώστε η πιο απλή εξήγηση (Εσσαίοι και Χριστιανοί έχουν μεν κοινές ιουδαϊκές ρίζες, αλλά δεν προέρχονται οι Χριστιανοί από τους Εσσαίους) υπερτερεί της πολυπλοκότερης εξήγησης (ο Χριστιανισμός προέρχεται απ' τους Εσσαίους), η οποία πρέπει να κάνει κι άλλες επιπρόσθετες υποθέσεις (περιττές, αν δεχτούμε την πρώτη εξήγηση) για τον τρόπο μετεξέλιξης από τους Εσσαίους στο Χριστιανισμό. Και σε αυτήν την περίπτωση το «ξυράφι του Όκκαμ» ευνοεί την πρώτη εξήγηση.

ζ') "Πώς γίνεται ο Ιησούς να μη καταργεί το μωσαϊκό νόμο (Κατά Ματθαίον, 5, 17 κ.ε.);"

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «"Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι". Αυτό δεν εξουδετερώνει μόνον την αναίδειαν των Ιουδαίων, αλλά κλειδώνει και τα στόματα των αιρετικών εκείνων, που λέγουν ότι της Παλαιάς Διαθήκης συντάκτης είναι ο διάβολος. (...) Αλλά πώς δεν την κατήργησε; λέγει. Πώς εσυμπλήρωσε τον νόμον ή τους προφήτας; Τους προφήτας, διότι επεβεβαίωσεν εμπράκτως όλα όσα είπαν δι' αυτόν. Δια τούτο έλεγεν εις κάθε περίπτωσιν ο ευαγγελιστής˙ "Ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου» (...) Τον νόμον εξ άλλου τον ετελειοποίησεν όχι μόνον με ένα τρόπο, αλλά και με δεύτερον και με τρίτον. Ο πρώτος είναι ότι δεν παρέβη καμμίαν διάταξίν του. (...) Άλλος είναι το ότι τον εσυμπλήρωσε και δια μέσου ημών. Το σπουδαίον δηλαδή είναι ότι όχι μόνο ο ίδιος τον εφήρμοσεν, αλλά εζήτησε να κάμωμεν κι εμείς το ίδιον. (...) Διότι η διδασκαλία του δεν εκαταργούσε τα προηγούμενα, αλλά τα επεξέτεινε και τα συνεπλήρωνε. Διότι η εντολή να μην οργιζώμεθα δεν καταργεί την εντολήν να μη φονεύωμεν, αλλά την συμπληρώνει και την τελειοποιεί. Το ίδιον συμβαίνει και με όλας τας άλλας (...). Η Παλαιά Διαθήκη δεν εισάγει εις τον παράδεισον όχι διότι είναι άχρηστη και επιζήμια, αλλά διότι είναι καιρός δια να εκτελούμεν ηθικωτέρας εντολάς. Το ότι είναι αληθεστέρα της Καινής, δεν σημαίνει ότι είναι επιζημία. Διότι και η Καινή θα έχη την ιδίαν τύχην εις την εξής περίπτωσιν. Η διδασκαλία της, αν συγκριθή με την μέλλουσαν, είναι ελλιπής και ατελής και θα καταργηθή μόλις τεθή εις εφαρμογήν εκείνη. «Ὅταν γὰρ ἔλθῃ τὸ τέλειον», λέγει, «τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α' Κορ. 13, 10). Αυτό έπαθεν η Παλαιά από την Καινήν. (...) αρχίζει εν συνεχεία να διατυπώνη τας εντολάς όχι απολύτως, αλλά συγκριτικώς προς τας παλαιάς, διότι θέλει να αποδείξη δύο πράγματα, και ότι δεν καταπολεμεί την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά η Καινή συμφωνεί πολύ προς αυτήν, και ότι ορθώς και εις πολύ κατάλληλον χρόνον προσθέτει τα νέα εις τα παλαιά» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία ιστ' εις το Κατά Ματθαίον, 2, 3, 5). Φαινομενικά μόνο, οι εξής εντολές, της Παλαιάς Διαθήκη με την Καινή Διαθήκη, αντιφάσκουν:

ΕΞΟΔΟΣ ΚΑ'’ 24 ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός,

Κατά Ματθαίον Ε' 38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· 39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·

Φαινομενικά η εντολή της Π.Δ. λέει «μάτι αντί ματιού» έρχεται σε αντίθεση με τον Χριστό (Κ.Δ.), ο οποίος δίνει την εντολή να μην αντιστεκόμαστε και να μην εκδικούμαστε. Αυτό εξηγείται με βάση δύο κανόνες. Ο πρώτος είναι ότι ασφαλώς τα ήθη του 1200 π.Χ. ήταν πολύ πιο άγρια από ότι τα ήθη του 1ου μ.Χ. αι. Συνεπώς ο Θεός έπρεπε να δώσει στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. εντολές οι οποίες θα δίνονταν βάσει των ηθών του 1200 π.Χ. και όχι των καλύτερων ηθών του 1ου μ.Χ. αι. Δεν μπορούσε, ξαφνικά, ο Θεός, να δώσει την ηθικά ανώτερη εντολή (της Καινής Διαθήκης) στους ανθρώπους του 1200 π.Χ. και να περιμένει να την εφαρμόσουν εύκολα. Έπρεπε η αρετή να περάσει από στάδια. Πρώτα είναι το στάδιο της δικαιοσύνης (να ανταποδίδεις τα ίσα κι όχι μεγαλύτερα δεινά) και δεύτερο είναι το στάδιο της Κ. Διαθήκης (να μην ανταποδίδεις καθόλου την κακία του άλλου). Δεν μπορεί κατευθείαν να δινόταν η ανώτερη εντολή. Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι και οι προαναφερθείσες εντολές είναι συνέπειες μιας εκ των δύο εντολών, στις οποίες συμπυκνώνεται η Παλαιά Διαθήκη, της εντολής της αγάπης προς τον πλησίον. Όταν οι Φαρισαίοι ρώτησαν το Χριστό ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή στο μωσαϊκό νόμο, απάντησε:

Κατά Ματθαίον 22, 37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 Από αυτάς τας δύο εντολάς εξαρτώνται όλος ο νόμος και οι προφήται.

Κατά Μάρκον 12, 31: «δεν υπάρχει εντολή μεγαλύτερη από αυτές».

Συνεπώς, στον μωσαϊκό νόμο της Π.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) στην δικαιοσύνη, δηλαδή την ανταπόδοση ίσων δεινών (οφθαλμός αντί οφθαλμού) αντί την εκδίκηση (δύο οφθαλμοί αντί ενός), διότι τα ήθη του 1000 π.Χ. ήταν όχι απλώς η ανταπόδοση της αδικίας, αλλά η υπερβολική ανταπόδοση. Δηλαδή η Π.Δ. κάνει ένα βήμα πέρα από τα ήθη της εποχής της. Στην Κ.Δ. η αγάπη προς τον πλησίον συνίσταται (και) όχι πια μόνο στην δικαιοσύνη αλλά και στην αποφυγή ανταπόδοσης του κακού, διότι τα ήθη είχαν κάπως εξημερωθεί συγκριτικά με το 1200 π.Χ. Ο Θεός δεν βάζει κάποια απόλυτη Ηθική, διότι γνωρίζει ότι άλλα τα ήθη του 1000 π.Χ. κι άλλα αυτά του 1ου μ.Χ. αι. Ωστόσο, όσο κι αν η εντολή της αγάπης εκφράζεται διαφορετικά, το νόημα των εντολών της ΕΞΟΔΟΥ ΚΑ'’, 24 και Κατά Ματθαίον Ε', 39 είναι το ίδιο. Η ουσία της εντολής του Θεού παραμένει η ίδια, και διευρύνεται το εύρος της ισχύος της. Φυσικά οι διατάξεις περί θυσιών κλπ, παραλείφθηκαν από το Χριστιανισμό, διότι με τη Σταύρωσή του ο Μεσσίας-Χριστός κατάργησε τις αιματηρές θυσίες.

Η ενάρκωση του Θεού Λόγου και η σύναψη Καινής (=καινούργιας) Διαθήκης από τον Θεό (με συνέπεια τον παραμερισμό της Παλαιάς Διαθήκης), δεν ήταν κάτι που σκαρφίστηκαν οι απόστολοι κι ο Παύλος, αλλά είναι αντιλήψεις τις οποίες οι Προφητες διακήρυξαν, ως απεσταλμένοι του Θεού (βλ. Ησαΐας μβ’, 6˙ μθ’, 6˙ νθ’, 21˙ ξα’, 8. Ιερεμίας λθ’, 40. Ιεζεκιήλ ιστ’, 60˙ λδ’, 25˙ λζ’, 26), ήδη από τον 8ο (Ησαΐας), τον 7ο (Ιερεμίας) και τον 6ο (Ιεζεκιήλ) αιώνα. Από τότε υπήρχε η αναγγελία και η προσδοκία του «ξεπεράσματος» της Παλαιάς Διαθήκης:

ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΛΗ’ 31 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ ᾿Ιούδα διαθήκην καινήν, 32 οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος. 33 ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.

(Μτφ. Βιβλικής Εταιρίας: «31 "Έρχονται μέρες", λέει ο Κύριος, "που θα κάνω καινούργια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα. 32 Δε θα έχει καμιά σχέση με τη διαθήκη που είχα κάνει με τους προγόνους τους την ημέρα που τους πήρα από το χέρι και τους οδήγησα έξω από την Αίγυπτο. Εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα. Και να ποια θα είναι η νέα διαθήκη που θα κάνω με το λαό του Ισραήλ: Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους˙ θα είμαι Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου"». 
 
Μτφ. Κολιτσάρα: 31 Ιδού, έρχονται ευτυχείς ημέραι, λέγει ο Κύριος, και θα συνάψω με τους Ισραηλίτας και τους Ιουδαίους νέαν Διαθήκην. 32 Αυτή δεν θα είναι ομοία με την Διαθήκην, την οποίαν συνήψα με τους προγόνους των κατά την εποχήν εκείνην, που εν τη στοργή μου και τη παντοδυναμία μου τους επήρα από τα χέρια και τους έβγαλα ελεύθερους από την Αίγυπτον, διότι εκείνοι δεν έμειναν πιστοί και δεν ετήρησαν την Διαθήκην μου, και εγώ τους παρημέλησα εξ αιτίας των παρανομιών των, λέγει ο Κύριος. 33 Αυτή είναι η Διαθήκη μου, την οποίαν εγώ θα συνάψω με τον ισραηλιτικόν λαόν έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κύριος. Θα δώσω ασφαλώς και βεβαίως Νόμους κατανοητούς και δεκτούς εις την διάνοιάν των˙ θα γράψω αυτούς εις την καρδίαν των. Θα είμαι δι' αυτούς ο Θεός των και αυτοί θα είναι δι' εμέ ο λαός μου.). 
 
Ο ισχυρισμός ότι η «καινή διαθήκη» αφορούσε μόνο τους Εβραίους καταρρίπτεται, τόσο απ’ τους διάφορους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε κεφ. 6) όσο και της Καινής (Κατά Ματθαίον, 21, 42-43).
 

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 6ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών κατά της Καινής Διαθήκης και του Χριστού.

77. Διάφορες αντιρρήσεις των νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού.

α') «Γνωρίζουμε πλέον ότι τα λεγόμενα "Ευαγγέλια", δεν αποτελούν ιστορικά κείμενα, αλλά κατά την ιουδαϊκή μέθοδο του "midrash" (αμφισήμαντου όρου που ταυτόχρονα σημαίνει "εξήγηση" αλλά και "παρέμβαση", μια μέθοδος συνεχούς αναπροσαρμογής παλαιότερων μύθων ώστε να ταιριάζουν με τα εκάστοτε νέα δεδομένα) (...)» (Βλ. Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, β’ έκδοση, εκδ. Ανοιχτή Πόλη, 2005, τ. Α’, σ. 56).


ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «(Οι συγγραφείς της Κ. Διαθήκης) έχουν ωρισμένας αρχάς τας οποίας τηρούν πάντοτε εις απόλυτον βαθμόν και αποκλειστικώς μόνον αυτοί μεταξύ όλων των συγγραφέων της γης και των αιώνων. Εντεύθεν αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσίαν και ενέργειαν του ενός Αγίου Πνεύματος. Χρυσούς κανών των θεοπνεύστων ιστορικών είνε ότι γράφουν α) απαθώς, και β) όχι αποκαλυπτικώς˙ ενώ αντιθέτως κανών των διδασκάλων ή προφητών είνε ότι γράφουν α) συμπαθώς, και β) αποκαλυπτικώς.

Εξετάζοντες τους ιστορικούς (τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις) ερχόμεθα κατ' αρχήν εις το πρώτον γνώρισμά των. Ουδέποτε ουδαμού εις τα ιστορικά βιβλία θα εύρη κανείς μίαν έκφρασιν, ένα επίθετον, ή έστω ένα υπονοούμενον, εκ του οποίου να συνάγεται ότι ο ευαγγελιστής προσωπικώς διάκειται ευμενώς ή δυσμενώς προς το Α πρόσωπον, και επαινεί ή κατακρίνει την Α ενέργειαν. Άλλο θέμα αν τα ιστορούμενα πρόσωπα φαίνονται εκ των λόγων των τί φρονούν˙ ο ευαγγελιστής ιστορικός παραμένει απολύτως ψυχρός, απρόσωπος, αφανής, αν και εκθέτει τα γεγονότα με τόσην ζωηρότητα και σαφήνειαν, ώστε να συμπάσχωμεν ως αναγνώσται με τα πρόσωπα της ιστορίας. Βλέπει κανείς πολλάκις εις τα ιστορικά βιβλία, ότι ο Ιησούς αποκαλεί τους φαρισαίους υποκριτάς και τον Ηρώδην αλώπεκα, ο Παύλος τον Ελύμαν υιόν διαβόλου, ο Παύλος και ο Βαρνάβας να παροξύνωνται προς αλλήλους, ο Ιησούς να λέγη τα "ουαί" ή να επιπλήττη τους μαθητάς, αλλά ουδέποτε θα συλλάβη ευαγγελιστήν να χαρακτηρίζη αυτός ως ιστορικός ένα πρόσωπον ή μίαν κατάστασιν έστω και με ένα υπονοούμενον. Επίσης βλέπομεν πολλάκις τους ευαγγελιστάς να αποκαλύπτουν περιγραφικώς μίαν βαθυτέραν αιτίαν ενός γεγονότος, π.χ. το ότι ο Ιούδας ήτο κλέπτης του κοινού ταμείου των μαθητών, το ότι οι φαρισαίοι "διεπρίοντο" από φθόνον εναντίον του Χριστού και των μαθητών, το ότι ο Φήλιξ ήλπιζεν ότι θα δωροδοκηθή υπό του Παύλου, δια να τον απολύση, αλλά ουδέποτε θα εύρη κανείς ίχνος των συναισθημάτων του ιστορικού έναντι αυτών των καταστάσεων. Εκ των πολλών δειγμάτων της ιστορικής αυτής απαθείας αναφέρω ακόμη δύο πολύ χαρακτηριστικά. Οι απόστολοι επίστευον ακραδάντως ότι ο Ιησούς, ο από Ναζαρέτ, είνε ο Χριστός που αναμένει ο Ισραήλ και αυτός είνε ο Κύριος και ο Γιαχβέ. Και εδίδαξαν ότι αυτό είνε το μεγαλύτερον παράπτωμα, το να μη αναγνωρίση και ομολογήση κανείς τον Ιησούν ως Χριστόν και Κύριον. Εν τούτοις ως ιστορικοί, όταν αναφέρουν αφηγηματικώς τον Κύριον προ της αναστάσεως, τον ονομάζουν πάντοτε απλώς "ο Ιησούς", ουδέποτε ο Κύριος ή ο Χριστός, παρά μόνον όταν θέλουν να παρεμβληθούν αυτοί ως πρόσωπα δια να δώσουν μίαν επεξήγησιν, ή όταν αφηγούνται πώς τον απεκάλουν οι ίδιοι εις ευθύν λόγον. Π.χ. ο Ιωάννης γράφει˙ "Eὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ˙ Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν˙ ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός˙ καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς Ἰησοῦν˙ ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Σὺ εἶ Σίμων... Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν...» (Ιω. 1, 42-44). Ο Ματθαίος λέγει˙ "Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων˙ Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χείρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων˙ Θέλω, καθαρίσθητι" (Μτθ. 8, 2-3). Δηλαδή εις μεν τα διαλογικά και επεξηγηματικά μέρη τον λέγουν Χριστόν και Κύριον, δεικνύοντες τι είναι και τι επίστευον και αυτοί τότε και τώρα, εις δε τα αφηγηματικά τον λέγουν απλώς Ιησούν, όπως εφαίνετο, αποφεύγοντες να προκαταλάβουν τον αναγνώστην ή κατηχούμενον έστω και δι' αυτού του ανεπαισθήτου τρόπου. Το δεύτερον δείγμα ιστορικής απαθείας, που θέλω να αναφέρω, είνε ότι εις τα αφηγηματικά μέρη των ιστορικών βιβλίων ουδέποτε χρησιμοποιείται κοσμητικόν επίθετον, καλόν ή κακόν, αλλά μόνον χαρακτηριστικά και περιγραφικά. Αυτό το γνώρισμα της ιστορικής απαθείας λείπει όχι μόνον από τους σπουδαίους θύραθεν ιστορικούς, όπως ο Θουκιδίδης, αλλά και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από τους αγιωτέρους ιστορικούς˙ λείπει δε πολύ περισσότερον από τους συγγραφείς των αποκρύφων, οι οποίοι και δι' αυτού του τρόπου συλλαμβάνονται ως κιβδηλοποιοί.

Το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών βιβλίων της Κ. Διαθήκης είνε, καθώς ελέχθη, ότι ουδέποτε ιστορούν κάτι που να εγνώσθη εις τον ιστορικόν εξ αποκαλύψεως. Ο ευαγγελιστής γνωρίζει τα πάντα ανθρωπίνως. Άλλο το αν αφηγείται σημεία και αποκαλύψεις˙ τα διηγείται ως τρίτον πρόσωπον που τα έμαθεν από τους δεξαμένους την αποκάλυψιν ανθρωπίνως ή τα είδεν ως απλούς θεατής όχι μόνον αυτός αλλά και πλήθος ανθρώπων. Ουδέποτε δηλαδή θα εύρη τις εις τα ιστορικά βιβλία μίαν πληροφορίαν, την οποίαν ο ευαγγελιστής δεν θα ήτο δυνατόν να την πληροφορηθή ανθρωπίνως και όχι υπερφυσικώς, ασχέτως αν η πληροφορία είνε μία αποκάλυψις προς τα ιστορούμενα πρόσωπα. Την αποκάλυψιν βλέπουν τα ιστορούμενα πρόσωπα και όχι τα ιστορίαν γράφοντα. Ο Ζαχαρίας και η Μαριάμ είδον τον ευαγγελιζόμενον άγγελον, ο Ιησούς επειράσθη από τον σατανάν εις μίαν σφαίραν υπερφυσικών γεγονότων, ο Παύλος είδε το όραμα προ της Δαμασκού, αλλά ο Ματθαίος και ο Λουκάς έμαθαν όλα αυτά τα γεγονότα ανθρωπίνως από την Μαριάμ, τον Ιησούν, τον Παύλον. Δεν υπάρχει γεγονός της ζωής του Κυρίου ή του Παύλου ή άλλου τινός, το οποίον αυτοί ουδέποτε διηγήθησαν εις τους μαθητάς των, αλλά ο Ματθαίος ή ο Λουκάς το επληροφορήθησαν δι' οράματος, και με μόνην πηγήν το όραμα το εξιστόρησαν. Και όσα σημεία διηγούνται ως αυτόπται, τα διηγούνται, διότι τα είδον ανθρωπίνως όπως και το πλήθος και οι άπιστοι φαρισαίοι˙ είδον τον τέως τυφλόν να βλέπη και τον τέως παράλυτον να περιπατή. Αυτό δεν είνε αποκάλυψις αλλά θέαμα ανθρωπίνως δυνατόν δια τον απλώς θεώμενον. Μία πλευρά αυτού του ιστορικού γνωρίσματος είνε και το ότι οι συγγραφείς όλοι της Κ. Διαθήκης ουδέποτε συμπληρώνουν την αρχαίαν ιεράν ιστορίαν. Ουδέποτε δηλαδή διηγούνται ή αναφέρουν ένα ιστορικόν γεγονός ή ένα όνομα της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίον δεν ανέφερεν ο Μωυσής ή οι λοιποί συγγραφείς της Π. Διαθήκης. Ας είνε θεόπνευστοι, ας δίδουν εις τα αρχαία γεγονότα αποκαλυπτικάς ερμηνείας˙ γεγονότα και ονόματα ακατάγραφα ουδέποτε αναφέρουν. (Άλλο θέμα αν αναφέρουν στοιχεία και όνόματα απολεσθέντων ή φθαρέντων χωρίων της Π. Διαθήκης). Και αυτό το δεύτερον θεμελιώδες γνώρισμα των ιστορικών της Βίβλου διέφυγε την προσοχήν των αποκρυπτογράφων, οι οποίοι έχουν πρωτεύουσαν πηγήν της ιστορίας των την προσωπικήν αποκάλυψιν, εφ' ώ και συλλαμβάνονται επ' αυτοφώρω ψευδόμενοι» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 92-95).

β') «Τα Ευαγγέλια (...) δεν είναι βέβαια τόσο αρχαία, όσο τα θέλουν οι θεολόγοι και οι θρήσκοι. Τα χειρόγραφά τους, τα πιο παλιά που σωθήκανε ώς τις μέρες μας φτάνουν ώς τα 350. Πάπυροι πιο αρχαιότεροι δεν υπάρχουν. Η δικαιολογία των θεολόγων ότι τάχατες οι αρχαιότεροι πάπυροι καταστραφήκανε από την πολυκαιρία δεν έχει επιστημονική αξία, γιατί είναι πασίγνωστο πως από εκατοντάδες πολλές χρόνια πριν από το χριστιανισμό σωθήκανε διατηρημένοι καλά πολλοί πάπυροι: αιγυπτιακοί, ρωμαϊκοί και ελληνικοί. Αν λοιπόν δεν υπάχουνε αρχαιότερα χειρόγραφα η αιτία είναι άλλη. Ο χριστιανισμός δεν αναπτύχθηκε κανονικά. Είχε τις εσωτερικές και εξωτερικές διαφωνίες και φαγωμάρες του» (Γ. Κορδάτου, Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 271-272).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι πάπυροι που διασωθήκανε πριν το 330 και περιέχουν τα Ευαγγέλια είναι λίγοι διότι: 1) οι Χριστιανοί ήταν λίγοι ώς το 330, άρα χρειάζονταν λίγα αντίγραφα των Γραφών συγκριτικά με τους πολυπληθείς μελετητές του Πλάτωνα, που χρειάζονταν πολλά αντίγραφα, 2) οι συνεχείς διωγμοί (π.χ. Δέκιου, Διοκλητιανού) εξαφανίζανε μεγάλο μέρος των χριστιανικών παπύρων, 3) οι Χριστιανοί δεν είχαν ο καθένας του κι από μια Καινή Διαθήκη στο σπίτι τους, εκείνο τον καιρό. Μαζεύονταν στην Εκκλησία. 4) Έχουμε εξηγήσει ότι οι πάπυροι των εξωχριστιανικών συγγραφέων στον καιρό του Κωνστάντιου κινδύνευαν με εξαφάνιση, αλλά πρόλαβε ο Κωνστάντιος και διέταξε την αντιγραφή τους. Αν αυτοί οι πάπυροι, με έργα τόσο διάσημα, κινδύνεψαν – και θα είχαν εξαφανιστεί, αν δεν αντιγράφονταν, το ίδιο και χειρότερο μπορεί να υποθέσει κανείς για τα χριστιανικά συγγράμματα.

Αντίθετα, οι αρχαίοι πάπυροι που διασώθηκαν οφείλουν τη διάσωσή τους στο ότι αντιγράφονταν πολλές φορές. Έτσι υπήρχε πολύ περισσότερη πιθανότητα να διασωθεί ένα από τα χιλιάδες ή εκατοντάδες αντίγραφα, παρά ένα από τα λίγες δεκάδες χριστιανικά αντίγραφα. Και φυσικά, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί – με τι στοιχεία θα το έκανε; – ότι οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τους παλιούς παπύρους, μετά το 330. Απλώς, άρχισαν να αντιγράφουν σε νέους πάπυρους αφήνοντας να φθαρούν οι παλιοί, και διόλου δεν σκέφτηκαν μήπως κανείς θα τους κατηγορήσει για εσκεμμένη καταστροφή των παλιών. Κανένα συμπέρασμα ούτε «άλλη αιτία» δεν υποκρύπτεται πίσω από την ανυπαρξία πολλών παπύρων πριν το 330.

«Μαρτυρούν την Κ. Διαθήκη (...) διάφορα παπύρινα αποσπάσματα του Β' αιώνος εν οίς διασώζονται τεμάχια ή και βιβλία ολόκληρα της Κ. Διαθήκης. (...) Της Κ. Διαθήκης διεσώθησαν και αποσπάσματα και ένα βιβλίο ολόκληρον επί παπύρων του Β' αιώνος. Ο πάπυρος 46 περιέχει εκτεταμένα αποσπάσματα εκ των Επιστολών προς Ρωμαίους, Εβραίους, Α'’-Β'’ Θεσσαλονικείς, με την σειράν που τας αναφέρω. Προφανώς ο πάπυρος αυτός ήτο ο Γ' τόμος της Κ. Διαθήκης, δηλαδή αι Επιστολαί του Παύλου. Εκ του ότι μάλιστα περιέχει και την προς Εβραίους, φαίνεται ότι περιείχε και τας 14, και όχι μόνον 13, ούτε μόνο τας 10 που εδέχοντο ο Κέρδων και ο Μαρκίων. Ο πάπυρος είνε σύγχρονος ή και αρχαιότερος των δύο αιρετικών τούτων (σημ.: περί του 140). Επομένως είναι σαθρά η άποψις πολλών νεωτέρων προτεσταντών ότι ο Μαρκίων ήτο ο πρώτος όστις έκανε συλλογήν βιβλίων της Κ. Διαθήκης και δη των Επιστολών του Παύλου και ότι εξ αυτού έλαβε την αφορμήν και η Εκκλησία κατά τα τέλη του Β' αιώνος να συλλέξη και αυτή βιβλία και να καταρτίση Κανόνα.

Ο πάπυρος 52, των ετών 100-125 μ.Χ., διασώζει τεμάχιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, οι πάπυροι 64 και 77 τεμάχια του κατά Ματθαίον, ο δε πάπυρος 66 είνε ολόκληρον το κατά Ιωάννην, το αρχαιότερον ακέραιον χειρόγραφον της Κ. Διαθήκης. Αυτοί είνε οι πάπυροι του Β' αιώνος. Εκ των πολυαρίθμων του Γ' αιώνος αναφέρω μόνον τον 72 όστις περιέχει ακεραίας τας Επιστολάς Β' Πέτρου και Ιούδα και δύο ψαλμούς» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 17 και 27).

Παραθέσαμε τις παραπάνω πληροφορίες, ώστε να δείξουμε ότι τα αντιχριστιανικά επιχειρήματα της «αρνητικής κριτικής» όχι μόνο προέρχονται εκ της σιωπής, αλλά και συνεχώς καταρρίπτονται και είναι ανάξια προσοχής. Καταλαβαίνει κανείς ότι από τους αντιχριστιανούς λείπει η μετριοφροσύνη και περισσεύει ο φανατισμός.

γ') «Για το ζήτημα αν οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι δεν έχουμε να πούμε παρά μόνο τούτο: Αν αυτό ήταν σωστό, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο ένα Ευαγγέλιο και να μην υπάρχουν τόσες διαφωνίες και αντιφάσεις στα γραφόμενά τους. (...) Ή οι Ευαγγελιστές ήταν θεόπνευστοι, και σαν τέτοιοι δεν έπρεπε να ιστορούν διαφορετικά τη ζωή και τη δράση του Ιησού, ή δεν ήταν, οπότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως από τη μια μεριά πήραν ο καθένας τις πληροφορίες του, και από την άλλη πως γύρω στην προσωπικότητα και την πολιτική δράση του Ναζωραίου υπήρχαν αντιφατικές παραδόσεις και γνώμες που συντελέσανε στον να δημιουργηθούν ένα σωρό θρύλοι και μύθοι» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α’, σ. 238).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θεόπνευστο δεν σημαίνει αλάθητο. Θεόπνευστο σημαίνει ότι στα θέματα (ιστορικά ή δογματικά) που άπτονται την θεϊκή αποστολή υπάρχει αλάθητο, ενώ στα άλλα μπορεί και να μην υπάρχει. Το έχουμε πει και για την Π.Δ., αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τους άσχετους. Επιπλέον κάθε Ευαγγελιστής παίρνει από αλλού τις πληροφορίες του. Ο Ματθαίος ήταν απόστολος άρα αυτόπτης μάρτυρας, ο Μάρκος από τον απόστολο Πέτρο, ο Λουκάς από την Παναγία, ο Ιωάννης ήταν επίσης απόστολος. Διαφορετικές πληροφορίες σε δευτερεύοντα θέματα δεν βλάπτουν την αξίωση για θεοπνευστία των Ευαγγελίων. Αλλιώς τα θυμόταν ορισμένα πράγματα ο Ματθαίος, αλλιώς ο Πέτρος, αλλιώς η Παναγία, αλλιώς ο Ιωάννης˙ μετά από 3-4 δεκαετίες, ήταν αναμενόμενο, επιπλέον, να διαφέρουν στα λόγια. Για παράδειγμα ο αυτόπτης μάρτυρας Ματθαίος γράφει «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (Κατά Ματθαίον 5, 3), ενώ ο Λουκάς, που δεν ήταν αυτόπτης γράφει «μακάριοι οι πτωχοί» (Κατά Λουκάν 6, 20). Στα κύρια ζητήματα όμως, της θεότητας και της ανάστασης του Ιησού, έχουν την ίδια άποψη. Το αν ήταν καλύβα ή σπηλιά ο τόπος της γέννησης του Ιησού δεν έχει σημασία θεολογικώς. Το αν όμως γεννήθηκε από παρθένα (αν διαφωνούσαν μεταξύ τους στο ζήτημα αυτό οι Ευαγγελιστές) έχει θεολογική σημασία.

Όσο για την εξίσωση «θεόπνευστο=άρα έπρεπε να είναι ένα κι όχι πολλά», αυτή η τόσο παράλογη άποψη παραγνωρίζει ότι τα Ευαγγέλια δεν αντιγράφονταν (για τον λόγο ότι οι Χριστιανοί ήταν λίγοι τον 1ο αι.) τόσο πολύ, ώστε να κυκλοφορεί μόνο ένα σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο και το ότι το καθένα Ευαγγέλιο απευθυνόταν σε διαφορετικό κοινό, σε διαφορετικό έτος, σε διαφορετική περιοχή. Όταν π.χ. ο Λουκάς γράφει το Ευαγγέλιο, που είναι επιστολή προς έναν πρώην εθνικό, νυν Χριστιανό, που ζητούσε πληροφορίες για τον Ιησού, δε θα του έ‘λεγε «περίμενε να μου φέρουν την επιστολή του Ματθαίου»˙ δεν ήταν διδακτορική διατριβή, ώστε να απαιτούνται χρόνια για την συγγραφή.

δ') "Γιατί να απορριφθούν τα Γνωστικά ευαγγέλια ως μη αυθεντικώς χριστιανικά και να θεωρηθούν μόνο τα τέσσερα της Κ.Δ.;»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: διότι – πέρα απ' το ότι πολλά είναι μεταγενέστερα των τεσσάρων της Κ.Δ., που γράφτηκαν κατά τον 1ο μ.Χ. αι. – υπάρχουν, όπως διαφαίνεται πολλές διαφορές ανάμεσα στα γνωστικά και στα αυθεντικά ευαγγέλια της Κ.Δ., αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης του Χριστιανισμού και του κόσμου. Ο Γνωστικισμός και τα Γνωστικά «ευαγγέλια» υποτιμούν την γυναίκα (θεωρούσαν την «διαίρεση» μεταξύ άντρα-γυναίκας ως κακό), θεωρούν τον κόσμο φυλακή, την ζωή ματαιότητα, απαξιώνουν το σώμα κι έχουν πανθεϊστικές τάσεις και μεγάλες θεολογικές διαφορές και έχουν πλήθος φανταστικών ψευδοϋπερφυσικών γεγονότων.

Έτσι, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά, ο μικρός Ιησούς ξεραίνει το γιο του Γραμματέα Άννα (παρ. 3), θανατώνει ένα παιδί που σκόνταψε πάνω του (παρ. 4), τυφλώνει τους γονείς που διαμαρτύρονται στον Ιωσήφ (παρ. 5), και (στη συριακή παραλλαγή) λέει «όταν θα φτάσω στο αποκορύφωμα της δόξας, θα παραμερίσω ό,τι έχω από τη δική σας φύση». Εδώ βλέπουμε έναν Ιησού εκδικητικό κι έναν Ιησού που δηλώνει ότι «στο αποκορύφωμα» της δόξας του θα διώξει την ανθρώπινη φύση˙ δηλαδή ακριβώς τα αντίθετα από τα Ευαγγέλια που τονίζουν την ενσάρκωση του Λόγου και δεν εμφανίζουν έναν εκδικητικό Ιησού. Στο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου, ο Ιησούς μιλά και περπατά τρεις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του (παρ. 18), τον προσκυνούν τα λιοντάρια (παρ. 35) και χωρίζει τον Ιορδάνη ώστε να διαβεί αυτός μετά λιοντάρια (παρ. 36), στην ίδια ηλικία. Στο Γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά διαβάζουμε (1): «Και είπε (ο Ιησούς)˙ όποιος βρίσκει την ερμηνεία αυτών των λόγων δεν θα γευθεί το θάνατο», άποψη που είναι εντελώς αντίθετη με τη ρήση του Χριστού ότι μόνο όποιος κάνει το θέλημα του θα σωθεί, (14): «Ο Ιησούς τους είπε˙ Εάν νηστεύετε, διαπράττετε αμαρτία στον εαυτό σας˙ και εάν προσεύχεσθε, θα κατακριθείτε», πράγματα ενάντια στα όσα λέει η Κ.Δ., (22): «Ο Ιησούς είπε (...) κι όταν το αρσενικό και το θηλυκό τα κάνετε ένα, ώστε το αρσενικό να μην είναι αρσενικό και το θηλυκό να μην είναι θηλυκό, τότε θα εισέλθετε στη βασιλεία», αναίρεση της διήγησης της Γένεσης, (114): «Ο Σίμων Πέτρος είπε σε αυτόν˙ ας φύγει από μας η Μαριάμ, γιατί οι γυναίκες δεν είναι άξιες της ζωής. Ο Ιησούς είπε˙ Να, θα την ελκύσω, ώστε να την κάνω άνδρα, για να γίνει και αυτή πνεύμα ζωντανό όμοιο με εσάς τους άνδρες˙ γιατί κάθε γυναίκα που θα γίνει άνδρας θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών», πράγματα σαφέστατα υποτιμητικά – και διαφορετικά από τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης – για τις γυναίκες, αφού σημαίνουν ότι η γυναίκα πρέπει να αρνηθεί το φύλο της, δηλαδή τη φύση της, για να σωθεί.

Αντίθετα, ο αυθεντικός Χριστιανισμός των Ευαγγελίων της Κ.Δ. έχει τελείως διαφορετική άποψη: η γυναίκα είναι πλάσμα του Θεού, καλή, ο κόσμος δεν είναι φυλακή, η ζωή και η ύπαρξη δεν είναι ματαιότητα ούτε κακό, το σώμα είναι καλό και θα αναστηθεί˙ όλα αυτά συμβαδίζουν και με την Π.Δ. Είναι προφανές ότι δεν γίνεται ο αρχικός Χριστιανισμός, οι απόστολοι, να είχε ταυτόχρονα και τις δύο απόψεις. Είχε τις απόψεις της Καινής Διαθήκης, διότι ο Γνωστικισμός εμφανίστηκε αργότερα. Ότι τα λεγόμενα «Απόκρυφα» γράφτηκαν πολύ μετά από τα βιβλία που αναγνωρίζει η Εκκλησία, είναι παραδεκτό: «τα βιβλία αυτά συντάχθηκαν μεταξύ του 2ου και του 4ου μ.Χ αι. από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς, οι οποίοι με απομίμηση του τίτλου, του ονόματος του συγγραφέα, της μορφής και του περιεχομένου επεδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Απόκρυφα). «Τα περισσότερα γράφτηκαν στον δεύτερο αιώνα και τα υπόλοιπα στους μετέπειτα αιώνες» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λ. Απόκρυφα). 
 
Έτσι, για το γνωστικό Ευαγγέλιο του Θωμά: «οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν προς το β' μισό του 2ου αιώνα, ενώ η σημερινή του μορφή ανάγεται στον 3ο αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 302). 
 
Για το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου: «η ημερομηνία εμφάνισης του Πρωτοευαγγελίου του Ιακώβου, τοποθετείται από το 150 και έπειτα, σίγουρα όμως μέσα στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα, καθώς τον 3ο αιώνα γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 47). 
 
Για το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου: «οι πιο πρόσφατες χρονολογήσεις κυμαίνονται μεταξύ του α' μισού του Β' αιώνα, των μέσων του Β' αιώνα και του β' μισού του Β'’ αιώνα. (...) Νομίζουμε ότι η χριστιανική ορολογία του "Κύριος", "υιός του Θεού", "σωτήρ των ανθρώπων", σε αφηγηματική μορφή, γ' ενικού προσώπου, και όχι σε προσφωνήσεις, επίσης η ονομασία της πρώτης ημέρας μετά το Σάββατο ως Κυριακής (...) μας οδηγούν προς το α' μισό του Β' αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 123-124). «Η χρονική αφετηρία που θέσαμε για την ιστορία του Ευαγγελίου του Νικοδήμου δεν μετακινείται πέρα από τον 2ο-3ο μ.Χ. αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Α’, σ. 143). 
 
Το Απόκρυφο Κήρυγμα Πέτρου «τοποθετείται από τους ερευνητές στις αρχές του Β' αιώνα, με πατρίδα πιθανώς την Αίγυπτο» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 14). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ιωάννη, «το σύνολο του έργου τοποθετείται από τους ερευνητές κατά τον 2ο αιώνα, μεταξύ των ετών 150 και 200. (...) Δεν έχει αναφορές στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 31-32). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, «χρονικά το έργο τοποθετείται στην περίοδο από το τελευταίο τρίτο του 2ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου, πάντως στην αρχική μορφή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 91). 
 
Για τις Απόκρυφες Πράξεις Ανδρέου, «ο εγκρατιτικός χαρακτήρας του το φέρει χρονικά στην εποχή των άλλων απόκρυφων Πράξεων, με πιθανότερη την προέλευση του από τα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 201). Για τις Απόκρυφες Πράξεις Θωμά, «η συγγραφή του τοποθετείται από τη σύγχρονη έρευνα κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 236). 
 
«Η Αποκάλυψη Πέτρου – ένα κείμενο που προέρχεται από το πρώτο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα κατά την επικρατέστερη άποψη» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 403). «Η απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. ενώ μερικοί μελετητές την τοποθετούν στα τέλη του 2ου» (Ιω. Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Β’, σ. 427). 
 
Όπως βλέπουμε, τα Απόκρυφα γράφτηκαν μετά τον 2ο αι. ενώ τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στη διάρκεια του 1ου αι. και αυτά μόνον εκφράζουν το αρχικό χριστιανικό κήρυγμα, ενώ τα Απόκρυφα είναι δογματικώς νοθευμένα. Και μόνη η σύγκριση των χρονολογιών συγγραφής της Καινής Διαθήκης και των διάφορων Απόκρυφων καταρρίπτει την άποψη ότι τα Απόκρυφα ήταν αρχικώς ίσης σημασίας και κύρους με τα γνωστά βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά επειδή τα Απόκρυφα γράφτηκαν «βεβιασμένα και άτεχνα» αυτό είχε ως συνέπεια «πολλά να πεταχθούν αργότερα στην άκρη από την Εκκλησία ως αποτυχημένα (ο επίσημος χαρακτηρισμός πάντως είναι "απόκρυφα")» (Βλ. Ρασσιά, Μια ιστορία αγάπης, τ. Α', σ. 56)˙ άποψη η οποία, προερχόμενη από κάποιον πανάσχετο με το Χριστιανισμό, αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο έγινε κατ' ουσίαν ο κανόνας.
 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 5ο. Αναίρεσις μύθων και βλασφημιών.

76. "Τα Ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστα, εγράφησαν πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιησού και επιπλέον σε κανένα από αυτά – εκτός από το υστερότερο Κατά Ιωάννην – δεν αναφέρεται ότι ο Ιησούς είναι θεός".

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, επειδή μόνο από τότε και μετά τα μαρτυρούν εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφή των Ευαγγελίων σε μια εποχή, η οποία είναι προγενέστερη της εποχής στην οποία έζησαν οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που μαρτυρούν την ύπαρξη των Ευαγγελίων. Ο ισχυρισμός αυτός, εκτός από απόλυτος είναι παράλογος για τρεις λόγους: πρώτον, θα σήμαινε ότι ο τάδε ή ο δείνα εκκλησιαστικός συγγραφέας, αμέσως μόλις «βγαίνει στην κυκλοφορία» μεταξύ των Χριστιανών ένα σύγγραμμα, το αποδέχεται πάραυτα ως έργο ενός εκ των αποστόλων. Δηλαδή, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως να προϋπάρχει παλαιότερη παράδοση κάποιων δεκαετιών ότι λ.χ. είναι του αποστόλου Ιωάννη, και ενώ υποτίθεται ότι πιο πριν δεν είχαν ακούσει τίποτε γι' αυτό, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. το αποδέχτηκαν ως έγκυρο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύ χαμηλό βαθμό νοημοσύνης. Τουλάχιστον για τους εγγράμματους Χριστιανούς, θα ήταν δύσκολο κάτι τέτοιο να συμβαίνει, διότι οι Χριστιανοί δέχονται την παράδοση. Δε θα γινόταν ξαφνικά να δεχτούν κάτι ως αυθεντικό, εάν δεν στηρίζονταν σε παλαιότερες μαρτυρίες του 1ου μ.Χ. αι. Δεύτερον, είναι άλλο πράγμα η ύπαρξη των Ευαγγελίων καθώς και η χρονολογία συγγραφής τους, κι άλλο πράγμα το πότε κάποιος μεταγενέστερος συγγραφέας τα αναφέρει. Η γενιά των αρχών του 2ου μ.Χ. αι. ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι Χριστιανοί που δεν είδαν τους αποστόλους και τους Ευαγγελιστές με τα μάτια τους. Οι προηγούμενοι Χριστιανοί, του τέλους του 1ου αι., έβλεπαν τους αποστόλους, συνεπώς θα ήξεραν εάν το τάδε σύγγραμμα είναι δικό τους. Επιπλέον έως τις αρχές του 2ου αι. δεν υπήρχαν εκκλησιαστικοί συγγραφείς (εκτός του Κλήμη, κι ούτε υπήρχε λόγος, αφού ζούσαν μεταξύ 50-80 μ.Χ. ... οι απόστολοι – να υπάρξουν άλλοι, πλην των αποστόλων, Χριστιανοί συγγραφείς). Τρίτον, εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί, όπως και γενικότερα ο κόσμος, δεν ενδιαφέρονταν να αποδείξουν λ.χ. ότι «έχω δει το σύγγραμμα αυτό, είναι το Ευαγγέλιο του Μάρκου». Δεν υπήρχε τέτοια αμφισβήτηση και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος ανταπάντησης σε αμφισβήτηση και αμφισβητίες της εποχής. Ο Κλήμης Ρώμης (1ος αι.) παραθέτει, μεταξύ 92-94 μ.Χ., χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Εβραίους, την επιστολή Ιούδα, Ιακώβου, Α' και Β' Πέτρου. Ο ίδιος κατονομάζει την Α' Προς Κορινθίους. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας γράφοντας τις επτά Επιστολές του το 107 μ.Χ. παραθέτει χωρία από το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον, το Κατά Λουκάν, το Κατά Ιωάννην, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Ιακώβου, την Α' Πέτρου και την Αποκάλυψη. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, γράφοντας στα 108 μ.Χ. παραθέτει χωρία από τα συνοπτικά Ευαγγέλια, τις Πράξεις, την Προς Ρωμαίους, την Α' και Β' Προς Κορινθίους, την Προς Γαλάτας, την Προς Εφεσίους, την Προς Φιλιππησίους, την Α' και Β' Προς Θεσσαλονικείς, την Α' και Β' Τιμόθεου, την Α' Πέτρου, την Α' και Β' Πέτρου, την Ιούδα. Αυτοί είναι συγγραφείς που γεννήθηκαν και έδρασαν πριν το 100 μ.Χ. Αργότερα τα βιβλία της Κ. Δ. μαρτυρούνται και κατονομάζονται, από πολύ περισσότερους. Εάν επρόκειτο για μη εκκλησιαστικά συγγράμματα, οι οπαδοί της αρνητικής κριτικής θα δέχονταν αμέσως την μαρτυρία τόσων συγγραφέων. Ειδικά για τα βιβλία της Καινής Διαθήκης κάνουν αυτή την εξαίρεση. Ο λόγος; Από προκατάληψη. Επειδή είναι αθεϊστές, θέλουν με το στανιό να αποδείξουν κάτι, που ουδέποτε θα ζητούσαν να αποδείξουν για μη χριστιανικά βιβλία του 1ου μ.Χ. αι. Δεν υπαινισσόμαστε καμμιά «αντιχριστιανική συνωμοσία», αλλά οι προκαταλήψεις του καθενός παίζουν μεγάλο ρόλο στο να χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για ζητήματα γνησιότητας βιβλίων. Γενικότερα για τα Ευαγγέλια

α') «Δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια τους συγγραφείς τους, κι όταν το κάνουν αυτό, απλώς θα πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη».

Απάντηση: Τα ευαγγέλια προορίζονταν για ανάγνωση από πολλούς, το πλήθος των πιστών, κι όχι από έναν ιδιώτη. Τα ανώνυμα έργα έπαιρναν κάποιον τίτλο και κάποιον φανταστικό συγγραφέα κατά την αντιγραφή τους και τοποθέτησή τους στις βιβλιοθήκες. Έτσι, βιβλία που δεν ανέφεραν το συγγραφέα τους συχνά κατέληγαν να έχουν πολλούς διαφορετικούς τίτλους και πολλούς συγγραφείς, που δίνονταν από τους διάφορους αντιγραφείς σε διαφορετικές βιβλιοθήκες. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα αντίγραφο π.χ. του ευαγγελίου του Μάρκου που να είναι ακριβώς το ίδιο με το Κατά Μάρκον, αλλά να φέρει τον τίτλο «το κατά Ανδρέαν ευαγγέλιο».

β') «Δεν μπορούσε η πρώτη εκκλησία να ελέγξει την φαντασία των πιστών και των προσήλυτων, και έτσι δημιουργούνταν φανταστικές ιστορίες και φανταστικά ευαγγέλια, αλλοιώνοντας την αρχική παράδοση για τον Ιησού».

Απάντηση: Φυσικά και μπορούσε να ελέγξει. Όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σαμάρεια, η Εκκλησία έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Πράξεις Απ. 8, 14), προφανώς για να τους καθοδηγήσουν και να μην αρχίσουν να πιστεύουν ό,τι φαντάζονται. Το ίδιο έγινε και όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αντιόχεια˙ έστειλαν τον απόστολο Βαρνάβα (Πράξεις, 11, 22), για τον ίδιο λόγο. Δεν εκχριστιάνιζαν δηλαδή κάποιοι κάποιους και στη συνέχεια τους άφηναν να πιστεύουν ό,τι να 'ναι και συνεπώς να δημιουργήσουν μια διαφορετική παράδοση και μετά ένα διαφορετικό ευαγγέλιο.

Οι περισσότεροι φιλόλογοι αποδέχονται την ακρίβεια των κειμένων για άλλα αρχαία έργα, που βρίσκονται σε πολύ λιγότερα αντίγραφα, απ’ ό,τι η Καινή Διαθήκη. Αυτό είναι κάτι που το ξεχνούν, όσοι αμφιβάλλουν για την αυθεντικότητα των κειμένων της Κ.Δ. Όταν πρόκειται για άλλα αρχαία συγγράμματα της ίδιας ή παλαιότερης εποχής, που έχουν διασωθεί σε πολύ λίγα αντίτυπα (π.χ. η Ιλιάδα βρίσκεται σε 643 αντίγραφα, ενώ η Κ.Δ. σε περίπου 24.633, που όλα διαφέρουν καθόλου ή ελάχιστα, σε σημεία που δεν επηρεάζουν τη χριστιανική θεολογία) ορισμένοι είναι πολύ πιο ελαστικοί και εύκολα αποδέχονται ότι είναι αυθεντικά.

Παρατίθενται χωρία: του Ματθαίου από τον Κλήμη Ρώμης (1ος αι.), τον Ιγνάτιο (φονεύτηκε το 110 μ.Χ.), τον Πολύκαρπο Σμύρνης (περί τα 108 μ.Χ.), του Μάρκου από τον Κλήμη Ρώμης, τον Ιγνάτιο, τον Πολύκαρπο, του Κατά Λουκάν από τους ίδιους, του Κατά Ιωάννην από τον Ιγνάτιο, των Πράξεων από τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στ. Ν. Σάκκου, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 23).

Για το Κατά Ματθαίον:

«Ο Παπίας και ο Ειρηναίος μαρτυρούν ότι επί των ημερών των υπήρχεν η αναντίρρητος παράδοσις ότι συγγραφεύς του Ευαγγελίου τούτου είναι ο Ματθαίος. Υπάρχουν αι εξής ενδείξεις: α) ο Ματθαίος ελέγετο πρώτα Λευίς και ήτο τελώνης, άνθρωπος άδικος και αμαρτωλός. Όταν αναφέρουν την μετάνοιαν του, οι μεν άλλοι ευαγγελισταί, Μάρκος και Λουκάς, τον αναφέρουν με το παλαιόν τούτο όνομα, προφανώς εκ λεπτότητος, ο ίδιος δε μόνον λέγει το όνομα του με το οποίον είνε γνωστός εις όλην την Χριστιανοσύνην. β) Εις την περίπτωσιν του Ματθαίου οι μεν Λουκάς και Μάρκος γράφουν «Ματθαίος και Θωμάς» (Μρκ. 3, 18˙ Λκ. 6, 15), ο ίδιος δε γράφει «Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης» (Μτθ. 10, 3)˙ θέτει τον εαυτόν του δεύτερον και μόνος αυτός προσθέτει το ότι ήτο τελώνης, πράγμα ταπεινωτικόν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 97).

Για το Κατά Μάρκον

«Ήδη ο Παπίας (110-130 μ.Χ.) και ο Ειρηναίος αποδίδουν το Ευαγγέλιον τούτο εις τον Μάρκον, τον μόνον όστις εν τη Κ. Διαθήκη φέρει το όνομα τούτο. Εσωτερικαί ενδείξεις περί του προσώπου του ευαγγελιστού είνε αι εξής. α) Εις την σύλληψιν του Ιησού εν Γεθσημανή (Μρκ. 14, 51-52) αναφέρεται ότι «Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν». Αν ο νεανίσκος αυτός είναι ο Μάρκος και αποκρύπτη εις το Ευαγγέλιόν του το όνομά του επειδή είνε ο ίδιος συγγραφεύς, όπως κάνει και ο Ιωάννης, τότε έχομεν υπαινιγμόν περί του συγγραφέως. β) Αν συνδυασθούν αι ιδιάζουσαι εις το Ευαγγέλιον τούτο λεπτομέρειαι περί του Πέτρου με το γεγονός ότι τούτο εγράφη όταν ο Μάρκος ήτο διάκονος του Πέτρου, και περιέχει το κήρυγμα εκείνου, πάλιν έχομεν ένδειξιν περί του συγγραφέως. Εφ' όσον δεν υπάρχει μαρτυρία αναιρετική της αρχαιοτάτης παραδόσεως, ότι το Ευαγγέλιον τούτο εγράφη υπό του Μάρκου, δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως». (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 105). Στο Κατά Μάρκον ο Πέτρος αναφέρεται περισσότερες φορές, σχετικά, απ' ό,τι στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκάν, και του δίνεται μεγαλύτερη σημασία.

Το 1972, ο εξέχων Ισπανός παπυρολόγος Jose O'Callaghan ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ένα μικρό απόσπασμα του Κατά Μάρκον (το ΣΤ’', 52-53) ανάμεσα στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας. Πέρα από το ερώτημα, πώς έφτασε αυτό στις σπηλιές των Εσσαίων, η πρόσφατη πιθανή χρονολόγηση του ελληνικού παπύρου 7Q5 ήταν εντυπωσιακή. Εφόσον οι οικισμοί και οι σπηλιές είχαν εγκαταληφθεί το 68 μ.Χ., όταν η ρωμαϊκή λεγεώνα Fratensis προέλασε στο Κουμράν, και μια που η ανάλυση έδειξε ότι ο πάπυρος ήταν του έτους 50 μ.Χ. (χρονολογία που οι επόμενες αναλύσεις επιβεβαίωσαν), φάνηκε ξαφνικά ένδειξη μέσω των παπύρων για την ύπαρξη αυτού του ευαγγελίου το έτος 50 μ.Χ.» (Carsten Peter Thiede, Rekindling the Word: In Search of Gospel Truth, Trinity Press: 1995, σ. 38-39).

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Μάρκος κάνει γεωγραφικά λάθη, π.χ. στο 5, 1 γράφει «και ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στη χώρα των Γαδαρηνών». Δεν υπάρχει «χώρα», αλλά «πόλη». Αυτό δείχνει πως ο συγγραφέας δεν ήταν κάποιος που ζούσε στην Παλαιστίνη».

Απάντηση: και γι' αυτό, αλλά και για άλλα πιθανά λάθη, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι ο Μάρκος ήταν κάτοικος Ιερουσαλήμ (Πράξεις, 12, 12), δηλαδή αστός. Δεν θα πρεπε να περιμένουμε να γνωρίζει όλες τις ακριβείς ονομασίες τόσων και τόσων περιοχών της Παλαιστίνης! Μήπως κανείς Έλληνας, κάτοικος Αθηνών, γνωρίζει και τις λεπτομέρειες των τοπωνυμίων όλης της Ελλάδας; Ασφαλώς κι όχι. Ειδικότερα, το εν λόγω εδάφιο επιβεβαιώνει τα προηγούμενα. Ένας κάτοικος Ιερουσαλήμ, που δεν είχε ταξιδέψει και πολύ, θα αποκαλούσε την περιοχή γύρω από την πόλη των Γαδαρηνών ως «περιοχή των Γαδαρηνών». Δηλαδή, η αοριστία του συγκεκριμένου στίχου δεν συνεπάγεται ότι ένας μη Παλαιστίνιος το έγραψε. (Πόλη και χώρα ως λέξεις εννοούσαν το ίδιο πράγμα και στην Ελλάδα μέχρι και το 1970. Όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας, στα γύρωθεν χωριά, όταν ήταν να μεταβούν στην κεντρική πόλη, πχ Βέροια, Χανιά, Πάτρα, Ιωάννινα, Αθήνα, Σπάρτη, έλεγαν ''πάω στη χώρα'')

β') «Ο Ειρηναίος γράφει ότι ο Μάρκος παρέδωσε στους Χριστιανούς γραπτώς ό,τι κηρύχθηκε από τον Πέτρο, αφού πέθαναν και ο Πέτρος και ο Παύλος. Δηλαδή μετά το 64 με 67 μ.Χ.»

Απάντηση: και πάλι, το 64 με 67 μ.Χ. είναι πριν το 70 μ.Χ. και δεν χρειαζόταν και τόσα πολλά χρόνια για τη συγγραφή σαράντα σελίδων. Επιπλέον, είναι άλλο πράγμα το «παρέδωσε», που μπορεί να σημαίνει ότι είχε κρατήσει τις σημειώσεις του πριν ο Πέτρος πεθάνει και έπειτα, αφού ο Πέτρος πέθανε, τις συνέταξε και τις έδωσε στους υπόλοιπους Χριστιανούς, κι άλλο πράγμα το να «έγραψε» μετά το θάνατό τους, ό,τι θυμόταν αυτός. Το «παρέδωσε» δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι τις έγραψε μετά. Επιπλέον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του στην Ρώμη, ενώ ο Πέτρος ήταν ακόμη ζωντανός. Δηλαδή, δεν υπάρχει μία παράδοση.

γ') «Το αυθεντικό ευαγγέλιο του Κατά Μάρκον δεν έχει τα εδάφια από 6, 45 έως 8, 26, τα οποία προστέθηκαν κάπου μετά το 70 μ.Χ. αλλά πριν την δημιουργία του Κανόνα τον 4ο αιώνα».

Απάντηση: Το απόσπασμα του Κατά Μάρκον που χρονολογείται το 50 μ.Χ. περιέχεται στα εδάφια αυτά, είναι το κεφ. 6, στίχοι 52-53, άρα φαίνεται η αλήθεια. Ο παλαιότερος πάπυρος που περιέχει ολόκληρο το Κατά Μάρκον (p45) χρονολογείται στο 150 με 200 μ.Χ. και περιέχει αυτά τα εδάφια. Αν εφαρμόζαμε τέτοιες απόψεις στα εξωεκκλησιαστικά κείμενα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα «ομηρικά έπη» που διαθέτουμε σήμερα, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι διαφορετικά από αυτά που είχαν τον 1ο π.Χ. αι., απλώς επειδή δεν διαθέτουμε κάποιο αντίγραφο του 1ου π.Χ. αι. από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

δ') «Υπάρχει η κατακλείδα στο Κατά Μάρκον 16, 9-20), η οποία δεν βρίσκεται στα χειρόγραφα της αλεξανδρινής παράδοσης. Σε αυτήν παρουσιάζεται ο Ιησούς να εμφανίζεται στους μαθητές του και να τους λέει να κηρύξουν τον Χριστιανισμό».

Απάντηση: Η απουσία αυτής της κατακλείδας αναφέρεται από τους Ευσέβιο, Γρηγόριο Νύσσης, Βίκτωρα Αντιοχείας, Ιερώνυμο, και άλλους μεταγενέστερους. «Αλλά προ του Ιππολύτου οι Ιουστίνος, Τατιανός, και Ειρηναίος, και αυτός ο Ιππόλυτος γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την κατακλείδα. Βεβαίως το παν οφείλεται απλούστατα εις την κακήν ποιότητα του κειμένου της αλεξανδρινής παραδόσεως» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 110).

Για το Κατά Λουκάν

«Η αρχαία εκκλησιαστική παράδοσις ομοφώνως αποδίδει το κατά Λουκάν επιγραφόμενον Ευαγγέλιον εις τον ιατρόν Λουκάν, μαθητήν του αποστόλου Παύλου» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100). Υπάρχουν οι αναφορές του Μαρκίωνα, που έβαλε ως αυθεντικό εννοείται το ευαγγέλιο του Λουκά στον κανόνα του περί το 140 μ.Χ., του Ιουστίνου του μάρτυρα, ότι ο Λουκάς συνέγραψε αναμνήσεις των αποστόλων, περί το 150 μ.Χ. και του Ειρηναίου, κατά το 180 μ.Χ. Επίσης, τα ελληνικά του είναι πολύ καλά, δεν φαίνεται να έχει ιουδαϊκές ρίζες, αφού έχει περιορισμένη γνώση της αραμαϊκής και της εβραϊκής.

«Εσωτερικώς δεν φαίνεται τίποτε άλλο παρά αι εξής ενδείξεις: α) Ηυξημένον ιατρικόν λεξιλόγιον εν συγκρίσει προς τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης. β) Ηυξημένη σχέσις προς τας Επιστολάς του Παύλου, όσον αφορά εις τας λέξεις και τα λεπτά νοήματα. γ) Το Ευαγγέλιον τούτο μαζί με τας Πράξεις των αποστόλων παρουσιάζονται ως δύο συνεχή βιβλία μιας ιστορίας, αποστελλόμενα εις δύο αποστολάς προς τον Χριστιανόν Θεόφιλον, και χαρακτηριζόμενα ως «πρώτος λόγος» και «δεύτερος λόγος» υπό του ιδίου συγγραφέως. Ώστε το εσωτερικώς βεβαιούμενον είνε ότι ο συγγραφεύς και των δύο είνε ένα πρόσωπον˙ αλλά και το εξωτερικώς βεβαιούμενων, ότι αυτός είνε ο Λουκάς, είνε πληροφορία της αυτής αξιοπιστίας (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 100).

«Ο Λουκάς αναφέρεται ονομαστί εις τρεις Επιστολές του Παύλου (Κολ. 4, 4˙ Φλμ. 24˙ Β' Τιμ. 4, 10) και άνευ ονόματος εις τας υπ' αυτού γραφείσας Πράξεις» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 101). Οι Πράξεις σταματούν απότομα, με τον Παύλο να συλλαμβάνεται και να κρατείται φυλακισμένος από τους Ρωμαίους, το 66-68 μ.Χ. Εάν ο Λουκάς έγραφε μετά το 66-68 μ.Χ., δεν θα σταματούσε έτσι, αλλά θα συνέχιζε έως την εκτέλεση του Παύλου και λίγο μετά από αυτήν. Προκειμένου για το μαρτύριο του Στεφάνου ή του Ιακώβου, ο Λουκάς γράφει έως το τέλος και δεν σταματά, ενώ σταματά, χωρίς να πει για το τέλος του Παύλου. Αυτό σημαίνει ότι σταμάτησε να γράφει, άρα έγραφε πριν εκτελεστεί ο Παύλος. Επίσης, εάν είχε συγγραφεί μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, θα αναφερόταν η καταστροφή αυτή.

Αντιρρήσεις:

«Ο συγγραφέας του Κατά Λουκάν και των Πράξεων δεν έχει γνώση των επιστολών του Παύλου».

Απάντηση: αυτό δεν είναι παρά απόδειξη ότι το Κατά Λουκάν εγράφη ενόσω ο Παύλος ζούσε ακόμη και συνεπώς, γιατί να έχανε τον καιρό του ο Λουκάς αναφέροντας πράγματα που έλεγε στις ομιλίες του ο Παύλος; Επιπλέον, κάνοντας μια σύνοψη της ιστορίας, ο Λουκάς θα έκρινε ότι, αντί να συνοψίσει τα λεπτά επιχειρήματα που υπήρχαν στις επιστολές του Παύλου, με πιθανό αποτέλεσμα να τα διαστρεβλώσει, καλύτερα θα ήταν να αφήσει τις επιστολές, τις οποίες γνώριζε ότι υπήρχαν, να μιλήσουν μόνες τους.
 
Για το Κατά Ιωάννην

Ο Ειρηναίος έγραψε ότι, σύμφωνα με τον Πολύκαρπο «ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, έγραψε το ευαγγέλιο όταν κατοικούσε στην Έφεσσο της Ασίας». Για το χρόνο συγγραφής είναι κατατοπιστικό αυτό: στο 5, 2, για την θεραπεία του ασθενή από τον Χριστό, περιγράφει την δεξαμενή της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμα σε ενεστώτα χρόνο: «Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα κοντά εις την πύλην των Προβάτων μια δεξαμενή, η οποία ονομάζεται Εβραϊστί Βηθεσδά και η οποία έχει πέντε στοές». Όμως η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. Αν λοιπόν ο Ιωάννης έγραφε το Ευαγγέλιό του μετά το 70 μ.Χ. θα έγραφε «...υπήρχε μια δεξαμενή... είχε πέντε στοές». Ο ενεστώτας δηλώνει ότι τον χρόνο της συγγραφής υπήρχε ακόμη η δεξαμενή, άρα ο Ιωάννης γράφει πριν το 70 μ.Χ.

Η ίδια η ύπαρξη της κολυμβήθρας της Βηθεσδά (Beth’esh-dathain, «ο τόπος των δύο διαχύσεων») αποδείχθηκε μετά από ανασκαφές στο ΒΑ τετράγωνο της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, στην συνοικία που ονομαζόταν Bezetha τον 1ο αι. μ.Χ., κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Βρέθηκαν δύο κολυμβήθρες που βρισκόταν η μια βόρεια κι η άλλη νότια και χωριζόταν από έναν βράχο. Προστεγάσματα με στύλους βρισκόταν, όπως φαίνεται στις τέσσερεις πλευρές και στα χωρίσματα (J. Jeremias, The Rediscovery of Bethesda, 1966).

Εσωτερικές μαρτυρίες ότι ο συγγραφέας είναι απ’ τους δώδεκα μαθητές και λέγεται Ιωάννης υπάρχουν: α) τόσο στην Αποκάλυψη (1, 1-2˙ 1, 4˙ 22, 8), όσο στην Α' Ιωάννου (1, 1), όσο και στο Κατά Ιωάννην (1, 14), κάνει λόγο τόσο για το όνομά του αλλά και τονίζει ότι ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του Χριστού, δηλαδή δεν του ανέφερε κάποιος τις πληροφορίες που παραθέτει. β) Η γλώσσα τόσο του Κατά Ιωάννην, όσο και της Αποκάλυψης και των Α', Β'’, Γ' επιστολών Ιωάννου, είναι πολύ όμοια και ιδιάζει έναντι της γλώσσας των άλλων βιβλίων της Κ. Διαθήκης. γ) Δεν κατονομάζει τον εαυτό του στο Κατά Ιωάννην, λόγω μετριοφροσύνης, όπως και άλλοι Ευαγγελιστές. Στα τρία πρώτα (συνοπτικά) Ευαγγέλια αναφέρονται οι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης (αδέρφια οι δύο τελευταίοι) ως οι πλέον αγαπητοί του Χριστού. Ο Ιωάννης αναφέρει μόνο τον Πέτρο, και μια φορά τους «Ζεβεδαίους» (21, 2), δηλαδή τον εαυτό του και τον Ιάκωβο, αλλά αναφέρει και έναν τρίτο με φράσεις όπως «Ὁ μαθητὴς ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» (19, 26), στο 20, 2 επίσης το ίδιο. Δεν μπορεί να είναι ο Ιάκωβος αυτός «διότι εσφάγη εις την αρχήν σχεδόν του χριστιανικού κηρύγματος» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 111). Άρα είναι ο Ιωάννης. Επιπλέον, ομόφωνα όλη η αρχαία παράδοση αποδίδει το Ευαγγέλιο αυτό στον μαθητή του Χριστού, Ιωάννη.

Αντιρρήσεις:

α') «Ο Ιωάννης, αν και Ιουδαίος, δεν φαίνεται να ξέρει και πολλά για τον Ιουδαϊσμό, αφού στο 18, 13 γράφει «και τον έφεραν πρώτα στον Άννα, διότι ήταν πεθερός του Καϊάφα, αρχιερέως του έτους εκείνου», σαν να νομίζει ότι κάθε έτος εκλεγόταν νέος αρχιερέας. Ίσως αυτό δείχνει ότι το Κατά Ιωάννη συνεγράφη πολύ αργότερα, από κάποιο πρώην Εθνικό».

Απάντηση: Δηλαδή αν λέγαμε «ενώ χτυπήθηκαν οι δίδυμοι πύργοι, το έτος 2001, τότε που πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Σημίτης...», θα σήμαινε ότι δεν γνωρίζουμε πως ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια; Όμως πάλι, με 28 αρχιερείς μεταξύ του 37 και 70 μ.Χ., δηλαδή για μέσο όρο 2,75 χρόνια για κάθε αρχιερέα, δεν φαίνεται και τόσο υπερβολικό το περιεχόμενο του κειμένου.

β') «Ο Ιωάννης μαρτύρησε πολύ νωρίς, για να γράψει ευαγγέλιο».

Απάντηση: υπάρχει μια παράδοση εκκλησιαστική ότι ο Ιωάννης και ο αδερφός του σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους. Πέραν του ότι οι κριτικοί διαλέγουν ό,τι τούς συμφέρει από την παράδοση, η ίδια αυτή η ιστορία λέει απλώς ότι ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος σκοτώθηκαν από τους Ιουδαίους, όχι φονεύτηκαν μαζί.

γ') «Στις Πράξεις 4, 13 αναφέρεται ότι ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν αγράμματοι. Πώς έγραψε το ευαγγέλιο ο πρώτος;»

Απάντηση: απλώς σημαίνει ότι δεν έλαβαν εκπαίδευση από τους ραββίνους, ότι δεν είχαν υψηλή μόρφωση. Αλλά και πάλι, ο αναλφαβητισμός δεν είναι αθεράπευτη ασθένεια. Μπορεί αργότερα να έμαθαν. Ο Μακρυγιάννης, δηλαδή, που έμαθε γράμματα σε μεγάλη ηλικία, απλώς και μόνο για να γράψει τα απομνημονεύματά του, πώς τα κατάφερε;

δ') «Ο Ιωάννης αναφέρει εμφανίσεις του Ιησού και στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία, ενώ από τα συνοπτικά ευαγγέλια, ο Ματθαίος μόνο στην Γαλιλαία και οι Λουκάς και Μάρκος μόνο στην Ιουδαία. Δηλαδή, υπήρχαν δύο παραδόσεις, η ιουδαϊκή και η γαλιλαϊκή και ο Ιωάννης, που έγραψε τελευταίος είναι συμπιλητής».

Απάντηση: Δεν ήταν πανταχού παρόντες οι Ευαγγελιστές, κι ο Ιωάννης ανήκε στον στενότερο κύκλο των μαθητών του Ιησού. Ο Χριστός είχε πει στους αποστόλους, μόλις τον θάψουν, να πάνε στη Γαλιλαία και να τον αναμένουν εκεί, αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν ούτε τήρησαν την εντολή του, ούτε πίστεψαν τις γυναίκες που μίλησαν για ανάσταση. Η εντολή αυτή έχει το νόημα της δοκιμασίας της πίστης των μαθητών. Έτσι αναγκάζεται να φανερωθεί ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, στους μαθητές. Έπειτα αυτοί πήγαν μετά στη Γαλιλαία, εκεί τους ξαναφανερώνεται ο Χριστός, κι έπειτα επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό της Πεντηκοστής (είχαν και οι Ιουδαίοι τέτοια γιορτή) πάλι εκεί εμφανίζεται. «Δια τούτο έχομεν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου πρώτα εν Ιερουσαλήμ, έπειτα εν Γαλιλαία, και τέλος πάλιν εν Ιερουσαλή. Εν Ιερουσαλήμ και Ιουδαία εμφανίζεται εις τας γυναίκας, τον Σίμωνα, τους προς Εμμαούς πορευομένους, τους δέκα (άνευ του Θωμά), τους ένδεκα (μετά του Θωμά)˙ εν Γαλιλαία εις την Τιβεριάδα, εις τους πεντακοσίους, κλπ.˙ εν Ιερουσαλήμ πάλιν όταν αναλαμβάνεται. Οι ευαγγελισταί εξ όλων αυτών των εμφανίσεων αναφέρουν όσας θέλουν» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 130).

ε') «Οι Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς αναφέρουν ότι ο Ιησούς άρχισε το κήρυγμα του μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του Βαπτιστή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει παράλληλη δράση και των δύο, προτού δηλαδή συλληφθεί ο Βαπτιστής. Δηλαδή οι ευαγγελιστές διαφωνούν»

Απάντηση: δεν διαφωνούν. Ο Ματθαίος π.χ. λέει (4, 12-17) «Ακούσας δε (ο Ιησούς) ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις Γαλιλαίαν, και καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ... Από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν˙ Μετανοείτε». Ο Μάρκος (1, 14-15) «Μετά δε το παραδοθήναι Ιωάννην ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού». Ο Ιωάννης, δεν διαφωνεί, απλώς παραθέτει μια ενδιάμεση λεπτομέρεια: Λέει ότι (3, 22-25) «ύστερα από αυτά ήλθε ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την Ιουδαίαν και έμεινε εκεί μαζί τους και εβάπτιζε. Ο Ιωάννης επίσης βάπτιζε εις την Αινών πλησίον του Σαλείμ, διότι εκεί ήταν πολλά νερά και ήρχοντο και εβαπτίζοντο. Διότι ο Ιωάννης δεν είχε ακόμη ριφθή εις την φυλακήν.» και ύστερα γράφει (1, 1-3) «όταν ο Κύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι είχαν ακούσει ότι ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητάς παρά ο Ιωάννης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν εβάπτιζε αλλά οι μαθηταί του – άφησε την Ιουδαίαν και επήγε πάλιν εις την Γαλιλαίαν». Δηλαδή, ο Ιωάννης στο ευαγγέλιό του αναφέρει την μετάβαση του Χριστού από την Ιουδαία στη Γαλιλαία ως δημόσιο πρόσωπο πλέον, γιατί την προηγούμενη φορά που ήταν εκεί ήταν ως ιδιώτης. Δεν λένε τα Συνοπτικά Ευαγγέλια ότι ο Ιησούς κρυβόταν ή δεν έκανε θαύματα ή δεν φανέρωνε ότι είναι Θεός πριν ο Βαπτιστής συλληφθεί.

στ') «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιησούς γιόρτασε στα Ιεροσόλυμα τρία τουλάχιστον πάσχα (Κατά Ιωάννη 1, 13˙ 6, 4˙ 12, 1), ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο το πάσχα κατά το οποίο σταυρώθηκε. Άρα υπάρχει μεγάλη διαφορά στο χρόνο που δίδαξε ο Ιησούς, ανάμεσα στους τρεις και στον Ιωάννη».

Απάντηση: Στο Κατά Λουκάν (13, 7), ο Χριστός λέει «ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκήι ταύτηι, και ουχ ευρίσκω», καθαρή δήλωση ότι ο Χριστός, όταν φονεύτηκε, πραγματοποιούσε την τρίτη επίσημη πασχαλινή επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα.

ζ') «Διαφορετική ημερομηνία σταύρωσης του Ιησού δίνουν οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές και διαφορετική ο Ιωάννης»

Απάντηση: «Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί τοποθετούν το πάσχα, κατά το οποίον εφονεύθη ο Ιησούς, κατά μίαν ημέραν πρότερον ή ο Ιωάννης. Το ιουδαϊκόν πάσχα, εορτή ακίνητος, ήρχιζεν από την νύκτα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν και πρώτη αυτού ημέρα εθεωρείτο η 15, ήτις ελέγετο και πρώτη των αζύμων. Την διαφωνίαν αυτήν συμπεραίνει η αρνητική κριτική εκ των εξής στοιχείων. α) Οι τρεις πρώτοι ευαγγελισταί λέγουν δια την πέμπτην, ημέραν του μυστικού δείπνου, ότι τότε ήτο «η πρώτη των αζύμων, ότε το πάσχα έθυον» (Μτθ. 26, 17˙ Μρκ. 14, 12) ή «η ημέρα των αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα» (Λκ. 22, 7). β) Οι μαθηταί κατά την πέμπτην ερωτούν τον Κύριον «Πού θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα;» και το ετοιμάζουν κατά τας οδηγίας του κατά την αυτήν ημέραν˙ «και ητοίμασαν το πάσχα» (Μτθ. 26, 19˙ Μρκ. 14, 16˙ Λκ. 22, 13). γ) Ο Κύριος, όταν κάθηνται να φάγουν το εσπέρας της αυτής ημέρας, λέγει˙ «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν» (Λκ. 22, 15). δ) Ο Ιωάννης εξ ετέρου λέγει ότι «προ της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα... λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν κλπ.» (Ιω. 13, 1-5). ε) Κατά τον Ιωάννην, όταν ο Κύριος εν τω μυστικώ δείπνω απέστειλεν έξω τον προδότην Ιούδαν δια τελευταίαν φοράν, ωρισμένοι μαθηταί δεν ηννόησαν περί τίνος πρόκειται, αλλά’ ενόμισαν ότι εννοεί «Αγόρασον ών χρείαν έχομεν εις την εορτήν, ή τοις πτωχοίς ίνα τι δώ» (Ιω. 13, 29). ς) Ο ίδιος ο Ιωάννης γράφει˙ «Άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον˙ ην δε πρωΐ˙ και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον, ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το πάσχα» (Ιω. 18, 28). ζ) Πάλιν ο ίδιος λέγει˙ «Οι ουν Ιουδαίοι, ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ήν˙ ήν γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου˙ ηρώτησαν τον Πιλάτον κλπ.» (Ιω. 19, 31). Επομένως τα πάθη του Χριστού και κατά τους τέσσερας έγιναν ως εξής˙ την πέμπτην δείπνος και σύλληψις, την νύκτα της πέμπτης δίκη παρά τοις αρχιερεύσι, την παρασκευήν δίκη παρά τω Πιλάτω, σταύρωσις, θάνατος, ταφή˙ αλλά το πάσχα κατά μεν τους τρεις πρώτους ήρχισεν από την νύκτα της πέμπτης προς παρασκευήν, οπότε η Παρασκευή ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα, κατά δε τον Ιωάννην από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον, οπότε, όπως και γράφει, το σάββατον ήτο η πρώτη των αζύμων και η μεγάλη ημέρα.

Εάν όμως παρατηρήση κανείς καλύτερον, και κατά τους τρεις πρώτους ευαγγελιστάς προϋποτίθεται ότι η νυξ της πέμπτης προς παρασκευήν και η Παρασκευή δεν ήσαν ούτε πάσχα, ούτε η μεγάλη ημέρα της πρώτης των αζύμων. Διότι την νύκτα της πέμπτης όλην μέχρι το πρωΐ οι αρχιερείς δικάζουν τον Ιησούν, το πρωΐ οδηγούν τον Ιησούν εις τον Πιλάτον, την μεσημβρίαν της παρασκευής σταυρώνουν τον Ιησούν, αγγαρεύουν τον Σίμωνα Κυρηναίον «ερχόμενον απ' αγρού», οι φαρισαίοι Ιωσήφ και Νικόδημος το εσπέρας σπεύδουν να θάψουν τον Ιησούν, πριν φθάση η ώρα του πάσχα. Επομένως όλα αυτά τα γεγονότα, αφ' ενός μεν τους αποδεικνύουν συμφώνως προς τον Ιωάννην, αφ'’ ετέρου δε δίδουν την ορθήν ερμηνείαν εις τας προεκταθείσας φράσει των, εκ των οποίων κακώς συνεπεράνθη ότι τοποθετούν το πάσχα την παρασκευήν. Έχει δε η ορθή ερμηνεία ως ακολούθως. Κατά τον μωσαϊκόν νόμον το πάσχα έχει πέντε ημέρας ετοιμασίας και επτά ημέρας εορτασμού. Αι ημέραι 10-14 Νισάν είνε ετοιμασία του προβάτου. Αι ημέραι 15-21 είνε το πάσχα˙ κατά τας επτά αυτάς οι Ιουδαίοι έτωγον άζυμα, πικρά χόρτα, και τον πασχάλιον αμνόν (Έξ 12,3 – 19˙ Β' Παρ. 35, 1-17). Η ακριβεστέρα ώρα ενάρξεως του πάσχα ήτο η έναρξις της νυκτός της 14 προς την 15 Νισάν. Κατά το έτος του θανάτου του Κυρίου ήτο η Πέμπτη 13 Νισάν, η Παρασκευή 14 Νισάν, το Σάββατον 15 Νισσάν και πρώτη ημέρα των αζύμων αρχομένη βεβαίως από την νύκτα της παρασκευής προς σάββατον. Οι τρεις ευαγγελισταί, όταν λέγουν «η πρώτη ημέρα των αζύμων, ότε το πάσχα (= τον αμνόν) έθυον», εννοούν γενικώς και αορίστως «όταν έφθασε το πάσχα» και όχι ότι η Πέμπτη ήτο η πρώτη των αζύμων˙ όπως και ημείς σήμερον, λέγοντες «το πάσχα συνέβη αυτό», εννοούμεν και τας ημέρας της εβδομάδος των παθών και τας ημέρας της διακινησίμου. Πρόκειται περί τυπικής εκφράσεως και γενικού καθορισμού, και όχι περί ακριβούς καθορισμού ημερομηνίας. Όταν πάλιν λέγουν ότι «ητοίμασαν το πάσχα», δεν εννοούν ότι «έστρωσαν την πασχάλιον τράπεζαν», αλλά ότι επεράτωσαν τας κυριωτέρας ετοιμασίας δια το μετά δύο ημέρας αγόμενον πάσχα. Όταν κάθηνται μετά του Κυρίου να φάγουν τον δείπνον εκείνον κατά τον οποίον ο Κύριος παρέδωκε το αίμα του και την σάρκα του, ο δείπνος δεν ήτο πασχάλιος, δεν έτρωγον τον αμνόν και τα άζυμα. Ήτο από ιουδαϊκής πλευράς συνήθης δείπνος˙ άλλο αν από χριστιανικής ήτο ο πνευματικός πασχάλιος δείπνος. Ο Χριστός δηλαδή ακυρώνει το εβραϊκόν πάσχα της Π. Διαθήκης μίαν ημέραν προ της τελέσεώς του και προλαμβάνει να θύση το καινόν και αιώνιον πάσχα. Όταν ο Κύριος, ο οποίος ουδέποτε ως φαίνεται έφαγε μετά των μαθητών του το ιουδαϊκόν πάσχα, εξέφρασε τον διακαή του πόθον λέγων «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ' ημών προ του με παθείν», οι ευαγγελισταί δεν εννούν, ότι απήλαυσε την νοσταλγικήν αυτήν ανθρώπινην επιθυμίαν του˙ διότι όταν ήλθε η ώρα να φαγωθή το πάσχα, αυτός ήτο νεκρός εν τω τάφω˙ αφήνουν όμως να εννοηθή ότι η επιθυμία αυτή η τόσον αγνή και αγία εύρεν ως ανταπόκρισιν αντάξιαν εαυτής ένα άλλο πάσχα πνευματικόν και αιώνιον, το σώμα και το αίμα του επιθυμήσαντος Κυρίου, το οποίον όντως συνέφαγε μετά των μαθητών του «προ του αυτόν παθείν». Ώστε δεν διαφωνούν οι τέσσαρες ευαγγελισταί ως προς την ημερομηνίαν και ημέραν του ιουδαϊκού πάσχα» ( Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 127-129).

Για τα τέσσερα Ευαγγέλια ο καθηγητής Στ. Σάκκος δίνει τις εξής χρονολογίες συγγραφής: Κατά Ματθαίον, 50-60 μ.Χ. (το αρχαιότερο των Ευαγγελίων). Κατά Λουκάν, 58-64 μ.Χ. Κατά Μάρκον 64-78 μ.Χ. Κατά Ιωάννην, 69-72 μ.Χ. Η αξιοπιστία των υπολοίπων βιβλίων της Κ.Δ. φαίνεται στη σύγκριση με μερικές απλές συγκρίσεις μεταξύ των εξωχριστιανικών πληροφοριών και των κειμένων των χριστιανικών κειμένων. Κάποια παραδείγματα:

- Στην πόλη της Εφέσου δίνεται ο τίτλος «Νεωκόρος», δηλαδή «φύλακας του ναού της Αρτέμιδας» (Πράξεις 19, 35). Έχει βρεθεί ελληνική επιγραφή που περιγράφει την πόλη ως «Νεώκορον της Αρτέμιδος».

- Οι δικαστές των Φιλίππων, ρωμαϊκής αποικίας, αποκαλούνται στις Πράξεις (16, 20 και 35) «στρατηγοί». Ο κανονικός τίτλος αυτών ήταν «άρχοντες», αλλά οι ίδιοι προτιμούσαν το «στρατηγοί», για λόγους μεγαλύτερης αίγλης. Πράγματι, για την λατινική αποικία της Κάπουα, ο Κικέρωνας γράφει «Παρόλο που ονομάζονται άρχοντες, στις άλλες αποικίες, αυτοί οι άνδρες θέλησαν να ονομάζονται στρατηγοί» (De Lege Agraria, 34).

- Ο ανώτερος Ρωμαίος άρχοντας της Μάλτας ονομάζεται πρώτος στις Πράξεις (28, 7), τίτλος που επιβεβαιώνεται τόσο σε ελληνικές όσο και σε λατινικές επιγραφές ως ακριβής τίτλος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Μάλτας.

- Στις Πράξεις 21, 27-34, διαβάζουμε πως, ενώ ο Παύλος ήταν στην Ιερουσαλήμ, διαδόθηκε μια φήμη ότι είχε εισάγει (πρώην) εθνικούς στον Ναό, στην εσωτερική αυλή, πράξη που συνεπαγόταν θανάτωση. Ύστερα από λίγο καταφτάνουν οι Ρωμαίοι κι ο Παύλος συλλαμβάνεται. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια προειδοποιητική επιγραφή των Ρωμαίων, που βρέθηκε το 1871 από τον C.S. Clermont-Ganneau, και βρίσκεται τώρα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λέει τα εξής: «Κανένας ξένος δεν επιτρέπεται να περάσει τα όρια γύρω από το Ναό και την περίφραξή του. Όποιος συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, ας είναι προετοιμασμένος για τον επακόλουθο θάνατό του».

- Γράφοντας την επιστολή Προς Ρωμαίους από την Κόρινθο, όπου βρισκόταν το χειμώνα του 56-57 μ.Χ., ο Παύλος, αφού στέλνει χαιρετισμούς, γράφει «Ασπάζεται υμάς Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. 16, 23). Στη διάρκεια των ανασκαφών στην Κόρινθο, το 1929, ο καθηγητής T.L. Shear βρήκε ένα πλακόστρωτο με την επιγραφή ERASTUS PRO: AED: S: P: STRAVIT («Ο Έραστος, έφορος δημοσίων κτιρίων, έφτιαξε αυτό το πλακόστρωτο με δικά του έξοδα»). Η μαρτυρία αυτή υποδηλώνει ότι το πλακόστρωτο υπήρχε στη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ., και κατά πάσα πιθανότητα οι δύο Έραστοι είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.

- Αναφέρεται η εκδίωξη των Ιουδαίων της Ρώμης επί Καίσαρα Κλαυδίου (Πράξεις 18, 2). Ο Σουητώνιος (Κλαύδιος, 25, 4) αναφέρει την εκδίωξη των Ιουδαίων από τη Ρώμη, υπό του Κλαυδίου. Ο Ορόσιος (7, 6) αναφέρει ότι η εκδίωξη αυτή έγινε το ένατο έτος της βασιλείας του Κλαύδιου, δηλαδή το 49 μ.Χ.

- Αναφέρεται στις Πράξεις ο ανθύπατος Αχαΐας, Γαλλίων (Πράξεις 18, 12-17). «Τώ 1905 εις Δελφούς ευρέθησαν τέσσαρα εκ των τεμαχίων μιας μαρμαρίνης πλακός φερούσης ελληνιστί γεγραμμένην μίαν επιστολήν του Κλαυδίου προς τους Δελφούς˙ εις αυτήν αναφέρεται ο Ιούνιος Γαλλίων ως εν ενεργεία ανθύπατος της Αχαΐας. Η Αχαΐα ως συγκλητική επαρχία είχε ανθύπατον ενιαύσιον. (...) Εκ των τίτλων του Κλαυδίου, οι οποίοι ηυξάνοντο κατ' έτος, συνάγεται, ότι η επιστολή εγράφη τω 51 ή 52 μ.Χ.. Ο Παύλος εδικάσθη υπό του Γαλλίωνος εν Κορίνθω προς το τέλος της επί 3 εξάμηνα διαρκεσάσης εν τη πόλει ταύτη παραμονής του. Εξ αμφοτέρων των τεκμηρίων, της εκδιώξεως των Ιουδαίων από Ρώμης και της ηγεμονίας του Γαλλίωνος, φαίνεται ότι ο Παύλος ήτο εν Κορίνθω κατά τα έτη 49-51 ή 50-52 μ.Χ. Οπότε και αι προς Θεσσαλονικείς Επιστολαί εγράφησαν κατά τα έτη 49-50» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β' έκδοση, ΑΠΘ - τμήμα εκδόσεων, σ. 78). Σύμφωνα με τον καθηγητή Στ. Σάκκο, τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης, μετά την Ανάσταση έχουν ως εξής:

Γεγονότα

Προαιτάτη χρονολογία

Βραδυτάτη χρονολογία

Θάνατος Στεφάνου

31-34
 
Επιστροφή Παύλου

32-35

Θάνατος Ιακώβου του Ζεβεδαίου

46-48

Πρώτη περιοδεία Παύλου-Βαρνάβα

46-48

48-49

Σύνοδος αποστόλων εν Ιεροσολύμοις

48-49

Δευτέρα περιοδεία Παύλου

48-51

49-52

Άφιξις Παύλου εις Κόρινθον

49-50

Τρίτη περιοδεία Παύλου

51-57

52-58

Σύλληψις Παύλου εν Ιεροσολύμοις

57-58
 
Άφιξις δεσμίου Παύλου εις Ρώμην

60-61

Θάνατος Ιακώβου αδελφού Κυρίου

62-64

Άφιξις Πέτρου εις Βαβυλώνα Αιγύπτου

62-65

Αποφυλάκισις Παύλου

62-64

Τέταρτη περιοδεία Παύλου

62-66

64-68

Θάνατος Παύλου και Πέτρου

66-68

Άφιξις Ιωάννου εις Πάτμον

67-70

Θάνατος Ιωάννου

72-80

Αναζητηση

Αναγνώστες